Χάρτινο φεγγάρι, της Μαριας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

Απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω το έργο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου: Το Χάρτινο Φεγγάρι. Ένα έργο το οποίο γράφτηκε το 1978.

                                  


Λίγα λόγια για την υπόθεση:

 Ο γιος μιας εύπορης οικογένειας επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια απουσίας στο πατρικό του σπίτι, όλοι αγωνιούν να δουν την εξέλιξη του, σταδιακά αποκαλύπτονται πράγματα για το παρελθόν του, ενώ ανακαλύπτει ότι σιγά-σιγά πέφτει στις παγίδες που έχει στήσει ο ίδιος... 

 

Περεταίρω στοιχεία:

  Πρόκειται για ένα έργο από αυτά της νιότης της συγγραφέως και έχει μείνει γενικά στη σιωπή, καθώς δεν έχει ανέβει τις τελευταίες δεκαετίες σε κάποιο θέατρο. Το έργο ανήκει στην κατηγορία αυτών του Θεάτρου του Παραλόγου.

  Ας δούμε όμως τι λέει η ίδια, για την κατάληξη της, να συγγράφει τελικά έργα θεάτρου παραλόγου:

  Όμως τότε κατάλαβα πως έπρεπε ν’ αρχίσω από πολύ μακριά, από την παιδική μου ηλικία, γιατί πριν μυηθώ, ως συγγραφέας, στο θέατρο του παραλόγου, είχα ζήσει την αίσθηση του παραλόγου. Παιδί της Κατοχής, έζησα τον πρώτο φόβο και την πρώτη επαφή με το παράλογο μιας τεράστιας ανθρώπινης εξόντωσης. Τα παιδικά μου χρόνια σημάδεψαν ολόκληρη την ζωή μου και το έργο μου. Τα τραύματα εκείνα, αλλοιωμένα από τον χρόνο και την μνήμη, από την μυθοποίηση της φαντασίας, αυτή την μεταμορφωτική λειτουργία που είναι η άμυνα του μυαλού μπρος στο παράλογο της ζωής, τα κουβαλώ σε όλα μου τα βιβλία. Κάποτε είχαν γίνει όνειρα. Όνειρα που μεταποιούσαν την τραυματική εκείνη πραγματικότητα με έναν θαυμαστό τρόπο. Κι εγώ, για χρόνια, βυθιζόμουν μέσα τους να βρω τα θρύψαλα από τον βιωμένο μου χρόνο, να βρω το συμβολικό νόημα της κάθε μεταμόρφωσης. Σήμερα πιστεύω πως το μεγαλύτερο μέρος της αλήθειας μας είναι στα όνειρα.

  Από αυτήν την ψυχική διεργασία – όνειρα και αυτοανάλυση της τραυματικής εμπειρίας – έμαθα πως ο υπερρεαλισμός είναι ένας θρίαμβος της πραγματικότητας. Υπάρχουμε σε παράλληλα επίπεδα, σε παράλληλες πραγματικότητες, αναδυόμενες μια μέσα από την άλλη, θραύσματα από μνήμες και όνειρα, από λάμψεις του βιωμένου μας χρόνου.

  Λοιπόν, το δικό μου θέατρο του παραλόγου, τα έργα που έγραψα (ακόμα και ο υπερεαλισμός που υπάρχει στα μυθιστορήματά μου), βγήκαν μέσα από εκείνη την «μεταμορφωτική λειτουργία» του Εγώ. Με αφετηρία, σαν ακατέργαστο υλικό: τα χαλάσματα της γειτονιάς, στην Λήμνο, με τις σπασμένες οβίδες και το αυλάκι το αίμα. Ο φόβος της βάναυσης πραγματικότητας, που το παιδικό μυαλό έπρεπε να υπερβεί, με μοναδικό όπλο την μεταποίησή της, την μυθοποίησή της, όπως έγινε με τα όνειρα.

  Από τότε ξέρω πως το όνειρο έχει μια καταλυτική δύναμη. Εισδύει μέσα στην πραγματικότητα και την αποσυνθέτει. Γι’ αυτό, λέω πάλι, προσωπικά πιστεύω πως εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος από τις αλήθειες μας: σ’ αυτήν την μεταμορφωτική, την υπερρεαλιστική λειτουργία του Εγώ μας.

  Όταν λοιπόν έφτασα στο Παρίσι, ήμουν ήδη έτοιμη για το Θέατρο του Παραλόγου. Βέβαια, με βοήθησαν τα έργα του Beckett, του Ιονέσκο, η φιλοσοφία των έργων αυτών, καθώς και η υπαρξιακή φιλοσοφία του Σάρτρ και του Αλμπέρ Καμύ, ο θεατρικός στοχασμός του Αρτώ, αλλά και τα μαθήματα στην Σορβόννη με τον Bernard Dort και τον Henri Gouiller. Θυμάμαι, η πρώτη εργασία που έκανα στην Σορβόννη, ήταν μια ομιλία με θέμα «Το σύγχρονο τραγικό στοιχείο στα έργα του Samuel Beckett, σε αντιπαράθεση με την αρχαία τραγωδία”. Και έφτασα στην προσωπική μου απομυθοποίηση. Η μεταφυσική του κόσμου και τα επίπεδα της ύπαρξης, η τραγικότητα του υπαρξιακά μόνου, όλα αυτά οδηγούσαν στην βεβαιότητα πως ο άνθρωπος είναι τραγικά μόνος πάνω στην γη, στέκεται μπρος στο πεπρωμένο της ζωής του γυμνός και απρόσωπος, απομυθοποιημένος.

  Αυτή η αντίληψη με είχε οδηγήσει στην δική μου υπαρξιακή ώρα. Ήταν η στιγμή που βίωνα κατακόρυφα την έννοια της ύπαρξης, σαν μια τομή κάθετη μέσα στην συνείδηση. Γιατί, για να φτάσεις στην βίωση του παραλόγου ως θεμελιακού νόμου της ζωής, πρέπει να έχεις ζήσει ο ίδιος την γυμνότητα της ύπαρξης, την μεταφυσική του λόγου και του πράγματος, να βρεις πως η σχέση σου με τον χρόνο και τον χώρο είναι μια λειτουργία της δικής σου νόησης, πως εσύ μόνος υπάρχεις στο κέντρο του κόσμου, πως το πεπρωμένο του είναι και δικό σου, και πως δεν γίνεται να ξεφύγεις από αυτό, πως είναι παγίδα. Και τότε συνειδητοποιείς πως είσαι παγιδευμένος μέσα σε αυτή την άγνωστη μεταφυσική παγίδα.

  Από το σημείο αυτό αρχίζει η μεταμορφωτική λειτουργία της σκέψης: Ο υπερρεαλισμός. Και το Θέατρο του Παραλόγου είναι ένας υπερρεαλισμός καταστάσεων, όπως η ποίηση είναι υπερρεαλισμός του λόγου. Γι’ αυτό και το Θέατρο του Παραλόγου δεν δίνει προκατασκευασμένες συγκινήσεις, αλλά ανασύρει από τον θεατή τα προσωπικά του βιώματα, τον φέρνει μπρος στις δικές του αλήθειες, μπρος στον δικό του υπαρξιακό τρόμο.

  Έτσι όταν βρέθηκα στο Παρίσι, σχεδόν κατευθείαν από τα ερημικά βράχια του νησιού μου, έζησα αυτή την ανάδυση των ψυχικών πεδίων από την τραυματική παιδική μου ηλικία, και αισθάνθηκα έτοιμη να γράψω θέατρο του παραλόγου. Και το πρώτο που έγραψα ήταν το Γυάλινο Κιβώτιο. 

 

Η παράσταση έκανε τηλεοπτική πρεμιέρα την 20 Νοεμβρίου 1978 στην εκπομπή της Κρατικής Τηλεόρασης: Το Θέατρο της Δευτέρας, στην πρώτη τηλεοπτική περίοδο. Διάρκεια: 148'. Η σκηνοθεσία ήταν του Πέτρου Λεωκράτη.

Ηθοποιοί: Μαρία Αλιφέρη (Αλίς) , Μαρία Ζαφειράκη (Δανάη, μάνα) , Ελένη Ζαφειρίου (Βάσα, οικονόμος) , Τρύφων Καρατζάς (Αλέκος) , Γιώργος Καραφάς (Στέφανος) , Αλεξάνδρα Λαδικού (Ρέα) , Κωστής Μαλκότσης (αστυνόμος) , Βασίλης Μητσάκης (Πέτρος, πατέρας) , Γιώργος Μιχαλάκης (Στράτος) , Παναγιώτης Παναγόπουλος (I) (Βάγγος) , Κώστας Πανουργιάς (Τζόνι, μπάρμαν) , Γιώργος Παυλικανίδης (Ζώης) , Γιώργος Τζώρτζης (I) (Δημήτρης) , Καίτη Τριανταφύλλου (Κάλλια).

 

Την παράσταση μπορείτε να παρακολουθήσετε από το αρχείο της Ε.Ρ.Τ.:

https://archive.ert.gr/category/teniothiki/sira/theatro-paragoges-ert/

 

 

Θα κλείσουμε παραθέτοντας λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου, έλκοντας την καταγωγή της από τη Μικρά Ασία. Από τα νεανικά της χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή.

Από το ακριτικό νησί της Λήμνου εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή Συναντήσεις. Πρώτος ο Οδυσσέας Ελύτης την αποκάλεσε «ποιήτρια» και έγραψε πως ο ποιητικός της λόγος είναι «ώριμος» και «τείνει να συλλάβει την παρθενικότητα και τη μοναδικότητα των πραγμάτων». Διορίστηκε υπάλληλος στο Επαρχείο Λήμνου, κατόπιν διαγωνισμού. Ευθύς έδωσε εξετάσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το 1963 πήρε το πτυχίο με απόσπαση στη Νομαρχία Αττικής.

Έχει τιμηθεί με τα εξής βραβεία:

• 1996: Βραβείο λογοτεχνίας της Ομάδας των Δώδεκα για το σύνολο του έργου της.
• 1987: Α΄ Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Η Μαρούλα της Λήμνου.
• 1991: προτάθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού για το Αριστείο της Ευρώπης για την ποιητική συλλογή Μυστικό Πέρασμα.
• 1994: Βραβείο πεζογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Με τη λάμπα θυέλλης
• 1995: Βραβείο πεζογραφίας από το ίδρυμα Ουράνη για

(Απεβίωσε στις 17 Ιουνίου 2023).


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


 

Κράνος αξιωματικού του Ρωμαϊκού στρατού του 4ου αιωνα μ.Χ.

Βρέθηκαν 14 κράνη αυτής της περιόδου και αυτού του τύπου. Όλα είναι ανώτερων αξιωματικών του Ρωμαϊκού στρατού και όλοι σχεδόν οι επιστήμονες συμφωνούν ότι πρέπει να ανήκαν ( όπως και αυτό) στο στρατόπεδο του Αυτοκράτορα Λικινιου , αντιπάλου του Μέγα Κωνσταντίνου.



Σέρλοκ Χολμς και Σίγκμουντ Φρόυντ. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας, απόψε η Πολιτισμική Διαδρομή θα σας ταξιδεύσει στη Βιέννη λίγο πριν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Θα σας παρουσιάσω το έργο "Σέρλοκ Χολμς και Σίγκμουντ Φρόυντ".



Το έργο:

Ο διάσημος Ντεντέκτιβ έχει κατρακυλήσει στον αλκοολισμό και στην κατάθλιψη, Ο επιστήθιος φίλος του Σερ Γουώτσων με ένα έξυπνο κόλπο τον πείθει να φύγει από το Λονδίνο και να πάει στη Βιέννη, προκειμένου να συναντήσει τον διάσημο ψυχολόγο Σίγκμουντ Φρόυντ.

Στη Βιέννη όμως ο Χολμς μπλέκεται τυχαία σε μία υπόθεση με φόνους, μυστηριώδεις εξαφανίσεις και διεθνή οικονομικά συμφέροντα, ενώ στο βάθος διακρίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Οι δύο άντρες (Χολμς και Φρόυντ) συνεργάζονται άψογα, το αστυνομικό ¨δαιμόνιο¨ και η επιστήμη της ψυχολογίας, ο ένας συμπληρώνει τον άλλο...


Εξαιρετικοί ηθοποιοί, με φωνές που έχουν κυπριακό χρώμα συνθέτουν ένα ενδιαφέρον θεατρικό έργο...



         Ο Θεόδουλος Μωρέας ως Δρ. Γουάτσον 




      Ο Ανδρέας Μούστρας ως Σέρλοκ Χολμς





                                                    Η μεταφόρτωση έγινε από το Ισοβίτης:




ΟΡΦΕΑΣ ΖΑΧΟΣ (1934-2021)

 Ο Ορφέας Ζάχος γεννήθηκε στις 04 Αυγούστου του 1934. Το 1957 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο και το 1967 έπαιξε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Ερμήνευσε κυρίως δεύτερους ρόλους τους οποίους ανέδειξε με το ταλέντο του γι’ αυτό και έχουν μείνει ανεξίτηλοι στην μνήμη του κοινού.



Ο Ορφέας Ζάχος ήταν ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς καρατερίστες του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου αλλά και ο μοναδικός ηθοποιός που δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη στη ζωή του. Αν και έχει παίξει σε δεκάδες ελληνικές ταινίες την χρυσή εποχή του κινηματογράφου, εκείνος δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει ούτε για τις εμπειρίες του όταν μεσουρανούσε ούτε και για την προσωπική του ζωή.


Είχε παίξει στο θέατρο, σε τηλεοπτικές σειρές αλλά και σε πολύ γνωστές ταινίες όπως, “Η Λίζα και η άλλη”, “Καπετάν φάντης μπαστούνης“, “Ο γεροντοκόρος”, “Ο τζαναμπέτης”, “Δημήτρη μου, Δημήτρη μου”, “Η κόμισσα της Κέρκυρας” ενώ άφησε εποχή ως “Κίμων”, στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία “Καλώς ήλθε το δολάριο”, δίπλα στον Γιώργο Κωνσταντίνου.


Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 δούλεψε και στο θέατρο ενώ στα μέσα του ’70 συμμετείχε και στην ιστορική τηλεοπτική σειρά, “Γιούγκερμαν” της κρατικής τηλεόρασης. Χαμηλών τόνων άνθρωπος απέφευγε να δίνει συνεντεύξεις και να μιλά για την προσωπική του ζωή.


Σύμφωνα πάντα με γείτονές του στην Κυψέλη, ο ίδιος σχεδόν κάθε μέρα κατηφόριζε για να πιει το καφεδάκι του στην πλατεία της Φωκίωνος Νέγρη, φορώντας ένα καπέλο, και χωρίς να δίνει αφορμές για σχόλια και πολλές κουβέντες με τους περιοίκους!


Ο Ορφέας Ζάχος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών στις 19 Δεκεμβρίου του 2021.


Φιλμογραφία:

1960 Μας κλέψανε τη Γκόλφω 

1961 Η Λίζα και η Άλλη 

1962 Θρίαμβος 

1965 Μια γυναίκα χωρίς ντροπή 

1967 Δημήτρη μου, Δημήτρη μου 

1967 Καλώς ήλθε το δολλάριο 

1967 Ο γεροντοκόρος 

1968 Καπετάν φάντης μπαστούνι 

1969 Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του 

1969 Ο τζαναμπέτης 

1969 Στον Ίλιγγο της Ζωής 

1969 Τα κορόιδα η βαλίτσα μου κι εγώ 

1969 Φοβάται ο Γιάννης το θεριό 

1969 Φτωχογειτονιά, αγάπη μου

Ομιλία του διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας Μοσχόπουλου Θωμά με αφορμή την επέτειο του "Όχι".

 Ομιλία για την 28η Οκτωβρίου 1940. Γράφει ο Θωμάς Μοσχόπουλος


 Κυρίες και Κύριοι,

  Αναμφισβήτητα ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, που ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945, υπήρξε ο μεγαλύτερος και πλέον καταστρεπτικός στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Πρωτοσέλιδο της 28.10.1940



  Τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτόν, όπως εξάλλου και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που είχε προηγηθεί, εντοπίζονται στον ανταγωνισμό μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων που συγκέντρωναν στα χέρια τους το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και της ανερχόμενης Γερμανίας, η οποία υπό την σιδηρά ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, διεκδικούσε το δικό της μερίδιο σ’ αυτόν τον ιδιότυπο διαμοιρασμό του κόσμου. Υπό τις συνθήκες αυτές σχηματίστηκαν δύο αντίπαλες συμμαχίες κρατών και συμφερόντων. Από την μια μεριά, οι παραδοσιακές δυνάμεις της Αγγλίας και της Γαλλίας κι απ’ την άλλη οι δυνάμεις του «άξονα», Γερμανία και Ιταλία. Οι τελευταίες, με την επιθετική επεκτατική τους πολιτική έδωσαν την αφορμή για την έναρξη της σύγκρουσης η οποία γρήγορα επεκτάθηκε σ' όλον τον κόσμο και πήραν μέρος σ' αυτήν τα σημαντικά κράτη της Γης. Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την ελληνική εμπλοκή, που άρχισε επισήμως τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και μέσα απ’ αυτήν αναδείχθηκε ο υπέροχος πατριωτισμός, ο ηρωισμός και η πολεμική αρετή των Ελλήνων.

  Τον Οκτώβριο του 1940 η κατάσταση στην Ευρώπη είχε ως εξής. Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν συγκροτήσει τον άξονα. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Φιλανδία ήσαν σύμμαχοι των Γερμανών, ενώ η Γαλλία, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Δανία, με πόλεμο αστραπή, είχαν κατακτηθεί απ’ αυτούς. Η Αγγλία, άοπλη, ηττημένη, αποκομμένη από την Ευρώπη επιζούσε εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης καθώς την έσωζε η θάλασσα που την χώριζε από την ήπειρο. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Σουηδία από την άλλη τηρούσαν από μέρους τους ευμενή υπέρ της Γερμανίας ουδετερότητα, και η κομουνιστική Ρωσία είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με το τρίτο ράιχ. Συνεπώς η κατάσταση συνοψίζεται στην πλήρη κυριαρχία του Άξονα. 

  Υπό τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος επέλεξε να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας, μη εισερχόμενη στον πόλεμο. Η στάση της όμως δεν έγινε σεβαστή από τον Μουσολίνι ο οποίος για λόγους γοήτρου δεν μπορούσε να μείνει άπραχτος, τη στιγμή που ο Χίτλερ μέσα σε ένα χρόνο είχε καταστρέψει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης (Γαλλία), είχε ταπεινώσει τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη του κόσμου (Αγγλία) και, το σπουδαιότερο, για όλα αυτά είχε ξοδέψει ελάχιστο σχετικά έμψυχο υλικό καθώς όλος ο πόλεμος, μέχρι τότε του είχε κοστίσει λιγότερο από μια μεγάλη μάχη του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου.


Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι



  Υπό τις δυσμενείς αυτές συνθήκες και κατόπιν πολλαπλών ιταλικών προκλήσεων με σημαντικότερη τον τορπιλισμό της Φρεγάτας ΈΛΛΗΣ τον δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, οδηγηθήκαμε στην 28η Οκτωβρίου 1940 όπου η Ιταλία, απρόκλητα, ουσιαστικώς απαίτησε, με την αλαζονεία του ισχυρού, την παράδοση της χώρας μας. Εκείνη την Δευτέρα, μερικές ώρες πριν ξημερώσει, η ιστορία γράφθηκε σε μια οικία στην Κηφισιά όπου δύο άνδρες συνομιλούσαν στη γαλλική γλώσσα. Από την μια μεριά ο Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλικής κυβερνήσεως στην Αθήνα και απ’ την άλλη ο Έλλην πρωθυπουργός Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς. Ο πρώτος αργότερα εξομολογήθηκε αναλυτικά το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης, στην οποία αξίζει να αναφερθούμε, περιγράφοντας αφενός το μεγαλείο και αφετέρου την αθλιότητα εκείνων των στιγμών:

  «Φθάσαμε έξω από την οικία του Μεταξά, ακριβώς στις τρεις παρά δέκα. Όταν ο συνοδεύων ημάς διερμηνέας είπε στον σκοπό ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας επιθυμεί να κάνει μια επείγουσα ανακοίνωση στον κ. Πρωθυπουργό, αυτός άρχισε να χτυπάει επανελλειμένως το κουδούνι για να ξυπνήσει την υπηρεσία. Μέχρις ότου δοθεί απάντηση από μέσα παρήλθαν αρκετά λεπτά, διότι όπως ήταν φυσικό κατά την ώρα εκείνη όλοι κοιμούνταν. Η αγωνία μου είχε ενταθεί και η συνείδηση μου με πίεζε, σκεπτόμενος ότι την στιγμήν εκείνη γινόμουν συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επιτέλους το φως να ανάβει και τον Μεταξά να κατεβαίνει. Με γνώρισε και διέταξε τον σκοπό να με αφήσει να περάσω. Με έδωσε το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό σαλόνι. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι έχω να του κάνω μια ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Άρχισε μετά προσοχής να το διαβάζει… παρακολούθησα την συγκίνησιν στα χέρια και στα μάτια του. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Με σταθερά φωνή και βλέποντάς με κατάματα, μου είπε: - Αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απάντησα ότι τούτο θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί αν η ελληνική κυβέρνηση έδιδε διαταγή να επιτραπεί στα τμήματα του ιταλικού στρατού που θα κινούνταν την 6η πρωινή να περάσουν. Μου απάντησε: ΟΧΙ. Του πρόσθεσα: αν ο Στρατηγός Παπάγος μπορούσε δια του ασυρμάτου να διαβιβάσει μια διαταγή στις διοικήσεις των μονάδων… Ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Αδύνατον. Η ευθύνη του πολέμου βαρύνει απολύτως την ιταλική κυβέρνηση. Διότι εγνώριζε ότι η Ελλάς ήτο αποφασισμένη να παραμείνει ουδετέρα αλλά και αποφασισμένη να υπερασπιστεί το έδαφός της εναντίον οιουδήποτε θα αποπειράτο να το παραβιάσει. Εψιθύρισα: δεν χάνω ελπίδα. Ο Μεταξάς εσηκώθη και με συνόδεψε μέχρι την θύραν χωρίς να μου δώσει απάντησιν. Έφυγα υποκλινόμενος με το βαθύτερο σεβασμό προ του γέροντος αυτού που επροτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένη την ψυχήν μου από μίσος δια το επάγγελμά μου…».

Ο Στρατάρχης Μπαντόλιο, επικεφαλής των Ιταλών, κατά την ελληνική εκστρατεία



  Κατόπιν των γεγονότων αυτών λαμβάνουν χώρα αστραπιαίως όλες οι απαιτούμενες ενέργειες. Στις 04:00 ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας Υποστράτηγος Κατσημήτρος πληροφορείται τηλεφωνικώς από το ΓΕΣ την ακόλουθο ανακοίνωση:

  «Ο Ιταλός πρεσβευτής την τρίτη πρωινή δια διακοινώσεώς του προς την ελληνική κυβέρνηση εζήτησε να εισέλθωσι σήμερον την 6ην πρωινή τα ιταλικά στρατεύματα εις το ημέτερο έδαφος και ότι εν περιπτώσει αρνήσεως θα εισέλθωσι δια της βίας. Η κυβέρνησις απέρριψε την αίτησιν ταύτην του ιταλού πρέσβεως και διατάσσει αντίστασιν μέχρις εσχάτων».

Το πρωί οι σειρήνες του πολέμου ξυπνούν τον λαό. Ο Μεταξάς με διάγγελμα καλεί το Έθνος στα όπλα: «Η στιγμή επέστη όπου θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμή της. Μολονότι ετηρήσαμε την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζούμε ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την τρίτη πρωινή την παράδοση τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψη αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα άρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν πρέσβυν ότι θεωρώ το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπο με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξη πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξασφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθεί σύσσωμον. Αγωνισθείτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».

Ο Ιωάννης Μεταξάς



  Ο ελληνικός λαός με έντονο το αίσθημα του χρέους έναντι της ιστορίας του ανταποκρίνεται αμέσως στο κάλεσμα της πατρίδος. Η αρχική έκπληξη μεταβάλλεται γρήγορα σε ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες με το χαμόγελο στα χείλη δεν διστάζουν στιγμή και σπεύδουν ταχέως για το μέτωπο. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου συγκεντρώνονται για την αναχώρηση, εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές. Μητέρες, γυναίκες, παιδιά είναι εκεί να τους αποχαιρετήσουν. Τους εύχονται με δάκρυα στα μάτια να νικήσουν και να επιστρέψουν σύντομα γεροί. Αυτοί συνεχίζουν να χαμογελούν προσπαθώντας να τους καθησυχάσουν. Στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά επιστρέψει ζωντανός, αν θα ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ωστόσο, δεν λιποψυχούν. Δεν τους το επιτρέπει το καθήκον προς το υπέρτατο αγαθό της πατρίδος για το οποίο είναι έτοιμοι να θυσιαστούν.

  Μπορούν όμως, να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που υπερέχει ασυγκρίτως σε οπλισμό και έμψυχο δυναμικό; Η μικρή Ελλάδα δύναται να αντισταθεί στις εννέα εκατομμύρια λόγχες του Μουσολίνι; Ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι απογοητευτικός. Στις οκτώ ιταλικές μεραρχίες που επιτίθενται, οι Έλληνες έχουν να αντιτάξουν μόνο δυο, ενώ δεν διαθέτουν άρματα μάχης και η υπεροπλία του εχθρού στην θάλασσα και τον αέρα είναι σαφής. Οι Ιταλοί, απ’ την μεριά τους δεν περιμένουν αντίσταση από έναν λαό, ο συνολικός πληθυσμός του οποίου είναι όσες περίπου και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας τους. Υπολογίζουν στην υπεροπλία τους και υποτιμούν την αξία των Ελλήνων μαχητών. Ο Ντούτσε εκείνο το πρωί διαβεβαίωνε με κομπασμό τον ανήσυχο Χίτλερ: «Φύρερ, προχωρούμε. Τα στρατεύματά μας εισήλθαν νικηφόρως στην Ελλάδα σήμερον την 6ην πρωινή. Μην ανησυχείτε τα πάντα θα τελειώσουν σε δεκαπέντε ημέρες».

   Και πράγματι όλα θα τελείωσαν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αλλά όχι όπως τα υπολόγιζε.

  Οι Ιταλοί εισήλθαν στον πόλεμο με οκτώ μεραρχίες, τάγματα Αλβανών και Μελανοχιτώνων και φυσικά με την υποστήριξη ισχυράς αεροπορίας, πυροβολικού και στόλου. Με την κήρυξη του πολέμου βομβάρδισαν διάφορες πόλεις όπως τη Λάρισα, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, την Πάτρα. Ωστόσο, η ελληνική ελαστική άμυνα των μονάδων προκαλύψεως κατάφερε να τους καθηλώσει από τις πρώτες κιόλας ημέρες του αγώνα. Οι ιταλικές λεγεώνες αποδεκατίστηκαν αφήνοντας χιλιάδες νεκρών στις οροσειρές της Πίνδου. Η ορμή και το πάθος του Έλληνα στρατιώτη είναι καταλυτική. Η περίφημη μεραρχία Τζούλια των αλπινιστών παθαίνει πανωλεθρία και διαλύεται τελείως.

  Καθώς η επιστράτευση συνεχίζονταν και η ελληνική γραμμή ενισχύονταν συνεχώς με νέες δυνάμεις, άριστα οργανωμένες, ήδη από την 6η Νοεμβρίου όπως θα ομολογήσει ο Τσιάνο, υπουργός των εξωτερικών του Μουσολίνι, η πρωτοβουλία περιήλθε στους Έλληνες και η ώρα της εκδικήσεως έφθασε.

Έλληνες στρατιώτες στην Αλβανία



  Η μεγάλη αντεπίθεση ξεκινά. Τώρα πια η ελληνική δύναμη ανέρχονταν σε οκτώ μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες και μια μεραρχία Ιππικού. Οι νίκες διαδέχονται η μια την άλλη. Προελαύνομε σε όλα τα μέτωπα. Την 22α Νοεμβρίου 1940 απελευθερώνουμε την Κορυτσά. Ο Στρατηγός Πιτσίκας τηλεφωνεί στον Μεταξά και του αναφέρει: «Κύριε πρόεδρε, η Κορυτσά ευρίσκεται εις τας χείρας των Ελληνικών στρατευμάτων. Ο πληθυσμός της πόλεως υποδέχεται τους άνδρας με εκδηλώσεις ενθουσιασμού και με σημαίες. Που ευρέθησαν τόσες σημαίες;».

  Στην πατρίδα ο λαός πληροφορείται το γεγονός και παραληρεί από χαρά. Εντός ολίγου έρχεται και η είδηση της κατάληψης του Πόγραδετς. Την 4η Δεκεμβρίου πλέον όλα έχουν τελειώσει. Οι τελευταίες ελπίδες των Ιταλών εξανεμίζονται. Ο Ντούτσε απογοητευμένος παραδέχεται την οικτρή τους ήττα με τα λόγια: «Είναι παράλογον και γελοίον, αλλά έτσι είναι. Πρέπει να ζητήσωμε ανακωχή με την μεσολάβηση του Χίτλερ».

  Ωστόσο αυτό είναι αδύνατο, διότι ο πρώτος όρος που θα έθεταν οι Έλληνες θα ήταν η προσωπική εγγύηση του Χίτλερ ότι δεν θα επιχειρούνταν τίποτε στο μέλλον εναντίον τους. Έτσι κατέληξαν να εξακολουθήσουν τον πόλεμο, αποστέλλοντας νέα στρατεύματα και αλλάζοντας στρατηγούς.

  Η φορά όμως των πραγμάτων συνεχίζει την τροχιά της. Την 5η Δεκεμβρίου ο Στρατός μας καταλαμβάνει την Πρεμέτη, την επομένη τους Άγιους Σαράντα και μετά από δυο μέρες το Αργυρόκαστρο. Ο λαός πανηγυρίζει. Ο Τσώρτσιλ στέλνει τηλεγραφήματα γράφοντας στα ελληνικά. Τα επιτελεία μας κυριεύονται από τον ενθουσιασμό των νικών. Όλοι τώρα θέλουν ένα πράγμα, να ρίξουν τους Ιταλούς στην Θάλασσα. Όμως το χιόνι, το δριμύ ψύχος, η έλλειψη δρόμων καθυστερούν την προέλασή και την τελευταία στιγμή διασώζουν τους Ιταλούς από πλήρη συντριβή.

  Τελικώς, τον Ιανουάριο του 1941 ο Χίτλερ αποφασίζει να στείλει στο ελληνοϊταλικό μέτωπο τον στρατηγό Φον Ρίντελεν προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση. Ο Γερμανός στρατηγός αφού λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος στην Κλεισούρα, επιστρέφει εσπευσμένως στο Βερολίνο και συντάσσει σχετική έκθεση όπου αναφέρει πως οι Ιταλοί αποκλείεται να νικήσουν. Μοιραίως, η Γερμανία οδηγείται στον πόλεμο κατά της Ελλάδος.


Μεταφορά γερμανικών αρμάτων μάχης στο ελληνικό έδαφος



  Παρόλα αυτά η Ελλάς, δεν υποκύπτει. Οι αήττητες μέχρι τότε γερμανικές στρατιές θα ηττηθούν για πρώτη φορά στα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Στο Ρούπελ, τον Εχινό, την Νυμφαία, το Ιστίμπεη και το Λύσσε, οι λιγοστοί και δοκιμασμένοι Έλληνες πολεμιστές αντιστέκονται νικηφόρα σε πολλαπλάσιες δυνάμεις, ήτοι τριάντα μεραρχίες και ανάμεσά τους ορισμένα από τα πλέον επίλεκτα τμήματα του γερμανικού στρατού. Ωστόσο, η συντριπτική υπεροχή του εχθρού και η κατάρρευση του μετώπου στην Γιουγκοσλαβία θα καταλήξει στην αναπόφευκτη κάμψη της ελληνικής αντιστάσεως και την είσοδο του λαού μας σε μια περίοδο σκληρής δοκιμασίας.

  Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή θα αποβεί καθοριστική για την μετέπειτα έκβαση του πολέμου και την τελική νίκη των συμμάχων. Η δημιουργία ανοικτού πολεμικού μετώπου στα Βαλκάνια επέφερε την αδυναμία του Βερολίνου να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη βρετανική δραστηριότητα στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και κυρίως την καθυστέρηση στην ανάληψη της εκστρατείας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, με επακόλουθο την μετέπειτα καθήλωση της Βέρμαχτ στις ρωσικές στέπες και την πανωλεθρία της λόγω του αφιλόξενου ρωσικού χειμώνα. Κατά τον τρόπο αυτό η νίκη των Ελλήνων στην Πίνδο άλλαξε τον ρου της παγκοσμίου ιστορίας. Ο επικός αγώνας και οι θυσίες μας μετέβαλαν την πορεία των πραγμάτων υπέρ της Αγγλίας και των συμμάχων της.

  Για όσους αμφισβητούν την τεράστια σημασία της ελληνικής εποποιίας για την εξέλιξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, θυμίζουμε πως ο ίδιος ο Χίτλερ στην πολιτική του διαθήκη, λίγο πριν την πτώση του τρίτου Ράιχ απέδωσε την ήττα του Άξονα στην «ηλίθια» όπως την χαρακτήρισε, εκστρατεία των Ιταλών εναντίον της Ελλάδος που τον ανάγκασε να εμπλακεί σε έναν περιττό για την Γερμανία πόλεμο. Την συνεισφορά μας στην νίκη βεβαίως αναγνώρισαν με βαρύγδουπες εκφράσεις και οι σύμμαχες δυνάμεις. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, λησμόνησαν τις υποσχέσεις τους ενώ με πράξεις και παραλείψεις των μας βύθισαν σε καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο που πλήγωσε βαθιά τον Ελληνισμό.

Αναγνώριση της αξίας του Έλληνα στρατιώτη από τον Αδόλφο Χίτλερ (Δημοσίευμα από την λογοκριμένη, από τις κατοχικές δυνάμεις εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα.)



  Το μήνυμα, λοιπόν, της επετείου του «ΌΧΙ» έχει δύο όψεις. Η 28η Οκτωβρίου 1940 μας διδάσκει ότι η εθνική ενότητα, το υψηλό φρόνημα, η αποφασιστικότητα, η σύμπνοια και η πίστη δύνανται να υπερνικήσουν την υλική δύναμη. Η Ελλάς κατανίκησε την πανίσχυρη Ιταλική αυτοκρατορία αποδεικνύοντας ότι η ιστορία δεν γράφεται με τους αριθμούς και την στυγνή λογική, αλλά με την θέληση και το αίμα γενναίων μαχητών. Απ’ την άλλη, για ακόμη μια φορά, επαληθεύτηκε ότι στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί, παρά μόνο συμφέροντα. Η Βόρειος Ήπειρος που απελευθερώθηκε δια της λόγχης από τον ελληνικό στρατό παρέμεινε ξανά έξω από τον ελληνικό εθνικό κορμό και αποδόθηκε στην σύμμαχο της φασιστικής Ιταλίας Αλβανία. Η Βουλγαρία που συνεργάστηκε με τους κατακτητές και ως στρατός κατοχής επέφερε τόσα δεινά στον ελληνικό πληθυσμό δεν τιμωρήθηκε από τους νικητές. Η χώρα μας τέλος περιήλθε υπό την πλήρη κηδεμονία των μεγάλων. Και το τραγικότερο, οι υπερήφανοι Έλληνες, αν και στην πλευρά των νικητών, κατέληξαν να εργάζονται για τον επιούσιο στα εργοστάσια των ηττημένων.

  Σήμερα, αποδίδοντας την πρέπουσα τιμή στους ήρωες αυτού του πολέμου ας κρατήσουμε το παράδειγμά τους ως παρακαταθήκη στην ψυχή μας για τους αυριανούς αγώνες αν και όποτε έλθουν.

Ευχαριστώ.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος


Θωμάς Μοσχόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Διαπραγματευτής της ΕΛ.ΑΣ.



Ο Δρόμος του Ποταμού, του Τσαρλς Μόργκαν. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Απόψε φίλοι και φίλες του ραδιοφωνικού θεάτρου θα σας παρουσιάσω το δράμα του Τσαρλς Μόργκαν Η Γραμμή του Ποταμού. Πρόκειται για ένα έργο που μας βάζει στο κλίμα που επικρατούσε στην κατεχόμενη Ευρώπη, τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.



  Άγγλος συγγραφέας –από τους πιο ενδιαφέροντες του καιρού του- ο Τσαρλς Μόργκαν- καθώς επίσης και γνωστός στο τότε ελληνικό κοινό, ως μυθιστοριογράφος. Ο Μόργκαν υπήρξε θεατρικός κριτικός στους Times του Λονδίνου στα προπολεμικά χρόνια, και στους Κυριακάτικους Times, μεταπολεμικά για πολλά χρόνια. Ο συγγραφέας είναι ο τύπος του Homo Sapiens που ατενίζει τα προβλήματα της εποχής του, πατώντας γερά στην κληρονομιά του πλατωνικού ιδεαλισμού.

  Η Γραμμή του Ποταμού υπήρξε το πρώτο έργο του Μόργκαν που διαβάστηκε στην ελληνική σκηνή. Το δράμα ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1954 με πρωταγωνιστές τότε, τη Μαίρη Αρώνη και τους Α. Αλεξανδράκη, Θ. Κωτσόπουλο, Α. Φιλιππίδη, Δ. Διαμαντίδου, Γ. Γκιωνάκη και Α. Βαλακού. Η σκηνοθεσία ήταν του Δ. Ροντήρη. Οι κριτικές που έλαβε υπήρξαν ποικίλες και ορισμένες (ειδικά του Καραγάτση, αποσπάσματα της οποίας θα παραθέσουμε) αρνητικές.

  Το έργο ήταν το δεύτερο του συγγραφέα μετά το Αστραφτερό Ποτάμι και αποτέλεσε ένα τρίπρακτο δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα.  Έργο συγκλονιστικό που σίγουρα στο Χόλιγουντ θα σημείωνε τεράστια επιτυχία. Ένα μέρος της υπόθεσης εξελίσσεται στα 1943  και ένα στα 1947. Το χάσμα (1943-1947) ανάμεσα στις δύο περιόδους γεφυρώνεται με την αφήγηση του Αμερικανού πιλότου.

   Ο Μόργκαν σαν δημιουργός δε διέθετε εξαιρετική πλαστική δύναμη είχε όμως  οργανωμένη συνείδηση και ήταν εξοπλισμένος πνευματικά. Ως ανήσυχη και ολοκληρωμένη πνευματική προσωπικότητα, τον ενδιαφέρει περισσότερο η άγρυπνη συνείδηση από τη φήμη.  Ένας όχι επαγγελματίας συγγραφέας ο οποίος δε δίνει στη δομή του έργου αδιάκοπα το παρόν.



Ο Κάρολος Μόργκαν

Η υπόθεση:

  Μέσω των ποταμών μια πατριωτική ομάδα στη Γαλλία, στην οποία ανήκει μια καθηγήτρια (η Μαρί) με τον πατέρα της, φυγαδεύει Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματικούς, δραπέτες των Γερμανών. Στο σπίτι της Μαρί συναντώνται τρεις Άγγλοι αξιωματικοί, ο Λαγκ, ο επονομαζόμενος «Ερωδιός», ο Τζούλιαν και ο Φρούερ, ένας Αμερικανός αεροπόρος. Και τους τρεις  πρόκειται να φυγαδεύσει η Μαρί μέσω του δρόμου του ποταμού.

  Το τελευταίο βράδυ λίγη ώρα πριν την αναχώρηση ύποπτες ενδείξεις οδηγούν στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο «Ερωδιός» είναι Γερμανός κατάσκοπος. Η Μαρί, παρότι τον αγαπά, δίνει άμεσα διαταγή να εκτελεστεί, διαταγή την οποία εκτελεί επιτόπου ο Τζούλιαν.

  Χρόνια αργότερα, όλοι, εκτός του Τζούλιαν που έχει αποδημήσει, μαθαίνουν ότι ο «Ερωδιός» δεν ήταν Γερμανός κατάσκοπος αλλά Άγγλος αξιωματικός και οι εναντίον του υπόνοιες, αβάσιμες. Ζουν επομένως τον εφιάλτη των τύψεων για έναν άδικο φόνο.

  Μετά τον πόλεμο, στο σπίτι του Τζούλιαν και της Μαρί, που εντωμεταξύ έχουν νυμφευθεί, συναντώνται με την ετεροθαλή αδελφή του «Ερωδιού» που φιλοξενείται εκεί με τη νονά της, ένα χαρακτηριστικό τύπο αγγλίδας γεροντοκόρης που την αποκαλούν «σιδηρά δούκισσα». Την αδελφή του Ερωδιού ερωτεύεται ο Αμερικανός αεροπόρος. Σε όλες τις συνομιλίες υποδιαφαίνεται το αίσθημα ευθύνης απέναντι της για τον φόνο του «Ερωδιού», που απηχεί το γενικό αίσθημα ευθύνης για τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων στον πόλεμο.

  Από τις διηγήσεις των υποθέσεων του Αμερικανού, η αδελφή του «Ερωδιού» αντιλαμβάνεται την αλήθεια και κατανοεί ότι ο φόνος του αδελφού της διεπράχθη υπό το κράτος της αλλοφροσύνης της βίας, και τελικά απαλλάσσει τους φονείς από την κατάθλιψη της ενοχής. Και η κατανόηση αυτή είναι σαν αμνηστία για ολόκληρη τη μεταπολεμική γενιά.







Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

  Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο το οποίο διαπραγματεύεται ένα θέμα οξύ για την εποχή που παίχτηκε. Βγαλμένο από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια εποχή όπου όλοι πήραν θέση, υπέρ ή κατά των δυνάμεων της βίας.

  Αμείλικτη, απλώνεται η ευθύνη για το φόνο ενός αθώου ανθρώπου, που στέκεται ακόμα και τόσα χρόνια μετά τον πόλεμο ανάμεσα τους. Πρόβλημα ευθύνης αποτελεί το πώς θα καθορίσει ο άνθρωπος τη στάση του απέναντι στη βία του σύγχρονου κόσμου. Έχουμε να κάνουμε, δηλαδή. με ένα βαρύ δράμα ευθύνης για όσους φυσικά έχουν ευθύνη.

  Τρία πρόσωπα ευθύνονται για τον άδικο χαμό του Ερωδιού, ο Αμερικάνος αεροπόρος, η Γαλλίδα προϊστάμενη του και ο Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού, που είναι και το πρόσωπο που τον σκότωσε. Οι δύο τελευταίοι χωνεύουν την ευθύνη, ο αμερικανός συντρίβεται γιατί ήταν η αρχή του κακού και έχει ερωτευτεί χωρίς να το ξέρει την αδερφή του θύματος. Οι ήρωες βασανίζονται με τον τρόπο τους, για το φόνο ενός αθώου, όπως νόμιζαν οι τρεις από τους τέσσερις.

  Το ερώτημα που κυριαρχεί μεταξύ τους είναι, «εάν ο Ερωδιός ήταν πράκτορας των Γερμανών». Με το χρόνο ανακαλύπτουν ότι ο φόνος δεν έπρεπε να γίνει. Και όπως θα γράψει ο Κύπρος Φραγκούλης το 1954: «Η ανάγκη να ενεργήσουν όπως ενήργησαν περιόριζε την ευθύνη. Άρα η ευθύνη ήταν περιορισμένη ή εκμηδενισμένη. Ο Φίλιπ Τζώρτζες ήταν ο υπεύθυνος και το πλήρωσε στην ιδιωτική του ζωή. Ο φόνος του αθώου δεν προκαλεί μόνο τύψεις αλλά και σοκ που ομοιάζει με κόμπλεξ. Ο συγγραφέας μας δίνει ένα ψυχογραφικό πλαίσιο αληθινό. Ο φόνος έγινε εξαιτίας της συμπτωματικής υπόνοιας για ενοχή του θύματος. Το φάσμα του αθώου δημιουργεί παθολογική υποταγή στην πορεία της ζωής.» Ο Ερωδιός ήταν τελικά ένας Άγγλος, βέρος πατριώτης, που αγαπούσε τη ζωή και την έβλεπε με το δικό του μάτι.





Η βάση πάνω στην οποία ο Μόργκαν οικοδομεί το έργο.

  Στην κατεχόμενη Ευρώπη υπήρχαν μυστικές οργανώσεις ειδικού τύπου που φυγάδευαν τους Άγγλους ή τους Αμερικανούς αιχμαλώτους, οι οποίοι δραπέτευαν από τα γερμανικά στρατόπεδα, καθώς επίσης και αεροπόρους που έπεφταν με αλεξίπτωτα σε χώρες υπό γερμανική κατοχή.

  Οι οργανώσεις αποτελούνταν από ντόπιους άντρες και γυναίκες και είχαν διάταξη γραμμική. Από σταθμό σε σταθμό διοχέτευαν τις ομάδες των φυγάδων, κατά τα πρότυπα μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας. Η διαδικασία γινόταν με άπειρη προφύλαξη. Οι Γερμανοί έστελναν δικούς τους πράκτορες, άριστους γνώστες της αγγλικής, που διείσδυαν σ’ αυτές τις ομάδες. Ο Γερμανός πήγαινε από σταθμό σε σταθμό επεσήμανε τα σημεία και στη συνέχεια το δίκτυο σαρώνονταν.

  Γίνεται αντιληπτό ότι κυριαρχούσε η καχυποψία. Οι Γερμανοί έκαναν πλαστές ταυτότητες και ο ψευτό-Άγγλος ήταν διαρκής φόβος, επικρεμάμενος κίνδυνος.

 






Το τραγικό στοιχείο.

  Οι άνθρωποι συγχωρούν, η αξία της συγνώμης είναι μηδενική όταν η μοίρα δε συγχωρεί. Για τον υπεύθυνο ανατέλλει γαλήνη μόνο όταν το θελήσει η μοίρα. Αυτό δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα πέσουν στη μοιρολατρία, αλλά θα πρέπει θαρρετά να αποδεχθούν την ευθύνη, ως πράξη ετοιμότητας και παρρησίας, καθώς και ενεργητική στάση απέναντι στη ζωή και στις ηθικές αξίες. Η πνευματική ομορφιά είναι ανεκτίμητη σε αυτές τις στιγμές.

  Κάθε πρόσωπο φέρει ένα κομμάτι της ευθύνης και πρέπει να έχει επίγνωση της ευθύνης. Έτσι αποκαθίσταται η διασαλευμένη τάξη μέσα στις συνειδήσεις που ποντοπορούν στο σκοτεινό Ωκεανό της βίας. Τη λύτρωση στη Γραμμή του Ποταμού δίνει η αδελφή του Ερωδιού με τη συγχώρεση, προσφέροντας έτσι μια λύση.

 

  Ο συγγραφέας δεν περιόρισε το δράμα του σε ένα έργο αντίστασης ούτε έγραψε ένα ρωμαλέο δράμα, σύμφωνα με την τότε συνταγή. Ο Μόργκαν προβάλει το λόγο του με τη φιλοσοφική ή εγκεφαλική διάθεση ενός ανθρώπου που προσπαθεί να πείσει με τη διαλεκτική του και όχι με τα πράγματα, με το πλαστικό όραμα ενός πηγαίου δημιουργού ενστίκτου. Προβλήματα που τον απασχολούν είναι ο έρως, ο θάνατος, η τέχνη και η ευθύνη. Δυσκολεύεται όμως να προσωποποιήσει και να ενθαρρύνει αυτά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται.

 

  Προτέρημα του έργου είναι η εγκεφαλική προσενατένιση των γήινων υποθέσεων. Μάταια επιθυμεί να γεφυρώσει το τεράστιο χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και επιδίωξης. Το περίβλημα μέσα από το οποίο το κάνει είναι ένα φιλοσοφικό με δόσεις κακόγουστου μεταφυσισμού. Δεν προκαλεί όμως άνοια, δεν ξεσπά σε εύκολη συγκίνηση. Δεν αναριγά η σάρκα του θεατή, δε ρυτιδώνεται το αίμα του. Το ενδιαφέρον εφελκύεται προοδευτικά και αδιάλειπτα χωρίς υστερικές κρίσεις. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγει ενδιαφέρουσα ιστορία με πυκνά δραματικά ακόμη και μελοδραματικά στοιχεία. Αναταράζει τα νερά της δραματικής ρουτίνας και φέρνει καινούρια μηνύματα στο κοινό.

 Το έργο είναι ένα φιλοσοφικό δράμα σε διαλογική μορφή. Μια φιλοσοφία που μετουσιώνεται σε δραματική δημιουργία. Έχει, βέβαια, δραματουργικές αδυναμίες, αμφισβητήθηκε επίσης η πνευματική ποιότητα.

  Ο Καραγάτσης το 1954 έγραψε για το έργο: « Αν οποιοσδήποτε άγνωστος Έλλην συγγραφέας έγραφε τη «Γραμμή του ποταμού» δε θα πετύχαινε ούτε έπαινο στον Καλοκαιρινό Διαγωνισμό. Αν δε συγγραφέας του ήταν κάποιος από τους καλούς μυθιστοριογράφους μας θα έβρισκε την νημερτέαν – και απολύτως δικαιολογημένην- άρνησιν των θιάσων μας να ανεβάσουν το υδαρές του κατασκεύασμα.» Χαρακτήρισε επίσης το έργο φλύαρο, ισχνό σε σύγκρουση, θλιβερά άτεχνο, κατεσκλήκοτος σε δράση και πλουσιότατου σε ελαφρότατη φιλοσοφική παρλαπίπα.»  Κατακεραύνωσε επίσης και τους συντελεστές της παράστασης του 1954 και έσφαζε με το γάντι το Ροντήρη. Η πέννα του Καραγάτση, ως θεατρικού κριτικού αποτέλεσε εκείνα τα χρόνια τον φόβο και τον τρόμο όλων των ανθρώπων του θεάτρου.

  Ας αφήσουμε όμως τον Καραγάτση, σχετικά με τους φιλοσοφικούς μονολόγους είναι σίγουρα ανεκτοί σε μυθιστόρημα από τον αναγνώστη εκ προκαταβολής. Εκεί μπορεί να τις αναγνώσει κανείς , αγνοώντας τον αθόρυβο συνομιλητή. Στο θέατρο όμως ο διάλογος υποβάλλει τη σκηνική κίνηση. Τα πράγματα εξελίσσονται αργά, ο θεατής εγκλωβίζεται στη μεταφυσική διαλεκτική του συγγραφέα. Υψηλά νοήματα που δε μετουσιώνονται όμως σε δράση ή ψυχολογικές αντιδράσεις. Η διάνοια όμως δεν έχει την άνεση να επωάσει τους διαδοχικούς ερεθισμούς και να απολαύσει τον καρπό τους, με εξαίρεση τρεις εικόνες της Β΄πράξης όπου υπάρχει πυκνή και ρέουσα δράση. Υπάρχουν και άλλες ιδέες αλλά το δυνατό ρεύμα δεν ανακόπτεται από την παρεμβολή τους.

  Το έργο, θα κλείσουμε λέγοντας, ότι διατηρεί κάποια υφή δοκιμιογραφίας, ποιητικής βέβαια, μα δοκιμιογραφίας πάντοτε. Ο Δρόμος του Ποταμού, στερείται γενικά δράσης καθώς έχει πιο πολύ αφήγηση παρά κίνηση.

 

 

Το υλικό για τη συγγραφή του άρθρου, καθώς και οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου:

http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=308




Το έργο μπορείτε να το ακούσετε εδώ:


Για το ραδιόφωνο ηχογραφήθηκε το 1973 και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κλέαρχου Καραγιώργη τα πρόσωπα του έργου υποδύθηκαν οι ηθοποιοί: Ν. Τζόγιας, Ν Παπαναστασίου, Κ. Παναγιώτου, Κ. Ασπρέα, Β. Καρακατσάνη, Κ. Καστανάς, Ναπ. Ροδίτης και Π. Φώσκολος.


Ο Νίκος Τζόγιας


Παύλος Παπαδόπουλος, Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος, Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

Τι σκεφτόταν ο Βενιζέλος για τη Μικρά Ασία Η στρατηγική του για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών και πώς αυτή κατέρρευσε από τα λάθη των αντιπάλων του. Γράφει ο Νικόλαος Παπάδης-Παπαδάκης

Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, η θέση της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Οι Τούρκοι διεκδικούσαν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και είχαν εξαπολύσει συστηματικούς διωγμούς κατά των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ενας νέος ελληνοτουρκικός πόλεμος έμοιαζε αναπόφευκτος, ενώ υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις για παράλληλη επίθεση της Βουλγαρίας κατά της Ελλάδας. Προσπάθειες για ειρηνική επίλυση της διαφοράς δεν είχαν συνέχεια διότι στο μεταξύ ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η νεοτουρκική ηγεσία, αντί του πολέμου κατά της Ελλάδας, επέλεξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας.




Στη ζωτική σφαίρα του Αιγαίου οι ισορροπίες κρέμονταν από μια κλωστή. Γερμανοί και Αυστριακοί εξακολουθούσαν να ευνοούν τις τουρκικές διεκδικήσεις στα νησιά, ενώ τρεις μήνες προτού εισέλθει η Τουρκία στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, οι Αγγλογάλλοι αρνήθηκαν να συναινέσουν στην επιστροφή των νησιών στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να υποκύψει στις τουρκικές πιέσεις για ματαίωση της πώλησης δύο πολεμικών σκαφών στην Ελλάδα. Εντούτοις, τα μέτωπα παρέμεναν ανοιχτά και η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι περικυκλωμένη ασφυκτικά από κράτη με απροκάλυπτα εχθρικές διαθέσεις. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της χώρας ήταν η αποτροπή της δημιουργίας δύο απειλητικών δυνάμεων στα σύνορά της. Για έναν πολιτικό όπως ο Βενιζέλος, η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αποτελούσε τη μεγάλη στρατηγική ευκαιρία που αναζητούσε για να λύσει η Ελλάδα τις διαφορές της με τον απειλητικό γείτονα, έχοντας συμμάχους τις δύο ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής. Ο Βενιζέλος είχε συνειδητοποιήσει ότι μόνο η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα κατοχύρωνε την ασφάλεια της Ελλάδας, θα απέτρεπε την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών και με ευνοϊκότερες συγκυρίες θα της προσέφερε τη δυνατότητα να επεκταθεί στην άλλη όχθη του Αιγαίου.

Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1918) βρήκε τους σημαντικότερους αντιπάλους της Ελλάδας, Βουλγαρία και Τουρκία, ηττημένους. Ο Βενιζέλος είχε δικαιωθεί έπειτα από έναν σκληρό διμέτωπο αγώνα. Είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την απόπειρα εγκαθίδρυσης απόλυτης μοναρχίας, την τρομοκρατία των επιστράτων, τις αλλεπάλληλες στάσεις σε στρατιωτικές μονάδες και είχε εξουδετερώσει τη φιλογερμανική ουδετερότητα των μοναρχικών που οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή. Ταυτόχρονα, η ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό των δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών ήταν μια επιλογή με μεγάλο στρατηγικό βάθος. Στην πραγματικότητα τότε εξουδετερώθηκε η βουλγαροτουρκική απειλή και ουσιαστικά κερδήθηκαν για την Ελλάδα η Μακεδονία, η Δυτική Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Ευνοϊκές συγκυρίες

Ουδέποτε στο παρελθόν υπήρξαν ευνοϊκότερες συγκυρίες για να προωθήσει η Ελλάδα τις αλυτρωτικές της βλέψεις στο πλαίσιο μιας πανίσχυρης συμμαχίας που είχε εξέλθει νικήτρια από τον παγκόσμιο πόλεμο, με δεδομένη μάλιστα την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε, στη διάσκεψη της Λωζάννης στα τέλη του 1922, την πολιτική του στο μικρασιατικό ζήτημα: τη χώρα δεν την έφερε στη Μικρά Ασία και στον Ελλήσποντο «μία βουλιμία εδαφική ή ένα αίσθημα σφετερισμού ξένης ιδιοκτησίας […], αλλά τα υψηλά ιδεώδη της ελευθερίας και το καθήκον της σωτηρίας δύο εκατομμυρίων ανθρώπων». Και περιέγραψε τη γεωπολιτική διάσταση του οράματός του: όπως έγινε δυνατόν να ιδρυθούν πολλά κράτη στη Βαλκανική, έτσι μπορούσαν να συσταθούν τρία κράτη στη Μικρά Ασία, το αρμενικό, το ελληνικό και το τουρκικό.

Μέχρι τις μέρες μας παραμένει το ερώτημα: υπήρχε άραγε άλλη επιλογή; Ηταν δυνατόν οι επιζήσαντες από τους διωγμούς να καταδικαστούν ξανά κάτω από τον τουρκικό ζυγό, τη στιγμή μάλιστα που ένας νέος γύρος τρομοκρατίας και διωγμών είχε ξεκινήσει; Αλήθεια, ποια ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ή είχαν εξοριστεί στα βάθη της Ανατολίας και τώρα διεκδικούσαν την επιστροφή στις εστίες τους; Η μόνη απάντηση που μπορεί να τεκμηριωθεί είναι μία: η ζωή και η περιουσία των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο με την παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Είναι πρόδηλο ότι η επέκταση της Ελλάδας στην Ιωνία είχε έντονα τα χαρακτηριστικά μιας ανθρωπιστικής επιχείρησης για τη σωτηρία του ελληνικού πληθυσμού και ασφαλώς ήταν ευθέως ανάλογη με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία άλλωστε ήδη είχαν αποφασίσει οι σύμμαχοι.

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Robert Lansing έζησε από κοντά τον Βενιζέλο στο Παρίσι. Μας άφησε μία περιγραφή της καθοριστικής επιρροής που άσκησε στις διαπραγματεύσεις: «O,τι ζητούσε δόθηκε επειδή αυτός το ζητούσε. Η προσωπικότητα και εμπιστοσύνη στην κρίση του κυριάρχησαν κατά τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι». Ο Βενιζέλος είχε αναδειχθεί σε ηγέτη με διεθνή ακτινοβολία. Αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα το αξιοποίησε με εντυπωσιακή επιδεξιότητα υπέρ της χώρας του. Στην κυριολεξία έγινε μία από τις αιχμές της στρατηγικής του. Η σχέση του με τους τρεις κορυφαίους ηγέτες της εποχής δεν ήταν απλώς φιλική. Είχε έκδηλα τα χαρακτηριστικά μιας ιδεολογικής συγγένειας σε έναν κοινό στόχο: την οικοδόμηση ενός μεταπολεμικού κόσμου βασισμένου στη νομιμότητα και στην ελευθερία. Oλοι τους είχαν φιλελεύθερες πεποιθήσεις, πίστευαν στη δημοκρατία και στην αυτοδιάθεση των λαών. Φυσικά, τους ένωναν και κοινά συμφέροντα. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, όταν ο Βενιζέλος έδωσε την εντολή απόβασης του στρατού στη Μικρά Ασία, είχε σταθερά στο πλευρό του τους πρωθυπουργούς Βρετανίας και Γαλλίας και τον πρόεδρο των ΗΠΑ.

Η συμμαχική αλληλεγγύη είχε σαφείς προεκτάσεις και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Κατά την απόβαση στη Σμύρνη τον ελληνικό στρατό συνόδευαν ισχυρές δυνάμεις του βρετανικού στόλου, το ίδιο επαναλήφθηκε στις επιχειρήσεις κατάληψης της Ανατολικής Θράκης τον Ιούλιο του 1920. Εξάλλου, η ανάμειξη των Βρετανών στον τουρκικό εμφύλιο στο πλευρό του σουλτάνου εξυπηρετούσε τους ελληνικούς στόχους. Η Ελλάδα ανταπέδωσε με τη σωτήρια επέμβαση του στρατού της στην Προποντίδα, όπου διέλυσε τις κεμαλικές δυνάμεις και ταυτόχρονα απάλλαξε τα ολιγάριθμα βρετανικά στρατεύματα από την απειλή της αιχμαλωσίας.

Ταύτιση συμφερόντων

Οι εξελίξεις αυτές στο στρατιωτικό πεδίο φανέρωναν ότι τα ελληνοβρετανικά συμφέροντα ήταν αλληλοτροφοδοτούμενα και ότι η παραμονή των Βρετανών στα Στενά ήταν απολύτως συνυφασμένη με το προστατευτικό τείχος των ελληνικών στρατευμάτων. Οπωσδήποτε είχε γίνει ένα μεγάλο βήμα για πιο ενεργό εμπλοκή των Βρετανών στον πόλεμο, που αποτελούσε άλλωστε τον κορυφαίο στρατηγικό στόχο του Βενιζέλου.

Η Συνθήκη των Σεβρών, που είχε υπογραφεί από όλους τους συμμάχους, επιβεβαίωνε ότι οι ισχυροί συμμαχικοί δεσμοί που είχε αναπτύξει ο Βενιζέλος παρέμεναν ακλόνητοι. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 καμία συμμαχική χώρα δεν έθετε ζήτημα αναθεώρησης της συνθήκης ή αποχώρησης της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία. Οι αμφιταλαντεύσεις του Γάλλου πρωθυπουργού Μιλεράν, λίγους μήνες πριν από την υπογραφή της συνθήκης, κάμφθηκαν γρήγορα έπειτα από παρέμβαση του Βενιζέλου και σύσσωμης της γαλλικής ηγεσίας. Εξίσου ισχυρή όμως ήταν η θέση της χώρας στο πολεμικό πεδίο. Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού που είχαν διεξαχθεί στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη μέχρι τον Οκτώβριο του 1920 είχαν συνταράξει συθέμελα το ανεγειρόμενο κεμαλικό οικοδόμημα. Με επακόλουθο ομαδικές λιποταξίες Τούρκων στρατιωτών, καθώς και μετακινήσεις χιλιάδων κατοίκων που ζητούσαν καταφύγιο στα κατεχόμενα από τους Ελληνες εδάφη.

Τον Νοέμβριο του 1920 η Ελλάδα του Βενιζέλου είχε εξελιχθεί σε βασικό παίκτη του διεθνούς συστήματος, ασκώντας μια δυναμική διπλωματία, εξαιρετικά ικανή ώστε να διατηρεί τις ισορροπίες με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Στο πολεμικό πεδίο, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν υποστεί συντριπτικές ήττες, ενώ ο ελληνικός στρατός διέθετε τεράστιο αριθμητικό πλεονέκτημα, σαφή υπέροχη σε οπλισμό και εφόδια, και μια ικανή και εμπειροπόλεμη ηγεσία. Επιπροσθέτως, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανέλαβε δεσμεύσεις απέναντι στον Βενιζέλο για χορήγηση πολεμικού υλικού και οικονομικής βοήθειας. Ομως η διπλωματική και στρατιωτική υπεροχή αρκούσε για να σηκώσει η χώρα το οικονομικό βάρος του πολέμου; Το 1918 η Ελλάδα έχει συνάψει το ευνοϊκότερο δάνειο που είχε ποτέ συνομολογήσει ελληνική κυβέρνηση. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 η χώρα είχε εκταμιεύσει 6,5 εκατομμύρια λίρες από τη Βρετανία και 15 εκατομμύρια δολάρια από τις ΗΠΑ. Ο Αλέξανδρος Διομήδης υποστηρίζει ότι τα δάνεια αυτά συγκροτούσαν ολόκληρο το πολιτικό οικοδόμημα των συμμαχιών που είχε συνάψει η χώρα.

Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου που τον διαδέχθηκαν στην εξουσία δεν διέθεταν, ούτε απέκτησαν ποτέ, κανένα διεθνές έρεισμα. Η γέφυρα εμπιστοσύνης που είχε οικοδομήσει ο Βενιζέλος με τους συμμάχους είχε καταρρεύσει. Ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι η πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα οδηγούσε στην ακύρωση των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι σύμμαχοι απέναντί της. Ο Λόιντ Τζορτζ, το απόλυτο μέχρι τότε πλεονέκτημα της Ελλάδας, χωρίς τον Βενιζέλο ήταν αδύνατο να συνεχίσει τη φιλελληνική πολιτική του, αντιμέτωπος με μια ευρωπαϊκή κοινή γνώμη που θεωρούσε ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο ισοδυναμούσε με επιστροφή στην εξουσία των συμμάχων της ηττημένης Γερμανίας.

Εκ νέου απομονωμένοι

Οι αντιβενιζελικοί ηγέτες, απόβλητοι από το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, σύντομα καταδίκασαν την Ελλάδα σε μια ασφυκτική απομόνωση και στην παλιά μοναξιά της. Απειροι και φιλόδοξοι, οδήγησαν την Ελλάδα στη συνέχιση του πολέμου. Με τη διαφορά ότι ο πόλεμος, από συμμαχοτουρκικός, είχε μεταβληθεί σε ελληνοτουρκικό, τον οποίο η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διεξάγει μόνη της, χωρίς καμία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Τον Μάρτιο του 1921 ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης είπε στον Μεταξά ότι προτιμούσε να συνεχίσει τον πόλεμο «και ας καταστραφούμε!», προσθέτοντας ότι «δεν ήταν ποτέ πολιτική μας, ο Βενιζέλος μας έφερε εκεί. Τον πόλεμο τον βρήκαμε». Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1920, συνομιλώντας με τον ανιψιό του, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, είχε ισχυρισθεί τα εντελώς αντίθετα: «Καλά έκαμε ο Βενιζέλος και εδέχθη την εντολήν εις την Μικράν Ασία. Το ίδιο θα έπραττα και εγώ. […] Εάν κερδίσωμεν τας εκλογάς θα συνεχίσωμεν τα στρατιωτικάς επιχειρήσεις. Και ο Θεός βοηθός». Είναι προφανές ότι οι νέοι κυβερνήτες, διανοητικά και ψυχολογικά ανέτοιμοι, είχαν αναλάβει μια αποστολή την οποία δεν πίστευαν.

Ποια ήταν όμως τα στρατηγικά αντίβαρα που διέθετε η χώρα για μια τόσο μεγάλη επιχείρηση; Η διπλωματική ισχύς της Ελλάδας είχε εκμηδενιστεί. Δεν είχαν τουλάχιστον την πρόνοια να αξιοποιήσουν το κύρος του Βενιζέλου στις συμμαχικές πρωτεύουσες. Ακόμη, δεν χειρίστηκαν με στοιχειώδη διπλωματική ευελιξία τις συμμαχικές πρωτοβουλίες στη διάρκεια του 1921, που πιθανότατα θα διέσωζαν τους πληθυσμούς και θα εξασφάλιζαν την Ανατολική Θράκη για την Ελλάδα. Στα οικονομικά του πολέμου, μετά το εμπάργκο των συμμάχων, η πολιτική τους ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Και όμως εκκρεμούσε από το δάνειο του 1918 η εκταμίευση των υπόλοιπων 6 εκατομμυρίων λιρών από τη Βρετανία και 30 εκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ.

Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις περιορίστηκαν στη χίμαιρα της απόλυτης στρατιωτικής επιβολής. Τελικά εκεί έγιναν τα περισσότερα λάθη. Με εκτεταμένες εκκαθαρίσεις βενιζελικών αξιωματικών, κατέστρεψαν τη συνοχή του στρατού. Μετά την αποτυχία στον Σαγγάριο, καταδίκασαν κάτω από φοβερές κλιματολογικές συνθήκες τον στρατό σε ακινησία και αδράνεια να περιμένει το τέλος. Στο απέραντο μέτωπο των 700 χιλιομέτρων δεν είχαν τη στοιχειώδη προνοητικότητα να οργανώσουν δεύτερη γραμμή άμυνας ή έστω να περιχαρακώσουν αμυντικά τη Σμύρνη. Με λίγα λόγια, ο πόλεμος είχε χαθεί πριν να ξεκινήσει.

Ο Πάνος Σιφναίος, εκ των επιμελητών του ημερολογίου Μεταξά, καταλήγει σε μια καίρια διαπίστωση: «Στην υπέρτατη αυτή αναμέτρηση των θελήσεων, απέναντι στον “γκρίζο λύκο” της Αγκυρας δεν έστεκε πια Κρητικός αντάρτης, έστεκε ένα κολλέγιο καλαμαράδων».

* O κ. Νικόλαος Παπαδάκης-Παπαδής είναι γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

ΠΗΓΉ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ

Έφεδροι αξιωματικοί εκπαιδεύονται προπολεμικά σε ιταλικό και γαλλικό όπλο

 ΠΑΝΩ φωτογραφία περιόδου 1924-1935 όπου εμφανίζει ‘’Υποψήφιους Έφεδρους Αξκους’’ (ΥΕΑ) στην Κέρκυρα να εκπαιδεύονται στο Γαλλικό υποπολυβόλο ‘’Chauchat C.S.R.G. Model 1915’’

ΚΑΤΩ φωτογραφία κατά την περίοδο του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου που εμφανίζει Έλληνα αξιωματικό να δοκιμάζει Ιταλικό πολυβόλο λάφυρο τύπου ‘’Breda’’.


Πηγή Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...