Μενέλαος και Ωραία Ελένη - Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και πολέμου

Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Είναι από τις ιστορίες αυτές που μαθαίνουμε ήδη από πολύ νωρίς, μαθαίνοντας για τους θεούς και τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας καθώς και τα δυο μεγάλα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και αν το δεύτερο από αυτά τα έπη επικεντρώνεται στις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα που αγωνίζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη, το πρώτο έχει να κάνει με τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού Πολέμου, εκεί όπου χιλιάδες άντρες οδηγήθηκαν στη μάχη και στον θάνατο για την Ελένη. Την Ελένη που αποφάσισε να κλεφτεί με τον Πάρη, τον πρίγκηπα της Τροίας εγκαταλείποντας τον σύζυγο της και βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο.



Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τους τρεις χαρακτήρες. Σκεφτόμαστε την Ελένη ως άτιμη και άπιστη, τον Πάρη ως σωτήρα μιας καταπιεσμένης συζύγου και τον απατημένο Μενέλαο ως άξεστο και άπληστο άρχοντα όπως τείνουν να τον παρουσιάζουν στις ταινίες των τελευταίων χρόνων καθώς επίσης και σε μερικές αποδόσεις για παιδιά όπου προσπαθούν εν συντομία να πουν την ιστορία σε λίγες γραμμές.

Κι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο και παρεξηγημένο έρωτα. Όχι της Ελένης και του Πάρη. Της Ελένης και του Μενέλαου.


Ο Μενέλαος ήταν ο μικρός γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Ο Όμηρος τον ονομάζει “ξανθό” και “ωραίο”, πράγμα που σήμαινε ότι παρόλο που είχε εντελώς θνητή καταγωγή, διέθετε κάτι το θεϊκό στην όψη. Ήταν επίσης δίκαιος, τίμιος, ευγενικός και καλός φίλος. Αυτά μπορούμε να τα επιβεβαιώσουμε διαβάζοντας την Ιλιάδα και ειδικά το περιστατικό με την μάχη για το πτώμα του Πάτροκλου που οι Τρώες ήθελαν να βεβηλώσουν. Γενικά υπήρχε κάτι το “ιπποτικό” στο χαρακτήρα του Μενέλαου και το γεγονός και μόνο ότι κίνησε γη και ουρανό για να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του και όχι για να την εκδικηθεί, μας λέει επίσης πολλά.


Τα παιδικά του χρόνια.

Μπορεί μεν ο Μενέλαος να ήταν πρίγκιπας των Μυκηνών, είχε όμως την ατυχία να δει τον πατέρα του να δολοφονείται από τον θείο του, τον Θυέστη, τον αδελφό του Ατρέα που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Ο Θυέστης στη συνέχεια κυνήγησε τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για να τους σκοτώσει και αυτούς ώστε να μην υπάρχουν δικαιωματικοί διάδοχοι του θρόνου. Έτσι οι δυο νεαροί Ατρείδες έφυγαν μακριά από τις Μυκήνες και βρήκαν καταφύγιο στη Σπάρτη, εκεί όπου βασίλευε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί έζησαν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος προσφέροντας τις υπηρεσίες τους μέχρι να ενηλικιωθούν και να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους.

Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.

Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.


Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.

Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.

Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.

Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.

Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.

Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.

Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.


Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.

Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε για να φανερώσει την αλαζονεία του.

Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.


Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.

Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.

Ή έτσι πίστευαν.


Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.

Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.

Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.


Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.


 

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαιας Ελλαδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

Οί Καλικάντζαροι-Παραμονή Θεοφανίων

 Την εσπέραν τής προ τής παραμονής τών Θεοφανείων ημέρας τά τερατόμορφα καί παιδοκτόνα ταΰτα μορμολύκεια, συναισθανόμενα την εν ’Ιορδάνη παρουσίαν τοΰ Θεανθρώπου, έν ω τάς: κάρας τών άνθριοπων συνέθλασε, λέγουσι προς άλληλα τά εξής εν εΐδει έπφδού: «φεύγετε νά φεύγωμε κ’ έ'φτασ’ ή τερλοπαπάς μέ τή(ν) πατερίτσα του καί μέ τά βριτούρα. του,» διότι παραδίδοται ότι ό ’Ιησούς Χριστός είπε νηπιάζων περί τοΰ δωδεκαημέρου καθ’ δ υπάρχει ή παρουσία τών ενοχλητικών τούτων καλ(ι)καντζάρων «δώδεκα μήνες πώς φυλάγω γώ, διόδεκα μέρες φ(υ)λαχθήτε σείς», δι’ δ λίαν τολμηροί θεωρούνται οΐ κωμασταί τών νυκτών, οί οδοιπόροι κτλ.



Τά δέ οχληρά ταύτα όντα, άμα φωτ(ι)οτοννα τά νερά, φεύγουσι δρομαία μη ανεχόμενα την παρουσίαν τού σταυρού καί μεταβαίνουσι εις τά. όρη, στά β(ου)νά, ή εις τ’ άκαρπα τά δέντρα, όπως τό επόμενον δωδε- καήμερον ακμαία έπιληφθώσι τού καταχθονίου αυτών έργου καί σύρωσι. τούς ανθρώπους εις την αμαρτίαν ή σωματικώς βλάψωσι τούς άφρονας, ατρόμητους.

Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Θησαυρού

Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμιουελ Μπέκετ. Θεατρική Βραδιά.

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες, απόψε θα αποτολμήσω να αναμετρηθώ με το έργο-σταθμός, της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το αινιγματικό δημιούργημα του Σάμουελ Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό.




 

  Το έργο γράφτηκε το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του 1949. Εκδόθηκε το 1952 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό το 1953 , και συγκεκριμένα στο Παρίσι σε σκηνοθεσία Roger Blin με τον τίτλο Ennattendant Godot. Ο Μπέκετ το έγραψε το έργο στα γαλλικά, και όπως είπε ο ίδιος: στα γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράφεις χωρίς ύφος απ’ ότι στη μητρική γλώσσα. Το Περιμένοντας το Γκοντό μεταφράστηκε επίσης σε είκοσι γλώσσες.

 

  Υπήρξε αναμφίβολα ένα έργο που εκτόξευσε τη φήμη του Μπέκετ και μετέβαλλε το χώρο του θεάτρου τη δεκαετία του 50’. Η πρώτη παρουσίαση του έργου άφησε κοινό και κριτικούς σκεπτικούς. Κανείς δεν κατάλαβε την επερχόμενη τομή στο σύγχρονο θέατρο. Αρχικά το κοινό ήταν αδιάφορο απέναντι στην παράσταση, σταδιακά το Περιμένοντας το Γκοντό άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστό, ενώ σήμερα είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα (για κάποιους το σημαντικότερο), της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας. Έργο ορόσημα για το πέρασμα στο μετά-μοντέρνο θέατρο. Μετά τον Μπέκετ το σύγχρονο θέατρο αναμφίβολα δε θα είναι πια το ίδιο...

 

  Το έργο ταξίδεψε σχεδόν παντού, στα πρώτα πέντε χρόνια την παράσταση είδαν εκατομμύρια θεατές. Τον Αύγουστο του 1955 στο Λονδίνο το έργο δεν έτυχε θερμής υποδοχής, μετά ανέβηκε στην Αμερική, στο Μαϊάμι το Γενάρη του 1956 όπου επίσης απογοήτευσε, έφτασε όμως στο Μπρόντγουεϊ όπου απέσπασε πολλούς επαίνους. Το έργο έκανε 400 παραστάσεις στο Τεάτρ Ντε Μπαμπυλόν στο Παρίσι. Ανεβάστηκε τα επόμενα χρόνια στη Σουηδία, στην Ελβετία, στη Φινλανδία, στην Ιταλία, στη Νορβηγία, στη Δανία, στην Ολλανδία , στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στο Ισραήλ, στην Τσεχοσλοβακία, στην Τουρκία, στη Γιουγκοσλαβία,, στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στο Μεξικό κ.α.


Ο Μπέκετ

  Ο Sammuel Becket ήταν Ιρλανδός στην καταγωγή και Γάλλος στη διαμονή. Μια απ’ τις κορυφαίες μορφές στη μετά-μοντερνικότητα, ο πλέον παγκοσμιοποιημένος συγγραφέας του 20ου αιώνα. Αιώνιος σύγχρονος μας, όπως ειπώθηκε, επιδοκιμάστηκε από φτασμένους θεατρικούς συγγραφείς όπως ο Ζακ Ανουίγ. Το συγγραφικό του έργο προκάλεσε ιλιγγιώδεις πολυάριθμες αναλύσεις και αναπαραστάσεις. Ο ίδιος στράφηκε έντονα εναντίων των κριτικών που προσπάθησαν να του κολλήσουν ταμπέλες.


Ο Σάμουελ Μπέκετ



  Η οπτιμιστική του Μπέκετ ήταν πεσιμιστική, αναφέρεται επίσης ότι τα έργα του είναι ελιτιστικά. Ο ίδιος ο συγγραφέας στέκεται απέναντι σε κάθε εξουσία του δυτικού κόσμου. Ο Μπέκετ εντούτοις αναμένει από τους αναγνώστες του να γνωρίζουν ή να θέλουν να γνωρίσουν πολλά, επιπλέον είναι άριστος γνωστής της προσωκρατικής και της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.

 

 Η εμπειρία του συγγραφέααπό τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς εκείνη τη ζοφερή εποχή, βρέθηκε στη γαλλική αντίσταση, υπήρξε καθοριστική για το έργο του. Ο Μπέκετ επίσης αντιμετώπισε την ασθένεια της Μητέρας του Μέι, της οποίας ο θάνατος τον βύθισε στην κατάθλιψη, καθώς είχε μια ιδιόρρυθμη σχέση μαζί της.



Τραγικοκωμωδία.

  Το έργο αποτελεί μια παράξενη τραγική φάρσα, την οποία πολλά θέατρα απέρριψαν ως αντιθεατρική, παρά το γεγονός ότι εξελίχθηκε σε μια από τις επιτυχίες του μεταπολεμικού θεάτρου. Η αινιγματική, πολυσημική και ερμητική φύση του Περιμένοντας τον Γκοντό είναι αδιαμφισβήτητη.

  

Πρόκειται καταρχήν για μια τραγικοκωμωδία σε δύο πράξεις. Το μπεκετικό θέατρο αναδιαπραγματεύται τον αρχαιοελληνικό ορισμό του τραγικού, ο άνθρωπος εδώ νοιώθει αδύναμος να αναλάβει την ευθύνη που του ανήκει ολοκληρωτικά. Το έργο στρέφει τα μάτια του θεατή στην άβυσσο, και εν τέλει στην τραγικοκωμωδία του ανθρώπου.


Το Θέατρο του παραλόγου.

 Τον Μπέκετ τον κατατάσσουν στο Θέατρο του παραλόγου, παρά το ότι ο ίδιος δεν το ήθελε. Ο συγγραφέας επιτέθηκε στον ορθολογισμό και τις συμβάσεις, που είχαν εξαπολύσει τα κινήματα Πρωτοπορίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιβιώνει δυναμικά στο μεταπολεμικά θέατρο, κυρίως μέσα από τη δραματική φόρμα του Θεάτρου του παραλόγου.

  Το Θέατρο του παραλόγου δεν υπήρξε ποτέ συγκροτημένο κίνημα, με συγκεκριμένες αρχές και συντεταγμένη δράση. Κάτι τέτοιο φυσικά θα ακύρωνε την προσπάθεια για μάχη κατά της ομοιογένειας και αρμονίας που επιδίωκαν οι δημιουργοί της εποχής και θα αντιστοιχούσε ελάχιστα στον κατακερματισμό και αποπροσανατολισμό που βίωνε η μεταπολεμική κοινωνία. Πρόκειται για ένα μεθοδολογικό εργαστήριο που συγκεντρώνει έργα της περιόδου που δύσκολα ταξινομούνται και, επομένως, λειτουργεί σαν ενοποιητική πλατφόρμα όσων δραματικών κειμένων επιχειρούσαν να συνομιλήσουν με το παρόν ρήξης και ασυνέχειας.

  Ο όρος Θέατρο του παραλόγου καθιερώθηκε από τον Μάρτιν Έσλιν στο διάσημο βιβλίο του Το Θέατρο του Παραλόγου. Αφαίρεση, ανορθολογισμός, επανάληψη, πλέκουν συνήθως ένα ανορθολογικό νήμα γύρω από ήρωες θεατές χωρίς να προσφέρουν κανενός είδους λύτρωση ή φυγή. Πλοκή-ιστορία-διάλογος είναι αποσπασματικά κουραστικά, σκηνικός χώρος λιτός και άδειος, ενώ η φυγή στην πραγματικότητα, τέλος, απούσα.




Η υπόθεση του έργου.

  Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, οι δύο κεντρικοί του χαρακτήρες είναι δύο παρίες, δύο clochards, που περιφέρονται άσκοπα στη διάρκεια της μέρας και λίγο πριν την νύχτα καταλήγουν σε ένα συμπεφωνημένο σημείο όπου περιμένουν την έλευση ενός κάποιου κυρίου Γκοντό, ο οποίος, όμως, ποτέ δεν έρχεται αλλά αντ’ αυτού έρχεται πάντα κάποιο παιδί που τους ενημερώνει ότι ο Γκοντό δεν θα έρθει σήμερα, οπωσδήποτε, όμως, θα έρθει αύριο. Έτσι, η ζωή τους καθώς περιστρέφεται γύρω από την πάντα επικείμενη και πάντα αναστελλόμενη άφιξη του Γκοντό, δεν αποκτά κανένα άλλο λόγο ύπαρξης παρά στην συνάντηση τους και στην αναμονή. Οι ίδιοι το γνωρίζουν αυτό καθώς και την αναπόφευκτη εξάρτηση τους από το πρόσωπο του Γκοντό αλλά δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν. Δεν είναι ικανοί ούτε να συνεχίσουν να ζουν ούτε και να πεθάνουν.

