Αισχύλος: ο πιο αυστηρός τραγικός

Η λέξη τραγωδία σημαίνει «Τράγων Ωδή». Αν ήταν ωδή σχετική με κάποιο τράγο, που θυσίαζαν κατά τους ποιητικούς αγώνες, ή ωδή που εκτελούσαν τράγοι δηλαδή ηθοποιοί μεταμφιεσμένοι σε τράγους, στις πρώτες σατυρικές συνθέσεις, είναι ζήτημα που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Ο Αριστοτέλης κλίνει προς τη δεύτερη ερμηνεία. Βέβαιο είναι πάντως πως η τραγωδία έχει ηρωϊκοθρησκευτική προέλευση. Και βαθειά θρήσκος ήταν ο πρώτος και μεγαλύτερος εκπρόσωπός της ο Αισχύλος (γεννήθηκε γύρω στο 525 π.Χ.).



Ο Αισχύλος ήταν άνθρωπος και της σκέψεως και της δράσεως. Είχε ζήσει στην πρώτη γραμμή το δράμα με τους Πέρσες πολεμώντας στις σπουδαιότερες μάχες (τα τραύματά του είχαν συγκινήσει τους δικαστές κατά τη διάρκεια μιας δίκης, όταν κατηγορήθηκε ότι είχε αποκαλύψει στα έργα του ορισμένα τελετουργικά μυστικά).

Είχε κερδίσει πολλές φορές το πρώτο βραβείο, που απονεμόταν κάθε χρόνο, κατά τις γιορτές του Διονύσου στον καλύτερο δραματουργό και είχε φιλοξενηθεί με εξαιρετικές τιμές στην αυλή του Ιέρωνα Α΄ τυράννου των Συρακουσών. Και στις Συρακούσες πέθανε κατά τη δεύτερη εκεί παραμονή του το 456-455 π.Χ. Ένας περίεργος θάνατος σύμφωνα με το θρύλο: μια χελώνα που είχε ξεφύγει από τα νύχια ενός αετού, έπεσε πάνω στο κεφάλι του από μεγάλο ύψος.

Ο Αισχύλος είναι ο υμνητής των μεγάλων αρχαίων αρετών: της σωρφοσύνης, της συνειδήσεως, της τιμής, του μέτρου. Η θεότητα γι’ αυτόν είναι σχεδόν μονοθεϊστική, αυστηρή αλλά δίκαιη. Δεν είναι θεότητα που ευνοεί ή μαίνεται κατά του ανθρώπου, όπως συμβαίνει συχνά στην Ελληνική Μυθολογία (αρκεί να σκεφτή κανείς την περίφημη έννοια «του φθόνου των θεών» - θεών που σκοτώνουν ένα θνητό, επειδή φθονούν την τύχη του). Ο θεός του Αισχύλου τιμωρεί τον άνθρωπο, που αμάρτησε. Και γύρω απ’ αυτό το όραμα του θεού-τιμωρού περιστρέφονται όλα τα γεγονότα του ανθρώπινου βίου. Αυτό συμβαίνει στην Ορέστεια, με την τρομερή αλληλουχία της βίας, όπου κάθε έγκλημα πλήττει εκείνον, που έγινε ένοχος ενός προηγούμενου εγκλήματος. 

Ο Αγαμέμνων θυσιάζει την κόρη του Ιφιγένεια για να του χαρίσουν οι θεοί την επιτυχία της εκστρατείας, γι’ αυτό και η γυναίκα του Κλυταιμνήστρα τον σκοτώνει κατά την επιστροφή του από τον πόλεμο με τη βοήθεια του εραστή της. Ο γιος του, Ορέστης, εκδικείται τον πατέρα του σκοτώνοντας τη μητέρα του και καταδιώκεται και αυτός με τη σειρά του, από τις Ερινύες. 

Αλλά και ο Προμηθέας Δεσμώτης, άλλο αισχύλειο αριστούργημα, δεν είναι παρά η ιστορία ενός εξιλασμού: του εξιλασμού ενός Τιτάνα, που ύψωσε το ανάστημά του αντίκρυ στο Δία, του Προμηθέα, ενόχου γιατί δίδαξε τη χρήση της φωτιάς στους ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά, ο Προμηθέας, απεικονίζεται έτσι ώστε κα κατακτά όλη τη συμπάθεια του θεατή. Και είναι αναμφισβήτητα συναρπαστικό το γεγονός ότι ο πιο αυστηρός από τους τραγικούς, δείχνει τόση ανθρώπινη κατανόηση για το θύμα του θεού-τιμωρού. Είναι έμμεσα, μια έξαρση του ανθρώπου.

Εικόνα: Prometheus Bound, oil on canvas by Jacob Jordaens, 1640; in the Wallraf-Richartz Museum, Cologne, Germany.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΕΣ» ΣΩΚΡΑΤΗΣ

ARNOLDO MONDADORI EDITORE S.P.A. 1973

Μ.τ.φ.: Βασίλειος Κοχλατζής


8 Αυγούστου 1884 Εγκαίνια της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.

Τους τελευταίους μήνες του 1883 ανατέθηκε στον Πλωτάρχη Ηλία Κανελλόπουλο, τμηματάρχη προσωπικού του Υπουργείου Ναυτικών, η σύνταξη των σχετικών οργανισμών και κανονισμών. Ο Κανελλόπουλος συνέταξε βάσει των ανάλογων γαλλικών διατάξεων πέντε νομοσχέδια, τα οποία κάλυπταν με λεπτομέρεια όλους τους τομείς λειτουργίας της Σχολής. Η αξία της εργασίας του αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο οργανισμός αυτός διατηρήθηκε για 34 χρόνια, περισσότερα δηλαδή από κάθε άλλον. Τα θέματα εξετάσεων, εκπαίδευσης και εκπαιδευτικών πλοίων, αδειών, ποινών και εσωτερικής υπηρεσίας καθορίστηκαν με σαφήνεια. 


Το επιτελείο της Σχολής αποτελούνταν από τον διοικητή, τον υποδιοικητή, που εκτελούσε και χρέη διευθυντή σπουδών, τέσσερεις υποπλοιάρχους επιτηρητές, ιερέα, ιατρό και φροντιστή. Τον Μάιο του 1884, διεξήχθησαν εισαγωγικές εξετάσεις για την κατάταξη 24 δοκίμων. Έλαβαν μέρος 45 υποψήφιοι και πέτυχαν 21, από τους οποίους 8 ήταν πρώην ναυτικοί υπότροφοι της Σχολής Ευελπίδων (έτσι ονομάζονταν οι απόφοιτοι από τη Σχολή του Στρατού που προορίζονταν για το Ναυτικό). Τον Ιούλιο, ανέλαβε διοικητής της Σχολής και κυβερνήτης του ατμοδρόμωνα Ἑλλάς ο Ηλίας Κανελλόπουλος και στις 4 Αυγούστου, εισήχθησαν οι νέοι δόκιμοι. Στις 8 Αυγούστου, έγιναν με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων δυστυχώς όμως, ο Λεωνίδας Παλάσκας, του οποίου το όραμα γινόταν πραγματικότητα, δεν πρόλαβε να ζήσει αυτήν την αλλαγή των καιρών


Στην προσωπογραφία εικονίζεται ο Ηλίας Κανελλόπουλος, ο πατέρας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.



Απόλλων Σαυροκτόνος γλυπτό του Πραξιτέλη

Με την ονομασία Απόλλων Σαυροκτόνος είναι γνωστά διάφορα μαρμάρινα Ρωμαϊκά γλυπτά του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., τα οποία αποτελούν αντίγραφα του αρχικού ελληνικού από τον Πραξιτέλη κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. το οποίο ήταν ορειχάλκινο. Τα αγάλματα αυτά αναπαριστούν ένα γυμνό νεαρό ενήλικα ο οποίος θεωρείται πως είναι ο θεός Απόλλωνας, καθώς ετοιμάζεται να πιάσει μια σαύρα που σκαρφαλώνει στον κορμό ενός δέντρου.



Ο Ρωμαίος ιστορικός του 1ου αιώνα μ.Χ. Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, αποδίδει την παράσταση του αγάλματος στον Πραξιτέλη κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.


Το Μουσείο Τέχνης του Κλήβελαντ στις ΗΠΑ έχει στην κατοχή του μέρος ενός ορειχάλκινου αγάλματος με την παράσταση αυτή,το οποίο αγόρασε το 2004 από ιδιωτικό συλλέκτη στην Ελβετία ενώ αναφέρεται πως το άγαλμα κατά το 1930 βρισκόταν στη Γερμανία. Θεωρείται πιθανό πως πρόκειται για το αυθεντικό ελληνικό άγαλμα από τον 4ο αιώνα π.Χ. όμως δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα πλήρως η αυθεντικότητα του αγάλματος από την επιστημονική κοινότητα, ενώ η κυβέρνηση της Ελλάδος έχει εγείρει αμφισβητήσεις σχετικά με την νομιμότητα της κατοχής του αγάλματος από το μουσείο καθώς υποστηρίζει ότι βρέθηκε σε θαλάσσια περιοχή του Ιονίου Πελάγους ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία και παρόμοιες αμφιβολίες έχει εκφράσει και η κυβέρνηση της Ιταλίας.


Η κύρια αναπαράσταση του αγάλματος εικάζεται πως μπορεί να αναφέρεται έμμεσα στη μάχη του Απόλλωνα εναντίον του Πύθωνα, τέρατος της ελληνικής μυθολογίας. Εναλλακτικά η σαύρα αναπαριστάται ως ένα από τα χαρακτηριστικά του θεού με την θεραπευτική του ιδιότητα ο οποίος καταπολεμά τις ασθένειες, βάσει των επιθέτων όπως σμινθεύς(εξολοθρευτής των ποντικιών) ή παρνόπιος (εξολοθρευτής των ακρίδων) τα οποία συχνά αποδίδονταν στους θεούς από τους αρχαίους Έλληνες.


Υπήρξαν επίσης αντίγραφα του αγάλματος σε μικρή κλίμακα κατά την Ρωμαϊκή εποχή, ενώ η θεματολογία του Απόλλωνα και της σαύρας συναντάται επίσης και σε Ρωμαϊκά φηφιδωτά.


Το μαρμάρινο αντίγραφο που βρίσκεται στο Λούβρο, στεγάζονταν προγενέστερα στη συλλογή Μποργκέζε και αγοράστηκε από τον Ναπολέοντα το 1807. Έχει ύψος 1,49 μέτρα (έκθεμα Ma 441), με το αριστερό χέρι και την κεφαλή της σαύρας να είναι σύχρονες αποκαταστάσεις. Υπάρχουν επίσης αντίγραφα του αγάλματος τα οποία φιλοξενούνται στα μουσεία του Βατικανού στο Βατικανό (έκθεμα 750), και τα Εθνικά Μουσεία του Λίβερπουλ στο Ηνωμένο Βασίλειο.


Η αναπαράσταση έχει επίσης αποτυπωθεί σε νομίσματα του 2ου αιώνα μ.Χ. της αρχαίας Νικόπολης στην Ήπειρο.


Οι φωτογραφίες είναι απο τον Απόλλωνα στο μουσείο του Κλήβελαντ, ΗΠΑ

Μια ιστορία για ένα απίθανο πλάσμα του Μορίς Λεμπλάν (περιπέτειες με τον Αρσέν Λουμπέν). Ραδιοφωνικό Θέατρο.

Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω ένα επεισόδιο από τις περιπέτειες του περίφημου Αρσέν Λουμπέν. Την Ιστορία για ένα απίθανο πλάσμα, του συγγραφέα Μορίς Λεμπλάν.




Πρόκειται για την πρώτη και αποφασιστική περιπέτεια του δαιμόνιου τυχοδιώκτη. Ταυτόχρονα είναι και η πιο παράδοξη από όλες. Ο Αρσέν Λουμπέν ήταν τότε μόλις 20 χρονών. Επίκεντρο της ιστορίας είναι ένας φόνος που όμως σχετίζεται με έναν πόλεμο...

Πρωταγωνιστούν οι Κύπριοι: Ανδρέας Μιχαηλίδης , Θεόδουλος Μορέας  και Νεόφυτος Νεοφύτου


Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης


                                                                                   
Ο Νεόφυτος Νεοφύτου



 Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης:

http://isobitis.com/theatro1/?p=2392




Χάλκινες ασπίδες στο ιερό σπήλαιο της Ίδης

 Χάλκινες ασπίδες που βρέθηκαν στο ιερό σπήλαιο της Ίδης, το Ιδαίον άντρον, στην Κρήτη. Γεωμετρική περίοδος, τέλη 9ου-αρχές 8ου π.Χ. αι. Σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Ονομάζονταν "Τύμπανα" γιατί έκαναν με αυτά χρήση τυμπάνου οι Ιδαίοι Δάκτυλοι που έτρεξαν σε βοήθεια της Ρέας. Για να λειτουργήσουν ως φύλακες του γιου της Δία, καλύπτοντας τις κραυγές και το κλάμα του, για να μην ακούσει ο Κρόνος και τον φάει, όπως έκανε με τα άλλα παιδιά του. Χτυπούσαν με δύναμη συγκρούοντας τις ασπίδες τους χορεύοντας ένα πολεμικό χορό. Λέγεται ότι από αυτόν προήλθε ο Πυρρίχιος χορός που χόρεψαν οι Αργοναύτες, αλλά κι ο Αχιλλέας προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου. Σήμερα χορεύεται ακόμη. 

 Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν δαίμονες που κατάγονταν από το βουνό Ίδη της Κρήτης. Ονομάστηκαν δάκτυλοι γιατί ήταν πέντε. Ήταν πνεύματα της άγριας πλαγιάς του βουνού, εφευρέτες των τεχνών της μεταλλουργίας, της βοσκής, του κυνηγιού, της μελισσοκομίας και του πολεμικού χορού. Κάποιες πηγές τους αποδίδουν την καθιέρωση των Μυστηρίων και την ίδρυση των Ολυμπιακών Αγώνων. Η παράδοση τους ταυτίζει με τους Κουρήτες . 

Στην πρώτη ασπίδα-"τύμπανο", εικονίζεται μια ανδρική θεότητα περιστοιχίζεται από δύο δαιμονικές φτερωτές μορφές που χτυπούν ζεύγη ασπίδων σαν τα σημερινά μουσικά τάσια. Πατάει πάνω σε έναν ταύρο, και κρατάει πάνω από το κεφάλι του ακινητοποιημένο ένα λιονταράκι. Να είναι ο Δίας μεγάλος , αφού μεγάλωνε ως θεός με μεγάλη ταχύτητα, και οι Δάκτυλοι; Πάντως η ανατολικού τύπου (μοιάζει με Ασσυριακή;), απόδοση των μορφών οδηγεί τους αρχαιολόγους να εικάσουν ότι ο τεχνίτης πρέπει να ήταν ξένος που εργαζόταν στην Κρήτη, είτε ότι η ασπίδα είχε έρθει από έξω, όπως συνέβη και με αφιερώματα στο Ηραίο της Σάμου από πολλά βασίλεια της Ανατολής. Γύρω στο τέλος του "τυμπάνου" μια διακόσμηση με άνθη λωτού.

Στη δεύτερη ασπίδα-"τύμπανο" εικονίζεται με έκτυπο ανάγλυφο το κεφάλι αιλουροειδούς, ενώ σε όλη την ασπίδα με χαμηλό ανάγλυφο, υπάρχουν μορφές με ανατολίτικους πίλους και ίδιες ασπίδες με αυτήν. Οπλισμένοι με τόξα κυνηγούν και τοξεύουν άγρια ζώα. Γύρω στο τέλος του "τυμπάνου" μια διακόσμηση με κουκκίδες.




Πηγή: Αρχαιολογία

Η μεταμόρφωση του Σωτήρος

 Η εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ξεχωρίζει μέσα στον 15 Αύγουστο εξαιτίας του δεσποτικού χαρακτήρος και της θρησκευτικής λαογραφίας της.

Παρατηρούμε ότι κατ΄ αυτή την ημέρα στις Εκκλησίες ευλογούνται τα σταφύλια, οι πιστοί προσκομίζουν στις εκκλησίες για να ευλογηθούν με ειδική ευχή τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς, τα οποία στη συνέχεια διανέμονται στο εκκλησίασμα. Πρόκειται για το αρχαιοελληνικό έθιμο των «απαρχών» που νοηματοδοτήθηκε από την Εκκλησία.



Οι «απαρχές» (από + αρχή), συνεχίζονται ακόμα και σήμερα, με την προσφορά των πρώτων σταφυλιών, του άρτου απ’το πρώτο στάρι… την ευλογία του τύρου το Πάσχα, σε άλλους δε τόπους προσφέρουν στο ναό το πρώτο λάδι της χρονιάς, ως ευχαριστήρια αλλά και ευχετήρια προσφορά του ανθρώπου στο Θεό. Ο πιστός άνθρωπος της υπαίθρου προσκομίζοντας για ευλογία τις απαρχές των καρπών και των γεννημάτων του, αναθέτει ουσιαστικά την ελπίδα της επιβίωσής του στον Θεό. Αυτός είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αλλά και ο κυρίαρχος των εσχάτων. Αυτός είναι η άμπελος «εν ουρανοίς μεν έχουσα την ρίζαν, επί γης δε τα κλήματα·άμπελος κλαδευομένη το σώμα, αλλ᾿ ου την ρίζαν· άμπελος μετά τρίτην ημέραν του κλαδευθήναι βλαστάνουσα τον βότρυν τής αναστάσεως». Είναι φυσικό, λοιπόν, την Μεταμόρφωση του Σωτήρος να φωτίζεται και να δοξάζεται ολόκληρος ο κόσμος. Η κτίση φαιδρύνεται και αποκτά τη λαμπρότητα που είχε κατά το χρόνο τής δημιουργίας. Γι᾿ αυτόν ακριβώς το λόγο και η κτίση, ανταποκρινόμενη δοξολογικά σ᾿ αυτή τη δωρεά και την ελπίδα, αναφέρεται προς το Δημιουργό της και τον ευχαριστεί, αλλά και η Εκκλησία στην πιο κατάλληλη εορτή, της Δημιουργίας και των Εσχάτων της ανανέωσης και της ελπίδας, συνηθίζει να ευλογεί τον κόσμο και τις απαρχές του, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η ανανέωση αρχίζει από το Θεό, περνά μέσα από τη φύση και καταλήγει στη σωτηρία του ανθρώπου.


Άμπελος- Οίνος συμβολισμοί και παρομοιώσεις: Στην Αγία Γραφή  οι παρομοιώσεις  είναι απλές (το σταφύλι είναι κόκκινο σαν τα ιμάτια και γενικά  τα ενδύματα (Ησ  63,2) ή συμβολικές. Για παράδειγμα, η μεγαλoσύνη και ευσπλαχνία του θεού μπορεί να διαπιστωθεί στο παρακάτω εδάφιο: « Όπως όταν βρεθεί μια ώριμη ρόγα σταφυλιού μαραμένη, λένε οι τρυγητές μην την καταστρέφεις, γιατί υπάρχει ευλογία σ’ αυτήν», έτσι θα κάνει (ο Θεός) γι’ αυτόν που τον υπηρετεί, για χάρη του δηλαδή δεν θα τους καταστρέψει όλους (Ησ 65,8).» Οι συμβολισμοί προσδίδουν  στην άμπελο και το προϊόν της μια ανεκτίμητη αξία. Για παράδειγμα, στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας η  άμπελος (Ιησούς) προσφέρεται ως οίνος (αίμα του) στους πιστούς (κλήματα) για τον καθαγιασμό τους.

