The Age of Alexander The Great

 Europe's history in  early centuries is best described as under a spotlight, roving this way and that along the shores of the Mediterranean as the continent's drama unfolds. Following the decline of Athens, Greece's cities saw constant strife, sometimes against, sometimes in alliance with, the ever-menacing Persians. In 359 the kingdom of Macedon came under an ambitious king, Philip, assertively Greek and claiming descent from the Homeric Achilles.



His army of pikemen, able to engage an enemy at more than arm's length, swiftly subjugated the city states of Greece. In 336 Philip was assassinated by hands unknown, and was succeeded by his twenty-year-old son, Alexander.


The youth was clearly extraordinary. He had been taught military leadership by his father, who hired Aristotle among others to tutor him in philosophy and politics. Small but charismatic, he reputedly had one blue eye and one brown, and a mesmeric hold on those he commanded. Undaunted by his youth, perhaps emboldened by it, Alexander set out to fulfil Philip's ambition to advance his empire beyond Greece into the lands held by Persia.


It was to be the most remarkable venture in the history of European conquest. Crossing Asia Minor, Alexander in 333 defeated a much larger Persian force under Darius III at the Battle of Issus.


He took Darius's daughters captive and was later to marry two of them, though in the meantime he was entranced by a Bactrian princess, Roxana. Rather than simply return home with honour satisfied, Alexander now marched south to Egypt. Here his general, Ptolemy, went on to found a dynasty that was to end with Cleopatra.


Ptolemy built the library at Alexandria, inventing papyrus scrolls and banning their export to the rival library of Pergamum, where costly animal parchment was still in use.


Alexander again defeated Darius and marched through Mesopotamia and across a defenceless Persia to the banks of the Indus in India. Here his generals mutinied and demanded they return home.


Alexander thus had to travel back across the sands of Persia to Babylon, where in 323 he died of disease, aged just thirty-two. Every where he went, Alexander founded cities and colonies, many named after himself. He had crushed the greatest empire in south-west Asia.


He married his troops to local women and left his commanders as local governors. But the influence of these Hellenistic colonies on the lands traversed by Alexander was not political. He left no empire. Like most such ventures, Alexander's journey was ultimately fruitless, the expression of a gigantic vanity and greed for booty. 


His imperial creation was vacuous and never established a secure frontier for the Greeks in Asia Minor or Mesopotamia. It was to prove Europe's most porous boundary throughout history. But the short-lived Macedonian empire did have one lasting outcome. It entrenched Hellenistic civilization, that of Greek language and literature, across the Mediterranean. As mainland Greece fell victim to civil war, Greek traders and scholars spread out across the sea, a diaspora that historians estimate eventually numbered ten million people. 


The library at Alexandria became the repository and disseminator of Greece's cultural heritage.


Greece's political glory died with Alexander. But his reputation lived on, appealing to the vanity of later rulers. With his death, the window on the human spirit opened by classical Athens was to close. 


Source ~ A Short History Of Europe ~ by Simon Jenkins

Τι συμβαίνει στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Σε αυτή την εκπομπή γίνεται απόλυτα κατανοητό τι έχει γίνει στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Πώς η Αμερική παίζει τελικά στα δάκτυλα τη Ρωσία. Και γιατί οι λαοί της πρώην ΕΣΣΔ προτιμούν να χάσουν εδάφη προκειμένου να ξεφύγουν από τα νύχια των Ρώσων και να ενταχθούν στη Δύση.


 

Τα φύλλα του θανάτου, της Αγκάθα Κρίστι. Ραδιοφωνικό θέατρο.

Στο αποψινό Θέατρο της Τετάρτης θα ακούσουμε τη μυστηριώδη αστυνομική ιστορία της Αγκάθα Κρίστι Τα φύλλα του θανάτου.




Στην παρέα της Μις Μαρπλ, έρχεται η σειρά της Μις Μπάντρι να πει τη δική της ιστορία.

Υπόθεση: 
Κάποια φορά η Mrs Bantry και ο σύζυγος της ήταν καλεσμένοι του Sir Ambrose Bercy στο σπίτι του στο Clodderham Court. Κατά τη διάρκεια του γεύματος συνέβη κάτι τρομερό. Το φαγητό που σερβιρίστηκε ήταν δηλητηριασμένο γιατί στην ψητή πάπια αντί να προστεθούν φύλλα φασκόμηλου προστέθηκαν φύλλα δακτυλήθρας που είναι ένα φυτό δηλητηριώδες.

Όλοι όσοι έφαγαν αρρώστησαν αλλά η χειρότερη κατάληξη ήταν ο θάνατος της Sylvia Keene της νεαρής προστατευόμενης του Sir Ambrose.

Άλλα πρόσωπα της παρέας στο δείπνο ήταν ο Jerry Lorimer, αρραβωνιαστικός της Sylvia, καθώς και μια φίλη η Maud Wye. Τους δυο αυτούς η ίδια η Mrs Bantry είχε δει να φιλιούνται με πάθος αλλά και ο γάμος τους 6 μήνες μετά το θάνατο της άτυχης νεαρής επιβεβαίωσε τη σχέση τους...



Το επεισόδιο ηχογραφήθηκε από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου.


Παίζουν:Κώστας Δημητρίου, Γιώργος Μουαϊμης, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Φαίδρος Στασίνος, Αγγελική Φιλιππίδου, Χριστόφορος Τσαγκαρίδης, Μάχη Συρράκου Καζαμία.


Το έργο μπορείτε να το ακούσετε από το κανάλι Ισοβίτης:

Πηγή: http://radio-theatre.blogspot.com/2016/03/blog-post_28.html

Τεντυμπόιδες

 Νεαροί τεντιμπόηδες, κουρεμένοι "εν χρω" και με μια πινακίδα στο λαιμό,με τη φράση "είμαι τεντιμπόης" Από ρεπορτάζ εφημερίδας το 1959...Μπορει το γιαούρτωμα σήμερα να μην τιμωρείται από την πολιτεία,αλλά πριν 55 χρόνια αυτοί που το έκαναν ή επιδίδονταν σε βανδαλισμούς,τιμωρούνταν σύμφωνα με τον Ν.4000 " του 1958 περί τεντιμποϊσμού.



Η μπλόφα, του Γεράσιμου Ρηγάτου. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω το έργο του Γεράσιμου Ρηγάτου Η μπλόφα.




Η υπόθεση:

Ένας αποφυλακισμένος ο Αντρέας Ορφανός συναντά ένα συντηρητικό μίζερο πλασιέ,  θαμώνα ενός καφενείου που τον αποφεύγουν όλοι, γνωρίζονται και φεύγουν μαζί. Ο αποφυλακισμένος του διηγείται την ιστορία του. Ανανέωσαν το ραντεβού για την επόμενη μέρα το απόγευμα. Ο αποφυλακισμένος είναι άστεγος αλλά η όψη του είναι διαφορετική, πιο περιποιημένη σ



υνεχίζει την ιστορία του. Τα έλεγε μονορούφι με αποτέλεσμα να βαρύνει την καρδιά του φίλου του. Την τρίτη μέρα τον συναντά ένας λιμενικός και τον ρωτά για τον Ορφανό, τότε έρχεται η ώρα της μπλόφας...


Στον τρίτο κύκλο της σειράς «Κλέφτες και αστυνόμοι» ανήκει και το συγκεκριμένο ηχητικό.


Σειρά αστυνομικών διηγημάτων.

Επιλογή κειμένων: Τιτίνα Δανέλλη

Σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια Αντέλλα Μέρμηγκα

Αφηγητής ο  Δημήτρης Πουλικάκος.


Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα κείμενα είναι ειδικά γραμμένα από τους συγγραφείς τους για τη συγκεκριμένη σειρά.


Ο Πουλικάκος



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι globtv 3:







Αισχύλος: ο πιο αυστηρός τραγικός

 Η λέξη τραγωδία σημαίνει «Τράγων Ωδή». Αν ήταν ωδή σχετική με κάποιο τράγο, που θυσίαζαν κατά τους ποιητικούς αγώνες, ή ωδή που εκτελούσαν τράγοι δηλαδή ηθοποιοί μεταμφιεσμένοι σε τράγους, στις πρώτες σατυρικές συνθέσεις, είναι ζήτημα που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Ο Αριστοτέλης κλίνει προς τη δεύτερη ερμηνεία. Βέβαιο είναι πάντως πως η τραγωδία έχει ηρωϊκοθρησκευτική προέλευση. Και βαθειά θρήσκος ήταν ο πρώτος και μεγαλύτερος εκπρόσωπός της ο Αισχύλος (γεννήθηκε γύρω στο 525 π.Χ.).


Ο Αισχύλος ήταν άνθρωπος και της σκέψεως και της δράσεως. Είχε ζήσει στην πρώτη γραμμή το δράμα με τους Πέρσες πολεμώντας στις σπουδαιότερες μάχες (τα τραύματά του είχαν συγκινήσει τους δικαστές κατά τη διάρκεια μιας δίκης, όταν κατηγορήθηκε ότι είχε αποκαλύψει στα έργα του ορισμένα τελετουργικά μυστικά).

Είχε κερδίσει πολλές φορές το πρώτο βραβείο, που απονεμόταν κάθε χρόνο, κατά τις γιορτές του Διονύσου στον καλύτερο δραματουργό και είχε φιλοξενηθεί με εξαιρετικές τιμές στην αυλή του Ιέρωνα Α΄ τυράννου των Συρακουσών. Και στις Συρακούσες πέθανε κατά τη δεύτερη εκεί παραμονή του το 456-455 π.Χ. Ένας περίεργος θάνατος σύμφωνα με το θρύλο: μια χελώνα που είχε ξεφύγει από τα νύχια ενός αετού, έπεσε πάνω στο κεφάλι του από μεγάλο ύψος.

Ο Αισχύλος είναι ο υμνητής των μεγάλων αρχαίων αρετών: της σωρφοσύνης, της συνειδήσεως, της τιμής, του μέτρου. Η θεότητα γι’ αυτόν είναι σχεδόν μονοθεϊστική, αυστηρή αλλά δίκαιη. Δεν είναι θεότητα που ευνοεί ή μαίνεται κατά του ανθρώπου, όπως συμβαίνει συχνά στην Ελληνική Μυθολογία (αρκεί να σκεφτή κανείς την περίφημη έννοια «του φθόνου των θεών» - θεών που σκοτώνουν ένα θνητό, επειδή φθονούν την τύχη του).

 Ο θεός του Αισχύλου τιμωρεί τον άνθρωπο, που αμάρτησε. Και γύρω απ’ αυτό το όραμα του θεού-τιμωρού περιστρέφονται όλα τα γεγονότα του ανθρώπινου βίου. Αυτό συμβαίνει στην Ορέστεια, με την τρομερή αλληλουχία της βίας, όπου κάθε έγκλημα πλήττει εκείνον, που έγινε ένοχος ενός προηγούμενου εγκλήματος. Ο Αγαμέμνων θυσιάζει την κόρη του Ιφιγένεια για να του χαρίσουν οι θεοί την επιτυχία της εκστρατείας, γι’ αυτό και η γυναίκα του Κλυταιμνήστρα τον σκοτώνει κατά την επιστροφή του από τον πόλεμο με τη βοήθεια του εραστή της. Ο γιος του, Ορέστης, εκδικείται τον πατέρα του σκοτώνοντας τη μητέρα του και καταδιώκεται και αυτός με τη σειρά του, από τις Ερινύες. Αλλά και ο Προμηθέας Δεσμώτης, άλλο αισχύλειο αριστούργημα, δεν είναι παρά η ιστορία ενός εξιλασμού: του εξιλασμού ενός Τιτάνα, που ύψωσε το ανάστημά του αντίκρυ στο Δία, του Προμηθέα, ενόχου γιατί δίδαξε τη χρήση της φωτιάς στους ανθρώπους. 

Παρ’ όλα αυτά, ο Προμηθέας, απεικονίζεται έτσι ώστε κα κατακτά όλη τη συμπάθεια του θεατή. Και είναι αναμφισβήτητα συναρπαστικό το γεγονός ότι ο πιο αυστηρός από τους τραγικούς, δείχνει τόση ανθρώπινη κατανόηση για το θύμα του θεού-τιμωρού. Είναι έμμεσα, μια έξαρση του ανθρώπου.

Εικόνα: Prometheus Bound, oil on canvas by Jacob Jordaens, 1640; in the Wallraf-Richartz Museum, Cologne, Germany.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΕΣ» ΣΩΚΡΑΤΗΣ

ARNOLDO MONDADORI EDITORE S.P.A. 1973

Μ.τ.φ.: Βασίλειος Κοχλατζής


Ο αγριανθρωπος που κρύβουμε μέσα μας.Τακης Θεοδωρόπουλος

 Οι ειδήµονες μιλούν ως ειδήμονες. Ξέρουν τους κανόνες απόπλου, ξέρουν πότε σταματάει η επιβίβαση, κι ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες της ναυσιπλοΐας που εμείς δεν ξέρουμε. Ομως εμείς, που δεν είμαστε ειδήμονες, ξέρουμε ότι δεν χρειάζεται κανένας κανόνας για να μην πετάξεις έναν άνθρωπο στη θάλασσα. Κοινή λογική χρειάζεται και ανθρωπιά, αυτή η ξεχασμένη λέξη που έχει προ πολλού παραδώσει το πνεύμα της λόγω βαθέος γήρατος. Τι είδαμε προχθές στον Πειραιά; Δύο αγριάνθρωπους να σπρώχνουν στον θάνατο έναν ανυπεράσπιστο. Δεν δικαιούνται να μην ήξεραν ότι τον σπρώχνουν στον θάνατο. Το απελευθερωμένο ένστικτο του θανάτου, γυμνό και ανελέητο. Η ορατή όψη της αγριότητας. Την είδαμε προ καιρού στη Νέα Φιλαδέλφεια, προ ετών στη Θεσσαλονίκη, διαβάζουμε σχεδόν καθημερινά για κακοποιημένους εφήβους από συνομηλίκους τους. Και σε τι διαφέρουν οι αγριάνθρωποι του προχθεσινού «περιστατικού» από τους αγριάνθρωπους που πέταξαν μολότοφ στη Marfin και μετά εμπόδιζαν την πρόσβαση στην Πυροσβεστική; Μόνον στις τεχνικές λεπτομέρειες. Οι μεν χάθηκαν στο πλήθος κι ακόμη δεν έχουν βρεθεί, τους δε τους έχει ήδη αναλάβει ο εισαγγελέας. Και σε τι διαφέρει αυτός ο αγριάνθρωπος από τον άλλον που τρέχει σαν τρελός με το αυτοκίνητο και τραυματίζει σοβαρά την κοπέλα που περίμενε στο πεζοδρόμιο; Ο αγριάνθρωπος έχει και την αόρατη πλευρά του. Αυτήν με την οποία έρχονται αντιμέτωποι γιατροί και νοσηλευτές στα επείγοντα.




Με πόση ευκολία κλείνουμε τους αγριάνθρωπους σε κλουβιά και τους επιδεικνύουμε για να διασκεδάζουμε τον φόβο μας. Εδώ η πινακίδα γράφει: «Οπαδική απανθρωπιά». Δίπλα: «Πολιτική απανθρωπιά». Λίγο πιο κάτω: «Ενδοοικογενειακή», «εφηβική», «τροχαία απανθρωπιά». Αναρωτιέμαι ποια πινακίδα θα βάλουν μπροστά στο κλουβί με τους αγριάνθρωπους του Πειραιά. Ομως το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι ότι αν συνδυάσουμε όλες αυτές τις εκδοχές της απανθρωπιάς θα διαπιστώσουμε ότι οι αγριάνθρωποι είναι μια ολόκληρη φυλή που ζει ανάμεσά μας. Τους έχουμε συνηθίσει. Βοηθούσης και της κοινωνικής υποκρισίας και συνηγορούντος του φόβου κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε παρά μόνον όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.

Μιλάμε για την κλιματική αλλαγή που απειλεί τη φύση, καίει τα δάση και πλημμυρίζει τις πόλεις. Ομως δεν μιλάμε για την κλιματική αλλαγή του ανθρώπινου τοπίου. Ποιες είναι οι συνθήκες που έχουν απελευθερώσει τον αγριάνθρωπο που όλοι κουβαλάμε μέσα μας, όμως υποτίθεται πως ο πολιτισμός τον έχει τιθασεύσει; Ας αφήσουμε κατά μέρος όλα τα ξεπερασμένα εργαλεία της σκέψης μας και ας δούμε αυτό που βλέπουν τα μάτια μας, αλλά δεν το αναγνωρίζουμε. Η πραγματική βαρβαρότητα δεν είναι εισαγόμενη. Η πραγματική βαρβαρότητα είναι ενδογενής. Και απειλεί την κοινωνική συνοχή με το χομπσιανό «πόλεμος όλων εναντίον όλων».

Πηγή Καθημερινή 


Καμένα ερείπια, του Φιλίπ Λεβίν. Ραδιοφωνικό Θέατρο

 Απόψε θα σας παρουσιάσω ένα ακόμη επεισόδιο της σειράς εξιχνίασης πυρκαγιών, από το ¨Γραφείο Εμπιστευτικών Υποθέσεων" , με τίτλο ¨Τα καμένα  ερείπια¨.





Η εξέλιξη:

Ένας πυρομανής βάζει φωτιά σε τέσσερα κτίρια, ο Κιου αναλαμβάνει την εξιχνίαση. Οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο εμπρηστής είναι πανούργος! Οι εμπρησμοί με κάποιο ευφυή τρόπο ενεργούνται πολύ νωρίτερα.

Δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας ¨Γκαζέτα¨ συσχετίζουν το πρόσωπο ενός εμπρηστή με όλες τις φωτιές στα άρθρα τους πριν ακόμη ερευνηθούν οι υποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση οι δύο δημοσιογράφοι (Τσάρβις και Μάξουελ) προλαβαίνουν και βγάζουν έγκαιρα φωτογραφίες.

Ένα κορίτσι, το οποίο και υποδεικνύουν οι δημοσιογράφοι σαν εμπρηστή φαίνεται σε όλες τις φωτογραφίες. Γρήγορα ο Κιου την εντοπίζει, είναι μια ζωγράφος, σύντομα γίνονται άλλοι δύο εμπρησμοί! Είναι τελικά αυτή ο εμπρηστής...;


Μία ακόμη ενδιαφέρουσα υπόθεση...



Η μεταφόρτωση έγινε από το Glob TV:



ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ


 

Πρόκειται για την κατοικία του Εμμανουήλ Καπετανάκη ή Απέργη, πλούσιου εμπόρου και κατασκευαστή κυτίων συσκευασίας αποξηραμένων σύκων και σταφίδων. Ο Καπετανάκης, Ιταλός υπήκοος, το 1921 νοίκιασε το οίκημα στο Ιταλικό προξενείο. Κατόπιν ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάτρα και μετά στην Πεύκη όπου και πέθανε, αφήνοντας με διαθήκη την κατοικία του στο Ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να στεγάσει το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στη Σμύρνη. Τα εγκαίνια αυτού του προξενικού κτίσματος έγιναν στις 24 Οκτωβρίου του 1955, μόλις ενάμιση μήνα μετά τα «Σεπτεμβριανά» (6-7 Σεπτεμβρίου), στη διάρκεια των οποίων κάηκε η προηγούμενη έδρα του. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στεγάζεται και πάλι στην οικία Καπετανάκη, η οποία ανακαινίστηκε εκ βάθρων.


Μια εξαιρετική ανάλυση του Κωνσταντίνου Μάντη πάνω στο ποίημα Φιλέλλην του Καβάφη

 Κωνσταντίνος Καβάφης «Φιλέλλην»


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.



Στο ποίημα «Φιλέλλην» [1912] ο Καβάφης μας παρουσιάζει μια πράξη με πολιτική χροιά, χρησιμοποιώντας το ίδιο διαλογικό μοτίβο που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, το 1926, και στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας», για να μας εισαγάγει εκ νέου στα παρασκήνια μιας ανάλογης πολιτικής πράξης. Στο «Φιλέλλην» το ζητούμενο είναι ο σχεδιασμός του νομίσματος που θα κόψει ένα κράτος ή κρατίδιο κάπου στην Ανατολή, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» το έγγραφο με το οποίο θα επαινεθεί ο νικητής της ναυμαχίας του Ακτίου (ο οποίος παρά τις αρχικές τους εκτιμήσεις δεν ήταν ο Αντώνιος, αλλά ο Οκταβιανός).

Ο διάλογος και στα δύο ποιήματα είναι ατελής, υπό την έννοια πως ακούμε τη φωνή μόνο του ενός προσώπου, το οποίο και δίνει οδηγίες σ’ ένα δεύτερο πρόσωπο, που όμως απομένει σιωπηλό∙ σημειώνοντας ίσως ή προσέχοντας τις οδηγίες που του δίνονται. Ειδικότερα, στο «Φιλέλλην» ο σιωπηλός ακροατής είναι ο Σιθάσπης, ο τεχνίτης που θα σχεδιάσει το νόμισμα, ενώ στο «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» είναι εκείνος ο γραφέας που θα κάνεις τις διορθώσεις στο ετοιμαζόμενο έγγραφο.    

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό∙
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.

Το πρώτο αίτημα που διατυπώνεται προς τον σχεδιαστή του νομίσματος έχει να κάνει με την αρτιότητα της χάραξης, ώστε ν’ αποδοθεί στην έκφραση του ηγεμόνα σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Η εικόνα έχει σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερη σημασία κι απ’ την ίδια την πραγματικότητα, κάτι που το γνωρίζουν και το αξιοποιούν οι πολιτικοί ηγέτες διαχρονικά. Εύλογα, λοιπόν, η σοβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια συνιστούν δύο βασικές αρετές για την απεικόνιση κάθε ηγέτη είτε αυτός διοικεί ένα μικρό κράτος είτε μια σπουδαία αυτοκρατορία.

Το δεύτερο αίτημα, για το στενό διάδημα -τη διακοσμητική ταινία του κεφαλιού- λειτουργεί περισσότερο στο πλαίσιο του παιχνιδιού που ξεκινά απ’ την αρχή του ποιήματος ο Καβάφης σχετικά με την ταυτότητα του κράτους στο οποίο αναφέρεται. Μη θέλοντας ο ποιητής να μιλήσει για ένα συγκεκριμένο βασίλειο της Ασίας δίνει μια σειρά αντιφατικών στοιχείων που έχουν σκοπό κυρίως να μπερδέψουν εκείνον που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει επακριβώς το χώρο του ποιήματος. Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που μας παρέχει έμμεσα ο Αλεξανδρινός είναι πως δεν πρόκειται για κάποιον Πάρθο βασιλιά, μιας και ο καθοδηγητής του σχεδιασμού ξεκαθαρίζει πως τα φαρδιά διαδήματα των Πάρθων δεν του αρέσουν. Η επικράτεια, επομένως, των Πάρθων (το Ιράν) αποκλείεται ως ο χώρος που δρουν τα πρόσωπα του ποιήματος.

Η διατύπωση «δεν με αρέσουν» πέρα από τη γλωσσική σφραγίδα του Καβάφη με το πολίτικο ιδίωμα, καθιστά εμφανές πως εκείνος που δίνει τις οδηγίες στον Σιθάσπη, είναι ο ίδιος ο βασιλιάς. Η προσωπική ενασχόληση του οποίου με τις λεπτομέρειες του νομίσματος -κυρίως η σκηνοθεσία της ίδιας του της εικόνας-, όπως και οι πολιτικές εξαρτήσεις του κράτους του, υποδηλώνουν πως δεν πρόκειται για κάποιον μεγάλο ηγεμόνα, αλλά για κάποιον ελάχιστα σημαντικό βασιλιά.

Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά∙
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.

Η επιγραφή του νομίσματος θα πρέπει, όπως άλλωστε συνηθίζεται, να είναι γραμμένη στα ελληνικά. Με τη διαπίστωση αυτού του στίχου ο Καβάφης τονίζει την επέκταση που είχε γνωρίσει -χάρη και στη δράση του Μεγάλου Αλεξάνδρου- ο ελληνικός πολιτισμός∙ αλλά και την ανάγκη των περιφερειακών βασιλείων να συνδέονται με αυτόν, έστω κι αν δεν είχαν ελληνικούς πληθυσμούς ή κάποια ουσιαστική γνωριμία με τους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα είχε εξαπλωθεί, όχι μόνο στα διάδοχα βασίλεια της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, τα γνωστά ως ελληνιστικά, αλλά και σε γειτνιάζουσες περιοχές, αποτελώντας για ένα ικανό διάστημα τον κώδικα κοινής επικοινωνίας εμπορικών, οικονομικών και πολιτιστικών συναλλαγών.

Ο σχεδιασμός του νομίσματος οφείλει ν’ ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες της εποχής, γι’ αυτό και η ελληνική υπογραφή συνιστά βασικό όρο για τη χρήση και την αποδοχή του νομίσματος στις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές. Η επαφή με τον ελληνικό κόσμο ή έστω, η δημιουργία της εντύπωσης πως υπάρχει επικοινωνία με τον ελληνικό κόσμο, είναι αναγκαία προκειμένου το κρατίδιο αυτό να μη βρεθεί απομονωμένο απ’ τα υπόλοιπα βασίλεια που έχουν μια πιο ουσιαστική επαφή με το ελληνικό στοιχείο. Η ελληνική επιγραφή συνιστά, επομένως, μια πολιτική πράξη καίριας σημασίας, για να διαφυλαχτεί η επαφή του μικρού κράτους με τα γειτονικά εξελληνισμένα κράτη.

Επειδή, όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο στην Ασία τον έχει η Ρώμη, θα πρέπει να προσεχθεί το περιεχόμενο της επιγραφής, ώστε να μη δοθεί η εντύπωση πως ο ηγεμονίσκος αγνοεί ή περιφρονεί την εξάρτησή του απ’ τους Ρωμαίους. Χρειάζεται, οπότε, μια τιμητική βεβαίως επιγραφή, αλλά όχι κάτι το υπερβολικό ή πομπώδες, που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή και να ενοχλήσει τον Ρωμαίο τοποτηρητή, τον ανθύπατο, που σαφώς ελέγχει τις δράσεις του ηγεμονίσκου και στέλνει αναφορές στη Ρώμη. Υπάρχει, άρα, μια πολιτική ισορροπία που πρέπει να τηρηθεί με ιδιαίτερη ευλάβεια, καθώς από τη μία είναι ο ελληνικός πολιτισμός που λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός για τα βασίλεια της ευρύτερης περιοχής, κι από την άλλη οι Ρωμαίοι που έχουν τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο. Κι αυτοί οι δύο πόλοι εξάρτησης θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, εκμηδενίζοντας σχεδόν το αυτεξούσιο, αλλά και τον ξεχωριστό χαρακτήρα του ίδιου του κρατιδίου. Ούτε η γλώσσα του θ’ αποτυπωθεί στο νόμισμα, ούτε κάποια έκφραση που να φανερώνει αξιώσεις μεγαλείου ή πολιτικής ισχύος.  

Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος∙
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος, απαλλαγμένη από το βάρος πολιτικών συνδηλώσεων, καλείται να ενισχύσει την αισθητική του νομίσματος. Ο ηγεμονίσκος δεν έχει κάποια συγκεκριμένη απαίτηση∙ θέλει ωστόσο να είναι κάτι το πολύ εκλεκτό, κάτι το εξαιρετικά καλαίσθητο∙ ίσως κανένας ωραίος έφηβος δισκοβόλος. Η σκέψη αυτή του βασιλιά θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ανταποκρίνεται στα ελληνικά πρότυπα ομορφιάς, ωστόσο η εικόνα ενός ωραίου αθλητή δεν συγκινεί και δεν διατρέχει μόνο τον ελληνικό κόσμο.

Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.

Η έμφαση αυτών των στίχων, που τονίζεται ακόμη περισσότερο με την παρενθετική έκκληση του βασιλίσκου (προς θεού, να μη λησμονηθεί), δίνεται στον τιμητικό όρο «Φιλέλλην»∙ ο οποίος αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματος.
Πέρα από του βασικούς τίτλους Βασιλεύς, αλλά και Σωτήρ (τίτλος που αποδίδεται σε ηγεμόνες που κατόρθωσαν με τη δράση τους να προσφέρουν κάποια σωτήρια υπηρεσία στο έθνος τους∙ εδώ μάλλον είναι περισσότερο τυπικός, καθ’ επίδραση άλλων νομισμάτων, κι όχι δηλωτικός κάποιας ουσιαστικής προσφοράς), ο βασιλιάς ζητά απ’ τον αυλικό του να χαράξει με κομψά γράμματα και τη λέξη Φιλέλλην. Διεκδικεί, έτσι, μερίδιο μιας ανώτερης παιδείας, που τον φέρνει πλησιέστερα στον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό. Ο Φιλέλληνας ηγεμόνας έχει -υποτίθεται- γνωρίσει κι εκτιμήσει βαθύτατα τις αξίες του ελληνικού κόσμου. Είναι κι αυτός λάτρης των ελληνικών γραμμάτων και άρα άξιος συνομιλητής των υπόλοιπων βασιλέων της περιοχής.

Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.

Ο ηγεμονίσκος, βέβαια, αντιλαμβάνεται πόσο απέχει απ’ την αλήθεια, κι απ’ την πραγματική του φύση ο τίτλος του Φιλέλληνα, γι’ αυτό και σπεύδει να προλάβει τις εύλογες αντιρρήσεις του αυλικού του. Αφού το γράφουν τόσοι και τόσοι, πιο βάρβαροι από εμάς, θα το γράψουμε κι εμείς! Ο βασιλιάς γνωρίζει καλά πως, όσο κι αν κάτι τέτοιο απέχει απ’ την αλήθεια, πρέπει να συμπεριληφθεί στο νόμισμά του, καθώς διαφορετικά θα βρεθεί αποκομμένος απ’ το σημαντικότερο δεσμό, απ’ το σημαντικότερο σημείο επαφής των άλλων βασιλείων. Φιλέλληνας μπορεί να μην είναι -και πραγματικά δεν είναι-, αλλά δεν είναι και τόσο ανόητος, ώστε να το παραδεχτεί. Στην πολιτική, άλλωστε, σημασία έχει η εικόνα που παρουσιάζεις στους άλλους, και όχι η αλήθεια.
Σχετικά με τους τοπικούς προσδιορισμούς που παρέχει ο ηγεμονίσκος, ας δούμε σημεία από τα σχόλια των Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη:

«Ο Ζάγρος είναι η κεντρική οροσειρά που διαθέει από ΒΔ προς ΝΑ το Ιράν, παράλληλα δηλαδή προς την ανατολική ακτή του Περσικού κόλπου: Τα Φράατα... ήταν η πρωτεύουσα της Ατροπατηνής Μηδίας, μιας ηγεμονίας εξαρτημένης από τους Πάρθους, στα ΒΔ της Περσίας, γύρω στο σημερινό Tabriz. ...

Αν, εντούτοις ο στίχος μοιάζει με την επάλληλη παράθεση των τριών τοπικών επιρρημάτων (πίσω, εδώ, πέρα), να επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, ο Ζάγρος και τα Φράατα, ως γεωγραφικές συντεταγμένες, είναι ασύμβατα. Με αυτονόητο σημείο αναφοράς τη Μεσόγειο, η έκφραση πίσω απ’ το Ζάγρο υποδεικνύει την περιοχή του Ισπαχάν, στην καρδιά της Περσίας (όπου ακριβώς βρισκόταν το βασίλειο των Πάρθων), ενώ το: πέρα απ’ τα Φράατα οδηγεί είτε στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν και στον Καύκασο, εκτός της κλασικής οικουμένης σχεδόν, ή (το που θάταν κι ο μοναδικός ανεκτός συνδυασμός των δύο συντεταγμένων): στη νότια ακτή της Κασπίας. Όμως κι αυτή η περιοχή στους Πάρθους ανήκε! Κι ο Φιλέλλην, καθώς συνάγεται απ’ τα λεγόμενά του, σίγουρα Πάρθος δεν ήταν!»

Ο Καβάφης, επομένως, επιχειρεί περισσότερο να συσκοτίσει παρά να προσδιορίσει την τοποθεσία του βασιλείου. Στοιχείο που φανερώνει πως ό,τι τον ενδιαφέρει κυρίως είναι να δοθεί προσοχή στην έκταση που είχε λάβει η ελληνική επίδραση, και όχι στην ταυτότητα του συγκεκριμένου κρατιδίου.  

Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.

Με το κλείσιμο του ποιήματος και την αιτιολόγηση που παρέχει ο βασιλίσκος σχετικά με την επαφή που έχουν με τον ελληνικό πολιτισμό, ενισχύεται η εις βάρος του ειρωνεία του ποιητή. Ως επιχείρημα πως δεν είναι «ανελλήνιστοι» προβάλλει το γεγονός πως έρχονται ενίοτε και σ’ αυτούς απ’ τη Συρία σοφιστές, στιχοπλόκοι (δεν καταδέχεται καν να τους ονομάσει ποιητές) και άλλοι ματαιόσπουδοι (αυτοί που ασχολούνται εμβριθώς με μάταια πράγματα)∙ μια μηδαμινή δηλαδή επαφή μ’ έναν πλούσιο και πνευματικά ακμάζοντα πολιτισμό. Ωστόσο, εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι να γνωρίσει ουσιαστικά τον ελληνικό κόσμο, αλλά να εκμεταλλευτεί προς όφελός του και τα ελάχιστα αυτά ψήγματα επαφής με τους Έλληνες. Γνωρίζει, βέβαια, πως κανένας σημαντικός σοφιστής ή ποιητής δεν θα καταδεχόταν να φτάσει ως το δικό του κρατίδιο, και πως όσοι τους επισκέπτονται δεν είναι παρά φιλοχρήματοι καιροσκόποι, που θέλουν απλώς να εξαργυρώσουν τη φήμη που έχουν τα ελληνικά γράμματα, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει απ’ το να διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο του Φιλέλληνα. Δεν θεωρεί απαραίτητο να είναι πραγματικά κοινωνός της ελληνικής παιδείας, του αρκεί και μόνο να δίνει προς τα έξω αυτή την εντύπωση.

Ο Καβάφης σχολιάζει το ποίημα ως εξής: «Κάποιος βασιλίσκος, προς ανατολάς της Μεσοποταμίας, είναι ματαιόδοξος αλλ’ όχι βλαξ, διότι εννοεί μεν ότι οι Έλληνες που έρχονται στην αυλήν του είναι περιτρίμματα, εν τούτοις θέλει να εκμεταλλευτεί το γεγονός [της χαράξεως του νομίσματός του] δια να αποδείξει ότι ευρίσκεται εις επικοινωνίαν με τον ελληνικόν κόσμον».



Κωνσταντίνος Μάντης
Σπουδές: Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μεταπτυχιακές σπουδές στη Σύγχρονη Ιστορία (ΕΑΠ)

Πηγή https://latistor.blogspot.com/2014/01/blog-post_21.html?m=1

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...