Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έλαβε χώρα μία απάνθρωπη και σκληρή βουλγάρικη κατοχή στο νομό Σερρών.
Ήταν η δεύτερη κατοχή (είχε προηγηθεί εκείνη του 1912-130 από τις συνολικά τρεις (θα ακολουθούσε εκείνη του 1941-44) που θα υφίστατο ο νομός Σερρών από τους Βούλγαρούς.
Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισήλθαν στο νομό Σερρών και την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (06-08-1916) κατέλαβαν την Κάτω Τζουμαγιά (Ηράκλεια Σερρών).
Μετέτρεψαν άμεσα τα σχολεία σε στρατώνες και διέκοψαν την τελούμενη θεία λειτουργία.
Πρώτο τους μέλημα ήταν φυσικά να κακοποιήσουν όσους συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα.
Κατόπιν έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους, έχοντας λοιπόν ως στρατηγική τους την μεταφορά των Βλάχων της ευρύτερης περιοχής στη νότια Σερβία και συγκεκριμένα στο Ποζάρεβιτς και μέσω της βουλγαροπίησης τους τον έλεγχο αυτής της περιοχής.
Με κομμένη την ανάσα μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της έρευνας της κας Πανοπούλου που ακολουθεί...
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού,
οι
Βούλγαροι ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να εκκενώσουν την Τζουμα-
γιά. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις
7-8 χιλιάδες ψυχές, περπατούσαν για
πολλές ώρες στο δρόμο, που οδηγούσε προς τη Βουλγαρία δια μέσου των
στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους
της Ράμνας, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, και των άλλων περιοχών.
Οι
υπερήλικες βλαχόφωνοι διηγούνται:
«
Κτυπούσαν οι καμπάνες κι ένας βούργαρος με μια ντουντούκα, μας
είπε να πάρουμε ψωμί και λίγα ρούχα για λίγες μέρες και να ξεκινήσουμε.
Όλοι μπροστά. Και γέροι και νέοι και παιδιά. Τους ηλικιωμένους τους
βάλαμε πάνω στους αραμπάδες. Και τα κοπάδια μας μαζί. Με τα πόδια.
Σχηματίστηκε μια ουρά απ’ εδώ μέχρι το Σιδηρόκαστρο. Δεν ξέραμε που
πηγαίναμε. Δεν πήρανε όμως μόνο απ’ το δικό μας το χωριό. Άδειασαν όλα
τα γύρω χωριά. 8-9 χιλιάδες ήταν μόνο από τη Τζουμαγιά. Εκεί κοντά στο
Στρυμονοχώρι μας πήρε η νύκτα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η κατά-
σταση ήταν δύσκολη. Τα μωρά κλαίγανε, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι και
ηλικιωμένοι. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τη Βουργαρία
μεριά. Ανεβαίναμε τα στενά της Ρούπελης και της Κρέσνας και νωρίς το
απόγευμα φτάσαμε στο Λιβούνοβο».
Η
Ελένη Ζιαντάρη αναφέρει: «
Ο πατέρας μου δούλευε στο καπνο-
μάγαζο στην Καβάλα, κι οι Βούργαροι, μαζί με το θείο μου, τους πήραν
από κει όμηρους στην παλιά Βουργαρία. Η μάναμ’ όταν την πήραν οι
Βούργαροι, είχε εμένα μωρό και με κρέμασε μπροστά της, στην πλάτη είχε
μια βελέντζα να μας σκεπάζει και στο άλλο χέρι κρατούσε τον αδερφό μου
το Μήτο, που ήταν έξι χρονών. Απ’ όλα τα χωριά, μόνο τους Έλληνοι πή-
ραν. Τους άλλους δεν τους πείραζαν καθόλου. Εμάς τους Βλάχους, επειδή
είμασταν Έλληνοι, μας μάζεψαν όλους. Μια βδομάδα περπατούσαν για να
φθάσουν στην Κρέσνα. Εκεί δεν είχαν ούτε φαΐ ούτε ψωμί. Τα παιδιά της
θείας μου πέθαναν και τα τρία από την πείνα. Μόνη της άνοιγε λάκκο και
τα έθαβε…».
Αρκετοί εγκαταλείφθηκαν στην
Άνω Τζουμαγιά, Πέτροβο, Πετρίτσι,
Ντούπνιτσα κ.α. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν στο
Μελέ-
νικο σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι ως όμηροι και αιχμάλωτοι των
Βουλγάρων. Στο Μελένικο παρέμειναν για 4 μήνες. Η παραμονή τους εκεί
ήταν μαρτυρική. «Εκεί νόμισα ότι θα πεθάνω. Δεν είχαμε ούτε ψωμί ούτε
φαγητό». Ο
Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά για την ίδια περίπτωση: «
Λόγω
της παντελούς ελλείψεως τροφίμων εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν εξ ασι-
τίας. Απηγορεύετο εξ άλλου αυστηρώς η αγοροπωλησία σιτηρών, αλεύ-
ρου και εν γένει τροφίμων. Μας εχορηγούσαν οι Βούλγαροι κατά μήνα
άλευρον εξ αραβοσίτου ανά 100 δράμια το άτομον, και αυτό δε πικρόν
και ακατάλληλον προς βρώσιν. Ετρώγαμεν κούσπον (πίτυρα, υποπροϊόν
σησαμελαίου το πλείστον).
Το Δεκέμβριο του 1916 ο χειμώνας ήταν δριμύτατος. Όσοι από τους
ομήρους άντεξαν στις κακουχίες, οι Βούλγαροι τους μετέφεραν
στην βουλ-
γαροκρατούμενη παλαιά Σερβία, στο Ποζάρεβατς. Εκεί παρέμεινε ο κύριος
όγκος των Βλάχων. «
Απ’ το Μελένικο ποδαρόδρομο περίπου 6-7 ώρες και
μέσα στις βροχές πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας πέταξαν
μέσα σε βαγόνια. Όλους μαζί τον έναν πάνω στον άλλο. Ξεκίνησε το τραίνο
σιγά- σιγά και μετά έφτασε στη Σόφια κι απ’ εκεί στη Νύσσα της Σερβίας.
Είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Όλοι λέγαμε όσο αντέξουμε. Εκεί δε, θυμά-
μαι, πως μέσα στο τραίνο μερικοί Γερμανοί στρατιώτες μας έδιναν κανένα
κομμάτι ψωμί……»
«
….Υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν με τα πόδια γιατί είχαν πάρει μαζί
τους και τα κοπάδια. Άλλοι, πάλι, πήγαιναν με αραμπάδες…..
Στη βουλγαροκρατούμενη Νύσσα τους κράτησαν μέσα στα βαγόνια
τρεις μέρες. Εκεί τους έδωσαν τροφή και ψωμί. Από τη Νύσσα τους μετέ-
φεραν στην παραδουνάβια κωμόπολη Σιμέντρια. Τους έβαλαν μέσα στα
αμπάρια ποταμόπλιων του Δούναβη και τους μετέφεραν στο Ποζάρεβατς.
Το Ποζάρεβατς ήταν και αυτό την εποχή εκείνη βουλγαροκρατούμενο.
Ήταν όμως μια περιοχή όμορφη, εύφορη και πλούσια, τόσο ως προς την
γεωργική παραγωγή όσο και ως προς την κτηνοτροφική αλλά και το εμπό-
ριο. « Όταν φτάσαμε στο Ποζάρεβατς είδαμε το Θεό να περπατάει στη γη.
Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας. Παρόλο που οι Βούλγαροι πάλι δεν μας
άφηναν σε ησυχία, εν τούτοις, εμάς μας άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε απ’ όλα
τα καλά. Εκεί σ’ αυτή την πόλη μείναμε οι περισσότεροι. Μερικοί πήγαν
και στο Πέτροβιτς και σε άλλα χωριά εκεί τριγύρω. Εμείς και κει είμασταν
κτηνοτρόφοι. Οι Σέρβοι ήταν καλός λαός. Μόλις σουρούπωνε όμως αυτοί
εξαφανίζονταν. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους».
Ο
Γ. Βελιγρατλής αναφέρει σχετικά: «
συχνά ο πατέρας μου μας μιλούσε
για τα χρόνια της ομηρίας. Αυτό το οποίο μας τόνιζε, ήταν, πως είχαν πάει
στον πολιτισμό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που ήξερε γράμματα.
Πήγε με κάποιους άλλους, όταν έφτασαν στο Ποζάρεβατς, να ζητήσουν
δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Είπαν στον ξενοδόχο ότι ήταν εκπρόσωποι της
ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός τους αρνήθηκε. Φεύγοντας είπαν στα βλά-
χικα:»κι εδώ δε μας θέλουν». Ο ξενοδόχος ο οποίος ήταν κι αυτός Βλάχος
αμέσως τους τακτοποίησε σε δωμάτιο».
|
Ο Βελιγρατλής |
Οι Βούλγαροι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συνελάμβαναν ένα
άτομο από κάθε οικογένεια και τα έστελναν σε αναγκαστικά έργα, άγνω-
στο πού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν. Ο
Γ. Τζεμαΐλας
γράφει: «
Εις Ποζάρεβατς παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. Τα κα-
ταστήματα της πόλης ήσαν κλειστά, και τα είχον καταλάβει και τα εξεμε-
ταλλεύοντο, ως λείαν, Βούλγαροι ιδιώται. Άρρενες Σέρβοι δεν είχον μείνη,
εκτός των κάτω των 18 ετών και άνω των 60, διότι η Σερβία είχε κηρύξει
πανστρατιάν και μετά την κατάρευσίν της, ο Σερβικός στρατός απεσύρθη
και εφιλοξενήθη εις την Ελλάδα, το πλείστον εις την Κέρκυραν, ενωθείς με
τα συμμαχικά στρατεύματα (Αγγλο-Γαλλικά)».
Η
Ελένη Ζιαντάρη διηγείται: «
Η Ποζιάροβα ήταν πολύ ωραία πόλη.
Οι Σέρβοι μας πήραν να δουλέψουμε στ’ αμπέλια τους. Πολλοί πάλι, δού-
λευαν στα σπίτια των Εβραίων σαν υπηρέτες. Είχε πολλούς Εβραίους. Αυ-
τοί ήταν πανπλούσιοι. Είχαν πολύ ωραία σπίτια και ασχολούνταν με το
εμπόριο. Ήταν έμποροι αυτοί. Εμείς ζούσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα
σε μεγάλα καφενεία.
Ερώτηση: Γάμοι, γλέντια γίνονταν εκεί που πήγατε;
Απάντηση:
Τι γάμοι. Τόσο μεγάλη πόλη μόνο δυό εκκλησίες είχε. Αφού
σπίτια δεν είχαμε, τι γάμους να κάναμε. Βέβαια, μερικοί παντρεύτηκαν εκεί.
Έχουμε κι εκεί νταμάρι. Εμείς δεν είχαμε που να μείνουμε. Μ’ ένα ρούχο
στην πλάτη είμασταν κορίτσι μ’, γάμους και πανηγύρια θα κάναμε. Αυτοί
που ήταν υπηρέτες, τους έδιναν και μια γωνιά στην αποθήκη για να κοιμη-
θούν. Οι άλλοι τίποτα. Αυτοί είχαν πολύ ωραία σπίτια. Μα μόνο ένα ή δύο
πατώματα. Είχαν όμως μεγάλα υπόγεια... Οι Εβραίοι δεν πείραζαν τους
Έλληνοι... Οι δικοί μας οι Βλάχοι είχαν φέρει και τα κοπάδια τους μαζί.
Ερώτηση: Τα προϊόντα τι τα κάνανε; Τα πουλούσαν;
Απάντηση:
Μπα, τί να πουλήσουν. Τα μοίραζαν στους δικούς μας. Οι
Σέρβοι μας έλεγαν πως για δέκα χρόνια θα μπορούσαν να μας ταΐζουν.
Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1918 οπότε άρχισε
και η επιστροφή τους.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1918 το βουλγάρικο μέτωπο θα καταρρεύσει και η Βούλγαροι θα ζητήσουν από τους συμμάχους μας ανακωχή με τον όρο να μην εισβάλλει ο ελληνικός στρατός στη Βουλγαρία. Οι σύμμαχοι μας φυσικά έκαναν αποδεκτό το αίτημα τους! Παρά το γεγονός ότι τους πολέμησαν με κάθε μέσο!! Οι Βούλγαροι (συνεπείς όπως πάντα στις ιστορικές υποχρεώσεις τους), την προστασία που θα τους παρείχαν οι σύμμαχοι θα τους την ξεπλήρωναν, 23 χρόνια μετά, το 1941 προσχωρώντας στις δυνάμεις του Άξονα.
Λίγο αργότερα θα ζητήσει ανακωχή και η Τουρκία, ενώ στις 11 Νοεμβρίου θα παραδοθεί η Γερμανία και έτσι θα τελειώσει ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος.
¨Αμεσα ξεκίνησε και η επιστροφή των εκτοπισθέντων Βλάχων στην περιοχή. Επρόκειτο για πραγματική Οδύσσεια (θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου). Συνολικά οργανώθηκαν τέσσερις αποστολές προκειμένου να επιστρέψουν.
Πίσω στην πατρίδα βρήκαν συντρίμμια, ενώ χωριά ολόκληρα (όπως η Ράμνα) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αρκετοί όμως παρέμειναν στο Ποζάρεβιτς, όπου συμβίωσαν αρμονικά με τους Σέρβους και ευημέρησαν.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι εξ αυτών παρέμειναν και στη Βουλγαρία όπου και βουλγαροποιήθηκαν. Η πλειονότητα όμως των εκτοπισθέντων επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.
Τα γεγονότα που περιγράφηκαν δυστυχώς είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Οι έρευνες που έχουν διενεργηθεί είναι λιγοστές. Η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Βλάχων είναι παραγκωνισμένη και σίγουρα θα πρέπει να ενταθεί.
Τέλος Πρώτου Μέρους.