Η υποταγή του θρακικού φύλου των Τριβαλλών από το Μέγα Αλέξανδρο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

   Το Καλοκαίρι του 335 π.Χ., αφού ο Αλέξανδρος κατατρόπωσε τους Αβασίλευτους Θράκες, πέρασε τη διάβαση του Αίμου και κινήθηκε προς τον ποταμό Λύγιρου (σημερινό Ρόστιτσα).

Η περιοχή των Τριβαλλών

  Το μακεδονικό εκστρατευτικό σώμα αφού διέσχισε τη λεκάνη απορροής της οροσειράς του Αίμου και κατέβηκε στην κοιλάδα του ποταμού Λύγιρου. Την κοιλάδα έλεγχαν οι Τριβαλλοί.

  Βασιλιάς των Τριβαλλών ήταν ο Σύρμος. Ο Σύρμος μετά το πάθημα των Αβασίλευτων Θρακών μερίμνησε και έστειλε τα γυναικόπαιδα σε ένα νησί του Δούναβη, στις εκβολές της Μαύρης Θάλασσας, την Πεύκη. Εκεί είχαν επίσης  καταφύγει και όσοι Θράκες είχαν διασωθεί από τις επιχειρήσεις στον Αίμο.

  Οι Τριβαλλοί ήταν εγκατεστημένοι μεταξύ Αίμου και Ίστρου (Δούναβη). Αποτελούσαν μια διαρκής απειλή για τις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. «Αργότερα εξαφανίστηκαν από τους Ρωμαίους, επειδή ασκούσαν πειρατεία και τους εξανάγκασαν να γίνουν γεωργοί (Στράβων, 7.3.8). Αλλά καθώς η χώρα τους είναι τραχιά και φτωχή και ακατάλληλη για καλλιέργεια τελικά αφανίστηκαν.» (Στράβων, 7.3.13)»

  Το κέντρο των Τριβαλλών ήταν στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Όσκιου. Κάπου εκεί σε προγενέστερο χρόνο ο Φίλιππος είχε ηττηθεί και πληγωθεί σοβαρά. Έτσι λοιπόν, και για λόγους γοήτρου οι Τριβαλλοί έπρεπε να συντριβούν!


 

Άμυνα-τακτική Τριβαλλών.

  Καθώς ο Αλέξανδρος προέλαυνε οι Τριβαλλοί είχαν (έξυπνα) κινηθεί στην αντίθετη κατεύθυνση, για να καταλάβουν τα περάσματα στα νώτα του. Ουσιαστικά δηλαδή βρίσκονταν στα μετόπισθεν του Αλεξάνδρου. Τη δεδομένη χρονική στιγμή αποτελούσαν τη μεγαλύτερη απειλή για το εκστρατευτικό σώμα.

  Ο Αλέξανδρος, προχώρησε ακόμη μια μέρα για να βεβαιωθεί ότι ο Στρατός των Τριβαλλών δεν είχε πια επικοινωνία με την κοιλάδα του Λύγινου.

Θράκας πολεμιστής

 Ο Σύρμος έβαλε το στρατό του στις παρυφές ενός δάσους προκειμένου να προστατευτεί από αυτό. Οι βάρβαροι ήταν στρατοπεδευμένοι σε μια στενή δασώδη χαράδρα, σε μια θέση από τη φύση της οχυρή και κατάλληλη για άμυνα. Είχαν αποτραβηχτεί σε πυκνό σχηματισμό μέσα σ’ αυτή τη θέση. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να επιδείξει ακόμη μια φορά στρατιωτική ευφυΐα και να τους βγάλει έξω…

 

Η επίθεση και η επικράτηση.

  Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αλέξανδρος κατάλαβε την τακτική των Τριβαλλών. Διάλεξε μια θέση να παρατάξει το στρατό σε θέση η οποία δεν ήταν ορατή στον εχθρό. Αποφάσισε, με εξυπνάδα, να τοποθετήσει μπροστά από τη φάλαγγα τρεις ίλες ιππικού. Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να επιτεθεί στο στρατόπεδο των Τριβαλλών που είχε στηθεί μέσα στη μικρή χαράδρα, ξεπερνώντας το εμπόδιο του δάσους.

  Ο Αλέξανδρος θα τους πλησίαζε και θα τους ανάγκαζε να βγουν έξω από το δάσος και μετά θα τους διέλυε, αφού προηγουμένως θα έβαζε το δικό του στρατό σε μη ορατό σημείο. Με ορθή τακτική θα τους επιτίθονταν και θα τους νικούσε. Ειδικότερα, ο Μακεδόνας βασιλιάς διέταξε τους τοξότες αλλά και τους σφενδονιστές να προχωρήσουν μπροστά προς το δάσος και να σφυροκοπήσουν τις πρώτες θέσεις του εχθρού. Οι Τριβάλλοι παρασύρθηκαν και επιτέθηκαν κατά των τοξοτών. Οι τοξότες υποχώρησαν μέχρι την ανοιχτοσιά. Οι Τριβαλλοί το λοιπόν βγήκαν από το δάσος και πολέμησαν με ανδρεία στις πρώτες αψιμαχίες. Ο Αλέξανδρος τους περίμενε με κανονισμένη από πριν τη διάταξη του.

  Ο γιος του Φιλίππου διέταξε τον Φιλώτα με το ιππικό της Άνω Μακεδονίας να επιτεθεί στους Τριβαλλούς από δεξιά και τον Σώπολη με το ιππικό (τον Ίππο) της Αμφίπολης και της Βοιωτίας να επιτεθεί από αριστερά. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε τεθεί επικεφαλής της φάλαγγας η οποία είχε παραταχθεί σε βαθύ σχηματισμό, έχοντας μπροστά της το προκάλυμμα του ιππικού. Όλος ο στρατός κινήθηκε μπροστά. Όσο οι αντίπαλες δυνάμεις αλληλοτοξεύονταν οι Τριβαλλοί κρατούσαν τις γραμμές τους. Όταν όμως όρμησε η φάλαγγα και ταυτόχρονα πλαγιοκόπησε το ιππικό οι γραμμές των Τριβαλλών έσπασαν και τράπηκαν σε φυγή προς το ποτάμι μέσω του δάσους.


  Έπεσε η νύχτα. Το σκοτάδι και το πυκνό δάσος εμπόδισε τους Μακεδόνες να συνεχίσουν την καταδίωξη με τη συνηθισμένη τους ορμή. Δεν υπήρχε δυνατότητα για περαιτέρω αποτελεσματική καταδίωξη (Αριανός 1.2.7), όμως η μάχη είχε κερδηθεί. Ο δρόμος για το Δούναβη ήταν ανοιχτός.

  Οι Τριβαλλοί είχαν 3.000 νεκρούς, ενώ οι Μακεδόνες μόλις 11 ιππείς και 40 πεζούς. Αυτοί που αιχμαλωτίστηκαν όμως ήταν πάλι λίγοι.

 

Βαδίζοντας προς το Δούναβη.

  Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα όλοι είχαν τρομοκρατηθεί. Ο Αλέξανδρος ήταν τώρα αποφασισμένος να επιτεθεί στους Γέτες και να τελειώνει με τη Θράκη. Μέσα σε τρεις μέρες ο Αλέξανδρος χωρίς να συναντήσει αντίσταση έφτασε στο Δούναβη. Εκεί στις εκβολές του ποταμού συνάντησε τα πέντε πολεμικά πλοία του στόλου που είχαν φτάσει από το Βυζάντιο.


  Οι Γέτες ζούσαν στη σημερινή Μολδαβία-Βεσσαραβία. Οι Γέτες της ανατολικής ακτής της Αδριατικής έστειλαν πρεσβεία στον Αλέξανδρο και υποτάχθηκαν αμέσως, ζητώντας τη φιλία του.

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Οι εννιά επικοί νόμοι των παραμυθιών.

 Ήταν 1908 όταν ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι.





Ο Νικόλας Πολίτης, Έλληνας λαογράφος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόδρομος της επιστήμης της λαογραφίας στην Ελλάδα είχε ήδη δημοσιεύσει από τον Ιανουάριο του 1880 ένα άρθρο σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Εστία με τον τίτλο “Δημώδη παραμύθια” και την ένδειξη “Εν Μονάχω 1879”.

Αφορμή της συγγραφής η έκδοση δύο συλλογών παραμυθιών της Ελλάδας που έγιναν από ξένους λόγιους, τους Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν, προξενικός εκπρόσωπος της Αυστρίας στα Γιάννενα και μετά στη Σύρο, και τον Δανό ελληνιστή Ζαν Πίο.




Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές, προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο, στον τόπο και στα πρόσωπα, που αφορούν το περιεχόμενό του.

Συγκεκριμένα στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος, όπως αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης. Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων.

Οι εννιά επικοί νόμοι της αφήγησης των παραμυθιών του Όλρικ είναι οι παρακάτω.

1. Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει απότομα. Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή, ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την κορύφωση, για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας.

2. Οι επαναλήψεις είναι συχνές, όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή, αλλά και για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία.

3. Την ίδια στιγμή, παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο πρόσωπα.

4. Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι.

5. Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα, πρόκειται για μικρούς και αδύνατους. Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές.

6. Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος. προσώπων.

7. Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί: αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός πλοκής,

8. Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά. Όταν εκτυλίσσονται παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια, τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν.

9. Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο. Παρόμοια αντικείμενα περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια. H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν.




Πηγή: https://radcast.gr/oi-ennia-epikoi-nomoi-ton-paramythion/

Ο Νίκος Οικονόμου.

 "Δεν είναι γρήγορος, δεν πηδάει ψηλά αλλά μπορεί να σου βάλει 30 πόντους χωρίς να το καταλάβεις". 



