Η ηδονή της τιμιότητας, Λουίτζι Πιραντέλο. Ραδιοφωνικό θέατρο

 Η Πολιτισμική Διαδρομή θα σας παρουσιάσει απόψε ένα αρκετά ενδιαφέρον και με βαθιές φιλοσοφικές προεκτάσεις έργο... 

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος:

  Πρόκειται για το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο, "Η ηδονή της τιμιότητας". Το έργο γράφτηκε το 1917 και ο τίτλος του και μόνο προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον.



Η υπόθεση:

  Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, ένας πανέξυπνος φτωχοδιάβολος, ο Μπαλντοβίνο, βιοποριζόμενος με διάφορες μικροαπάτες, δέχεται μια άτιμη συμφωνία. Να παντρευτεί μια μικροαστή ορφανή, την οποία άφησε έγκυο ένας παντρεμένος αριστοκράτης, ο οποίος θέλει και να κουκουλώσει την ατιμία του και να συνεχίσει τη μοιχό σχέση του. Μπορεί η τιμιότητα να ξυπνήσει μέσα σε έναν ανέντιμο άνθρωπο; Ναι, απαντά ο Πιραντέλο, αντιπαραθέτοντας την ομολογία του Μπαλντοβίνο για τις ανέντιμες πράξεις του στο ψεύδος του αριστοκράτη που δε συγκαλύπτει και συνεχίζει τις άτιμες πράξεις του. 

  Ο Μπαλντοβίνο, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της ατιμίας του αριστοκράτη, θα ποθήσει αληθινά την τιμιότητα, επιβάλλοντας νέους όρους στην αρχική συμφωνία. 'Η ο αριστοκράτης θα φύγει, οριστικά, από τη ζωή του ζευγαριού ή θα φύγει ο ίδιος. Με αυτή την αληθινά τίμια απόφασή του, ο Μπαλντοβίνο θα κερδίσει και την καρδιά της συζύγου του.


Περαιτέρω στοιχεία για το έργο...

  Ο Πιραντέλο υπήρξε ένας ανατόμος του ανθρώπινου είναι και φαίνεσθαι...

  Σε έναν κόσμο που επικρατεί το ψέμα, ο δόλος και η παρακμή η τιμιότητα αποτελεί μονοπάτι που ακολουθούν λίγοι. Τα πρόσωπα ξεμασκαρεύονται με οδυνηρό τρόπο. Το δύσκολο έργο του ξεμασκαρέματος αναλαμβάνει ένα πρόσωπο (ο Μπαλντολβίνο), όλο το βάρος πέφτει σ'αυτόν.
Ο Πιραντέλο αποδεικνύει ότι ένας ανέντιμος μπορεί να αλλάξει και να υπερασπιστεί μέχρι τελικής πτώσης το τίμιο και την ηθική μακριά από την υποκρισία των ισχυρών μιας κοινωνίας.

Ένα απολαυστικό έργο όπου συνυπάρχει το τραγικό μαζί με μια υποβόσκουσα κωμικότητα.

 Στο παιχνίδι αυτό, ο Μπαλντοβίνο έρχεται αντιμέτωπος με την υποκρισία και προσπαθεί να την αντιμετωπίσει, ρίχνοντας τις μάσκες των υποκριτών.

  Στο έργο καταδεικνύεται εύστοχα η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην πραγματική αλήθεια που κρύβουμε μέσα μας και σε αυτή που εξωτερικεύουμε (επίπλαστη)...


  Αξίζει τέλος να σημειωθεί, για μια ακόμη φορά, ότι ο Πιραντέλο πίστευε πως είχε ελληνική καταγωγή, το όνομα του αποτελούσε παραφθορά του Πυράγγελος...






Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι "Ραδιοφωνικό θέατρο"

 



Ο Χρήστος Πάρλας θα υποδυθεί τον Μπαλντοβίνο.



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 


Τι ήταν ο "Μακεδονισμός"

Ο  μακεδονισμός υπήρξε  το  στρατήγημα  μιας μειονοτικής  εθνοτικής  ομάδας,  στο  εσωτερικό  της  ιστορικής  Μακεδονίας,  ώστε  να επικρατήσει  έναντι  των κυρίαρχων εθνικών ομάδων, των Τούρκων και των Ελλήνων.  





Γι’ αυτό  και  οι  λεγόμενες μακεδονικές  οργανώσεις  (η εσωτερική  Μακεδονική  Επαναστατική  Οργάνωση  και  η «εξωτερική»,  που  υποστήριζε  μέχρι  τέλους  τη  βουλγαρική  ταυτότητα  των  σλαβόφωνων,  οι  λεγόμενοι  Βερχοβιστές)  δεν  εμφανίζονται  αρχικώς  ως  βουλγαρικές  οργανώσεις,  παρότι  η  έδρα  τους  βρίσκεται  στη  Βουλγαρία,  και προσπαθούν  να  ενσωματώσουν  στο  εσωτερικό  τους  όχι μόνο  τους  Σλάβους  αλλά  και Έλληνες  αγρότες,  ιδιαίτερα τους  σλαβόφωνους  ελληνικής  συνείδησης  Μακεδόνες.


 Ο  υπολογισμός  των  Βουλγάρων  μακεδονιστών,  βάσιμος σε  μεγάλο  βαθμό,  ήταν  πως, εάν  η  Μακεδονία  αποκοβόταν τόσο  από  την  οθωμανική  Αυτοκρατορία  όσο  και  από  τον ελληνισμό  και  το  Πατριαρχείο  (εξ  ου  και  η  δημιουργία της  βουλγαρικής  Εξαρχίας  το 1870),  θα  μπορούσε  να  αποτελέσει,  τουλάχιστον  σε  μια πρώτη  περίοδο,  έναν  χώρο  διεκδικήσιμο  από  τη  Βουλγαρία,  όπως  είχε  συμβεί  με  την Ανατολική  Ρωμυλία.  


Για  τους Βουλγάρους,  λοιπόν,  τότε, όπως  και  σήμερα,  δεν  υπήρχε  ένα  μακεδονικό  «έθνος», αλλά  μόνο,  a  termine,  ένας μακεδονικός  «λαός»,  με  πολυεθνοτικά  χαρακτηριστικά, δηλαδή  οι  κάτοικοι  της  Μακεδονίας,  όπου  κατ’  αυτούς κυριαρχούσαν  οι  Βούλγαροι. 


Προφανώς  δε,  για  να  ενισχύσουν  τη  σλαβική  συνιστώσα της  μακεδονικής  περιοχής, έτειναν  να  επεκτείνουν  όσο το  δυνατόν  περισσότερο  τη μακεδονική  επικράτεια,  ώστε να  συμπεριλάβει  όλα  τα  βόρεια,  κατεχόμενα  ακόμα  από τους  Οθωμανούς,  εδάφη  των Βαλκανίων,  έστω  και  εάν  τα Σκόπια  π.χ.  ήταν  πρωτεύουσα  του  Κοσόβου. 


 Πάντως,  σε όλη  αυτή  την  ιστορική  περίοδο,  καθώς  οι  Έλληνες  θα  αρχίσουν  να  αντιδρούν  απέναντι στα  βουλγαρικά  σχέδια  και  θα αρχίσει  ο  Μακεδονικός  Αγώνας,  η  μακεδονική  διαμάχη  θα αφορά  κατ’  εξοχήν  την  αντίθεση  Ελλήνων  και  Βουλγάρων,  με  επίδικο  αντικείμενο και  βασικό  χώρο  αντιπαράθεσης  την  ιστορική  Μακεδονία. 

Εξάλλου,  παράλληλα,  θα  αρχίσουν  και  οι  Σέρβοι  να  παρεμβαίνουν  όλο  και  πιο  ενεργά  στη  διαμάχη,  υποστηρίζοντας  πως  οι  Σλάβοι  της  ευρύτερης  μακεδονικής  περιοχής  ήταν  στην  πραγματικότητα  μια  «παλαιοσερβική»  ή «νοτιοσερβική»  κοινότητα  η οποία  δεν  είχε  σχέση  με  τους Βουλγάρους  «που  αποτελούσαν ένα ταταρικό φύλο».


Πηγή: Καραμπέλιας



Διπλωματία περιθωριακοῦ μικροκράτους, 25 χρόνια πριν...

Ο Χρήστος Γιανναράς 25 χρόνια πριν αναλυει την κατάσταση στα ελληνοτουρκικά. Τα δεδομένα ήταν τότε πολυ διαφορετικά. Ορισμένες εκτιμήσεις του στο τέλος του άρθρου ήταν προφητικες... 



ΣΕ ΤΙ  ΔΙΑΦΕΡΕΙ  ἡ  ἑλληνικὴ  ἀπὸ  τὴν  τουρκικὴ  ἐξωτερικὴ πολιτική;  Ἔχουν  οἱ  Τοῦρκοι  ἱκανότερους  διπλωμάτες,  καλύτερη ὀργάνωση;  Ἔχουν μιὰ  σταθερὴ  στρατηγικὴ  ποὺ δὲν μεταβάλλεται μὲ  τὴν ἐναλλαγὴ  τῶν κυβερνήσεων καὶ τῶν καθεστώτων;  

Νομίζω  ὅτι  ἡ  οὐσιωδέστερη  διαφορὰ  εἶναι  ἀλλοῦ:  Οἱ  Τοῦρκοι ἀσκοῦν


  διπλωματία  καὶ  ἐξωτερικὴ  πολιτικὴ  αὐτοκρατορίας,  ὄχι μικροῦ  περιθωριακοῦ  κράτους,  ὅπως  οἱ  Ἕλληνες.  Δὲν  εἶναι  τὸ πληθυσμικό  τους  μέγεθος ποὺ  ἐπιτρέπει  τέτοια  πολιτική,  οὔτε  ἡ στρατιωτική  τους  δύναμη, οὔτε  μόνο  ἡ  στρατηγικὴ  θέση  τῆς  χώρας τους.  Εἶναι  κυρίως  καὶ  πρωταρχικὰ  μιὰ  συνειδητὴ  ἐπιλογὴ  καὶ  ἡ ἀνάλογη  νοοτροπία  ποὺ  ἔχουν  καλλιεργήσει.  

Ὅλα τὰ  ἐξωτερικὰ προβλήματα τῆς  Ἑλλάδας  ἀντιμετωπίζονται πάντοτε  ἀπὸ  τὴ  διπλωματία  καὶ  τὶς κυβερνήσεις μας ὡς  ἐμπλοκὲς μικροῦ  κράτους  στὴ  νοτιοανατολικὴ  εὐρωπαϊκὴ  περιφέρεια. Ἡ λογικὴ  τῆς ἐξωτερικῆς  μας πολιτικῆς εἶναι  λογικὴ  ἄμυνας ἀδύναμου  κρατιδίου  ἔναντι  ἀπειλῶν  καὶ  ἐπιβουλῶν  ἀπὸ γείτονες. Ἀκόμα καὶ  ἡ στάση μας  ἀπέναντι  στὰ Σκόπια ἢ στὴν  Ἀλβανία ἐξαντλεῖται  σὲ  μιὰ πολιτικὴ  διαφορῶν  ἀνάμεσα σὲ  μικροκράτη τῆς  περιφέρειας.  

Λέμε  καὶ  μᾶς  λένε  ὅτι  εἴμαστε ἡ πιὸ  εὔρωστη οἰκονομικὰ  χώρα  τῆς περιοχῆς,  μὲ  ἰσχυρότατη  διεθνὴ  διασπορά, μὲ  τὴν καλύτερη  συγκριτικὰ  —παρὰ  τὶς  τραγικές  της  ἀδυναμίες— κοινωνικὴ  ἀνάπτυξη. Κυρίως  ὅμως  τὸ  ὄνομά  μας  καὶ  ὁ πολιτισμὸς τῶν  προγόνων  μας μᾶς ἐξασφαλίζουν  μιὰν  a priori  ὑπεροχὴ πνευματικοῦ  γοήτρου,  μιὰν  ἀκούσια διείσδυση στὴν  ἐκπαίδευση, στὴ  γλώσσα,  ἴσως  καὶ στὴν  αἰσθητικὴ  τῶν περισσότερων λαῶν  τῆς γῆς.  

Ἡ  Τουρκία  εἶναι  κράτος  μεγάλο  σὲ  πληθυσμό,  ἀλλὰ  ἐξαιρετικὰ ἀδύναμο  οἰκονομικὰ  καὶ  μὲ  τεράστια  προβλήματα  κοινωνικῆς συνοχῆς  καὶ  ὀργανωτικῆς  ἐπάρκειας.  Θὰ εἶχε  πρὸ  πολλοῦ καταρρεύσει,  ἐκραγεῖ  καὶ  διαλυθεῖ  ἂν  ἡ ἀμερικανικὴ καὶ εὐρωπαϊκὴ  πολιτικὴ  δὲν συντηροῦσε  μὲ  κάθε  τρόπο  τὸ  τεχνητὸ κατασκεύασμα  τοῦ  κεμαλικοῦ  κράτους,  δηλαδὴ  μιὰ καμουφλαρισμένη δικτατορία  ποὺ  κατορθώνει  ἀκόμα νὰ  ἐλέγχει μὲ  ὁλοκληρωτικοὺς  μηχανισμοὺς τὸ  εὔθραυστο  αὐτὸ  κρατικὸ σχῆμα.  Ἐπιπλέον,  οἱ  Τοῦρκοι  εἶναι  λαὸς  μὲ  μεγάλες ἀντιπάθειες στὸν  διεθνὴ  χῶρο, τόσο  μεταξὺ  τῶν μουσουλμάνων  γιὰ  λόγους θρησκευτικῶν  διαφορῶν,  ὅσο καὶ  γιὰ  τὴ  σύνδεση  τοῦ  ὀνόματός τους  μὲ  ἱστορικὲς φρικαλεότητες,  γενοκτονίες καί,  σήμερα,  μὲ κατάφωρες  παραβιάσεις  τῶν ἀνθρώπινων  δικαιωμάτων καὶ ἔσχατη  κοινωνικὴ ὑπανάπτυξη.  Ὅμως,  παρὰ  τὶς  ἀδυναμίες  αὐτές, ἡ Τουρκία εἶναι  πολιτικὰ  σεβαστὴ καὶ  ὑπολογίσιμη,  μόνο  γιατὶ ξέρει νὰ  ἀσκεῖ διπλωματία  αὐτοκρατορίας.

Πῶς  θὰ  μποροῦσε  ἡ ἑλληνικὴ  ἐξωτερικὴ πολιτικὴ  νὰ  ξεπεράσει  τὴ νοοτροπία  τοῦ  περιθωριακοῦ  μικροκράτους;  Μόνο  ἂν  ἀφομοιώσει ἐνεργητικὰ  τὴν  ἐπίγνωση  ὅτι διαχειρίζεται ὄχι συμφέροντα ἐθνικοῦ κρατιδίου,  ἀλλὰ  τὴν  ἐπιβίωση  ἑνὸς  κρατικοῦ  φορέα ὑπεύθυνου γιὰ  τὴ  συνέχιση  καὶ ἀξιοποίηση  πολιτισμοῦ  μὲ πανανθρώπινη  ἐμβέλεια.  Καὶ πάντοτε  μὲ  τὴ  διπλωματικὴ στρατηγικὴ  τῆς  ἀναφορᾶς  σὲ  συμφέροντα  καὶ ὄχι  σὲ  ἱστορικὰ δικαιώματα  ποὺ ἠχοῦν μόνο  ρομαντικά.  Ἐνδεικτικὸ  ἐπιμέρους  παράδειγμα:  Ἡ  πολιτική  μας  στὶς ἑλληνοτουρκικὲς σχέσεις θὰ  ἄλλαζε  ριζικὰ  ἂν  ἑδραιωνόταν  στὴν πεποίθηση ὅτι  οἱ  σχέσεις  αὐτὲς  δὲν  εἶναι  ἑλληνοτουρκικές,  ἀλλὰ σχέσεις  τῆς  Εὐρώπης  καὶ τοῦ  δυτικοῦ  κόσμου  μὲ  τὸ  Ἰσλάμ. 

Σταθερὴ  καὶ  συνεχὴς πρόκληση  πρὸς  τοὺς  δυτικούς  μας «συμμάχους»  ἡ  ἀπαίτηση  νὰ  ἀπαντήσουν  ἔμπρακτα  στὸ ἐρώτημα:  Ἂν  τὸ  εὔθραυστο  κεμαλικὸ  κράτος  εἶναι  τεῖχος ἀνάσχεσης  τοῦ  ἀντιδυτικοῦ  Ἰσλάμ,  ποιά  εἶναι  ἡ  δεύτερη  γραμμὴ ἄμυνας  τοῦ δυτικοῦ κόσμου  ἔναντι  τοῦ ἰσλαμικοῦ φονταμενταλισμοῦ;  Μὲ  ποιό  τρόπο ἑτοιμάζεται  ἡ  Δύση  γιὰ  νὰ  μὴν ἐπαναλάβει  τὶς  ἀφέλειες  ποὺ  διέπραξε  ἐμπιστευόμενη τὸ καθεστὼς  τοῦ  Σάχη  στὴν  Περσία;  Πῶς  διακυβεύει  τὴν  ἀσφάλειά της  ἡ  Δύση  διαμοιράζοντας  τὸν στρατηγικὸ  ἔλεγχο  τοῦ Αἰγαίου — πανάρχαιο  πρόβλημα  ἰσορροπίας  σχέσεων  στὴν  Εὐρώπη—  σὲ  δυὸ χῶρες  ποὺ  συγκροτοῦν  τὴν ἐγγενὴ  ἀντιπαλότητα  τοῦ  εὐρωπαϊκοῦ καὶ  ἀσιατικοῦ  κόσμου;  Δεύτερο ἐνδεικτικὸ  παράδειγμα: Ἡ προστασία  τῆς  ἑλληνικῆς μειονότητας  στὴν  Ἀλβανία  δὲν εἶναι  πρόβλημα  δικαιωμάτων μιᾶς φυλετικῆς  μειοψηφίας,  ἀλλὰ  πρόβλημα διάσωσης  ἑνὸς εὐρωπαϊκοῦ  θύλακα  σὲ  μιὰ  χώρα  μουσουλμανικῆς  φυλετικῆς πανσπερμίας.  

Ἂν  ὁ  πολιτισμὸς  τῆς Εὐρώπης δὲν  ἐξαντλεῖται  στὴν οἰκονομικὴ  καὶ  τεχνολογικὴ  ἀνάπτυξη  —ποὺ  πληρέστερα  τὴν ἐνσαρκώνουν σήμερα  χῶρες  τῆς  Ἄπω  Ἀνατολῆς—  τότε  καίρια συμφέροντα  εὐρωπαϊκῆς  παρουσίας  διακυβεύονται  καὶ  μὲ  τὴν τουρκικὴ  κατοχὴ  στὴν  Κύπρο,  ὅπως  καὶ  μὲ  τὶς πολιτικὲς ἀγυρτεῖες
 τοῦ  κράτους  τῶν Σκοπίων.  Ὅμως,  γιὰ νὰ  μεταβληθεῖ  ἡ νοοτροπία τῶν  διαχειριστῶν  τῆς ἐξωτερικῆς  μας  πολιτικῆς  ἀπαιτεῖται  πολιτιστικὴ καλλιέργεια  καὶ παιδεία ποὺ  τὴν  διαθέτουν  ἐλάχιστοι  στὴν  Ἑλλάδα  σήμερα. Τουλάχιστον  νὰ  συνειδητοποιήσουμε  ὅτι  σὲ  μακροπρόθεσμη προοπτικὴ  ἡ  ἐξωτερικὴ  πολιτικὴ  σχεδιάζεται  μὲ  τὰ  ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα  ἀπὸ  τὸ  δημοτικὸ  σχολεῖο.

1/11/1995

Το Άι σιχτιρ ειναι τελικά ελληνικό!!

 Πρόκειται για την χειρότερη βρισιά στην Τουρκία!!! 




Όχι πια δάκρυα...

Όχι πια δάκρυα


Σε μια διαφάνεια τόσο λευκή
Πάντα χαρούμενη
Μάτι του έρωτα
Ήρθε ξανά το Πάσχα
Στα κράσπεδα της ελπίδας
Αξιοθαύμαστη απλότητα
Στη συντομία της ζωής
Στις ουράνιες πεδιάδες
Η ασημένια κόρη
Άν ύστερα από τόσα ποιήματα
Ποτέ δεν ήταν άλλοτε
Γονατιστός πάνω στην πέτρα
Αίμα και φλέβες μελανές
Κλειδώνω τους ίσκιους
Σημάδι ελπίδας
Άνθρωποι εσείς της εποχής μου
Η μικρούλα με τα σπίρτα
Lieblicher Blaue
Για να εξαφανισθεί το σκοτάδι
Βαθιά στη μνήμη του
Ο μικρός πρίγκιπας
Οιωνός αθωότητας
Της λάμψης το φιλί
Ώ εσύ ψιθυριστή
Μέσ' απ΄τον στρόβιλο της παραφοράς μου
Άπ΄των θαυμάτων την παρέλαση
Έγνοια μου τώρα μοναδική...

Τάκης Βαρβιτσιώτης




Ζητήται υπηρέτης, του Μπάμπη Άνινου. Ραδιοφωνικό Θέατρο

  Το αποψινό Σαββατόβραδο, το πρώτο του Οκτωβρίου η Διαδρομή θα σας παρουσιάσει το Μονόπρακτο του Μπάμπη Άνινου " Ζητήται υπηρέτης".

Ως Μονόπρακτο χαρακτηρίζεται ένα θεατρικό έργο που παίζεται σε μία μόνο πράξη.





