Ομιλία του διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Βέροιας Μοσχόπουλου Θωμά με αφορμή την επέτειο του "Όχι".

 Ομιλία για την 28η Οκτωβρίου 1940. Γράφει ο Θωμάς Μοσχόπουλος


 Κυρίες και Κύριοι,

  Αναμφισβήτητα ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, που ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945, υπήρξε ο μεγαλύτερος και πλέον καταστρεπτικός στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Πρωτοσέλιδο της 28.10.1940



  Τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτόν, όπως εξάλλου και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που είχε προηγηθεί, εντοπίζονται στον ανταγωνισμό μεταξύ των αποικιακών δυνάμεων που συγκέντρωναν στα χέρια τους το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και της ανερχόμενης Γερμανίας, η οποία υπό την σιδηρά ηγεσία του Αδόλφου Χίτλερ, διεκδικούσε το δικό της μερίδιο σ’ αυτόν τον ιδιότυπο διαμοιρασμό του κόσμου. Υπό τις συνθήκες αυτές σχηματίστηκαν δύο αντίπαλες συμμαχίες κρατών και συμφερόντων. Από την μια μεριά, οι παραδοσιακές δυνάμεις της Αγγλίας και της Γαλλίας κι απ’ την άλλη οι δυνάμεις του «άξονα», Γερμανία και Ιταλία. Οι τελευταίες, με την επιθετική επεκτατική τους πολιτική έδωσαν την αφορμή για την έναρξη της σύγκρουσης η οποία γρήγορα επεκτάθηκε σ' όλον τον κόσμο και πήραν μέρος σ' αυτήν τα σημαντικά κράτη της Γης. Σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την ελληνική εμπλοκή, που άρχισε επισήμως τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και μέσα απ’ αυτήν αναδείχθηκε ο υπέροχος πατριωτισμός, ο ηρωισμός και η πολεμική αρετή των Ελλήνων.

  Τον Οκτώβριο του 1940 η κατάσταση στην Ευρώπη είχε ως εξής. Η Γερμανία και η Ιταλία είχαν συγκροτήσει τον άξονα. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Φιλανδία ήσαν σύμμαχοι των Γερμανών, ενώ η Γαλλία, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Δανία, με πόλεμο αστραπή, είχαν κατακτηθεί απ’ αυτούς. Η Αγγλία, άοπλη, ηττημένη, αποκομμένη από την Ευρώπη επιζούσε εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης καθώς την έσωζε η θάλασσα που την χώριζε από την ήπειρο. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Σουηδία από την άλλη τηρούσαν από μέρους τους ευμενή υπέρ της Γερμανίας ουδετερότητα, και η κομουνιστική Ρωσία είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με το τρίτο ράιχ. Συνεπώς η κατάσταση συνοψίζεται στην πλήρη κυριαρχία του Άξονα. 

  Υπό τις ανωτέρω δυσμενείς συνθήκες, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος επέλεξε να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας, μη εισερχόμενη στον πόλεμο. Η στάση της όμως δεν έγινε σεβαστή από τον Μουσολίνι ο οποίος για λόγους γοήτρου δεν μπορούσε να μείνει άπραχτος, τη στιγμή που ο Χίτλερ μέσα σε ένα χρόνο είχε καταστρέψει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης (Γαλλία), είχε ταπεινώσει τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη του κόσμου (Αγγλία) και, το σπουδαιότερο, για όλα αυτά είχε ξοδέψει ελάχιστο σχετικά έμψυχο υλικό καθώς όλος ο πόλεμος, μέχρι τότε του είχε κοστίσει λιγότερο από μια μεγάλη μάχη του Α΄ Παγκόσμιου πόλεμου.


Αδόλφος Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι



  Υπό τις δυσμενείς αυτές συνθήκες και κατόπιν πολλαπλών ιταλικών προκλήσεων με σημαντικότερη τον τορπιλισμό της Φρεγάτας ΈΛΛΗΣ τον δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, οδηγηθήκαμε στην 28η Οκτωβρίου 1940 όπου η Ιταλία, απρόκλητα, ουσιαστικώς απαίτησε, με την αλαζονεία του ισχυρού, την παράδοση της χώρας μας. Εκείνη την Δευτέρα, μερικές ώρες πριν ξημερώσει, η ιστορία γράφθηκε σε μια οικία στην Κηφισιά όπου δύο άνδρες συνομιλούσαν στη γαλλική γλώσσα. Από την μια μεριά ο Γκράτσι, πρεσβευτής της Ιταλικής κυβερνήσεως στην Αθήνα και απ’ την άλλη ο Έλλην πρωθυπουργός Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς. Ο πρώτος αργότερα εξομολογήθηκε αναλυτικά το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης, στην οποία αξίζει να αναφερθούμε, περιγράφοντας αφενός το μεγαλείο και αφετέρου την αθλιότητα εκείνων των στιγμών:

  «Φθάσαμε έξω από την οικία του Μεταξά, ακριβώς στις τρεις παρά δέκα. Όταν ο συνοδεύων ημάς διερμηνέας είπε στον σκοπό ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας επιθυμεί να κάνει μια επείγουσα ανακοίνωση στον κ. Πρωθυπουργό, αυτός άρχισε να χτυπάει επανελλειμένως το κουδούνι για να ξυπνήσει την υπηρεσία. Μέχρις ότου δοθεί απάντηση από μέσα παρήλθαν αρκετά λεπτά, διότι όπως ήταν φυσικό κατά την ώρα εκείνη όλοι κοιμούνταν. Η αγωνία μου είχε ενταθεί και η συνείδηση μου με πίεζε, σκεπτόμενος ότι την στιγμήν εκείνη γινόμουν συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επιτέλους το φως να ανάβει και τον Μεταξά να κατεβαίνει. Με γνώρισε και διέταξε τον σκοπό να με αφήσει να περάσω. Με έδωσε το χέρι και με οδήγησε σε ένα μικρό σαλόνι. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι έχω να του κάνω μια ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Άρχισε μετά προσοχής να το διαβάζει… παρακολούθησα την συγκίνησιν στα χέρια και στα μάτια του. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Με σταθερά φωνή και βλέποντάς με κατάματα, μου είπε: - Αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απάντησα ότι τούτο θα ήταν δυνατό να αποφευχθεί αν η ελληνική κυβέρνηση έδιδε διαταγή να επιτραπεί στα τμήματα του ιταλικού στρατού που θα κινούνταν την 6η πρωινή να περάσουν. Μου απάντησε: ΟΧΙ. Του πρόσθεσα: αν ο Στρατηγός Παπάγος μπορούσε δια του ασυρμάτου να διαβιβάσει μια διαταγή στις διοικήσεις των μονάδων… Ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Αδύνατον. Η ευθύνη του πολέμου βαρύνει απολύτως την ιταλική κυβέρνηση. Διότι εγνώριζε ότι η Ελλάς ήτο αποφασισμένη να παραμείνει ουδετέρα αλλά και αποφασισμένη να υπερασπιστεί το έδαφός της εναντίον οιουδήποτε θα αποπειράτο να το παραβιάσει. Εψιθύρισα: δεν χάνω ελπίδα. Ο Μεταξάς εσηκώθη και με συνόδεψε μέχρι την θύραν χωρίς να μου δώσει απάντησιν. Έφυγα υποκλινόμενος με το βαθύτερο σεβασμό προ του γέροντος αυτού που επροτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένη την ψυχήν μου από μίσος δια το επάγγελμά μου…».

Ο Στρατάρχης Μπαντόλιο, επικεφαλής των Ιταλών, κατά την ελληνική εκστρατεία



  Κατόπιν των γεγονότων αυτών λαμβάνουν χώρα αστραπιαίως όλες οι απαιτούμενες ενέργειες. Στις 04:00 ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας Υποστράτηγος Κατσημήτρος πληροφορείται τηλεφωνικώς από το ΓΕΣ την ακόλουθο ανακοίνωση:

  «Ο Ιταλός πρεσβευτής την τρίτη πρωινή δια διακοινώσεώς του προς την ελληνική κυβέρνηση εζήτησε να εισέλθωσι σήμερον την 6ην πρωινή τα ιταλικά στρατεύματα εις το ημέτερο έδαφος και ότι εν περιπτώσει αρνήσεως θα εισέλθωσι δια της βίας. Η κυβέρνησις απέρριψε την αίτησιν ταύτην του ιταλού πρέσβεως και διατάσσει αντίστασιν μέχρις εσχάτων».

Το πρωί οι σειρήνες του πολέμου ξυπνούν τον λαό. Ο Μεταξάς με διάγγελμα καλεί το Έθνος στα όπλα: «Η στιγμή επέστη όπου θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμή της. Μολονότι ετηρήσαμε την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζούμε ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την τρίτη πρωινή την παράδοση τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψη αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα άρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν πρέσβυν ότι θεωρώ το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπο με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξη πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξασφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθεί σύσσωμον. Αγωνισθείτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».

Ο Ιωάννης Μεταξάς



  Ο ελληνικός λαός με έντονο το αίσθημα του χρέους έναντι της ιστορίας του ανταποκρίνεται αμέσως στο κάλεσμα της πατρίδος. Η αρχική έκπληξη μεταβάλλεται γρήγορα σε ενθουσιασμό. Οι στρατιώτες με το χαμόγελο στα χείλη δεν διστάζουν στιγμή και σπεύδουν ταχέως για το μέτωπο. Στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου συγκεντρώνονται για την αναχώρηση, εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές. Μητέρες, γυναίκες, παιδιά είναι εκεί να τους αποχαιρετήσουν. Τους εύχονται με δάκρυα στα μάτια να νικήσουν και να επιστρέψουν σύντομα γεροί. Αυτοί συνεχίζουν να χαμογελούν προσπαθώντας να τους καθησυχάσουν. Στην πραγματικότητα κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά επιστρέψει ζωντανός, αν θα ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ωστόσο, δεν λιποψυχούν. Δεν τους το επιτρέπει το καθήκον προς το υπέρτατο αγαθό της πατρίδος για το οποίο είναι έτοιμοι να θυσιαστούν.

  Μπορούν όμως, να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που υπερέχει ασυγκρίτως σε οπλισμό και έμψυχο δυναμικό; Η μικρή Ελλάδα δύναται να αντισταθεί στις εννέα εκατομμύρια λόγχες του Μουσολίνι; Ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι απογοητευτικός. Στις οκτώ ιταλικές μεραρχίες που επιτίθενται, οι Έλληνες έχουν να αντιτάξουν μόνο δυο, ενώ δεν διαθέτουν άρματα μάχης και η υπεροπλία του εχθρού στην θάλασσα και τον αέρα είναι σαφής. Οι Ιταλοί, απ’ την μεριά τους δεν περιμένουν αντίσταση από έναν λαό, ο συνολικός πληθυσμός του οποίου είναι όσες περίπου και οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας τους. Υπολογίζουν στην υπεροπλία τους και υποτιμούν την αξία των Ελλήνων μαχητών. Ο Ντούτσε εκείνο το πρωί διαβεβαίωνε με κομπασμό τον ανήσυχο Χίτλερ: «Φύρερ, προχωρούμε. Τα στρατεύματά μας εισήλθαν νικηφόρως στην Ελλάδα σήμερον την 6ην πρωινή. Μην ανησυχείτε τα πάντα θα τελειώσουν σε δεκαπέντε ημέρες».

   Και πράγματι όλα θα τελείωσαν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, αλλά όχι όπως τα υπολόγιζε.

  Οι Ιταλοί εισήλθαν στον πόλεμο με οκτώ μεραρχίες, τάγματα Αλβανών και Μελανοχιτώνων και φυσικά με την υποστήριξη ισχυράς αεροπορίας, πυροβολικού και στόλου. Με την κήρυξη του πολέμου βομβάρδισαν διάφορες πόλεις όπως τη Λάρισα, την Κέρκυρα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, την Πάτρα. Ωστόσο, η ελληνική ελαστική άμυνα των μονάδων προκαλύψεως κατάφερε να τους καθηλώσει από τις πρώτες κιόλας ημέρες του αγώνα. Οι ιταλικές λεγεώνες αποδεκατίστηκαν αφήνοντας χιλιάδες νεκρών στις οροσειρές της Πίνδου. Η ορμή και το πάθος του Έλληνα στρατιώτη είναι καταλυτική. Η περίφημη μεραρχία Τζούλια των αλπινιστών παθαίνει πανωλεθρία και διαλύεται τελείως.

  Καθώς η επιστράτευση συνεχίζονταν και η ελληνική γραμμή ενισχύονταν συνεχώς με νέες δυνάμεις, άριστα οργανωμένες, ήδη από την 6η Νοεμβρίου όπως θα ομολογήσει ο Τσιάνο, υπουργός των εξωτερικών του Μουσολίνι, η πρωτοβουλία περιήλθε στους Έλληνες και η ώρα της εκδικήσεως έφθασε.

Έλληνες στρατιώτες στην Αλβανία



  Η μεγάλη αντεπίθεση ξεκινά. Τώρα πια η ελληνική δύναμη ανέρχονταν σε οκτώ μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες και μια μεραρχία Ιππικού. Οι νίκες διαδέχονται η μια την άλλη. Προελαύνομε σε όλα τα μέτωπα. Την 22α Νοεμβρίου 1940 απελευθερώνουμε την Κορυτσά. Ο Στρατηγός Πιτσίκας τηλεφωνεί στον Μεταξά και του αναφέρει: «Κύριε πρόεδρε, η Κορυτσά ευρίσκεται εις τας χείρας των Ελληνικών στρατευμάτων. Ο πληθυσμός της πόλεως υποδέχεται τους άνδρας με εκδηλώσεις ενθουσιασμού και με σημαίες. Που ευρέθησαν τόσες σημαίες;».

  Στην πατρίδα ο λαός πληροφορείται το γεγονός και παραληρεί από χαρά. Εντός ολίγου έρχεται και η είδηση της κατάληψης του Πόγραδετς. Την 4η Δεκεμβρίου πλέον όλα έχουν τελειώσει. Οι τελευταίες ελπίδες των Ιταλών εξανεμίζονται. Ο Ντούτσε απογοητευμένος παραδέχεται την οικτρή τους ήττα με τα λόγια: «Είναι παράλογον και γελοίον, αλλά έτσι είναι. Πρέπει να ζητήσωμε ανακωχή με την μεσολάβηση του Χίτλερ».

  Ωστόσο αυτό είναι αδύνατο, διότι ο πρώτος όρος που θα έθεταν οι Έλληνες θα ήταν η προσωπική εγγύηση του Χίτλερ ότι δεν θα επιχειρούνταν τίποτε στο μέλλον εναντίον τους. Έτσι κατέληξαν να εξακολουθήσουν τον πόλεμο, αποστέλλοντας νέα στρατεύματα και αλλάζοντας στρατηγούς.

  Η φορά όμως των πραγμάτων συνεχίζει την τροχιά της. Την 5η Δεκεμβρίου ο Στρατός μας καταλαμβάνει την Πρεμέτη, την επομένη τους Άγιους Σαράντα και μετά από δυο μέρες το Αργυρόκαστρο. Ο λαός πανηγυρίζει. Ο Τσώρτσιλ στέλνει τηλεγραφήματα γράφοντας στα ελληνικά. Τα επιτελεία μας κυριεύονται από τον ενθουσιασμό των νικών. Όλοι τώρα θέλουν ένα πράγμα, να ρίξουν τους Ιταλούς στην Θάλασσα. Όμως το χιόνι, το δριμύ ψύχος, η έλλειψη δρόμων καθυστερούν την προέλασή και την τελευταία στιγμή διασώζουν τους Ιταλούς από πλήρη συντριβή.

  Τελικώς, τον Ιανουάριο του 1941 ο Χίτλερ αποφασίζει να στείλει στο ελληνοϊταλικό μέτωπο τον στρατηγό Φον Ρίντελεν προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση. Ο Γερμανός στρατηγός αφού λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος στην Κλεισούρα, επιστρέφει εσπευσμένως στο Βερολίνο και συντάσσει σχετική έκθεση όπου αναφέρει πως οι Ιταλοί αποκλείεται να νικήσουν. Μοιραίως, η Γερμανία οδηγείται στον πόλεμο κατά της Ελλάδος.


Μεταφορά γερμανικών αρμάτων μάχης στο ελληνικό έδαφος



  Παρόλα αυτά η Ελλάς, δεν υποκύπτει. Οι αήττητες μέχρι τότε γερμανικές στρατιές θα ηττηθούν για πρώτη φορά στα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Στο Ρούπελ, τον Εχινό, την Νυμφαία, το Ιστίμπεη και το Λύσσε, οι λιγοστοί και δοκιμασμένοι Έλληνες πολεμιστές αντιστέκονται νικηφόρα σε πολλαπλάσιες δυνάμεις, ήτοι τριάντα μεραρχίες και ανάμεσά τους ορισμένα από τα πλέον επίλεκτα τμήματα του γερμανικού στρατού. Ωστόσο, η συντριπτική υπεροχή του εχθρού και η κατάρρευση του μετώπου στην Γιουγκοσλαβία θα καταλήξει στην αναπόφευκτη κάμψη της ελληνικής αντιστάσεως και την είσοδο του λαού μας σε μια περίοδο σκληρής δοκιμασίας.

  Εντούτοις, η εξέλιξη αυτή θα αποβεί καθοριστική για την μετέπειτα έκβαση του πολέμου και την τελική νίκη των συμμάχων. Η δημιουργία ανοικτού πολεμικού μετώπου στα Βαλκάνια επέφερε την αδυναμία του Βερολίνου να αντιμετωπίσει την εντεινόμενη βρετανική δραστηριότητα στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και κυρίως την καθυστέρηση στην ανάληψη της εκστρατείας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, με επακόλουθο την μετέπειτα καθήλωση της Βέρμαχτ στις ρωσικές στέπες και την πανωλεθρία της λόγω του αφιλόξενου ρωσικού χειμώνα. Κατά τον τρόπο αυτό η νίκη των Ελλήνων στην Πίνδο άλλαξε τον ρου της παγκοσμίου ιστορίας. Ο επικός αγώνας και οι θυσίες μας μετέβαλαν την πορεία των πραγμάτων υπέρ της Αγγλίας και των συμμάχων της.

  Για όσους αμφισβητούν την τεράστια σημασία της ελληνικής εποποιίας για την εξέλιξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, θυμίζουμε πως ο ίδιος ο Χίτλερ στην πολιτική του διαθήκη, λίγο πριν την πτώση του τρίτου Ράιχ απέδωσε την ήττα του Άξονα στην «ηλίθια» όπως την χαρακτήρισε, εκστρατεία των Ιταλών εναντίον της Ελλάδος που τον ανάγκασε να εμπλακεί σε έναν περιττό για την Γερμανία πόλεμο. Την συνεισφορά μας στην νίκη βεβαίως αναγνώρισαν με βαρύγδουπες εκφράσεις και οι σύμμαχες δυνάμεις. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, λησμόνησαν τις υποσχέσεις τους ενώ με πράξεις και παραλείψεις των μας βύθισαν σε καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο που πλήγωσε βαθιά τον Ελληνισμό.

Αναγνώριση της αξίας του Έλληνα στρατιώτη από τον Αδόλφο Χίτλερ (Δημοσίευμα από την λογοκριμένη, από τις κατοχικές δυνάμεις εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα.)



  Το μήνυμα, λοιπόν, της επετείου του «ΌΧΙ» έχει δύο όψεις. Η 28η Οκτωβρίου 1940 μας διδάσκει ότι η εθνική ενότητα, το υψηλό φρόνημα, η αποφασιστικότητα, η σύμπνοια και η πίστη δύνανται να υπερνικήσουν την υλική δύναμη. Η Ελλάς κατανίκησε την πανίσχυρη Ιταλική αυτοκρατορία αποδεικνύοντας ότι η ιστορία δεν γράφεται με τους αριθμούς και την στυγνή λογική, αλλά με την θέληση και το αίμα γενναίων μαχητών. Απ’ την άλλη, για ακόμη μια φορά, επαληθεύτηκε ότι στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί, παρά μόνο συμφέροντα. Η Βόρειος Ήπειρος που απελευθερώθηκε δια της λόγχης από τον ελληνικό στρατό παρέμεινε ξανά έξω από τον ελληνικό εθνικό κορμό και αποδόθηκε στην σύμμαχο της φασιστικής Ιταλίας Αλβανία. Η Βουλγαρία που συνεργάστηκε με τους κατακτητές και ως στρατός κατοχής επέφερε τόσα δεινά στον ελληνικό πληθυσμό δεν τιμωρήθηκε από τους νικητές. Η χώρα μας τέλος περιήλθε υπό την πλήρη κηδεμονία των μεγάλων. Και το τραγικότερο, οι υπερήφανοι Έλληνες, αν και στην πλευρά των νικητών, κατέληξαν να εργάζονται για τον επιούσιο στα εργοστάσια των ηττημένων.

  Σήμερα, αποδίδοντας την πρέπουσα τιμή στους ήρωες αυτού του πολέμου ας κρατήσουμε το παράδειγμά τους ως παρακαταθήκη στην ψυχή μας για τους αυριανούς αγώνες αν και όποτε έλθουν.

Ευχαριστώ.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος


Θωμάς Μοσχόπουλος, Ανώτερος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., Διαπραγματευτής της ΕΛ.ΑΣ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...