Με δυο κουβέντες, ο Ζόραν Σάβιτς περιέγραψε το 1996 το αγωνιστικό προφίλ του εορτάζοντα σήμερα τα 52α γενέθλια του, Νίκου Οικονόμου. 

Ένα από τα καλύτερα 4αρια της Ευρώπης την εποχή της ακμής του, ο Νικαιώτης Νίκος γνωρίστηκε με το μπάσκετ σε ηλικία εννέα χρονών όταν γυρνώντας από διακοπές στις Σέρρες (Εμμανουήλ Παππάς το χωριό) όπου ήταν ο τόπος καταγωγής της οικογένειάς του, βρήκε την παρέα που έπαιζαν ποδόσφαιρο να έχει "προδώσει" την ασπρόμαυρη μπάλα για χάρη της πορτοκαλί. 

Ο μικρός ακολούθησε τους φίλους του και κόλλησε με το άθλημα και τον τοπικό ήρωα Παναγιώτη Γιαννάκη. Γράφτηκε στα τμήματα υποδομής του Ιωνικού και συνδυάζοντας το ταλέντο με το ύψος, προωθήθηκε γρήγορα μέχρι την ανδρική ομάδα σε ηλικία 14 χρονών από τον Θόδωρο Μπολάτογλου. 

Ο θρίαμβος του '87 εκτόξευσε τη δημοφιλία του αθλήματος στη χώρα μας και δύο χρόνια αργότερα στη Γκουέντσα της Ισπανίας η Εθνική Παίδων με ηγέτη τον Νίκο έδειξε πως το ελληνικό μπάσκετ είχε μέλλον, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο. Ήταν φανερό πια πως τα στενά όρια του Ιωνικού και της Α2 δεν μπορούσαν να κρατήσουν τον Οικονόμου που ήταν στόχος για τις ομάδες της Α1, με το όνομα του να ακούγεται για τον ΠΑΟΚ αλλά και τον Ολυμπιακό ενώ στο μυαλό του παίχτη υπήρχε και η προοπτική της μετακόμισης στην Αμερική για λογαριασμό του Saint Paul.

Τελικά το καλοκαίρι του 1991 ο Παναθηναϊκός που ήθελε να ανανεώσει το ρόστερ απέκτησε αντί 150.000.000 δραχμών τον Νίκο και στον "Τάφο του Ινδού" βρήκε τον Αλβέρτη, προστέθηκε ο Μυριούνης και η σεζόν 1991-92 ξεκίνησε με όνειρα για την ομάδα του Παβλίσεβιτς για να μετατραπεί σε εφιάλτη, με τους Πράσινους να τερματίζουν στην όγδοη θέση και εκτός Ευρώπης μετά από 23 χρόνια. 

Οι Γιαννακόπουλοι αντέδρασαν ρίχνοντας εκατομμύρια στο τραπέζι των μεταγραφών, ήρθαν ο Γκάλης, ο Σοκ και ο Κόμαζετς με τον Στόγιαν και το Τριφύλλι μπήκε ξανά στο μονοπάτι των επιτυχιών με τον Οικονόμου να μην έχει τόσο σημαντικό ρόλο αφού ο Παβλίσεβιτς προτιμούσε τον Μυριούνη. Ο Πολίτης που αντικατέστησε τον "Mr two Cups" του έδωσε περισσότερο χρόνο συμμετοχής στον δρόμο για το Τελ Αβίβ, εκεί όπου ο Νίκος μαζί με τον "Διόσκουρο" Αλβέρτη πανηγύρισαν έξαλλα την ήττα του Ολυμπιακού στον τελικό.

Με τον Κιουμουρτζόγλου στο τιμόνι, ο Οικονόμου καθιερώθηκε ως 6ος παίχτης μόνο στα λόγια όμως αφού συνήθως ο Ευθύμης ξεκινούσε στην πεντάδα τον Πετσάρσκι για να τον αλλάξει στο πεντάλεπτο με τον Νίκο που συνέχιζε ως παρτενέρ του Βράνκοβιτς. 

Ο Νίκος βέβαια δεν ήταν ο κλασικός παίχτης ρακέτας, του άρεσε να κινείται περιφερειακά και να σουτάρει με εξαιρετικά ποσοστά πίσω από τη γραμμή των 6.25 μέτρων. Με ένα τέτοιο σουτ προσπάθησε να χαρίσει το πρωτάθλημα στον Παναθηναϊκό στον 5ο τελικό του 1995 αλλά αστόχησε. Τον σημάδεψε αυτό το χαμένο τρίποντο, δεν το ξέχασε ποτέ. 

Ο Μάλκοβιτς τον εμπιστεύτηκε την επόμενη χρονιά και ο Οικονόμου τον αποζημίωσε με πολύ καλό μπάσκετ, έχοντας ως κορωνίδα των εμφανίσεων του το εκπληκτικό παιχνίδι εναντίον της Μακάμπι μέσα στο Γιάντ Ελιάου όταν πέτυχε 37 πόντους με αντίπαλο τον ΝΒΑερ Τομ Τσέϊμπερς. 

Το Πρωταθλητριών που κατακτήθηκε στο Παρίσι είχε και τη δική του υπογραφή με 10 πόντους στον τελικό αλλά η χρονιά στιγματίστηκε από το 73-38 του τελικού στο ΣΕΦ και τη "σκούπα" του Μπόζα που παρέσυρε σχεδόν όλη την ομάδα των Πρωταθλητών Ευρώπης. Ο Νίκος ήταν ένας από τους λίγους διασωθέντες της σεζόν 1996-97 σε εκείνη τη "Βαβέλ" του Τριφυλλιού και επιτέλους την επόμενη αγωνιστική περίοδο ανταμείφθηκε για τα χρόνια της υπομονής κατακτώντας το πρωτάθλημα με αντίπαλο τον ΠΑΟΚ. 

Από τον Δεκέμβριο του 1998 ξεκίνησαν οι φήμες για ανανέωση του οχταετούς συμβολαίου που είχε υπογράψει με τον  Παναθηναϊκό αλλά όσο ο καιρός περνούσε και συμφωνία δεν υπήρχε, ο παίχτης κατάλαβε πως είχε έρθει ο καιρός να βγάλει τη φανέλα με το Τριφύλλι. Και το έδειξε στον πέμπτο τελικό της 20ης Μαΐου του 1999, στο άντρο του αιωνίου αντιπάλου, όταν τη στιγμή που πετυχαίνει το τρίποντο της λύτρωσης ξεπληρώνοντας τα χρωστούμενα του '95, γυρίζει προς την μεριά της εξέδρας που βρισκόντουσαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού και τους φωνάζει "να με θυμάστε", κάνοντας και την ανάλογη χειρονομία.

Ήταν η τελευταία ανάμνηση που άφησε ο Οικονόμου στους φίλους του Τριφυλλιού μιας και στις 27 Μαΐου σε μία φορτισμένη συνέντευξη τύπου, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το ΟΑΚΑ και την επικείμενη μεταγραφή του στο εξωτερικό. Σε αυτή τη συνέντευξη άφησε αιχμές εναντίον του Παναγιώτη Γιαννάκη για τον τρόπο που τον έκοψε από την εθνική ενώ τόνισε πως θα ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από έναν χρόνο για να παίξει ξανά στον Παναθηναϊκό. 

Όντως το ταξίδι του στο εξωτερικό κράτησε μία χρονιά με την Κίντερ Μπολόνια του Μεσίνα, του Ριγκοντό και φυσικά του Ντανίλοβιτς με τον οποίο ο Νίκος δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις. Με τους Ιταλούς έκανε μία συμπαθητική σεζόν αλλά χωρίς τίτλο, χάνοντας στα ημιτελικά του πρωταθλήματος και στη Λωζάνη το Σαπόρτα απέναντι στην ΑΕΚ. Έχοντας προβλήματα με την ανεκπλήρωτη στρατιωτική θητεία και αφού ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και η Κίντερ είχαν μείνει ικανοποιημένοι από τη συνεργασία, ο Οικονόμου χτύπησε την πόρτα του Παναθηναϊκού για να επιστρέψει όπως ήταν η επιθυμία του, εισπράττοντας όμως την αρνητική στάση της ομάδας.

Κάπου εκεί μπήκε στο παιχνίδι ο Ολυμπιακός που ήθελε να προχωρήσει σε ελληνοποίηση του ρόστερ και έριξε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την πρόταση για τετραετές συμβόλαιο σε έναν αθλητή που ήταν τότε μόλις 27 χρονών. Η κίνηση των Ερυθρόλευκων έμοιαζε λογική από κάθε άποψη αφού με τον Οικονόμου αποκτούσε τον καλύτερο Έλληνα πάουερ φόργουορντ της εποχής ενώ σίγουρα δεν ήταν αμελητέο και το επικοινωνιακό τρικ. Από την άλλη πλευρά ο παίχτης πήγαινε σε μια ομάδα που τον εμπιστευόταν και ήθελε να του δώσει ηγετικό ρόλο. 

Εν τέλει ο Νίκος πήγε στον Ολυμπιακό αλλά ως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις οι προσδοκίες ήταν πολύ μεγαλύτερες από την πραγματικότητα. Ο Οικονόμου δεν κόλλησε με τα ερυθρόλευκα, παρουσιάστηκε βαρύς στο γήπεδο και έφτασε στο σημείο να δεχτεί τα βέλη του Ντίνο Ράτζα που τον κατηγόρησε για αδιαφορία. Η ομάδα απέτυχε σε όλους τους στόχους και ο παίχτης σταδιακά έγινε ξένο σώμα, αποκλειόμενος και από την αποστολή στον δεύτερο τελικό του πρωταθλήματος. 

Ο Οικονόμου ήταν για τον Ολυμπιακό μία μεταγραφή που δεν έπρεπε να γίνει και τελικά έγινε για όλους τους λάθος λόγους.

