«Language is not properly regarded as a system of communication. It is a system for expressing thought, something quite different…»
NOAM CHOMSKY«On Nature and Language».
Ο τρόπος που κατά κανόνα βλέπουμε και διδάσκουμε τη γλώσσα εμείς οι δάσκαλοι είναι ένας έντονα φορμαλιστικός τρόπος ο οποίος αναλώνεται στο τυπικό μέρος της γλώσσας, με αποτέλεσμα να χάνεται για τους μαθητές μας η ουσία της γλώσσας, δηλ. η άμεση αχώριστη σχέση της με τη σκέψη μας, με τον κόσμο των εννοιών και νοημάτων για τα οποία υπάρχει η γλώσσα οι λέξεις, οι προτάσεις, το κείμενο. Χάνουμε τελικά το δάσος βλέποντας τα δέντρα. Και κυρίως στην τυποκρατία θυσιάζονται η ουσία, η δύναμη και η ομορφιά της γλώσσας η «μαγεία της γλώσσας».
Γλωσσολογικά σήμερα πλέον η γλώσσα θεωρείται ένα εσωτερικευμένο καθολικό σύστημα της νόησης του ανθρώπου με το οποίο παράγεται και προσλαμβάνεται ένα άπειρο πλήθος προτάσεων. Αυτός είναι ο τρόπος που επικοινωνούμε γλωσσικά. Υποστηρίζουμε (ήδη στη Γραμματική μας με τον καθηγητή Χρίστο Κλαίρη) ότι βάση και κέντρο της πρότασης είναι το Ρήμα, το οποίο εξειδικεύεται σημασιοσυντακτικά από Ονόματα, τα «ορίσματα»: από το υποκείμενο υποχρεωτικά και δυνητικά από ένα ή και δύο αντικείμενα. Με τη σειρά τους τα ορίσματα εξειδικεύονται σημασιοσυντακτικά κυρίως από Αρθρα, Επίθετα, (επιθετικές) Αντωνυμίες και (επιθετικές) Μετοχές, ενώ το ρήμα εξειδικεύεται από Επιρρήματα, Προθέσεις (προθετικά σύνολα), Συνδέσμους (επιρρηματικές προτάσεις) και (επιρρηματικές) Μετοχές. Πρόκειται για τα στοιχεία τα γνωστά ως «μέρη τού λόγου» που παραλείπουμε, δυστυχώς, οι διδάσκοντες να δείξουμε ότι αντιστοιχούν σε βασικές νοητικές κατηγορίες και ότι είναι ο «καθρέφτης» (speculum) της σκέψης μας. Αυτή η αδρομερής θεώρηση (και διδασκαλία) της γλώσσας σκιαγραφεί με απλό αλλά ουσιαστικό και αποκαλυπτικό τρόπο τι συνιστά και πώς λειτουργεί η γλώσσα στο καθοριστικό επίπεδο της πρότασης (με διαφορές βεβαίως στην τυπολογία των γλωσσών).
Αρα το σημείο αναφοράς των πάντων στην πρόταση είναι το ρήμα. Αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο γύρω από αυτό «συν-τάσσονται» όλα τα άλλα συστατικά που το εξειδικεύουν. Ολα τα μη-ρηματικά στοιχεία περιβάλλουν το ρήμα, εξειδικεύοντας την πληροφορία που δίνει. Το σταθερά σε κάθε μορφή επικοινωνίας εξειδικευόμενο στοιχείο είναι το ρήμα, ενώ όλα τα άλλα γύρω του, άμεσα ή έμμεσα, είναι εξειδικευτικά στοιχεία. Γι’ αυτό μιλάμε πάντοτε για «το υποκείμενο του ρήματος» και ποτέ για «το ρήμα του υποκειμένου»! Ομοίως μιλάμε για «το αντικείμενο του ρήματος», ποτέ για «το ρήμα του αντικειμένου»!
Η βάση της πρότασης συνιστά μια «ενεργειακή τριάδα»: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο. Το ρήμα στην επικοινωνία δηλώνει κάθε μορφή ενέργειας. Η έννοια της ενέργειας είναι καθοριστική, αφού σ’ αυτήν εστιάζεται κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου. Ωστόσο, αν το ρήμα είναι η ενέργεια καθ’ εαυτήν, είναι ανάγκη να υπάρξουν δύο άλλοι όροι άμεσα σχετιζόμενοι με την ενέργεια, η πηγή της ενέργειας και ο αποδέκτης της ενέργειας. Η πηγή της ενέργειας δεν είναι παρά το υποκείμενο που ενεργοποιεί το ρήμα, ο δε αποδέκτης της ενέργειας είναι το αντικείμενο (ένα ή δύο) που συμπληρώνει (εξ ού και συμπλήρωμα) ή, αλλιώς, που ολοκληρώνει την ενέργεια («περαίνει τι», κατά τον Πλάτωνα). Χωρίς την ενέργεια, δηλ. χωρίς το ρήμα, δεν υφίσταται πρόταση («λόγος», κατά τον Πλάτωνα). Χωρίς την πηγή της ενέργειας, δηλ. το υποκείμενο του ρήματος, δεν μπορεί να τεθεί σε ενέργεια το ρήμα πάλι δεν υφίσταται πρόταση. Χωρίς τον αποδέκτη ή το προϊόν της ενέργειας, δηλ. το αντικείμενο / τα αντικείμενα (εφόσον απαιτείται από το ρήμα), δεν ολοκληρώνεται η ενέργεια η πρόταση πάσχει νοηματικά.
Αρα η δημιουργία προτάσεως, δηλ. η απόδοση ενός νοήματος, μιας σύναψης εννοιών της σκέψης μας, προϋποθέτει υποχρεωτικά την ενέργεια και τη διττή εξειδίκευσή της, την πηγή της και τον αποδέκτη της. Χωρίς την εξειδίκευση «τραυματίζεται» το νόημα, στερούμενο πηγής ή αποδέκτη, με αποτέλεσμα να γίνεται «α-νόητο».
Ως προς τη βαρύτητα του ρήματος είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι Κινέζοι γραμματικοί περιγράφουν τη διαφορά ρήματος και ονόματος στη γλώσσα: το ρήμα είναι η «ζωντανή λέξη», ενώ το όνομα είναι η «νεκρή λέξη»! Προφανώς με τη διάκριση αυτή τονίζουν τον δυναμικό σημασιολογικό χαρακτήρα του ρήματος ως «ενέργειας / πράξης / κατάστασης» σε αντίθεση με τον στατικό χαρακτήρα που έχουν γενικότερα από σημασιολογικής πλευράς τα ονόματα (ουσιαστικά). Τη διάκριση αυτή επιδοκιμάζει ο πολύς Οtto Jespersen («The Philosophy of Grammar» 1924, σ. 86) τονίζοντας τη σχέση ρήματος και πρότασης: «The verb is a life-giving element, which makes it particularly valuable in building up sentences […]».
Είναι αναγκαία μια διασάφηση. Μιλώντας για ρήματα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ «πλήρων ρημάτων» (π.χ. κάνω, δίνω, διαβάζω, ακούω, έρχομαι, εργάζομαι) και «συνδετικών ρημάτων» (π.χ. είναι, αποτελεί, συνιστά, θεωρείται). Γενικότερα θα μπορούσε να λεχθεί ότι το πλήρες ρήμα χρησιμοποιείται ως βάση του λόγου για να δηλώσει το «γίγνεσθαι», τις ποικίλες μορφές ενέργειας του ανθρώπου, τις μεταβολές και καταστάσεις, ενώ το συνδετικό ρήμα δηλώνει το «εἶναι» του υποκειμένου, την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά του. Το πλήρες ρήμα έχει περισσότερο «δυναμικό» χαρακτήρα, ενώ το συνδετικό ρήμα είναι φύσει «στατικό».
Τελικά μπορεί να λεχθεί μεταφορικά ότι νοητικά (ως σκέψη) και λεκτικά (ως γλώσσα) «ζούμε στο βασίλειο του ρήματος». Ολα γίνονται ή υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό για να υπηρετήσουν άμεσα ή έμμεσα τη βασική πληροφορία που δίνει το ρήμα, έστω κι αν επικοινωνιακά η έμφαση μπορεί να αφορά και σε άλλο στοιχείο της πρότασης («λειτουργική προοπτική» της πρότασης). Η ίδια η παρουσία και λειτουργία και αυτού του άλλου στοιχείου (επιθέτου, επιρρήματος, επιρρηματικής πρότασης κ.λπ.) «πρωτοτυπικά», κατ’ αρχήν δηλ. υπηρετεί, έμμεσα τουλάχιστον, την εξειδίκευση του (πλήρους) ρήματος. Το ίδιο –με διαφορετική θεώρηση και δικαιολόγηση– ισχύει και για τη «συνδετική σύνταξη», η οποία όμως απαιτεί άλλη πραγμάτευση.
* Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.
Πηγή: Καθημερινή