Ο Σαίξπηρ.

 Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1564 στο Στράτφορντ (Stratford) και ήταν γιος του Τζον Σαίξπηρ και της Μαίρη Άρντεν, κόρης μεγαλοκτηματία της περιοχής. Ο Ουίλλιαμ ήταν το τρίτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Ο Τζον Σαίξπηρ ξεκινώντας από μικροκτηματίας απέκτησε σημαντική περιουσία από εμπορικές δραστηριότητες και αναρριχήθηκε κοινωνικά φτάνοντας στη θέση του δημάρχου το 1568. Για τα παιδικά χρόνια του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, αλλά ως γόνος εύπορης αστικής οικογένειας εκτιμάται ότι φοίτησε στο Grammar School του βασιλιά Εδουάρδου, όπου διδάχτηκε λατινικά, λογοτεχνία και ιστορία. Το 1582 παντρεύτηκε την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Άννα Χάθαγουεη και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, τη Σουζάνα (1582) και τα δίδυμα Χάμνετ και Ιουδήθ (1585).

Το 1592 βρίσκεται στο Λονδίνο και ασχολείται ήδη επαγγελματικά με το θέατρο. Την επόμενη διετία δημοσιεύονται οι ποιητικές συλλογές του Αφροδίτη και Άδωνις και Ο βιασμός της Λουκρητίας με αφιερώσεις στον Κόμη του Σαουθάμπτον. Το 1594 συμμετέχει στον έναν από τους δύο μεγάλους ανταγωνιστικούς θιάσους που λειτουργούσαν «υπό προστασία», για τον οποίο γράφει αποκλειστικά, εκείνον του λόρδου Αρχιθαλαμηπόλου. Τον επόμενο χρόνο γίνεται μεριδιούχος στον θίασο των Chamberlain’s Men και οι απολαβές από την ενασχόλησή του με την ηθοποιία και κυρίως τη θεατρική συγγραφή είναι υψηλές και ικανές να του εξασφαλίσουν μια εύπορη ζωή και την αγορά ενός αρχοντικού στην γενέτειρά του, το Στράτφορντ, όπου επρόκειτο να αποσυρθεί το 1610.





Από το 1599 ο θίασος εμφανιζόταν στο θέατρο Σφαίρα (Globe Theatre) και το 1603 μετονομάστηκε σε King’s Men, όταν ο Ιάκωβος Α΄ μετά την ενθρόνισή του τον πήρε υπό την προσωπική του προστασία με βασιλικό διάταγμα. Η βασιλική εύνοια αύξησε τις επιτυχίες και τα οικονομικά οφέλη του θιάσου και του Σαίξπηρ που το 1609 επέκτεινε την επιχείρησή του, αγοράζοντας και διαμορφώνοντας σε θεατρικό ένα χώρο του μοναστηριού των Μπλακφράιαρς (Blackfriers Theatre).

Η πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα υπήρξε η πιο γόνιμη για τον Σαίξπηρ, καθώς χαρακτηρίζεται ως η πιο πλούσια και αξιόλογη της συγγραφικής του παραγωγής. Στη διάρκειά της συνέγραψε τις μεγάλες τραγωδίες του Άμλετ, Βασιλιάς Ληρ, Οθέλλος, Μάκβεθ. Εκτός από τα θεατρικά του έργα, ο Σαίξπηρ ήταν συγγραφέας των περίφημων Σονέτων του που συνέθετε παράλληλα με τη θεατρική του δραστηριότητα, αλλά μάλλον προόριζε για ανάγνωση από ιδιώτες. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην κατοικία του στο Στράτφορντ, όπου απεβίωσε, σύμφωνα με την παράδοση, μετά από μια βραδιά οινοποσίας με τον Μπεν Τζόνσον. Εκεί βρίσκεται ο τάφος του.

Η Αϊσε Ιμαμ βγαζει κοκκινη καρτα στον Τσαβουσογλου

 Κύριε Τσαβουσογλου οποίος δεί ποτε και από εσάς δεν θέλω να μού πατάτε και να μου λερώνεται το ιερό τόπο μού όσο το πατάτε τόσο πολύ πονάει  η ψυχή μου είστε ανεπιθύμητοι εδώ στη Θράκη μάς  γενικά στη χώρα μας Αίσε Ιμαμ από τα ελληνικά πομακοχωρια της Θράκης και όχι τουρκικά εδώ είναι Ελλάς και έτσι θα παραμένει Θράκη ελληνική γη και όχι τουρκική.




Το θέατρο της εποχής του Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ

 Η πλούσια κληρονομιά της ρωσικής δραματουργίας και πεζογραφίας τον 19ο αιώνα σχετίζεται με την καθοριστική επίδραση που άσκησε ο ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός έμελλε να αποτελέσει την κατεξοχήν εθνική δραματουργική παράδοση στη Ρωσία, κατορθώνοντας να επηρεάσει ευρύτερα την τέχνη του θεάτρου, αφού εισήγαγε νέες προσεγγίσεις στην υποκριτική αλλά και τον σχεδιασμό των παραστάσεων, δηλαδή τη σημερινή σκηνοθεσία (Houghton,1973, σ. 6).





Η πρώτη απόπειρα προς μια ρεαλιστική κατεύθυνση στη δραματουργία αποδίδεται στον Γκόγκολ (1809-1852) ο οποίος αντικατέστησε τον έμμετρο λόγο της ρομαντικής δραματουργίας με την πρόζα, θέτοντας τις βάσεις για ένα ρεαλιστικό θέατρο ήδη από το 1830(Vacquier, 1931, σ. 41). Οι χαρακτήρες των έργων του ήταν καθημερινοί, λαϊκοί άνθρωποι που μιλούσαν απλά κι ανεπιτήδευτα κι όχι άνθρωποι με εξουσία και δύναμη ή ήρωες που άρθρωναν έναν πομπώδη λόγο (Vacquier, 1931, σ. 41).

Με τον Οστρόφσκι ο ρεαλισμός στο ρωσικό θέατρο εδραιώθηκε. Ο ίδιος έγραψε πάνω από πενήντα έργα που αφορούσαν τα κατώτερα και μεσαία στρώματα χωρίς όμως να λείπει και η άρχουσα τάξη από τα έργα του (Vacquier, 1931, σ. 42). Ο Οστρόφσκι σάρκασε, καυτηρίασε τόσο τους ανθρώπους των πόλεων όσο και των επαρχιών χωρίς να τους κατηγορεί, παρά εκδηλώνοντας συμπάθεια, πολλή περισσότερη απ’ ό,τι ο Γκόγκολ που εξέθετε τα ελαττώματά τους με τρόπο αυστηρό. Ο Οστρόφσκι επιλέγει κοινότοπους χαρακτήρες με ανιαρές ζωές που συγκρούονται με το κατεστημένο των κοινωνικών τάξεων και τους θεσμούς. Είναι δηλαδή οι απλοί, πεζοί χαρακτήρες που αναδεικνύονται σε μοχλό. Πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να μιμηθούν τον Οστρόφσκι, χωρίς όμως να σημειώσουν ιδιαίτερη επιτυχία με αποτέλεσμα στο τέλος του 19ου αιώνα να σημειώνεται μια ύφεση, κρίση στη δραματουργία.

Στο τελείωμα του 19ου αιώνα το ρεύμα του ρεαλισμού έφτασε στο αποκορύφωμά του με τη συμβολή του Θεάτρου της Μόσχας (Houghton 1973, σ. 6). Οι Στανισλάφσκι με τον Νταντσένκο ίδρυσαν το Θέατρο της Μόσχας το 1898, δημιουργώντας μια τομή στα θεατρικά πράγματα της εποχής εκείνης. Στα πλαίσια του θεάτρου αυτού αναπτύχθηκε μια υποκριτική μέθοδος που προέκρινε την ρεαλιστική προσέγγιση στην ενσάρκωση των ρόλων. Εύλογα, η συνδρομή της βιωμένης εμπειρίας του ηθοποιού αποτελούσε ρυθμιστικό κομμάτι του ρόλου, οδηγώντας το συνολικό αποτέλεσμα σε ένα είδος ψυχολογικού ρεαλισμού(Vacquier, 1931, σ. 45). Το θέατρο της Μόσχας εξειδικεύτηκε στο ανέβασμα όλων των γνωστών έργων του Τσέχωφ που γράφτηκαν από την ίδρυσή του και εφεξής. Η δεύτερη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ήταν ο Γλάρος και ακολούθησαν ο Θείος Βάνιας, οι Τρεις Αδερφές, ενώ το 1904 ο Βυσσινόκηπος, το τελευταίο έργο του Τσέχωφ.(Houghton 1973). Το αποτέλεσμα της συνεργασίας δεν τάραξε μονάχα τα νερά της Ρωσίας, μα ολόκληρου του μοντέρνου κόσμου με τον πρωτοποριακό τρόπο που ανέβαζαν τα έργα(Houghton, 1973, σ. 6). Αυτό δεν ήταν τυχαίο καθώς στο θέατρο αυτό παρουσιάστηκαν σκηνικά οι ανεπαίσθητες αποχρώσεις του τσεχωφικού έργου με τρόπο αριστοτεχνικό, αποδεικνύοντας ότι «υπάρχει κάτι πιο ισχυρό, πιο βαθύ από τον καθαυτό λόγο που προφέρεται: η Φωνή της Σιωπής». Δεν είναι τυχαίο πως στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας κοσμεί ένας γλάρος(παραπέμποντας στον Γλάρο του Τσέχωφ) την προμετωπίδα και την αυλαία του επισφραγίζοντας την καθοριστική επίδραση του Τσέχωφ στο θέατρο. (Vacquier, 1931, σ. 45).

Γενικότερα στην Ευρώπη, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σημαδεύτηκε από τη στροφή προς τον ρεαλισμό, τάση που παρατηρήθηκε συνολικά στις τέχνες. Όσον αφορά το θέατρο και τη δραματουργία, η κυριαρχία του ρεαλισμού συντελέστηκε σχεδόν νομοτελειακά, έπειτα από τη φθίνουσα επίδραση της φαντασμαγορίας και του ρομαντικού ιδεώδους που χαρακτήρισε τη δραματουργία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα(σελ. 189 ανθολόγιο). Το κοινό πλέον είχε μετατοπιστεί ταξικά, κοινωνικά και το ίδιο έπρεπε να κάνει και η δραματουργία. Το αίτημα για ένα θέατρο με πιστότητα και αληθοφάνεια αναδείχτηκε σημαντικό.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Καλλέργης σε σχέση με την περίοδο εκείνη(Καλλέργης,1986, σ. 13):

Ήταν η εποχή του ρεαλιστικού θεάτρου. Ο Τσέχωφ στη Ρωσία και ο Ίψεν στη Νορβηγία στάθηκαν οι δύο πρωτοπόροι που με τα έργα τους καθιέρωσαν από τα τέλη του περασμένου αιώνα μια καινούρια αντίληψη για τον ρόλο και την επίδραση του θεάτρου στον κοινωνικό βίο, αλλά και μια νέα αντίληψη για την ίδια τη μορφή του θεάτρου, τέτοια, που να εκφράζει υποβλητικά τα πολυσύνθετα προβλήματα –ψυχολογικά, ηθικά, ταξικά- που αντιμετώπιζε ο άνθρωπος μέσα στις αντιφατικές και μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής.

Με άλλα λόγια, ο Τσέχωφ και ο Ίψεν στη Νορβηγία αξιοποίησαν και ανέδειξαν αριστοτεχνικά τη ρεαλιστική δυναμική της δραματουργίας και μαζί με τον Στρίντμπεργκ, που συνδέθηκε περισσότερο με τον νατουραλισμό, αναμόρφωσαν θεματικά και δομικά το θέατρο, διαδραματίζοντας έκτοτε καθοριστικό ρόλο στη δυτική δραματουργία(Βλαβιανού, κ.ά., 2008, σ. 192). Συγκεκριμένα, οι τρεις αυτοί δραματουργοί έθεσαν τα θεμέλια της δραματουργίας του 20ου αιώνα, ενώ αν συνυπολογίσουμε την εξάπλωση των λεγόμενων «ελεύθερων θεάτρων» που στέγασαν το ρεαλιστικό έργο της εποχής εκείνης σε Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Μόσχα(βλ. Θέατρο της Μόσχας παραπάνω), κατανοούμε την καθοριστική επίδραση που σημείωσε αυτή η δραματουργική στροφή στη διαμόρφωση του νεότερου αστικού δράματος(Βλαβιανού, κ.ά., 2008, σ. 194)

Ειδικά ο Τσέχωφ παρέλαβε την παράδοση του ρεαλισμού που αναπτύχθηκε κατά τον 19ου αιώνα και την οδήγησε στην δραματουργική ολοκλήρωσή της(Corrigan, 1955, σ. 107). Όπως λέει και ο Αλέξανδρόπουλος(1978, σ. 327):

Στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας ο Τσέχωφ είναι οργανική συνέχεια και ολοκλήρωση. Τα πρόσωπά του, τα προβλήματά του, η αφηγηματική του μανιέρα βρίσκονται μ’ ένα μέρος τους μέσα στα προηγούμενα. Όπου δεν αποκρούει την παλιότερη λογοτεχνία, την παίρνει για αυτονόητη αφετηρία, την προϋποθέτει. Έτσι ανταποκρίνεται σε μια μεγάλη ανάγκη –όσο κανένας άλλος είναι τοποθετημένος στην ώρα του. Η παλιά λογοτεχνία χρειαζόταν έναν Τσέχωφ για να ολοκληρωθεί, να πάρουν ανθρώπινες, προσιτές διαστάσεις οι πολύ μεγάλες αρετές της.


Πηγή: «Η αναβίωση του δραματουργικού μύθου του Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ στο Κίεβο του Σέρχιο Μπλάνκο: μια συγκριτική μελέτη των δύο έργων», Δημήτριος Παπαθανασίου

Βαθιά γαλάζια θάλασσα, του Τέρενς Ραντιγκαν. Ραδιοφωνικό θέατρο.

Το αποψινό Σαββατόβραδο Αγαπητοί φίλοι πρόκειται να σας παρουσιάσω το συγκλονιστικό κλασικό αριστούργημα του Τέρενς Ράντιγκαν "Βαθιά γαλάζια θάλασσα".

 Το έργο γράφτηκε το 1952 είναι ένα από τα πιο άρτια δημιουργήματα του Άγγλου συγγραφέα. 



Η υπόθεση του έργου:

Λάντμπροκ Γκρόουβ, Λονδίνο, 1952. Η Έστερ Κόλλυερ αποπειράται να αυτοκτονήσει. Τη βρίσκουν οι γείτονες που εισβάλλουν στο διαμέρισμά της. 

Σταδιακά έρχονται στο φως οι λεπτομέρειες της θυελλώδους σχέσης της με έναν πρώην πιλότο της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) και ο διαλυμένος γάμος της με έναν ανώτερο δικαστικό. Παράλληλα, φανερώνεται η μοναξιά, η συναισθηματική στέρηση και το καταπιεσμένο πάθος της.

 Στη μεταπολεμική Αγγλία των ασφυκτικών κοινωνικών πιέσεων, πίσω από το εύθραυστο προσωπείο των καλών τρόπων, σιγοβράζουν ανεκπλήρωτες επιθυμίες και η αίσθηση της απώλειας. 



Επιπλέον στοιχεία για το έργο

Πρόκειται για ένα δυνατό έργο σαν το ανομολόγητο πάθος που περιγράφει, που παίρνει τους καλούς ηθοποιούς και τους παρασέρνει σε εξαιρετικές ερμηνείες. Πολλοί το χαρακτήρισαν ως το πορτραίτο της βρετανικής κοινωνίας του περασμένου αιώνα.

Στο Λονδίνο το έργο παίζονταν επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, ενώ στην Ελλάδα παίχτηκε το 1952 από το  θίασο Λαμπέτη-Παπά-Χορν.

Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρόλος της Έστερ Κόλλυερ καθώς είναι ένας από τους πιο απαιτητικούς ρόλους του σύγχρονου δραματολογίου.


Η ηχογράφηση έγινε το 1966 για την εκπομπή ‘’Το θέατρο της τετάρτης’’

Παίζουν: Ελένη Χατζηαργύρη, Νάσος Κεδράκας, Ντόρα Βολανάκη, Λουίζα Ποδηματά, Σταύρος Ξενίδης, Νίκος Τζόγιας, Ανδρέας Μπάρκουλης, Βίκτωρ Παγουλάτος


       Η Ελένη Χατζηαργύρη στο ρόλο της Έστερ.


Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ραδιοφωνικο Θέατρο.


Πηγές:  culture Now, Greekradiotheater, New Post

Η Τιτανιδα Ηώ...

 Η Ηώς (αρχ. Έως ή Αύως, λατ. Αουρόρα) στην Ελληνική Μυθολογία ήταν η θεότητα - προσωποποίηση της αυγής, κόρης του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας, επομένως, αδελφή του Ήλιου - του οποίου προηγείται κάθε μέρα στο ουράνιο ταξίδι του - και της Σελήνης.




Η θεότητα αυτή, κατά την Ελληνική Μυθολογία, ήταν καθημερινή πρόδρομος του Ήλιου στον οποίο και άνοιγε κάθε αυγή, με τα ρόδινα χέρια της, την «Θύρα της Ανατολής». Έπειτα, στεφανοφορούνταν με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη («πρωινή δρόσος»), της οποίας οι σταγόνες άστραφταν ως αδάμαντες στις πρώτες ακτίδες του Ήλιου, που την ακολουθούσε.


Πίνακας: "Πύλες της Αυγής" - Herbert James Drape (1863-1920)

Πηγή: Θέατρο Παξινού

Μακεδων ο Ημαθιος, και η Ελληνικοτητα της Μακεδονιας

 Ο Μακεδών, σύμφωνα με άλλη παράδοση, είναι γηγενής αρχαιότατος βασιλιάς της Ημαθίας, της πρώτης Μακεδονικής περιοχής, η οποία έλαβε το όνομά του, το οποίον αργότερον επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Στράβων αναφέρει ότι η Μακεδονία πρότερον ελέγετο Ημαθία,  αλλά και ότι υπήρχε και πόλη Ημαθία, η οποία ευρίσκετο πλησίον της θαλάσσης.



‘’Ότι Ημαθία εκαλείτο πρότερον η νυν Μακεδονία. Έλαβε δε το ύνομα τούτο απ΄ αρχαίου τινός των ηγεμόνων Μακεδόνος. Ήν δε και πόλις Ημαθία προς θαλάσση.’’ (Γεωγρ., Ζ΄ απόσπ. 11). ‘’Η περιοχή που τώρα ονομάζεται Μακεδονία προηγουμένως εκαλείτο Ημαθία. Έλαβε δε το όνομα αυτό από το Μακεδόνα, έναν αρχαίο ηγεμόνα. Υπήρχε δε και πόλη με το όνομα Ημαθία κοντά στη θάλασσα’’.

Την ίδια παράδοση για το γηγενή βασιλιά τον Μακεδόνα, αναφέρει και ο Ψευδο-Σκύμνος (618-26): ‘’Υπέρ τα Τέμπη δ΄ έστιν η των Μακεδόνων χώρα παρά τον Όλυμπον εξής κειμένη, ής φασι βασιλεύσαι Μακεδόνα γηγενή, έθνος το Λυγκηστών τε και των Πελαγόνων, των κειμένων έχει τε παρά τον Αξιόν, και Βουτεατών, των τε περί τον Στρυμόνα. Εν τη μεσογείω δ΄ εισί μεν πολλαί πόλεις, η Πέλλα και Βέροια δ΄ επιφανέσταται˙ εν παραλία δε Θετταλονίκη Πύδνα τε’’.

Η Ημαθία της οποίας γηγενής αρχαιότατος βασιλιάς ήταν ο Μακεδών, έλαβε το όνομά της από τον Ήμαθο ή Άμαθο τον υιό του Μακεδόνος ή από τον Ημαθίωνα, όπως λεγόταν ο επώνυμος ιδρυτής της Ημαθίας. Κατά τον Ιουστίνο (Ζ΄ 1), η Μακεδονία πρότερον λεγόταν Ημαθία, διότι εκεί έδρασε το πρώτον ο Ημαθίων. Κατά μία εκδοχή-πρόταση το όνομα Ημαθίων σημαίνει το βασιλιά των ακτών.

Ο βασιλιάς Ημαθίων, υιός του Τιθωνού και της Ηούς, ήταν αδελφός του βασιλιά των Αιθιόπων Μέμνονος, όπως αναφέρεται από τον Ησίοδο: ‘’Τιθωνώ δ΄ Ηώς τέκε Μέμνονα χαλκοκορυστήν, Αιθιόπων βασιλήα, και Ημαθίωνα άνακτα’’. (Θεογονία, 984-985). ‘’Η Ηώς δε γέννησε στον Τιθωνό, το Μέμνονα τον οπλισμένο με χάλκινα όπλα, το βασιλιά των Αιθιόπων και το βασιλιά Ημαθίωνα’’. Ο Ημαθίων εφονεύθη από τον Ηρακλή, ο οποίος πηγαίνοντας να πάρει τα χρυσά μήλα των εσπερίδων πέρασε από την Αιθιοπία (Διόδ., Δ΄ 27)

Ημαθίων λεγόταν επίσης και ο βασιλιάς της Σαμοθράκης, υιός του Δία και της Πλειάδας Ηλέκτρας, αδελφός του Δαρδάνου (Νόνν., Διον., Γ΄ 186), ο οποίος βασίλευσε μόνος στο νησί και διηύθυνε τα Καβείρια μυστήρια, μετά την αναχώρηση του αδελφού του στην Τροία. Γέρος ων έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Διονύσου στην Ινδία, επικεφαλής πολεμιστών που έμοιαζαν με γίγαντες.

Όσα αναφέρονται έως τώρα για τη Μακεδονία, τα τοπωνύμια, τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται σε αυτήν, τα ονόματα, η θρησκεία, η γεωγραφία, οι πόλεις της κ.τ.λ., όλα είναι Ελληνικά˙ δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να μην είναι Ελληνικό. Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να είναι Βαρδαρίτικο Σλαβικό. Όλες οι λέξεις και όλα τα ονόματα είναι Ελληνικά. Ο υιός του Μακεδόνος Ήμαθος ή Άμαθος, ή ένας αρχαίος βασιλιάς, ο Ημαθίων, έδωσαν το Ελληνικότατο όνομά τους και την ταυτότητά τους σε μια περιοχή, την Ημαθία˙ άρα οι ίδιοι τι είναι όσον αφορά στην εθνότητά τους και ποια γλώσσα ομιλούν;

Ένας άλλος αρχαίος βασιλιάς και μάλιστα αναφερόμενος ως γηγενής, ο Μακεδών, έδωσε το Ελληνικό όνομά του και την ταυτότητά του στην περιοχή αυτή, τη Μακεδονία και φυσικά και στους κατοίκους της˙ συνεπώς ο ίδιος ο Μακεδών, τι είναι όσον αφορά στην εθνότητά του και ποια γλώσσα ομιλεί;

Ο Μακεδών αναφέρεται ως αρχαιότατος γηγενής βασιλιάς. Γηγενής, από τις λέξεις γη και γένω, σημαίνει αυτόν που γεννήθηκε από τη γη, ο οποίοςγεννήθηκε σε αυτή τη γη, το γήινο, τον αυτοφυή, τον αυτόχθονα, τον επιχώριο, τον εντόπιο. Ο όρος γηγενής αναφέρεται στους γεννηθέντας υπό της γης και χρησιμοποιείται ως επίθετο των Γιγάντων και αναλόγων πλασμάτων όπως ο Άργος, ο Τυφών, οι Σπαρτοί (οι οποίοι σύμφωνα με τη μυθολογία είχαν γεννηθεί υπό της γης, ή εκ της γης), ο Τιτυός ο υιός της Γης, (‘’ήγον εποψόμενον Τιτυόν, Γαιήϊον υιόν’’, ‘’πήγε να συναντήσει τον Τιτυό τον υιό της Γαίας’’, Οδύσσεια, η 324), αλλά και για να εκφράσει τον αυτόχθονα χαρακτήρα ηρώων, όπως ο Ερεχθεύς και το διπλότυπό του ο Εριχθόνιος, το οποίο δηλοί το αυτόχθονον των κατοίκων της Αττικής.

Το αυτόχθονον των κατοίκων της Αττικής αναφέρεται από τον ιστορικό Θουκυδίδη: ’’Οπωσδήποτε, όμως, η Αττική, επειδή ήταν λεπτόγειος δε γνώρισε επαναστάσεις και γι΄ αυτό την κατοικούσαν από πάντα οι ίδιοι άνθρωποι’’. (Α΄ 2). Στον αυτόχθονα χαρακτήρα των κατοίκων της Αττικής και των Ελλήνων γενικότερα, αναφέρεται και ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του: ‘’Ομολογείται μεν γαρ την πόλιν ημών αρχαιοτάτην είναι και μεγίστην και παρά πάσινανθρώποις ονομαστοτάτην˙ ούτω δε καλής της υποθέσεως ούσης, επί τοις εχομένοις τούτων έτι μάλλον ημάς προσήκει τιμάσθαι. Ταύτην γαρ οικούμεν ουχ ετέρους εκβαλόντες ουδ΄ ερήμην καταλαβόντες ουδ΄ εκ πολλών εθνών μιγάδες συλλεγέντες, αλλ΄ ούτω καλώς και γνησίως γεγόναμεν, ώστ΄ εξ ήσπερ έφυμεν, ταύτην έχοντες άπαντα τον χρόνον διατελούμεν αυτόχθονες όντες και των ονομάτων τοις αυτοίς οίσπερ τους οικειοτάτους την πόλιν έχοντες προσειπείν·.…’’. (δ΄ 23-24). ‘’Διότι είναι γενικώς αποδεκτό ότι η πόλη μας είναι η αρχαιότερη από όλες τις (ελληνικές) πόλεις και η μεγαλύτερη και η πιο ξακουστή από όλες τις πόλεις του κόσμου. 

Αλλά εάν η αρχή της ανάπτυξής της αποτελεί μεγάλη τιμή για εμάς, για τη μετέπειτα πορεία της μας αρμόζει να τιμόμαστε ακόμη περισσότερο. Διότι κατοικούμε αυτή τη χώρα, χωρίς να εκδιώξουμε άλλους από αυτήν, ούτε την καταλάβαμε ενώ ήταν έρημη (ακατοίκητη), ούτε εγκατασταθήκαμε σ΄ αυτήν ως μιγάδες από πολλά διαφορετικά φύλα. Αντιθέτως, είναι τόσο ευγενές και γνήσιο το γένος μας, ώστε τη χώρα στην οποία γεννηθήκαμε, εξακολουθούμε να κατοικούμε συνεχώς, διότι είμαστε γηγενείς, και μόνο εμείς από όλους τους Έλληνες έχουμε το δικαίωμα να προσφωνούμε την πόλη μας με τις ίδιες λέξεις, με τις οποίες προσαγορεύουμε τους πιο στενούς συγγενείς μας.…’’.

Έρημη χώρα, περιοχή, είναι αυτή στην οποία δεν υπάρχουν, δεν κατοικούν άνθρωποι. Ο Αισχύλος αναφέρει τον όρο αυτό στο έργο του Προμηθεύς Δεσμώτης: ‘’Χθονός μεν ες τηλουρόν ήκομεν πέδον, Σκύθην ες οίμον, άβροτον ες ερημίαν’’. (στ. 2). ‘’Στα έσχατα της γης έχουμε φθάσει, στα μέρη της Σκυθίας, σε απάτητη ερημιά’’.

Οι αρχαίες Ελληνικές παραδόσεις δηλούν ότι οι Έλληνες δεν ήταν επήλυδες ούτε κατακτητές, αλλά γηγενείς και αυτόχθονες. Δεν αναφέρεται από κανέναν, σε κανένα κείμενο, σε καμία παράδοση ότι οι Έλληνες ήταν επήλυδες. Εάν ήταν επήλυδες, ασφαλώς κάποιος συγγραφέας, κάποιος ποιητής θα ανέφερε από πού ήλθαν, θα ανέφερε κάτι από τις μνήμες των προγόνων, τα χαρακτηριστικά του τόπου όπου κατοικούσαν, κάτι για τον πολιτισμό των χωρών, ένα στοιχείο για τις πόλεις ή τις περιοχές από όπου ήλθαν.


Πηγή: Ι. Μερτζος

Η υπουλη τακτική εξόντωσης των Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915...

Για  τους  Αρμένηδες,  μελετούσαν  άλλα  «μέτρα»  οι  Νεότουρκοι,  πιο  αποτελεσματικά.  Έτσι, τον  δεύτερο  χρόνο  του  πολέμου  —1915—  βρίσκοντας  αφορμή  κάποιο  κίνημά  τους  στο  Βαν, αποφασίσαν τον αφανισμό  τους με την γενική σφαγή. 




Προσεχτικοί,  ωστόσο,  δεν  πήραν  με  το  άγριο  τους  Αρμένηδες  για  να  μη  βρεθούν  μπροστά σε  αναπάντεχη  αντίσταση.  Δουλέψανε  με  σύστημα,  σοφά,  μελετημένα,  αρχίζοντας καλοσυνάτα  με  μια  πολύ καθώς  πρέπει  επίσημη «δήλωση»,  που  δημοσιεύτηκε  στις εφημερίδες,  κι  όπου  εξηγούσαν  πολύ  ευγενικά,  ότι,  τίποτα  δεν  είχε  να  φοβηθή  κανένας Αρμένης  γιατί  τα  «εξαιρετικά  μέτρα  τα  οποία  αναγκάζεται  να  λάβη  το  Κράτος»  αποβλέπουν στην  εξασφάλιση...  της  ησυχίας  και  της  ασφάλειας  όχι  μόνο  των  Τούρκων,  αλλά  και  των ίδιων  των  Αρμένηδων. 

 Αληθινό  μνημείο  υπουλότητας  είναι  η  «δήλωση»  που  δημοσιεύτηκε στις  13  Ιουνίου  1915,  γι'  αυτό  κι  αξίζει  να  μεταφέρω  εδώ  μερικές  από  τις  ανεξίκακες γραμμές της: «Οι  συμπολίται  μας  Αρμένιοι  —άρχιζε—  συνεπεία  εξωτερικών  εισηγήσεων  παρασυρόμενοι εις  σφαλεράς  και  ανατρεπτικάς  ιδέας,  διαταράσσουσι  την  ιδίαν  αυτών  ησυχίαν  και  τα συμφέροντα,  συνάμα  δε  την  ησυχίαν  και  την  ασφάλειαν  της  Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας». Γι'  αυτό λοιπόν: «...  Το  Κράτος  ευρέθη  εις  την  ανάγκην  να  αποστείλη  την  Αρμενικήν  Κοινότητα  (έθνος)  εις μέρη  τα  οποία  έχει  ετοιμάσει  εις  τας  Γενικας  Διοικήσεις  του  εσωτερικού,  ίνα  κατοικήσουν εκεί  μέχρι  τέλους  του  πολέμου.  Ούτω  αποφασίζεται: 

 1)  Εξαιρουμένων  των  ασθενών, άπαντες  οι  Αρμένιοι  είναι  υποχρεωμένοι  πέντε  ημέρας  μετά  την  παρούσαν  δήλωσιν,  ν' αναχωρήσουν  συνολικώς  κατά  χωρία  και  συνοικίας  υπό  την  φρούρησιν  και  συνοδείαν  της χωροφυλακής. 
 2)  Κατά  την  αναχώρησιν  αυτών  είναι  ελεύθεροι  να  συναποκομίσουν  εκ  των κινητών  όσα  επιθυμούν,  απαγορεύεται  όμως  να  πωλούν  τα  κτήματα  και  τας  γαίας  αυτών και  τα  περιπλέον  κινητά  και  να  τ'  αφήνουν  εις  τον  μεν  και  τον  δε.  Διότι  της  απουσίας  αυτών ούσης...  προσωρινής  (!)  θα  φυλαχθώσιν  εις  δέματα  εντός  στερεών  και  υπό  την  επιτήρησιν της  κυβερνήσεως  φυλαττομένων  οικοδομών,  κατά  δε  την...  επιστροφήν  των  (!)  θα επιστραφούν  αυτούσια  εις  αυτούς  τους  ιδίους.  
3)  Δια  την  εξασφάλισιν  της  καθ'  οδόν ησυχίας  αυτών  ητοιμάσθησαν  ξενώνες  (χάνια)  και  κατάλληλα  οικήματα  και συνεπληρώθησαν  τα  μέτρα  της  ασφαλούς αφίξεως  αυτών  εις  τας  προσωρινάς  αυτών κατοικίας  χωρίς  να  εκτεθούν  εις  καμμίαν  υπερβασίαν  και  επίθεσιν.  
4)  Κατά  των επιτιθεμένων  κατά  της  περιουσίας,  της  ζωής  και  της  τιμής  ενός  ή  περισσοτέρων  Αρμενίων τα αποσπάσματα  της  χωροφυλακής  θα  κάμουν  χρήσιν  των  όπλων,  όσοι  δε  εξ  αυτών συλληφθούν  ζώντες,  θα  αποσταλούν  εις  το  στρατοδικείον  και  θα  καταδικασθούν  εις θάνατον». 

Τόσο  πολύ,  δηλαδή,  θα  φρόντιζε  το  τουρκικό  κράτος  για  την  προστασία  της  ζωής,  της  τιμής και  της  περιουσίας  των  Αρμένηδων,  ώστε  δήλωνε  επίσημα  ότι  όποιος  Τούρκος  πείραζε  στο δρόμο Αρμένη,  θα...  τουφεκιζόταν  επί  τόπου. 

Πηή : Ψαθας, Γη του Ποντου

Η γερμανική επέκταση και το τέλος της στη βόρεια Αφρική το 1943.

 Στην Αίγυπτο, αρχές Ιουλίου 1942, η 8η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Ώκινλεκ αναχαίτισε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στο Ελ Αλαμέιν, 60 μίλια δυτικά της Αλεξάνδρειας - οι δυνάμεις του Άξονα δεν κατόρθωσαν ποτέ να προχωρήσουν ανατολικότερα. Ήταν η προτελευταία φάση ενός αγώνα που είχε αρχίσει τον Σεπτέμβριο του 1940, όταν ο ιταλικός στρατός προέλασε 105 χιλιόμετρα μέσα στην Αίγυπτο. 






Τέλη του 1940 και αρχές του 1941 οι Βρετανοί απώθησαν τους Ιταλούς περίπου
550 χιλιόμετρα δυτικά. Στη συνέχεια, από τον Μάρτιο ως τον Απρίλιο οι Ιταλοί, με την αποφασιστική υποστήριξη γερμανικών στρατευμάτων υπό την ηγεσία του Ρόμμελ, απώθησαν τους Βρετανούς περίπου 600 χιλιόμετρα ανατολικά.

 Τέλη του 1941 μια βρετανική επίθεση ανάγκασε τις δυνάμεις του Άξονα να υποχωρήσουν γι' άλλη μια φορά 550 χιλιόμετρα. Αλλά ο Ρόμμελ, μετά από μια προέλαση περίπου 900 χιλιομέτρων (σε δύο φάσεις: Ιανουάριο με Φεβρουάριο του 1942, και Ιούνιο) έφτασε μέχρι το Ελ Αλαμέιν. Τέλος, τον Οκτώβριο του 1942, ο Στρατηγός Μοντγκόμερυ ξεκίνησε μια προέλαση 2.400 χιλιομέτρων, διώχνοντας οριστικά τους Γερμανοϊταλούς από την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Υπήρχαν κάποιοι σταθεροί παράγοντες σε αυτές τις εκστρατείες. 

Ο Στρατηγός φον Ράβενσταϊν περιέγραψε την έρημο ως «παράδεισο για τον αξιωματικό επιχειρήσεων και κόλαση για τον αξιωματικό επιμελητείας». Οι νικηφόρες προελάσεις επιμήκυναν τις γραμμές επικοινωνίας ενώ με τις οπισθοχωρήσεις τα στρατεύματα επανέρχονταν στις πηγές ανεφοδιασμού: έτσι διευκολύνονταν οι αντεπιθέσεις. 

Οι Γερμανοί στην έρημο, όπως και αλλού, είχαν ανώτερη τακτική από τους αντιπάλους τους. Πάνω απ' όλα, το πυροβολικό, τα άρματα μάχης και το πεζικό τους συνεργάζονταν μ' ένα τρόπο που οι Βρετανοί δυσκολεύονταν να εφαρμόσουν· μάλιστα, δεν έλειπαν οι αμοιβαίες δυσαρέσκειες μεταξύ βρετανικού πεζικού και τεθωρακισμένων. 

Σχολιάζοντας τις χειμερινές συγκρούσεις του 1941-42 στην Αφρική, το γερμανικό επιτελείο σημείωνε: «Ποτέ και πουθενά δεν επικεντρώθηκε η Βρετανική Ανωτέρα Διοίκηση με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της στο κρίσιμο και αποφασιστικό σημείο».




Ο ίδιος ο Ρόμμελ αποτελούσε από μόνος του ένα σταθερό πλεονέκτημα του Άξονα, όχι
μόνο χάρη στη δραστήρια ηγεσία του και τις ταχύτατες αντιδράσεις του, αλλά τις σχεδόν
μαγικές ιδιότητες που του απέδιδαν, ιδιαίτερα οι Βρετανοί. Ο Τσώρτσιλ αναφέρθηκε σ' αυτόν με κολακευτικά λόγια, στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Έχουμε απέναντί μας έναν πολύ τολμηρό και ικανότατο αντίπαλο και, ας μου επιτραπεί να πω, παραβλέποντας την απανθρωπιά του πολέμου, ένα μεγάλο στρατηγό»· ενώ ο Ώκινλεκ έκρινε απαραίτητο να διαμηνύσει στους διοικητές του στρατού του ότι το να μιλούν για τον Ρόμμελ σαν να ήταν υπεράνθρωπος ήταν κακό για το ηθικό και έπρεπε να απαγορευτεί.

Άλλο πλεονέκτημα του Άξονα ήταν η ποιότητα του εξοπλισμού. Τα γερμανικά άρματα ήταν ανώτερα - μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1942, οπότε μπήκαν στη μάχη τα αμερικανικής κατασκευής "Σέρμαν". (Τον Ιούνιο οι Βρετανοί υπέκλεψαν ένα μήνυμα στο οποίο αναφερόταν ότι ο Χίτλερ χαρακτήριζε τα βρετανικά άρματα «τενεκέδες».) Ο οπλισμός των βρετανικών αρμάτων μάχης ήταν ανεπαρκής και το βασικό άρμα κρούσεως, το
"Κρουσέιντερ", είχε ελλιπή δύναμη πυρός, λεπτή θωράκιση και δεν ήταν αξιόπιστο. Στις
αρχές του 1942, το αμερικανικής κατασκευής "Γκραντ" βελτίωσε κάπως τα πράγματα, αλλά
το πυροβόλο του είχε περιορισμένη στρεψιμότητα. Το 1942 ο Ώκινλεκ επέμενε ότι χρειαζόταν μια υπεροχή 3 προς 2 σε άρματα μάχης για να εξισορροπήσει την τεχνική και τακτική ανωτερότητα των Γερμανών ενώ για να αντιμετωπίσει τους Ιταλούς θεωρούσε αρκετό το να διαθέτει ισάριθμα άρματα. 

Μόλις το 1942 άρχισε η 8η Στρατιά να παραλαμβάνει αντιαρματικά πυροβόλα 6 λιβρών προς αντικατάσταση των αναποτελεσματικών αντιαρματικών των 2 λιβρών και τίποτα απ' ό,τι παρήγαν οι Σύμμαχοι δεν μπορούσε να συγκριθεί με τα τρομερά γερμανικά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 88 χιλιοστών, που χρησιμοποιούνταν και ως αντιαρματικά, με συντριπτικά αποτελέσματα.

Στους αιθέρες, τα γερμανικά Me-109F άνετα υπερτερούσαν όλων των βρετανικών
καταδιωκτικών μέχρι που εμφανίστηκαν τα Σπίτφαϊαρ V, την άνοιξη και το καλοκαίρι του
1942.

Υπήρχε όμως ένας μεταβλητός παράγων ο οποίος ήταν αποφασιστικός: ο ανεφοδιασμός. Οι Βρετανοί διέθεταν μια σχετικά ασφαλή γραμμή ανεφοδιασμού από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Ινδία. Όσο διέθεταν οι Σύμμαχοι αρκετά φορτηγά πλοία προς τη Μέση Ανατολή, καλύπτονταν οι καθυστερήσεις των δρομολογίων από το Ακρωτήριο της Ν. Αφρικής προς Αίγυπτο. 




Η ανάγκη να κρατηθεί η Μέση Ανατολή για να προστατευθούν τα δρομολόγια
ανεφοδιασμού της Ρωσίας μέσω του Ιράν, όπως και η ανάγκη να προστατευθούν οι
πετρελαιοφόρες περιοχές για να κρατηθεί η Ινδία ως βάση για την ανάσχεση της Ιαπωνίας και την υποστήριξη της Κίνας, αποτέλεσαν επιπλέον κίνητρα για την αμερικανική υποστήριξη της βρετανικής άμυνας.

 Το 1942 φαινόταν πολύ πιθανό, γερμανικές δυνάμεις από την Αφρική κ αι τη Ρωσία ν α σ υναντηθούν στο Ιράκ ή το Ιράν και να βοηθήσουν μια ιαπωνική εισβολή στην Ινδία. Εξαιτίας αυτών των φόβων, δόθηκε υψηλή προτεραιότητα στις θαλάσσιες μεταφορές για τον ανεφοδιασμό του βρετανικού στρατού στη Μέση Ανατολή.


Ο ανεφοδιασμός των Γερμανοϊταλών μπορούσε να γίνεται μόνο από λιμάνια της Μεσογείου, και μπορούσε να παρεμποδίζεται από υποβρύχια, πλοία επιφανείας και
αεροπλάνα. 

Η αποτελεσματική παρεμπόδιση χρειαζόταν σωστή πληροφόρηση· και μετά τον Ιούλιο του 1941 οι συστηματικές υποκλοπές των ιταλικών ραδιοσημάτων προειδοποιούσαν έγκαιρα τους Βρετανούς για κάθε πλοίο που διέσχιζε τη Μεσόγειο μεταφέροντας στρατεύματα ή εφόδια στις δυνάμεις του Άξονα στη Βόρεια Αφρική· αλλά ο χρόνος απόπλου και η πορεία των νηοπομπών τους ή των μεμονωμένων πλοίων μερικές φορές άλλαζαν εκ των υστέρων.

Οι Βρετανοί έπρεπε επίσης να σκηνοθετούν αεροπορικές αναγνωρίσεις των πλοίων που
σκόπευαν να χτυπήσουν, ώστε να αποκρύπτουν την επιτυχία τους στο σπάσιμο των κωδίκων. Όπως και να 'χει, διενεργούσαν αποτελεσματικές επιχειρήσεις με την αεροπορία, τα υποβρύχια και πλοία επιφανείας ("Δύναμη Κ") από τη Μάλτα και από βάσεις στη Βόρεια Αφρική.

 Η μετακίνηση μεγάλου μέρους της Λούφτβαφε στη Ρωσία το καλοκαίρι του '41, έκανε τα πράγματα ευκολότερα. Τον Ιούλιο και τον Οκτώβριο '41, οι Γερμανοϊταλοί έχασαν το 1/5 των φορτίων που προορίζονταν για τη βόρεια Αφρική· κάθε μήνα περνούσαν περίπου 72.000 τόνοι. Νοέμβριο του '41, χάθηκε το 62% των φορτίων· μόνο 30.000 τόνοι έφτασαν στον προορισμό τους. Οι μονάδες του Άξονα στο μέτωπο χρειάζονταν 30.000 τόνους το μήνα για κανονική κατανάλωση καυσίμων, πυρομαχικών, τροφίμων, και άλλατ τόσαγια ανεφοδιασμό της γραμμής επικοινωνιών, και για δημιουργία αποθεμάτων για τιςι ιταλικέςκαι γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις στην Αφρική. Τον Δεκέμβριο στάλθηκαν λιγότεροι τόνοι και με ισχυρή συνοδεία, και παρ' όλο που οι απώλειες μειώθηκαν στο 18%, μόνο 39.000 τόνοι έφτασαν στον προορισμό τους.

Ήταν η περίοδος που κλιμακωνόταν η βρετανική επιχείρηση CRU-SADER-Νοέμβριος 1941-,
η οποία εξελίχθηκε επιτυχώς, με ουσιαστική αριθμητική υπεροχή σε άρματα μάχης,
εναντίον ενός στριμωγμένου Ρόμμελ. Οι Γερμανοί απάντησαν με την ενίσχυση των
γραμμών ανεφοδιασμού τους. Τον Νοέμβριο του 1941 το 2ο Αεροπορικό Σώμα (Fliegerkorps II) της Λούφτβαφε άρχισε να φτάνει στη Σικελία από την ανατολική Ευρώπη και τα γερμανικά υποβρύχια πήραν εντολή να κατευθυνθούν στη Μεσόγειο. Στη Σικελία, η γερμανική αεροπορική δύναμη αυξήθηκε στα 425 αεροσκάφη (εξαιτίας της ρωσικής χειμερινής επίθεσης, ωστόσο, οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να φτάσουν τα 650 όπως είχαν προγραμματίσει). 

Η πρωταρχική σημασία του ρωσικού μετώπου φάνηκε όταν τα ίδια αυτά αεροπλάνα αποσύρθηκαν ξανά (τον Ιούνιο του 1942) στα Βαλκάνια, προκειμένου νααντικαταστήσουν αεροπορικές δυνάμεις που είχαν μετακινηθεί στη Ρωσία για να υποστηρίξουν την θερινή επίθεση του 1942. Νωρίτερα οι Γερμανοί, με τη βοήθεια τωνυ υποβρυχίων-υπήρχαν 21 γερμανικά υποβρύχια στη Μεσόγειο μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1941- του ιταλικού ναυτικού και της ιταλικής αεροπορίας, είχαν ανατρέψει τις βρετανικές επιτυχίες κι είχαν αποκαταστήσει την υπεροχή του Ρόμμελ στη Βόρεια Αφρική.

Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1941, το αεροπλανοφόρο Ark Royal, το θωρηκτό
Barham και 3 καταδρομικά βυθίστηκαν, ενώ 2 θωρηκτά, το Valiant και το Queen Elizabeth, βγήκαν εκτός μάχης από ιταλικά υποβρύχια-«μινιατούρες» στο λιμάνι της Αλεξανδρείας.

Ύστερα απ' αυτό, λίγες ήταν οι δυνατότητες των βρετανικών πλοίων επιφανείας ενάντια
στις ισχυρές ιταλικές νηοπομπές· τον ίδιο καιρό μειώνονταν σταθερά οι βρετανικές αεροπορικές και υποβρυχιακές επιθέσεις με ορμητήριο τη Μάλτα κατά των γραμμών ανεφοδιασμού του Ρόμμελ, λόγω των εντεινόμενων βομβαρδισμών του νησιού και των επιτυχών επιθέσεων κατά των βρετανικών νηοπομπών ανεφοδιασμού της Μάλτας

Τέλη του1941, μόνο ένα πετρελαιοφόρο έφτασε στη Μάλτα, κι άλλο ένα στις αρχές Ιανουαρίου του 1942. Αργότερα, τον ίδιο μήνα, έφτασαν τα 3 από τα 4 πλοία μιας νηοπομπής και ένα ακόμη πετρελαιοφόρο.

 Τον Φεβρουάριο, ωστόσο, δεν έφτασε στη Μάλτα κανένα πλοίο· και τον Μάρτιο κατάφερε να φτάσει μόνο το 1/5 των εφοδίων μια νηοπομπής· Απρίλιο και Μάιο καμία νηοπομπή. Όλο τον Φεβρουάριο γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά έριξαν 750 τόνους βομβών στο νησί· τον Μάρτιο 2.000 τόνους, και τον Απρίλιο 5.500 τόνους.(Χάριν συγκρίσεως, οι Γερμανοί έριξαν 520 τόνους στο Κόβεντρυ τον Νοέμβριο του 1940).

Ενάντια σε συγκεντρωμένους και εύκολα προσδιορισμένους στόχους, όπως ο ναύσταθμος και οι συνοικίες γύρω από τον Μεγάλο Λιμένα, αυτοί οι βομβαρδισμοί υπήρξαν πολύα αποτελεσματικοί Η Μάλτα συνέχισε να είναι σταθμός αεροσκαφών για τις πτήσεις προς τη Μέση Ανατολή, αλλά έπαψε να είναι βάση για επιθέσεις κατά του ναυτικού του Άξονα. Ακόμη και ο στολίσκος υποβρυχίων αποσύρθηκε από εκεί τον Απρίλιο του 1942. Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1942 οι Γερμανοϊταλοί έχασαν μόνο το 9% των φορτίων για τη Βόρεια Αφρική, και 107.000 τόνοι έφτασαν σώοι. Τον Απρίλιο έχασαν λιγότερο από 1% και πέρασαν 150.000 τόνοι, ενώ τον Μάιο χάθηκε λιγότερο από το 7% και 86.000 τόνοι έφτασαν στον προορισμό τους.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1941, οι δύο μεραρχίες πάντσερ του Ρόμμελ διέθεταν λιγότερα από 23 άρματα μάχης σε ικανοποιητική κατάσταση, ενώ οι Ιταλοί 15.




Αλλά την προηγούμενη μέρα
είχαν φτάσει νηοπομπές στη Βεγγάζη και στην Τρίπολη, και ξεφόρτωσαν 44 νέα άρματα·τώραο Ρόμμελ μπορούσε ν α περάσει σ την αντεπίθεση. Στις 5 Ιανουαρίου μεταφέρθηκαν στην Τρίπολη 54 άρματα μάχης και άλλα 71 στις 24 Ιανουαρίου. Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών γνώριζε για τις νηοπομπές αυτές αλλά δεν μπορούσε να μάθει τι μετέφεραν. Ως εκ τούτου, η δύναμη των Γερμανών αιφνιδίασε την 8η στρατιά, και ο Ρόμμελ μπόρεσε να εξαπολύσει μια επίθεση που ανάγκασε τους Βρετανούς να αποσυρθούν στη γραμμή Γκαζάλα.  

Η ενίσχυση των Γερμανών συνεχιζόταν καθώς περισσότερα πλοία του Άξονα διέσχιζαν με ασφάλεια τη Μεσόγειο. Την 1η Μαΐου 1942, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι  συμφώνησαν ότι η επίθεση στην έρημο έπρεπε να επαναληφθεί τέλη Μαΐου - όμως πριν από την κατάληψη τ ης Αιγύπτου έ πρεπε ν α προηγηθεί εισβολή σ τη Μάλτα. Ο Ρόμμελ ξεκίνησε την επίθεση του με 510 άρματα, από τα οποία τα 282 ήσαν ιταλικά. Μεταξύ των γερμανικών αρμάτων υπήρχαν και 19 Πάντσερ III με βελτιωμένο μακρύκανο πυροβόλο. Οι Βρετανοίείχαν 499 άρματα κρούσης από τα οποία τα 242 ήταν τύπου Γκραντ και τα 257 ήταν τα αναξιόπιστα Κρουσέιντερ, συν 287 άρματα μάχης υποστήριξης πεζικού· τα τελευταία ήταν ακατάλληλα για αναμέτρηση με άλλα άρματα μάχης και ως επί το πλείστον παρωχημένα

 Ως τις 15 Ιουνίου, οι Βρετανοί είχαν ηττηθεί σε μια σειρά μαχών και οι δυνάμεις τους μειώθηκαν σε 50 άρματα κρούσης και σε 20 άρματα υποστήριξης πεζικού. Στις 20 Ιουνίου το Τομπρούκ παραδόθηκε στους Γερμανούς, και 30.000 Βρετανοί και Νοτιοαφρικανοί στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι.αποκαλύπτονταν και οι επιχειρησιακοί στόχοι. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η ίδια η επίθεση του Ρόμμελ την 1η Ιουλίου: η αποκρυπτογράφηση ενός σήματος της συσκευής "Αίνιγμα" το πρωί  της 30ής Ιουνίου, έδειξε ότι ο Ρόμμελ πρότεινε να γίνει μια παραπλανητική επίθεση στα βόρεια το απόγευμα της ίδιας μέρας, στις 3 μ.μ., προτού εξαπολύσει την κύρια επίθεσή του Το απόγευμα μάθαιναν ότι η επίθεση είχε αναβληθεί για την επομένη (1η Ιουλίου) καιό ότιη 15η Μεραρχία Πάντσερ θα χτυπούσε στο κέντρο της γραμμής.

Αυτή η πληροφορία, αν και ελλιπής, βοήθησε τον Ώκινλεκ να αναχαιτίσει τον Ρόμμελ. Δύο μέρες αργότερα, ο Ρόμμελ  εγκατέλειψε την προσπάθεια να απωθήσει τους Βρετανούς.

Τέλη Αυγούστου, όταν ο Ρόμμελ προσπάθησε ξανά, η θέση των Βρετανών είχε βελτιωθεί ακόμη περισσότερο.

Ο Έρβινγκ Ρόμμελ


Η αντικατάσταση των παλιών με νέους Βρετανούς διοικητές (με τον Αλεξάντερ Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής και τον Μοντγκόμερυ Διοικητή της 8ης Στρατιάς) υπήρξε ευεργετική για το ηθικό, κυρίως λόγω της ικανότητας του Μοντγκόμερυ να αυτοπροβάλλεται. Η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών συγκέντρωνε ακόμη περισσότερου υλικό. Από τις αρχές Αυγούστου του 1942, οι αναφορές για τις δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική αποστέλλονταν κανονικά μέσω ασυρμάτου και εξίσου κανονικα αποκωδικοποιούνταν. Μάλιστα στις 17 Αυγούστου οι Βρετανοί αποκρυπτογράφοι στοΜ της Αγγλίας παρέδωσαν μιαν εκτίμηση που έκανε η διοίκηση του Ρόμμελ στις 15 Αυγούστου: Οι ενισχύσεις του είχαν δώσει μια προσωρινή υπεροχή - όχι όμως στον αέρα.

Αν τα εφόδια έφταναν εγκαίρως, θα επιχειρούσε επίθεση στις 26 Αυγούστου, αφού προηγουμένως ανασύντασσε τις δυνάμεις του στη διάρκεια της νύχτας, στο φως του φεγγαριού.  Ο Ρόμμελ έλπιζε ν α διασπάσει τ η γραμμή των Β ρετανών σ το νότιο άκρο του μετώπου.

Ακριβώς στη φάση εκείνη ο επανεξοπλισμός της Μάλτας και οι υπηρεσίες πληροφοριών
έδωσαν στους Βρετανούς τη δυνατότητα να περιορίσουν αποφασιστικά τον ανεφοδιασμότ Ρόμμελ. Σ τις 1 5 κ αι 17 Α υγούστου ο ι Βρετανοί βύθισαν δύο φορτηγά π λοία που
κατευθύνονταν προς βόρεια Αφρική, και στις 21 Αυγούστου ένα πετρελαιοφόρο.

Στις 24 Αυγούστου-και ξανά, τρεις μέρες αργότερα- ο Ρόμμελ ανέβαλε την επίθεση. Στις 29
Αυγούστου, μετά τη βύθιση άλλων δύο δεξαμενόπλοιων, ο Ρόμμελ αποφάσισε ότι δεν μπορούσε παρά να περιοριστεί σε μια τοπική επιχείρηση στο Ελ Αλαμέιν για να εξουδετερώσει την 8η Στρατιά. Στις 4 μ.μ. της 30ής Αυγούστου ο Ρόμμελ αποφάσισε να επιτεθεί την ίδια νύχτα, μολονότι είχε καύσιμα μόνο για τέσσερις-πέντε μέρες μάχης και πολεμοφόδια για έξι μέρες μάχης το πολύ. Τ ην ί δια ε κείνη τ η μέρα βυθίστηκε άλλο ένα τάνκερ, και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να μεταφέρουν καύσιμα από την Ιταλία αεροπορικώς. Καύσιμα δια θαλάσσης έφτασαν μόνο στις 4 Σεπτεμβρίου. 

Την 1η Σεπτεμβρίου, ο Ρόμμελ ματαίωσε την αναμέτρηση σ την Άλαμ Χάλφα και σ τις 2
Σεπτεμβρίου διέταξε οπισθοχώρηση στις αρχικές του θέσεις. Ο Ρόμμελ είχε καθηλωθεί από την διάταξη των στρατευμάτων ενός καλά πληροφορημένου Στρατηγού Μοντγκόμερυ και από τον περιορισμό του ανεφοδιασμού του από τις καλά πληροφορημένες βρετανικές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις, που χρησιμοποιούσαν την πρόσφατα ενισχυμένη βάση της Μάλτας: Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1942, οι δυνάμεις του Άξονα έχασαν το 1/3 των εφοδίων τους· και δεδομένου ότι οι Βρετανοί είχαν τη δυνατότητα να εντοπίζουν τα σημαντικότερα πλοία, οι επιπτώσεις ήταν πολύ χειρότερες από ό,τι υποδηλώνει το παραπάνω ποσοστό.

Αν και δέχονταν ενισχύσεις από αέρος, η δύναμη των Γερμανοϊταλών στην Αφρική,
συγκριτικά με τη βρετανική, συνέχισε να φθίνει. Ο Μοντγκόμερυ είχε στη διάθεσή του
συντριπτικά ανώτερο αριθμό ανδρών όταν η 8η Στρατιά επιτέθηκε στο Ελ Αλαμέιν το βράδυ
της 23ης Οκτωβρίου 1942. Την 1η Αυγούστου υπήρχαν 34.000 μάχιμοι Γερμανοί στη δυτική
έρημο. Στις 20 Οκτωβρίου υπήρχαν 49.000 Γερμανοί και 54.000 Ιταλοί. Η βρετανική 8η
Στρατιά διέθετε μια δύναμη 195.000 μάχιμων: Πάνω από τους μισούς ήταν από τη
Βρετανία· οι υπόλοιποι ήταν από την Ινδία, τη Ν. Ζηλανδία και τη Ν. Αφρική· συμμετείχαν
επίσης ελληνικά στρατεύματα τα οποία είχαν διαφύγει από την Ελλάδα, μαζί με μικρότερες
ομάδες των Μαχομένων Γάλλων (οι οποίοι είχαν διακριθεί σε μια κρίσιμη φάση προηγούμενης εκστρατείας στην έρημο). Πολλές από αυτές τις δυνάμεις είχαν εξοπλιστεί από τις ΗΠΑ: στους 9 πρώτους μήνες του 1942 έφτασαν στη Μέση Ανατολή 235 άρματα μάχης από τη Βρετανία και 1.218 από την Αμερική -συμπεριλαμβανομένων και των 300Σ Σέρμαν-και γύρω στα 24.000 βρετανικής κατασκευής μηχανοκίνητα οχήματα μαζί με4 4.000 από την Αμερική.

Για τη μάχη του Ελ Αλαμέιν οι Βρετανοί διέθεταν ετοιμοπόλεμα 1.029 άρματα μάχης, από τα οποία 252 ήσαν Σέρμαν. Οι Γερμανοί είχαν μόνο 211 άρματα μάχης ετοιμοπόλεμα, από τα οποία τα 88 ήταν αναβαθμισμένα Πάντσερ III, τα 30 αναβαθμισμένα Πάντσερ IV, μαζί με 278 ιταλικά. 

Οι Βρετανοί υπερείχαν σε πυροβολικό: πάνω από 900 μεσαία και ελαφρά πεδινά πυροβόλα εναντίον περίπου 500 γερμανικών 1.451 αντιαρματικά πυροβόλα, από τα οποία τα 849 ήσαν τα καινούργια των 6 λιβρών εναντίον 800 περίπου (από τα οποία μόνο τα 86 ήταν τα τρομερά πυροβόλα των 88 χιλιοστών). Από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο, 2.141 αεροπλάνα είχαν φτάσει στη Μέση Ανατολή: 1.381 από τη Βρετανία και 760 από τις ΗΠΑ. Οι Σύμμαχοι είχαν πάνω από 900 πλήρως λειτουργικά αεροσκάφη, από τα οποία περίπου 200 ήσαν νοτιοαφρικανικά και τα
130 αποτελούσαν μέρος της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. Οι Γερμανοϊταλοί, καθώς
αντιμετώπιζαν προβλήματα συντήρησης και καυσίμων, διέθεταν πιθανώς γύρω στα 300
ετοιμοπόλεμα αεροσκάφη.

Έχοντας υπ' όψη την βρετανική υπεροχή στον αέρα και τις γερμανικές ελλείψεις σε
καύσιμα, ο Ρόμμελ παρέταξε τις δυνάμεις του πολύ διαφορετικά απ' ό,τι θα τις παρέτασσε
υπό κανονικές συνθήκες. Προτού αναχωρήσει με αναρρωτική άδεια, διαμοίρασε τις
τεθωρακισμένες μονάδες του με τρόπο ώστε να μπορούν να αντεπιτίθενται αμέσως ύστερα
από κάθε διείσδυση στις αμυντικές γραμμές των δυνάμεων του Άξονα, αντί να τις κρατήσει
ενωμένες για να τις χρησιμοποιήσει σε μια μάχη ελιγμών. Κάθε κινητοποίησή τους όμως
προκαλούσε αεροπορικές επιθέσεις - και ούτως ή άλλως η έλλειψη καυσίμων ήταν
απαγορευτική. 

Ο Ρόμμελ, επιστρέφοντας στην έρημο μετά την επίθεση του Μοντγκόμερυ στις 23 Οκτωβρίου 1942, αναγκάστηκε, ως εκ τούτου, να δώσει μια στατική αμυντική μάχη κατά την οποία ο αντίπαλος μπόρεσε να εκμεταλλευτεί πλήρως τις ανώτερες δυνάμεις του σε μια τακτική φθοράς, όπου το πείσμα του Μοντγκόμερυ αποδείχτηκε ευεργετικό για τους Συμμάχους. Μετά από 11 ημέρες σκληρού αγώνα, ο Ρόμμελ (αφού πρώτα καθυστέρησε μερικές ώρες εξαιτίας ενός μηνύματος -«κρατήστε τις θέσεις σας»- από τον Χίτλερ) διέταξε υποχώρηση, η οποία συνεχίστηκε για 2.400 χιλιόμετρα. 

 Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1942, βρετανικά και αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στο άλλο άκρο της Βόρειας Αφρικής, στο Γαλλικό Μαρόκο και την Αλγερία.

 Και στις 20 Νοεμβρίου ξεκινούσε η ρωσική επίθεση στον τομέα του Στάλινγκραντ... 

Η κούφια βελόνα Περιπέτειες με τον Αρσέν Λουπέν. Του Μωρίς Λεμπλάν. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Μωρίς Λεπλάν ¨Η κούφια (κοίλη) βελόνα, περιπέτειες με τον Αρσέν Λουπέν", πρόκειται για ένα έργο με πολλές ανατροπές που  σίγουρα θα σας κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους.




Η εξέλιξη του έργου:

Στο διάσημο αυτό έργο ο Αρσέν Λουπέν είναι κάτοχος και χρήστης του μυστικού της "κούφιας βελόνας" που επί είκοσι αιώνες χαρίζει δύναμη και δόξα στον εκάστοτε κάτοχο της, από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι το Λουδοβίκο το 14ο.
Ο σφόδρα (εδώ) ερωτευμένος Αρσέν Λουπέν βρίσκει (εδώ) άξιο ανταγωνιστή τον Ισίδωρο Λιπωτρελέ, σπουδαστή της ρητορικής πέρα από την πάντα αμήχανη γαλλική αστυνομία και τον παλιό του αντίπαλο Χέρλοκ Σολμς (παράφραση του Σέρλοκ Χολμς) που στην κούφια βελόνα κάνει μία σύντομη μάλλον ατυχή εμφάνιση.

Η περιπέτεια διαδραματίζεται στο κέντρο της Γαλλίας σε ξεπερασμένα αρχοντικά και πύργους, όπου παρελαύνουν αυθεντικά και πλαστά έργα τέχνης, χαμένα χειρόγραφα και εξαφανισμένες εκδόσεις σε μία συναρπαστική αφήγηση που θα οδηγήσει στο μυστικό της κούφιας βελόνας.

Η θρυλική βελόνα περιέχει τον πιο υπέροχο θησαυρό που φανταζόταν ποτέ, μια συλλογή
με μαργαριτάρια, ρουμπίνια, ζαφείρια και διαμάντια ... την τύχη των βασιλιάδων της
Γαλλίας.

Όταν ο Isidore Beautrelet ανακαλύπτει το (κάστρο) Château de l'Aiguille στο τμήμα της Creuse, σκέφτεται ότι βρήκε τη λύση στο αίνιγμα (το "l'Aiguille Creuse" είναι γαλλικά για το "The Hollow Needle", καθώς και ο γαλλικός τίτλος του μυθιστόρημα). 

Ωστόσο, δεν συνειδητοποίησε ότι το κάστρο χτίστηκε από τον Louis XIV, τον βασιλιά της Γαλλίας, για να περνάει τους ανθρώπους του από τη διαδρομή μιας βελόνας στη Νορμανδία, κοντά στην πόλη της Χάβρης, όπου ο Arsène Lupine, γνωστός και με το όνομα Louis Valméras, έχει κρυφτεί...

Ποιος ήταν ο Αρσέν Λουπέν;

Ο Αρσέν Λουπέν αναφέρεται ως ήρωας πολλών αστυνομικών μυθιστορημάτων του Μωρίς Λεμπλάν, Γάλλου συγγραφέα του 20ου αιώνα, ο οποίος και τον παρουσίαζε ως ευφυέστατο, δαιμονιώδη και ασύλληπτο «αριστοκράτη» λωποδύτη, με ιπποτικούς τρόπους που διατηρεί ταυτόχρονα και ευγενή αισθήματα.

Τα μυθιστορήματα που είχαν ως ήρωα τον Αρσέν Λουπέν άρχισαν να εκδίδονται το 1905 για το περιοδικό «Τα ξέρω όλα» (Je sais tout), είχαν σημειώσει πρωτοφανή κυκλοφορία και αργότερα δημοσιεύονταν μεταφρασμένα, είτε αυτοτελή, είτεκατά φύλλα, σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου. (Βίκιπέδια)
 

Λίγα λόγια για το Μωρίς Λεμπλάν:

Ο Μωρίς Λεμπλάν γεννήθηκε το 1864 στη Ρουέν της Γαλλίας και πέθανε στις 6 Νοέμβριου 1941.
Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα το 1892, δημοσιεύοντας διηγήματα και ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες με τον τίτλο "Une femme" (Μία γυναίκα), στο περιοδικό "Gil Blas". Ακολούθως, από το 1897 έως το 1899, έγραψε τρία "μυθιστορήματα αναλύσεως" ("romans d'nalyse"), όπου κυριαρχούσε ο "ψυχολογισμός" ("psychologisme"). Το 1907 παρουσίασε τον ήρωά του Αρσέν Λουπέν, ο οποίος είναιδιαρρήκτης, γαλαντόμος, με πολύ χιούμορ και εξαιρετικά δημοφιλής στο παριζιάνικο κοινό των αρχών
του αιώνα που παρακολουθεί τα κατορθώματα του από τις εφημερίδες. Ηγείται μιας συμμορίας και συνεχώς μασκαρεύεται, γελοιοποιώντας πάντα τη γαλλική αστυνομία και τον επιθεωρητή Γκανιμάρ· δεν σκοτώνει. Ο Μωρίς Λεμπλάνκ έγραψε 40-50 βιβλία με ιστορίες του Αρσέν Λουπέν. (ebooks.gr)

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Φραγκιά
Ραδιοσκηνοθεσία: Θανάσης Προυτζόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Άλκης Παπαδόπουλος
Ηχογράφηση: Μίνως Μαμαγκάκης
Επιμέλεια ήχων: Φανή Σιώρη
Παραγωγή: Νέλλα Δουλτσίνου
Αρσέν Λουπέν ο Γιώργος Κυρίτσης
Ισίδωρος Μπωτρελέ ο Σπύρος Μαβίδης
Αφηγητής ο Κώστας Σιμενος

 Ακούγονται οι ηθοποιοί: Γιώργος Κυριακίδης-ανακριτής Φιγιέλ , Σπύρος
Μαβίδης -Ισίδωρος Μπωτρελέ ,Νίκος Κούρος- κόμης ντε Ζεβρ, Μπάμπης
Αλατζάς-Αλμπέρ, Μανώλης Βαμβακούσης-αντιεισαγγελέας, Σπύρος
Καλογήρου-επιθεωρητής Γκανιμάρ, Θεοδόσης Ισαακίδης- Φολενφάν,
Γιώργος Τσιδήμης-ενωμοτάρχης Γκεβιγιόν
Τεχνική επεξεργασία: Γιώργος Κωστόπουλος
Επιμέλεια εκπομπής: Μάρα Καλούδη.

Η πρώτη μετάδοση πραγματοποιήθηκε από τη σειρά «Νυχτερινές Συναντήσεις» στο
Πρώτο Πρόγραμμα Ε.ΡΑ, τον Μάρτιο του 1989  και ανήκει στην όψιμη περίοδο παραγωγής έργων  ραδιοφωνικού θεάτρου (δεκαετία του 80).


Ο Κώστας Σιμενος στο ρόλο του αφηγητή. 





Η μεταφόρτωση έγινε από το  Glob TV





Πηγές: Τρίτο πρόγραμμα, Greekradiotheater, ebooks.gr, Εφημερίδα Μακεδονία, Βικιπέδια


Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...