Η λύση της συνεργασίας ήταν και για τις δύο πλευρές λυτρωτική και το εξωτερικό μονόδρομος για τον παίχτη. Μια άλλη ιστορική ομάδα, η Μπαρτσελόνα ζήτησε τις υπηρεσίες του αυτή τη φορά και ο Νίκος έγινε το τρίτο μέλος της "ελληνικής" παροικίας των Καταλανών, παρέα με τον Ρεντζιά και τον Καρνισόβας. Ξανά όμως η παρουσία του στα ξένα πέρασε αδιάφορη, η ξενιτιά δεν ταίριαζε στον Οικονόμου. 

Γύρισε στην Ελλάδα θέλοντας να κάνει μια νέα αρχή πηγαίνοντας στη Λάρισα για την Ολύμπια και θυμίζοντας τον παλιό καλό Οικονόμου μπόρεσε να βρει νέο παχυλό συμβόλαιο στην Ανατολική Ευρώπη με τους Ρώσους της Ντιναμό Μόσχας.  

Το αθλητικό πεπρωμένο του όμως ήταν πάντα στην πατρίδα και έτσι το καλοκαίρι του 2004 επέστρεψε στην Αθήνα για λογαριασμό του Πανιωνίου. Στα 32 του πια με τα χρώματα του "Ιστορικού" έζησε μια δεύτερη αγωνιστική νεότητα με την εξαιρετική ομάδα των Νεοσμυρνιωτών εκείνης της περιόδου. Πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, τρίτη θέση για τον Πανιώνιο και έξοδος στο Uleb Cup. Ο Νίκος φαινόταν να έχει βρει την Ιθάκη του αλλά λογάριαζε χωρίς τον Λούκα Παβίσεβιτς. 

Ο Μαυροβούνιος τρις πρωταθλητής Ευρώπης με τη Γιουγκοπλάστικα, άμα τη ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας των Κυανέρυθρων ενημέρωσε τον Οικονόμου πως δεν υπολογίζεται και του ζήτησε να μην έρθει στην προετοιμασία. Όπως ήταν λογικό ο παίχτης αντέδρασε, στις 20 Αυγούστου ήταν πρακτικά αδύνατο να βρει ομάδα. Ο Νίκος έμεινε τελικά μέχρι τα Χριστούγεννα αλλά κάνοντας ατομικές προπονήσεις όντας ξένο σώμα για τον Πανιώνιο με εντολή του προπονητή. 

Ο τελευταίος σταθμός για τον Οικονόμου είχε χρώμα γαλανόλευκο σαν αυτόν που ξεκίνησε. Ο Πανελλήνιος που έψαχνε εμπειρία σε μια προσπάθεια να σώσει την κατηγορία, τον προσέγγισε και πράγματι ο Νίκος βοήθησε τον σύλλογο των Ολυμπιονικών να κάνει ένα τρομερό ντεμαράζ στον δεύτερο γύρο και όχι μόνο να κερδίσει την παραμονή αλλά να τερματίσει και στην τιμητική 5η θέση. Όμως οι διοικούντες έκριναν πως την επόμενη χρονιά τα σχέδια του Πανελληνίου δεν περιελάμβαναν τον Νίκο Οικονόμου και τον άφησαν ελεύθερο. Στα 33 του ο παίχτης έκρινε πως δεν είχε τίποτα άλλο να αποδείξει στον μπασκετικό χώρο και αποφάσισε να βάλει τελεία στη σχεδόν εικοσάχρονη καριέρα του. 

Ο Νίκος Οικονόμου είχε μια σπουδαία πορεία στον χώρο, κέρδισε τίτλους χρήματα και αναγνώριση. Με κάποιες επιλογές του δίχασε αλλά στα καλά του χρόνια ήταν ένας από τους καλύτερους φόργουορντ της Γηραιάς Ηπείρου. 

Έξυπνος παίχτης, γνώριζε τις αδυναμίες και τα προτερήματα του και φρόντισε να τα καλλιεργήσει έτσι ώστε να καταστεί επιθετική απειλή για την αντίπαλη άμυνα. Για να επαναλάβω τον Ζόραν Σάβιτς, ήταν ένας μπασκετμπολίστας που δεν εντυπωσίαζε αλλά αν τον υποτιμούσες μπορούσε να σε "σκοτώσει"...


Antreas Tsemperlidis

Ο Αλέξανδρος συντρίβει τους Αβασίλευτους Θράκες. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Οι Αβασίλευτοι Θράκες ήταν μεγάλες φυλετικές ομάδες, οι οποίες κατά καιρούς είτε συρρικνώνονταν είτε επεκτείνονταν. Παρά το ότι τυπικά είχαν κατακτηθεί από το Φίλιππο, στην ουσία παρέμεναν ανεξάρτητες από τη μακεδονική κυριαρχία.  Η απόφαση για την πλήρη υποταγή τους είχε ληφθεί.

Θράκας πολεμιστής


  Ο Αλέξανδρος, τις αρχές της Άνοιξης του 335 π.Χ., ξεκίνησε από την Αμφίπολη και έχοντας αριστερά του τους Φιλίππους και το όρος Όρβηλο, προχώρησε προς τη χώρα των Αυτόνομων Θρακών. Με μια ταχύτατη προέλαση, καλύπτοντας 240 χλμ. μέσα από βουνά, έφτασε μέσα σε 10 μέρες στην οροσειρά του Αίμου.

  Ο μακεδονικός στρατός έφτασε στην κοιλάδα του Άνω Νέστου, τον οποίο διέσχισε πλημμυρισμένο όπως ήταν λόγω της εποχής (αρχές Άνοιξης) και περνώντας μέσα από τις οροσειρές της Ροδόπης έκοψε στα δύο τους Αβασίλευτους Θράκες. Οι φυλές της νότιο-ανατολικής Θράκης (ισχυρότεροι ήταν οι Οδρύσες) δεν κατάφεραν να ενωθούν με τους Τριβαλλούς. Μοιραία υποτάχτηκαν.

Θράκας πελταστής

  Ο Αλέξανδρος καθ’ οδόν άλλους τους εξόντωνε και άλλους τους καταδίωκε. Οι Θράκες, έντρομοι, είχαν τραπεί σε φυγή παίρνοντας μαζί τους γυναικόπαιδα και όσα υπάρχοντα μπορούσαν. Ο Αλέξανδρος ήταν αναγκασμένος να τους καταδιώκει διαρκώς μέσα στην οροσειρά του Αίμου, μη μπορώντας να πάρει κάποιο χαμηλό πέρασμα σε ένα από τα δύο άκρα του ορεινού όγκου. Έτσι, καταδιώκοντας τους, έφτασε στο πέρασμα του Σίπκα, ενώ ταυτόχρονα μήνυσε στο στόλο να πλεύσει από το Βυζάντιο προς στις εκβολές του Ίστρου (Δούναβη), ώστε να υποβοηθήσει από τη θάλασσα τις δυνάμεις της ξηράς.

 

Στις βουλγάρικες Θερμοπύλες.

  Το πέρασμα του Σίπκα βρίσκεται σε υψόμετρο 1306 μέτρων. Αποτελεί πέρασμα ανάμεσα στα βουνά Στάρα Πλάνινα (οροσειρά Αίμου), τα οποία  κόβουν τη Βουλγαρία στη μέση. Οριοθετεί τις επαρχίες Στάρα Ζάγορα και Γκάμπροβο, βρίσκεται μέσα στο Εθνικό Πάρκο Βουλγαρίας και απέχει 13 χλμ από την πόλη Σίπκα.

Σίπκα, αεροφωτογραφία


  Οι Αυτόνομοι Θράκες (αρκετοί από αυτούς ήταν Οδρύσες), αποφασισμένοι να ανακόψουν την πορεία του Αλεξάνδρου οχυρώθηκαν πίσω από το πέρασμα, καταλαμβάνοντας τα Στενά του Αίμου. Ο Αλέξανδρος καταδιώκοντας τους, έφτασε στο κεντρικό πέρασμα του Αίμου (Σίπκα). Το σημείο είναι γνωστό και ως βουλγαρικές Θερμοπύλες, καθώς εκεί κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1877-1878) ο βουλγαρικός στρατός έδωσε τον υπέρ πάντων αγών κατά των Οθωμανών. Οι Βούλγαροι, με τη βοήθεια των Ρώσων, αντιμετωπίζοντας υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις (9.000 Βούλγαροι και Ρώσοι εναντίων 40.000 Τούρκων), κατατρόπωσαν τους Οθωμανούς και κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.

Οι βουλγάρικες Θερμοπύλες


  Ο Αλέξανδρος έφτασε εκεί ύστερα από 9 ημέρες αδιάκοπης καταδίωξης. Οι Θράκες δεν είχαν πια άλλη επιλογή από το να οχυρώσουν το πέρασμα και να αντισταθούν.

  Το σημείο Σίπκα, ευρισκόμενο στην κύρια οροσειρά του Αίμου, ήταν ήδη κατηλειμένο από ορεσίβιους του Αίμου. Οι Αυτόνομοι Θράκες (είχαν ενισχυθεί και από αρκετούς Τριβαλλούς) ήξεραν καλά ότι δε θα μπορούσαν να συντρίψουν τους Μακεδόνες σε ανοιχτή μάχη. Ανέβασαν στην κορυφή του βουνού πολλά κάρα έμφορτα με βράχους, τα οποία αφενός μεν θα τους προφύλασσαν από εχθρικά βέλη αφετέρου δε θα γινόταν (σύμφωνα με το σχέδιο τους) ένα τέλειο φονικό όπλο.


