Ο πρώτος βομβαρδισμός της Τραπεζούντας από το ρωσικό στόλο μέσα από την παιδική μάτια του Δημήτρη Ψαθά...
Παίζαμε τα παιδιά κάτω στο γιαλό, όταν μακριά, στο βάθος του ορίζοντα φάνηκαν καπνοί. Το πράγμα μας έκανε εντύπωση, γιατί άλλοτε μόνο ένας καπνός πρόβαλλε πάντα στον ορίζοντα, που σιγά ‐ σιγά γινότανε βαπόρι, σφύριζε κι έμπαινε πέρα στο λιμάνι, πίσω απ' το Γκιουζέλ Σαράι. Τώρα οι καπνοί ήσαν πολλοί κι όταν γινήκανε καράβια —ζυγώνοντας ολοένα— είδαμε ότι δεν μοιάζαν καθόλου με τ' άλλα τα εμπορικά, ήσαν γκρίζα και λάμπανε στον ήλιο.
—Πολεμικά! Να ήσαν τουρκικά; Να ήσαν γερμανικά; Με απορία και κάποια ανησυχία άρχισε να τα κοιτά κι ο άλλος κόσμος από μπαλκόνια και παράθυρα, αλλά γρήγορα κυριάρχησε σ' όλους η χαρά. Τα πολεμικά εκείνα, που όλο ζύγωναν, ώστε να φαίνονται πιο καθαρά, δεν ήσαν ούτε τουρκικά, ούτε γερμανικά, αλλά... δικά μας, ρούσικα! Αυτοί που τα διάκριναν πρώτοι με τα κιάλια ανάγγειλαν το νέο στους άλλους και γρήγορα η φήμη έτρεξε σ' όλη την πόλη: —Ρούσικα πολεμικά! Μας ήλθαν ρούσικα πολεμικά! Τα είχαν δει και οι Τούρκοι και κατέβασαν τις μούρες, ενώ οι Ρωμιοί τρέχαν στο γιαλό για ν' απολαύσουν τ' ωραίο και μεγαλόπρεπο θέαμα των ρούσικων πολεμικών, που είχαν κατέβει πια πολύ χαμηλά και παραταχθήκανε καταντικρύ μας. Νάτο, λοιπόν, ότι τώρα οι ελπίδες στην Ρωσία βγαίναν βάσιμες! Ήταν πια ολοφάνερο, ότι ο τσάρος είχε το νου του στον ορθόδοξο ελληνισμό κι άπλωνε το προστατευτικό του χέρι στα παράλια του Πόντου! Γιατί μας έστελνε τον στόλο του; Για να μας δώσει θάρρος, φυσικά, και για να πει στους Τούρκους ότι ήταν παρών εκεί, άγρυπνος φύλακας της ορθοδοξίας κι αλλοίμονό τους αν μας πείραζαν! Έτσι όπως κατέβηκαν τώρα τόσο χαμηλά, ήσαν χαρά Θεού και τα πλήθη που τρέξαν στο γιαλό ή γέμισαν τα μπαλκόνια και τα παραθύρια των σπιτιών, κουνούσαν τα μαντήλια και τα χαιρετούσαν:
—Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!
Απότομα, όμως, από ένα καράβι άστραψε φωτιά, ένα σφύριγμα ακούστηκε κι ευθύς αμέσως μια βροντή συγκλόνισε την πόλη. Κοιτάχτηκε ο κόσμος:
—Τ' ήταν τούτο;
Άλλοι είπαν:
—Άσφαιρα θα είναι! Μας χαιρετάνε! Άλλοι όμως: —Τι άσφαιρα; Οβίδα ήταν... Κι ώσπου να λύση ο κόσμος το μυστήριο της πρώτης κανονιάς, άστραψε άλλη φωτιά κι άλλη βροντή —Ύψιστε Κύριε —απανωτές άρχισαν οι ομοβροντίες, σπίτια πέφταν, καπνοί πηδούσαν μέσα στην πόλη, οβίδες σφύριζαν, ω λαχτάρα!
—Βομβαρδίζουν! Κι όπου φύγει ‐ φύγει ο κόσμος! —Παναγίτσα μου! Άδειασε ο γιαλός, ερημώθηκαν τα παράθυρα, κόσμος κατρακυλούσε απ' τις σκάλες, μανάδες τρέχανε στους δρόμους, παιδάκια κλαίγαν, τρύπωναν άλλοι στα υπόγεια, ενώ η πόλη ολόκληρη τρανταζόταν από κανονιές, σκάζαν οι οβίδες, χαλάσματα, καπνοί, πυρκαϊές, φωνές, αίματα, τραυματίες. Ήταν το πρώτο βάπτισμα του πυρός.
Από το βιβλίο: Η Γη του Πόντου
Παίζαμε τα παιδιά κάτω στο γιαλό, όταν μακριά, στο βάθος του ορίζοντα φάνηκαν καπνοί. Το πράγμα μας έκανε εντύπωση, γιατί άλλοτε μόνο ένας καπνός πρόβαλλε πάντα στον ορίζοντα, που σιγά ‐ σιγά γινότανε βαπόρι, σφύριζε κι έμπαινε πέρα στο λιμάνι, πίσω απ' το Γκιουζέλ Σαράι. Τώρα οι καπνοί ήσαν πολλοί κι όταν γινήκανε καράβια —ζυγώνοντας ολοένα— είδαμε ότι δεν μοιάζαν καθόλου με τ' άλλα τα εμπορικά, ήσαν γκρίζα και λάμπανε στον ήλιο.
—Πολεμικά! Να ήσαν τουρκικά; Να ήσαν γερμανικά; Με απορία και κάποια ανησυχία άρχισε να τα κοιτά κι ο άλλος κόσμος από μπαλκόνια και παράθυρα, αλλά γρήγορα κυριάρχησε σ' όλους η χαρά. Τα πολεμικά εκείνα, που όλο ζύγωναν, ώστε να φαίνονται πιο καθαρά, δεν ήσαν ούτε τουρκικά, ούτε γερμανικά, αλλά... δικά μας, ρούσικα! Αυτοί που τα διάκριναν πρώτοι με τα κιάλια ανάγγειλαν το νέο στους άλλους και γρήγορα η φήμη έτρεξε σ' όλη την πόλη: —Ρούσικα πολεμικά! Μας ήλθαν ρούσικα πολεμικά! Τα είχαν δει και οι Τούρκοι και κατέβασαν τις μούρες, ενώ οι Ρωμιοί τρέχαν στο γιαλό για ν' απολαύσουν τ' ωραίο και μεγαλόπρεπο θέαμα των ρούσικων πολεμικών, που είχαν κατέβει πια πολύ χαμηλά και παραταχθήκανε καταντικρύ μας. Νάτο, λοιπόν, ότι τώρα οι ελπίδες στην Ρωσία βγαίναν βάσιμες! Ήταν πια ολοφάνερο, ότι ο τσάρος είχε το νου του στον ορθόδοξο ελληνισμό κι άπλωνε το προστατευτικό του χέρι στα παράλια του Πόντου! Γιατί μας έστελνε τον στόλο του; Για να μας δώσει θάρρος, φυσικά, και για να πει στους Τούρκους ότι ήταν παρών εκεί, άγρυπνος φύλακας της ορθοδοξίας κι αλλοίμονό τους αν μας πείραζαν! Έτσι όπως κατέβηκαν τώρα τόσο χαμηλά, ήσαν χαρά Θεού και τα πλήθη που τρέξαν στο γιαλό ή γέμισαν τα μπαλκόνια και τα παραθύρια των σπιτιών, κουνούσαν τα μαντήλια και τα χαιρετούσαν:
—Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!
Απότομα, όμως, από ένα καράβι άστραψε φωτιά, ένα σφύριγμα ακούστηκε κι ευθύς αμέσως μια βροντή συγκλόνισε την πόλη. Κοιτάχτηκε ο κόσμος:
—Τ' ήταν τούτο;
Άλλοι είπαν:
—Άσφαιρα θα είναι! Μας χαιρετάνε! Άλλοι όμως: —Τι άσφαιρα; Οβίδα ήταν... Κι ώσπου να λύση ο κόσμος το μυστήριο της πρώτης κανονιάς, άστραψε άλλη φωτιά κι άλλη βροντή —Ύψιστε Κύριε —απανωτές άρχισαν οι ομοβροντίες, σπίτια πέφταν, καπνοί πηδούσαν μέσα στην πόλη, οβίδες σφύριζαν, ω λαχτάρα!
—Βομβαρδίζουν! Κι όπου φύγει ‐ φύγει ο κόσμος! —Παναγίτσα μου! Άδειασε ο γιαλός, ερημώθηκαν τα παράθυρα, κόσμος κατρακυλούσε απ' τις σκάλες, μανάδες τρέχανε στους δρόμους, παιδάκια κλαίγαν, τρύπωναν άλλοι στα υπόγεια, ενώ η πόλη ολόκληρη τρανταζόταν από κανονιές, σκάζαν οι οβίδες, χαλάσματα, καπνοί, πυρκαϊές, φωνές, αίματα, τραυματίες. Ήταν το πρώτο βάπτισμα του πυρός.
Από το βιβλίο: Η Γη του Πόντου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου