Οι Ερινύες στην αισχυλική δραματουργία. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Οι Ερινύες αποτελούσαν τρομακτικές θεότητες στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Στη δημιουργία του Αισχύλου έγινε χρήση των Ερινυών  κατά την ανάγνωση των έργων του. Θα εξετάσουμε, μέσα από τα σωζόμενα έργα τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων  για τις Ερινύες και την εξέλιξη τους, στη σκέψη των πολιτών τις κλασικής εποχής, υπό το πρίσμα του αισχυλικού έργου.

Orestes Pursued by the Furies by William-Adolphe Bouguereau (1862) (Οι Ερινύες πλήττουν τον Ορέστη)


  Οι Ερινύες αντιπροσωπεύουν μια παλιά θεϊκή τάξη πραγμάτων, ενώ οι νέοι (ο Απόλλων και η Αθηνά) θεοί με απανταχού ακουγόμενο το Δία επικεφαλής, εκπροσωπούν το παθεί μαθώς. Πρόκειται για χθόνιες θεότητες, το διατυπώνουν οι ίδιες στις Ευμένιδες: «Κι ακόμη μου μένει η παλιά τιμή και δε μου λείπουν οι τιμές, μόλο που κάτω από τη γη έχω τη θέση μου και στο σκοτάδι το ανήλιαγο». Εξευμενίζονται τελικά με το τέλος της τριλογίας Ορέστειας από την Αθηνά και γίνονται ευεργετικές για τη γη.

  Στις Ευμένιδες, οι Ερινύες διώκονται από το ιερό ως εκτρώματα του Κάτω κόσμου, από τον ιερέα.  Ο ιερέας θα πει γεμάτος φρίκη: άραγε ακούτε ποια γιορτή στέργεται, έχετε γίνει μισητές από τους θεούς. Και όλος ο τρόπος της μορφής σας δείχνει αυτό. Σε αιματορούφηχτη λιονταριού σπηλιά είναι σωστό τέτοιες μορφές να κατοικούν κι όχι κοντά σε τέτοια μαντεία το μόλυσμα σας να τρίβεται». Πρωτύτερα ο ιερέας απαγορεύσει στις Ερινύες να εισέλθουν στο ιερό: «Έξω σας διατάζω γρήγορα από το ναό αυτό! Τραβάτε, πάρε τε πόδι από το μαντικό άδυτο, μήπως δεχτείς κάποιο λευκόφτερο φτερωτό φίδι ξεκινημένο από το χρυσόδετο τόξο μου και ξεράσεις πόνο από τα πνευμόνια σου, μαύρο αφρό από το πηχτό αίμα που ρούφηξες».

  Στο ίδιο έργο του Αισχύλου μπορεί κανείς να παρατηρήσει και μια περιφρόνηση των χθόνιων δυνάμεων, ο ποιητής βάζει λοιπόν τον Απόλλωνα να απευθύνεται σ’ εκείνες λέγοντας: «δεν είστε κατάλληλες να έρθεται στο ναό αυτο». Οι ολύμπιοι θεοί επίσης δείχνουν να έχουν πρόθεση να καταλύσουν το δίκαιο της εκδίκησης, που οι Ερινύες αντιπροσωπεύουν. Ο Απόλλωνας θα ξεκαθαρίσει ότι: «Διότι η κλίνη που ορίζεται για ένα αντρόγυνο είναι απ’ τον όρκο πιο μεγάλη, καθώς η Δίκη τη φρουρεί. Αν λοιπόν ο ένας τον άλλον σκοτώνει είσαι χαλαρή, δεν αφήνεις να κυνηγιούνται και δεν οργίζεσαι μ’ αυτούς. Λέω πως άδικα συ τον Ορέστη κυνηγάς».



  Στην Ορέστεια η πατρική κατάρα θα προέλθει από την ασέβεια στο θέλημα των θεών και ειδικότερα σε μία θεϊκή εντολή του Απόλλωνα. Η έχθρα του Απόλλωνα προέκυψε από την ανυπακοή του Λάιου να τεκνοποιήσει. Στους Επτά επί Θήβας ο Ετεοκλής θα το πει ρητά: «Αλίμονο πατέρα μου κατάρες που τώρα πραγματώνονται! Ωστόσο δεν ταιριάζει να κλαίω μήπως θρήνος πιο αβάσταχτος ακόμη γεννηθεί.»  Την κατάρα την εκστόμισε ο Οιδίποδας: «Και για τα παιδιά του οργισμένος και για την παλιά ανατροφή τους, ξεστόμισε, αλίμονο, πικρόγλωσσες κατάρες, με το σίδερο στο χέρι κάποτε να μοιράσουν την περιουσία του· και τώρα τρέμω μήπως η γοργόποδη Ερινύα φέρει σε αυτές τέλος».

  Οι Ερινύες, όπως θα γίνει αντιληπτό, θα αποτελέσουν καταλύτες προκειμένου να υλοποιηθεί η κατάρα και να επιβληθεί η θεϊκή τιμωρία. Ο Ετεοκλής, στους Επτά επί Θήβας δε θα αποφύγει τη μάχη όπως θα τον συμβουλέψει ο Χορός, είναι, όπως προαναφέρθηκε καταραμένος επειδή ανήκει στη γενιά του Οιδίποδα: «Αλίμονο πατέρα μου κατάρες που τώρα πραγματώνονται». Ο αγγελιοφόρος θα αναγγείλει: «Ο άρχοντας Απόλλωνας, στο γένος του Οιδίποδα θέλοντας να δώσει κακό τέλος στις αστοχασιές του Λάιου».   Ο θάνατος του Ετεοκλή και του Πολυνίκη θα σβήσει την κατάρα. Σχετικά με την κατάληξη τους και τη σωτηρία της πόλης ο αγγελιοφόρος θα το πει ξεκάθαρα: «Η πόλη μας έχει σωθεί· όμως των συνοδοιπόρων αρχόντων της…. το αίμα έχει πιει η γη με τον αλληλοσκοτωμό τους». Με αυτό το επεισόδιο η εκδίκηση του Απόλλωνα έχει ολοκληρωθεί, και η γενιά που καταράστηκε ο θεός έχει εξαφανιστεί.



  Κύρια έννοια, επομένως, του έργου στους Επτά επί Θήβας θα είναι η Ερινύα, η κατάρα δηλαδή, που έφερε την αλληλοκτονία των δύο αδερφών. Αυτή η κατάρα όπως μαθαίνουμε από το στίχο 742 γεννήθηκε από μια παλιά αδυσώπητη τιμωρία για κάποιο ανεξόφλητο εκπρόθεσμο χρέος, που τώρα πια αγγίζει το τρίτο μέλος. Η κατάρα αυτή υπήρχε στο βασιλικό οίκο των θεών.

  Στις Ευμένιδες οι Ερινύες δε δέχονται τους καθαρμούς και συνεχίζουν να καταδιώκουν τον Ορέστη. Προκύπτει ανάμιξη καλού και κακού στην έννοια της Δίκης.  Ο ποιητής δίνει μια αμφισημία στο έργο : «Διότι τα παλιά κρίματα προς αυτές τον οδηγούν και σιωπηλή η συμφορά όσο και αν φωνάζει δυνατά. Η Δίκη έχει διπλή έννοια. Είναι η δίκη που έρχεται ως σύμμαχος για φίλους (στίχ. 497: Τους γονείς τους από δω και μπρος)  και η δίκη τιμωρός (στίχ. 498: Από φονικά παιδιών περιμένουν), όπως ακριβώς αναφέρθηκε ο Ορέστης στην επίκληση που έκανε στον πατέρα του αμέσως μετά τον Κόμμο.

  Οι Ερινύες αναφέρονται και στον Προμηθέα Δεσμώτη, καθώς η μοίρα θα τεθεί ανώτερη από το Δία μαζί με τις Ερινύες. Θα πει ο Προμηθέας στο Χορό των Ωκεανίδων: Αι τρίμορφοι μοίραι και αι μνήμονες Ερινύες» Στο διάλογο του Προμηθέα με την κορυφαία του Χορού, διαπιστώνεται ότι στην αυθαίρετη βούληση του Δία αντιπαραβάλλονται οι Μοίρες και οι Ερινύες.

  Εν κατακλείδι οι Ερινύες θεωρούνταν χθόνιες θεότητες που αντιπροσώπευαν το αρχέγονο δίκαιο της εκδίκησης. Οι τερατόμορφες αυτές θεότητες καταλύθηκαν και εξευμενίστηκαν από τους νέους ολύμπιους θεούς. Οι Ερινύες διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στο ποιητικό έργο του Αισχύλου και ειδικά στην τριλογία Ορέστεια.

 

Πηγές:

Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

Αισχύλος, Ευμένιδες,  μετάφρ. Γ. Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2007.

Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, μετάφρ. Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου, εκδ. Γεωργιάδη, Αθήνα 2001.

Γεωργουσόπουλος Κ., Κλειδιά και κώδικες θεάτρου 2, αρχαίο δράμα, εκδ. Εστία Αθήνα 2002.

Μηνιώτη Ν., Γυναικεία πρόσωπα και χοροί στους Χοηφόρους του Αισχύλου, στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή και στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πάτρα 2009.

Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων τ.1, από τη γέννηση του είδους μέχρι το Σοφοκλή, μετάφρ. Ν. Χουρμουζιάδη, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987.


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι χοές στα έργα του Αισχύλου. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

   Στην ανάλυση που ακολουθεί θα αναφερθούμε στις χοές , όπως παρουσιάζονται μέσα στο έργο του Αθηναίου τραγικού ποιητή. Θα επικεντρωθούμε σ...