  Οι Θράκες πίστεψαν ότι οι Μακεδόνες, σε πυκνές σειρές θα σκαρφάλωναν από το μονοπάτι στο βουνό (πράγματι ο Αλέξανδρος ήθελε αρχικά κατά μέτωπο επίθεση), έτσι θα έριχναν κατά πάνω τους τα κάρα (Αρριανός 1.1,6-7.) Οχυρωμένοι στην κορυφή του Αίμου, πίσω από τα οδοφράγματα, με τα κάρα θα τα έσπρωχναν την κατάλληλη στιγμή στους Μακεδόνες και κατόπιν εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που θα τους προκαλούσαν θα επιτίθονταν πριν οι Έλληνες ανασυνταχθούν.

  Ο 20χρονος τότε Αλέξανδρος αντιμετώπιζε το πρώτο πρόβλημα τακτικής, ως διοικητής στρατεύματος…

 

Η κατάληψη του Σίπκα.

  Πολλάκις έχουμε τονίσει ότι η ικανότητα του Αλεξάνδρου να μαντεύει την τακτική του εχθρού ήταν εξαιρετική. Όταν πλησίασε στο Σίπκα αντιλήφθηκε το κόλπο τους: «Θα άφηναν τα κάρα πάνω στο πεζικό για να διασπάσουν τις γραμμές και μετά θα ορμούσαν εναντίων των Μακεδόνων με τα σπαθιά στα κενά που θα άνοιγαν τα κάρα, καθώς πλεονεκτούσαν επειδή κατείχαν υψηλότερο σημείο.» Γνώριζε καλά ότι ο αγαπημένος τους ελιγμός ήταν η άγρια έφοδος με τα ξίφη ανά χείρας.

  Ο Αλέξανδρος διέταξε τις φάλαγγες να παραμερίσουν (να κάνουν στην άκρη) όταν θα άφηναν τα κάρα οι Θράκες. Εάν βρισκόταν (όσοι βρισκόταν) σε στενό χώρο διατάχτηκαν να ξαπλώσουν κάτω και να προφυλαχτούν από τις ασπίδες τους, τοποθετώντας τες με ακρίβεια τη μία πλάι στην άλλη σκεπασμένοι από αυτές, σχηματίζοντας έτσι μια προστατευτική στέγη. Ταυτόχρονα έβαλε τους τοξότες και τους πελταστές στα πλάγια για να τους χτυπήσει.

  Το έδαφος πρέπει να ήταν παρά την κλίση του επίπεδο, αλλιώς δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φάλαγγα. Δεξιά ο Αλέξανδρος τοποθέτησε τη Φάλαγγα, αριστερά τους Αγριάνες και τους Υπασπιστές. Στο δεξί θα προωθούσε και τους τοξότες.

  Οι Θράκες έριξαν τις θανατηφόρες άμαξες. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να αντιμετωπίσει το κόλπο των κάρων. Οι φαλαγγίτες εκτέλεσαν με ακρίβεια όσα διέταξε ο Αλέξανδρος. Οι φαλαγγίτες σκορπίστηκαν ή ξάπλωσαν καταγής αφού σκεπάστηκαν με τις ασπίδες. Γλίτωσαν όλοι, δεν πέθανε κανείς από τα κάρα (υπήρξαν μόνο μικροτραυματισμοί). Το σχέδιο πέτυχε. Δεν σκοτώθηκε κανείς. Εδώ έγινε φανερό το στρατηγικό δαιμόνιο του Αλεξάνδρου, καθώς επίσης και η τέλεια πειθαρχία και τάξη που επικρατούσαν στο μακεδονικό στρατό.

Η αρχαία Θράκη


  Μόλις πέρασε ο κίνδυνος από τα κάρα, θάρσηντες οι Μακεδόνες, όρμησαν με φωνές εναντίων των Θρακών. Με πολεμικούς αλαλαγμούς ρίχτηκαν μπροστά εμψυχωμένοι. Εκείνη τη στιγμή η Φάλαγγα ήταν το πιο τρωτό σημείο της παράταξης. Ο Αλέξανδρος διέταξε άμεσα μια ομάδα από επίλεκτους τοξότες να μπουν μπροστά και δεξιά από τη φάλαγγα για να αντιμετωπίσουν τις εφόδους του εχθρού (προωθήθηκαν από εκεί γιατί το έδαφος ήταν πιο ευνοϊκό). Αυτό θα έδινε στους Φαλαγγίτες τη δυνατότητα να προχωρήσουν πιο γρήγορα και πιο εύκολα από δεξιά, εάν οι Θράκες επιτίθονταν.

  Οι Θράκες επιτέθηκαν στην αριστερή πτέρυγα, γρήγορα όμως υποχώρησαν στο χώρο που ήταν πριν τα κάρα. Ο Αλέξανδρος είχε σταθεί στην αριστερή πτέρυγα (αριστερά της Φάλαγγας) επικεφαλής των ασπιδοφόρων, της βασιλικής φρουράς και των πεζέταιρων και των Αγριανών. Από κει θα επιτιθόταν (πλάγια και αριστερά). Πριν όμως ακόμη επιτεθεί ο Αλέξανδρος η Φάλαγγα ήταν ήδη ανάμεσα στους Θράκες και τους κατέσφαζε. Οι τοξότες σταμάτησαν τις επιθέσεις των Θρακών και η Φάλαγγα τους απώθησε. Οι ελαφρά οπλισμένοι Θράκες δεν άντεξαν την ορμή της Φάλαγγας, πέταξαν τα όπλα κάτω και τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς το βουνό. Μπροστά στον οργανωμένο στρατό του Αλεξάνδρου οι Θράκες με τον κατώτερο εξοπλισμό τους πλέον δεν είχαν άλλη επιλογή από τη φυγή.

 

Μετά τη νίκη.

  Οι Αβασίλευτοι Θράκες ηττήθηκαν οριστικά. Δε θα απασχολούσαν ποτέ ξανά την αυτοκρατορία.

  Οι Θράκες άφησαν στο πεδίο της μάχης 1.500 νεκρούς. Συνελήφθησαν και λίγοι στρατιώτες τους. Σύμφωνα με τον Αρριανό ήταν γρήγοροι στο τρέξιμο και γι αυτό αιχμαλωτίστηκαν λίγοι. Συνελήφθησαν όμως σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν στον καταυλισμό τους.

 Τα λάφυρα, γυναικόπαιδα και όσοι αιχμάλωτοι, παραδόθηκαν στο Φιλώτα και στο Λυσανία. Στάλθηκαν σε παράλιες πόλεις και από εκεί προωθήθηκαν στη Μακεδονία. Ο Αλέξανδρος τα έστειλε στη Μακεδονία. Δε διέπραξε το λάθος του Φιλίππου και δεν κράτησε τα λάφυρα κοντά του όπως ο πατέρας του ο οποίος τα είχε χάσει.

  Ο Αλέξανδρος αφού πέρασε όλο το στρατό του από το βουνό, προχώρησε προς τη χώρα των Τριβαλλών. . Συγκεκριμένα έφτασε στο Λύγινο ποταμό μεταξύ Σιστόβου και Συλιστρίας. Οι Τριβαλλοί ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στο Δούναβη και τον Αίμο.

Διακόσμηση θρακικού τάφου


 

Συμπέρασμα:

  Από τη σύγκρουση με τους Ανεξάρτητους Θράκες, φάνηκε ξεκάθαρα η ανωτερότητα ενός εκπαιδευμένου στρατού έναντι ενός γενναίου αλλά κακοεκπαιδευμένου στρατού. Τέτοια ανωτερότητα είχε επιδείξει και ο Βρασίδας το 424 π.Χ. (Θουκ. 4. 125-8) αλλά σε μικρότερη κλίμακα.


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Μέντωρ ο Ρόδιος: Από το μηδέν στην ίδρυση μιας δυναστείας. Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης

 Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν οι ελληνοπερσικοί πόλεμοι του 4ου αιώνα είναι αναγκαία η αφήγηση και της ιστορίας των Ελλήνων της “άλλης πλευράς”, αυτών δηλαδή που βρέθηκαν για διάφορους λόγους να πολεμούν υπό ξένο λάβαρο τόσο εναντίον άλλων Ελλήνων όσο και “βαρβαρικών” λαών.



Από τα τέλη του 5ου και κατά την διάρκεια του 4ου π.Χ αιώνα, οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών κρατών, οι πολιτικοκοινωνικές αναταραχές εντός των πόλεων και η παρατεταμένη οικονομική ύφεση που μάστιζε την χώρα είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση πλήθους νέων, φιλόδοξων και με μεγάλη πολεμική εμπειρία ανδρών που αντιλαμβάνονταν τον πόλεμο ως το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους.

Από την άλλη οι Πέρσες, ήδη από την εποχή των ελληνοπερσικών συγκρούσεων του 5ου αιώνα π.Χ, είχαν συνειδητοποιήσει με οδυνηρό τρόπο την υπεροχή του βαρέως οπλισμένου πεζού οπλίτη και του ελληνικού τρόπου του μάχεσθαι έναντι του ασιατικού. Όντας μάλιστα και οι ίδιοι εκφυλισμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον τρυφηλό βίο σε σχέση με τους πολεμοχαρείς προγόνους τους, αναζητούσαν έμπειρους πολεμιστές για να στελεχώσουν και να διοικήσουν τους στρατούς τους. Μοιραία λοιπόν, και με τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ, στράφηκαν προς την δυτική πλευρά του Αιγαίου, όπου αφθονούσαν οι άεργοι πολεμιστές σε αναζήτηση γεναιόδωρου εργοδότη.

Η αρχή έγινε την άνοιξη του 401 π.Χ, όταν ο Πέρσης πρίγκιπας Κύρος ο Νεώτερος ξεκίνησε από τις Σάρδεις επικεφαλής ενός στρατού που περιελάμβανε περίπου 13.000 Έλληνες μισθοφόρους και 700 Λακεδαιμόνιους οπλίτες υπό τον στρατηγό Χειρίσοφο για να εκθρονίσει τον αδερφό του, βασιλιά Αρταξέρξη Β’ (404-358 π.Χ). Αν και ο Κύρος σκοτώθηκε τελικά σε μάχη στα Κούναξα της Μεσοποταμίας τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οι Έλληνες μισθοφόροι απέδωσαν εξαιρετικά και θα συνέχιζαν να είναι παρόντες τα πεδία μάχης της ανατολής για πολλά χρόνια ακόμα.

Η κατοχή των ελληνικών μικρασιατικών πόλεων αρχικά από την Αθήνα και αργότερα από την Σπάρτη αποτελούσε απειλή για την συνοχή της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας στην δύση. Παρά την οριστική ανάκτησή τους από τους Πέρσες το 387 π.Χ με την υπογραφή της Ανταλκιδείου Ειρήνης, ο έλεγχος των μικρασιατικών επαρχιών θα παρέμενε επισφαλής μέχρι και την κατάλυση του περσικού κράτους το 330 π.Χ, αφού η εύκολη πρόσβαση των επαρχιακών διοικητών σε μισθοφορικά στρατεύματα και επίδοξους συμμάχους από την δυτική πλευρά του Αιγαίου τούς επέτρεπε να αμφισβητούν περιοδικά την βασιλική εξουσία αποσταθεροποιώντας την αυτοκρατορία.

Η προσπάθεια του Αρταξέρξη Β’ να χαλιναγωγήσει τους ατίθασους σατράπες οδήγησε σε γενικευμένη εξέγερση το 367 π.Χ, όταν ο σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας Αριοβαρζάνης αποστάτησε κατά του αυτοκράτορα με σπαρτιατική υποστήριξη υπό τον βασιλιά Αγησίλαο Β’. Στο κίνημά του προσχώρησαν ο ηγεμόνας της Καρίας Μαύσωλος, ο σατράπης της Καππαδοκίας Δατάμης που επιχειρούσε ήδη κατά των βασιλικών στρατευμάτων στην βόρεια Μικρά Ασία, o σατράπης της Λυδίας Αυτοφραδάτης και της Αρμενίας Ορόντης. Αν και οι στασιαστές ηττήθηκαν τελικά το 362 π.Χ και ο Αριοβαρζάνης συνελήφθη και σταυρώθηκε, η κατάσταση δεν εκτονώθηκε, καθώς το 358 π.Χ και με αφορμή διάταγμα του νέου Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Γ’ Ώχου (358-338 π.Χ) για την διάλυση όλων των μισθοφορικών στρατευμάτων των δυτικών σατραπών, ο Αρτάβαζος, συγγενής του Αριοβαρζάνη και διάδοχός του στην διοίκηση της Ελλησποντικής Φρυγίας, επαναστάτησε κατά της βασιλικής εξουσίας με αθηναϊκή αυτή τη φορά ενίσχυση.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο αναδείχθηκαν δύο από τους σημαντικότερους Έλληνες κοντοτιέρους της αρχαιότητας. Ο εν πολλοίς άγνωστος Ρόδιος μισθοφόρος στρατηγός Μέντωρ και ο πολύ γνωστότερος, λόγω των προβλημάτων που προκάλεσε στον Μεγάλο αντίπαλό του Αλέξανδρο Γ’ της Μακεδονίας, αδερφός του Μέμνων.

Αν και δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για την σταδιοδρομία του Μέντορα πριν το 358, το γεγονός πως ο Αρτάβαζος τού εμπιστεύθηκε την ηγεσία του στρατού του ενώ ήταν μόλις 27 χρονών, δείχνει πως διέθετε ήδη σημαντικότατη προϋπηρεσία στην σατραπική αυλή ως διοικητής μισθοφορικών στρατευμάτων. Ο Πέρσης διοικητής τού παραχώρησε κτήματα στην περιοχή της Τρωάδας όπου εγκαταστάθηκε με τον μικρότερο αδελφό του Μέμνονα και μια αδελφή αγνώστων λοιπών στοιχείων. Η σχέση των δύο ανδρών ενισχύθηκε σύντομα και με δεσμούς αίματος, με τον Αρτάβαζο να νυμφεύεται την αδελφή του Ρόδιου στρατηγού και τον Μέντορα να παίρνει ως σύζυγο την κόρη του Πέρση διοικητή Βαρσίνη.

Η εποχή αυτή αν μη τι άλλο διακρίνεται για την πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των κύριων γεωπολιτικών παικτών της εποχής και τον κυνισμό με τον οποίο τα διάφορα μέρη άλλαζαν συμμάχους από μέρα σε μέρα. Έτσι βλέπουμε τους Αθηναίους, που λόγω έλλειψης χρημάτων αδυνατούσαν να υποτάξουν τους εξεγερθέντες συμμάχους τους στο ανατολικό Αιγαίο κατά τον λεγόμενο “Συμμαχικό” πόλεμο (357-355 π.Χ), να εξουσιοδοτούν τον στρατηγό τους Χάρη να υποστηρίξει στρατιωτικά τον Αρτάβαζο έναντι αδράς αμοιβής, την ίδια ώρα που θεωρητικά βρίσκονταν σε ειρήνη με τον Πέρση Μεγάλο Βασιλιά και ένας άλλος Ασιάτης ηγεμόνας τύποις υπό περσική επικυριαρχία, ο Μαύσωλος της Καρίας, υποστήριζε με χρήματα και μισθοφόρους τους αποστάτες σύμμαχους της πόλης τους. Πράγματι, με την αθηναϊκή ενίσχυση οι σατραπικές δυνάμεις υπό τον Μέντορα πέτυχαν μεγάλη νίκη έναντι των βασιλικών στρατευμάτων, που χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως δεύτερος Μαραθώνας. Μετά την έντονη διαμαρτυρία όμως του Αρταξέρξη Γ’ Ώχου που απειλούσε θεούς και δαίμονες στις αθηναϊκές αρχές, η Αθήνα αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Χάρη. Ο Αρτάβαζος τότε στράφηκε στους Θηβαίους, οι οποίοι εκείνη την εποχή διεξήγαν τον Γ’ Ιερό Πόλεμο κατά των Φωκέων στην κεντρική Ελλάδα ως επικεφαλής της Δελφικής Αμφικτυονίας και χρειάζονταν επίσης χρήματα. Παρά την άφιξη θηβαϊκής βοήθειας 5.000 ανδρών υπό τον στρατηγό Παμμένη το 354 π.Χ, ο Μέντωρ και ο Μέμνων, αν και είχαν κάποιες αρχικές επιτυχίες, απέτυχαν τελικά να απωθήσουν τα νέα βασιλικά στρατεύματα που έστειλε ο Αρταξέρξης και μαζί με τον Αρτάβαζο αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην μακεδονική πρωτεύουσα Πέλλα το 353 π.Χ. Εκεί ο βασιλιάς Φίλιππος Β’, που έπλεκε ήδη τα δικά του σχέδια κυριαρχίας και χρειαζόταν ικανούς άντρες γύρω του, τούς υποδέχθηκε εγκάρδια. Ο έκπτωτος σατράπης και ο Μέμνονας έμειναν στην μακεδονική Αυλή, όπου πιθανότατα είχαν και την πρώτη γνωριμία τους με τον τότε πρίγκιπα και μετέπειτα κατακτητή Αλέξανδρο Γ’, ενώ ο Μέντορας, μάλλον με συναίνεση του Μακεδόνα βασιλιά, αναχώρησε λίγα χρόνια μετά για την Αίγυπτο όπου ο Φαραώ Νεκτανεβώ Β’ (360-343 π.Χ) ανέμενε περσική εισβολή και συγκέντρωνε έμπειρους διοικητές για τον στρατό του από όλο τον ελληνικό κόσμο.

Ο Αιγύπτιος ηγεμόνας είχε ήδη αποκρούσει μια εισβολή των Περσών το 351-350 π.Χ με την βοήθεια μισθοφορικών στρατευμάτων υπό τον Διόφαντο τον Αθηναίο και τον Λάμιο τον Λακεδαιμόνιο. Τώρα, σχεδίαζε την αποσάρθρωση της ισχύος τους στην ανατολική Μεσόγειο μέσω της υποστήριξης των αποσχιστικών τάσεων στην Συρία και στην Κύπρο. Έτσι ο Μέντωρ στάλθηκε με 4.000 μισθοφόρους στην φοινικική πόλη Σιδώνα, όπου οι κάτοικοι είχαν εξεγερθεί κατά των Περσών επικυριάρχων τους. Μια πρώτη νίκη των συμμάχων εναντίον των Βήλεσι και Μαζαίου, διοικητών αντιστοίχως της Συρίας και της Κιλικίας, οδήγησε σε εξάπλωση της εξέγερσης και σε άλλες πόλεις της Φοινίκης και της Συρίας, αλλά και στην Κύπρο.

Αποφασισμένος να τελειώνει μια και καλή με το αγκάθι της Αιγύπτου, χώρα που είχε αποσχιστεί από την αυτοκρατορία ήδη από τα τέλη του 5ου αιώνα και αντιστεκόταν έκτοτε με εξαιρετική αποτελεσματικότητα στην περσική ισχύ, ο Αρταξέρξης εκστράτευσε αυτοπροσώπως στην Συρία με το σύνολο του στρατιωτικού δυναμικού της αυτοκρατορίας , ενώ έδωσε εντολή στον Ιδριαίο, δεσπότη της Καρίας και διάδοχο του προαναφερθέντα Μαυσώλου, να συγκεντρώσει στρατό και στόλο και να κινηθεί εναντίον των βασιλέων της Κύπρου. Σύντομα η Συρία και η Σαμάρεια ανακαταλήφθηκαν, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές οι Πέρσες υπό τον έμπιστο του Αρταξέρξη Γ’ ευνούχο διοικητή Βαγώα κατέστρεψαν την Ιεριχώ, εισήλθαν στην Ιερουσαλήμ και πολλοί Ιουδαίοι εξορίστηκαν στην Υρκανία.

Μαθαίνοντας για την τεράστια δύναμη που κατέφτανε σαρώνοντας τα πάντα στον διάβα της, ο βασιλιάς της Σιδώνας Ταμπνίτ αποφάσισε να έρθει σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Πέρση βασιλιά προκειμένου να σώσει την ζωή του και τον θρόνο του. Ο Αρταξέρξης Γ’, που στο μεταξύ διερχόταν την Συρία και παραλάμβανε καθ’οδόν ενισχύσεις Ελλήνων συμμάχων από την Θήβα, το Άργος και τις μικρασιατικές πόλεις, αξίωσε την παράδοση της Σιδώνας και την σύλληψη των πρωταίτιων της εξέγερσης. Ο Ταμπνίτ, αφού ενημέρωσε εμπιστευτικά τον Ρόδιο στρατηγό για τις συνεννοήσεις του με τον Μεγάλο Βασιλιά, αναχώρησε μαζί με 500 από τους επιφανέστερους πολίτες με πρόσχημα κοινή διαβούλευση με εκπροσώπους των υπόλοιπων Φοινίκων, αλλά με πραγματικό σκοπό την πραξικοπηματική παράδοση της πόλης στους Πέρσες. Στον Μέντορα και τους μισθοφόρους του ανατέθηκε η φρούρηση των τειχών της Σιδώνας, όπου οι κάτοικοι ανύποπτοι για τις δολοπλοκίες του βασιλιά τους προετοιμάζονταν πυρετωδώς για την επικείμενη πολιορκία. Όταν ο Ταμπνίτ θα επέστρεφε με την συνοδεία του περσικού στρατού, οι πύλες θα άνοιγαν και οι αιφνιδιασμένοι Σιδώνιοι θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων.

Όταν η βασιλική κουστωδία απομακρύνθηκε αρκετά από την πόλη, ο Σιδώνιος βασιλιάς συνέλαβε 100 από τους πολίτες που τον συνόδευαν (πιθανότατα πολιτικούς του αντιπάλους) και τους έστειλε στον Αρταξέρξη Γ’ για να καταδικαστούν ως υποκινητές της εξέγερσης. Οι άτυχοι Φοίνικες εκτελέστηκαν άμεσα και σύντομα ο Ταμπνίτ μαζί με τους υπόλοιπους Σιδώνιους υποδέχτηκε τον Πέρση Μεγάλο Βασιλιά για να δηλώσει υποταγή. Ο Αρταξέρξης Γ’ όμως, που είχε ως σκοπό την καταστροφή της πόλης για παραδειγματισμό, συνέλαβε τον Ταμπνίτ και έσφαξε τους Σιδωνίους της συνοδείας του, που σύμφωνα με τον Διόδωρο “κρατούσαν ακόμα τα βάγια στα χέρια (κλάδοι φοινίκων-σύμβολο βασιλικής υποδοχής)”. Ακολούθησαν η είσοδος των Περσών στην Σιδώνα με τη βοήθεια του Μέντορα, που μπροστά στις εξελίξεις άλλαξε κυνικά στρατόπεδο, και η εκτέλεση του Ταμπνίτ ως στασιαστή. Η προδομένη πόλη, από τις πλουσιότερες της εποχής της, λεηλατήθηκε άγρια και μεγάλο τμήμα της καταστράφηκε, καθώς πολλοί πολίτες προτίμησαν να αυτοπυρποληθούν με τις οικογένειές τους στα σπίτια τους παρά να υποστούν την ατίμωση της αιχμαλωσίας. Η είδηση της καταστροφής της ισχυρότερης πόλης τους σκόρπισε τον πανικό στους υπόλοιπους Φοίνικες, που άρχισαν να παραδίδουν τους οικισμούς τους τον έναν μετά τον άλλον αμαχητί. Ο Μέντορας έλαβε χάρη από τον Μεγάλο Βασιλιά και ανταμείφθηκε για την προσχώρησή του στο περσικό στρατόπεδο, διατηρώντας την διοίκηση των ανδρών του και ακολουθώντας τους Πέρσες στην εκστρατεία τους κατά της Αιγύπτου. Σε αυτό το εγχείρημα θα ήταν που το άστρο του Ρόδιου στρατηγού θα ανέτειλε και θα ανέβαινε ραγδαία την περσική ιεραρχία.

Μετά την κατάληψη της Σιδώνας, ο Αρταξέρξης χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη. Καθένα από αυτά είχε έναν Έλληνα και έναν Πέρση διοικητή. Ο Μέντορας παρέμεινε επικεφαλής των μισθοφόρων που είχε και πριν και συστρατεύτηκε με το Βαγώα, τον προαναφερθέντα έμπιστο του Αρταξέρξη, που διοικούσε τους Έλληνες που υπηρετούσαν το βασιλιά και πολλούς “βάρβαρους”. Τον Νοέμβριο του 343 π.Χ ο περσικός στρατός έφτασε στην συνοριακή αιγυπτιακή πόλη Πηλούσιον, με τον Νεκτανεβώ να έχει λάβει θέσεις στην αντίπερα όχθη του ομώνυμου βραχίονα του Νείλου με τον στρατό του. Ενώ ένα τμήμα υπό τον Θηβαίο Λακράτη και τον σατράπη Ιωνίας-Λυδίας Ροισάκη πολιορκούσε την πόλη, όπου βρισκόταν φρουρά 5.000 στρατιωτών υπό τον Λακεδαιμόνιο Φιλόφρονα, ένα άλλο υπό τον Αργείο Νικόστρατο και τον εισαγγελέα του βασιλέως Aρισταζάνη δημιούργησε προγεφύρωμα πέρα από το ποτάμι και συνέτριψε μια δύναμη μισθοφόρων των Αιγυπτίων υπό τον Κώο Κλεινία που έσπευσε να τους απωθήσει. Ο Νεκτανεβώ, που ήταν επικεφαλής της αιγυπτιακής εφεδρείας, πανικοβλήθηκε από την έκβαση της μάχης και υποχώρησε πίσω στην Μέμφιδα. Σύντομα έπεσε και το Πηλούσιον και ο δρόμος για την Αίγυπτο άνοιξε.

Ο Μέντωρ, επικεφαλής της δικής του δύναμης, κατάφερε την παράδοση πολλών πόλεων, ακολουθώντας το εξής σχέδιο: Καθώς γνώριζε ότι οι πόλεις φρουρούνταν από Αιγύπτιους αλλά και Έλληνες,ανάγγελλε πως, όποιοι παραδίδονταν δίχως μάχη θα αντιμετωπίζονταν με επιείκεια, αλλά όσοι κατακτούνταν με τη βία θα είχαν την ίδια μοίρα με τους πολίτες της Σιδώνας. Αυτό προκάλεσε ιδιαίτερες έριδες μεταξύ των Ελλήνων και των Αιγυπτίων.

Συγκεκριμένα στην πόλη Βούβαστο, όταν οι Έλληνες μισθοφόροι έμαθαν πως οι Αιγύπτιοι διαπραγματεύονταν μυστικά με τον Βαγώα για την παράδοσή της και θεωρώντας πως έχουν πέσει θύματα προδοσίας, επιτέθηκαν στους κατοίκους και αφού σκότωσαν κάποιους από αυτούς κατέλαβαν ένα τμήμα της πόλης, περιορίζοντας τους Αιγύπτιους στο υπόλοιπο. Οι τρομαγμένοι κάτοικοι, αφού ενημερωσαν τον Βαγώα για τα γεγονότα, τον κάλεσαν να μπει εσπευσμένα στην πόλη για να την παραλάβει από αυτούς, ενώ οι Έλληνες ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Μέντορα, ο οποίος τους παρακίνησε να επιτεθούν στους “βάρβαρους” την ώρα που ο Βαγώας θα έμπαινε στη Βούβαστο. Έτσι και έγινε: Ενώ ο Βαγώας εισερχόταν με τους στρατιώτες του στην πόλη, οι πύλες έκλεισαν αιφνιδιαστικά πίσω του, οι Ασιάτες που πρόλαβαν να περάσουν εντός των τειχών εξοντώθηκαν και ο Πέρσης διοικητής βρέθηκε αιχμάλωτος των Ελλήνων. Ο Μέντορας τελικά ήταν αυτός που παρέλαβε την πόλη από τους μισθοφόρους και μεσολάβησε για την απελευθέρωση του Βαγώα. Νοιώθοντας ευγνωμοσύνη για την απελευθέρωσή του ο ευνούχος διοικητής αντάλλαξε όρκους με τον Ρόδιο στρατηγό ότι μελλοντικά θα συνεννοούνταν μαζί του πριν αναλάβει δράση. Η στο εξής συνεργασία τους μέσα στην δίνη των μηχανορραφιών της περσικής Αυλής θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά γόνιμη και για τους δύο.

Καθώς οι αιγυπτιακές πόλεις παραδίδονταν διαδοχικά χάρη στην επιτυχημένη στρατηγική του Μέντορα, σύντομα ο φαραώ Νεκτανεβὼ αποθαρρύνθηκε και, εγκαταλείποντας την Μέμφιδα στην οποία είχε οχυρωθεί, έφυγε για την Αιθιοπία. Η Αίγυπτος λεηλατήθηκε ανηλεώς. Τα τείχη των πόλεών της γκρεμίστηκαν και οι θησαυροί και τα αρχεία των ναών μεταφέρθηκαν στα Σούσα. Σατράπης της ρημαγμένης χώρας ορίστηκε ο Φερενδάτης.

