Στη ζωτική σφαίρα του Αιγαίου οι ισορροπίες κρέμονταν από μια κλωστή. Γερμανοί και Αυστριακοί εξακολουθούσαν να ευνοούν τις τουρκικές διεκδικήσεις στα νησιά, ενώ τρεις μήνες προτού εισέλθει η Τουρκία στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, οι Αγγλογάλλοι αρνήθηκαν να συναινέσουν στην επιστροφή των νησιών στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον αρνήθηκε να υποκύψει στις τουρκικές πιέσεις για ματαίωση της πώλησης δύο πολεμικών σκαφών στην Ελλάδα. Εντούτοις, τα μέτωπα παρέμεναν ανοιχτά και η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι περικυκλωμένη ασφυκτικά από κράτη με απροκάλυπτα εχθρικές διαθέσεις. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πεισθεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της χώρας ήταν η αποτροπή της δημιουργίας δύο απειλητικών δυνάμεων στα σύνορά της. Για έναν πολιτικό όπως ο Βενιζέλος, η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών αποτελούσε τη μεγάλη στρατηγική ευκαιρία που αναζητούσε για να λύσει η Ελλάδα τις διαφορές της με τον απειλητικό γείτονα, έχοντας συμμάχους τις δύο ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις της εποχής. Ο Βενιζέλος είχε συνειδητοποιήσει ότι μόνο η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα κατοχύρωνε την ασφάλεια της Ελλάδας, θα απέτρεπε την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών και με ευνοϊκότερες συγκυρίες θα της προσέφερε τη δυνατότητα να επεκταθεί στην άλλη όχθη του Αιγαίου.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1918) βρήκε τους σημαντικότερους αντιπάλους της Ελλάδας, Βουλγαρία και Τουρκία, ηττημένους. Ο Βενιζέλος είχε δικαιωθεί έπειτα από έναν σκληρό διμέτωπο αγώνα. Είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την απόπειρα εγκαθίδρυσης απόλυτης μοναρχίας, την τρομοκρατία των επιστράτων, τις αλλεπάλληλες στάσεις σε στρατιωτικές μονάδες και είχε εξουδετερώσει τη φιλογερμανική ουδετερότητα των μοναρχικών που οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή. Ταυτόχρονα, η ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό των δυτικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών ήταν μια επιλογή με μεγάλο στρατηγικό βάθος. Στην πραγματικότητα τότε εξουδετερώθηκε η βουλγαροτουρκική απειλή και ουσιαστικά κερδήθηκαν για την Ελλάδα η Μακεδονία, η Δυτική Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Ευνοϊκές συγκυρίες
Ουδέποτε στο παρελθόν υπήρξαν ευνοϊκότερες συγκυρίες για να προωθήσει η Ελλάδα τις αλυτρωτικές της βλέψεις στο πλαίσιο μιας πανίσχυρης συμμαχίας που είχε εξέλθει νικήτρια από τον παγκόσμιο πόλεμο, με δεδομένη μάλιστα την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε, στη διάσκεψη της Λωζάννης στα τέλη του 1922, την πολιτική του στο μικρασιατικό ζήτημα: τη χώρα δεν την έφερε στη Μικρά Ασία και στον Ελλήσποντο «μία βουλιμία εδαφική ή ένα αίσθημα σφετερισμού ξένης ιδιοκτησίας […], αλλά τα υψηλά ιδεώδη της ελευθερίας και το καθήκον της σωτηρίας δύο εκατομμυρίων ανθρώπων». Και περιέγραψε τη γεωπολιτική διάσταση του οράματός του: όπως έγινε δυνατόν να ιδρυθούν πολλά κράτη στη Βαλκανική, έτσι μπορούσαν να συσταθούν τρία κράτη στη Μικρά Ασία, το αρμενικό, το ελληνικό και το τουρκικό.
Μέχρι τις μέρες μας παραμένει το ερώτημα: υπήρχε άραγε άλλη επιλογή; Ηταν δυνατόν οι επιζήσαντες από τους διωγμούς να καταδικαστούν ξανά κάτω από τον τουρκικό ζυγό, τη στιγμή μάλιστα που ένας νέος γύρος τρομοκρατίας και διωγμών είχε ξεκινήσει; Αλήθεια, ποια ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ή είχαν εξοριστεί στα βάθη της Ανατολίας και τώρα διεκδικούσαν την επιστροφή στις εστίες τους; Η μόνη απάντηση που μπορεί να τεκμηριωθεί είναι μία: η ζωή και η περιουσία των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο με την παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Είναι πρόδηλο ότι η επέκταση της Ελλάδας στην Ιωνία είχε έντονα τα χαρακτηριστικά μιας ανθρωπιστικής επιχείρησης για τη σωτηρία του ελληνικού πληθυσμού και ασφαλώς ήταν ευθέως ανάλογη με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία άλλωστε ήδη είχαν αποφασίσει οι σύμμαχοι.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Robert Lansing έζησε από κοντά τον Βενιζέλο στο Παρίσι. Μας άφησε μία περιγραφή της καθοριστικής επιρροής που άσκησε στις διαπραγματεύσεις: «O,τι ζητούσε δόθηκε επειδή αυτός το ζητούσε. Η προσωπικότητα και εμπιστοσύνη στην κρίση του κυριάρχησαν κατά τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι». Ο Βενιζέλος είχε αναδειχθεί σε ηγέτη με διεθνή ακτινοβολία. Αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα το αξιοποίησε με εντυπωσιακή επιδεξιότητα υπέρ της χώρας του. Στην κυριολεξία έγινε μία από τις αιχμές της στρατηγικής του. Η σχέση του με τους τρεις κορυφαίους ηγέτες της εποχής δεν ήταν απλώς φιλική. Είχε έκδηλα τα χαρακτηριστικά μιας ιδεολογικής συγγένειας σε έναν κοινό στόχο: την οικοδόμηση ενός μεταπολεμικού κόσμου βασισμένου στη νομιμότητα και στην ελευθερία. Oλοι τους είχαν φιλελεύθερες πεποιθήσεις, πίστευαν στη δημοκρατία και στην αυτοδιάθεση των λαών. Φυσικά, τους ένωναν και κοινά συμφέροντα. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, όταν ο Βενιζέλος έδωσε την εντολή απόβασης του στρατού στη Μικρά Ασία, είχε σταθερά στο πλευρό του τους πρωθυπουργούς Βρετανίας και Γαλλίας και τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Η συμμαχική αλληλεγγύη είχε σαφείς προεκτάσεις και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Κατά την απόβαση στη Σμύρνη τον ελληνικό στρατό συνόδευαν ισχυρές δυνάμεις του βρετανικού στόλου, το ίδιο επαναλήφθηκε στις επιχειρήσεις κατάληψης της Ανατολικής Θράκης τον Ιούλιο του 1920. Εξάλλου, η ανάμειξη των Βρετανών στον τουρκικό εμφύλιο στο πλευρό του σουλτάνου εξυπηρετούσε τους ελληνικούς στόχους. Η Ελλάδα ανταπέδωσε με τη σωτήρια επέμβαση του στρατού της στην Προποντίδα, όπου διέλυσε τις κεμαλικές δυνάμεις και ταυτόχρονα απάλλαξε τα ολιγάριθμα βρετανικά στρατεύματα από την απειλή της αιχμαλωσίας.
Ταύτιση συμφερόντων
Οι εξελίξεις αυτές στο στρατιωτικό πεδίο φανέρωναν ότι τα ελληνοβρετανικά συμφέροντα ήταν αλληλοτροφοδοτούμενα και ότι η παραμονή των Βρετανών στα Στενά ήταν απολύτως συνυφασμένη με το προστατευτικό τείχος των ελληνικών στρατευμάτων. Οπωσδήποτε είχε γίνει ένα μεγάλο βήμα για πιο ενεργό εμπλοκή των Βρετανών στον πόλεμο, που αποτελούσε άλλωστε τον κορυφαίο στρατηγικό στόχο του Βενιζέλου.
Η Συνθήκη των Σεβρών, που είχε υπογραφεί από όλους τους συμμάχους, επιβεβαίωνε ότι οι ισχυροί συμμαχικοί δεσμοί που είχε αναπτύξει ο Βενιζέλος παρέμεναν ακλόνητοι. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 καμία συμμαχική χώρα δεν έθετε ζήτημα αναθεώρησης της συνθήκης ή αποχώρησης της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία. Οι αμφιταλαντεύσεις του Γάλλου πρωθυπουργού Μιλεράν, λίγους μήνες πριν από την υπογραφή της συνθήκης, κάμφθηκαν γρήγορα έπειτα από παρέμβαση του Βενιζέλου και σύσσωμης της γαλλικής ηγεσίας. Εξίσου ισχυρή όμως ήταν η θέση της χώρας στο πολεμικό πεδίο. Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού που είχαν διεξαχθεί στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη μέχρι τον Οκτώβριο του 1920 είχαν συνταράξει συθέμελα το ανεγειρόμενο κεμαλικό οικοδόμημα. Με επακόλουθο ομαδικές λιποταξίες Τούρκων στρατιωτών, καθώς και μετακινήσεις χιλιάδων κατοίκων που ζητούσαν καταφύγιο στα κατεχόμενα από τους Ελληνες εδάφη.
Τον Νοέμβριο του 1920 η Ελλάδα του Βενιζέλου είχε εξελιχθεί σε βασικό παίκτη του διεθνούς συστήματος, ασκώντας μια δυναμική διπλωματία, εξαιρετικά ικανή ώστε να διατηρεί τις ισορροπίες με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Στο πολεμικό πεδίο, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν υποστεί συντριπτικές ήττες, ενώ ο ελληνικός στρατός διέθετε τεράστιο αριθμητικό πλεονέκτημα, σαφή υπέροχη σε οπλισμό και εφόδια, και μια ικανή και εμπειροπόλεμη ηγεσία. Επιπροσθέτως, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανέλαβε δεσμεύσεις απέναντι στον Βενιζέλο για χορήγηση πολεμικού υλικού και οικονομικής βοήθειας. Ομως η διπλωματική και στρατιωτική υπεροχή αρκούσε για να σηκώσει η χώρα το οικονομικό βάρος του πολέμου; Το 1918 η Ελλάδα έχει συνάψει το ευνοϊκότερο δάνειο που είχε ποτέ συνομολογήσει ελληνική κυβέρνηση. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 η χώρα είχε εκταμιεύσει 6,5 εκατομμύρια λίρες από τη Βρετανία και 15 εκατομμύρια δολάρια από τις ΗΠΑ. Ο Αλέξανδρος Διομήδης υποστηρίζει ότι τα δάνεια αυτά συγκροτούσαν ολόκληρο το πολιτικό οικοδόμημα των συμμαχιών που είχε συνάψει η χώρα.
Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου που τον διαδέχθηκαν στην εξουσία δεν διέθεταν, ούτε απέκτησαν ποτέ, κανένα διεθνές έρεισμα. Η γέφυρα εμπιστοσύνης που είχε οικοδομήσει ο Βενιζέλος με τους συμμάχους είχε καταρρεύσει. Ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι η πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα οδηγούσε στην ακύρωση των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι σύμμαχοι απέναντί της. Ο Λόιντ Τζορτζ, το απόλυτο μέχρι τότε πλεονέκτημα της Ελλάδας, χωρίς τον Βενιζέλο ήταν αδύνατο να συνεχίσει τη φιλελληνική πολιτική του, αντιμέτωπος με μια ευρωπαϊκή κοινή γνώμη που θεωρούσε ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο ισοδυναμούσε με επιστροφή στην εξουσία των συμμάχων της ηττημένης Γερμανίας.
Εκ νέου απομονωμένοι
Οι αντιβενιζελικοί ηγέτες, απόβλητοι από το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, σύντομα καταδίκασαν την Ελλάδα σε μια ασφυκτική απομόνωση και στην παλιά μοναξιά της. Απειροι και φιλόδοξοι, οδήγησαν την Ελλάδα στη συνέχιση του πολέμου. Με τη διαφορά ότι ο πόλεμος, από συμμαχοτουρκικός, είχε μεταβληθεί σε ελληνοτουρκικό, τον οποίο η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διεξάγει μόνη της, χωρίς καμία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Τον Μάρτιο του 1921 ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης είπε στον Μεταξά ότι προτιμούσε να συνεχίσει τον πόλεμο «και ας καταστραφούμε!», προσθέτοντας ότι «δεν ήταν ποτέ πολιτική μας, ο Βενιζέλος μας έφερε εκεί. Τον πόλεμο τον βρήκαμε». Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1920, συνομιλώντας με τον ανιψιό του, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, είχε ισχυρισθεί τα εντελώς αντίθετα: «Καλά έκαμε ο Βενιζέλος και εδέχθη την εντολήν εις την Μικράν Ασία. Το ίδιο θα έπραττα και εγώ. […] Εάν κερδίσωμεν τας εκλογάς θα συνεχίσωμεν τα στρατιωτικάς επιχειρήσεις. Και ο Θεός βοηθός». Είναι προφανές ότι οι νέοι κυβερνήτες, διανοητικά και ψυχολογικά ανέτοιμοι, είχαν αναλάβει μια αποστολή την οποία δεν πίστευαν.
Ποια ήταν όμως τα στρατηγικά αντίβαρα που διέθετε η χώρα για μια τόσο μεγάλη επιχείρηση; Η διπλωματική ισχύς της Ελλάδας είχε εκμηδενιστεί. Δεν είχαν τουλάχιστον την πρόνοια να αξιοποιήσουν το κύρος του Βενιζέλου στις συμμαχικές πρωτεύουσες. Ακόμη, δεν χειρίστηκαν με στοιχειώδη διπλωματική ευελιξία τις συμμαχικές πρωτοβουλίες στη διάρκεια του 1921, που πιθανότατα θα διέσωζαν τους πληθυσμούς και θα εξασφάλιζαν την Ανατολική Θράκη για την Ελλάδα. Στα οικονομικά του πολέμου, μετά το εμπάργκο των συμμάχων, η πολιτική τους ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Και όμως εκκρεμούσε από το δάνειο του 1918 η εκταμίευση των υπόλοιπων 6 εκατομμυρίων λιρών από τη Βρετανία και 30 εκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ.
Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις περιορίστηκαν στη χίμαιρα της απόλυτης στρατιωτικής επιβολής. Τελικά εκεί έγιναν τα περισσότερα λάθη. Με εκτεταμένες εκκαθαρίσεις βενιζελικών αξιωματικών, κατέστρεψαν τη συνοχή του στρατού. Μετά την αποτυχία στον Σαγγάριο, καταδίκασαν κάτω από φοβερές κλιματολογικές συνθήκες τον στρατό σε ακινησία και αδράνεια να περιμένει το τέλος. Στο απέραντο μέτωπο των 700 χιλιομέτρων δεν είχαν τη στοιχειώδη προνοητικότητα να οργανώσουν δεύτερη γραμμή άμυνας ή έστω να περιχαρακώσουν αμυντικά τη Σμύρνη. Με λίγα λόγια, ο πόλεμος είχε χαθεί πριν να ξεκινήσει.
Ο Πάνος Σιφναίος, εκ των επιμελητών του ημερολογίου Μεταξά, καταλήγει σε μια καίρια διαπίστωση: «Στην υπέρτατη αυτή αναμέτρηση των θελήσεων, απέναντι στον “γκρίζο λύκο” της Αγκυρας δεν έστεκε πια Κρητικός αντάρτης, έστεκε ένα κολλέγιο καλαμαράδων».
* O κ. Νικόλαος Παπαδάκης-Παπαδής είναι γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
ΠΗΓΉ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου