Οι ήρωες των αστυνομικών διηγημάτων μετά το 1950 – τα δάνεια από το εξωτερικό.

Τα λαϊκά περιοδικά εξέδιδαν μια μεγάλη γκάμα από ιστορίες τρόμου, φαντασίας, κατασκοπείας και αστυνομικά και καουμπόικα έργα. Ονόματα όπως αυτά, ο Πίνκερτον, υπαρκτό πρόσωπο, ο Χόλμς, ο Πουαρώ, ο Λέμι Κόσιον, η Νυχτερίδα και το Γεράκι πρωταγωνιστούσαν σε περίπτερα και πάγκους πλανόδιων πωλητών. Όπως ειπώθηκε τα κατορθώματα των ηρώων αυτών καθώς και οι χαρακτήρες τους αναπλάθωνταν, συνεχίζονταν, συμπληρώνονταν από Έλληνες συνεργάτες των λαϊκών περιοδικών. 



Τομή για το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί η δεκαετία του 50 με την εμφάνιση Ελλήνων συγγραφέων που παρά τα ικανοποιητικά τιράζ των περιοδικών και των βιβλίων τσέπης που μετέφραζαν ιστορίες ξένων, ξεκίνησαν δειλά αλλά σταθερά να πλάθουν Έλληνες ήρωες που ταίριαζαν καλύτερα στην ελληνική νοοτροπία και πραγματικότητα.

Οι ήρωες με τα ξενικά ονόματα που αγωνίζονταν ενάντια στα εγκλήματα, ενάντια στο κακό, την αδικία έφεραν ελληνικά εμβλήματα, μιας και παρά τη μακρινή καταγωγή τους οι πένες που δημιουργούσαν τις περιπέτειές τους ήταν ελληνικές και λίγο πολύ οι ήρωες αυτοί έκρυβαν εντός τους ένα συγκαλυμένο ελληνικό ταπεραμέντο δημιουργώντας την αίσθηση του οικείου στους αναγνώστες. 
 
Μιλώντας για τη δημιουργία αστυνομικών ιστοριών μπορούμε πλέον να αναφερθούμε σε μια βιομηχανία αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου εγχώρια προιόντα ρίχνονταν στην αγορά με αμερικανικές ετικέτες. Από ένα χρονικό σημείο και μετά οι ιστορίες των Ελλήνων συγγραφέων ξεπερνούσαν αυτές των ξένων συναδέλφων τους.

Ένας αστυνομικός ήρωας με ελληνοαμερικανική καταγωγή ήταν ο Νικ Βάλετ που εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού ΠΑΜΕΜ (από τα αρχικά των λέξεων Περιπέτεια, Αγωνία, Μίσος, Έρωτας, Μυστήριο) που εξέδιδε ο συγγραφέας και δημιουργός του Γιάννης Καμπούρης. Παραθέτωντας ένα απόσπασμα αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο του συντρόφου του Σέρλοκ Χολμς, γιατρού Ουότσον, γνωρίζουμε τον ντετέκτιβ Νικ Βάλετ από κοντά, στην πρώτη θέση του ιταλικού πλοίου “Σαντίλλιο” που έκανε το ταξίδι από το Κέιπ Τάουν με κατεύθυνση την Αίγυπτο και στη συνέχεια την Ιταλία. “...Απέναντί μου στην τραπεζαρία, είχε θέση κάποιος παράξενος τύπος. Ένας καλοδεμένος κύριος, ως 30 χρόνων, αναστήματος μετρίου, μελαχρινός, με κατάμαυρα μαλλιά και με πολύ παχειά φρύδια. Υπέθεσα στην αρχή ότι θα ταν Ιταλός, γιατί καταβρόχθιζε τα μακαρόνια που μας σερβίριζαν (...) Μου φάνηκε σαν γνώριμο το πρόσωπο αυτό. Προσπαθούσα να θυμηθώ πού είχα ξανασυναντήσει αυτόν τον άνθρωπο αλλά παρ΄όλη την προσπάθειά μου δε το κατόρθωσα (...). - Μάλιστα κύριε... μου είπε τώρα σε ελληνική γλώσσα. Είμαι Έλλην και ονομάζομαι Νικ Βάλετ! Δηλαδή Νικόλαος Βαλέτος, απ’ την Κεφαλλωνιά. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. - Σεις; Σεις; Καλά είπα ότι κάπου σας έχω δη. Δηλαδή τη φωτογραφία σας! Στο “Σταρ” ή στο “Νταίηλυ Μαίηλ” του Γιοχάνεσμπουργκ! Ώστε σεις; Ο ντετέκτιβ Νικ Βάλετ! (...) Από τις εφημερίδες του Γιοχάνεσμπουργκ ήξερα ότι ο ιδιωτικός αστυνομικός Νικ Βάλετ είχε κληθεί επειγόντως από την Νέα Υόρκη, όπου εργάζετο ως ντετέκτιβ δια λογαριασμό των μεγάλων γραφείων πληροφοριών και ερευνών των Μπάρκερς Μπρόδερς, της Μπροντγουαίη, εις το Τρανσβααλ για την υπόθεση του δισεκατομυριούχου και ιδιοκτήτου αδαμαντωρυχείων εις το Κιμπερλέι της Νοτίου Αφρικής, σερ Γουίλιαμ”.

Ένας ακόμα από τους πρώτους χάρτινους ήρωες, εγχώριους πλέον ντετέκτιβς ήταν ο αστυνόμος Τζιμ Κάρβας του Νίκου Μαράκη ο οποίος πήρε σάρκα και οστά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η εμφάνιση ενός τέτοιου ήρωα τη συγκεκριμένη εποχή δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις τόσο στο χώρο της αστυνομίας όσο και στο χώρο της Αριστεράς μιας και από τη μια η αστυνομία ένοιωθε ότι χαρακτηριζόταν από ανηθικότητα και η Αριστερά ότι της παρουσιαζόταν μια αστυνομία με ανθρώπινο χαρακτήρα. Αντίθετη άποψη διαμόρφωνε το αναγνωστικό κοινό το οποίο καλοδέχτηκε τους νέους ήρωες που ακροβατούσαν τις περισσότερες φορές μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής, οπότε συνδύαζαν το
ξενικό μυστήριο στο οποίο οι αναγνώστες ήταν συνηθισμένοι με το οικείο εγχώριο στοιχείο.

Το λαϊκό ανάγνωσμα την περίοδο εκείνη λειτούργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει ανακούφιση σε καιρό προσπάθειας να παραμεριστεί και να αποτελέσει παρελθόν η πολιτική διαμάχη και ο εμφύλιος σπαραγμός. Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής ελληνικών ιστοριών δεν αποτελούν άρτιες αισθητικά αφηγήσεις αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λειτούργησαν δραστικά αν αναλογιστούμε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο μέσα στην οποία εντάσσονται.

Δέκα χρόνια αργότερα ένας ακόμα ελληνοαμερικάνος κάνει την εμφάνισή του αυτή τη φορά με στέγη του τα στούντιο της ελληνικής ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, με πατέρα το δημοσιογράφο Ανδρόνικο Μαρκάκη. Είναι ο γνωστός Τζόννυ Φιλ που οι ραδιοφωνικές του περιπέτειες από το 1956 κέρδισαν ένα μέρος των ακροατών και των οπαδών του αστυνομικού είδους. 

Στο παρακάτω απόσπασμα παρουσιάζεται ένα κομμάτι των περιπετειών του διάσημου ντετέκτιβ. “...Ο αστυνόμος Σπάρταλης και ο άλλος μπήκαν σ’ ένα μακρύ γυαλιστερό αμερικάνικο αυτοκίνητο. Αυτός ο άλλος δεν ήταν παρά ο Τζόνυ Φιλ.

Κάθισε στο τιμόνι – δικό του ήταν τ’ αμάξι – τέντωσε τις ποδάρες του, δίπλα του ο Σπάρταλης και ξεκίνησαν. Ο Τζόνυ Φιλ ήταν δέκα μέρες τώρα που τεμπέλιαζε στην Αθήνα. Ο Οκτώβριος ήταν στις αρχές του ακόμη και οι Αθηναίοι χόρταιναν τις παράξενα ζεστές μέρες του και τη σκόνη των δρόμων που ανασκάπτονταν από τα συνεργεία, όλοι μαζί λες και είχαν βάλει στοίχημα με τον ουρανό να δώσουν στις βροχές υλικό για λάσπη. Μα ωστόσο, όπως και να ’ταν ο Φιλ την χαιρόταν την Αθήνα. Με τις ομορφιές ή με τα χάλια της ήταν λίγο πολύ ο τόπος που έπειτα από το Θιάκι, τον θεωρούσε σαν πατρίδα του, κι ήταν δεμένος μαζί της με χίλιες δυο αναμνήσεις. Με τον Νέστορα Σπάρταλη γνωρίζονταν έξι σχεδόν χρόνια. Από τότε που ο Σπάρταλης πήγε στην Νέα Υόρκη με μια ειδική αποστολή για να μετεκπαιδευθεί μαζί με άλλους, στις σύγχρονες μεθόδους διώξεως του εγκλήματος και να παρακολουθήση από κοντά τον παλμό του γιγαντιαίου αυτού οργανισμού που λέγεται Ομοσπονδιακή Αστυνομία και έχει σαν αποστολή να χώνη αδιάκοπα τη μύτη της στα σπλάχνα του υποκόσμου. Γίνανε φίλοι. Πρώτο γιατί ήταν Έλληνες και οι δύο κι ο Τζόνυ Φιλ είχε να προσφέρη στον
καινουργιοφερμένο την πείρα και τις γνώσεις του από μια ολόκληρη ζωή στην αμερικανική
μεγαλούπολη και δεύτερο γιατί ανεκάλυψαν πως είχαν και οι δύο την ίδια τρέλα ή το πάθος για το επάγγελμα του αστυνομικού. Έτσι ο Τζόνυ Φιλ στις διακοπές του ετούτες στην Αθήνα το θεώρησε απαραίτητο να συναντήσει τον παλιό του φίλο κι έτσι και ο Σπάρταλης τον ξεσήκωσε εκείνο το απόγευμα για το πτώμα που πήγαιναν να συναντήσουν στην οδό Γκρέτση 10”.

Ο δημιουργός του Τζόνυ Φιλ τον παρουσιάζει ως παιδί της ομογένειας, λίγο πριν την ηλικία των 40 χρόνων, με καταγωγή από την Ιθάκη, που μεταναστεύει στην Αμερική, σπουδάζει, αποδεικνύει το ταλέντο και τις ικανότητές του και προκόβει. Στο πρόσωπό του δηλαδή ξετυλίγεται και πραγματοποιείται αμιγώς το αμερικανικό όνειρο αυτοπροσώπως. Ο Τζόνυ Φιλ γνώρισε μεγάλη επιτυχία, οι περιπέτειές του έγιναν βιβλία και το όνομά του βρίσκεται ανάμεσα στους Έλληνες άσσους διώκτες του εγκλήματος. Μερικοί από τους αντιπροσωπευτικότερους τίτλους των αστυνομικών του ιστοριών είναι : “Η πανσιόν Ρηγίλλης 38”, “Ένα πτώμα στο Ψυχικό”, “Η γυναίκα με τ ασημένια νύχια”, “Ο σκοτωμένος ζητάει άλλοθι” και άλλα.

Ένας ακόμα Ελληνοαμερικανός πράκτορας που εμφανίζεται στην αστυνομική κειμενογραφία είναι ο “πράκτωρ 5” ή Τζίμης Κρίστοφερ ή Δημήτριος Χριστοφορίδης, ιστορίες του οποίου εμπεριέχονται σε τεύχη του περιοδικού Μάσκα, οι ιστορίες του υπογράφονται από τον Κέρτις Στιλ, θεωρείται όμως ότι κάποιος Έλληνας συγγραφέας κρύβεται πίσω από το όνομα αυτό. Επισης ο πολυγραφότατος Νίκος Ρούτσος έγραψε τις περιπέτειες του Ελληνοαμερικανού ιδιωτικού ντετέκτιβ Τζον Γκρικ, οι οποίες
κυκλοφορούσαν σε εβδομαδιαία φυλλάδια. Στη πραγματικότητα τρεις γενιές δημοσιογράφων και συγγραφέων είναι γνωστό ότι ασχολήθηκαν με τη πλαστογράφηση ονομάτων ξένων συναδέλφων τους χωρίς να επηρεάσουν ή να θίξουν τη φήμη τους.

Ως απάντηση στο ερώτημα γιατί οι συγγραφείς επέλεγαν ως τόπο προέλευσης, εργασίας, μαθητείας των δημοφιλών ντετέκτιβ την Αμερική αποτελεί το ότι η Αμερική αποτελούσε τόσο μητρόπολη των συστημάτων δίωξης όσο και κοιτίδα του εγκλήματος.

Στην Αμερική επίσης γεννήθηκε το νουάρ μυθιστόρημα, η crime novel, η λογοτεχνία με κέντρο το βίαιο έγκλημα, τους σκοτεινούς δρόμους των μεγαλουπόλεων, τους επικίνδυνους εγκληματίες και τις αποτρόπαιες πράξεις. Η Αμερική αποτελεί και γενέτειρα των περιβόητων ιδιωτικών αστυνομικών του Σαμ Σπέιντ (Ντ. Χάμετ), του Φίλιπ Μάρλοου (Ρ. Τσάντλερ) και Νίρο Γουλφ (Ρεξ Στάουτ), γνωστών στο ελληνικό κοινό.

Εκτός από τους Ελληνοαμερικανούς ήρωες στην ιστορία του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος σημειώνονται και “ελληνο – αμερικάνοι” συγγραφείς. Και αναφερόμαστε βέβαια όπως και προηγουμένως στην πλαστογράφιση ονομάτων συγγραφέων του εξωτερικού από Έλληνες είτε γιατί η παραγωγή αστυνομικών ιστοριών από το εξωτερικό ήταν περιορισμένη και κάποτε εξαντλούνταν ή η υιοθέτηση ξένων ονομάτων γίνονταν για λόγους μάρκετινγκ και προώθησης των αστυνομικών διηγημάτων στην Ελλάδα, μιας και το ξένο διήγημα κέντριζε περισσότερο το αναγνωστικό κοινό και γέμιζε τα ταμεία των εκδοτών. Έτσι ο Τάσος Αυλωνίτης έγραψε ιστορίες με το Λωποδύτη – Φάντασμα, η Ειρήνη Καλκάνη με τον Ντετέκτιβ Χ, ο Ηλίας Μπακόπουλος με τον Ντετέκτιβ Χ και τον Ζορρό, ο Γιώργος Τσουκαλάς με τον Ντετέκτιβ Χ, η Γεωργία Αναστασιάδη –Δεληγιάννη με τον Ζορρό, ο Στέλιος Ανεμοδούρας με τον Ζορρό και την Αράχνη, ο Γιώργος Μαρμαρίδης με τον Ντετέκτιβ Χ και τη Νυχτερίδα. Ακόμα και ο Απόστολος Μαγγανάρης έγραφε ιστορίες εκτός των άλλων με τον Σάιμον Τέμπλαρ, τον ονομαζόμενοΆγι.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ήρωας του Πίτερ Τσένει, Λέμι Κόσιον, τον οποίο “υιοθέτησε” ο Γιώργος Μαρμαρίδης υποσκελίζοντας το “βιολογικό” του πατέρα, και προσφέροντας στο κοινό γλαφυρότατες και γεμάτες ζωντάνια ιστορίες. Ωστόσο ο πρώτος Ελληνοαμερικανός ήρωας εμφανίστηκε στη Σμύρνη και άκουγε στο όνομα Νικ Πίνσον. Οι ιστορίες του κυκλοφόρησαν το 1914 σε χειρόγραφα φυλλάδια και δημιουργός του ήταν ο γνωστός σε μας εμπνευστής του περιοδικού Μάσκα και αρωγός του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα Απόστολος Μαγγανάρης. Επίσης στη Μάσκα, κατά τη προπολεμική πρώτη περίοδο ο Γιώργος Τσουκαλάς πολλαπλασίαζε τις περιπέτειες του “Ντετέκτιβ Χ” καθώς αναφορά πρέπει να γίνει και στον Ορφέα Καραβία που φιλοτέχνησε
τα κατορθώματα του ήρωα Φέλιξ Καρ.

Πηγή:νΆννα Κοντοπίδου, μεταπτυχιακή μελέτη

Η ελεύθερη θέληση...

Δεν είναι αξιέπαινο το αγαθό το οποίο προέρχεται από την φύση δεν είναι αξιέπαινο, ενώ είναι επαινετό εκείνο που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση. Ποιά χάρις οφείλεται στην φωτιά επειδή καίει; Καμία, διότι το να καίει, το έχει από την φύση της. Ποιά χάρις στο νερό επειδή κυλά προς τα κάτω; Καμία, διότι την ιδιότητα αυτή την έχει από εκείνον που το δημιούργησε.
  
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος




Το τέλος του παιδομαζώματος

Το τέλος του παιδομαζώματος

Για λόγους πολιτικών εξελίξεων ο θεσμός της βίαιης στρατολογίας
χριστιανών άρχισε να παρακμάζει ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα. 
Με την προοδευτική διεκδίκηση θέσεων του στρατού και της διοικήσεως από τους
ελεύθερους μωαμεθανούς και με τον εκφυλισμό του σώματος των γενιτσάρων, ο
αριθμός των δούλων της Πύλης μειώθηκε και το παιδομάζωμα έτεινε να περιορισθεί
σε μεμονωμένες και σποραδικές περιπτώσεις, όπως φαίνεται ότι ήταν αυτή που προκάλεσε την ανταρσία των Ναουσαίων.

 Στον ιδιότυπο αυτό θεσμό εναντιώθηκαν, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους, δύο αντίθετοι κόσμοι: οι υπόδουλοι χριστιανοί λαοί της Αυτοκρατορίας και οι εκ γενετής
Τούρκοι/μουσουλμάνοι• οι δεύτεροι, γιατί ήθελαν να παίρνουν αυτοί (στο στρατό
και, προπάντων, στη διοίκηση) τις θέσεις που προορίζονταν για τα αρπαγμένα
χριστιανόπουλα, και οι πρώτοι, για ν’ απαλλαχτούν από τον απάνθρωπο δεκατισμό, που αποτελούσε μια από τις κύριες πηγές της δυστυχίας τους. 
Η διττή αυτή αντίδραση καθώς και άλλοι μικρότερης σημασίας παράγοντες οδήγησαν στη βαθμιαία αποδυνάμωση και, τελικά, στην εγκατάλειψη του παιδομαζώματος.
Παρακάτω θα παραθέσουμε πηγές που αναφέρονται στην παρακμή του θεσμού του
παιδομαζώματος.





Ο Ενετός βάιλος C. Garzoni γράφει στην πρώτη αναφορά του από την Πόλη
το 1573: «Αυτός ο στρατός των Γενιτσάρων είναι ο πιο πιστός που είχε ο Τούρκος,
αλλά τώρα δεν είναι τόσο καλός, όπως ήταν συνήθως άλλοτε, γιατί σκοτώθηκαν πολλοί
στον πόλεμο της Μάλτας, πολλοί χάθηκαν στην Ουγγαρία, πολλοί στην Κύπρο και στη
ναυμαχία [της Ναυπάκτου] και οι Τούρκοι άρχοντες, που είναι εντεταλμένοι να τηρούν
πάντα το συνηθισμένο αριθμό των γενιτσάρων, είναι υποχρεωμένοι να δέχονται
πολλούς γιούς Τούρκων και όλους τους γιούς των σκοτωμένων γενιτσάρων, για να
συμπληρώσουν τον αριθμό των δεκατριών-δεκατεσσάρων χιλιάδων∙ αυτοί, επειδή δεν
είναι εκπαιδευμένοι με εκείνη την αυστηρότητα […] που εκπαιδεύονταν οι ατζεμί
ογλάν, δεν γίνονται τόσο δυνατοί ούτε τόσο αφοσιωμένοι στο Μεγάλο Αφέντη, όπως οι
άλλοι, αλλά έχουν διαφθείρει σ’ ένα κάποιο βαθμό τη στρατιωτική πειθαρχία των
γενιτσάρων».

Ο επίσης βάιλος L. Bernardo στην επίσημη αναφορά του (1592) περιγράφει
ως εξής την κατάσταση: «Αλλά τώρα όλη αυτή η τάξη κινδυνεύει να αλλοιωθεί και να
χαλάσει, γιατί το μεγαλύτερο μέρος αυτών των ατζέμ ογλάν είναι γιοί Τούρκων, οι
οποίοι [Τούρκοι γονείς], για να ωφεληθούν οι ίδιοι, δηλαδή για να ξαλαφρώσουν από
τις δαπάνες [της ανατροφής] και να κερδίσουν χρήματα, δίνουν τα αγόρια τους σε
Χριστιανούς για να πληρώσουν το χαράτσι τους [το φόρο των παιδιών τους]. Από
αυτούς λίγοι γίνονται τώρα γενίτσαροι […] πολλοί φαίνονται άπειρα και ακατάλληλα
παιδιά, που με δυσκολία κρατούν το αρκεβούζιο. Γι ’αυτό οι γενίτσαροι έχουν ξεπέσει
πολύ από την παλιά φήμη για την αξία τους και είναι άνθρωποι άθλιοι και άνανδροι.»

Ο Γάλλος διπλωμάτης στην Πόλη (1584-1606) Francois de Savary Seigneur
de Breves χαρακτηρίζει τους γενιτσάρους (κάπως υπερβολικά) «ως ταραχοποιούς ανθρώπους χωρίς πίστη, χωρίς θρησκεία, σαν μαζεμένους από έναν υπόνομο από όλες
τις κοινωνικές τάξεις της Τουρκίας και της Χριστιανοσύνης, και εξόριστους ή φυγάδες
από τις χώρες τους, εξαιτίας των πολύ μεγάλων εγκλημάτων τους

Μπορούμε να πούμε συνοπτικά πως η σταδιακή εγκατάλειψη του θεσμού του
παιδομαζώματος είναι αποτέλεσμα κυρίως δυο παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας
είναι σχετικός με την αντίθεση των Ελλήνων-Χριστιανών στην ύπαρξη του θεσμού
αυτού και ο δεύτερος παράγοντας αναφέρεται στην επιθυμία του Τούρκων-
Μουσουλμάνων να υποκαταστήσουν με τα παιδιά τους τα αρπαζόμενα αγόρια στις
θέσεις τους.

.Οι δύο αυτοί παράγοντες σε συνδυασμό και με τη διαρκώς μεγαλύτερη
πίεσή τους πάνω στη σουλτανική εξουσία, την οδήγησαν στην σταδιακή εγκατάλειψη
της λειτουργίας του θεσμού. Το γεγονός αυτό είχε σίγουρα διαφορετικές επιπτώσεις
για την κάθε πλευρά. Οι υπόδουλοι λαοί δυνάμωσαν, ανακουφίστηκαν από το
τεράστιο αυτό βάρος και είχαν την δυνατότητα να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο  τρόπο τις δυνάμεις τους. 

Αναμφίβολα η εγκατάλειψη του παιδομαζώματος έδωσε την
ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι υπόδουλοι λαοί θα απαλλαχτούν μια και καλή από τα
δεινά της δουλείας. Αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα για απελευθέρωση και την πρόοδο
των υπόδουλων. Αντίθετα οι Οθωμανοί εξασθένησαν. Οι άλλοτε πιστοί στους
Σουλτάνους και φοβεροί στους εχθρούς τους Γενίτσαροι κατάντησαν ένα
κληρονομικό στρατιωτικό σωματείο.

Με λίγα λόγια...

«Η αγάπη είναι μία προσωρινή τρέλα. Εκρήγνυται όπως το ηφαίστειο και μετά καταλαγιάζει. Και όταν καταλαγιάσει πρέπει να πάρεις μία απόφαση. Πρέπει να σκεφτείς αν οι ρίζες σας έχουν γίνει τόσο δεμένες που είναι ασύλληπτο πως κάποτε ζούσατε χώρια. Γιατί αυτό είναι αγάπη. Η αγάπη δεν είναι παγερή, δεν είναι ο ενθουσιασμός, δεν είναι οι υποσχέσεις για αιώνιο πάθος. Είναι απλά η «αγάπη» που κάθε ένας από εμάς μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι την έχουμε.

Η αγάπη από μόνης της είναι αυτό που μένει όταν ο έρωτας έχει περάσει, και αυτό είναι μία τέχνη και ένα τυχαίο γεγονός. Η μητέρα σου και εγώ το είχαμε, είχαμε ρίζες που μεγάλωναν από κάτω μας, και όταν όλα τα φύλλα έπεσαν από τα κλαδιά μας, ανακαλύψαμε ότι ήμασταν ένα δέντρο και όχι δύο.»


Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι



Το τελευταίο γκολ του Τόνι Σαβέβσκι!

Το τελευταίο γκολ του μεγάλου Τόνι Σαβέβσκι  στην πρώτη εθνική...



Σεζόν 2000-2001
ΑΕΚ-Τρικαλα 2-1

Με λίγα λόγια...

 «Η νύχτα μου έχει γίνει ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα εξαιτίας σου»

Ibn Abbad



Στάση Λεωφορείου, Ουίλιαμ Ινγκ, Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα, η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας παρουσιάσει το έργο του Ουίλιαμ Ίνγκ ¨Στάση Λεωφορείου¨. 

 Ένα έργο στο οποίο δε θα λείψουν και οι σκηνές Φαρ Ουέστ...





 Στην Ελλάδα τη "Στάση Λεωφορείου" πρωτοπαρουσίασε ο Κάρολος Κουν, στο Θέατρο Τέχνης την περίοδο 1956/57, σε μετάφραση δική του και του Μηνά Χρηστίδη ενώ στη πρώτη εκείνη διανομή συμμετείχαν η Βέρα Ζαβιτσιάνου (Σερί) και ο Κώστας Μπάκας (Βίρτζιλ).


Υπόθεση: 
 Μια ομάδα ταξιδιωτών, αποκλείεται το βράδυ μιας χιονοθύελλας, σ' ένα μπαρ του Κάνσας. Αποκλεισμένοι εκεί, επιβάτες και προσωπικό, θα αποκαλύψουν τον εαυτό τους στους άλλους, αναζητώντας το σοβαρότερο και "μέγα μυστήριο της ζωής", τον έρωτα. Θα βρουν τον έρωτα; ή θα συνεχίσουν την καθημερινότητά τους. Το λεωφορείο πάντως θα συνεχίσει τον δρόμο του και η ζωή τον δικό της...

 Πρόκειται αναμφίβολα για ένα έργο από εκείνα που ανήκουν στην κατηγορία αυτών που απεικονίζουν την πραγματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου.

 Με αφετηρία το ομότιτλο θεατρικό έργο του Γουίλιαμ Ίνγκε, η «Στάση Λεωφορείου» φέρνει αντιμέτωπα δύο άτομα με διαφορετικές εμπειρίες και εκ διαμέτρου αντίθετη στάση ζωής. Εκείνος, άβγαλτος και με την ορμή του 20χρονου, νομίζει ότι έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του. Εκείνη, με «αμαρτωλό» και γεμάτο απογοητεύσεις παρελθόν, ταξιδεύει από πόλη σε πόλη με τελικό προορισμό το Χόλιγουντ. Σε κάποια στάση υπεραστικού λεωφορείου, καθηλωμένοι από χιονοθύελλα, αμφότεροι θα αντιληφθούν ότι τα όνειρα έχουν όριο και κάποια στιγμή παραμένουν…

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Άννα Βενέτη .... Έλμα
Καίτη Λαμπροπούλου .... Γκρέϊς 
Γιάννης Αργύρης .... Γουΐλ 
Γιώργος Μάζης .... Τσάρλυ
Βέρα Ζαβιτσιάνου .... Σερί 
Κώστας Ρηγόπουλος .... Δόκτωρ Λάϊμαν
Χρήστος Τσάγκας .... Καρλ Κώστας
 Κακαβάς .... Μπο
 Γρηγόρης Βαφιάς .... Βίρτζιλ

Μετάφραση: Κάρολος Κουν - Μηνάς Χρηστίδης
Μουσική επιμέλεια: Σοφία Μιχαλίτση
Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάκας
Ηχογράφηση 1967

Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:




Πηγές: GreekRadioTheater,in.gr

Ο Χέρμαν Σούντερμαν και η πρόσληψη των έργων του στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα.

Η Λογοτεχνική Διαδρομή απόψε θα σας παραθέσει σημαντικά στοιχεία για τον Γερμανό λογοτέχνη Ερμανδο Σούντερμαν μέσα από την εκτενή ανάλυση της κας Μαυρογένη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση της για το σημαντικότερο έργο του συγγραφέα την Τιμή, ένα σπουδαίο έργο που το παρουσίασα σε έκδοση Ραδιοφωνικού θεάτρου:




Ο  Χέρμαν Ζούντερμαν είναι  σήμερα  ένας  μάλλον  ξεχασμένος  γερμανός θεατρικός  συγγγραφέας. Όμως,  την  τελευταία  δεκαετία  του  19ου  αιώνα  υπήρξε  από  τους  πιο  δημοφιλείς  συγγραφείς  του  καιρού  του.

  Έχει γραφτεί  πως  η  φήμη  του  μπορεί  να  συγκριθεί  με  αυτήν  που  απέκτησαν ο  Τσάρλυ  Τσάπλιν  ή  οι  Μπητλς  τον επόμενο  αιώνα,  τα  έργα  του  παίχτηκαν  στα  μεγαλύτερα  θέατρα  της  Ευρώπης  και  της Αμερικής,  και  επηρέασαν  το  θέατρο  από  την  Ιαπωνία  έως  τη  Λατινική  Αμερική.

Ξεκίνησε ως  συγγραφέας  μυθιστορημάτων  και  καταπιάστηκε  με  το  θέατρο  σχετικά  μεγάλος.  Το  πρώτο  του  δράμα,  η  Τιμή,  τον  τοποθέτησε  στη  μεγάλη οικογένεια  του  Νατουραλισμού  και  εκτίναξε  τη  φήμη  του  σε  όλη  τη Γερμανία  «εις  μίαν  και  μόνην  εσπέραν»,  στις  27  Νοεμβρίου  του  1889.

Ακολούθησαν  Το  τέλος  των  Σοδόμων  το  18916  και  η  Εστία  το  1893. Γρήγορα  η  φήμη  του  ξεπέρασε  τα  όρια  της  πατρίδας  του  και  απασχόλησε  τον  παρισινό  Τύπο,  ο  οποίος,  όπως  μας  είναι  γνωστό,  κατείχε  «την δύναμιν  του  καθιερούν  τας  φιλολογικάς  επισημότητας  και  του  διασπείρειν  την  φήμην  των  ανά  τον  κόσμον  σύμπαντα».  

Η  Σάρα  Μπερνάρ  θα ανεβάσει  στο  Παρίσι  το  1895  την  Πατρική  στέγη  ή  Εστία  ή  Μάγδα,  όπως μετονομάστηκε  από  την  ίδια  τη  μεγάλη  βεντέτα,  η  οποία  έπαιξε  τον  ομώνυμο,  πρωταγωνιστικό  εννοείται,  ρόλο,  παρουσία  του  συγγραφέα.
Αυτή υπήρξε  και  η  απαρχή  της  παρουσίας  του  Ζούντερμαν  στο  ελληνικό  κοινό.  

Το  1895,  με  αφορμή  την  παρισινή  πρεμιέρα,  εμφανίζονται  τα  πρώτα ενημερωτικά άρθρα για τον συγγραφέα και τα έργα του.

Στο  κλίμα  που  είχε  δημιουργηθεί  από  την  υποδοχή  του  Δουμά-γιού και  των  έργων  συμβατικού  ρεαλισμού  αφενός  και  αφετέρου  από  την πρώτη  γνωριμία  με  τη  ριζοσπαστική  τέχνη  του  Ερρίκου  Ίψεν,  ο  Ζούντερμαν  θα  θεωρηθεί  ως  καταλληλότερος  συγγραφέας  για  την  ελληνική  σκηνή  και  ο  πιο  ευπρόσιτος  για  το  ελληνικό  κοινό,  το  οποίο  μόλις είχε  αρχίσει  «να  διαπαιδαγωγήται  εις  τα  αληθή  έργα  και  εις  την  αληθή τέχνην».

 Τα  πρώτα  δημοσιεύματα,  αναδημοσιεύσεις  από  τον  ευρωπαϊκό  Τύπο,  αμφισβητούσαν  τις  δάφνες  που  έδρεπε  ως  εκπρόσωπος  της  νέας γερμανικής  σχολής  και  τον  «μέμφονταν  επί  δειλία»  και  καιροσκοπισμό:  «Ανακατώνει»,  λένε,  «εις  την  φυσιογραφικήν  τέχνην  του,  απομίμησιν  της  του  Γκογκούρ  και  του  Ζολά,  ιδέας  και  προβλήματα  σχετικώς τολμηρά,  ειλημμένα  από  την  Γεωργίαν  Σάνδην  και  διαμορφοί  τα  δραματικά  του  έργα  κατά  τον  τύπον  των  του Δουμά  και  του  Ίψεν».  

Παρόμοια  δημοσιεύματα  θα  εμφανιστούν  ξανά  γύρω  στα  μέσα  της  πρώτης δεκαετίας  του  20ού  αιώνα.

  Σε  αυτά  επισημαίνεται  ότι  πολλά  από  τα έργα  του  είναι  «δράματα  θέσεως»,  ότι  δεν  θεωρείται  «ικανώς  οπαδός του  φυσικισμού,  ότι  ακόμη  πλείστα  διετήρησε  στοιχεία  του  αρχαίου  τεχνικού  θεάτρου»,  ότι  «είνε  ποιητής  του  συμβιβασμού»  που  με  μεγάλη επιτηδειότητα  μπορεί  να  συνδυάζει  στοιχεία  «εκπεφρασμένου  πραγματισμού» και «κατά συνθήκην ιδανισμού». 

 Αν  και  προφανώς  σε  αυτές  ακριβώς  τις  ιδιότητες  οφείλεται  η  μεγάλη  επιτυχία  του  Ζούντερμαν  στην  ελληνική  σκηνή,  στο  ενδιάμεσο διάστημα  δεν  θα  διατυπωθούν  παρόμοια  σχόλια.  Το  ενδιαφέρον  δεν  θα στραφεί  τόσο  στη  δραματουργική  τεχνική  του  συγγραφέα,  αλλά  θα  επικεντρωθεί  στο  ιδεολογικό  περιεχόμενο  των  έργων  του.  Αυτός  υπήρξε εξάλλου  και  ο  δίαυλος  μέσα  από  τον  οποίο,  κατά  κύριο  λόγο,  λειτούργησε  στο  ελληνικό  θέατρο  η  πρόσληψη  του  μοντερνισμού  όλη  αυτήν την περίοδο.

 Ο  Ζούντερμαν  θα  κάνει  τελικά  την  θριαμβευτική  του  είσοδο  στο ελληνικό  θέατρο  με  την  Τιμή,  η  οποία  παίχτηκε  στο  θέατρο  Τσόχα  από τον  θίασο  του  Ευάγγελου  Παντόπουλου  και  του  Ευτύχιου  Βονασέρα ο  1898,  σε  μετάφραση  του  Χαραλάμπη  Άννινου.
  
Η  παράσταση  θεωρήθηκε  ως  «το  πιο  ευχάριστο  θεατρικό  γεγονός  της  τρέχουσας  θεατρικής  περιόδου»  και  η  φήμη  της  προσέλκυσε  στο  θέατρο  όχι  μόνο  τη βασιλική  οικογένεια  αλλά  και  «τας  απωτέρας  λαϊκάς  τάξεις».  Πολύ γρήγορα  το  έργο  υιοθετήθηκε  από  το  σύνολο  των  ελληνικών  θιάσων και  παίχτηκε  σε  όλα  τα  θεατρικά  στέκια  της  εποχής...  «από  του  Νείλου μέχρι του  Δουνάβεως».

Πριν  σβήσουν  οι  εντυπώσεις  από  την  παράσταση  της  Τιμής,  το  ενδιαφέρον  για  τον  Ζούντερμαν  τροφοδότησε  η  επίσκεψη  στην  Αθήνα  της ιταλίδας  ηθοποιού  Ελεονώρας  Ντούζε  η  οποία  επέλεξε  τη  Μάγδα,  ως πρώτο  έργο  για  την  γνωριμία  της  με  το  αθηναϊκό  κοινό. Πριν  ακόμη από  την  άφιξή  της,  είχε  ανακοινωθεί  ότι  το  έργο  μετέφραζαν  ο  Αριστομένης  Προβελέγγιος  και  ένας  ακόμη  αθηναίος  λόγιος  με  το  ψευδώνυμο  Μιλτιάδης  Αθηναίος.Η  μετάφραση  του  τελευταίου  εκδόθηκε τον  Ιανουάριο  του  1899,  λίγες  μέρες  πριν  την  άφιξη  της  Ντούζε,  χάριν εκείνων  που  θα  παρακολουθούσαν  την  παράστασή  της.

 Ενδεχομένως, την  ίδια  μετάφραση  αξιοποίησε  η  Αικατερίνη  Βερώνη  για  να  ανεβάσει τη  Μάγδα  στην  Κωνσταντινούπολη  στις  7  Μαρτίου  του  ίδιου  έτους.Επίσης,  το  καλοκαίρι  του  1899  ο  Ευάγγελος  Παντόπουλος  θα  παίξει στην  Αθήνα  αρχικά  Την  καταστροφή  των  Σοδόμων  και  κατόπιν  τη  Μάγδα  σε  μεταφράσεις  που  εκπόνησε,  ειδικά  για  το  θίασο,  ο  Σπύρος  Μαρκέλλος.

  Τα  Σόδομα,  πρόσφατη  επιτυχία  των  ευρωπαϊκών  θεάτρων, διαφημίστηκε  ως  «το  νεώτερον  και  σπουδαιότερον  έργον  του  μεγάλου ιεροκήρυκος  της  ανθρωπότητος  Έρμαν  Σούδερμαν»,έκανε  δέκα  παραστάσεις  μέσα  σε  ένα  μήνα,  αλλά  δεν  φαίνεται  να  ξαναπαίχτηκε  στην ελληνική  σκηνή.
Αντίθετα,  τη  Μάγδα  θα  την  υποδυθούν  –  εκτός  από την  Βερώνη  και  την  Φιλία  Αργυροπούλου,  πρωταγωνίστρια  στην  παράσταση  του  Παντόπουλου,  και  άλλες  ελληνίδες  ηθοποιοί,  από  την Ευαγγελία  Παρασκευοπούλου  και  την  Αρτεμισία  Ζάμπου  έως  την  Μαρίκα  Κοτοπούλη,  την  Βασιλεία  Στεφάνου  και  την  Φωφώ  Γεωργιάδου, και  θα  την  παίζουν  συχνά,  τουλάχιστον  μέχρι  την  πρώτη  δεκαετία  του νέου αιώνα. 

Το  επόμενο  έργο  του  Ζούντερμαν  που  παίχτηκε  από  ελληνικό  θίασο  ήταν  η  Κλεμμένη  ευτυχία,  η  οποία  ανέβηκε  από το  Βασιλικό  Θέατρο  το  1903  σε  μετάφραση  του  Κωσταντίνου  Χατζόπουλου  με  πρωταγωνίστρια  την  Αικατερίνη  Βερώνη.Ακολούθησε  ο  Φριτς  το  1911  από  τον  θίασο  της  Κυβέλης  Αδριανού με  πρωταγωνιστή  τον  Θωμά  Οικονόμου.  Και  τα  δύο  έργα  παίχτηκαν λίγες  φορές  και  οι  παραστάσεις  τους  δεν  άφησαν  σπουδαία  ίχνη  στον αθηναϊκό  Τύπο.

  Το  ελληνικό  κοινό  γνώρισε  ακόμα  τις  Φωτιές  του  ΆηΓιάννη  έργο  «μετριωτάτης  αξίας  και  αμφιβόλου  ηθικής»,  το  οποίο έπαιξε  στην  Αθήνα  η  γερμανίδα  ηθοποιός  Άγκνες  Ζόρμα  στις  9  Νοεμβρίου του 1900. Αν  και  οι  περισσότερες  παραστάσεις  των  έργων  του  γερμανού  συγγραφέα  σχολιάστηκαν  εκτενώς,  μόνο  η  Τιμή,  και  δευτερευόντως  η  Μάγδα,  θεωρήθηκε  ότι  καταπιάνονταν  με  ζητήματα  που  μπορούσαν  να ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία. «Η  Τιμή  και  η  Μάγδα  του  ηδύναντο  να  επικληθώσιν  αμφότερα  Τιμή, έκαστον  δε  να  λάβη  ως  ίδιον  διακριτικόν  το  όνομα  του  πρωταγωνιστού. Εις  υιός  και  ετέρωθεν  μια  κόρη  εξέρχονται  της  πατρικής  στέγης.  Και επιστρέφοντες  ευρίσκονται  εις  όλως  αλλοίαν  θέσιν  πλέον  απέναντι  της οικογενείας των.  Αι περί τιμής ιδέαι των διίστανται ριζικώς».Στη  Μάγδα  η  σύγκρουση  επέρχεται  ανάμεσα  στον  πατέρα,  το  πατρικό κύρος,  τις  οικογενειακές  αξίες  και  τις  περιορισμένες  ελευθερίες  των γυναικών  από  τη  μία  πλευρά,  και  στην  κόρη  από  την  άλλη,  η  οποία  «εισέρχεται  εις  την  αρχαίαν  στενότητα  και  τον  περιορισμόν  της  πατρικής οικίας  ως  αντιπρόσωπος  του  νέου  πνεύματος».

  Από  τη  μια  ο  θρόνος, η  θρησκεία,  η  πατρίδα,  η  οικογένεια  και  από  την  άλλη  η  πάλη  «δια  την ύπαρξη  και  τα  δικαιώματα  του  ατόμου»,  η  οποία  (πάλη)  στην  περίπτωση  των  γυναικών  ισοδυναμούσε  με  παραβίαση  του  ηθικού  κώδικα  και προσέβαλε  ταυτόχρονα  όλους  τους  παραπάνω  θεσμούς  και  τις  αξίες που αντιπροσώπευαν.Η  τέταρτη  πράξη,  όπου  ο  πάτερ  φαμίλιας  πεθαίνει  χωρίς  να  έχει  συγχωρήσει  την  κόρη  του  για  την  αποσκίρτησή  της  από  την  πατρική  εστία και  τις  αξίες  της,  εκτός  από  τις  υποκριτικές  ευκαιρίες  που  πρόσφερε στις  πρωταγωνίστριες,  είχε  διφορούμενο  τέλος. Άφηνε  μεν  την  κόρη  να ζήσει,  μολονότι  είχε  παραστρατήσει  στα  μονοπάτια  του  ατομικισμούαλλά  την  άφηνε  συντετριμμένη  από  τις  συνέπειες  των  επιλογών  της.

  Στο  έργο  πράγματι  διαφαίνεται  η  ευχέρεια  του  Ζούντερμαν  στον  συμβιβασμό  ανάμεσα  στο  παλιό  και  το  νέο,  έτσι  ώστε  δια  «επιτηδείας», όπως  γράφτηκε,  «συνενώσεως  αμφοτέρων,  αμφοτέρας  τας  μερίδας  να ικανοποιή».  Κάπως έτσι έγινε και με το ελληνικό κοινό. 

  Η  Τιμή  αντίθετα  δεν  άφηνε  τέτοια  περιθώρια  συμβιβασμού.  Ήταν ωστόσο  το  έργο  που  παίχτηκε  πιο  πολύ  και  προκάλεσε  τις  περισσότερες  αλλά  και  τις  πιο  αντιφατικές  αντιδράσεις.  Έκανε  τις  98  από  τις 170  παραστάσεις  που  έκαναν  συνολικά  τα  έργα  του  Ζούντερμαν  την περίοδο  1898-1912.  Επιπλέον,  προκάλεσε,  όπως  θα  δούμε  παρακάτω, τη  συγγραφή  δύο  ελληνικών  έργων  και  ενδεχομένως  επηρέασε  τη  συγγραφή  περισσότερων.  

 Στην  επιτυχία  της  συνέβαλε,  ασφαλώς,  η  έλλειψη  αποξενωτικών  δραματουργικών  χαρακτηριστικών,  όμως  εκείνο  που προκάλεσε  το  ενδιαφέρον  και  έγινε  μαγνήτης  έλξης  για  το  κοινό  των περιπλανώμενων ελληνικών θιάσων ήταν το θέμα της. 

 Το  έργο  διαδραματίζεται  στο  Βερολίνο,  ανάμεσα  στην  πίσω  αυλή ενός  εργοστασίου,  όπου  είναι  εγκατεστημένη  η  οικογένεια  Χάινεκε και  στο  παρακείμενο  μέγαρο,  όπου  κατοικεί  η  οικογένεια  του  εργοστασιάρχη  Μύλιγκ.  Το  δράμα  ξεκινά  με  την  επιστροφή  στην  πατρική εστία  του  Ροβέρτου,  γιου  της  οικογένειας  Χάινεκε,  μετά  από  δεκαετή εργασία  στην  Ινδία,  στις  επιχειρήσεις  του  εργοστασιάρχη  και  προστάτη του  ίδιου και  της  οικογένειάς του.  Ο Ροβέρτος  διαπιστώνει την  ψυχική απομάκρυνση  από  την  οικογένειά  του  και  ανακαλύπτει  σταδιακά  την ηθική  της  εξαχρείωση.  

 Η  Άλμα,  η  μικρή  του  αδελφή,  με  την  ανοχή  των γονιών  της  και  την  υποστήριξη  της  αδελφής  της  έχει  γίνει  ερωμένη  του γιου  του  αφεντικού  του.  Ο  Ροβέρτος  θα  προσπαθήσει  να  τους  σώσει και  να  υπερασπιστεί  την  τιμή  της  οικογένειάς  του,  στη  συνείδηση  του οποίου  ταυτίζεται  ακόμα  με  τη  δική  του  τιμή.  

 Οι  ίδιοι  όμως  θα  προτιμήσουν  τα  σαράντα  χιλιάδες  μάρκα  που  τους  προσφέρει  ο  Μύλιγκ, ως  εξαγορά  για  την  χαμένη  τιμή  της  Άλμας.  Το  δράμα  λύεται  με  την επέμβαση  του  κόμητος  Τραστ,  ο  οποίος  θα  προσπαθήσει  να  απαλλάξει  τον  Ροβέρτο  από  «τους  φαντασιώδεις  δεσμούς  που  νομίζει  ότι  έχει προς  την  οικογένειάν  του»  και  με  την  έννοια  της  τιμής  που  πρεσβεύει εκείνη.  Θα  ισχυριστεί  «ότι  έχομεν  τόσα  διαφορετικά  είδη  τιμής  όσαι κοινωνικαί  τάξεις  υπάρχουν»  και  ότι  εφόσον  ο  Ροβέρτος  δεν  ανήκει πια  στην  ίδια  τάξη  με  την  οικογένειά  του,  δεν  έχει  και  την  ίδια  αίσθηση τιμής.  

Σε  τελευταία  ανάλυση,  υποστηρίζει  ότι  «ε  δεν  υπάρχει»,  καθώς  για  τους  πολλούς  είναι  μια  αξία  σχετική  και  εξαγοράσιμη.  Υπάρχει  μόνο  ένα  ανώτερο  αίσθημα  καθήκοντος  και  μια  εσωτερική  αίσθηση αξιών, η οποία δεν εξαρτάται από τους άλλους και συνεπώς κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέσει με «μίαν κακοήθη πράξιν».


Ο  Ροβέρτος  θα  παραδεχτεί  στο  τέλος  τις  ιδέες  του  κόμητος  Τραστ, τις  σκληρές  «όπως  η  φύσις»  και  απότομες  «όπως  η  αλήθεια», και θα  παραιτηθεί  από  την  αρχική  του  πρόθεση  να  εκδικηθεί  εκείνον  που αποπλάνησε  την  αδελφή  του.  

Η νέα,  εξατομικευμένη  σύλληψη  της  έννοιας  της  τιμής  τού  επιτρέπει  να  αποταυτιστεί  από  την  οικογένειά  του και  να  αδιαφορήσει  για  την  τιμή  και  την  τύχη  της.  Μαζί  με  την  κόρη της  οικογένειας  Μύλιγκ,  η  οποία  συμμερίζεται  τις  ιδέες  του  Τραστ,  θα εγκαταλείψουν  τις  οικογένειές  τους  και  θα  ζητήσουν  να  πλάσουν  μια «νέαν πατρίδα» και ένα «νέον καθήκον».

 Η  παράσταση,  όπως  είδαμε,  ενθουσίασε  το  κοινό  και  προκάλεσε «ασυνήθη  κριτικήν  κίνησιν».  «Δεν  θα  μείνη  φαίνεται  Έλλην  επαγγελλόμενος  οπωσδήποτε  τον  λόγιον  ο  οποίος  να  μη  γράψη  μιαν  κριτικήν περί  της  Τιμής»,  έγραφε  η  Εφημερίδα  λίγες  μέρες  μετά  την  πρεμιέρα του  έργου.  

 Όμως  οι  εξιδανικευμένες  ιδέες  περί  τιμής  που  εξέφρασε ο  κόμης  Τραστ  δεν  τους  βρήκαν  όλους  σύμφωνους  και  ο  εσωτερικός αγώνας  του  Ροβέρτου  για  να  τις  αποδεχτεί  και  να  τις  ακολουθήσει  δεν τους έπεισε.

  Η  κριτική,  γενικώς,  παρέκαμψε  την  ταξική  έννοια  της  τιμής  και εστίασε  στο  ζήτημα  της  οικογενειακής  τιμής,  στην  παραίτηση  του αδελφού  από  την  υποχρέωση  να  σκοτώσει  τον  διαφθορέα  της  αδελφής του,  καθώς  και  στις  επιπτώσεις  που  θα  μπορούσε  να  έχει  μια  τέτοια συμπεριφορά στο κοινωνικό οικοδόμημα.

 Είναι  γεγονός  ότι  μεγάλο  μέρος  του  Τύπου  υποδέχθηκε  με  ευμένεια τη  σκηνική  επιτυχία  του  έργου.  Κάποιοι  επιδόθηκαν  σε  εγκώμια  για  τις φιλοσοφικές  θέσεις  που  αναπτύχθηκαν  στη  διάρκεια  της  παράστασης και  τις  οποίες  οι  ίδιοι  ήταν  σε  θέση  να  εκτιμήσουν.  

 Παράλληλα,  αναγνώρισαν  ότι  η  ελληνική  κοινωνία  δεν  ήταν  ώριμη  να  τις  υποδεχτεί, αλλά  υπέθεσαν  ότι  μπορούσε  να  παραδειγματιστεί  από  τις  ιδεολογικές θέσεις  του  δράματος.

Υπήρξαν  όμως  και  εκείνοι  που  γαλουχημένοι  με τη  δραματουργική  τεχνική  του  Δουμά-γιου  έδιναν  ιδιαίτερη  βαρύτητα στην  τελική  έκβαση  του  έργου,  η  οποία  προσέκρουε  στο  δικό  τους  αίσθημα  τιμής.  Ήταν  πρόθυμοι  να  αποδεχτούν  τη  σχετικότητα  της  τιμής, αλλά  θεωρούσαν  ότι  η  οικογενειακή  τιμή  έπρεπε  να  εξαιρεθεί.

  Προσπάθησαν  να  δώσουν  τις  δικές  τους  εκδοχές  για  το  τέλος  που  θα  έπρεπε να  έχει  το  έργο  προκειμένου  να  περισωθεί  η  οικογενειακή  τιμή,  η  οποία είχε  σπιλωθεί  από  την  ατιμασμένη  αδελφή.
 
  Υποστήριξαν  ότι  η  ατιμία μόνο  με  αίμα  μπορούσε  να  ξεπλυθεί,  διακηρύσσοντας,  συγχρόνως,  ότι «ευτυχώς»  είμαστε  «λαός  όστις  έχει  ενόρκους  αθωούντας  τους  φονεύοντας  τον  εραστήν  και  την  αδελφήν,  όταν  ευρεθούν  εις  την  θέσιν  του ατιμασθέντος Ροβέρτου Χάινεκε».

 Από  τις  τάξεις  των  παραπάνω  προήλθαν  δύο  συγγραφείς  θεατρικών  έργων,  οι  οποίοι  δεν  φαίνεται  να  είχαν  άλλη  σχέση  με  τη  θεατρική σκηνή,  πέρα  από  αυτήν  που  τους  ενέπνευσε  η  παράσταση  της  Τιμής.  

 Σκοπός  τους  δεν  ήταν  να  ανασκευάσουν  τη  θεωρητική  της  βάση,  αλλά  να  επισημάνουν  τους  κινδύνους  που  διέτρεχε  η  ελληνική  κοινωνία από  την  υιοθέτηση  του  ιδεολογικού  της  περιεχομένου  και  να  υπερασπιστούν τα πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη. 

 Το  1899,  δηλαδή  λίγους  μήνες  μετά  την  παράσταση  της  Τιμής,  εκδόθηκε  μια  τρίπρακτη  κωμωδία  με  τον  τίτλο  Η  τιμή  του  Σούδερμαν. Πρόκειται  για  μια  εκτενέστατη  έμμετρη  σάτιρα  την  οποία  υπογράφει κάποιος  Γ.  Η.  Ησαΐας,  πρόσωπο  άγνωστων  λοιπών  στοιχείων.  Πάντως το  έργο  έχει  όλα  τα  χαρακτηριστικά  της  πιο  αντιδραστικής  σατιρικής στιχουργίας του Γεώργιου Σουρή. 

Σ  κωμωδία,  η  οποία  εκτυλίσσεται  στην  Αθήνα,  ο  Ροβέρτος  Χαϊβάνης  είναι  Έλληνας  και  έχει  μια  αδελφή,  την  Ζιζή,  η  οποία  κλαίει  και οδύρεται  στην  κυριολεξία  γιατί  φοβάται  ότι  αν  ο  αδελφός  της  μάθει πως  ανταλλάσσει  ερωτικούς  όρκους  με  κάποιον  άνδρα  θα  τη  σκοτώσει,  διότι,  όπως  της  υπενθυμίζει  η  μητέρα  της,  «όταν  του  πειράξουν την  τιμή  της  αδελφής  του  –  Έλλην  είναι  και  σκοτώνει  με  φανατισμόν απίστου». 

 Στο  μεταξύ  όμως,  ο  Ροβέρτος  παρακολούθησε  την  παράσταση  της  Τιμής  του  Ζούντερμαν  στο  θέατρο  Τσόχα,  ασπάστηκε  τις θεωρίες  περί  σχετικότητας  της  οικογενειακής  τιμής  και  μετατράπηκε αυτόματα  σε  απόστολο  των  νέων  ιδεών.  Στη  συνέχεια,  θα  επιδοθεί  o ίδιος  στη  μετάφραση  και  των  άλλων  έργων  του  γερμανού  συγγραφέα και  θα  ωθήσει  την  αδελφή  του  να  εγκαταλείψει  την  οικογενειακή  εστία για  να  συζήσει  με  τον  εραστή  της.  Όταν  ο  τελευταίος  θα  την  εγκαταλείψει,  ο  Ροβέρτος  την  εξωθεί  στην  πορνεία,  χρησιμοποιώντας  πάντα διαστρεβλωμένα  επιχειρήματα  που  αντλεί  από  το  έργο  του  γερμανού συγγραφέα. Στην  τρίτη  πράξη  ο  ίδιος  ο  Ζούντερμαν  εμφανίζεται  στη  σκηνή  μαζί με  τη  σύζυγό  του.  Τον  έχει  προσκαλέσει  ο  Ροβέρτος  να  διδάξει  αυτοπροσώπως  τις  νέες  θεωρίες  περί  τιμής  στο  απολίτιστο  γένος  των  Ελλήνων.  Στο  τέλος  όμως  θα  παραδεχτεί  ότι  είναι  απλά  απατεώνας  και  ότι ο  έλληνας  θαυμαστής  του  έκανε  λάθος  που  πήρε  κατά  γράμμα  τις  ιδέες του  και  δεν  προστάτεψε  την  τιμή  της  αδελφής  του.  Μετά  την  αποκάλυψη,  ο  Ροβέρτος  συνέρχεται  και  τον  ξαποστέλνει  στο  Βερολίνο  «διότι», όπως  του  λέει,  «δεν  χωνεύεσθαι  σε  στόμαχο  Ελλήνων».  Και  το  έργο  τελειώνει  με  το  επιμύθιο:  «Ρωμηός  να  ζης  και  ναποθάνης…  Κι  ας  είμεθ’ απολίτιστοι κι ας λέγεσαι Χαϊβάνης!».


Τελικά,  ίσως  ο  Ζούντερμαν  δεν  ήταν  και  τόσο  κατάλληλος  για  την ελληνική  σκηνή.  Η  προστασία  της  γυναικείας  αγνότητας  ήταν  θεμελιώδους  σημασίας  αρχή  για  την  πατριαρχική  ηθική  και  η  αμφισβήτησή της  τοποθετούσε  αυτόματα  τον  συγγραφέα  της  Τιμής  δίπλα  στον  Ίψεν και τον καθιστούσε εξίσου δυσκολοχώνευτο. 

 Σε  εντελώς  διαφορετικό  είδος  ανήκει  το  δεύτερο  έργο  το  οποίο «έγεινε  προς  αντιπερισπασμόν  της  Τιμής  του  Σούδερμαν».Δύο  μόλις  μήνες  μετά  την  πρώτη  παράσταση  παίζεται  στην  Αθήνα  από  τον θίασο  του  Δημήτρη  Κοτοπούλη  και  της  Αικατερίνης  Βερώνη  το  δράμα του  Χρήστου  Χρηστοβασίλη  Για  την  τιμή.

  Ο  Χρηστοβασίλης  (18551937)  δεν  είχε  εμφανιστεί  ξανά  ως  θεατρικός  συγγραφέας,  ήταν  όμως γνωστός  ως  διηγηματογράφος  και  συνεργάτης  της  Ακρόπολης.  Είχε αναμειχθεί  σε  διάφορες  αλυτρωτικές  κινήσεις,  διετέλεσε  διευθυντής των  γραφείων  της  εθνικής  Εταιρείας  «Ελληνισμός»  από  το  1899  ως το  1908,  και  αργότερα  πολιτεύτηκε.

  Το  λογοτεχνικό  του  έργο  χαρακτηρίζεται  από  τη  νοσταλγία  για  την  κλειστή  αγροτική  οικονομία  και από  την  εξιδανίκευση  της  παραδοσιακής  κοινότητας,  ενώ  ο  εθνικισμός αποτέλεσε το βασικό όχημα για την πολιτική του δράση.

 Το  έργο  του  Για  την  τιμή  δεν  είχε  σκηνική  επιτυχία  αλλά  εκδόθηκε από  τη  Θεατρική  Βιβλιοθήκη  των  εκδόσεων  Γεωργίου  Φέξη  το  1904.
Ο  Χρηστοβασίλης  το  χαρακτηρίζει  «τραγωδία»,  η  κριτική  ωστόσο  δυσκολεύτηκε  να το  κατατάξει  σε  έναν «ωρισμένον φιλολογικόν τύπον», αν  και  βρήκε  ότι  συγγένευε  με  τα  δραματικά  ειδύλλια  του  Σπυρίδωνα Περεσιάδη.

  Η  υπόθεσή  του  τοποθετείται  στην  Πάργα  την  εποχή  των πολέμων  με  τον Αλή  πασά  και  αφορά  ένα  έγκλημα  τιμής.  Ένας  Σουλιώτης  πολεμιστής  σκοτώνει  την  αδελφή  του  επειδή  την  είδε  να  συνομιλεί με  έναν  άνδρα.  Το  έγκλημα  διαπράττεται  μέσα  σε  ατμόσφαιρα  προφητειών, μαγγανείας και οραμάτων.

  Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η διαρκής  ενασχόληση  όλων  των  προσώπων  του  δράματος  με  την  ιδέα  της οικογενειακής  τιμής  και  την  υποστήριξη  της  θέσης  ότι  η  ατιμία  ξεπλένεται  μόνο  με  αίμα.

  Πριν  ακόμη  από  τον  φόνο  η  τιμή  ορίζεται  βαρύτερη  από  τη  ζωή  και  ο  δράστης  δηλώνει  την  πρόθεσή  του  να  βουτήξει λαίμαργα  στο  αδελφικό  αίμα  τα  χέρια  του  για  να  την  υπερασπιστεί. Μετά  τον  φόνο  ακολουθεί  ο  ύμνος  στη  γυναικεία  τιμή  από  τη  μάνα,  ο «εξαγνισμός»  και  η  δικαίωση  του  φονιά.

  Στο  σπίτι  του  συρρέουν  εν είδει  χορού  οι  συγχωριανοί  με  κορυφαίους  τον  Κίτσο  Μπότσαρη  και τον  Φώτο  Τζαβέλλα  για  να  δικαιώσουν  και  να  δοξάσουν  τον  δράστη ως  ήρωα  που  με  την  πράξη  του  δόξασε  το  σπίτι,  τη  φάρα  του  και  το Σούλι.

  Όταν  επιτέλους  αποκαλύπτεται  η  αγνότητα  της  κόρης,  ένας  ιερωμένος  διατάζει  να  χτυπήσουν  τις  καμπάνες  και  δίνει  το  σύνθημα  για να  πανηγυρίσει  όλο  το  χωριό  γιατί  «η  Δάφνη  βγήκε  τίμια  και  άδικος  ο φόνος».

 Τέλος,  ο  ιερέας  θα  αποτρέψει  μαζί  με  τα  μέλη  της  υπόλοιπης κοινότητας  την  αυτοκτονία  του  αδελφού  με  το  επιχείρημα  ότι  η  ζωή και  η  θέλησή  του  ανήκουν  στο  Σούλι:  «Στο  Σούλι  όλοι  ανήκουμε,  κι όχι στο θέλημά μας».

 Αυτό  το  «μανιφέστο»  κατά  του  ατομικισμού  γράφεται  ακριβώς  την περίοδο  που  ο  συγγραφέας  δραστηριοποιείται  στην  «εθνική  Eταιρεία» του  Νεοκλή  Καζάζη  για  να  υπηρετήσει  ένα  πολιτικό  πρόγραμμα  στο οποίο,  όπως  έχει  επισημανθεί,  «το  έθνος  προβάλλεται  ως  κοινότητα αλληλεγγύης,  και  ο  εθνικισμός  ως  ένα  μοντέλο  κοινωνικής  συνοχής που  απαντά  στο  κοινωνικό  ζήτημα  και  στους  κινδύνους  διάλυσης  του κοινωνικού ιστού». 

Η  Τιμή  συνέχισε  να  παίζεται  κατά  τη  διάρκεια  της  πρώτης  δεκαετίας του  20ού  αιώνα  και  οι  παραστάσεις  της  δεν  έπαυσαν  να  προκαλούν αντιδράσεις  όπως  οι  προηγούμενες.

  Το  1903,  για  παράδειγμα,  ο  Περικλής  Γιαννόπουλος  δημοσιεύει  ένα  άρθρο  στο  Νουμά  με  θέμα  ξανά το  έργο  του  Ζούντερμαν  και  το  αποστολικό  καθήκον  που  έχουν  οι  διαννοούμενοι  να  εξαλείψουν  την  επιρροή  της:  «Ο  έλλην  πατήρ,  υιός, αδελφός  σκοτώνει.  Παίρνομεν  λοιπόν  ημείς  την  Tιμήν  του  Σούδερμαν την  μεταφράζομεν,  την  εξυμνούμεν,  την  διδάσκομεν  εις  το  θέατρον, την  συζητούμεν  και  λέγομεν  ημείς  οι  πνευματικοί  πατέρες,  οι  οδηγοί,  η τιμή είναι κολοκύθια, δεν υπάρχει τιμή».

 Ήδη  όμως  ο  προβληματισμός  γύρω  από  το  θέμα  είχε  θέσει  σε  κίνηση άλλες  δυνάμεις  και  είχε  οδηγήσει  στη  συγγραφή  νέων  έργων  από  πρωτοεμφανιζόμενους,  κατά  κύριο  λόγο,  συγγραφείς.  Οι  τελευταίοι  αποτύπωναν  στα  έργα  τους  τις  πρόσφατες  συνειδησιακές  ανακατατάξεις  και προσπαθούσαν  μέσα  από  τη  δραματουργική  επεξεργασία  των  εγκλημάτων  τιμής  να  επανανοηματοδοτήσουν  το  περιεχόμενο  της  τιμής,  από συλλογική,  οικογενειακή  υπόθεση,  ταυτισμένη  με  την  κοινωνική  αξία των  μελών  της,  σε  μια  έννοια  με νέο,  πιο  εξατομικευμένο  περιεχόμενο.

Ωστόσο,  όπως  έχει  καταδείξει  η  ιστορική  και  η  ανθρωπολογική έρευνα,  τα  εγκλήματα  «δια  λόγους  τιμής»  διατηρήθηκαν  ως  κοινωνική πρακτική  όχι  μόνο  στην  ύπαιθρο,  αλλά  και  στα  μεγάλα  αστικά  κέντρα, τουλάχιστον μέχρι και τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες.70 Αναρωτιέμαι  πάντως  αν  η  παράσταση  Της  τιμής  του  Σούδερμαν  του Ησαΐα,  την  οποία  ανέβασε  το  Εθνικό  Θέατρο  το  1994,71  υποδηλώνει μια  αναζωπύρωση  των  ζητημάτων  που  έφερε  στην  επιφάνεια  η  παράσταση του γερμανικού έργου στην  Αθήνα του 1899.

Πηγή: Μαρία Μαυρογένη.


Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...