Μετά την τεράστια συμβολή του στην εκστρατεία κατά των Αιγυπτίων, ο βασιλιάς Αρταξέρξης αντάμειψε πλούσια το Μέντορα. Ο Ρόδιος στρατηγός, πιθανότατα με υποστήριξη του Βαγώα μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας τους ορίστηκε διοικητής των παραλίων της Ασίας και στρατηγός αυτοκράτορας στον πόλεμο κατά των αποστατών το 342 π.Χ. Όσο για τον Βαγώα, αφού υπηρέτησε ως διοικητής για κάποιο διάστημα στις ανατολικές σατραπείες, διορίστηκε χιλίαρχος από τον Πέρση βασιλιά (το ανώτερο διοικητικό αξίωμα στην αυτοκρατορία μετά το βασιλικό), αποκτώντας έτσι τεράστια δύναμη. Χάρη στην συνεργασία του με τον Μέντορα που ήταν ο ισχυρότερος στρατιωτικός διοικητής του βασιλείου, ήταν ουσιαστικά ο πραγματικός κυρίαρχος του περσικού κράτους και ο βασιλιάς Αρταξέρξης τον συμβουλευόταν για όλα τα θέματα.

Το κύρος του Μέντορα ήταν τέτοιο, ώστε κατάφερε να πείσει τον Αρταξέρξη να αποδώσει χάρη στον αδελφό του το Μέμνονα και τον κουνιάδο του Αρτάβαζο, που πριν χρόνια είχε αποστατήσει εναντίον του. Όταν κατέφτασαν κοντά του, φρόντισε ώστε τα ανίψια του από τον Αρτάβαζο να λάβουν σημαντικές θέσεις στον περσικό στρατό (με τον Φαρνάβαζο να αναλαμβάνει από κοινού με τον Αυτοφραδάτη το 333 π.Χ τον πολεμο στο Αιγαίο εναντίον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βλέπε: https://www.facebook.com/groups/847539878684505/permalink/1273677809404041/). Ο ίδιος ο Μέντορας με την κόρη του Αρτάβαζου Βαρσίνη απέκτησαν έναν γιο, τον Θυμώνδα, που έλαβε επίσης αξίωμα στον περσικό στρατό και μια κόρη που παντρεύτηκε τον Νέαρχο, τον ναύαρχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο Μέντωρ δεν έζησε πολύ για να χαρεί το αξίωμά του. Η μόνη γνωστή του εκστρατεία ήταν κατά του Ερμία τυράννου του Αταρνέα, που ήταν φίλος του φιλόσοφου Αριστοτέλη και πιθανότατα σύμμαχος του Φιλίππου Β’, και ο οποίος είχε καταφέρει να κυριεύσει πολλές πόλεις και οχυρά. Ο Μέντορας του υποσχέθηκε ότι θα εξασφάλιζε τη συγχώρεση του βασιλιά και όταν συνάντησε τον Ερμία, τον συνέλαβε. Έγραψε μάλιστα επιστολές προς όλες τις πόλεις που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Ερμία, στις οποίες έλεγε ότι υπήρξε συμβιβασμός με το βασιλιά. Οι κάτοικοι πίστεψαν ότι ήταν αλήθεια και παρέδωσαν τις πόλεις τους, επειδή οι επιστολές ήταν σφραγισμένες με το δακτυλίδι του Ερμία. Παρομοίως κατάφερε να αντιμετωπίσει και άλλους αποστάτες που δεν κατονομάζονται από τις πηγές, είτε με τεχνάσματα, είτε με τη βία, ενώ ίσως συνδέεται και με την ανατροπή της βασίλισσας της Καρίας Άδας από τον αδερφό της Πυξώδαρο, τερματίζοντας την ύπαρξη της Καρίας ως ημιανεξάρτητη ηγεμονία.

Πέθανε το 340 π.Χ. Η χήρα του Βαρσίνη παντρεύτηκε τον αδερφό του Μέμνονα, οποίος επίσης θα πρόσφερε μελλοντικά μεγάλες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία, ενώ μετά τον θάνατο του τελευταίου θα γινόταν ερωμένη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χαρίζοντάς του τον πρώτο του γιο, τον Ηρακλή.

Πηγή: https://cognoscoteam.gr/archives/9402

Το σχέδιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την υποταγή της Θράκης.

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Τα θέματα που είχαν προκύψει για τον Αλέξανδρο μετά τη δολοφονία του πατέρα του, είχαν διευθετηθεί κατά τα δύο τρίτα μέσα σε μισό χρόνο. Η αντιπολίτευση είχε εξοντωθεί, ενώ στην Ελλάδα η τάξη είχε επιβληθεί. Εκείνο που έμενε στο νέο βασιλιά ως εκκρεμότητα  ήταν η καταπράυνση των βόρειων φυλών της Θράκης και της Ιλλυρίας.

Η αρχαία Θράκη


  Οι βόρειες επαρχίες του κράτους (Θράκη-Ιλλυρία) ήταν υπό εξέγερση, ενώ οι Θράκες ήταν έθνος που αγαπούσε τον πόλεμο. Ο Αλέξανδρος επρόκειτο να τους βάλει όλους στη θέση τους, αρχικά αυτούς που ζούσαν βόρεια της Μακεδονίας και κατόπιν τους Ιλλυριούς.

 

Η Θράκη.

  Η Θράκη στην αρχαιότητα ταυτιζόταν χοντρικά με τη σημερινή Βουλγαρία, την ιστορική ελληνική Θράκη (από το Νέστο και ανατολικά), αλλά και τη σημερινή Ευρωπαϊκή Τουρκία. Οι Θράκες ζούσαν ήσυχα και τους καλούσαν θεοσεβείς ή καπνοβάτες (καθαροί σύμφωνα με τον Κοραή). 

  Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι: «Ο πληθυσμός της Θράκης είναι μεγαλύτερος από οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο. Αν οι Θράκες ενώνονταν θα γίνονταν ακατανίκητοι και το ισχυρότερο έθνος στον κόσμο» Ολόκληρη η Θράκη, σύμφωνα με το Στράβωνα, αποτελείται από 22 λαούς, και παρά το ότι είναι χώρα καταπονημένη, μπορούν να στρατολογηθούν και να παραταχθούν 15.000 ιππείς και 200.000 πεζοί. 

Ο Θράκας φιλόσοφος Δημόκριτος


  Οι Θράκες είχαν μεγάλη παράδοση στον ελλαδικό χώρο. Η Ελευσίνα είχε ιδρυθεί από τους Θράκες  και ειδικότερα από τους Ευμολπίδες, ύστερα από την κάθοδο τους τον 14ο αιώνα στην Αττική. Στους Δελφούς το επιφανέστερο ιερατικό γένος ήταν οι Θράκιδες. Ο τρόπος που παιανίζουν οι Θράκες λεγόταν από τους Έλληνες «τιτανισμός», κατά μίμηση της φωνής που βγάζουν από τους παιάνες τους οι Τιτάνες που ονομάστηκαν Πελαγόνες.

  Οι Θράκες είχαν κοινή λατρεία θεών με τους Έλληνες. Στη βόρεια Θράκη λατρεύονταν ο Δίας και η Ήρα, τους έλεγαν Ρήσκινθις ή Ρήσκινδης, από το Ρήσκινθον όρος της Θράκης. Ο Άρης ήταν ο εθνικός θεός των Θρακών. Ο Άρης προστάτευσε και τους Τρώες, καθώς ως γνωστό οι Θράκες είχαν πολεμήσει στο πλευρό της Τροίας. Ενώ, ακόμη, η οργιαστική λατρεία του Διονύσου διαδόθηκε από Θράκες στην Ελλάδα.

  Μεταξύ των Θρακών ίσχυε η πολυγαμία, καθώς νυμφεύονταν μέχρι και 12 γυναίκες! Ο Πλάτων, στους Νόμους (7, 805d-805e) μας πληροφορεί ότι: «Σκύθες και Θράκες πίνουν και αφήνουν όλο το κρασί να χυθεί στα ρούχα τους νομίζοντας ότι έχουν κάνει κάποιο καλό ή έξυπνο κατόρθωμα. Χρησιμοποιούν τις γυναίκες τους σαν γεωργούς γελαδάρηδες και τσοπάνους και τις βάζουν να τις υπηρετούν όπως οι δούλοι

  Ο Στράβων όμως μας λέει ότι: «Υπάρχουν μερικοί Θράκες που ζουν χωρίς γυναίκες και τους καλούν «κτίστες» και χάρη στην τιμή με την οποία ζουν έχουν αφιερωθεί στους θεούς. Ο ποιητής (Όμηρος) μιλά γενικά για γαλακτοκόμους και άβιους, ανθρώπους δικαιότατους. Μάλιστα τους ονομάζει άβιους, γιατί ζουν χωρίς γυναίκες, επειδή θεωρεί τη ζωή του χήρου κάπως ημιτελή.» (Στράβων 7.3.3)

  Πιο κάτω ο Στράβων συνεχίζει λέγοντας: «Οι Θράκες είναι αμαξοικοί και νομάδες, ζουν από τα κοπάδια τους και από γάλα και από τυρί και μάλιστα φοραδίσιο’ Δεν ξέρουν ούτε από αποθήκευση τροφών και ούτε από εμπόριο, εκτός από ανταλλαγή ενός φορτίου με άλλο φορτίο» (Στράβων 7.3,7) Συμπληρώνει ότι  «δεν τρώνε τίποτα έμψυχο ούτε τα κοπάδια. Τρώνε μόνο μέλι, γάλα και τυρί

  Η Θράκη ήταν η γέφυρα που έθετε σε επικοινωνία την Ευρώπη με την Ασία. Οι πρώτοι κάτοικοι της ήταν Φρύγες, Οδρύσες, Ήδωνες, Δίοι κλπ. Η επικοινωνία τους με την Ελλάδα ήταν συχνότατη.