 Ο Άνινος έγινε ευρύτατα γνωστός για τα εύθυμα θεατρικά του έργα. Ενδεικτικό της επιτυχίας του είναι ότι το μονόπρακτο έργο του «Ζητείται υπηρέτης» επιλέχθηκε για την πρεμιέρα του Βασιλικού Θεάτρου το 1901.




Η υπόθεση:
 Ένας άδικα διωγμένος από την επαρχία δάσκαλος φτάνει στο σπίτι μίας πλούσιας χήρας προκειμένου να ζητήσει εργασία ως υπηρέτης. Μία σειρά από ευτράπελα και παρεξηγήσεις θα λάβουν χώρα και θα συνθέσουν μία έξυπνη και ευχάριστη φαρσοκωμωδία.

 Πρόκειται για μία γλυκόπικρη κωμωδία που θα καυτηριάσει με έξυπνο τρόπο το ρουσφέτι, την αναξιοκρατία και την ασυδοσία του κρατικού μηχανισμού. Πρόκειται για διαχρονικές παθογένειες του δημόσιου βίου.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
 Όχι και τόσο γνωστός στο ευρύτερο κοινό ο Μπάμπης Άννινος (Αργοστόλι 1852 - Αθήνα 1934) υπήρξε δημοσιογράφος, ποιητής, ευφυής λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας δημοφιλής στην
εποχή του, ιδιαίτερα για το χιούμορ του. Αφού τελείωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στη Κεφαλονιά και ασχολήθηκε ευρύτερα με τη φιλολογία και τις ξένες γλώσσες, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1889 έγινε αρχισυντάκτης της «Καθημερινής» του Μιχαήλ Λάμπρου.

 Έγραψε πολλά λογοτεχνικά και ιστορικά έργα όπως η ποιητική του συλλογή «Λυκαυγές», τα ευθυμογραφήματα «Εδώ κι Εκεί», «Αττικαί Ημέραι». Επίσης έγραψε σπουδαίες ιστορικές μελέτες που τις συγκέντρωσε σε ένα ογκώδη τόμο το 1925 με τίτλο «Ιστορικά Σημειώματα». Για τέσσερα χρόνια από το 1891 έως το 1895 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Παρνασσός» και αργότερα έβγαλε τη φιλολογική και εγκυκλοπαιδική μηνιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «Ίριδα». Έγινε γνωστός με διάφορα ψευδώνυμα: Αββακούμ, Ηρώδης Αττικός, Στρεψιάδης, Ρακοσυλλέκτης, Τενεκές κ.α. 

 H πέννα του ήταν άλλοτε σατιρική και κριτική, άλλοτε σοβαρή ανάλογα με τα χρονογραφήματα της εποχής. Συμμετείχε μαζί με τους Τιμ. Φιλήμονα και Ν. Πολίτη στη συγγραφή της ιστορίας των 1ων Ολυμπιακών αγώνων του 1896. Σημαντική είναι η προσφορά του Μπάμπη Άννινου στην οργάνωση και ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου. Έγραψε θεατρικά έργα με ένα εντελώς πρωτότυπο ύφος. Το έργο του «Ζητείται υπηρέτης» επιλέχθηκε για την πρεμιέρα του Βασιλικού θεάτρου το 1901. Η σατυρική του επιθεώρηση «Τα Παναθήναια» είχε τεράστια επιτυχία. Τιμήθηκε για τη μεγάλη συνεισφορά στο χώρο των γραμμάτων με το Παράσημο του Σωτήρος (1889), Χρυσούν Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών (1914) και με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών το (1925).



Η ηχογράφηση είναι σχετικά πρόσφατη, έγινε το 1984.

Παίζουν οι ηθοποιοί: Σοφία Χάνου, Δήμητρα Δημητριάδου, Ανδρέας Φιλιππίδης και Κώστας Αρζόγλου. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Θεόφιλος Ζαμάνης και την μουσική ο Σταμάτης Κραουνάκης. 

Διάρκεια 50 λεπτά


Ο Ανδρέας Φιλιππίδης θα ερμηνεύσει το ρόλο του υπηρέτη.



Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι Ναταλία Δεδουσοπούλου:






Πηγές: Φωτόδενδρο, greekradiotheater

Τι ήταν η Οχράνα.

 Η  Οχράνα  (άμυνα)  αποτελούσε  έναν  όρο που  χρησιμοποιήθηκε  για  τα  ένοπλα  σώματα  των  βουλγαριζόντων  διγλώσσων, κυρίως στην  περιοχή  της  Καστοριάς  και  της  Έδεσσας,  στη  διάρκεια  του  Β΄  Παγκοσμίου  Πολέμου. 






 Τα  ένοπλα  αυτά  σώματα  οργανώθηκαν από  τους  Ιταλούς  και  τους  Γερμανούς  για την  καταδίωξη  των  ελληνικών  ανταρτικών τμημάτων,  αλλά  τις  σχετικές  πρωτοβουλίες  είχαν  αναλάβει  κύκλοι της  βουλγαρο-μακεδονικής  VMRO.  Έτσι,  η ίδρυση  και  η  δράση  της  Οχράνας  συνδέεται άμεσα  με  την  πολιτική  της  VMRO.  

Πτυχές της  δράσης  της  Οχράνας  έχουν  διερευνήσει  Έλληνες  και  ξένοι  ιστορικοί.  Βλ.  σχετικά, Σπυρίδων  Σφέτας,  

Η  ίδρυση  και  η  δράση  της Οχράνας  (1943-44)  στη  Δυτική  και  Κεντρική  Μακεδονία  στα  πλαίσια  της  πολιτικής της  VMRO  και  των  Ιταλο-Γερμανικών  αρχών  Κατοχής,  Βαλκανικά  Σύμμεικτα,  τχ.  11 (1999-2000)  ΙΜΧΑ,  Θεσ/νίκη,  σσ.  341-376, εδώ,  σ.  343·  Ιωάννης  Κολιόπουλος,  Λεηλασία  Φρονημάτων:  Α,  Το  Μακεδονικό  Ζήτημα στην  κατεχόμενη  Δυτική  Μακεδονία  (19411944),  Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994.

Η λογοτεχνία ως ιστορική πηγή.

 Η  τελευταία  φράση  μάς  καθοδηγεί  να  καταλάβουμε  καλύτερα  και  τον  ρόλο  τον  οποίο μπορεί  να  παίξει  η  λογοτεχνία  ως  ιστορική  πηγή.  Δεν  αποτελεί  δηλαδή  μια  αξιόπιστη ιστορική  πηγή  από  την  οποία  οι  ιστορικοί  μπορούν  να  πληροφορηθούν  την  αλήθεια για  τα  γεγονότα  (Κόκορης  2005,  10-11).  Ούτε  βεβαίως  θα  πρέπει  να  νομίζουμε  ότι  οι μικροί  αναγνώστες  θα  μάθουν  από  τη  λογοτεχνία  την  εθνική  ιστορία,  όπως  πολλές γενιές  παιδαγωγών  και  γονιών  νόμιζαν,  με  κυριότερο  εκφραστή  αυτής  της  άποψης την  Πηνελόπη  Δέλτα,  η  οποία  πάσχισε  με  τα  ιστορικά  της  μυθιστορήματα  να  διδάξει τα  ελληνόπουλα.  



 Ας μείνουμε για  λίγο  στο  ζήτημα,  διότι  υπάρχουν  πολλές  παρεξηγήσεις  γύρω από αυτό.  Η  λογοτεχνία  υπακούει  στους  δικούς  της  κανόνες  ποιητικής·  λ.χ.  έχει  το ελεύθερο  να  επινοεί  πρόσωπα  και  γεγονότα  τα  οποία  μπορεί  να  φαίνονται αληθοφανή,  αλλά  είναι  φανταστικά.  Είναι  υποχρεωμένη  να  δημιουργεί  μια  πλοκή λογικοφανή,  να  έχει  suspense,  να  προσφέρει  την  κάθαρση,  να  διδάσκει  (ιδιαίτερα  αν απευθύνεται  σε  μικρούς  αναγνώστες).  Γενικά  υποτάσσεται  στους  κανόνες  του λογοτεχνικού  είδους  που  υπηρετεί.  

Ακόμη  και  αν  ο  συγγραφέας  διεξάγει  ιστορική έρευνα,  δεν  είναι  υποχρεωμένος  να  ακολουθήσει  την  πειθαρχία  της  ιστορικής επιστήμης.  Η  προσωπική  του  ιδεολογία,  η  ελλιπής  κατανόηση  των  ιστορικών εννοιών,  η  απουσία  μεθοδολογικών  εργαλείων  και  το  προσωπικό  του  συγγραφικό πρόγραμμα  ευθύνονται  συνήθως  για  τη  μονομερή  έκθεση  των  ιστορικών  γεγονότων σε  μεγαλύτερο  βαθμό  από  ό,τι  συμβαίνει  σε  ένα  ιστορικό  έργο. 

 Βεβαίως,  όλα  τα παραπάνω  ισχύουν  σε  διαφορετικό  βαθμό  για  κάθε  συγγραφικό  εγχείρημα  το  οποίο εμπλέκει  την  ιστορία  και  θα  αγγίξουμε  παρόμοια  ζητήματα  παρακάτω,  σε  σχέση  με το ιστορικό μυθιστόρημα.   Εκείνο  που  χρειάζεται  εδώ  να  τονιστεί  είναι  πως  δεν  πρέπει  να  διαβάζουμε  τη λογοτεχνία  η  οποία  μιλά  για  ιστορικά  γεγονότα  ανυποψίαστοι,  έτοιμοι  να  πιστέψουμε στην  αλήθεια  των  εξιστορουμένων,  ακόμη  και  αν  αυτά  προέρχονται  από καταξιωμένους  συγγραφείς  οι  οποίοι  έχουν  επαινεθεί  για  την  ιστορική  τους εγρήγορση  και  έρευνα. 

 Τα  συνηθέστερα  «ολισθήματα»  μιας  λογοτεχνικής  αφήγησης είναι  η  αποσιώπηση  γεγονότων  ή  πλευρών  της  ιστορικής  πραγματικότητας,  οι ηθικοδιδακτικοί  σχολιασμοί  του  αφηγητή,  η  μεταφορά  γεγονότων  από  έναν  τόπο  σε άλλον  –ακόμη  και  ανύπαρκτο–,  η  φανταστική  διαδρομή  ζωής  ενός  κατά  τα  άλλα ιστορικού  προσώπου,  η  απόκρυψη  ανίερων  συμμαχιών,  ο  τονισμός  της  βίας  του αντιπάλου  και  η  αποσιώπηση  της  βίας  που  άσκησε  η  συμπαθής  στον  αφηγητή  πλευρά και  πολλά  άλλα.  Ειδικά  το  ζήτημα  της  βίας,  το  οποίο  βρίσκει  ο  συγγραφέας  μπροστά του  συνεχώς,  αφού  μιλούμε  για  ιστορία,  προκαλεί  ιδεολογικές  εμπλοκές, αυτολογοκρισία  και  συναισθηματική  δυσανεξία,  που  με  τη  σειρά  τους  οδηγούν  σε περίεργες,  και  καμιά  φορά  ενδιαφέρουσες,  αφηγηματικές  επιλογές. 

Συνήθως,  τα  πιο «αληθινά»  ιστορικά  στοιχεία  σε  μια  λογοτεχνική  αφήγηση  είναι  οι  λεπτομέρειες  της καθημερινής  ζωής,  οι  ανώδυνες  πληροφορίες,  όλα  εκείνα  που  είναι  απαραίτητα  για να  ανασυσταθεί  η  ατμόσφαιρα  και  τα  συναισθήματα  μιας  εποχής  και  σε  τούτο  είναι βεβαίως  απαράμιλλη  η  δύναμη  της  λογοτεχνίας. 

Τα  παραπάνω  δεν  σημαίνουν  πως  η  λογοτεχνία  είναι  άχρηστη  για  την  ιστορική εκπαίδευση.  Ειδικά  σήμερα  που  έχουν  πολλαπλασιαστεί  τα  είδη  των  ιστορικών πηγών  και  βασικός  σκοπός  θεωρείται  η  άσκηση  των  μαθητών  στην  εκτίμηση  της αξιοπιστίας  των  πηγών,  η  λογοτεχνία  αυτοδικαίως  περιλαμβάνεται  ανάμεσα  σε  αυτές. Πάντα,  όμως,  με  την  προϋπόθεση  ότι  το  λογοτεχνικό  έργο,  ως  οργανωμένο  σύνολο μορφής,  περιεχομένου,  ιδεολογίας  και  συναισθημάτων,  μας  βοηθά  να  κατανοήσουμε σε  γενικές  γραμμές  είτε  την  εποχή  στην  οποία  δημιουργήθηκε  είτε/και  την  εποχή  στην οποία  αναφέρεται.  

Η  αλήθεια  των  επιμέρους  στοιχείων  του  μπορεί  βεβαίως  να ελεγχθεί,  αλλά  αυτός  ο  έλεγχος  μόνον  ως  άσκηση  μπορεί  να  έχει  κάποια  σημασία  και δεν σχετίζεται με τη  λογοτεχνική  του αξία.   

Πηγή: Βενετία Αποστολίδου

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...