Άτυπο Σούπερ Καπ αύριο στο Δρυμό.
Η κυπελλούχος ομάδα του Ωραιοκάστρου θα αντιμετωπίσει την πρωταθλήτρια ομάδα της Καλαμαριάς αύριο το πρωί στο Δρυμό, σε μία επανάληψη των περσινών τελικών. Πρόκειται για ένα άτυπο Σούπερ Καπ.
Το Ωραιόκαστρο θα αγωνιστεί εκ νέου με σημαντικές απουσίες. Γκουντου, Βασιλειάδης και Τσάβας θα είναι απόντες για διάφορους λόγους..
Ο αγώνας θεωρείται κρίσιμος καθώς οι δύο ομάδες είναι κοντά στη βαθμολογία.
Στον πρώτο γύρο η Καλαμαρια είχε επικρατήσει με 80-68 με την αποφασιστική συνδρομή της διαιτησίας.
Η παρουσία τέλος ενός έμπειρου αθλητή του Δημήτρη Πουλιάκη έχει δώσει έναν άλλο αέρα στην ομάδα, ενώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται από τον επόμενο αγώνα η πρώτη ίσως παρουσία του μεγάλου άτυχου της φετινής χρονιάς, του Ναούμ Θυμνιού...
Ο Ναούμ Θυμνιός. |
Ο βασιλιάς ύπνος. Παραμύθι.
Από το σπουδαστήριο του νέου Ελληνισμού...
Αρχή του παραμυθιού,
καλησπέρα της αφεντιάς σας.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου. Η βασίλισσα έβαλε υποψία μήπως αγαπούσε καμιά παρακατινή ο γιος της και δε θέλει ναν της το πει. Έβαλε δυο, τρεις να τον παραφυλάνε, να ιδούνε πού πάει, τι κάνει, να της το πούνε, μα δε κατάφεραν τίποτις. Εκεί κοντά, παρά κάτω απ’ το παλάτι, ήτανε ένα κορίτσι πολύ όμορφο, αλλά φτωχό και μόνο. Το βράδυ που νυχτέρευε, ενύσταζε· και για ναν της φύγει ο ύπνος έλεγε:
Ήρθες, ύπνε!
καλώς ήρθες·
πάρε το σκαμνί και κάτσε,
ώς να νέσω* να ξενέσω
και τ’ αδράχτι να γεμίσω,
κι ύστερα να κοιμηθούμε
και να σφιχταγκαλιαστούμε.
Αυτό το ’λεγε κάθε βράδυ, που νύσταζε, για ναν της περάσει ο ύπνος της. Ένα βράδυ πέρασαν από κει οι άνθρωποι, που είχε βαλμένους η βασίλισσα, και ακούσανε που είπε το κορίτσι «ήρθες ύπνε καλώς ήρθες»· πάνε λοιπόν και λεν της βασίλισσας· ― «Πολυχρονεμένη μου βασίλισσα, εδώ παρακάτω κάθεται μια κόρη πολύ όμορφη και πολύ τίμια. Δεν είδαμε το βασιλόπουλο να μπει μέσ’ στο σπίτι της. Μονάχα κάθε βράδυ ακούμε και λέει: Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες· πάρε το σκαμνί και κάτσε, ώς να νέσω να ξενέσω και τ’ αδράχτι να γεμίσω, κι ύστερα να κοιμηθούμε και να σφιχταγκαλιαστούμε». Λέει η βασίλισσα:
― «Τι ώρα τ’ ακούτε αυτά; να με πάρτε ναν τ’ ακούσω κι εγώ». Το βράδυ τη συνηθισμένη την ώρα πήραν τη βασίλισσα οι άνθρωποί της και πήγαν απ’ όξω απ’ της φτωχούλας το παραθύρι. Ζυγώνει κοντά η βασίλισσα, κλειστό το παραθύρι· άκουσε όμως από μέσα «ήρθες ύπνε καλώς ήρθες». Είπε τότες η βασίλισσα: ― «Βέβαια ο γιος μου θα είναι· βέβαια· βέβαια· γιατί εδώ στο βασίλειο δεν έχομε κανέναν άλλον ναν τον λένε Ύπνο». Την άλλη μέρα σηκώθηκε. ― «Μπα! να πηγαίνει ο γιος μου να κάθεται στο σκαμνί το ξυλένιο! θα της στείλω καναπέ· θα της στείλω καρέκλες». Είπε λοιπόν και της έστειλαν καναπέ, καρέκλες, χρήματα, και της είπανε, σε χαιρετάει η βασίλισσα·
― «η βασίλισσα! λάθος θα είναι. Σε μένανε, φτωχό κορίτσι;! λάθος θα είναι». Βρέθηκε μια γραία στην αυλή της και της είπε:
― «Κράτησ’ τα τώρα που στα ’στειλε· δεν κάνει να της τα στείλεις πίσω». Τι να κάμει πια κι αυτή, είπε ευχαριστώ, και τα κράτησε. Σα φύγανε οι άνθρωποι της βασίλισσας τότες της είπε η γραία·
― «Άκουσε, παιδί μου, ό,τι σου λέω γω να κάνεις, γιατί δεν έχεις κανέναν μεγαλύτερο να σε συμβουλεύσει». (Η γραία ήτανε, βλέπεις, η Μοίρα της κόρης).
Πέρασε κάμποσος καιρός, της έστειλε πάλι η βασίλισσα δώρα. Μια μέρα τής λέει η γραία·
― «αν έρθει η βασίλισσα από δω να σε ιδεί, να της πεις πως καταλαβαίνεις ότι θα γίνεις μητέρα. ― Αμ πώς θα πω τέτοιο πράμα, κορίτσι εγώ!
― Άκουσέ με μένα, της λέει η γραία, που σου μιλώ, δε θα μετανοήσεις». Πάει η γραία σ’ έναν μαραγκό και παραγγέλνει ένα παιδάκι σερνικό από ξύλο με τα χεράκια του, με τα ποδαράκια του, με όλα. Πέρασε πάλι η βασίλισσα και μπήκε μέσα στο κορίτσι.
Της λέει,
― «τι κάνεις παιδί μου, καλά είσαι;
― Τι να κάνω λέει εκείνη, έχω κάμποσους μήνες που δεν είμαι καλά». Το κατάλαβε πια η βασίλισσα και της έστελνε κάθε ημέρα και του πουλιού το γάλα, να τρώει.
Τότες πάει η Μοίρα και είπε της κόρης να πέσει στο κρεβάτι πως είναι λεχώνα και στο πλευρό της τής έβανε το ξύλινο παιδί και της το σκέπασε μ’ ένα μαντήλι. Εκεί κοντά ήτανε μια άλλη γυναίκα φτωχούλα παντρεμένη κι ήρθε ο καιρός της και γέννησε. Επήγανε οι Μοίρες να μοιράνουνε το παιδί τής γειτόνισσας στις τρεις νύχτες. Ήθελε να πάει και η δική της Μοίρα για να μοιράνει. Επαρακάλεσε και μια Μοίρα αγέλαστη, που δε γέλαγε ποτέ της, να την πάρει μαζί της.
Της είπε:
― «Έλα να πάμε να διασκεδάσεις και συ». Είχε πολλά χρόνια να γελάσει, και για τούτο τη λέγανε αγέλαστη Μοίρα. Σηκωθήκανε και πήγανε πρώτα στην άλλη τη γυναίκα που γέννησε, του είπανε του παιδιού τής φτωχούλας να γινεί καλός άνθρωπος, να προκόψει. Η αγέλαστη Μοίρα δεν του είπε τίποτα, μήτε καλό μήτε κακό. Τότες, αφού βγήκανε απ’ την πόρτα,
― «Πάμε, λέει η γριά, να μοιράνουμε εδώ που γέννησε άλλη μια φτωχούλα». Είχε ειπωμένα της ψεύτικης λεχώνας ό,τι δει μήτε να γελάσει μήτε τίποτα. Εμπήκανε λοιπόν οι Μοίρες μέσα, άκουσε η ψεύτικη λεχώνα τη βουή, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε. Λέει η γραία τής αγέλαστης Μοίρας:
― «Εδώ θα μοιράνεις εσύ πρώτη»· και σήκωσε το μαντήλι και είδε η αγέλαστη Μοίρα το ξύλινο παιδί και ξεκαρδίστηκε απ’ τα γέλια. «Ου! μ’ έκαμες και γέλασα από τόσα χρόνια που είχα να γελάσω.
― Επειδή είχες τόσα χρόνια να γελάσεις και γέλασες πρέπει να του ευχηθείς να γινεί άνθρωπος». Του είπε λοιπόν η αγέλαστη Μοίρα:
― «Σε μοιραίνω να γίνεις άνθρωπος, με αίμα, με κρέας, με μαλλιά όπως είναι τα παιδιά τ’ αληθινά». Λέει η δεύτερη Μοίρα: «Σε μοιραίνω, και σου δίνω μιλιά και γνώση και μυαλό». Λέει η τρίτη, η γραία:
― «Κι εγώ σε μοιραίνω παιδί μου, να γίνεις βασιλιάς απαράλλακτος ο βασιλέας ο Ύπνος, ώς και μια ελιά που ’χει στο μάγουλο να την κάνεις κι εκείνηνε και άμα σε ιδεί το βασιλόπουλο, να μπεις μέσα στην καρδιά του και να σ’ αγαπήσει». Σηκωθήκανε οι Μοίρες και φύγανε. Τότες το παιδί ζωντάνεψε και άρχισε καιέκλαιε, ήθελε γάλα. Είπε λοιπόν το κορίτσι·
― «Τι να κάμω; ντρέπομαι, τον κόσμο». Γυρίζει η Μοίρα πίσω, η δική της, και το πήρε και το βυζάξανε αλλού και το πήγε πίσω της μάνας του. Την αυγή πήγε και τό πηρε η Μοίρα και το πάει ίσα στη βασίλισσα και της λέει·
― «Γέννησε η νύφη σου και έκαμε τούτο το παιδάκι, ίδιος ο γιος σου είναι ο Ύπνος, νά! ώς και μια ελιά που ’χει στο μάγουλο, την έχει». Τό πηρε η βασίλισσα στην αγκαλιά της και το πήγε μέσα στο γιο της. Του λέει:
― «Παιδί μου, σωθήκανε πια τα ψέματα· καλορίζικο πια, παιδί μου, να μας ζήσει. Να φέρομε και τη νύφη μου· ε, τι να γίνει· είναι φτωχή, μα ήτανε τίμια, βασίλισσα θα γίνει». Κείνος είπε:
― «Τι λες, μάνα, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
― Έλα, άσ’ τα τώρα αυτά· να στείλομε ναν τη φέρομε τώρα εδώ να μην κάθεται σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι». Τότες της είπε κείνος·
― «ας πάω να ιδώ τι τρέχει, πού με είδε και πού την είδα!» Η γραία Μοίρα περίμενε απ’ όξω, ζύγωσε και του λέει· ― «Έλα πάμε μαζί, εγώ ξέρω το σπίτι». Στο δρόμο που πηγαίνανε, όλο τον εμοίραινε, για ναν την αγαπήσει. Επήγε μέσα το βασιλόπουλο· το κορίτσι καθότανε κι ένεθε. Καθώς τον είδε το βασιλέα επετάχτηκε ορθή, δεν ήξερε ποιος ήτανε. Του λέει· «Ποιος είσαι και τι θέλεις που ήρθες εδώ;
― Πώς δε με ξέρεις; εσύ είπες πως έκαμες παιδί μ’ εμένα και δε με ξέρεις; Τότες εκείνη κάθησε και του είπε όλη την ιστορία, πως το βράδυ που έπεφτε να κοιμηθεί έλεγε: Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες· πάρε το σκαμνί και κάτσε, ώς να νέσω να ξενέσω και τ’ αδράχτι να γεμίσω. και όλα τα άλλα.
― Τώρα βασιλέα μου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις· αυτά που γινόντουσαν εγώ δεν είχα είδηση, μου ’στελνε πράματα η βασίλισσα, εγώ δεν μπορούσα να τα στείλω πίσω». Εκείνος δε μιλούσε, μόνο άκουε. Τότες είπε η γραία·
― «Να σου πω, παιδί μου. Εγώ είμαι η Μοίρα η δική σου και η δική της και εγώ τα ’καμα όλα τούτα και έκαμα παιδί από ξύλο και το μοίρανε η αγέλαστη Μοίρα και έγινε άνθρωπος, γιατί είδα πως δεν ήθελες να παντρευτείς και θα καταστρεφότανε το βασίλειό σου και τώρα εσώθηκε το βασίλειό σου. Μόνε πάρ’ τηνε, παιδί μου, είναι καλό κορίτσι, τίμιο, και θα ζήσετε καλά κι ευτυχισμένα». Πήρε ένα αμάξι για να μπει η Μοίρα και κείνος και το κορίτσι, για να πάνε στο παλάτι. Καθώς στάθηκε η άμαξα, εκατέβη το βασιλόπουλο και έδωσε το χέρι για να κατεβεί πρώτα η γραία και ύστερα το κορίτσι· μα η γραία είχε γίνει άφαντη. Τότες κατάλαβε κι αυτός πως ήτανε αληθινά η Μοίρα και έτσι πήρε το κορίτσι απ’ το χέρι και πήγε απάνω στη μάνα του. Όργανα, τούμπανα, χαρές μεγάλες, έγινε ο γάμος και πήρανε νταντές και παραμάνες και δώσανε το παιδί και ζήσανε κείνοι καλά και ευτυχισμένα και μεις καλύτερα.