Αγγείο με αναπαράσταση από το στρατόπεδο του Ρήσου

 


Ο προληπτικός πόλεμος.

  Η υποταγή των Τριβαλλών και των Ιλλυριών κρίθηκε επιβεβλημένη. Τα θρακικά φύλα απειλούσαν τη Μακεδονία από τα δυτικά και τα βόρεια εφόσον είχε σκοπό να στραφεί προς την Περσία (Αριανός). Ο νέος βασιλιάς έπρεπε λοιπόν να προκαταβάλει οποιαδήποτε εξέγερση πριν εισβάλει στην Ανατολή.

  Ο Φίλιππος δεν είχε εδραιώσει την κυριαρχία του στη Θράκη. Οι Θράκες ουσιαστικά είχαν διατηρήσει την ανεξαρτησία τους. Ο Φίλιππος είχε μάλιστα υποστεί και επικίνδυνες ήττες κατά την επιστροφή του από τη σκυθική εκστρατεία.

  Στην πραγματικότητα ο Φίλιππος τους πρότεινε συμμαχίες με τις οποίες θα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους. Το έκανε με επιτυχία με τις Κρηνίδες (μετονομάστηκαν σε Φίλιπποι) και την Αμφίπολη. Τους χειριζόταν σαν ανεξάρτητες οντότητες, στο πλαίσιο όμως της επικυριαρχίας του. Ο Φίλιππος δημιουργούσε εύκολα συμμαχίες με τις ελληνικές πόλεις-κράτη της Θράκης, προστατεύοντας τες από τους εχθρικούς Θράκες. Τους άφησε ελεύθερους συμμάχους με την προσδοκία ότι τα κοινά εμπορικά συμφέροντα θα τις κρατούσαν πιστές στις συμμαχίες τους. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε πάντα. Θυμίζουμε ότι η Πέρινθος και το Βυζάντιο, με τη βοήθεια της Περσίας αντιστάθηκαν το 340 π.Χ.

Η κατάσταση επρόκειτο να εδραιωθεί μια και καλή με τον Αλέξανδρο.

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος

  Σε περίπτωση που όλοι οι Θράκες θα εξεγείρονταν μαζικά, σύμφωνα με τον Ιουστίνο δεν θα ήταν δυνατόν να ελεγχτούν. Οι Θράκες ήταν ριψοκίνδυνοι και αφιερωμένοι στον πόλεμο όσο οι Σκύθες και οι Πάρθοι. Ο Αλέξανδρος ήταν αναγκασμένος τη δεδομένη χρονική στιγμή να τους χτυπήσει προληπτικά.

 

Οι διαθέσιμες δυνάμεις. 

  Το ακριβές μέγεθος των μονάδων που εκστράτευσαν στη Θράκη δε μνημονεύεται πουθενά. Βέβαιο είναι όμως ότι οι δυνάμεις που επιχείρησαν στη Θράκη ήταν μεγαλύτερες (σε αριθμό Μακεδόνων στρατιωτών) από αυτές που εκστράτευσαν στην Ασία. 

 Το στράτευμα είχε αμιγώς μακεδονικές μονάδες και μία μη μακεδονική. Σύμμαχοι του Αλέξανδρου ήταν οι Αγριάνες από την κοιλάδα του Άνω Στρυμόνα. Το πεζικό αποτελούνταν από 12.000 βαριά οπλισμένους και 8.000 ελαφρά. Το ιππικό από περίπου 3.000 ιππείς. Όλα αυτά σύμφωνα πάντα με εκτιμήσεις.

 Ο Αλέξανδρος δεν απέσυρε τις μονάδες του Παρμενίωνα από την Ασία (τους είχε στείλει εκεί ο Φίλιππος πριν 2 έτη). Παρέμειναν εκεί ως προγεφύρωμα για τη μελλοντική εκστρατεία. Επιπρόσθετα άφησε σημαντικές μονάδες στην Ελλάδα ως φόβητρο για την αποτροπή εξέγερσης. Στη θέση στην Πέλλα του άφησε τον στρατηγό Αντίπατρο. Εντύπωση ακόμη προκαλεί και το γεγονός ότι δεν πήρε μαζί του κανέναν από τους πεπειραμένους αξιωματικούς του Φιλίππου. Ο νέος βασιλιάς όμως θα αντιμετώπιζε την κατάσταση με εξαιρετική επιτυχία.

 

Το σχέδιο.

  Η Θράκη λεγόταν και Σάμος εξαιτίας του υψόμετρο της (σάμοι λέγονταν τα ύψη). Επρόκειτο επί της ουσίας όπως γίνεται κατανοητό για μια γιγαντιαία ορεινή εκστρατεία, στην οποία ο Αλέξανδρος παρά τις απελπιστικές καταστάσεις που βίωσε δεν έχασε ποτέ το κουράγιο του.

  Θα επιτυγχανόταν και μια εκγύμναση του στρατού με μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση στην οποία θα απαιτούνταν να διανυθούν 500 klm. Οι Μακεδόνες, ταυτόχρονα, θα επέβλεπαν και τις αντιδράσεις των υπολοίπων Ελλήνων, αν δηλαδή εκδηλωνόταν δολιότητα και ως που θα έφτανε. Οι βασικότεροι αντίπαλοι του στη Θράκη θα ήταν οι Ανεξάρτητοι Θράκες, οι Τριβαλλοί και οι Γέτες.

 

Θράκας ακοντιστής

  Πριν ξεκινήσει, ο γιος του Φιλίππου, είχε διατάξει μια μοίρα πολεμικών πλοίων του στόλου να ξεκινήσει από το Βυζάντιο (ήταν ναυτική βάση του Αλεξάνδρου) με κατεύθυνση το Δούναβη προκειμένου να τον συναντήσει σε συγκεκριμένο σημείο το οποίο είχε προκαθορίσει. Η κυριαρχία του στις ελληνικές πόλεις της Θράκης είχε αρχίσει να εμπεδώνεται σιγά σιγά. Έτσι όταν αργότερα το 333 π.Χ., ο περσικός στόλος είχε προσεγγίσει τη Θράκη και είχε κυριεύσει την Καλλίπολη. Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις της Θράκης έδειξαν απροθυμία να τα βρουν με τους Πέρσες.

  Η διαταγή του Αλεξάνδρου προς το στόλο δείχνει και την πρόθεση του Αλεξάνδρου εξ’ αρχής να φτάσει στο Δούναβη. Απώτερος σκοπός της εκστρατείας ήταν η συγκρότηση ενός βορείου συνόρου στο Δούναβη. Μόνο έτσι θα υπήρχε πλήρης ασφάλεια στο Βορρά. Σε κάθε περίπτωση ο Αλέξανδρος έπρεπε να δείξει ότι είναι κύριος της κατάστασης.

  Ως προς το επιχειρησιακό πλάνο ο Αλέξανδρος είχε δύο επιλογές. Ο πρώτος και ευκολότερος κατά τη γνώμη, μου δρόμος ήταν να ακολουθήσει την κοιλάδα του Αξιού, δια μέσω της κοιλάδας των Παιόνων και των Αγριανών, της χώρας δηλαδή των πιστών Αγριανών να φτάσει στην πεδιάδα των Τριβαλλών . Ο δεύτερος δρόμος ήταν να ξεκινήσει από την Αμφίπολη με κατεύθυνση το Βορρά, να διασχίσει την χώρα των αυτόνομων Θρακών, να καβαλήσει την οροσειρά του Αίμου και να φτάσει στην κοιλάδα του Έβρου (ήταν προτιμότερο γιατί θα συναντούσε λαούς αβέβαιους, τουλάχιστον, όπως οι Οδρύσες), και από εκεί θα χτυπούσε τους Τριβαλλούς από ανατολικά.

 Τελικά προκρίθηκε το δεύτερο δρομολόγιο. Ο Αλέξανδρος από την Αμφίπολη, έφτασε στη χώρα των αυτόνομων Θρακών ανεβαίνοντας το Νέστο, αφήνοντας τους Φιλίππους και το βουνό Όρβηλο. Περνώντας τον πλημυρισμένο, λόγω Άνοιξης, Νέστο άρχισε να κυνηγά τους Θράκες. Μέσα σε δέκα μέρες, με μια κεραυνοβόλα επιχείρηση πέρασε από τη Ροδόπη, έφτασε στη χώρα των Οδρυσών και αποκεί στα στενά του Αίμου!

 Τις επόμενες εβδομάδες θα δούμε αναλυτικά πως ο Αλέξανδρος, ξεκινώντας τις αρχές της Άνοιξης του 335 π.Χ., από την Αμφίπολη έφτασε στο πέρασμα του Σίπκα στον Αίμο (βουλγαρικές Θερμοπύλες) και εκεί συνέτριψε τους Αβασίλευτους Θράκες. Κατόπιν θα εξετάσουμε πως εισέβαλε στη χώρα των Τριβαλλών προς τον ποταμό Λύγιο όπου και τους διέλυσε. Ακολούθως πως συναντήθηκε με το στόλο στο Δούναβη και κατέλαβε τη νήσο Πεύκη και πως διέσχισε το Δούναβη επικρατώντας κατά κράτος εις βάρος των Γετών…

 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Ο Τζιάκομο Καζανόβα

Διαβόητος γυναικοκατακτητής, απατεώνας ολκής, θαμώνας των καζίνων και συνομιλητής των ισχυρών της εποχής, ο βενετός γόης έζησε, περιέγραψε κ...