  Επανέρχονται, ενίοτε, στην δυνατότητα της αυτοκτονίας τους αλλά και αυτήν την παρακάμπτουν με διάφορες προφάσεις. Αντιθέτως, προσπαθούν στην διάρκεια αυτού του χρόνου να απασχοληθούν μεταξύ τους με άσκοπες συζητήσεις, νάζια και παιχνίδια, να κινήσουν τον χρόνο μέχρι να έρθει, επιτέλους, ο Γκοντό ή έστω να νυχτώσει ώστε να λυτρωθούν από την αναμονή. Στη διάρκεια αυτή συναντούν τον Πότζο, έναν πλούσιο περιπλανώμενο, και τον Λάκυ, τον αχθοφόρο του. Η αναμονή και η άφιξη τους επίσης κινεί λίγο τον στατικό χρόνο αλλά τίποτε παραπάνω. Ο Πότζο και ο Λάκυ ξαναπερνούν στην δεύτερη πράξη χωρίς να θυμούνται ποιοι είναι ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν.



Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

  Ο Μπέκετ καταπιάνεται με ένα ακατανόητο θέμα για την εποχή του. Θέτει το πρόβλημα της απελπισίας όχι μόνο επίκαιρο αλλά και επιτακτικό. Η ελπίδα της λύτρωσης, ίσως υπεκφυγής της οδύνης και της αγωνίας της ανθρώπινης ύπαρξης απαντώνται σε πλήρη ανάπτυξη στο έργο. Τα κατοπινά χρόνια επιχειρήθηκε μια τεράστια προσπάθεια κατανόησης του έργου από θεωρητικούς και πρακτικούς του θεάτρου. Μια καλή σκηνοθεσία του έργου πάντα έλκει την πρωτογενή ενέργεια που έδωσε ο Μπέκετ, με τους πυκνούς συμβολισμούς και τις πολλαπλές διακειμενικές αναφορές.

  Μπορεί κανείς να διαβάσει και με οποιαδήποτε σειρά, τα ατελείωτα και άσκοπα παιχνίδια δύο αλητών που θυμίζουν επίμονα κλόουν. Φράσεις μοιάζουν να απαντουν ταυτόχρονα σε φράσεις που προηγούνται και έπονται. Το έργο δεν αφηγείται μια ιστορία αλλά ερευνά μια στατική κατάσταση. Οι ερμηνείες, θεολογικές και φιλοσοφικές είναι πολλές. Το έργο, εξαιτίας του οτι έλαβε σε μια από τις πρώτες γραφές του τον τίτλο Λεβί άστοχα χαρακτηρίστηκε αντισημιτικό.


Το σκηνικό.

  Το έργο διαδραματίζεται σε μία εξοχή, στη φύση, όχι όμως σε μια φύση θαλερή. Πρόκειται για ένα τοπίο φτωχό, στεγνό, πνιγηρά άδειο. Πάντως βρισκόμαστε μακριά από την πόλη, από τον τόπο των ανθρώπων και από το χρόνο της ιστορίας.



  

 Εστντραγκόν και Βλαδίμηρος περιμένουν τον Γκοντό έξω από τη χώρα της ιστορίας, έχοντας γυρίσει την πλάτη στην ιστορία. Είναι παγιδευμένοι σε μια αιώνια επανάληψη της ιστορίας, σχεδόν δεν έχουν συνείδηση. Καμία αλλαγή δε θα ταράξει την επανάληψη, δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε καν στην απελπισία τους, ο κόσμος τους δεν είναι κόσμος πράξεων.

  Ο χώρος τίθεται υπό αμφισβήτηση και δε διαθέτει καμία εξέλιξη στην υπόθεση. Η στατικότητα του αναπαριστώμενου χώρου εξελίσσεται σε ένα εφιαλτικό έρημο δρόμο. Το γυμνό δέντρο που αρχικά δεσπόζει, όταν όμως βγάζει φύλλα, δείχνει την αλλαγή στον αμετάβλητο κορμό του έργου. Μια έρημος απέραντη και αχαρτογράφητη χωρίς αρχή, μέση και τέλος ούτε παρελθόν παρόν και μέλλον πεδίο ανοιχτό αλλά και σκοτεινό, όπου όλα μένουν εκτεθειμένα. Αυτό είναι το τοπίο του Περιμένοντας το Γκοντό.


Οι Ήρωες του έργου.

  Οι ήρωες του έργου δεν είναι ολοκληρωμένοι. Έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινα θραύσματα που αναζητούν διαρκώς τη συνεκτική τους ταυτότητα και αδυνατούν να συγκροτηθούν σε μακροπρόθεσμη μνήμη.

  Μια κοσμοπολίτικη ανοιχτοσιά φαίνεται φαίνεται εξ αρχής από τα ονόματα των χαρακτήρων. Το σλάβικο για τον Vladimir, γάλλο-ισπανικό για τον Estragon, ιταλικό για τον Potzo και αγγλικό για τον Lucky (τυχερούλη) που τον ονόμασε έτσι επειδή δεν είχε καθορίσει προσδοκίες.

  Οι Πότζο και Λάκυ αποτελούν το ζεύγος αφέντη-δούλου, αντιπροσωπεύουν τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Μέσα από αυτούς αντικατοπτρίζονται τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της φύσης και διαχωρίζεται η διάνοια από τη ζωώδη φύση. Ιδιαιτέρα ο Πότζο που είναι ένας άξεστος αφέντης. Αμφότεροι είναι γήινοι (το αντίθετο από τους Βλαδίμηρο και Εστραγκόν) και αλλάζουν καθώς μεταβάλλεται ο χρόνος και ο χώρος που καταλαμβάνουν.

  Η είσοδος τους στη σκηνή δημιουργεί για μια στιγμή την υπόνοια ενός γεγονότος, και οι δύο είναι όμως μέρος μιας επανάληψης. Παρατηρώντας τους με δεύτερη ματιά διαπιστώνουμε ότι δεν είναι αφέντης-δούλος αλλά η εξουσία που γεννά και γεννάται εντός και εκτός σώματος. Τη δεύτερη φορά που βλέπουμε το δίδυμο, αυτό είναι αλλαγμένο. Ο Πότζο εδώ δε βλέπει, καθοδηγεί το Λάκυ που είναι δεμένος με λουρί, η αλαζονεία του Πότζο είναι αποτέλεσμα της σωματικής τύφλωσης, δείγμα ίσως και του γήρατος.

  Αυτοί οι άνθρωποι εξυπηρετούν τη διαιώνιση μιας κοινωνίας, με ακατάσχετη φλυαρία χωρίς τη γενναιότητα των πραγματικών ρήξεων. Στο τέλος ενσωματώνονται και υποτάσσονται πλήρως και στηρίζουν την καθεστηκυία τάξη με την υπογραφή τους. Το χειρότερο είναι ότι κάποιες φορές ούτε καν το συνειδητοποιούν. Μέσω του Λάκυ ο συγγραφέας κάνει κριτική στο σύστημα από το οποίο οι Πότζο και Λάκυ θέλουν να φύγουν αλλά δεν τολμούν. Ειδικότερα ο Λάκυ είναι ο ιδανικός υποτακτικός, δε διαμαρτύρεται για τα βασανιστήρια που περνάει, και όταν δέχεται μια περίεργη διαταγή, όταν τον διατάσσουν δηλαδή να στοχαστεί απαγγέλει ένα ορυμαγδό λέξεων, που θυμίζουν φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες. Εκφέρει λόγο ανατρεπτικό χωρίς ειρμό και νόημα. Ο δούλος όμως πρέπει να είναι δούλος, να μη σκέπτεται και να επαναλαμβάνει το λόγο του αφέντη.

  Οι Βλαδήμιρος και Εστραγκόν δεν είναι δύο απλοί παλιάτσοι, είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Κατάγονται από Ιρλανδούς πένητες αλήτες (trumps) του Μεσοπολέμου και των αρχών του 20ου αιώνα, έχουν ιρλανδική καταγωγή όπως ο Μπέκετ. Ζουν εκλιπαρώντας, περιμένουν τον Γκοντό που με τον ερχομό του ευελπιστούν ότι θα σταματήσει τη ροή του χρόνου. Ελπίζουν, αμφότεροι να σωθούν από την παροδικότητα της πλάνης του χρόνου, και να μπορέσουν έτσι να βρουν τη γαλήνη, τη σταθερότητα και τη μονιμότητα. Με τον ερχομό του Γκοντό πιστεύουν ότι δε θα είναι πλέον δύο αλήτες χωρίς πατρίδα, θα πάψουν να περιπλανώνται και θα καταλήξουν σε πατρική γη.

  Ο Γκοντό θεοποιείται και ακυρώνεται ως προσδοκία Λαμβάνει διαστάσεις υπερφυσικές (θεός), υπαρξιακές (θάνατος), πολιτικές (φεουδάρχης) και κοινωνικές (ευεργέτης). Ο Becket δε γράφει το έργο για τον Γκοντό που απουσιάζει, αλλά για την αναμονή που είναι παρούσα σε κάθε επίπεδο. Σταδιακά ο Γκοντό συρρικνώνεται στο τίποτα, μένει εκτός σκηνικής πραγμάτωσης, ενώ μοναδική βεβαιότητα είναι η απουσία του και σημείο αναφοράς η προσδοκία. Δε θα μάθουμε ποτέ ποιος είναι ο Γκοντό. Είναι μια ανόητη λέξη που μπορεί να γεμίσει ο καθένας με το νόημα που αντέχει.

  Όταν ρωτήθηκε ο Μπέκετ: τι ήταν ο Γκοντό ή τι ήθελε να πεί; απάντησε: αν το ήξερα θα το έλεγα… Αργότερα παραδέχτηκε ότι η έμπνευσή του ήταν ένας πίνακας γερμανού ζωγράφου. Κάποιο επίσης επιχείρησαν να προσδώσουν γεωγραφικές παραλληλίες του συγγραφέα στο κείμενο.

  Προσωπική αίσθηση του συγγραφέα αποτελεί το μυστήριο, η σύγχυση και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης και η απόγνωση που προκαλεί στον ίδιο η ανημποριά του να βρει κάποιο νόημα στην ύπαρξη του. μέσα από την ανάγνωση του έργου, δοκιμάζουμε την άμπωτη και την παλίρροια της αβασιμότητας, από την ελπίδα της ανακάλυψης του Γκοντό, μέχρι την κατ’ επανάληψη της για την καθ’ αυτό ουσία του έργου.


Ο εκφυλισμός της γλώσσας.

  Ο διάλογος σε ένα άσκοπο κόσμο, που έχει χάσει τους τελευταίους αντικειμενικούς στόχους, όπως κάθε άλλη μορφή δράσης καταντάει ένα απλό παιχνίδι για να περνάει η ώρα.

  Πιο σημαντικό ακόμη και από οποιοδήποτε μορφικό σημάδι του εκφυλισμού της γλώσσας και του εννοιολογικού περιεχομένου είναι η φύση του διαλόγου. Μία φύση που συνεχώς διασπάται και κατ’ επανάληψη καταρρέει, επειδή καμία πραγματική διαλεκτική ανταλλαγή σκέψης δε συμβαίνει όσο διαρκεί, είτε εξαιτίας της απώλειας της έννοιας των απλών λέξεων (ο αγγελιοφόρος του Γκοντό, όταν τον ρώτησε αν είναι ευτυχισμένος απαντά: δεν ξέρω κύριε), είτε εξαιτίας της ανημπορίας των ηρώων να θυμίσουν ότι μόλις προ ολίγου ειπώθηκε ( Εσντραγκόν: Ή που ξεχνάω αμέσως ή που δεν ξεχνάω ποτέ).

  Οι παύσεις στο έργο δίνουν τη δυνατότητα σε αυτό να παρουσιάσει τη σιωπή της ανεπάρκειας σε σημεία στα οποία οι ήρωες δε μπορούν να βρουν τις λέξεις που χρειάζονται. Τη σιωπή της καταπίεσης, τη σιωπή της ανυπομονησίας όταν περιμένουν την απάντηση του άλλου που θα τους δώσει μια προσωρινή αίσθηση ύπαρξης. Δίνουν στον αναγνώστη και στο θεατή χώρο και χρόνο να εξετάσει κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις και να συμμετάσχει δημιουργικά και αυτός στη διαμόρφωση του νοήματος του έργου.

  Η τακτική της οικοδόμησης του έργου με παύσεις ή κενά, από τον Μπέκετ, θέτει ένα πρόβλημα εκλεκτικής επιλογής. Στην πραγματικότητα μ’ αυτόν τον τρόπο ο Μπέκετ επιμερίζει το κείμενο και το διαμορφώνει μέσα από διακριτούς μονόλογους και επεισόδια αντί να αρκείται στην ανούσια παρουσίαση μιας κυρίαρχης ιδέας 

 

Η αναμονή.

  Ο Μπέκετ υποδείκνυε ότι το ουσιώδες δεν είναι να σκεφτεί κανείς πάνω στο Γκοντό, αλλά στο περιμένοντας του τίτλου. Αναμονή, σημαίνει μεταξύ άλλων, να ζεις την εμπειρία της δράσης του χρόνου. Στο έργο είναι ατέρμονη, πολυεπίπεδη, ανακυκλούμενη, ανεκπλήρωτη και καθολική.

  Στο Περιμένοντας το Γκοντο, αναπτύσσεται μια μεταφυσική αγωνία, επίσης ένας μετεωρισμός ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια της ύπαρξης, τη στειρότητα, το τυχαίο και την αβεβαιότητα. Η μη εμφάνιση του Γκοντό οδηγεί τους θεατές πάντα και συνέχεια ¨εκ νέου¨ στην αναμονή.

  Βασική χαρακτηριστική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η αναμονή. Πάντα κάτι όλοι περιμένουμε. Ο Γκοντό αντιπροσωπεύει το αντικείμενο της αναμονής μας (ένα γεγονός, ένα πρόσωπο, ένα θάνατο). Μέσω της κατάστασης της αναμονής ζούμε την εμπειρία του χρόνου στην πιο καθαρή και φανερή μορφή. Όταν είμαστε ενεργητικοί έχουμε την τάση να ξεχνάμε το πέρασμα του χρόνου. Περνάμε τον καρό μας όταν απλώς περιμένουμε παθητικά. Τότε αντιμετωπίζουμε την ενέργεια και τη δράση του χρόνου. Ο Μπέκετ υπογραμμίζει στην ανάλυση του Προύστ: «δε γίνεται να απαλλαγούμε από τις ώρες και τις μέρες ούτε από το αύριο και το χθες, επειδή το χθες μας έχει παραμορφώσει και εκείνο εμάς. Το χθες δεν είναι ένα χιλιομετρικό ορόσημο που προσπεράστηκε μα ένα ορόσημο περπατημένης ετών, ανεπανόρθωτα δικό μας, δύσβατο και απειλητικό. Δεν είμαστε απλά κουρασμένοι λόγω του χθες, είμαστε άλλοι πια. Όχι αυτοί που ήμασταν προτού μας βρει η συμφορά του χθες».




  Η ροή του χρόνου μας φέρνει αντιμέτωπους με το πρόβλημα της ύπαρξης, που είναι πρόβλημα της φύσης του εαυτού μας, που υποκείμενος από το χρόνο σε συνεχή αλλαγή βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς ρευστότητας κι επομένως για πάντα ασύλληπτος. Εξαρτόμαστε από την πορεία του χρόνου που ρέει εντός μας και μας μεταβάλλει. Δεν μπορούμε σε καμία στιγμή της ζωής μας να είμαστε ταυτόσημοι και απαράλλακτοι με τον εαυτό μας. Γι αυτό απογοητευόμαστε με την ακυρότητα εκείνου που μας ευχαριστεί να αποκαλούμε επίτευξη. Αντηχεί και στο υπαρξιακό κενό που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

  Ο χρόνος είναι υπαρκτός στο έργο, αποτελεί την αντικειμενική επιβεβαίωση της φθαρτότητας του ανθρώπου. Μπορεί οι πρωταγωνιστές να μπερδεύουν το σήμερα ή το χθες ή την ώρα, τελικά όμως ο χρόνος κυλάει, αποδεικνύει ότι κάτι συμβαίνει, ότι δε βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε κάποιο ραντεβού που δείχνει να μην υφίσταται με κάποιον (τον Γκοντό) που μπορεί και να μην υπάρχει. Ο χρόνος άλλωστε είναι προσωπικός και πεπερασμένος. Είναι το εδώ και το τώρα, το μηδέν στο κέντρο του μαθηματικού άξονα, ανάμεσα στους αρνητικούς και στους θετικούς αριθμούς, η μέση του πουθενά.

  Η υπερεξουσία της αναμονής θα υπερβαίνει από μόνη της το γεωγραφικό ή εθνικό της στιγμής. Ο Πότζο θα πει στους δύο φίλους: Πάψετε επιτέλους να με βασανίζεται με τον καταραμένο χρόνο σας, είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ! (στίχ. 99). Χαρακτηρίστηκε από μερίδα θεωρητικών ως ένα έργο του τίποτα . Τίποτα στη ζωή δεν επαναλαμβάνεται, στο θέατρο καμία παράσταση δεν είναι ίδια με άλλη, δεν υπάρχει επαναληψημότητα.

  Μπορεί ο Γκοντό να είναι ο ίδιος ο θεός, η έλευση του θα φέρει τη λύτρωση από την απελπισία της απουσίας νοήματος. Το πρόσωπο του Γκοντό αποκτά και ένα εσχατολογικό νόημα στο έργο. Πρόκειται όμως για στενή ερμηνεία σε ένα τόσο βαθύ έργο, και προκύπτει από την ετυμολογική εγγύτητα του ονόματος Godot με την αγγλική λέξη God. Το όνομα Γκοντό προέκυψε μάλλον από το συνδυασμό των λέξεων godildot (αρβύλα) και godasse (παπούτσι), που υπογράμμιζε τη βαθιά σύνδεση των χαρακτήρων με τη γη και όχι με το επέκεινα.



  Υπήρξαν κάποιες μεγαλοφυείς ερμηνείες που χαρακτήρισαν, όμως το έργο χριστιανικό ή θρησκευτικό. Θεωρήθηκε το ότι το Περιμένοντας το Γκοντό, αφορά την ελπίδα της σωτηρίας μέσω της θείας χάρης και ότι κάτι τέτοιο είναι καθαρά επικυρωμένο από τον ίδιο το Μπέκετ όσο και από το ίδιο το κείμενο. Η αναμονή του Βλαδήμηρου και του Εσντραγκόν εξηγήθηκε και σαν σημαίνουσα τη σταθερή πίστη και ελπίδα τους. Ενώ η καλοσύνη του Βλαδίμηρου  και η αμοιβαία αλληλεξάρτηση σαν σύμβολο χριστιανικής ευσπλαχνίας. Η στήριξη της χριστιανικής ερμηνείας ενισχύεται από την ανωτερότητα της σχέσης Βλαδίμηρου-Εσντραγκον, σε σχέση με τη σχέση Πότζο-Λάκυ, που φαίνονται ανώτεροι περιμένοντας το Γκοντό, ενώ οι άλλοι είναι καθ’ ολοκληρία εγωκεντρικοί, απορροφημένοι στη σαδομαζοχιστική τους σχέση.


  Στον αντίλογο οι χριστιανικές ερμηνείες παραβλέπουν μια σειρά χαρακτηριστικών του έργου, όπως η αβεβαιότητα που περιβάλλει τη συνάντηση με το Γκοντό ή η επανάληψη της δήλωσης του μάταιου κάθε ελπίδας που θα μπορούσε να στηριχθεί στην ύπαρξη του. Η πράξη αναμονής του Γκοντό είναι παράλογη. Η αυτοκτονία, επίσης, είναι η λύση που προτιμούν και οι δύο, απρόσιτη όμως εξαιτίας της ανικανότητας τους και από την έλλειψη μέσων για την εκτέλεση της., σημάδια επίσης αυταρέσκειας του Βλαδίμηρου για την αναμονή του.

  Συμπερασματικά έχουμε να κάνουμε με ένα έργο,πρωτοποριακό, βαρύ, με συμπυκνωμένα νοήματα, του οποίου η παρακολούθηση σίγουρα απαιτεί προηγούμενη μελέτη ορισμένων τουλάχιστον αναλύσεων σχετικών με αυτό…




 

Πηγές:

https://artscape.gr/theatre/articles/623-peri της οπίαςmenontaston-gkonto

https://www.fractalart.gr/waiting-for-godot/

https://a8inea.com/perimenontas-ton-gkonto-less/?cli_action=1647097570.806

https://marotriantafyllou.wordpress.com/2011/12/24/σάμιουελ-μπέκετ-περιμένοντας-τον-γκο/

https://parathyro.politis.com.cy/2021/06/perimenontas-ton-gkonto/

savaspatsalidis.blogspot.com/2011/02/beckett-t-i-samuel-beckett-20.html

steliademetriou.blogspot.com/2013/08/blog-post.html

Σικιτάνο Μαρία, Η (πολλ) απλότητα του Γκοντό

Esslin Martin, Το θέατρο του περαλόγου, μετάφρ. Μ. Λυμπεροπούλου, εκδ. Αρίων, Αθήνα 1970.



Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμιουελ Μπέκετ 

Μετάφραση : Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου 

Θεατρική ομάδα : Θεατροδρόμιο Σκηνοθεσία : Κατερίνα Ζουρίδη Σκηνικά - Κουστούμια : Κατερίνα Ζουρίδη Παίζουν : Εστραγκόν - Χρόνης Σαπουντζάκης Βλαντιμίρ - Πέτρος Φαρσαράκης Πότζο - Ιωάννα Σταμούλη Λάκι - Θεοδώρα Κοκκινίδη 

Κάμερα :Μαρία Παπαδάκη 


Φωτογραφία : Χρήστος Μανιώρος



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Kαterinα Ζoυridi:



 


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο καβγάς του Σωκράτη με την Ξανθίππη...

 Κάποτε η γυναίκα του Σωκράτη, η Ξανθίππη, του έκανε έναν μεγάλο καβγά στο σπίτι. Ο Σωκράτης χωρίς να πει τίποτα, κατέβηκε κάτω, άνοιξε την πόρτα και έφυγε, σαν να μην έγινε τίποτα!

Αυτή έσκασε από το θυμό της που δεν μίλησε αυτός τίποτα και βγαίνει από πάνω από το παράθυρο και του ρίχνει έναν κουβά νερό στο κεφάλι.

Τότε γυρίζει ο Σωκράτης και λέει:

- Έπειτα από τα μπουμπουνητά, από τους κεραυνούς, την περίμενα την βροχή...

Και προχώρησε το δρόμο του...



Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

 Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. 



Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.

Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.

Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.

Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.

Οι Xριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.

Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.

Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. 

Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.

Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.

Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου!

Η βασιλόπιτα έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι....

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ

Αντών Τσέχωφ, Τα Χριστούγεννα.

 Μετάφραση : Χρυσούλα Γούναρη.

I

“Τι να γράψω;” ρώτησε ο Γίγκορ, βουτώντας την πένα του στο μελάνι.

Η Βασιλίνα δεν είχε δει την κόρη της για τέσσερα χρόνια. Η Εφιμία είχε φύγει  μακριά, στην Αγία Πετρούπολη με τον σύζυγό της μετά τον γάμο, είχε γράψει τέσσερα γράμματα, και μετά εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε, ούτε μια λέξη ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε από εκείνη από τότε. Έτσι τώρα,  είτε η γερασμένη μάνα  άρμεγε την αγελάδα το χάραμα, είτε άναβε την σόμπα, είτε λαγοκοιμόταν τη νύχτα, το μυαλό της γύριζε πάντοτε στο ίδιο: “Πως να είναι η Εφιμία; Ζει; Είναι καλά;” Ήθελε να της στείλει ένα γράμμα αλλά ο γέρος πατέρας της δεν μπορούσε να γράψει, και δεν υπήρχε κανείς για να του ζητήσουν να το γράψει εκ μέρους τους.



Τώρα όμως είχαν έρθει τα Χριστούγεννα και η Βασιλίνα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο την σιωπή. Πήγε στην ταβέρνα να δει τον Γίγκορ, τον κουνιάδο του πανδοχέα, που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κάθεται τεμπέλικα στο σπίτι του στην ταβέρνα από τότε που είχε γυρίσει από την στρατιωτική θητεία· ο κόσμος όμως έλεγε πως έγραφε τα πιο ωραία γράμματα, εάν τον πλήρωνες αρκετά. Η Βασιλίνα μίλησε με τον μάγειρα στην ταβέρνα, και με την γυναίκα του πανδοχέα, και στο τέλος με τον ίδιο τον Γίγκορ, και τελικά συμφώνησαν στην τιμή – δεκαπέντε καπίκια.

Έτσι τώρα, την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ο Γίγκορ καθόταν σ’ ένα τραπέζι στην κουζίνα του πανδοχείου με μία πένα στο χέρι. Η Βασιλίνα στεκόταν μπροστά του, βυθισμένη σε σκέψεις, με το ύφος της έγνοιας και της θλίψης στο πρόσωπό της. Ο άντρας της, ο Πέτρος, ένας ψηλός, λιπόσαρκος γέροντας με  φαλακρό σκουρόχρωμο κεφάλι, την συνόδευε. Κοιτούσε σταθερά μπροστά του όπως ένας τυφλός· ένα τηγάνι που τηγάνιζε χοιρινό τσιτσίριζε και κάπνιζε, κι έμοιαζε να λέει: “Σουτ, σουτ, σουτ!” Η κουζίνα ήταν ζεστή και στενή.

“Τι να γράψω;” ο Γίγκορ ρώτησε ξανά.

“Τι είπες;” ρώτησε η Βασιλίνα κοιτώντας τον  άγρια και καχύποπτα. “Μην με βιάζεις! Γράφεις αυτό το γράμμα για τα λεφτά, όχι από έρωτα! Λοιπόν, αρχίνα.  Στον αξιότιμο γαμπρό μας, Αντρέι Κραϊζόφιτς και στην μοναχοκόρη μας, την αγαπημένη Εφιμία, στέλνουμε χαιρετίσματα και αγάπη και την παντοτινή ευλογία των γονιών τους.”

“Εντάξει, παρακάτω!”

“Τους ευχόμαστε ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Ζούμε και είμαστε καλά, και το ίδιο ευχόμαστε για εσάς εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… του Πατέρα μας στα ουράνια…” Η Βασιλίνα σταμάτησε για να σκεφτεί, και αντάλλαξε ματιές με τον γέροντα.

“Το ίδιο ευχόμαστε για σας εις το όνομα του Θεού, του Πατέρα μας στα ουράνια… ” επανέλαβε και ξέσπασε σε κλάματα.

Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να πει. Είχε όμως σκεφτεί, όσο ήταν άγρυπνη στο κρεββάτι τη μία νύχτα μετά την άλλη, ότι  ούτε δέκα γράμματα δεν θα μπορούσαν να περιλάβουν όλα εκείνα που ήθελε να πει. Πολύ νερό είχε κυλήσει στο ποτάμι από τότε που η κόρη τους  είχε φύγει με τον άντρα της και οι γέροντες ήταν μόνοι, σαν ορφανοί, αναστενάζοντας λυπημένα τις νύχτες, σαν να είχαν θάψει το παιδί τους. Πόσα πράγματα είχαν συμβεί στο χωριό όλα αυτά τα χρόνια! Πόσοι άνθρωποι δεν παντρεύτηκαν, πόσοι δεν πέθαναν! Πόσο μακρείς υπήρξαν οι χειμώνες, και πόσο μεγάλες οι νύχτες!

“Ουφ, κάνει ζέστη!” αναφώνησε ο Γίγκορ, ξεκουμπώνοντας το γιλέκο του. “Η θερμοκρασία πρέπει να είναι  70! Λοιπόν, μετά;” ρώτησε.

Οι γέροντες δεν απάντησαν.

“Ποιό είναι το επάγγελμα του γαμπρού σου;”

“Κάποτε ήταν στρατιώτης, αδερφέ· το ξέρεις αυτό,” απάντησε ο γέροντας με μιαν αδύναμη φωνή. “Έκανε την στρατιωτική του θητεία τον ίδιο  καιρό μ΄ εσένα. Ήταν στρατιώτης, αλλά τώρα είναι σε ένα νοσοκομείο όπου ο γιατρός θεραπεύει τους αρρώστους με νερό. Είναι ο  πορτιέρης εκεί.”

“Μπορείς να το δεις γραμμένο εδώ” είπε η γερόντισσα βγάζοντας ένα γράμμα από το μαντήλι της. “Το λάβαμε από την Εφιμία πάρα πολύ καιρό πριν. Μπορεί και να μην ζει τώρα.”

Ο Γίγκορ συλλογίστηκε για ένα λεπτό, και μετά άρχισε να γράφει γρήγορα.

“Η  μοίρα σε προορίζει για το στρατιωτικό επάγγελμα,” έγραψε, “γι’ αυτό σας συστήνουμε να εξετάσετε τα άρθρα σχετικά με τις πειθαρχικές κυρώσεις και το ποινικό δίκαιο  του Υπουργείου Άμυνας, και να βρείτε εκεί τους νόμους περί εκπολιτισμού για τα μέλη του συγκεκριμένου τομέα.”

Όταν το έγραψε το διάβασε φωναχτά ενώ η Βασιλίνα  σκέφτηκε  πόσο θα ήθελε να  γράψει ότι πέρυσι δεν είχανε τρόφιμα, και ότι το αλεύρι τους  δεν κράτησε ούτε μέχρι τα Χριστούγεννα, κι έτσι αναγκάστηκαν  να πουλήσουν την αγελάδα τους· ότι ο γέροντας αρρώσταινε συχνά, και σε λίγο θα παρέδιδε την ψυχή του στον Θεό· ότι χρειάζονταν χρήματα – αλλά πως μπορούσε να τα πει όλα αυτά με λέξεις; Τι πρέπει να πει πρώτα και τι μετά;

“Δώσε προσοχή στον πέμπτο τόμο του στρατιωτικού λεξικού”, έγραψε ο Γίγκορ. “Η λέξη στρατιώτης είναι μια γενική ονομασία, ένας  διακριτικός όρος. Και ο αρχιστράτηγος ενός στρατού και ο τελευταίος πεζικάριος στην σειρά λέγονται και οι δύο στρατιώτες…”

Τα χείλια του γέροντα κινήθηκαν και είπε με χαμηλή φωνή: “Θα ήθελα να δω τα μικρά εγγόνια μου!”

“Ποιά εγγόνια;” ρώτησε η γερόντισσα νευριασμένα. “Μπορεί να μην υπάρχουν εγγόνια.”

“Να μην υπάρχουν εγγόνια; Μπορεί όμως και να υπάρχουν! Ποιός ξέρει;”

“Και από αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα,” ο Γίγκορ βιάστηκε να συνεχίσει, “για το ποιός είναι ο εσωτερικός και ποιός είναι  ο ξένος εχθρός. Ο μεγαλύτερος εσωτερικός εχθρός μας είναι ο Βάκχος…”

Το μολύβι  έγδερνε κι έσκιζε, και τραβούσε μακριές κατσαρές γραμμές σαν αγκίστρια στο χαρτί. Ο Γίγκορ έγραφε με μεγάλη ταχύτητα και υπογράμμιζε κάθε πρόταση δύο ή τρεις φορές. Καθόταν σε ένα σκαμνί με τα πόδια του τεντωμένα  μακριά κάτω από το τραπέζι· ένα παχύ, ρωμαλέο πλάσμα μ’ έναν χοντρό, πυρόξανθο αυχένα και το πρόσωπο ενός μπουλντόγκ. Ήταν η ίδια η ουσία της τραχιάς, υπεροπτικής, σκληροτράχηλης χυδαιότητας· υπερήφανος που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει  σ’ ένα καπηλειό, και η Βασιλίνα ήξερε πολύ καλά το πόσο χυδαίος ήταν αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να το εκφράσει, μπορούσε μόνο να τον αγριοκοιτάζει με καχυποψία. Το κεφάλι της πονούσε από τον ήχο της φωνής του και τις ακαταλαβίστικες λέξεις του, και από την βαριά ζέστη του δωματίου, και το μυαλό της θόλωσε. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί ούτε να μιλήσει, μόνο να στέκεται μπορούσε και να περιμένει το μολύβι του Γίγκορ να πάψει να γρατζουνά. Ο γέροντας όμως κοιτούσε τον συγγραφέα με απεριόριστη εμπιστοσύνη στα μάτια του. Είχε εμπιστοσύνη στην γριά του που τον έφερε εκεί, είχε εμπιστοσύνη στον Γίγκορ και, όταν μίλησε για το υδροθεραπευτήριο πριν από λίγο, το πρόσωπό του έδειξε πως είχε εμπιστοσύνη και σ’ αυτό, και στην θεραπευτική δύναμη των λουτρών του.

Όταν το γράμμα τελείωσε, ο Γίγκορ σηκώθηκε και το διάβασε φωναχτά από την αρχή ως το τέλος. Ο γέροντας δεν κατάλαβε ούτε μία λέξη αλλά συγκατένευσε με αυτοπεποίθηση και είπε:

“Πολύ καλά. Είναι στρωτό. Ευχαριστούμε θερμά, είναι πολύ καλό.”

Άφησαν τρία καπίκια των πέντε στο τραπέζι  κι έφυγαν. Ο γέροντας απομακρύνθηκε κοιτώντας  σταθερά μπροστά, όπως ένας τυφλός, και με  ύφος υπέρτατης αυτοπεποίθησης στα μάτια του αλλά η Βασιλίνα, καθώς έβγαινε από την ταβέρνα, κλώτσησε έναν σκύλο που βρέθηκε στο δρόμο της και αναφώνησε με θυμό:

“Α, την πανούκλα!”

Εκείνη την νύχτα η γερόντισσα  έμεινε ξάγρυπνη από τις ανήσυχες σκέψεις  και το χάραμα σηκώθηκε, έκανε την προσευχή της και περπάτησε έντεκα μίλια μέχρι τον σταθμό για να ταχυδρομήσει το γράμμα.

 

II

 

Το υδροθεραπευτήριο του Δόκτορος Μοζελβάιζερ ήταν ανοιχτό ανήμερα την Πρωτοχρονιά,  ως συνήθως· η μόνη διαφορά ήταν πως ο  Αντρέι Κραϊζόφιτς, ο πορτιέρης, φορούσε ασυνήθιστα γυαλισμένες μπότες και μία στολή φινιρισμένη με  καινούργιο χρυσό σειρήτι, και πως εύχονταν σε κάθε έναν που ερχόταν Καλή Χρονιά.

Ήταν πρωί. Ο Αντρέι στεκόταν στην πόρτα διαβάζοντας εφημερίδα. Στις 10 ακριβώς έφτασε ένας γέρος στρατηγός  που ήταν από τους τακτικούς επισκέπτες του θεραπευτηρίου. Πίσω του ερχόταν ο ταχυδρόμος. Ο Αντρέι πήρε το παλτό του στρατηγού και είπε:

“Ευτυχισμένο το νέο έτος, Εξοχότατε!”

“Ευχαριστώ, φίλε, επίσης!”

Και καθώς ανέβαινε τις σκάλες ο στρατηγός έδειξε κουνώντας το κεφάλι του μια κλειστή πόρτα και ρώτησε, όπως έκανε κάθε μέρα, ξεχνώντας πάντα την απάντηση:

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;”

“Το δωμάτιο του μασάζ, Εξοχότατε!”

Όταν τα βήματα του στρατηγού δεν ακουγόνταν πια, ο Αντρέι  περιεργάστηκε τα γράμματα  και βρήκε ένα που απευθυνόνταν σε εκείνον. Το άνοιξε, διάβασε μερικές γραμμές και μετά, διαβάζοντας την εφημερίδα του, περπάτησε αργά προς το μικρό δωμάτιο στον κάτω όροφο, στο τέλος του διαδρόμου, όπου ζούσε αυτός με την οικογένειά του. Η σύζυγός του η Εφιμία καθόταν στο κρεβάτι και τάιζε το μωρό, το μεγαλύτερο παιδί της στεκόταν στα πόδια της με το σγουρομάλλικο κεφάλι του να ακουμπά στην ποδιά της κι ένα τρίτο παιδί  κοιμόταν στο κρεβάτι.  Ο Αντρέι μπήκε στο μικρό τους δωμάτιο και έδωσε το γράμμα στην σύζυγό του λέγοντας:

“Αυτό πρέπει να είναι από το χωριό.”

Μετά βγήκε πάλι έξω, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα, και σταμάτησε στον διάδρομο όχι πολύ μακριά από την πόρτα. Άκουσε την Εφιμία να διαβάζει μερικές  γραμμές με τρεμάμενη φωνή. Δεν μπορούσε να συνεχίσει παρακάτω αλλά αυτές ήταν αρκετές. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και  αγκάλιασε το μεγαλύτερο παιδί της και άρχισε να του  μιλάει και να το φιλά. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει αν γελούσε ή αν έκλαιγε.

“Αυτό είναι από την γιαγιά και τον παππού” είπε… “από το χωριό, Ω! Βασίλισσα των Ουρανών!  Ω! Άγιοι Πάντες!” Οι σκεπές είναι γεμάτες χιόνι εκεί τώρα, και τα δέντρα είναι κάτασπρα. Πόσο λευκά! Τα παιδάκια  είναι έξω και τρέχουν στις κατηφόρες με τα μικρά τους  έλκυθρά, και ο καλός ο παππούς, με το όμορφο γυμνό κεφάλι του κάθεται δίπλα στην μεγάλη ζεστή σόμπα και το μικρό καφετί σκυλί…  Ω! Τα αγαπημένα μου μικρά…”

Ο Αντρέι θυμήθηκε όσο την άκουγε πως η σύζυγός του τού είχε δώσει  κάποια γράμματα σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές περιστάσεις, και του είχε πει να τα στείλει στο χωριό αλλά πάντα προέκυπταν σημαντικές υποχρεώσεις και τα γράμματα παρέμεναν στην θέση τους, κάπου εκεί τριγύρω· αταχυδρόμητα.

“Και τα  κατάλευκα μικρά λαγουδάκια χοροπηδούν στα χωράφια τώρα…” είπε μέσα σε λυγμούς η Εφιμία και  αγκάλιασε το αγόρι της με μάτια που έτρεχαν. “Ο παππούκας είναι τόσο καλός κι ευγενικός, και η γιαγιά είναι τόσο ευγενική και  πονόψυχη. Οι καρδιές των ανθρώπων είναι απαλές και ζεστές στο χωριό… Υπάρχει μία μικρή εκκλησία εκεί και οι άντρες τραγουδούν στην χορωδία. … Ω, πάρε μας μακριά από δω, Βασίλισσα των Ουρανών! Κάνε κάτι για μας, φιλεύσπλαχνη μητέρα!”

Ο Αντρέι επέστρεψε στο δωμάτιό του για να καπνίσει μέχρι ο επόμενος επισκέπτης να έρθει, και η Εφιμία ξαφνικά πάγωσε και σκούπισε τα μάτια της· μόνο τα χείλη της έτρεμαν. Τον φοβόταν, ω! πόσο τον φοβόταν! Έτρεμε και ζάρωνε σε κάθε του βλέμμα και σε κάθε του βήμα, και ποτέ δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα της όσο ήταν μπροστά.

Ο Αντρέι άναψε  τσιγάρο αλλά εκείνη τη στιγμή ένα καμπανάκι χτύπησε  στον επάνω  όροφο. Έσβησε το τσιγάρο και παίρνοντας ένα πολύ επίσημο ύφος βιάστηκε να πάει  στην είσοδο.

Ο γέρος στρατηγός, ροδαλός και φρέσκος από το λουτρό του, κατέβαινε τις σκάλες.

“Και τι υπάρχει εκεί μέσα;” ρώτησε δείχνοντας μια κλειστή πόρτα.

Ο Αντρέι  πήρε στάση  προσοχής και απάντησε με δυνατή φωνή:

“Το ζεστό μπάνιο, Εξοχότατε!”

 

Το διήγημα ανήκει στην συλλογή “From Russian Silhouettes: More Stories of Russian Life, by Anton Chekhov” που μετέφρασε από τα Ρωσικά η Μαριάν Φελλ (Charles Scribner’s Sons, October, 1915).   Μετάφραση στα ελληνικά: Χρυσούλα Γούναρη

Το όραμα του Αγίου Παϊσίου σχετικά με τις αμβλώσεις

Μιὰ νύχτα ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ ὅραμα, ποὺ μὲ πληροφόρησε γι' αὐτὸ τὸ θέμα! Ἦταν βράδυ, Τρίτη τῆς Διακαινησίμου τὸ 1984. Εἶχα ἀνάψει δύο κεράκια μέσα σὲ δύο τενεκεδάκια, ὅπως συνηθίζω νὰ κάνω, ἀκόμη καὶ ὅταν κοιμᾶμαι, γιὰ ὅλους ὅσους πάσχουν ψυχικὰ καὶ σωματικά. 



Σ' αὐτοὺς συμπεριλαμβάνω ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, ἐκεῖ ποὺ ἔλεγα τὴν Εὐχή, βλέπω ἕνα μεγάλο χωράφι περιφραγμένο μὲ μιὰ μάνδρα, σπαρμένο μὲ σιτάρι ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ ψηλώνει. Ἐγὼ στεκόμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χωράφι, ἄναβα κεριὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ στερέωνα πάνω στὸν τοῖχο τῆς μάνδρας. Ἀριστερὰ ἦταν ἕνας ξερότοπος, γεμᾶτος βράχους καὶ κρημνούς, ποὺ σειόταν συνέχεια ἀπὸ μία δυνατὴ βοὴ ἀπὸ χιλιάδες σπαραχτικὲς φωνές, ποὺ σοῦ σπάραζαν τὴν καρδιά.

 Καὶ ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος, ἂν τὶς ἄκουγε, ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ συγκλονιστεῖ. Ἐνῶ ὑπέφερα ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς φωνὲς καὶ ἀναρωτιόμουν ἀπὸ ποὺ προέρχονται καὶ τί σημαίνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔβλεπα, ἄκουσα μιὰ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Τὸ χωράφι μὲ τὸ σπαρμένο σιτάρι, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ξεσταχυάσει, εἶναι τὸ Κοιμητήρι μὲ τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν. Ἐνῶ στὸν τόπο ποὺ σείεται ἀπὸ τὶς σπαραχτικὲς φωνές, βρίσκονται οἱ ψυχὲς τῶν παιδιῶν ποὺ ἔχουν σκοτωθεῖ μὲ τὶς ἐκτρώσεις»! 

Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅραμα μου ἦταν ἀδύνατο νὰ συνέλθω ἀπὸ τὸν μεγάλο πόνο ποὺ δοκίμασα γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκείνων τῶν παιδιῶν. Οὔτε νὰ ξαπλώσω μποροῦσα, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ, παρόλο ποὺ ἤμουν κατάκοπος ἐκείνη τὴν ἥμερα.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...