Απόψε φίλοι και φίλες του ραδιοφωνικού θεάτρου θα σας παρουσιάσω το δράμα του Τσαρλς Μόργκαν Η Γραμμή του Ποταμού. Πρόκειται για ένα έργο που μας βάζει στο κλίμα που επικρατούσε στην κατεχόμενη Ευρώπη, τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Άγγλος
συγγραφέας –από τους πιο ενδιαφέροντες του καιρού του- ο Τσαρλς Μόργκαν- καθώς
επίσης και γνωστός στο τότε ελληνικό κοινό, ως μυθιστοριογράφος. Ο Μόργκαν
υπήρξε θεατρικός κριτικός στους Times του Λονδίνου στα
προπολεμικά χρόνια, και στους Κυριακάτικους Times, μεταπολεμικά για πολλά
χρόνια. Ο συγγραφέας είναι ο τύπος του Homo Sapiens
που ατενίζει τα
προβλήματα της εποχής του, πατώντας γερά στην κληρονομιά του πλατωνικού
ιδεαλισμού.
Η
Γραμμή του Ποταμού
υπήρξε το πρώτο έργο του Μόργκαν που διαβάστηκε στην ελληνική σκηνή. Το δράμα
ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1954 με πρωταγωνιστές τότε, τη Μαίρη
Αρώνη και τους Α. Αλεξανδράκη, Θ. Κωτσόπουλο, Α. Φιλιππίδη, Δ. Διαμαντίδου, Γ.
Γκιωνάκη και Α. Βαλακού. Η σκηνοθεσία ήταν του Δ. Ροντήρη. Οι κριτικές που
έλαβε υπήρξαν ποικίλες και ορισμένες (ειδικά του Καραγάτση, αποσπάσματα της
οποίας θα παραθέσουμε) αρνητικές.
Το έργο
ήταν το δεύτερο του συγγραφέα μετά το Αστραφτερό
Ποτάμι και αποτέλεσε ένα τρίπρακτο δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο
μυθιστόρημα. Έργο συγκλονιστικό που
σίγουρα στο Χόλιγουντ θα σημείωνε τεράστια επιτυχία. Ένα μέρος της υπόθεσης εξελίσσεται
στα 1943 και ένα στα 1947. Το χάσμα
(1943-1947) ανάμεσα στις δύο περιόδους γεφυρώνεται με την αφήγηση του
Αμερικανού πιλότου.
Ο Μόργκαν σαν δημιουργός δε διέθετε εξαιρετική
πλαστική δύναμη είχε όμως οργανωμένη
συνείδηση και ήταν εξοπλισμένος πνευματικά. Ως ανήσυχη και ολοκληρωμένη
πνευματική προσωπικότητα, τον ενδιαφέρει περισσότερο η άγρυπνη συνείδηση από τη
φήμη. Ένας όχι επαγγελματίας συγγραφέας
ο οποίος δε δίνει στη δομή του έργου αδιάκοπα το παρόν.
Ο Κάρολος Μόργκαν |
Η υπόθεση:
Μέσω
των ποταμών μια πατριωτική ομάδα στη Γαλλία, στην οποία ανήκει μια καθηγήτρια
(η Μαρί) με τον πατέρα της, φυγαδεύει Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματικούς,
δραπέτες των Γερμανών. Στο σπίτι της Μαρί συναντώνται τρεις Άγγλοι αξιωματικοί,
ο Λαγκ, ο επονομαζόμενος «Ερωδιός», ο Τζούλιαν και ο Φρούερ, ένας Αμερικανός
αεροπόρος. Και τους τρεις πρόκειται να
φυγαδεύσει η Μαρί μέσω του δρόμου του ποταμού.
Το
τελευταίο βράδυ λίγη ώρα πριν την αναχώρηση ύποπτες ενδείξεις οδηγούν στο λανθασμένο
συμπέρασμα ότι ο «Ερωδιός» είναι Γερμανός κατάσκοπος. Η Μαρί, παρότι τον αγαπά,
δίνει άμεσα διαταγή να εκτελεστεί, διαταγή την οποία εκτελεί επιτόπου ο
Τζούλιαν.
Χρόνια
αργότερα, όλοι, εκτός του Τζούλιαν που έχει αποδημήσει, μαθαίνουν ότι ο
«Ερωδιός» δεν ήταν Γερμανός κατάσκοπος αλλά Άγγλος αξιωματικός και οι εναντίον
του υπόνοιες, αβάσιμες. Ζουν επομένως τον εφιάλτη των τύψεων για έναν άδικο
φόνο.
Μετά
τον πόλεμο, στο σπίτι του Τζούλιαν και της Μαρί, που εντωμεταξύ έχουν
νυμφευθεί, συναντώνται με την ετεροθαλή αδελφή του «Ερωδιού» που φιλοξενείται
εκεί με τη νονά της, ένα χαρακτηριστικό τύπο αγγλίδας γεροντοκόρης που την
αποκαλούν «σιδηρά δούκισσα». Την αδελφή του Ερωδιού ερωτεύεται ο Αμερικανός
αεροπόρος. Σε όλες τις συνομιλίες υποδιαφαίνεται το αίσθημα ευθύνης απέναντι
της για τον φόνο του «Ερωδιού», που απηχεί το γενικό αίσθημα ευθύνης για τον
αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων στον πόλεμο.
Από τις διηγήσεις των υποθέσεων του Αμερικανού, η αδελφή του «Ερωδιού» αντιλαμβάνεται την αλήθεια και κατανοεί ότι ο φόνος του αδελφού της διεπράχθη υπό το κράτος της αλλοφροσύνης της βίας, και τελικά απαλλάσσει τους φονείς από την κατάθλιψη της ενοχής. Και η κατανόηση αυτή είναι σαν αμνηστία για ολόκληρη τη μεταπολεμική γενιά.
Περεταίρω
στοιχεία για το έργο.
Έχουμε
να κάνουμε με ένα έργο το οποίο διαπραγματεύεται ένα θέμα οξύ για την εποχή που
παίχτηκε. Βγαλμένο από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια εποχή
όπου όλοι πήραν θέση, υπέρ ή κατά των δυνάμεων της βίας.
Αμείλικτη,
απλώνεται η ευθύνη για το φόνο ενός αθώου ανθρώπου, που στέκεται ακόμα και τόσα
χρόνια μετά τον πόλεμο ανάμεσα τους. Πρόβλημα ευθύνης αποτελεί το πώς θα
καθορίσει ο άνθρωπος τη στάση του απέναντι στη βία του σύγχρονου κόσμου. Έχουμε
να κάνουμε, δηλαδή. με ένα βαρύ δράμα ευθύνης για όσους φυσικά έχουν ευθύνη.
Τρία
πρόσωπα ευθύνονται για τον άδικο χαμό του Ερωδιού, ο Αμερικάνος αεροπόρος, η
Γαλλίδα προϊστάμενη του και ο Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού, που είναι και το
πρόσωπο που τον σκότωσε. Οι δύο τελευταίοι χωνεύουν την ευθύνη, ο αμερικανός
συντρίβεται γιατί ήταν η αρχή του κακού και έχει ερωτευτεί χωρίς να το ξέρει
την αδερφή του θύματος. Οι ήρωες βασανίζονται με τον τρόπο τους, για το φόνο
ενός αθώου, όπως νόμιζαν οι τρεις από τους τέσσερις.
Το
ερώτημα που κυριαρχεί μεταξύ τους είναι, «εάν ο Ερωδιός ήταν πράκτορας των
Γερμανών». Με το χρόνο ανακαλύπτουν ότι ο φόνος δεν έπρεπε να γίνει. Και όπως
θα γράψει ο Κύπρος Φραγκούλης το 1954: «Η
ανάγκη να ενεργήσουν όπως ενήργησαν περιόριζε την ευθύνη. Άρα η ευθύνη ήταν
περιορισμένη ή εκμηδενισμένη. Ο Φίλιπ Τζώρτζες ήταν ο υπεύθυνος και το πλήρωσε
στην ιδιωτική του ζωή. Ο φόνος του αθώου δεν προκαλεί μόνο τύψεις αλλά και σοκ
που ομοιάζει με κόμπλεξ. Ο συγγραφέας μας δίνει ένα ψυχογραφικό πλαίσιο
αληθινό. Ο φόνος έγινε εξαιτίας της συμπτωματικής υπόνοιας για ενοχή του
θύματος. Το φάσμα του αθώου δημιουργεί παθολογική υποταγή στην πορεία της ζωής.»
Ο Ερωδιός ήταν τελικά ένας Άγγλος, βέρος πατριώτης, που αγαπούσε τη ζωή και την
έβλεπε με το δικό του μάτι.
Η βάση πάνω
στην οποία ο Μόργκαν οικοδομεί το έργο.
Στην
κατεχόμενη Ευρώπη υπήρχαν μυστικές οργανώσεις ειδικού τύπου που φυγάδευαν τους
Άγγλους ή τους Αμερικανούς αιχμαλώτους, οι οποίοι δραπέτευαν από τα γερμανικά
στρατόπεδα, καθώς επίσης και αεροπόρους που έπεφταν με αλεξίπτωτα σε χώρες υπό
γερμανική κατοχή.
Οι οργανώσεις
αποτελούνταν από ντόπιους άντρες και γυναίκες και είχαν διάταξη γραμμική. Από
σταθμό σε σταθμό διοχέτευαν τις ομάδες των φυγάδων, κατά τα πρότυπα μιας
ταχυδρομικής υπηρεσίας. Η διαδικασία γινόταν με άπειρη προφύλαξη. Οι Γερμανοί
έστελναν δικούς τους πράκτορες, άριστους γνώστες της αγγλικής, που διείσδυαν σ’
αυτές τις ομάδες. Ο Γερμανός πήγαινε από σταθμό σε σταθμό επεσήμανε τα σημεία
και στη συνέχεια το δίκτυο σαρώνονταν.
Γίνεται
αντιληπτό ότι κυριαρχούσε η καχυποψία. Οι Γερμανοί έκαναν πλαστές ταυτότητες
και ο ψευτό-Άγγλος ήταν διαρκής φόβος, επικρεμάμενος κίνδυνος.
Το τραγικό
στοιχείο.
Οι
άνθρωποι συγχωρούν, η αξία της συγνώμης είναι μηδενική όταν η μοίρα δε
συγχωρεί. Για τον υπεύθυνο ανατέλλει γαλήνη μόνο όταν το θελήσει η μοίρα. Αυτό
δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα πέσουν στη μοιρολατρία, αλλά θα πρέπει θαρρετά
να αποδεχθούν την ευθύνη, ως πράξη ετοιμότητας και παρρησίας, καθώς και
ενεργητική στάση απέναντι στη ζωή και στις ηθικές αξίες. Η πνευματική ομορφιά
είναι ανεκτίμητη σε αυτές τις στιγμές.
Κάθε
πρόσωπο φέρει ένα κομμάτι της ευθύνης και πρέπει να έχει επίγνωση της ευθύνης.
Έτσι αποκαθίσταται η διασαλευμένη τάξη μέσα στις συνειδήσεις που ποντοπορούν
στο σκοτεινό Ωκεανό της βίας. Τη λύτρωση στη Γραμμή του Ποταμού δίνει η αδελφή του Ερωδιού με τη συγχώρεση,
προσφέροντας έτσι μια λύση.
Ο
συγγραφέας δεν περιόρισε το δράμα του σε ένα έργο αντίστασης ούτε έγραψε ένα ρωμαλέο
δράμα, σύμφωνα με την τότε συνταγή. Ο Μόργκαν προβάλει το λόγο του με τη
φιλοσοφική ή εγκεφαλική διάθεση ενός ανθρώπου που προσπαθεί να πείσει με τη
διαλεκτική του και όχι με τα πράγματα, με το πλαστικό όραμα ενός πηγαίου
δημιουργού ενστίκτου. Προβλήματα που τον απασχολούν είναι ο έρως, ο θάνατος, η
τέχνη και η ευθύνη. Δυσκολεύεται όμως να προσωποποιήσει και να ενθαρρύνει αυτά
τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται.
Προτέρημα
του έργου είναι η εγκεφαλική προσενατένιση των γήινων υποθέσεων. Μάταια επιθυμεί
να γεφυρώσει το τεράστιο χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και επιδίωξης. Το
περίβλημα μέσα από το οποίο το κάνει είναι ένα φιλοσοφικό με δόσεις κακόγουστου
μεταφυσισμού. Δεν προκαλεί όμως άνοια, δεν ξεσπά σε εύκολη συγκίνηση. Δεν αναριγά
η σάρκα του θεατή, δε ρυτιδώνεται το αίμα του. Το ενδιαφέρον εφελκύεται
προοδευτικά και αδιάλειπτα χωρίς υστερικές κρίσεις. Με αυτόν τον τρόπο
καταλήγει ενδιαφέρουσα ιστορία με πυκνά δραματικά ακόμη και μελοδραματικά
στοιχεία. Αναταράζει τα νερά της δραματικής ρουτίνας και φέρνει καινούρια
μηνύματα στο κοινό.
Το έργο είναι ένα φιλοσοφικό δράμα σε
διαλογική μορφή. Μια φιλοσοφία που μετουσιώνεται σε δραματική δημιουργία. Έχει,
βέβαια, δραματουργικές αδυναμίες, αμφισβητήθηκε επίσης η πνευματική ποιότητα.
Ο
Καραγάτσης το 1954 έγραψε για το έργο: «
Αν οποιοσδήποτε άγνωστος Έλλην συγγραφέας έγραφε τη «Γραμμή του ποταμού» δε θα
πετύχαινε ούτε έπαινο στον Καλοκαιρινό Διαγωνισμό. Αν δε συγγραφέας του ήταν
κάποιος από τους καλούς μυθιστοριογράφους μας θα έβρισκε την νημερτέαν – και απολύτως δικαιολογημένην- άρνησιν
των θιάσων μας να ανεβάσουν το υδαρές του κατασκεύασμα.» Χαρακτήρισε επίσης
το έργο φλύαρο, ισχνό σε σύγκρουση,
θλιβερά άτεχνο, κατεσκλήκοτος σε δράση και πλουσιότατου σε ελαφρότατη
φιλοσοφική παρλαπίπα.» Κατακεραύνωσε
επίσης και τους συντελεστές της παράστασης του 1954 και έσφαζε με το γάντι το
Ροντήρη. Η πέννα του Καραγάτση, ως θεατρικού κριτικού αποτέλεσε εκείνα τα
χρόνια τον φόβο και τον τρόμο όλων των ανθρώπων του θεάτρου.
Ας
αφήσουμε όμως τον Καραγάτση, σχετικά με τους φιλοσοφικούς μονολόγους είναι
σίγουρα ανεκτοί σε μυθιστόρημα από τον αναγνώστη εκ προκαταβολής. Εκεί μπορεί
να τις αναγνώσει κανείς , αγνοώντας τον αθόρυβο συνομιλητή. Στο θέατρο όμως ο
διάλογος υποβάλλει τη σκηνική κίνηση. Τα πράγματα εξελίσσονται αργά, ο θεατής
εγκλωβίζεται στη μεταφυσική διαλεκτική του συγγραφέα. Υψηλά νοήματα που δε
μετουσιώνονται όμως σε δράση ή ψυχολογικές αντιδράσεις. Η διάνοια όμως δεν έχει
την άνεση να επωάσει τους διαδοχικούς ερεθισμούς και να απολαύσει τον καρπό
τους, με εξαίρεση τρεις εικόνες της Β΄πράξης όπου υπάρχει πυκνή και ρέουσα
δράση. Υπάρχουν και άλλες ιδέες αλλά το δυνατό ρεύμα δεν ανακόπτεται από την
παρεμβολή τους.
Το
έργο, θα κλείσουμε λέγοντας, ότι διατηρεί κάποια υφή δοκιμιογραφίας, ποιητικής
βέβαια, μα δοκιμιογραφίας πάντοτε. Ο Δρόμος του Ποταμού, στερείται γενικά
δράσης καθώς έχει πιο πολύ αφήγηση παρά κίνηση.
Το
υλικό για τη συγγραφή του άρθρου, καθώς και οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το αρχείο
του Εθνικού Θεάτρου:
http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=308
Για
το ραδιόφωνο ηχογραφήθηκε το 1973 και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κλέαρχου
Καραγιώργη τα πρόσωπα του έργου υποδύθηκαν οι ηθοποιοί: Ν. Τζόγιας, Ν
Παπαναστασίου, Κ. Παναγιώτου, Κ. Ασπρέα, Β. Καρακατσάνη, Κ. Καστανάς, Ναπ. Ροδίτης
και Π. Φώσκολος.
Ο Νίκος Τζόγιας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου