Το 1998, στα 94 του χρόνια, ο Τζορτζ Κένναν, αρχιτέκτονας της αμερικανικής πολιτικής ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης, διαφωνούσε έντονα με την τότε διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Προέβλεπε σταδιακή ρωσική αντίδραση και έκανε λόγο για έναρξη ενός νέου ψυχρού πολέμου. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 2013, η έναρξη της ουκρανικής κρίσης άνοιξε, πράγματι, ένα καινούριο κεφάλαιο στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας. Η περίοδος σχετικά αρμονικής συνεργασίας τελείωσε, και η αντιπαλότητα άρχισε να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό, ιδίως μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014.
Οι συμφωνίες Μίνσκ Ι και ΙΙ συνέβαλαν στη μείωση των εντάσεων στην Ουκρανία, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αλλά δεν αντιμετώπισαν το ουσιαστικό πρόβλημα. Η φιλοδυτική πορεία της Ουκρανίας θα αποτελούσε για τη Ρωσία κίνδυνο για την εθνική της ασφάλεια, ιδίως εάν συνδυαζόταν με εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας της Ουκρανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με εντατικοποίηση των ζυμώσεων για μελλοντική ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Από τη δική τους πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν την άσκηση αυξανόμενης πίεσης προς τη Ρωσία – μεταξύ άλλων μέσω αυστηρών κυρώσεων – ελπίζοντας στη μεταμόρφωση της συμπεριφοράς της σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα και στην αναγκαστική προσαρμογή της σε μία αρχιτεκτονική ασφάλειας, η οποίας θα καθοριζόταν από την πιο επιτυχημένη στρατιωτική συμμαχία στην σύγχρονη ιστορία των διεθνών σχέσεων, το ΝΑΤΟ.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Η Ρωσία, έχοντας ήδη ενισχύσει και εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της, φαίνεται αποφασισμένη να αντιδράσει, ώστε να προλάβει το ενδεχόμενο καινούριας διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και εγκατάστασης αμερικανικών οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία. Τα τύμπανα πολέμου ακούγονται εδώ και αρκετές βδομάδες, ενώ αμερικανικά περιοδικά, όπως το Foreign Affairs, επεξεργάζονται σενάρια εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, και τρόπους αμερικανικής και γενικότερα νατοϊκής αντίδρασης. Η Μόσχα εμφανίζεται αρκετά απαιτητική στις συζητήσεις με την Ουάσιγκτον, ζητώντας εγγυήσεις ασφάλειας, όπως τη διακοπή της διαδικασίας περαιτέρω διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, που η δεύτερη δεν αποδέχεται. Η συνέχιση του διαλόγου, ιδίως πίσω από κλειστές πόρτες, είναι ιδιαίτερα σημαντική με στόχο την εκτόνωση της κρίσης. Την σύγχρονη εποχή, που δεσπόζει ο πόλεμος της πληροφορίας, το ενδεχόμενο ένοπλης σύρραξης παρουσιάζεται ως πολύ πιθανό στη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, η πραγματική διπλωματία είναι διαφορετική από τη δημόσια ρητορική.
Μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν, βασικό ερώτημα που απασχολεί τη διεθνή κοινότητα, ιδίως τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι ποιος μπορεί να είναι ο μελλοντικός τρόπος αντίδρασής τους σε ενδεχόμενο καινούριων κρίσεων. Η περίπτωση της Ουκρανίας ίσως δώσει απάντηση. Από ένα άλλο πρίσμα, όμως, δεν αποκλείεται η Ρωσία να εμφανίζεται απαιτητική και στιβαρή μέχρι στιγμής, επειδή, σύμφωνα με τη δική της ανάγνωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες πολύ δύσκολα θα δείξουν στη πράξη την πυγμή του παρελθόντος. Το στοίχημα, λοιπόν, για την αμερικανική διπλωματία είναι να αποτρέψει μία πιθανή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πείθοντας τη Μόσχα ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας θα είναι μεγαλύτερες από τα όποια οφέλη. Θα φανεί στο επόμενο διάστημα, αν μπορεί να το πετύχει. Σίγουρα, έχει τις δυνατότητες και την εμπειρία να το πράξει.
Σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος του 2022 κάθε άλλο παρά είναι ασφαλής. Η περιορισμένη συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ανθρωπότητας, όπως η συνεχιζόμενη πανδημία, δημιουργούν ερωτήματα στην παγκόσμια κοινότητα για την μελλοντική πορεία του κόσμου. Σενάρια πολέμου, προοπτικές διχοτόμησης και μια διαρκής κακοφωνία, επιδεινώνουν την κατάσταση.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η μοναδική υπερδύναμη αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να ηγηθούν στον 21ο αιώνα προβληματίζει συχνά ακόμα και τους συμμάχους τους. Η ειρηνική διαχείριση της ουκρανικής κρίσης πρέπει να αποτελεί μονόδρομο για την Ουάσιγκτον. Ένας πόλεμος στην Ουκρανία, άλλωστε, θα πλήξει πολύ περισσότερο την Ευρώπη και τους πολίτες της παρά την Αμερική – λόγω γεωγραφικής απόστασης. Έχει έλθει η ώρα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιστρέψουν στο δρόμο των επιτυχιών, που παλαιότερα εμφυσούσαν εμπιστοσύνη και ενέπνεαν.
* O Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το Begin Sadat Centre του Ισραήλ, και λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Νίκαιας.
Πηγή: Καθημερινή