* να νέσω: να γνέσω.
(από το βιβλίο: Μαριάννα Γρ. Καμπούρογλου, Αθηναϊκά παραμύθια, Σύγχρονη εποχή, 1997)
Αρχή του παραμυθιού,
καλησπέρα της αφεντιάς σας.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου. Η βασίλισσα έβαλε υποψία μήπως αγαπούσε καμιά παρακατινή ο γιος της και δε θέλει ναν της το πει. Έβαλε δυο, τρεις να τον παραφυλάνε, να ιδούνε πού πάει, τι κάνει, να της το πούνε, μα δε κατάφεραν τίποτις. Εκεί κοντά, παρά κάτω απ’ το παλάτι, ήτανε ένα κορίτσι πολύ όμορφο, αλλά φτωχό και μόνο. Το βράδυ που νυχτέρευε, ενύσταζε· και για ναν της φύγει ο ύπνος έλεγε:
Ήρθες, ύπνε!
καλώς ήρθες·
πάρε το σκαμνί και κάτσε,
ώς να νέσω* να ξενέσω
και τ’ αδράχτι να γεμίσω,
κι ύστερα να κοιμηθούμε
και να σφιχταγκαλιαστούμε.
Αυτό το ’λεγε κάθε βράδυ, που νύσταζε, για ναν της περάσει ο ύπνος της. Ένα βράδυ πέρασαν από κει οι άνθρωποι, που είχε βαλμένους η βασίλισσα, και ακούσανε που είπε το κορίτσι «ήρθες ύπνε καλώς ήρθες»· πάνε λοιπόν και λεν της βασίλισσας· ― «Πολυχρονεμένη μου βασίλισσα, εδώ παρακάτω κάθεται μια κόρη πολύ όμορφη και πολύ τίμια. Δεν είδαμε το βασιλόπουλο να μπει μέσ’ στο σπίτι της. Μονάχα κάθε βράδυ ακούμε και λέει: Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες· πάρε το σκαμνί και κάτσε, ώς να νέσω να ξενέσω και τ’ αδράχτι να γεμίσω, κι ύστερα να κοιμηθούμε και να σφιχταγκαλιαστούμε». Λέει η βασίλισσα:
― «Τι ώρα τ’ ακούτε αυτά; να με πάρτε ναν τ’ ακούσω κι εγώ». Το βράδυ τη συνηθισμένη την ώρα πήραν τη βασίλισσα οι άνθρωποί της και πήγαν απ’ όξω απ’ της φτωχούλας το παραθύρι. Ζυγώνει κοντά η βασίλισσα, κλειστό το παραθύρι· άκουσε όμως από μέσα «ήρθες ύπνε καλώς ήρθες». Είπε τότες η βασίλισσα: ― «Βέβαια ο γιος μου θα είναι· βέβαια· βέβαια· γιατί εδώ στο βασίλειο δεν έχομε κανέναν άλλον ναν τον λένε Ύπνο». Την άλλη μέρα σηκώθηκε. ― «Μπα! να πηγαίνει ο γιος μου να κάθεται στο σκαμνί το ξυλένιο! θα της στείλω καναπέ· θα της στείλω καρέκλες». Είπε λοιπόν και της έστειλαν καναπέ, καρέκλες, χρήματα, και της είπανε, σε χαιρετάει η βασίλισσα·
― «η βασίλισσα! λάθος θα είναι. Σε μένανε, φτωχό κορίτσι;! λάθος θα είναι». Βρέθηκε μια γραία στην αυλή της και της είπε:
― «Κράτησ’ τα τώρα που στα ’στειλε· δεν κάνει να της τα στείλεις πίσω». Τι να κάμει πια κι αυτή, είπε ευχαριστώ, και τα κράτησε. Σα φύγανε οι άνθρωποι της βασίλισσας τότες της είπε η γραία·
― «Άκουσε, παιδί μου, ό,τι σου λέω γω να κάνεις, γιατί δεν έχεις κανέναν μεγαλύτερο να σε συμβουλεύσει». (Η γραία ήτανε, βλέπεις, η Μοίρα της κόρης).
Πέρασε κάμποσος καιρός, της έστειλε πάλι η βασίλισσα δώρα. Μια μέρα τής λέει η γραία·
― «αν έρθει η βασίλισσα από δω να σε ιδεί, να της πεις πως καταλαβαίνεις ότι θα γίνεις μητέρα. ― Αμ πώς θα πω τέτοιο πράμα, κορίτσι εγώ!
― Άκουσέ με μένα, της λέει η γραία, που σου μιλώ, δε θα μετανοήσεις». Πάει η γραία σ’ έναν μαραγκό και παραγγέλνει ένα παιδάκι σερνικό από ξύλο με τα χεράκια του, με τα ποδαράκια του, με όλα. Πέρασε πάλι η βασίλισσα και μπήκε μέσα στο κορίτσι.
Της λέει,
― «τι κάνεις παιδί μου, καλά είσαι;
― Τι να κάνω λέει εκείνη, έχω κάμποσους μήνες που δεν είμαι καλά». Το κατάλαβε πια η βασίλισσα και της έστελνε κάθε ημέρα και του πουλιού το γάλα, να τρώει.
Τότες πάει η Μοίρα και είπε της κόρης να πέσει στο κρεβάτι πως είναι λεχώνα και στο πλευρό της τής έβανε το ξύλινο παιδί και της το σκέπασε μ’ ένα μαντήλι. Εκεί κοντά ήτανε μια άλλη γυναίκα φτωχούλα παντρεμένη κι ήρθε ο καιρός της και γέννησε. Επήγανε οι Μοίρες να μοιράνουνε το παιδί τής γειτόνισσας στις τρεις νύχτες. Ήθελε να πάει και η δική της Μοίρα για να μοιράνει. Επαρακάλεσε και μια Μοίρα αγέλαστη, που δε γέλαγε ποτέ της, να την πάρει μαζί της.
Της είπε:
― «Έλα να πάμε να διασκεδάσεις και συ». Είχε πολλά χρόνια να γελάσει, και για τούτο τη λέγανε αγέλαστη Μοίρα. Σηκωθήκανε και πήγανε πρώτα στην άλλη τη γυναίκα που γέννησε, του είπανε του παιδιού τής φτωχούλας να γινεί καλός άνθρωπος, να προκόψει. Η αγέλαστη Μοίρα δεν του είπε τίποτα, μήτε καλό μήτε κακό. Τότες, αφού βγήκανε απ’ την πόρτα,
― «Πάμε, λέει η γριά, να μοιράνουμε εδώ που γέννησε άλλη μια φτωχούλα». Είχε ειπωμένα της ψεύτικης λεχώνας ό,τι δει μήτε να γελάσει μήτε τίποτα. Εμπήκανε λοιπόν οι Μοίρες μέσα, άκουσε η ψεύτικη λεχώνα τη βουή, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε. Λέει η γραία τής αγέλαστης Μοίρας:
― «Εδώ θα μοιράνεις εσύ πρώτη»· και σήκωσε το μαντήλι και είδε η αγέλαστη Μοίρα το ξύλινο παιδί και ξεκαρδίστηκε απ’ τα γέλια. «Ου! μ’ έκαμες και γέλασα από τόσα χρόνια που είχα να γελάσω.
― Επειδή είχες τόσα χρόνια να γελάσεις και γέλασες πρέπει να του ευχηθείς να γινεί άνθρωπος». Του είπε λοιπόν η αγέλαστη Μοίρα:
― «Σε μοιραίνω να γίνεις άνθρωπος, με αίμα, με κρέας, με μαλλιά όπως είναι τα παιδιά τ’ αληθινά». Λέει η δεύτερη Μοίρα: «Σε μοιραίνω, και σου δίνω μιλιά και γνώση και μυαλό». Λέει η τρίτη, η γραία:
― «Κι εγώ σε μοιραίνω παιδί μου, να γίνεις βασιλιάς απαράλλακτος ο βασιλέας ο Ύπνος, ώς και μια ελιά που ’χει στο μάγουλο να την κάνεις κι εκείνηνε και άμα σε ιδεί το βασιλόπουλο, να μπεις μέσα στην καρδιά του και να σ’ αγαπήσει». Σηκωθήκανε οι Μοίρες και φύγανε. Τότες το παιδί ζωντάνεψε και άρχισε καιέκλαιε, ήθελε γάλα. Είπε λοιπόν το κορίτσι·
― «Τι να κάμω; ντρέπομαι, τον κόσμο». Γυρίζει η Μοίρα πίσω, η δική της, και το πήρε και το βυζάξανε αλλού και το πήγε πίσω της μάνας του. Την αυγή πήγε και τό πηρε η Μοίρα και το πάει ίσα στη βασίλισσα και της λέει·
― «Γέννησε η νύφη σου και έκαμε τούτο το παιδάκι, ίδιος ο γιος σου είναι ο Ύπνος, νά! ώς και μια ελιά που ’χει στο μάγουλο, την έχει». Τό πηρε η βασίλισσα στην αγκαλιά της και το πήγε μέσα στο γιο της. Του λέει:
― «Παιδί μου, σωθήκανε πια τα ψέματα· καλορίζικο πια, παιδί μου, να μας ζήσει. Να φέρομε και τη νύφη μου· ε, τι να γίνει· είναι φτωχή, μα ήτανε τίμια, βασίλισσα θα γίνει». Κείνος είπε:
― «Τι λες, μάνα, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
― Έλα, άσ’ τα τώρα αυτά· να στείλομε ναν τη φέρομε τώρα εδώ να μην κάθεται σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι». Τότες της είπε κείνος·
― «ας πάω να ιδώ τι τρέχει, πού με είδε και πού την είδα!» Η γραία Μοίρα περίμενε απ’ όξω, ζύγωσε και του λέει· ― «Έλα πάμε μαζί, εγώ ξέρω το σπίτι». Στο δρόμο που πηγαίνανε, όλο τον εμοίραινε, για ναν την αγαπήσει. Επήγε μέσα το βασιλόπουλο· το κορίτσι καθότανε κι ένεθε. Καθώς τον είδε το βασιλέα επετάχτηκε ορθή, δεν ήξερε ποιος ήτανε. Του λέει· «Ποιος είσαι και τι θέλεις που ήρθες εδώ;
― Πώς δε με ξέρεις; εσύ είπες πως έκαμες παιδί μ’ εμένα και δε με ξέρεις; Τότες εκείνη κάθησε και του είπε όλη την ιστορία, πως το βράδυ που έπεφτε να κοιμηθεί έλεγε: Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες· πάρε το σκαμνί και κάτσε, ώς να νέσω να ξενέσω και τ’ αδράχτι να γεμίσω. και όλα τα άλλα.
― Τώρα βασιλέα μου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις· αυτά που γινόντουσαν εγώ δεν είχα είδηση, μου ’στελνε πράματα η βασίλισσα, εγώ δεν μπορούσα να τα στείλω πίσω». Εκείνος δε μιλούσε, μόνο άκουε. Τότες είπε η γραία·
― «Να σου πω, παιδί μου. Εγώ είμαι η Μοίρα η δική σου και η δική της και εγώ τα ’καμα όλα τούτα και έκαμα παιδί από ξύλο και το μοίρανε η αγέλαστη Μοίρα και έγινε άνθρωπος, γιατί είδα πως δεν ήθελες να παντρευτείς και θα καταστρεφότανε το βασίλειό σου και τώρα εσώθηκε το βασίλειό σου. Μόνε πάρ’ τηνε, παιδί μου, είναι καλό κορίτσι, τίμιο, και θα ζήσετε καλά κι ευτυχισμένα». Πήρε ένα αμάξι για να μπει η Μοίρα και κείνος και το κορίτσι, για να πάνε στο παλάτι. Καθώς στάθηκε η άμαξα, εκατέβη το βασιλόπουλο και έδωσε το χέρι για να κατεβεί πρώτα η γραία και ύστερα το κορίτσι· μα η γραία είχε γίνει άφαντη. Τότες κατάλαβε κι αυτός πως ήτανε αληθινά η Μοίρα και έτσι πήρε το κορίτσι απ’ το χέρι και πήγε απάνω στη μάνα του. Όργανα, τούμπανα, χαρές μεγάλες, έγινε ο γάμος και πήρανε νταντές και παραμάνες και δώσανε το παιδί και ζήσανε κείνοι καλά και ευτυχισμένα και μεις καλύτερα.
* να νέσω: να γνέσω.
(από το βιβλίο: Μαριάννα Γρ. Καμπούρογλου, Αθηναϊκά παραμύθια, Σύγχρονη εποχή, 1997)
Ο Δημήτρης Χορν φωτογραφίζεται ως Άμλετ στο περιοδικό Εικόνες...
Ο πασίγνωστος ηθοποιός φωτογραφήθηκε ως Άμλετ στο εξώφυλλο του πασίγνωστου περιοδικού "Εικόνες".
Η παράσταση παρουσιάστηκε σε περιοδεία το 1954-1955 στην Θεσσαλονίκη, την Λευκωσία, την Αλεξάνδρεια, το Κάϊρο και την Κωνσταντινούπολη απο το θίασο Χορν-Λαμπέτη-Παππά. Η ηχογράφηση έγινε αρχικά σε δίσκο. Η μαγνητοταινία, το μοναδικό ντοκουμέντο που σώζεται από την παράσταση, παραχωρήθηκε από το ΡΙΚ. Η πρώτη μετάδοση του έργου έγινε από την εκπομπή ''Θεατρική Βραδιά'' τον Σεπτέμβριο του 1985. (Lifo)
Η παράσταση παρουσιάστηκε σε περιοδεία το 1954-1955 στην Θεσσαλονίκη, την Λευκωσία, την Αλεξάνδρεια, το Κάϊρο και την Κωνσταντινούπολη απο το θίασο Χορν-Λαμπέτη-Παππά. Η ηχογράφηση έγινε αρχικά σε δίσκο. Η μαγνητοταινία, το μοναδικό ντοκουμέντο που σώζεται από την παράσταση, παραχωρήθηκε από το ΡΙΚ. Η πρώτη μετάδοση του έργου έγινε από την εκπομπή ''Θεατρική Βραδιά'' τον Σεπτέμβριο του 1985. (Lifo)
ΣΟΝΕΤΟ 29 ΣΑΙΞΠΗΡΟΥ
Σονέτο 29
Όταν σμικρύνομαι στα μάτια όλου του κόσμου,
μόνος τον εαυτό μου απόβλητο θρηνώ,
τη μοίρα μέμφομαι και λοιδορώ το φως μου
κι αναστατώνω με φωνές τον ουρανό,
και με φαντάζομαι να ‘μουν αλλιώς πλασμένος,
να ‘χω την τέχνη του ενός, το νού του άλλου,
ωραίος, φέρελπις, με φίλους προικισμένους,
και υποφέρω το μαρτύριο του Ταντάλου∙
κι εκεί που μόλις αυτομίσητος πηγαίνω,
σε συλλογίζομαι και γίνομαι μαζί σου
κορυδαλλός που από τη μαύρη γη τον αίνο
ξυπνά και ψέλνει προς το φως του παραδείσου.
Τέτοιο για μένα της αγάπης σου το κλέος
που δεν τ’ αλλάζω ούτε με σκήπτρο βασιλέως.
(μτφ απόδοση κειμένου Διονύσης Καψάλης)
Επιμέλεια άρθρου: Φωτεινή Ψημμένου, θεατρολόγος
Όταν σμικρύνομαι στα μάτια όλου του κόσμου,
μόνος τον εαυτό μου απόβλητο θρηνώ,
τη μοίρα μέμφομαι και λοιδορώ το φως μου
κι αναστατώνω με φωνές τον ουρανό,
και με φαντάζομαι να ‘μουν αλλιώς πλασμένος,
να ‘χω την τέχνη του ενός, το νού του άλλου,
ωραίος, φέρελπις, με φίλους προικισμένους,
και υποφέρω το μαρτύριο του Ταντάλου∙
κι εκεί που μόλις αυτομίσητος πηγαίνω,
σε συλλογίζομαι και γίνομαι μαζί σου
κορυδαλλός που από τη μαύρη γη τον αίνο
ξυπνά και ψέλνει προς το φως του παραδείσου.
Τέτοιο για μένα της αγάπης σου το κλέος
που δεν τ’ αλλάζω ούτε με σκήπτρο βασιλέως.
(μτφ απόδοση κειμένου Διονύσης Καψάλης)
Επιμέλεια άρθρου: Φωτεινή Ψημμένου, θεατρολόγος
Πόλεμος και κοινωνία. Γιώργος Μαργαρίτης
Ποιος είναι ο συσχετισμός μεταξύ πολέμου και κοινωνίας; Ο καθηγητής του ΑΠΘ κος Μαργαρίτης επικεντρώνεται σε δύο στοιχεία που φέρνουν κοντά την απόφαση διεξαγωγής πολέμου από μια πολιτική εξουσία με το βαθμό συμμετοχής και ίσως αποδοχής της από την κοινωνία.
Ο πόλεµος είναι καθρέφτης της κοινωνίας µέσα από την οποία εκδηλώνεται. Η δηµιουργία και η διατήρηση µηχανισµών πολέµου προϋποθέτει δύο στοιχεία.
Το πρώτο είναι η ύπαρξη πολεµιστών. Ανάλογα µε την εποχή, τις οικονοµικές της λειτουργίες και τη συνακόλουθη κοινωνική διάρθρωση, οι πολεµιστές µπορεί να είναι µικρό ποσοστό ως προς το σύνολο της κοινωνίας, ή, ακόµα, σε ορισµένες περιπτώσεις µεγάλο ποσοστό, ενίοτε ίσως και το σύνολο όσων µπορούν να φέρουν όπλα σε ένα κοινωνικό σώµα.
Οπωσδήποτε το µέγεθος του στρατού σε σχέση µε το αντίστοιχο της κοινωνίας αποτελεί από µόνο του έναν σηµαντικό οδηγό για τον τρόπο διάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων και, προφανώς, της πολιτικής εξουσίας.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η ύπαρξη όπλων και µηχανισµών υποστήριξης. Τόσο τα όπλα όσο και οι µηχανισµοί γίνονται ολοένα πιο τεχνικοί και σύνθετοι όσο το πλεόνασµα που παράγει το κοινωνικό σύνολο αυξάνεται και όσο οι κρατικοί µηχανισµοί που το διαχειρίζονται και το κατανέµουν γίνονται συµπαγείς και περίπλοκοι.
Με τη σειρά τους, πάνω σε αυτούς τους µηχανισµούς υποστήριξης, στο κράτος, αρθρώνονται πολιτικές, ιδεολογίες, ενίοτε θρησκείες, µε λίγα λόγια όλα όσα εξειδικεύουν και σχηµατοποιούν το εκάστοτε ταξικό συµφέρον των κυρίαρχων οµάδων.
Η εξάρτηση των µέσων και των παραµέτρων του πολέµου από τις σχέσεις παραγωγής και τις συνακόλουθες κοινωνικές αντίστοιχες θα είναι ο οδηγός για την κατανόηση των εκάστοτε καταστάσεων συσχετισμού κοινωνίας και πολέμου.
Ο πόλεµος είναι καθρέφτης της κοινωνίας µέσα από την οποία εκδηλώνεται. Η δηµιουργία και η διατήρηση µηχανισµών πολέµου προϋποθέτει δύο στοιχεία.
Το πρώτο είναι η ύπαρξη πολεµιστών. Ανάλογα µε την εποχή, τις οικονοµικές της λειτουργίες και τη συνακόλουθη κοινωνική διάρθρωση, οι πολεµιστές µπορεί να είναι µικρό ποσοστό ως προς το σύνολο της κοινωνίας, ή, ακόµα, σε ορισµένες περιπτώσεις µεγάλο ποσοστό, ενίοτε ίσως και το σύνολο όσων µπορούν να φέρουν όπλα σε ένα κοινωνικό σώµα.
Οπωσδήποτε το µέγεθος του στρατού σε σχέση µε το αντίστοιχο της κοινωνίας αποτελεί από µόνο του έναν σηµαντικό οδηγό για τον τρόπο διάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων και, προφανώς, της πολιτικής εξουσίας.
Το δεύτερο στοιχείο είναι η ύπαρξη όπλων και µηχανισµών υποστήριξης. Τόσο τα όπλα όσο και οι µηχανισµοί γίνονται ολοένα πιο τεχνικοί και σύνθετοι όσο το πλεόνασµα που παράγει το κοινωνικό σύνολο αυξάνεται και όσο οι κρατικοί µηχανισµοί που το διαχειρίζονται και το κατανέµουν γίνονται συµπαγείς και περίπλοκοι.
Με τη σειρά τους, πάνω σε αυτούς τους µηχανισµούς υποστήριξης, στο κράτος, αρθρώνονται πολιτικές, ιδεολογίες, ενίοτε θρησκείες, µε λίγα λόγια όλα όσα εξειδικεύουν και σχηµατοποιούν το εκάστοτε ταξικό συµφέρον των κυρίαρχων οµάδων.
Η εξάρτηση των µέσων και των παραµέτρων του πολέµου από τις σχέσεις παραγωγής και τις συνακόλουθες κοινωνικές αντίστοιχες θα είναι ο οδηγός για την κατανόηση των εκάστοτε καταστάσεων συσχετισμού κοινωνίας και πολέμου.
Ο επισκέπτης, του Γιάννη Φίλιππα. Ραδιοφωνικό θέατρο.
Η υπόθεση:
Οι ένοικοι ενός απομονωμένου ξενοδοχείου με το όνομα "ΡΟΤΟΝΤΑ" θα αποκλειστούν σε αυτό λόγω κακοκαιρίας. Εξαιτίας της θα ζητήσουν καταφύγιο στο ξενοδοχείο και άλλα άγνωστα πρόσωπα. Όμως θα εμφανιστεί και ένας τελευταίος επισκέπτης που θα κάνει μόνος του μεγάλη διαδρομή μέσα στα χιόνια για να ενημερώσει πως τα μεσάνυχτα θα γίνει εκεί μια δολοφονία.... (greekradiotheater)
Ένα είναι σίγουρο, ότι το ενδιαφέρον σας θα παραμείνει αμείωτο μέχρι τέλους.
Η ηχογράφηση έγινε το 1981 από στους ραδιοθαλάμους της τότε ΕΡΑ 2.
Παίρνουν μέρος με τη σειρά που ακούγονται οι ηθοποιοί :
Γιώργος Μοσχίδης, Αγνή Βλάχου, Ανδρέας Φιλιππίδης, Δήμητρα Δημητριάδου, Καίτη Παπανίκα, Νίκος Παγκράτης, Γιώργος Μπαγιώκης, Ρούλα Κιτσικοπούλου, Κώστας Κοντογιάννης, Αντώνης Λιώτσης.
Μουσική Επιμέλεια : Δαναη Ευαγγελιου
Ραδιοσκηνοθεσία : Γιωργος Θεοδοσιάδης.
Η φωνές του Γιώργου Μοσχίδη καθώς και του Ανδρέα Φιλιππίδη θα σας συναρπάσουν...
Το νούμερο 31.328, του Ηλία Βενέζη
Το ακόλουθο περιστατικό συνέβη στην αποβάθρα της Μυτιλήνης κατά την κατά την άφιξη του Βενέζη μετά την αιχμαλωσία του, (το αφηγείται ο ίδιος):
Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν
γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για
τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη… Τότε πλησίασε ένας άγνωστος
άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
– Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
– Να ξεχάσω! είπα απλά.
– Πρέπει να τα γράψεις όλα.
– Ολα; ρώτησα με αγωνία.
– Ολα».
Ετσι άρχισαν όλα. Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την
αιχμαλωσία του από τους νικητές Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής, και περιγράφει σε
μια συνέντευξή του στην Απογευματινή...
Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1924 και ύστερα από πολλές επεξεργασίες δημοσιεύθηκε το 1931 στην τοπική εφημερίδα "Καμπάνα" της Μυτιλήνης σε συνέχειες (συνηθίζονταν να δημοσιεύονται έτσι μεγάλα έργα της εποχής). Διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μυριβήλης , οποίος και τον παρότρυνε στη συγγραφή του έργου. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας προέβη στην επεξεργασία ήταν προκειμένου να αφαιρέσει σκληρές και απάνθρωπες σκηνές που υπήρχαν στην αρχική μορφή.
Σύμφωνα με τη γνώμη του Μουλλά το "Νούμερο 31328" μαζί με τη "Ζωή εν τάφο" του Μυριβήλη και την "Ιστορία ενός αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα αποτέλεσαν τα πιο γνωστά βιβλία πολέμου στην ελληνική λογοτεχνία.
Η υπόθεση:
Ο Ηλίας Βενέζης συνελήφθη από τους Τούρκους το Σεπτέμβριο του 1922 και κατόπιν στρατολογήθηκε στα Τάγματα Εργασίας έως το τέλος του 1923.
Οι ήρωές του πεινούν, διψούν, παγώνουν γυμνοί μέσα στο κρύο, βρέχονται από την
ανελέητη βροχή, περπατούν ανυπόδητοι μέσα στα αγκάθια. Μοιράζονται το μοναδικό
ζευγάρι παπούτσια και σκεπάζονται με ένα κομμάτι τσουβάλι. Σπαράζουν και μαζί τους ο
αναγνώστης βιώνει τον αγώνα τους για επιβίωση, νιώθει βαθιά στα τρίσβαθα της ψυχής
του πώς είναι να λειτουργείς μόνο με το αίσθημα της αυτοσυντήρησης σε ένα καθεστώς
τρόμου και να δοκιμάζεσαι δραματικά σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο στα κολαστήρια
της απανθρωπιάς και της εξόντωσης. Κυρίως όμως βιώνει την εφιαλτική πραγματικότητα
και μαθαίνει πώς είναι να θεωρεί κανείς ότι ο θάνατος είναι λύτρωση και να μην φοβάται
να πεθάνει αλλά να ζήσει ακόμα μια μέρα.
Ασύλληπτες οι περιγραφές του Βενέζη στις αφηγήσεις των βασανιστηρίων και
συναισθηματικού και ψυχικού κατακερματισμού των ηρώων. Μέσα στη φρικωδία και τον
μαρασμό ο άνθρωπος μετατρέπεται σε έναν αριθμό, ένα νούμερο απρόσωπο, δραματικό,
η ζωή του δεν έχει καμιά απολύτως αξία και η τύχη του είναι προκαθορισμένη.
Οι περιγραφές του Βενέζη είναι ωμές γιατί ωμή είναι και η πραγματικότητα
που μόλις έχει βιώσει. Πριν συρθεί στα κάτεργα της Ανατολής,
σχεδόν παιδί, μέσα σε 14 μήνες γίνεται ένας ώριμος άνδρας,
σημαδεμένος σωματικά και ψυχικά για όλη του τη ζωή.
Όμως ο ίδιος γράφει σε επιστολή του, έξι μήνες πριν το θάνατό του:
«Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν το πληρώσεις ακριβά με τη ζωή σου».
Επιπλέον στοιχεία:
Το χρονικό της αιχμαλωσίας θα παρουσιαστεί με όλο το ρεαλισμό της άμεσης αναφοράς των γεγονότων. Οι κακουχίες, η πείνα, η δίψα, φόβος, ανθρώπινα πάθη, εξαθλίωση και ένστικτο της αυτοσυντήρησης θα αποτυπωθούν με ρεαλισμό. Με ρεαλισμό θα περιγραφούν και οι διαμάχες Ελλήνων και Τούρκων, καθώς και οι ελάχιστη αλληλοκατανόηση.
Η αφήγηση (λιτή αλλά και δραματική) θα γίνει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο καθώς ο Βενέζης θέλησε να ταυτιστεί με το σύνολο των Ελλήνων αιχμαλώτων στρατιωτών. Τα γεγονότα τελικά θα μιλήσουν από μόνα τους, ο αφηγητής δε θα παρέμβει καθόλου, δε θα σχολιάσει και δε θα χαρακτηρίσει τα δρώμενα που έζησε. Η αφήγηση είναι γραμμική, τα γεγονότα δηλαδή παρατίθενται με τη σειρά που έγιναν.
Το λεξιλόγιο είναι γλαφυρό, διανθισμένο με πολλούς διαλόγους και με πολλές τούρκικες λέξεις.
Το έργο εισχωρεί στο σώμα της ιστορικής αναλγησίας και φέρνει στην επιφάνεια όσα δεν πρέπει να μείνουν στη λήθη.
Το έργο μπορείτε να το αντλήσετε από εδώ:
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/03/I.-Benezi-To-noumero-31328.pdf
Στοιχεία για το βίο του Βενέζη μπορείτε να βρείτε εδώ
https://politismikidiadromi.blogspot.com/2020/01/blog-post_24.html?m=1
Πηγές:
Fractal, Culturenow, Το Βήμα, Ε.Α.Π.-Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, R. Beaton-Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία,Λίνος Πολίτης-Ιστορία της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας.
ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΡΓΟ ΑΠΟΡΕΙ ΣΧΤΕΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΣΕ ΠΟΙΟ ΤΕΛΙΚΑ ΣΗΜΕΙΟ ΕΦΑΠΤΕΤΑΙ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΦΥΛΗ ΜΕ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ....
Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν
γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για
τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη… Τότε πλησίασε ένας άγνωστος
άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
– Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
– Να ξεχάσω! είπα απλά.
– Πρέπει να τα γράψεις όλα.
– Ολα; ρώτησα με αγωνία.
– Ολα».
Ετσι άρχισαν όλα. Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την
αιχμαλωσία του από τους νικητές Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής, και περιγράφει σε
μια συνέντευξή του στην Απογευματινή...
Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1924 και ύστερα από πολλές επεξεργασίες δημοσιεύθηκε το 1931 στην τοπική εφημερίδα "Καμπάνα" της Μυτιλήνης σε συνέχειες (συνηθίζονταν να δημοσιεύονται έτσι μεγάλα έργα της εποχής). Διευθυντής της εφημερίδας ήταν ο Μυριβήλης , οποίος και τον παρότρυνε στη συγγραφή του έργου. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας προέβη στην επεξεργασία ήταν προκειμένου να αφαιρέσει σκληρές και απάνθρωπες σκηνές που υπήρχαν στην αρχική μορφή.
Σύμφωνα με τη γνώμη του Μουλλά το "Νούμερο 31328" μαζί με τη "Ζωή εν τάφο" του Μυριβήλη και την "Ιστορία ενός αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα αποτέλεσαν τα πιο γνωστά βιβλία πολέμου στην ελληνική λογοτεχνία.
Η υπόθεση:
Ο Ηλίας Βενέζης συνελήφθη από τους Τούρκους το Σεπτέμβριο του 1922 και κατόπιν στρατολογήθηκε στα Τάγματα Εργασίας έως το τέλος του 1923.
Οι ήρωές του πεινούν, διψούν, παγώνουν γυμνοί μέσα στο κρύο, βρέχονται από την
ανελέητη βροχή, περπατούν ανυπόδητοι μέσα στα αγκάθια. Μοιράζονται το μοναδικό
ζευγάρι παπούτσια και σκεπάζονται με ένα κομμάτι τσουβάλι. Σπαράζουν και μαζί τους ο
αναγνώστης βιώνει τον αγώνα τους για επιβίωση, νιώθει βαθιά στα τρίσβαθα της ψυχής
του πώς είναι να λειτουργείς μόνο με το αίσθημα της αυτοσυντήρησης σε ένα καθεστώς
τρόμου και να δοκιμάζεσαι δραματικά σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο στα κολαστήρια
της απανθρωπιάς και της εξόντωσης. Κυρίως όμως βιώνει την εφιαλτική πραγματικότητα
και μαθαίνει πώς είναι να θεωρεί κανείς ότι ο θάνατος είναι λύτρωση και να μην φοβάται
να πεθάνει αλλά να ζήσει ακόμα μια μέρα.
Ασύλληπτες οι περιγραφές του Βενέζη στις αφηγήσεις των βασανιστηρίων και
συναισθηματικού και ψυχικού κατακερματισμού των ηρώων. Μέσα στη φρικωδία και τον
μαρασμό ο άνθρωπος μετατρέπεται σε έναν αριθμό, ένα νούμερο απρόσωπο, δραματικό,
η ζωή του δεν έχει καμιά απολύτως αξία και η τύχη του είναι προκαθορισμένη.
Οι περιγραφές του Βενέζη είναι ωμές γιατί ωμή είναι και η πραγματικότητα
που μόλις έχει βιώσει. Πριν συρθεί στα κάτεργα της Ανατολής,
σχεδόν παιδί, μέσα σε 14 μήνες γίνεται ένας ώριμος άνδρας,
σημαδεμένος σωματικά και ψυχικά για όλη του τη ζωή.
Όμως ο ίδιος γράφει σε επιστολή του, έξι μήνες πριν το θάνατό του:
«Δεν γίνεσαι συγγραφέας αν δεν το πληρώσεις ακριβά με τη ζωή σου».
Επιπλέον στοιχεία:
Το χρονικό της αιχμαλωσίας θα παρουσιαστεί με όλο το ρεαλισμό της άμεσης αναφοράς των γεγονότων. Οι κακουχίες, η πείνα, η δίψα, φόβος, ανθρώπινα πάθη, εξαθλίωση και ένστικτο της αυτοσυντήρησης θα αποτυπωθούν με ρεαλισμό. Με ρεαλισμό θα περιγραφούν και οι διαμάχες Ελλήνων και Τούρκων, καθώς και οι ελάχιστη αλληλοκατανόηση.
Η αφήγηση (λιτή αλλά και δραματική) θα γίνει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο καθώς ο Βενέζης θέλησε να ταυτιστεί με το σύνολο των Ελλήνων αιχμαλώτων στρατιωτών. Τα γεγονότα τελικά θα μιλήσουν από μόνα τους, ο αφηγητής δε θα παρέμβει καθόλου, δε θα σχολιάσει και δε θα χαρακτηρίσει τα δρώμενα που έζησε. Η αφήγηση είναι γραμμική, τα γεγονότα δηλαδή παρατίθενται με τη σειρά που έγιναν.
Το λεξιλόγιο είναι γλαφυρό, διανθισμένο με πολλούς διαλόγους και με πολλές τούρκικες λέξεις.
Το έργο εισχωρεί στο σώμα της ιστορικής αναλγησίας και φέρνει στην επιφάνεια όσα δεν πρέπει να μείνουν στη λήθη.
Το έργο μπορείτε να το αντλήσετε από εδώ:
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2011/03/I.-Benezi-To-noumero-31328.pdf
Στοιχεία για το βίο του Βενέζη μπορείτε να βρείτε εδώ
https://politismikidiadromi.blogspot.com/2020/01/blog-post_24.html?m=1
Πηγές:
Fractal, Culturenow, Το Βήμα, Ε.Α.Π.-Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, R. Beaton-Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία,Λίνος Πολίτης-Ιστορία της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας.
ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΡΓΟ ΑΠΟΡΕΙ ΣΧΤΕΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΨΑΧΝΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΣΕ ΠΟΙΟ ΤΕΛΙΚΑ ΣΗΜΕΙΟ ΕΦΑΠΤΕΤΑΙ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΦΥΛΗ ΜΕ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ....
Πανόραμα-Ωραιοκαστρο 35-53!
Την πρώτη εκτός έδρας νίκη τους έκαναν οι Λύκοι στο φετινό πρωτάθλημα επικρατώντας επί του αξιόμαχου Πανοράματος με 53-35.
Όπλα για τη σημερινή νίκη ήταν η άμυνα και η κυριαρχία κάτω από τα 2 καλάθια, σ αυτό συνέβαλε και η παρουσία του γίγαντα Ιατρίδη, ο οποίος έβαλε μέχρι και τρίποντο (συνολικά 5 πόντους)!
Την καλύτερη του εμφάνιση με τα χρώματα του Ωραιοκάστρου έκανε ο Δημήτρης Πουλιάκης που αγωνίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες βάζοντας 10 πόντους. Ο Κουγιουμτζίδης έβαλε 16 πόντους (σταθερά καλός φέτος), ο Ζαφειρόπουλος 13, ο Τζέκος 7 ο Τσαβας 3 και οι Βαρυτης και Μιντης από 2.
Το Πανόραμα άντεξε 30 περίπου λεπτά οπότε και ήταν κοντά στο σκορ 7-9 η πρώτη περίοδος, 18-22 ημίχρονο.
Την ομάδα κοουτσάρησε με επιτυχία ο Βαγγέλης Γκουντουβάς.
Μετά τη νίκη η ομάδα του Ωραιοκάστρου ανέβηκε στην έκτη θέση.
Πάλι πρωταγωνιστής ήταν οι απουσίες για το Ωραιόκαστρο. Τραυματίες και ανυπέρβλητα κωλύματα.
Τις εντυπώσεις κερδίζει και η νέα φανέλα της ομάδας του Ωραιοκάστρου...
Όπλα για τη σημερινή νίκη ήταν η άμυνα και η κυριαρχία κάτω από τα 2 καλάθια, σ αυτό συνέβαλε και η παρουσία του γίγαντα Ιατρίδη, ο οποίος έβαλε μέχρι και τρίποντο (συνολικά 5 πόντους)!
Την καλύτερη του εμφάνιση με τα χρώματα του Ωραιοκάστρου έκανε ο Δημήτρης Πουλιάκης που αγωνίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες βάζοντας 10 πόντους. Ο Κουγιουμτζίδης έβαλε 16 πόντους (σταθερά καλός φέτος), ο Ζαφειρόπουλος 13, ο Τζέκος 7 ο Τσαβας 3 και οι Βαρυτης και Μιντης από 2.
Το Πανόραμα άντεξε 30 περίπου λεπτά οπότε και ήταν κοντά στο σκορ 7-9 η πρώτη περίοδος, 18-22 ημίχρονο.
Την ομάδα κοουτσάρησε με επιτυχία ο Βαγγέλης Γκουντουβάς.
Μετά τη νίκη η ομάδα του Ωραιοκάστρου ανέβηκε στην έκτη θέση.
Πάλι πρωταγωνιστής ήταν οι απουσίες για το Ωραιόκαστρο. Τραυματίες και ανυπέρβλητα κωλύματα.
Τις εντυπώσεις κερδίζει και η νέα φανέλα της ομάδας του Ωραιοκάστρου...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη
Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...
-
Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...
-
Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...
-
Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει θα επιχειρήσουμε να αποσαφηνίσουμε την έννοια της Άτης όπως την παρουσίασε ο Αισχύλος. Θα επικεντρωθούμε ...