Παλμύρα
Αρχαία πόλη στην ομώνυμη όαση της συριακής ερήμου. Το εμπόριο των καραβανιών δημιούργησε τον πλούτο της πόλης, η οποία τον 3o αι. μ.Χ. έπαιξε σημαντικότατο ρόλο εξαιτίας της πρόθεσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να καταλάβουν το έδαφος των Πάρθων για να προφυλαχθούν από το βασίλειο των Σασανιδών.
Η Π. ιδρύθηκε κατά την Παλαιά Διαθήκη από τον Σολομώντα, μερικοί όμως αμφισβηστούν το γεγονός. Η πρώτη μνεία της πόλης γίνεται σε επιγραφή του 1115 – 1100 π.Χ., όπου ονομάζεται, κατά την τοπική διάλεκτο, Ταντμάρ. Στους πρώτους αι. π.Χ. οι κάτοικοί της ήταν Άραβες, που μιλούσαν την αραμαϊκή. Στα χρόνια των Σελευκιδών ήταν τμήμα της αυτοκρατορίας τους. Mετά έγινε ανεξάρτητη, και ήδη το 42 π.Χ. αποτελούσε με τις γύρω περιοχές πλουσιότατο μικρό κράτος με πληθυσμό αραβικό, ρωμαϊκό και ελληνικό. Στα χρόνια εκείνα η Π. έγινε εμπορικός σύνδεσμος του ρωμαϊκού με το παρθικό κράτος και αποτελούσε σημαντικό πέρασμα προς την Πέτρα και γενικά την Αραβία. Οι Ρωμαίοι άρχισαν να ανησυχούν για την ακμή της Π. αλλά η εκστρατεία του Μάρκου Αντώνιου εναντίον της δεν πέτυχε.
Μερικά χρόνια αργότερα έχουμε αυθεντικά στοιχεία για την Π. από αραμαϊκές επιγραφές. Πληροφορούμαστε μάλιστα από αυτές, ότι οι επιδρομές ληστρικών φυλών εναντίον της, ανάγκασαν τους ηγεμόνες της να εξοπλίσουν στρατό ώστε να προασπίσουν την ανεξαρτησία της. Η περίοδος της ακμής της Π. συμπίπτει με τα έτη 130-270 μ.X. Η πόλη γνώρισε καταστροφές στα χρόνια της εκστρατείας του Τραϊανού εναντίον των Περσών αλλά ο Αδριανός που την επισκέφτηκε αργότερα την ανοικοδόμησε, δίνοντάς της το όνομα Αδριανή Πόλη. Η Π. πέρασε τελικά στην επικυριαρχία της Ρώμης, που χρησιμοποίησε μάλιστα στον ρωμαϊκό στρατό τους περίφημους μισθοφόρους τοξότες της.
Στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. της δόθηκαν μερικά προνόμια και οι κάτοικοί της υιοθέτησαν ρωμαϊκά επώνυμα. Τότε άρχισε να εδραιώνεται και η θέση της οικογένειας των Σεπτίμιων, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της πόλης. Ο Σεπτίμιος Οντενάτ πήρε τον τίτλο του συγκλητικού με εντολή του Αλέξανδρου Σεβίρου (230 – 231 μ.Χ.) και ο γιος του Σεπτίμιος Χαϊράν, του πρίγκιπα της Π. (ρας Ταντμόρ). Ο γιος του τελευταίου Σεπτίμιος Οντενάτ, ο Οδαίναθος ή Οδέναθος των αρχαίων Ελλήνων, ήταν ο σύζυγος της Ζηνοβίας. Ο Ουαλεριανός τον ανακήρυξε ύπατο (258) και του παραχώρησε δικαιώματα που καλλιέργησαν το φιλόδοξο σχέδιό του να καταστήσει την Π. διάδοχο των κτήσεων της Ρώμης στην Ανατολή. Μετά την ήττα του Ουαλεριανού στην Έδεσσα (260), ο Οδαίναθος άρχισε να ενοχλεί τον Πέρση βασιλιά Σαπώρ A» με επιδρομές. Οι Ρωμαίοι, που ήταν αντίπαλοι των Περσών, τον ενίσχυσαν και τον αναγόρευσαν αντιβασιλιά της Ανατολής (262). Ο Οδαίναθος νίκησε τότε σε αρκετές μάχες τους Πέρσες και κατόρθωσε να εδραιώσει την παλμυρική κυριαρχία στη Συρία του Ευφράτη και στην Αραβία.
Το 266 όμως (ή 267) δολοφονήθηκε μαζί με τον γιο του Ηρώδη στην Έμεσσα, το σημερινό Χομς, και τον διαδέχτηκε η Ζηνοβία, ως επίτροπος του άλλου γιου τους Βαχμπαλάτ ή Αθηνόδωρου. Η Ζηνοβία προσάρτησε στο κράτος της Π. την Αίγυπτο, ανακήρυξε το γιο της βασιλιά, η ίδια αυτοανακηρύχθηκε βασίλισσα (270 – 271). Σύντομα όμως οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την Π. (άνοιξη του 272). Λίγο αργότερα οι Παλμυρηνοί επαναστάτησαν και οι Ρωμαίοι, για αντίποινα, ξεθεμελίωσαν την πόλη. Το 274 η Ζηνοβία κόσμησε τον θρίαμβο του Αυρηλιανού. Παρά τις προσπάθειες των Ρωμαίων να ξαναφέρουν την πόλη στην παλιά της ακμή, η Π. βρισκόταν πλέον σε κατάσταση μαρασμού. Το 400 ήταν σταθμός της A» Ιλλυρικής λεγεώνας. Ο Ιουστινιανός έχτισε εκεί υδραγωγείο, κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς.
Μετά την κατάκτηση της πόλης από τους Άραβες αποικίστηκε και πάλι και συνέχισε τη διαδρομή της ως αραβική πόλη πια, μέχρι το 1089, όταν καταστράφηκε από σεισμούς. Ανοικοδομήθηκε και πάλι για να καταστραφεί εκ νέου από τον Ταμερλάνο και να περάσει στην αφάνεια, ως μικρός αραβικός οικισμός. Στα χρόνια ωστόσο της γαλλικής κατοχής της Συρίας, το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα ερείπια της πόλης, στάθηκε αφορμή να χτιστούν εκεί τουριστικά ξενοδοχεία και να δημιουργηθεί ένας νέος οικισμός.
Το αρχαιολογικό και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των αρχαιοτήτων της Π. είναι μεγάλο. Χώρια από τις πολυάριθμες επιγραφές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι στην ελληνική, τα μνημεία της Π. μαρτυρούν ότι η τέχνη της αποτελεί κρίκο της αρχαίας ελληνικής και της ανατολικής χριστιανικής, με διασταύρωση ρωμαϊκών και άλλων τεχνοτροπιών. Ιδιαίτερα αξιόλογο μνημείο είναι ο ναός του Ήλιου, που αποτελεί το επίκεντρο πολλών άλλων μνημειακών οικοδομών. Υπάρχει ακόμα και μικρός ναός αφιερωμένος στην Άρτεμη. Η αρχαία πόλη είχε τρεις υπόγειες νεκροπόλεις και πολυάριθμους επίγειους τάφους, που βρίσκονται κατάσπαρτοι στην περιοχή.
Από τα χριστιανικά μνημεία διασώθηκαν τα θεμέλια δύο εκκλησιών και από τα νεότερα το φρούριο του Φαχρεντίν του 16ου αι. Τέλος, τα παλμυρηνά νομίσματα με την ελληνική επιγραφή ΠΑΛΜΥΡΑ, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την ποικιλία των τύπων τους. Στην Π., καλλιτεχνικό κέντρο όπου συναντήθηκαν η κλασική τέχνη με τις ανατολικές επιδράσεις, αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στη γλυπτική, πρωτοποριακές τάσεις των μοτίβων της τέχνης της όψιμης αρχαιότητας, όπως είναι η ανάμειξη ρεαλιστικών και συμβολικών στοιχείων, η αδιαφορία για τη δήλωση χώρου και τοπίου, η μετωπικότητα και οι ιεραρχικές αναλογίες των προσώπων. Κατάλοιπο Μεγαλοπρεπούς κτίσματος της αρχαίας πόλης Παλμύρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου