Η σύλληψη του πιο ψηλού στρατιώτη των Γερμανών

 Το 1944 στη πόλη του Καλαί της Βόρειας Γαλλίας, ο Βρετανός δεκανέας Μπομπ Ρόμπερτς με ύψος μόλις 1,60 μέτρα, συλλαμβάνει και αιχμαλωτίζει τον ψηλότερο Γερμανό στρατιώτη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, Γιάκομπ Νάκεν με ύψος 2,21 μέτρα ( είχε τον βαθμό του λοχία). 



Στη 2η φωτογραφία συνομιλούν μετά τη σύλληψη .



Η μύγα. Νουβέλα του Λουίτζι Πιραντέλο

 Ξέπνοοι, λαχανιασμένοι, για να κάνουν πιο γρήγορα, όταν έφτασαν κάτω από το χωριό – έλα, από δω, θάρρος! – σκαρφάλωσαν τη βραχώδη και αργιλώδη πλαγιά με τη βοήθεια και των χεριών τους – κουράγιο! κουράγιο! – αφού τα άρβυλά τους με τα καρφιά – Θεέ μου! – γλιστρούσαν.



Μόλις ξεπρόβαλαν από την πλαγιά, αναψοκοκκινισμένοι, οι γυναίκες που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από τη βρύση στην έξοδο του χωριού και μιλούσαν φωναχτά, έστρεψαν όλες για να δουν. Τ’ αδέλφια Τορτορίτσι δεν ήταν εκείνοι οι δυο; Ναι, ο Νέλι και ο Σάρο Τορτορίτσι. Οι κακόμοιροι! Και γιατί έτρεχαν έτσι;

Ο Νέλι, ο μικρότερος από τους δύο, μην αντέχοντας άλλο, σταμάτησε για λίγο να πάρει μιαν ανάσα και ν’ απαντήσει σ’ εκείνες τις γυναίκες, αλλά ο Σάρο τον πήρε τραβώντας τον από το μπράτσο.

- Ο Τζουρλάνου Τζαρού, ο ξάδελφός μας! – είπε ο Νέλι στρέφοντας και κάνοντας μια χειρονομία για να δείξει ότι ήταν ετοιμοθάνατος.

Οι γυναίκες ξέσπασαν σε κραυγές συμπόνιας και τρόμου· μία ρώτησε φωνάζοντας:

-Ποιος το έκανε;

-Κανείς, ο Θεός! – φώναξε ο Νέλι από μακριά.

Έστριψαν και έτρεξαν προς την μικρή πλατεία όπου βρισκόταν το σπίτι του κοινοτικού γιατρού.

Ο γιατρός, ο κύριος Σιντόρο Λοπίκολο, χωρίς σακάκι, με το πουκάμισο μόνο ανοιχτό στο στήθος, με γένια τουλάχιστον δέκα ημερών στα πλαδαρά μάγουλά του και με πρησμένα και τσιμπλιάρικα μάτια, γυρόφερνε μες στα δωμάτια σέρνοντας τις παντόφλες και κρατούσε αγκαλιά μία άρρωστη χλωμή μικρή, πετσί και κόκαλο, εννέα χρονών περίπου.

Η γυναίκα του έντεκα μήνες άρρωστη· έξι παιδιά στο σπίτι, εκτός από εκείνο που κρατούσε αγκαλιά και που ήταν το μεγαλύτερο· κουρελιάρικα, βρώμικα, σε ημιάγρια κατάσταση. Όλο το σπίτι άνω κάτω, ήταν μια σκέτη καταστροφή: θραύσματα πιάτων, φλούδες, σωροί τα σκουπίδια επάνω στο πάτωμα· σπασμένες καρέκλες, πολυθρόνες ξεπατωμένες, κρεβάτια που είχαν να στρωθούν ποιος ξέρει από πότε, με τις κουβέρτες κουρέλια, επειδή τα παιδιά διασκέδαζαν παίζοντας τον πόλεμο επάνω στα κρεβάτια και πετώντας τα μαξιλάρια, τα χαριτωμένα! Το μόνο άθικτο πράγμα, σ’ ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν το σαλονάκι, ένα φωτογραφικό πορτρέτο μεγεθυμένο και κρεμασμένο στον τοίχο· ήταν το δικό του πορτρέτο, του γιατρού κυρίου Σιντόρο Λοπίκολο, όταν ήταν ακόμη νεαρούλης, μόλις είχε πάρει το πτυχίο: καλοβαλμένος, κομψός και χαμογελαστός. Μπροστά σ’ αυτό το πορτρέτο πήγαινε τώρα σέρνοντας τα πόδια του· του έδειχνε τα δόντια μ’ έναν μορφασμό όλο χάρη, υποκλινόταν και του παρουσίαζε το άρρωστο κοριτσάκι του, απλώνοντας τα χέρια.

-Σισινέ, να σε εδώ!

Επειδή Σισινέ τον φώναζε κανακεύοντάς τον η μάνα του έναν καιρό, η μάνα του που προσδοκούσε σπουδαία πράγματα από αυτόν που ήταν ο Βενιαμίν, το στήριγμα και το έμβλημα του σπιτιού.

-Σισινέ!

Υποδέχτηκε τους δύο χωρικούς σαν ένας υδρόφοβος σκύλος.

-Τι θέλετε;

Μίλησε ο Σάρο Τορτορίτσι, λαχανιασμένος ακόμη, με την τραγιάσκα του στο χέρι:

-Κυρ γιατρέ, ένας ξάδελφός μας, ο κακομοίρης, πεθαίνει...

-Ο τυχεράκιας! Χτυπήστε χαρμόσυνα τις καμπάνες! φώναξε ο γιατρός.

-Α, όχι κύριε! Πεθαίνει έτσι, ξαφνικά, χωρίς να ξέρουμε από τι. Στην περιοχή της Μοντελούζα, μέσα σ’ ένα στάβλο.

Ο γιατρός έκανε ένα βήμα πίσω και ξέσπασε αγριεμένος.

-Στη Μοντελούζα;

Ήταν γεμάτα εφτά μίλια δρόμος από το χωριό. Και τι δρόμος!

-Γρήγορα, γρήγορα, για το Θεό! παρακάλεσε ο Τορτορίτσι. Έχει μελανιάσει όλος, σαν ένα κομμάτι συκώτι! Πρήστηκε τόσο που σε κάνει να φοβάσαι. Για το Θεό, γιατρέ!

-Μα πώς θα πάμε, με τα πόδια; φώναξε ο γιατρός. Δέκα μίλια με τα πόδια; Είστε τρελοί! Ένα μουλάρι! Θέλω ένα μουλάρι! Το έχετε έτοιμο;

-Τρέχω αμέσως να το φέρω, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Τορτορίτσι. Θα το δανειστώ.

- Κι εγώ τότε, είπε ο Νέλι, ο μικρότερος, πάω γρήγορα να ξυριστώ.

Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε, σαν να ήθελε να τον καταβροχθίσει με τα μάτια.

-Είναι Κυριακή, κύριε, δικαιολογήθηκε ο Νέλι, χαμογελώντας χαμένος. Είμαι αρραβωνιασμένος.

-Α, ώστε είσαι αρραβωνιασμένος; κάγχασε ο γιατρός, εκτός εαυτού. Κράτησέ την τότε αυτήν!

Και λέγοντας αυτά έβαλε στην αγκαλιά του την άρρωστη κόρη του· έπειτα πήρε ένα ένα τα άλλα μικρά που είχαν μαζευτεί γύρω του και του τα έσπρωξε με φούρια ανάμεσα στα πόδια.

- Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Κι αυτό! Ζώο! Ζώο! Ζώο!

Του γύρισε την πλάτη, έκανε να φύγει, αλλά γύρισε πίσω, ξαναπήρε την άρρωστη και φώναξε και στους δύο:

-Πηγαίνετε! Φέρτε το μουλάρι! Έρχομαι αμέσως.

Ο Νέλι Τορτορίτσι ξαναχαμογέλασε κατεβαίνοντας τη σκάλα πίσω από τον αδελφό του. Ήταν είκοσι χρονών· η αρραβωνιαστικιά του, η Λούτσα, δεκάξι: ένα τριαντάφυλλο! Εφτά παιδιά; Λίγα ήταν! Εκείνος ήθελε δώδεκα. Για να τ’ αναστήσει θα τον βοηθούσαν τα δυο του γερά μπράτσα μόνο, που του τα είχε δώσει ο Θεός. Πάντα να δουλεύει με χαρά, με μεράκι και να τραγουδά. Δεν ήταν τυχαίο που του είχαν δώσει το παρατσούκλι Λιολά ο ποιητής. Και καθώς ένιωθε ότι τον αγαπούσαν όλοι για την εξυπηρετική καλοσύνη του και για την σταθερά καλή του διάθεση, χαμογελούσε ακόμη και στον αέρα που ανάσαινε. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη καταφέρει να του μαυρίσει το δέρμα, να του κατσιάσει το όμορφο ξανθό χρυσαφί των κατσαρών μαλλιών του, που πολλές γυναίκες θα το ζήλευαν, γυναίκες που κοκκίνιζαν, αναστατωμένες, όταν τις κοίταζε με νόημα, μ’ εκείνα τα ζωηρά, ανοιχτόχρωμα μάτια του.

Περισσότερο και απ’ την περίπτωση του ξαδέλφου του Τζαρού εκείνη τη μέρα τον στενοχωρούσε κατά βάθος το κατσούφιασμα που του θα του επιφύλασσε η Λούτσα, που επί έξι μέρες περίμενε με αγωνία εκείνη την Κυριακή για να μείνει για λίγο μαζί του. Το βαστούσε όμως η καρδιά του να ξεφύγει από εκείνη τη χριστιανική συμπόνια; Καημένε Τζουρλάνου! Ήταν κι εκείνος αρραβωνιασμένος. Τι συμφορά, έτσι στα ξαφνικά! Ράβδιζε μύγδαλα εκεί κάτω στο κτήμα του Λόπες, στη Μοντελούζα. Το προηγούμενο πρωί, το Σάββατο, ο ουρανός συννέφιασε, αλλά δενφαινόταν άμεσος ο κίνδυνος της βροχής. Προς το μεσημέρι όμως ο Λόπες λέει: «Κάντε γρήγορα· δε θα ήθελα, τέκνα μου, να μου μείνουν καταγής τ’ αμύγδαλα, κάτω από τη βροχή» και έδωσε εντολή στις γυναίκες που μάζευαν τον καρπό να πάνε επάνω, στην αποθήκη, να σπάσουν τ’ αμύγδαλα. «Εσείς» λέει, απευθυνόμενος στους άντρες που ράβδιζαν (ανάμεσά τους και οι Νέλι και Σάρο Τορτορίτσι) «εσείς, εάν θέλετε, πηγαίνετε μαζί με τις γυναίκες να σπάσετε». «Εντάξει» λέει ο Τζαρού «όμως το μεροκάματό μου θα συμβαδίζει με το μισθό μου, εικοσιπέντε σόλδια;» «Όχι, μισό μεροκάματο· θα σου το υπολογίσω με το μισθό σου·» λέει ο Λόπες «το υπόλοιπο, μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες» Αυταρχικότητα! Γιατί, μήπως δεν είχε δουλειά για τους άντρες έτσι ώστε να κερδίσουν ολόκληρο το μεροκάματο; Δεν έβρεχε και δεν έβρεξε πράγματι όλη τη μέρα, ούτε τη νύχτα. «Μισή λιρέτα, όπως στις γυναίκες;» λέει ο Τζουρλάνου Τζαρού. «Εγώ φοράω παντελόνια. Να μου πληρώσει τη μισή μέρα με βάση τα εικοσιπέντε σόλδια, και φεύγω».

Δεν έφυγε· έμεινε περιμένοντας μέχρι το βράδυ τα ξαδέλφια του που συμβιβάστηκαν να σπάσουν τα μύγδαλα με μισή λιρέτα, όπως οι γυναίκες. Κάποια στιγμή όμως, επειδή κουράστηκε να μένει άπραγος και να κοιτάζει, μπήκε σ’ έναν στάβλο εκεί κοντά κι έπεσε να κοιμηθεί, ζητώντας από το τσούρμο να τον ξυπνήσει όταν θα ερχόταν η ώρα της αναχώρησης.

Ράβδιζαν μιάμιση μέρα και τα μύγδαλα που μάζεψαν ήταν λίγα. Οι γυναίκες πρότειναν να τα σπάσουν το ίδιο εκείνο βράδυ, δουλεύοντας μέχρι αργά και να μείνουν για ύπνο εκεί την υπόλοιπη νύχτα, για ν’ ανέβουν στο χωριό το επόμενο πρωί, ξυπνώντας χαράματα. Έτσι και έκαναν. Ο Λόπες έφερε βρασμένα κουκιά και δύο φλάσκες κρασί. Τα μεσάνυχτα, τελειώνοντας το σπάσιμο, έπεσαν όλοι, άντρες και γυναίκες για ύπνο στην αυλή, κάτω από τον ξάστερο ουρανό, όπου το άχυρο που είχε απομείνει ήταν βρεγμένο από την υγρασία, λες και πράγματι είχε βρέξει.

-Λιολά, τραγούδα!

Κι εκείνος, ο Νέλι, άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Το φεγγάρι μπαινόβγαινε ανάμεσα σ’ ένα πυκνό κουβάρι από λευκά και μαύρα συννεφάκια· και το φεγγάρι ήταν το ολοστρόγγυλο πρόσωπο της Λούτσας του που χαμογελούσε και σκοτείνιαζε με τα πάθη του έρωτα, άλλοτε λυπημένα και άλλοτε χαρούμενα. Ο Τζουρλάνου Τζαρού είχε μείνει μες στον στάβλο. Πριν απ’ το ξημέρωμα ο Σάρο πήγε να τον ξυπνήσει και τον βρήκε εκεί πρησμένο και μελανιασμένο να ψήνεται στον πυρετό.

Αυτά διηγήθηκε ο Νέλι Τορτορίτσι στον κουρέα που αφηρημένος κάποια στιγμή τον γρατσούνισε με το ξυράφι. Μια μικρή πληγή κοντά στο σαγόνι που δεν διακρινόταν καν! Ο Νέλι ούτε που το πήρε είδηση, επειδή στην είσοδο του μπαρμπέρικου πρόβαλε η Λούτσα με τη μητέρα της και τη Μίτα Λουμία, την κακομοίρα την αρραβωνιαστικιά του Τζουρλάνου Τζαρού, που φώναζε και έκλαιγε απελπισμένη.

Έβαλαν τα δυνατά τους για να δώσουν στο κακόμοιρο κορίτσι να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να πάει μέχρι τη Μοντελούζα για να δει τον αρραβωνιαστικό της. Θα τον έβλεπε πριν βραδιάσει, μόλις θα τον έφερναν επάνω στο χωριό όπως όπως. Έφτασε ξαφνικά ο Σάρο χειρονομώντας και φωνάζοντας ότι ο γιατρός είχε καβαλικέψει κιόλας και δεν μπορούσε πια να περιμένει. Ο Νέλι πήρε κατά μέρος τη Λούτσα και την παρακάλεσε να κάνει υπομονή. Θα επέστρεφε πριν το βράδυ και θα της έλεγε τόσα ωραία πράγματα.

Ωραία πράγματα όντως είναι και εκείνα που λένε μεταξύ τους δυο αρραβωνιασμένοι όταν σφίγγουν τα χέρια και κοιτάζονται μες στα μάτια.

Παλιόδρομος της συμφοράς! Γκρεμοί, που έκαναν το γιατρό Λοπίκολο να βλέπει το χάρο με τα μάτια του, παρόλο που ο Σάρο από τη μια και ο Νέλι από την άλλη κρατούσαν το μουλάρι από το καπίστρι.

Από ψηλά φαινόταν όλη η εκτεταμένη εξοχή, με πεδιάδες και κοιλάδες· καλλιεργημένη με σιτηρά, με ελαιώνες, με αμυγδαλιές. Κιτρίνιζε τώρα από τις καλαμιές των σιτηρών και εδώ κι εκεί μαύριζαν οι κηλίδες από όσες είχαν καεί. Στο βάθος διακρινόταν η θάλασσα έντονα κυανή. Μουριές, χαρουπιές, κυπαρίσσια, λιόδεντρα έδιναν τις δικές τους διαφορετικές αποχρώσεις του αέναου πράσινου. Τις κορυφές από τις αμυγδαλιές τις είχαν κιόλας αραιώσει.

Ολοτρόγυρα στον πλατύ ορίζοντα υπήρχε κάτι σαν αέρινο πέπλο. Ο καύσωνας όμως ήταν ανυπόφορος· ο ήλιος έσπαγε τις πέτρες. Πότε πότε έφτανε πέρα από τις σκονισμένες αιμασιές από φραγκόσυκα η στριγκιά φωνή καμιάς γαλιάντρας ή το γέλιο καμιάς κίσσας, που έκανε ν’ ανασηκώνονται τ’ αυτιά του μουλαριού του γιατρού.

-Παλιομούλαρο! παλιομούλαρο! διαμαρτυρόταν τότε εκείνος.

Για να μη χάνει από τα μάτια του εκείνα τ’ αυτιά, δεν αισθανόταν καν τον ήλιο που είχε μπρος στα μάτια του και άφηνε ανοιχτή την άθλια ομπρέλα με την πράσινη φόδρα ν’ ακουμπά επάνω στον μηρό του.

- Μη φοβόσαστε, κύριε, εδώ είμαστε εμείς, τον ενθάρρυναν οι αδελφοί Τορτορίτσι.

Στην πραγματικότητα ο γιατρός δεν θα έπρεπε να φοβάται. Τα παιδιά του σκεφτόταν. Έπρεπε να φυλάει το τομάρι του για εκείνα τα εφτά δυστυχισμένα πλάσματα.

Για να του αποσπάσουν την προσοχή οι Τορτορίτσι άρχισαν να του μιλούν για την κακή χρονιά: ελάχιστο το στάρι, ελάχιστο το κριθάρι, ελάχιστα τα κουκιά. Για τ’ αμύγδαλα ήταν δα γνωστό πως δεν καρποφορούν πάντα: ένα χρόνο ναι, τον άλλο χρόνο όχι. Για τις ελιές, κουβέντα να μη γίνεται: η ομίχλη τις είχε ζαρώσει πάνω στην ανάπτυξη, αλλά και ο τρύγος δε θα μπορούσε ν’ αποζημιώσει τους αγρότες, επειδή όλα τα αμπέλια της περιοχής ήταν άρρωστα.

-Καλή παρηγόρια! έλεγε κάθε τόσο ο γιατρός, κουνώντας το κεφάλι.

Μετά από δυο ώρες περπάτημα, όλα τα θέματα συζήτησης είχαν εξαντληθεί. Ο φαρδύς δρόμος προχωρούσε ευθύς για ένα μεγάλο διάστημα και στο επάνω στρώμα του, αποτελούμενο από μια ασπριδερή σκόνη, άρχισαν τη συζήτηση οι τέσσερις οπλές του μουλαριού και τα άρβυλα με τα καρφιά στις σόλες των δύο χωρικών. Ο Λιολά κάποια στιγμή άρχισε να σιγοτραγουδά ανόρεχτα και με σπασμένη φωνή· σταμάτησε σύντομα. Δε συνάντησαν ψυχή στο δρόμο, επειδή όλοι οι χωριάτες ήταν την Κυριακή επάνω στο χωριό, άλλος για να πάει στην εκκλησία, άλλος για ψώνια και άλλος για αναψυχή. Ίσως εκεί κάτω, στη Μοντελούζα, δεν είχε απομείνει κανείς πλάι στον Τζουρλάνου Τζαρού, που πέθαινε μόνος, αν ήταν ακόμη ζωντανός.

Τον βρήκαν, πράγματι, μόνο, μέσα στη μπόχα του βρόμικου στάβλου, ξαπλωμένο επάνω στο τοιχάκι, όπως τον είχαν αφήσει ο Σάρο και ο Νέλι Τορτορίτσι: μελανιασμένο, πρησμένο, αγνώριστο.

Ακουγόταν ο επιθανάτιος ρόγχος του.

Από το σιδερόφρακτο παράθυρο, κοντά στο παχνί, έμπαινε ο ήλιος για να του χτυπήσει το πρόσωπο που δεν έμοιαζε πια ανθρώπινο: η μύτη του με το πρήξιμο είχε χαθεί και τα χείλη του ήταν κι εκείνα τρομερά πρησμένα. Και ο ρόγχος έβγαινε από εκείνα τα χείλη με αγανάκτηση, σαν γρύλισμα. Ανάμεσα στα μαύρα κατσαρά μαλλιά του ένα κομματάκι άχυρο έλαμπε στον ήλιο.

Οι τρεις στάθηκαν μια στιγμή για να τον κοιτάξουν, σαστισμένοι και διστακτικοί από τον τρόμο που προκαλούσε εκείνο το θέαμα. Το μουλάρι χτύπησε την οπλή του πάνω στο χαλικόστρωτο του στάβλου, χλιμιντρίζοντας. Τότε ο Σάρο Τορτορίτσι πλησίασε τον ετοιμοθάνατο και τον κάλεσε τρυφερά:

-Τζουρλά, Τζουρλά, ήρθε ο γιατρός.

Ο Νέλι πήγε να δέσει το μουλάρι στο παχνί κοντά στο οποίο, επάνω στον τοίχο, ήταν ο ίσκιος λες ενός άλλου ζώου, τα ίχνη του γάιδαρου που έμενε σ’ εκείνο τον στάβλο και άφησε εκεί τη στάμπα του τρίβοντας το σώμα του στον τοίχο.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού, όταν τον ξαναφώναξαν, σταμάτησε το ρόγχο, δοκίμασε ν’ ανοίξει τα αιμάτινα μάτια του, τα μαυρισμένα, γεμάτα τρόμο. Άνοιξε to τρομερό στόμα του και αναστέναξε, σαν να καιγότανε τα σωθικά του:

-Πεθαίνω!

-Όχι, όχι, βιάστηκε να του πει ο Σάρο, όλος αγωνία. Εδώ είναι ο γιατρός. Τον φέραμε εμείς· τον βλέπεις;

-Πηγαίνετέ με στο χωριό! παρακάλεσε ο Τζαρού και με αγκομαχητό, χωρίς να μπορεί να κλείσει τα χείλη του: Αχ, μανούλα μου!

-Ναι, να εδώ είναι το μουλάρι! Απάντησε αμέσως ο Σάρο.

-Αλλά και στην αγκαλιά μου ακόμη θα σε κουβαλήσω εγώ, Τζουρλά! είπε ο Νέλι, τρέχοντας κοντά του και σκύβοντας επάνω του. Μην το βάζεις κάτω!

Ο Τζουρλάνο Τζαρού έστρεψε ακούγοντας τη φωνή του Νέλι, τον κοίταξε μ’ εκείνα τα αιμάτινα μάτια του, σαν να μην τον αναγνώρισε στην αρχή, έπειτα άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από τη ζώνη.

-Εσύ είσαι; Εσύ;

-Εγώ, ναι, κουράγιο! Κλαις; Μην κλαις, Τζουρλά, μην κλαις. Δεν είναι τίποτα!

Και έβαλε το χέρι επάνω στο στήθος του που τρανταζόταν από τα αναφιλητά και τα οποία δεν μπορούσαν να ξεσπάσουν από το λαιμό του. Πνιγμένος, κάποια στιγμή ο Τζαρού κούνησε με θυμό το κεφάλι του, έπειτα σήκωσε το χέρι, έπιασε το Νέλι από το λαιμό και τον τράβηξε επάνω του:

-Ταυτόχρονα θα παντρευόμασταν....

-Και ταυτόχρονα θα παντρευτούμε, μην αμφιβάλλεις! είπε ο Νέλι, απομακρύνοντας το χέρι του που του έσφιγγε το λαιμό.

Στο μεταξύ ο γιατρός εξέταζε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν φανερό: ένα περιστατικό άνθρακα.

-Για πείτε μου, δε θυμόσαστε να σας έχει τσιμπήσει κάποιο έντομο;

-Όχι, έκανε με το κεφάλι ο Τζαρού.

-Έντομο; ρώτησε ο Σάρο.

Ο γιατρός εξήγησε, όσο μπορούσε καλύτερα, σ’ εκείνους τους δύο αδαείς, την αρρώστια. Κάποιο ζώο θα έπρεπε να είχε πεθάνει εκεί τριγύρω από άνθρακα. Πάνω στο ψοφίμι, πεταμένο σε κάποια χαράδρα, ποιος ξέρει πόσα έντομα είχαν καθίσει. Κάποιο από αυτά πετώντας μετέδωσε την αρρώστια στον Τζαρού μέσα σ’ εκείνο τον στάβλο.

Την ώρα που ο γιατρός έλεγε αυτά ο Τζαρού έστρεψε το πρόσωπο προς τον τοίχο.

Κανείς δεν το ήξερε, αλλά ο θάνατος ήταν ακόμη εκεί, παρών. Τόσο μικρός που μόλις θα μπορούσε κανείς να τον διακρίνει, εάν τον πρόσεχε.

Υπήρχε μια μύγα εκεί, επάνω στον τοίχο, που έμοιαζε ακίνητη· κοιτάζοντάς την όμως καλά, έβλεπε κανείς πότε να βγάζει έξω τη μικρή της προβοσκίδα και να ρουφάει, πότε καθάριζε γρήγορα τα μπροστινά λεπτά της ποδαράκια, τρίβοντάς ταμεταξύ τους, σαν να ήταν ικανοποιημένη. Ο Τζαρού τη διέκρινε και κάρφωσε επάνω της το βλέμμα.

Μια μύγα.

Θα μπορούσε να ήταν εκείνη εκεί ή κάποια άλλη. Ποιος να ξέρει; Τώρα που άκουγε το γιατρό να μιλά, νομίζει ότι θυμήθηκε. Ναι, την προηγούμενη μέρα, όταν έπεσε εκεί να κοιμηθεί, περιμένοντας τα ξαδέλφια του να τελειώσουν το σπάσιμο των αμύγδαλων του Λόπες, μία μύγα τον ενοχλούσε. Θα μπορούσε να ήταν αυτή;

Την είδε ξαφνικά ν’ απλώνει τα φτερά και να πετάει και την παρακολουθούσε με το βλέμμα.

Να την, πήγε και έκατσε επάνω στο μάγουλο του Νέλι. Από το μάγουλο, ανεπαίσθητα περιδιάβαζε τώρα στο σαγόνι του μέχρι που έφτασε στη αμυχή του ξυραφιού και καρφώθηκε αχόρταγη εκεί.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού έμεινε να την κοιτάει προσεχτικά, απορροφημένος. Έπειτα, βραχνιασμένος και με δύσπνοια ρώτησε με σπηλαιώδη φωνή.

-Μπορεί να ’ναι και μια μύγα;

-Μια μύγα; Γιατί όχι; - απάντησε ο γιατρός.

Ο Τζουρλάνου Τζαρού δεν είπε τίποτε άλλο και βάλθηκε να κοιτάζει εκείνη τη μύγα την οποία ο Νέλι, που σχεδόν τα είχε χάσει από τα λόγια του γιατρού, δεν την έδιωχνε. Ο Τζαρού δεν πρόσεχε πια σε όσα έλεγε ο γιατρός, αλλά ευχαριστιόταν με το γεγονός πως μιλώντας εκείνος αποσπούσε την προσοχή του ξαδέλφου του, κάνοντάς τον να στέκεται ακίνητος σαν άγαλμα και να μη δίνει σημασία στην ενόχληση που του προκαλούσε εκείνη η μύγα επάνω στο μάγουλο. Μακάρι να ήταν η ίδια! Τότε μάλιστα, θα παντρεύονταν ταυτόχρονα! Μία σκοτεινή ζηλοφθονία, μία κρυφή, μία άγρια ζήλια τον είχαν κυριεύσει για εκείνο το νεαρό ξάδελφο, τόσο όμορφο και ακμαίο που είχε μπροστά του γεμάτη υποσχέσεις τη ζωή, η οποία εκείνον τον εγκατέλειπε ξαφνικά.

Κάποια στιγμή ο Νέλι αισθάνθηκε επιτέλους το τσίμπημα, σήκωσε το χέρι, έδιωξε τη μύγα και με τα δάχτυλα άρχισε να πιέζει το σαγόνι του επάνω στην αμυχή. Στράφηκε στον Τζαρού που τον κοίταζε και έμεινε για λίγο αμήχανος γιατί αυτός είχε ανοίξει τα τρομακτικά του χείλη σε ένα τερατώδες χαμόγελο. Απόμειναν να κοιτάζονται για λίγο. Κατόπιν ο Τζαρού είπε χωρίς να το θέλει:

-Η μύγα.

Ο Νέλι δεν κατάλαβε και έτεινε το αυτί:

-Τι λες;

-Η μύγα, απάντησε εκείνος.

-Ποια μύγα; Πού; ρώτησε ο Νέλι αποσβολωμένος κοιτάζοντας το γιατρό.

-Εκεί που ξύνεσαι. Το ξέρω σίγουρα! είπε ο Τζαρού.

Ο Νέλι έδειξε στο γιατρό το τραύμα στο σαγόνι:

-Τι έχω; Με τρώει.

Ο γιατρός τον κοίταξε συνοφρυωμένος· κατόπιν, σαν να ήθελε να τον εξετάσει καλύτερα, τον πήρε έξω από το στάβλο. Ο Σάρο τους ακολούθησε.

Τι συνέβη μετά; Ο Τζουρλάνου Τζαρού περίμενε, περίμενε πολλή ώρα με μια αγωνία που του τάραζε τα σωθικά. Άκουγε να μιλούν εκεί έξω ανάκατα. Κάποια στιγμή ο Σάρο μπήκε φουριόζος μέσα στο στάβλο, πήρε το μουλάρι και, χωρίς καν να στρέψει να τον κοιτάξει, βγήκε έξω με λυγμούς:

-Α, Νελούτσο μου! Α, Νελούτσο μου!

Ήταν αλήθεια, λοιπόν; Και να, τον εγκατέλειπαν εκεί, σαν σκυλί. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί στον έναν αγκώνα, φώναξε δυο φορές:

-Σάρο! Σάρο!

Σιωπή. Κανείς. Δεν μπορούσε πια να κρατηθεί επάνω στον αγκώνα, έπεσε και άρχισε να γρυλίζει αρκετή ώρα για να μην αισθάνεται τη σιωπή της εξοχής που τον τρόμαζε. Κάποια στιγμή του γεννήθηκε η αμφιβολία μήπως είχε ονειρευτεί, μήπως είχε δει ένα κακό όνειρο μες στον πυρετό του· γυρίζοντας όμως προς τον τοίχο είδε τη μύγα πάλι εκεί.

Νάτην.

Πότε έβγαζε τη μικρή της προβοσκίδα και ρουφούσε, πότε καθάριζε στα γρήγορα τα δυο της μπροστινά λεπτά ποδαράκια, τρίβοντάς τα μεταξύ τους, λες και ένιωθε ικανοποιημένη.

[1904]

Ο Κονραντ Μακ Ρέι

 Καλημέρα μπασκετόφιλοι...

Είκοσι δύο χρόνια πέρασαν από τη μέρα που ο Κόνραντ ΜακΡέϊ πέταξε προς τον Θεό με το τρομακτικό άλμα του, μόλις στα 29 του χρόνια...


Ο Κόνραντ ΜακΡέϊ, ένας από τους πιο εκρηκτικούς μπασκετμπολίστες που πάτησαν τα ελληνικά παρκέ, είχε από πολύ μικρός έναν στόχο.Να παίξει στο ΝΒΑ και να μεταφέρει εκεί το θεαματικό του παιχνίδι που τον είχε αναγάγει σε πολύ μεγάλο όνομα στα θρυλικά play grounds της Νέας Υόρκης, χαρίζοντας του το παρατσούκλι "McNasty".
Το καλοκαίρι του 89 δέχτηκε την υποτροφία που του προσέφερε το Syracuse του Τζιμ Μπέιχαϊμ και έγινε συμπαίχτης με μελλοντικούς σταρ του ΝΒΑ όπως ο Ντέρικ Κόλεμαν και ο Μπίλυ Όουενς. Στην ιεραρχία των ψηλών, ο πρωτοετής ΜακΡέϊ ήταν χαμηλά όπως ήταν φυσικό αλλά μέχρι την αποφοίτηση του το 1993, είχε προλάβει να αναρριχηθεί στην 4η θέση των μπλοκέρ στην ιστορία του κολλεγίου αφού με όπλο τις αλτικές του ικανότητες δεν άφηνε τίποτα να περάσει προς το καλάθι της ομάδας του. Ταυτόχρονα ήταν και εξαιρετικός ριμπάουντερ αλλά ήταν αδύναμος στο επιθετικό παιχνίδι και ακίνδυνος έξω από τη ρακέτα.
Ίσως για αυτό και επιλέχθηκε σε χαμηλό νούμερο στο ντραφτ εκείνης της χρονιάς, στο νούμερο 38 από τους Μπούλετς. Προσπάθησε να εξασφαλίσει ένα εγγυημένο συμβόλαιο χωρίς επιτυχία και τελικά πήρε την απόφαση για το υπερατλαντικό ταξίδι, το πρώτο από τα πολλά που θα ακολουθούσαν. Πρώτος του σταθμός, η Τουρκία και η Φενέρμπαχτσε όπου σάρωσε τους ατομικούς τίτλους μπαίνοντας στην καλύτερη πεντάδα του πρωταθλήματος ενώ αναδείχθηκε και κορυφαίος ριμπάουντερ.
Παρότι είχε πολλές προτάσεις για παραμονή στην Ευρώπη, προτίμησε την επιστροφή στην Αμερική για να κυνηγήσει το όνειρο του ΝΒΑ μέσω της παρουσίας του στο CBA. Ένα ολόκληρο καλοκαίρι, αυτό του 1994 προσπάθησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των GM αλλά όταν έφτασε Αύγουστος και τα ρόστερ σιγά σιγά έκλειναν, πήρε των ομματιών του και προσγειώθηκε ξανά στη Γηραιά Ήπειρο για τη γαλλική Ορτέζ αυτή τη φορά.Τα καλά του νούμερα και στο τρικολόρ πρωτάθλημα του εξασφάλισαν ένα πολύ καλό συμβόλαιο στην Τουρκία και την Έφες Πίλσεν, με τη φανέλα της οποίας θα κατακτούσε και τα μοναδικά τρόπαια της καριέρας του, ένα άτυπο τρεπλ με πρωτάθλημα, Κύπελλο Τουρκίας και Κύπελλο Κόρατς.
Η συνέχεια τον βρήκε στην Ιταλία για την Φορτιντούτο όπου ήταν ξανά μέσα στην πρώτη πεντάδα των καλύτερων "σκουπιδιάρηδων" ενώ έφτασε και στους 8 του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Οι καλές του εμφανίσεις τον έβαλαν στα ραντάρ της Ρεάλ αλλά όταν το φημολογούμενο ενδιαφέρον των Μαδριλένων έμεινε σε φιλολογικό επίπεδο, εμφανίστηκε ο ΠΑΟΚ που έψαχνε τον παρτενέρ του Ράφαελ Άντισον.
Ο Κόνραντ δεν ήταν η πρώτη επιλογή του Σβι Σέρφ που ήθελε τον Ουόρεν Κιντ, αλλά όταν ο Αμερικανός αποδείχθηκε αναξιόπιστος ανανεώνοντας το συμβόλαιο του με την Ολύμπια Μιλάνο, ο Ισραηλινός στράφηκε στον ΜακΡέϊ και ο τότε 26χρονος power forward ήρθε στις αρχές Αυγούστου του 97 στη Θεσσαλονίκη, πέρασε τα ιατρικά τεστ και υπέγραψε το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο του ενός εκατομμυρίου δολλαρίων.
Ο ΠΑΟΚ είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα στη σεζόν με αποκλεισμό από το Κύπελλο και την Ευρώπη, με αλλαγές ξένων (Σάκλφορντ στη θέση του Άντισον) αλλά ο ΜακΡέϊ επέδειξε σταθερότητα όλη τη χρονιά και με τον Σάκλφορντ που του ταίριαζε περισσότερο αγωνιστικά, συνέθεσαν ένα πολύ δυνατό δίδυμο στην ασπρόμαυρη ρακέτα.
Παρών και στον δραματικό ημιτελικό του ΣΕΦ που κρίθηκε με την τρίποντη βόμβα του Πέτζα και αποδέκτης της ατάκας "Κλάψε ρε μαύρε, κλάψε" του Γιάννη Γιαννούλη και ίσως ο καλύτερος παίχτης του ΠΑΟΚ στους τελικούς με τον Παναθηναϊκό, δίνοντας σκληρές μάχες με τον Ράτζα. Μία χρονιά έμεινε στο Αλεξάνδρειο αλλά οι μπασκέτες του κόντεψαν να γκρεμιστούν από τα τρομερά καρφώματα του και την απίστευτη δύναμη του.
Στον ΠΑΟΚ ήταν άκρως ικανοποιημένοι και επιθυμούσαν την παραμονή αλλά ο ΜακΡέϊ όπως κάθε καλοκαίρι ήθελε να συμμετάσχει στο summer league. Προσπάθησε ξανά μέχρι τον Σεπτέμβριο να βρει μία θέση σε κάποια ομάδα αλλά χωρίς επιτυχία και έτσι ο ξενιτεμός στην Ευρώπη ήταν μονόδρομος. Στη Φενέρμπαχτσε που άνοιξε ξανά την αγκαλιά της έμεινε για λίγο καιρό αυτή τη φορά, ίσα ίσα μέχρι τον Απρίλιο του 99 που γύρισε στην Αμερική για να δοκιμαστεί από τους Ντένβερ Νάγκετς.
Και ενώ όλα έδειχναν πως το μεγάλο όνειρο θα έπαιρνε σάρκα και οστά με την υπογραφή δεκαημέρου συμβολαίου, τα πάντα κατέρρευσαν όταν οι γιατροί των Νάγκετς του βρήκαν εκ γενετής πρόβλημα στην καρδιά και του συνέστησαν να σταματήσει το μπάσκετ. Ο Κόνραντ όμως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να παίζει το άθλημα που λάτρευε και αμφισβητώντας την διάγνωση θα απευθυνθεί σε άλλους γιατρούς που θα του χορηγήσουν τα απαραίτητα έγγραφα που βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν εγκυμονούσε κινδύνους για την ζωή του. Με αυτά τα χαρτιά στο χέρι θα υπογράψει το τελευταίο συμβόλαιο της καριέρας του στην ιταλική Τριέστε και θα συνεχίσει να αγωνίζεται επιβαρύνοντας την εύθραυστη υγεία του.
Στις 10 Ιουλίου του 2000 και κατά την διάρκεια του summer league των Ορλάντο Μάτζικ, ο Κόνραντ ΜακΡέϊ παίρνει θέση στην τελική γραμμή για μία σειρά απο wind sprints (τα λεγόμενα και σπρίντ του θανάτου) και στην διάρκεια αυτών θα καταρρεύσει μέσα στο παρκέ.
Η ταλαιπωρημένη του καρδιά δεν άντεξε και στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε ήταν ήδη πολύ αργά για τους γιατρούς ώστε να μπορέσουν να τον βοηθήσουν και απλά διαπίστωσαν τον θάνατο του λόγω αρρυθμίας.
Ίσως να ζούσε σήμερα αν ακολουθούσε τις συμβουλές των γιατρών αλλά ο "McNasty" προτίμησε να συνεχίσει να κάνει αυτό που αγαπούσε και τελικά τον σκότωσε. Ήταν μόλις 29 χρονών...
Antreas Tsemperlidis

𝗟𝗔 𝗦𝗧𝗢𝗥𝗜𝗔 𝗗𝗘𝗟𝗟𝗔 𝗦𝗣𝗔𝗗𝗔 𝗗𝗜 𝗗𝗔𝗠𝗢𝗖𝗟𝗘

 A tutti noi è capitato di avere a che fare con la cosiddetta "Spada di Damocle", e molti si saranno di sicuro chiesti chi fosse questo Damocle e perché la spada gli incutesse tanto timore.



La spiegazione, come spesso accade, è da ricercare nella buona vecchia cultura classica greca.


La leggenda che sta alla base del modo di dire pare sia stata narrata per la prima volta da Timeo di Tauromenio (356 - 260 a.C.), uno storico, nella perduta "Storia di Sicilia". La vicenda deve però tanta popolarità a Cicerone, che la riprese nel "Tusculanae disputationes". Damocle e la temuta spada vengono poi ripresi anche da autori come  Orazio, Persio e Boezio.


La storia si svolge alla corte di Dionigi I, tiranno di Siracusa, di cui Damocle è membro.

Dimostrando un'astuzia non proprio da volpe, il buon Damocle, un giorno, sostiene alla presenza del tiranno che la vita del regnante sia estremamente fortunata. Lusso, agi, potere, autorità: questi sono i privilegi che Damocle invidia a Dionigi.


Il tiranno, dando prova di pazienza e acume, gli propone allora il più classico degli scambi: per un giorno Damocle prenderà il suo posto. E pensare che, all'epoca, "Il Principe e il povero" non era stato scritto e "Re per una notte" di Scorsese non era ancora uscito.


Damocle, da buon boccalone (o forse solo per esigenze di trama), non sente puzza di fregatura e accetta con entusiasmo. La sera viene imbandito un grande banchetto. A Damocle non pare vero di poter sfruttare tanto lusso: il sorriso gli si allarga fino alle orecchie e gli occhi sembrano girandole luminose. Cibo sontuoso servito da bellissimi giovinetti, la corte che non ha occhi che per lui.


A un certo punto, però, l'idillio si rompe. Qualcuno, magari lo stesso Dionigi, gli indica col ditino un punto sopra la sua testa. Solo allora, Damocle si accorge che sul suo capo pende una spada, tenuta sospesa da un sottile crine di cavallo. Ce l'ha fatta mettere Dionigi, per dimostrargli che la vita del sovrano non è solo lusso e agi, ma che anzi è continuamente sospesa a un filo, proprio a causa delle responsabilità e dell'invidia di gente come Damocle.


Il giovane, a quel punto, prende una scusa e mette fine allo scambio.

"Da un grande potere derivano grandi responsabilità", come sa chiunque abbia letto "L'uomo ragno". A proposito, sapete che lo zio Ben non disse mai niente del genere, almeno nelle tavole a fumetti? Ma questa è un'altra storia.


Insomma, nei secoli il modo di dire è rimasto, a simboleggiare un pericolo sfuggente che ci incombe sulla testa e che potrebbe a ogni momento palesarsi. Il significato (la morale, potremmo dire) si è però un po' perduto, ovvero che dovremmo stare attenti a invidiare qualcuno che pensiamo abbia più di noi, perché non è detto che la sua posizione sia più comoda della nostra.


Il dipinto che illustra la leggenda è di Richard Westall, pittore vittoriano nel senso più letterale del termine, dato che fu insegnante di disegno della regina Vittoria. Celebre per ritratti, paesaggi e soprattutto per il "pittoresco", Westall illustra la storia di Damocle con grande tecnica e un gusto neoclassico al limite dello stile pompeiano di Alma-Tadema.


[Storia e Arte]

#StoriaALR

Το Στραβόξυλο, του Δημητρίου Ψαθά. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Φίλες και φίλοι, απόψε θα σας παρουσιάσω την κωμωδία του Δημητρίου Ψαθά, Το Στραβόξυλο. Ένα έργο το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία.


  Επρόκειτο για την πρώτη εμφάνιση του Ψαθά στο θέατρο. Το έργο γράφτηκε το 1939 και εμφανίστηκε στο θέατρο ένα χρόνο μετά, το 1940. Πιο συγκεκριμένα διαβάστηκε για πρώτη φορά στις 16 Μαρτίου του 1940 στο θέατρο της οδού Ιπποκράτους, γνωρίζοντας μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Παίχτηκε από το θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου, με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

  Οι κωμωδίες του Ψαθά, έκτοτε, θα παίζονται από τους μεγαλύτερους θιάσους της Αθήνας, με τους μεγαλύτερους Έλληνες πρωταγωνιστές, καταρρίπτοντας κάθε ρεκόρ παραστάσεων. Ο αξέχαστος συγγραφέας θα παιδεύσει αρκετά με τα χρονογραφήματα και τις κωμωδίες του…


Ο Δημήτρης Ψαθάς


  Το Στραβόξυλο γυρίστηκε ταινία το 1952, με πρωταγωνιστή το Βασίλη Αργυρόπουλο σε παραγωγή της Σπέντζος Φιλμ. Ο Χρήστος αποστόλου διασκεύασε το ομώνυμο του Δημήτρη Ψαθά. Το μοντάζ έκανε ο ίδιος ο Χρήστος Σπέντζος της Σπέντζος Φιλμ. Στην ταινία πρωταγωνίστησε, για τελευταία φορά, ο ίδιος ο Βασίλης Αργυρόπουλος, ερμηνεύοντας το «στραβόξυλο». Η ταινία κυκλοφόρησε τη σεζόν 1952-1953, κόβοντας 74.107 εισιτήρια και κατατάχτηκε 5η σε σύνολο 22 ταινιών. Το 1969 γυρίστηκε ξανά με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά το Γιάννη Γκιωνάκη.


Ο Βασίλης Αργυρόπουλος

   Τη σεζόν 1981-1982, με πρωτοβουλία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, το «Στραβόξυλο» ανέβηκε στο θέατρο Αυλαία σε σκηνοθεσία Πάνου Χαρίτογλου. Σε 27 παραστάσεις έκοψε 5.336 εισιτήρια, αριθμός ιδιαίτερα μικρός. Γιατί όμως;

   Την ίδια εποχή είχε προβληθεί από την ΕΡΤ το «κατά Γκιωνάκη στραβόξυλο» με αποτέλεσμα, όπως ήταν φυσικό, να μειωθούν τα εισιτήρια του Κρατικού Θεάτρου. Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής και κατά γενική ομολογία, η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου ήταν αυτή που θα έπρεπε να μαγνητοσκοπηθεί από την κρατική τηλεόραση και να προβληθεί στο κοινό. Ο Γκιωνάκης κατέβασε την παράσταση από το θέατρο του και την 28 Δεκεμβρίου 1982 η ΕΡΤ, στην εκπομπή (την οποία ανέμενε εναγωνίως κάθε Δευτέρα το τηλεοπτικό κοινό) Το Θέατρο της Δευτέρας, ανέβασε τη μαγνητοσκοπημένη παράσταση του γνωστού ηθοποιού, σε τηλεσκηνοθεσία Νίκου Ζερβάκη και μουσική επιμέλεια Σταμάτη Κραουνάκη. Οι εφημερίδες της εποχής θεώρησαν αυτήν την εξέλιξη από σκανδαλώδη αβλεψία μέχρι και προβοκάτσια!


Στιγμιότυπο από το Θέατρο της Δευτέρας


   Το 1989, το έργο ηχογραφήθηκε στους ραδιοθαλάμους της Ε.ΡΑ., για την εκπομπή «Θεατρική βραδιά», με τους ίδιους περίπου ηθοποιούς. Για το ραδιόφωνο το 1989 στη Θεατρική Βραδιά Γιάννης Γκιωνάκης, Αννα Παιταζή, Λένα Παπαδοπούλου, Νίκος Τσούκας, Λιάνα Χατζή, Γιώργος Λέφας, Γιώργος Μοσχίδης

 

   Με αφορμή, τέλος, τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Δημήτρη Ψαθά, Το Στραβόξυλο ανέβηκε στο θέατρο Γκλόρια, με πρωταγωνιστή το Δημήτρη Πιατά στο ρόλο του «στραβόξυλου». Η σκηνοθεσία ήταν του Κώστα Τσιάνου, η σκηνογραφική ματιά του Άγγελου Μέντη, ενώ η εσωτερική διακόσμηση των σκηνικών της Κωνσταντίνας Κοντού.

 

Ο Πιατάς ερμηνεύει το Στραβόξυλο

Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου:

  Ο Νικολάκης Μαρουλής καταδυναστεύει την οικογένειά του και όλο τον περίγυρό του με την ακατάσχετη γκρίνια και τις φωνές του. Οι εμμονές του οδηγούν την ανιψιά της γυναίκας του Καίτη, που φιλοξενείται το σπίτι του, να επιχειρήσει να δώσει τέλος στη ζωή της όταν ο θείος της την εκθέτει με σκληρότητα στα μάτια του αγαπημένου της αποκαλύπτοντας την επιπολαιότητά της να φλερτάρει και με έναν άλλον άντρα.

 

  Το γεγονός αυτό θα θορυβήσει τον γκρινιάρη Νικολάκη, ο οποίος θα αρχίσει να δείχνει τον τρυφερό και γεμάτο καλοσύνη χαρακτήρα του, βοηθώντας το ζευγάρι να σμίξει, ενώ θα αποδειχθεί και ο πλέον γενναιόδωρος ανάμεσα στους συγγενείς της Καίτης, αφού μόνος εκείνος θα αναλάβει να την προικίσει, αγνοώντας τις υπεκφυγές της υπόλοιπης οικογένειας.

 

Από τη μαγνητοσκοπημένη παράσταση του Θεάτρου της Δευτέρας

Επιπλέον στοιχεία.

  Το «Στραβόξυλο» αποτελεί την πρωτολειακή θεατρική δουλεία του Ψαθά. Ο νεαρός τότε συγγραφέας επιβλήθηκε με την ικανότητα του να παράγει αβίαστο γέλιο. Σε αυτά τα προσόντα του, οφείλεται και η όποια διαχρονικότητα επέδειξε το έργο.

  Αυτό το «διάγγελμα γέλιου και ψυχαγωγίας» παρουσιάζει γρήγορη και εύρυθμη πλοκή, αληθοφάνεια προσώπων και αμεσότητα στο χιούμορ. Χρησιμοποιεί εύστοχα τη σάτιρα και χειρίζεται το διάλογο με θεατρική επιδεξιότητα. Στο ύφος της διαγραφής των τύπων, στα κωμικά ευρήματα και στις ευφυέστατες συγκρούσεις των προσώπων εύκολα διακρίνει κανείς μια αυθεντική ελληνικότητα.


Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981

Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981

Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981

Από την παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. του 1981


  Το έργο, ύστερα από τόσες δεκαετίες, διατηρεί κάποια φρεσκάδα, εξαιτίας της ψυχογραφικής δομής του. Το «Στραβόξυλο», αναμφίβολα, είναι μια κωμωδία χαρακτήρων και κοινωνικής κριτικής.

  Ο Μαρουλής είναι ένας γκρινιάρης, κατά βάθος καλόκαρδος. Δίπλα του, ο Ψαθάς τοποθετεί πρόσωπα του περιβάλλοντος του με στόχο την πολυπρισματική ανάλυση του πρώτου. Σύμφωνα με την άποψη της Ηρώς Βακαλοπούλου: «Ο ηθοποιός που θα τον ερμηνεύσει πρέπει να είναι υποδειγματικός και απολαυστικός στις διαβαθμίσεις που απαιτεί η ψυχολογική ανέλιξη του χαρακτήρα του ήρωα με γκροτσέσκα ισορροπία και συνέπεια. Οφείλει να είναι απολαυστικός στις συγκρούσεις και ευέλικτος στις νευρικές εκρήξεις και καταπτώσεις, να ξεπερνά το εμπόδιο της κωμικής ιδιοσυγκρασίας και να δίνει μάθημα σωστής και ταλαντούχας υποκρισίας κωμικού ρόλου.»

  Η νεαρή ανιψιά με ανώριμες ερωτοτροπίες, οι ρομαντικά ερωτευμένοι νεαροί, η ημιμάθεια του προπολεμικού υπαλλήλου, η διπρόσωπη υποκρισία των μεγαλοαστών κυριαρχούν στο έργο και πλημυρίζουν τα μεταπολεμικά χρόνια.



Από το αρχείο του Κρατικού Θεάτρου


  Το έργο απαιτεί ενότητα ερμηνειών και άριστη ομοιογένεια σκηνοθετικής γραμμής. Σε κάθε περίπτωση το κείμενο του Ψαθά πρέπει να αξιοποιείται με βλέμμα σύγχρονο και κατατοπιστικό.

  Όσον αφορά την κοινωνική κριτική, αυτή δεν επικεντρώνεται φυσικά από τον Ψαθά στο θεσμό της προίκας. Αναλώνεται σε θέματα όπως η ημιμάθεια, η υποκρισία των αστών κλπ.

  Η Γ. Κιτσοπούλου θα θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαχρονικότητα του έργου: «Οι ολότελα χαριτωμένες παρατηρήσεις για τα ήθη του άλλοτε, που ξεσήκωναν μέλιστα καβγάδες στις οικογένειες των νοικοκυραίων του τότε «είσαι ίδιος το στραβόξυλο»- σήμερα σε μια οικογένεια αστών ή στο θέατρο, θα ήταν πολύ διαφορετικές.» Σαφώς. Όλα αυτά είναι σήμερα ξεπερασμένα. Αν εμφανιζόταν σήμερα ένας Νικόλας Μαρουλής-στραβόξυλο θα ήταν πολύ διαφορετικός από τον ομώνυμο του 1940.

 «Το παράλογο, σήμερα, έχει εισχωρήσει με πολύ περισσότερα πλοκάμια, στους τύπους της εποχής», προσθέτει η Κιτσοπούλου αναφερόμενη στην παράσταση του 1981. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η εποχή έχει αλλάξει ριζικά. Ο θεατής φεύγει ίσως από το θέατρο παραξενεμένος και όχι βελτιωμένος, όπως θα τον ήθελε ο Αριστοφάνης.

  Θα κλείσω λέγοντας ορισμένα πράγματα για την φαρσοκωμωδία. Η φαρσοκωμωδία προσέθεσε την υπερβολή στην κωμωδία για να βγάλει γέλιο. Αυτό όμως (στην περίπτωση του στραβόξυλου ισχύει σίγουρα) βγάζει αρκετές φορές την κωμωδία από το σωστό δρόμο. Τα πρόσωπα, σύμφωνα πάλι με την Κιτσοπούλου, «πρέπει να έχουν οντότητα και όχι να είναι εφήμερες καρικατούρες ανθρώπων…»

Η αφίσα της παράστασης του Κ.Θ.Β.Ε. το 1981

                                                


Στοιχεία για το βίο του Δ. Ψαθά μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019/05/blog-post_0.html


Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:

http://isobitis.com/theatro1/?p=538

Πηγές:

https://www.artmag.gr/art-proposals/art-theater/item/824-dimitris-psathas

https://www.avgi.gr/koinonia/309973_straboxylo-toy-psatha-sto-theatro-tis-deyteras

https://www.ertnews.gr/ert-protaseis/to-stravoxilo-stin-ert2/ 1

https://www.maxmag.gr/cinema/gnostoi-ellines-me-mia-kinimatografiki-emfanisi/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=3872

radio-theatre.blogspot.com/2010/01/8_07.html

Εφημερίδα Ελληνικός Βορράς.

Εφημερίδα Επιλογές.

Ηρώ Βακαλοπούλου, Μοντέρνο υλικό σε παλιό καλούπι, εφημερίδα Θεσσαλονίκη, 15-01-1982



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Η Παναγία.

 “Η Παναγία σ΄ όλα στάθηκε τύπος και υπογραμμός για τις καλές γυναίκες, στη φρονιμάδα, στην ταπείνωση, στην υπομονή, στην αγιότητα, στην αφοσίωση και στη νοικοκυροσύνη….”




Πόσο συγκινητικό είναι να βλέπει κανένας την Παναγία να ετοιμάζει με τα άχραντα χέρια της το σπίτι της, το κλινάρι της, τις λαμπάδες, το θυμιατήρι με το λιβάνι, και ότι άλλο χρειαζότανε για την κηδεία της.


Από μικρό κορίτσι αγαπούσε την εργασία και ολοένα δούλευε, πότε γνέθοντας, όπως στον Ευαγγελισμό που τη βρήκε ο Αρχάγγελος με τη ρόκα στο χέρι, πότε ράβοντας η ίδια τα φορέματα της, ως « ιμάτια αυτόρραφα αγαπώσα », κι υστερώτερα, σαν γεννήθηκε ο Χριστός, υφαίνοντάς του τον «άρραφον» εκείνον χιτώνα που του τον βγάλανε την ώρα που τον σταυρώσανε, και που ήταν τόσο έμορφος, ώστε κι οι στρατιώτες δεν θελήσανε να τον σχίσουνε, όπως κάνανε για τα άλλα ρούχα, αλλά είπανε να βάλουνε κλήρο σε όποιον λάχει, όπως γράφει ο ίδιος ο Ιωάννης, ο ψυχογιός της.


Και στα γεράματα της δεν ξεκουράσθηκε, αλλά η ίδια έκανε τις δουλειές του σπιτιού, έραβε, μαγείρευε, περιποιότανε τον καινούργιο γυιό της τον Ιωάννην, κι ως την τελευταία ώρα της ζωής της, με τα χέρια εκείνα τα αγιασμένα που σπαργάνωσε τον Χριστό, ετοίμασε το κρεββάτι της, κι όλα τα της ταφής της.


Σ΄ όλα στάθηκε τύπος και υπογραμμός για τις καλές γυναίκες, στη φρονιμάδα, στην ταπείνωση, στην υπομονή, στην αγιότητα, στην αφοσίωση και στη νοικοκυροσύνη. Νοικοκυρούλα δώδεκα χρονών, τότε που αφιερώθηκε στο Ναό, νοικοκυρά και στα γεράματά της, που κόντευε η ώρα να φύγει από τον κόσμο !


Δεν κλαίτε, εσείς που αφήνετε τα σπίτια σας, κοπέλλες ανύπαντρες, είτε μητέρες, και γυρίζετε στις διασκεδάσεις, δεν δακρύζετε που βλέπετε την Παναγία να είναι αφοσιωμένη στο σπίτι της και να υπηρετεί τον εαυτό της και τους δικούς της, η Παναγία που την υπηρετούσανε οι Άγγελοι!


Και που σας δείχνει τον εαυτό της για παράδειγμα σε όλα, ώστε να κάνετε ευτυχισμένο το σπίτι σας και τους δικούς σας, με τη μοσχοβολιά της νοικοκυροσύνης !


Την Παναγία είχανε πάντα για παράδειγμα οι γυναίκες της Ελλάδας, και με τη φρονιμάδα τους ανακουφίζανε τον άνδρα τους, παρηγορούσανε τις πίκρες του, κάνανε παιδιά καλά, υπομονεύανε στις δυστυχίες, οικονομούσανε το σπίτι τους, ενώ τώρα, με τον κακό δρόμο που πήρανε πολλές απ΄ αυτές, για να γίνουνε «πολιτισμένες», το σπίτι έχασε τη ζέστη του, σαν την φωλιά που την παράτησε το πουλί, ο άνδρας έγινε αδιάφορος, τα παιδιά πήρανε κακή ανατροφή, η ζωή έγινε βαρετή, κι όλα πάνε κατά γκρεμνού”.


Περιοδικό Εφημέριος 15/08/1964, αρ. φύλλου 16


Απόσπασμα από το άρθρο: “Η Άχραντος Κοίμησις της Παναγίας

Εικόνες από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

 1: Αγαλματίδιο του ΑΡΠΟΚΡΑΤΗ… γιου της Ισιδας και του Οσιρι… προστάτης των παιδιών, ο Αρποκρατης, ήταν γνωστός στο Αιγυπτιακον Πάνθεον, ως ΩΡΟΣ… με το δεξί χέρι, κάνει την χειρονομία, που επιβάλλει σιωπή στους μυημένους… στο αριστερό, κρατά κέρας αφθονίας, γεμάτο καρπους( 3ος αι. μ.Χ)



     2: Κεφάλι του ΣΑΡΑΠΙ( εξελληνισμένη μορφή του Αιγύπτιου Θεού των νεκρών ΟΣΙΡΙ)… πιθανότατα, προέρχεται από λατρευτικό,

κολοσσιαίο άγαλμα… η στίλβωση του προσώπου, τα χρωματα στα μαλλιά και στα γενιά, δηλώνουν ότι, ήταν επιχρυσωμενο( 150-200μ.Χ)



    3:Κεφάλι από λατρευτικό άγαλμα της ΙΣΙΔΟΣ… η επιφάνεια του προσώπου, είναι στιλβωμένη, τα μαλλιά χρωματισμένα και ίσως επιχρυσωμενα( μετά το 138μ.Χ)



    Το ιερό ζευγάρι  της ΙΣΙΔΟΣ και του ΣΑΡΑΠΙ και ο γιος τους ΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ, αποτελούν την ΕΛΛΗΝΟ-ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ τριάδα

    « Θεοί Σωτήρες», κύριοι της θάλασσας, γιατροί και προστάτες των ναυτικών, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς μεταξύ των εμπόρων και των ναυτικών, οι οποίοι πιθανοτατα, έφεραν την λατρεια τους εδώ… στην ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ , υπήρχαν,οι θερμότεροι οπαδοί τους

    Παρα την Αιγυπτιακή προέλευση των Θεοτήτων, τα αγάλματα, τα λατρευτικά και τα αναθηματικά αναγλυφα και κυριως  τα επιγραφικά αναθήματα που βρέθηκαν στο ιερό τους ,έχουν έντονο Ελληνικό χαρακτηρα


Πηγή: Αρχαιολογικό Μουσειο Θεσσαλονικης

                    🏛


Φωτος  Sofia Vryza

Κώστας Καρυωτάκης: Όταν το βίωμα γίνεται ποίηση. Ιάκωβος Μενελάου

 Πέρασαν 90 χρόνια από το θάνατο του Καρυωτάκη. Ενός ποιητή που αγαπήθηκε όσο λίγοι και που εξακολουθεί να είναι δημοφιλής, να μεταφράζεται και να μελοποιείται. Φυσικά, ήταν με μεγάλη μου τιμή που δέχτηκα την πρόταση από την έκδοση του περιοδικού Neograeca Bohemica να συγγράψω το δοκίμιο αυτό, την οποία και θα ήθελα να ευχαριστήσω.                 



Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896–1928) είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές των ελληνικών γραμμάτων. Στο σύντομο βίο του εξέδωσε τις ακόλουθες τρεις ποιητικές συλλογές: Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921) και Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από βαθιά μελαγχολία, έντονα νοσταλγικό τόνο, πεσιμισμό και άρνηση για τη ζωή. Βασικά στοιχεία της ποιητικής του είναι ο λυρικός και σατιρικός τόνος που διαπερνούν ολόκληρο το ποιητικό του έργο, με το σατιρικό στοιχείο ωστόσο πιο έντονο στην τρίτη και τελευταία συλλογή. Ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας του έργου του έγινε σημείο αναφοράς και διαφωνίας μεταξύ των κριτικών. Ένας σημαντικός αριθμός ποιημάτων έχει καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία και αυτό έδωσε στους αναγνώστες και αναλυτές του Καρυωτάκη τροφή για διαφορετικού τύπου προσεγγίσεις. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι παραδοσιακή ως προς τη μορφή, αλλά σε περιεχόμενο κάποιος θα μπορούσε να πει μοντέρνα. Παρότι βλέπουμε την κυριαρχία του ιαμβικού στίχου, υπάρχουν και κάποια ποιήματα σε τροχαϊκό, αναπαιστικό, μεσοτονικό και δακτυλικό μέτρο, αλλά και σε ελεύθερο στίχο.

 Παρότι οι ποιητικές εμπνεύσεις του Καρυωτάκη ανιχνεύονται στη γαλλική ποίηση, και συγκεκριμένα στη Μπωντλαιρική παράδοση, η ποίησή του αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα αφού καταπιάνεται με θέματα διαχρονικά για τον Έλληνα όπως η στρατιωτική θητεία, η δημοσιοϋπαλληλία αλλά φυσικά και με άλλες υπαρξιακές ανησυχίες και παράπονα της ελληνικής πραγματικότητας. Επομένως αυτό που πρέπει να τονισθεί είναι πως ναι μεν υπάρχει η Μπωντλαιρική επίδραση στον Καρυωτάκη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μίμηση αυτού του προτύπου. Νοουμένου λοιπόν ότι στα ποιήματά του πραγματεύεται καίρια και διαχρονικά προβλήματα του ελληνικού χώρου, το έργο του αποκτά και διαχρονικό χαρακτήρα. Οι επανεκδόσεις των ποιημάτων του δείχνουν και την προτίμηση που τυγχάνει ο ποιητής στο αναγνωστικό κοινό σήμερα, με την έκδοση ωστόσο του Σαββίδη να αποτελεί σταθμό. Άλλες αξιόλογες εκδόσεις επίσης υπάρχουν, όπως αυτή του Ελευθεράκη.

Η δημοτικότητα του Καρυωτάκη στις μέρες μας μπορεί να συσχετισθεί και με το γεγονός ότι ποιήματά του μελοποιήθηκαν και ερμηνεύτηκαν από αξιόλογους καλλιτέχνες, που τυγχάνουν ιδιαίτερης αναγνώρισης ανάμεσα σε εφήβους και άτομα νεαρής ηλικίας. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα ποιήματα Ιδανικοί Αυτόχειρες και Πρέβεζα που τραγούδησαν ο Νίκος Ξυλούρης (1936–1980) και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1950–) αντίστοιχα. Η μελοποιημένη ποίηση βρίσκει συχνά πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα και συνεισφέρει ουσιαστικά στη διάδοση του ποιητικού έργου. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό του Νίκου Καββαδία (1910–1975) του οποίου τα ποιήματα έγιναν τραγούδια στο στόμα του ελληνικού λαού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ποιήματα του Καρυωτάκη απέκτησαν και διεθνή αναγνώριση, αφού μεταφράσεις των ποιημάτων του υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες όπως τα αγγλικά και τα πολωνικά. Η εξαιρετικά αξιόλογη τηλεοπτική σειρά της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΡΤ) Καρυωτάκης που βασίζεται στη ζωή και το έργο του ποιητή, είναι μια άλλη απόδειξη της απήχησης που έχει ο Καρυωτάκης. Η σειρά καταπιάνεται όχι μόνο με τα ποιητικά κείμενα και την αγάπη του Καρυωτάκη για την ποίηση, αλλά και με τις υπαρξιακές και επαγγελματικές ανησυχίες του ποιητή· και φυσικά τον έρωτά του με την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902–1930).

 Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησης του Καρυωτάκη έγινε αιτία διάφορων συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, ο Δημαράς μίλησε για ειλικρίνεια στην ποίηση του Καρυωτάκη αφού η προσωπική εμπειρία και τα προσωπικά βιώματα είναι εμφανέστατα στα ποιητικά του κείμενα, ενώ η αυτοκτονία του είναι επιβεβαίωση της ταύτισης ζωής και έργου. Ο δε Θεοτοκάς είδε τη διάχυτη προσωπική τραγωδία του Καρυωτάκη σαν μια προσπάθεια να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του. Παρομοίως, ο Χονδρογιάννης σχολιάζοντας την ταύτιση ζωής και έργου στον Καρυωτάκη, ισχυρίστηκε πως ο ποιητής έγραψε για τον πόνο του εν τη απουσία πραγματικού ταλέντου. Αν κάποιος πάρει ως αυτονόητο πως η βιωματική γραφή είναι απαραίτητα και αδυναμία, τότε δεν μπορεί να οδηγηθεί πουθενά αλλού από μια τέτοια απορριπτική και μονοδιάστατη ανάλυση. Ωστόσο τέτοιου είδους προσεγγίσεις αποτυγχάνουν να δουν την αλήθεια των ποιημάτων, αλλ ά και το γεγονός πως πολλές φορές ζωή και έργο είναι στοιχεία αλληλένδετα. Ειδικά ο Θεοτοκάς και ο Δημαράς άσκησαν αυστηρότατη κριτική στον Καρυωτάκη μετά την έκδοση των Απάντων του ποιητή από το Χαρίλαο Σακελλαριάδη το 1938.

 Σε αντίθεση με αυτές τις αρνητικές κριτικές, ο Άγρας μίλησε εγκωμιαστικά για την καρυωτακική ποίηση και υποστήριξε ότι ο Καρυωτάκης είναι ένας αληθινός ποιητής, ενώ τα ποιήματά του είναι «σαρξ εκ της σαρκός του και οστούν εκ των οστών του». Στην ποίηση του Καρυωτάκη «ζωή και τέχνη γίνονται ένα». Η ποίησή του κουβαλά τη δική του μελαγχολία που είναι και «τεκμήριο ευαισθησίας». Ο Καρυωτάκης είναι ένας ρομαντικός ποιητής που αντιπροσώπευσε μια ολόκληρη γενιά.

 Όπως γίνεται αντιληπτό, παρά το γεγονός πως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις ο άξονας παραμένει ο ίδιος: ο βιωματικός χαρακτήρας του καρυωτακικού έργου. Ενώ κριτικοί όπως ο Δημαράς, ο Θεοτοκάς και ο Χονδρογιάννης ερμήνευσαν την ταύτιση έργου και ζωής ως αδυναμία, ο Άγρας την είδε ως ταλέντο· και σαν πραγματικός ποιητής που ήταν ο Καρυωτάκης, έκανε την ποίησή του κομμάτι του εαυτού του.

 Γι’ αυτό και η ανάγνωση των ποιημάτων πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Αν θέλουμε να γνωρίσουμε τον Καρυωτάκη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τα οποιαδήποτε βιογραφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε πολλά ποιήματά του. Και η αλήθεια είναι πως τόσο ο ποιητής Καρυωτάκης, όσο και ο άνθρωπος Καρυωτάκης παραμένουν στο προσκήνιο όχι μόνο της ποίησης, αλλά και της φιλολογίας και της κριτικής. 

Εντούτοις δεν απουσιάζουν άλλου τύπου κριτικές που προτείνουν μια ανάγνωση των ποιημάτων ως ανεξάρτητων οντοτήτων, βάσει μιας καθαρά φορμαλιστικής προσέγγισης. Η βιογραφία του ποιητή και τα όποια κοινωνικοϊστορικά δεδομένα δεν λαμβάνονται υπόψη. Παρότι τέτοιες προσεγγίσεις καταλήγουν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως μέσω μιας τέτοιας ανάλυσης χάνεται η γοητεία ανίχνευσης βαθύτερων νοημάτων, που φυσικά προκύπτουν μέσα από βιογραφικά και κοινωνικοϊστορικά δεδομένα.

Μια άλλη σημαντική πτυχή του καρυωτακικού έργου είναι και η επίδραση που άσκησε ο Καρυωτάκης σε άλλους ποιητές. Μια επίδραση που έγινε γνωστή ως «καρυωτακισμός». Τα χρόνια 1928–1935 έχουμε την πρώτη «ιστορικά μαρτυρημένη» μορφή καρυωτακισμού. Πρόκειται για μια μιμητική τάση που αναπτύχθηκε αυτά τα χρόνια και ουσιαστικά έκανε ποιητική μόδα τον καρυωτακικό πεσιμισμό και τη θλίψη. Η ποιητική γενιά του ’20 μιμήθηκε τα βασικά στοιχεία της καρυωτακικής ποιητικής. Όμως ενώ στον Καρυωτάκη ο πόνος, ο μαρασμός και η απαισιοδοξία είναι στοιχεία γνήσια που πηγάζουν από τα βιώματα του ποιητή, στους περισσότερους ποιητές της γενιάς αυτής βλέπουμε μια ατελή μίμηση που καταλήγει σε μια προσποιητή μελαγχολία. Ενώ δηλαδή στον Καρυωτάκη έχουμε το «βίωμα του καρυωτακισμού», στους μιμητές του βλέπουμε τη «μίμηση του καρυωτακισμού». 

Ωστόσο, η άποψη πως ο καρυωτακισμός είναι μάλλον μια εφήμερη μανία αποδείχτηκε λάθος, αφού στοιχεία της καρυωτακικής ποίησης επανεκτιμούνται από τη σύγχρονη κριτική. Πέραν τούτου η καρυωτακική απαισιοδοξία είναι χαρακτηριστικό που ο μελετητής της νεοελληνικής ποίησης βλέπει συχνά να χρησιμοποιείται και μάλιστα από πολύ μεταγενέστερους ποιητές· από κάποιους σε πιο μικρό βαθμό και από κάποιους σε πιο μεγάλο βαθμό. Η επίδραση παραμένει άλλοτε μίμηση και άλλοτε μπαίνει στο καλούπι μιας πιο παραγωγικής ποιητικής δημιουργίας, ανάλογα με το μέταλλο και το ταλέντο του ποιητή. Επί της ουσίας, ο Καρυωτάκης είναι ενδεχομένως ένας από τους ποιητές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στο νεοελληνικό ποιητικό κόσμο και θα ήταν μάλλον άτοπο να υποστηρίξει κάποιος σήμερα πως ο καρυωτακισμός ήταν κάτι εφήμερο, νοουμένου ότι παραμένει στο επίκεντρο της φιλολογικής κριτικής και ποιητικής δημιουργίας ως πηγή έμπνευσης. 

Αναλύοντας τις επιδράσεις της καρυωτακικής ποίησης, το 1972 ο Σαββίδης εστιάζει σε τέσσερις σπουδαίες μορφές του ’30: το Γιώργο Σεφέρη (1900–1971), το Γιάννη Ρίτσο (1909–1990), τον Ανδρέα Εμπειρίκο (1901–1975) και τον Οδυσσέα Ελύτη (1911–1996). Στο τέλος της εργασίας του ο Σαββίδης ανιχνεύει τις καρυωτακικές επιδράσεις στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά (Λεοντάρης, Ευαγγέλου) και στη γενιά του ’70 (Πούλιο, Παναγιώτου, Σοφιανό, Βαλαβανίδη). Φυσικά εδώ δεν μιλάμε για μίμηση του καρυωτακικού προτύπου, αλλά για παρουσία μιας παραγωγικής μορφής επίδρασης. 

Ο Ρίτσος συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την υπαρξιακή αγωνία του Καρυωτάκη και καρυωτακικά ίχνη είναι εμφανή στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές (Τρακτέρ,1934 και Πυραμίδες, 1935). Τα στοιχεία της καθαρεύουσας που βλέπει ο αναγνώστης του Ρίτσου επίσης αποτελούν καρυωτακικές επιδράσεις, όπως εξάλλου και οι «αυτούσιες καρυωτακικές ρίμες».

 Οι καρυωτακικές επιδράσεις στο έργο του Ελύτη επίσης χρήζουν διερεύνησης αφού διαφορετικού τύπου είναι η σχέση του Ελύτη με τον Καρυωτάκη στη συλλογή Προσανατολισμοί (1940) και άλλ ου τύπου στο Ήλιος ο Πρώτος (1943). Η μεταγενέστερη δε ποίηση του Ελύτη δείχνει άλλη σχέση με τον Καρυωτάκη απ’ ότι οι δύο αυτές συλλογές. 

Το ποίημα του Καρυωτάκη [ Άλογα Μαύρα] είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει ως τεχνική τις μεταφορές που υποδηλώνουν τη σχέση του ποιητή με το έργο του, ενώ ο αυτοχαρακτηρισμός «κλόουν τραγικός» αναφέρεται στην προσωπική του πάλη αλλά και στο πώς βλέπουν οι άλλοι το θάνατό του:

 Άλογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε 

οι σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα του λόγου. 

Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, που οι άνθρωποι θα δούνε

 να παίζει, να συντρίβεται με την οπλή του αλόγου.

 Ο Καρυωτάκης αντιλαμβάνεται νωρίς ότι η ταύτιση ζωής και έργου «θα τον οδηγήσει στην υποχρεωτική αποξένωση», ενώ το ποίημα Σταδιοδρομία είναι απόδειξη της άποψης του ιδίου για την ποιητική σταδιοδρομία:

 Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω 

σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

 «Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες» 

θα γράψουν οι εφημερίδες. 

«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου» 

και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου. 

Φυσικά και σε άλλα ποιήματα του Καρυωτάκη, ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει αυτή την ταύτιση ζωής και έργου. Για παράδειγμα το ποίημα Δημόσιοι Υπάλληλοι παραπέμπει στη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα του ποιητή, ενώ το Ωχρά Σπειροχαίτη, που είναι το βακτήριο της σύφιλης, στην προσωπική τραγωδία του ποιητή και το γεγονός ότι έπασχε από την ασθένεια. 

Αυτό που μπορεί κάποιος να αντιληφθεί είναι πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί η σχέση – ή και ταύτιση ακόμα – ζωής και έργου στον Καρυωτάκη ως αδυναμία. Ο Καρυωτάκης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές, που χάρισε στα νεοελληνικά γράμματα κάτι εντελώς καινούργιο και καινοτόμο. Αυτό μπορούμε να το δούμε μέσα από τα ποιήματά του αλλά και από τον τρόπο που στοιχεία της ποίησής του χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους ποιητές, είτε μέσω της ατελούς μίμησης είτε με πιο παραγωγικούς τρόπους. Ο βιωματικός χαρακτήρας της ποίησής του επιτρέπει στον αναγνώστη να γνωρίσει όχι μόνο τον ποιητή Καρυωτάκη, αλλά και τον άνθρωπο Καρυωτάκη. Το να αφήσει όμως κατά μέρος ο αναγνώστης τα βιωματικά στοιχεία, ταυτόχρονα σημαίνει και διάσταση από τον πραγματικό και βαθύτερο κόσμο των ποιημάτων. Όταν ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του Οι Στίχοι μου λέει «δικά μου οι στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά», ενδεχομένως να πρέπει να ερμηνευθεί και από τον κριτικό σαν μια έμμεση προτροπή ότι το ποίημα, όπως και άλλα ποιήματα, θα διαβαστεί καλύτερα σε συνάρτηση με τη βιογραφία του ποιητή. Και τελικά αν ο σκοπός και στόχος της ανάλυσης ενός ποιήματος (ή ενός κειμένου γενικά) είναι η αλήθεια του ποιητή ή ένα αποτέλεσμα κοντά στην αλήθεια αυτή, πώς μπορεί η βιογραφία να μην χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο ανάλυσης;


 Βιβλιογραφία 

Benatsis, A. 2004. „Ti neoi pou ft asamen edo“: Kostas Karyotakis: apo ta prota os ta teleft aia po ii mata. Athina. [Μπενάτσης, A. 2004. «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ»: Κώστας Καρυωτάκης: από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα. Αθήνα.]

 Frantzi, A. 1998. I poiitiki stin poiisi tou K. G. Karyotaki. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 131–142. [Φραντζή, Α. 1998. Η ποιητική στην ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. InΜ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 131–142.]

 Garantoudis, E. 1998a. Pseft i tou kosmou. To Vima, 5 Iouliou 1998 [online]. Available from: https://www.tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy. [Γαραντούδης, Ε. 1998. Ψεύτη του κόσμου. Το Βήμα, 5 Ιουλίου 1998 [online]. Πρόσβαση από: https://www. tovima.gr/2008/11/24/books-ideas/pseyti-toy-kosmoy.] Garantoudis, E. 1998b. I anaviosi tou karyotakismou. O K. G. Karyotakis kai i poiitiki genia tou 1970. In M. Stefanopoulou (ed.), Karyotakis kai karyotakismos: epistimoniko symposio (31 Ianouariou kai 1 Fevrouariou 1997). Athina, 195–258. [Γαραντούδης, E. 1998. Η αναβίωση του καρυωτακισμού. Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και η ποιητική γενιά του 1970. In Μ. Στεφανοπούλου (επιμ.), Καρυωτάκης και καρυωτακισμός: επιστημονικό συμπόσιο (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997). Αθήνα, 195–258.]

 Georgiadis, N. 2014. Kostas Karyotakis: Apantiseis sta erotimata gia ton idio kai to ergo tou. Athina. [Γεωργιάδης, N. 2014. Κώστας Καρυωτάκης: Απαντήσεις στα ερωτήματα για τον ίδιο και το έργο του. Αθήνα.]

Karyotakis, K. 2001. Poiimata kai peza. Epimeleia G. P. Savvidis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2001. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα.] 

Karyotakis, K. 2006. Battered Guitars: Poems and Prose. Translated by William W. Reader and Keith Taylor. Birmingham. Karyotakis, K. 2010. Poiimata kai peza. Epimeleia D. Eleft herakis. Athina. [Καρυωτάκης, Κ. 2010. Ποιήματα και πεζά. Επιμέλεια Δ. Ελευθεράκης. Αθήνα.]

 Koutrianou, Ε. 2000. Odysseas Elytis and K. G. Karyotakis: I know him no longer. ..? Journal of Modern Greek Studies 18/2, 415–451. Kruczkowska, J. 2015. Who Gets Translated and Why?: Anthologies of Twentieth-Century Greek Poetry in Poland. Journal of Modern Greek Studies 33/1, 105–125.

 Ntounia, Chr. 2000. O ‘karyotakismos’ tou Gianni Ritsou. Eleft herotypia 128 (10. 11. 2000). Afi eroma: Giannis Ritsos, Vivliothiki tis Eleft herotypias, 10–11.[Ντουνιά, Xρ. 2000. Ο «καρυωτακισμός» του Γιάννη Ρίτσου. Ελευθεροτυπία 128 (10. 11. 2000). Αφιέρωμα: Γιάννης Ρίτσος, Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 10–11.] 

Philokyprou, Ε. 1992. Why the Post-Symbolists Have No Symbols. Journal of Modern Greek Studies 10/2, 235–247.

 Strasburger, J. 1987. Poeci Nowej Grecji. Warszawa.


Πηγή: Reports

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...