Χριστός η άμπελος και οι πιστοί τα κλήματα: Γράφεται στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (15, 1-7), όπου  μιλάει ο Χριστός και λέγει: «Εγώ είμαι η αληθινή κληματαριά κι ο πατέρας μου είναι ο γεωργός. Κάθε κληματόβεργά μου που δεν καρποφορεί την κόβει και κάθε μία που καρποφορεί την καθαρίζει, για να φέρει περισσότερο καρπό. Εσείς ήδη είστε καθαρισμένοι από τα λόγια που σας δίδαξα. Μείνετε σ’ εμένα κι εγώ σ’ εσάς. Όπως η κληματόβεργα δεν μπορεί να καρποφορήσει από μόνη της, αν δεν μείνει ενωμένη στην κληματαριά, έτσι ούτε κι εσείς, αν δεν μείνετε ενωμένοι μαζί μου. Εγώ είμαι η κληματαριά, εσείς οι κληματόβεργες. Όποιος μένει σ’ εμένα κι εγώ σ’ αυτόν, αυτός κάνει πολύν καρπό, γιατί χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Αν κάποιος δεν μείνει ενωμένος μαζί μου, πετάχτηκε έξω σαν τις κληματόβεργες και ξεράθηκε. αυτές δε τις μαζεύουν ξερές και τις ρίχνουν στη φωτιά και καίγονται. Αν μείνετε σ’ εμένα και τα λόγια μου μείνουν μέσα σας, ό,τι θέλετε ζητείστε και θα σας γίνει.» Τα λόγια αυτά κρατούν σταθερά τη μεγάλη συμβολική τους δύναμη στον ελληνικό χώρο έως στις μέρες μας. Στις φορητές εικόνες αλλά και στις διακοσμήσεις των ναών, ο Χριστός αποτελεί τον κορμό της αμπέλου, οι δε Απόστολοι τις κληματόβεργες.


"Το σταφύλι ωριμάζει κάτω από τις ζωοποιές ακτίνες του ηλίου και την πρωινή δροσιά. Όταν ωριμάσει το σταφύλι πεθαίνει. Το κόβουν, το ρίχνουν στους κάδους, το πατάνε, βγάζει το χυμό του και γίνεται κρασί. Οι φλούδες του σταφυλιού σαπίζουν, αλλά διατηρείται το κρασί. Όσο παλιώνει, άλλο τόσο γίνεται πολυτιμότερο. Να, η ζωή του σταφυλιού μοιάζει με τη δική μας ζωή. Η ζωή μας, όταν ωριμάσει και πατιέται μέσα στους κάδους των δοκιμασιών, οι φλούδες, που είναι το φθαρτό σώμα μας, σαπίζουν στο χώμα. Μένει όμως και ζει αιώνια το κρασί, το αθάνατο πνεύμα μας, η πολύτιμη ψυχή μας.”

Άγιος Λουκάς ο ιατρός, Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως

Πηγή: pemptousia.gr, orthodoxia.online

Τα big data της Μαύρης Πανώλης Μελέτη ανατρέπει τα δεδομένα για τη θνητότητα από την επιδημία. Σάκη Ιωαννίδη

 Εχει καταγραφεί ως η πιο θανατηφόρος επιδημία που άλλαξε τα δημογραφικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα του Μεσαίωνα και των δεκαετιών που ακολούθησαν. Η επιδημία πανώλης του 14ου αιώνα δεν πήρε τυχαία το όνομα «Μαύρος θάνατος», καθώς το επταετές πέρασμά της από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική μείωσε τον παγκόσμιο πληθυσμό από 450 εκατομμύρια σε περίπου 350 εκατομμύρια άτομα. Ορισμένοι μελετητές ερμηνεύουν την εμφάνιση της περιόδου της Αναγέννησης ως απάντηση του ανθρώπου στο φονικό πέρασμα της επιδημίας που μεταδιδόταν ακαριαία κυρίως στα αστικά κέντρα και στα λιμάνια.



Δεδομένα γύρης

Στην Ευρώπη εκτιμάται ότι περίπου το 1/3 του πληθυσμού έπεσε θύμα της πανώλης. Η επιδημία όμως δεν είχε την ίδια θνητότητα σε όλες τις χώρες. Αυτό δείχνει μια νέα μελέτη της διεπιστημονικής ομάδας Παλαιοεπιστήμης και Ιστορίας του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, που δημοσιεύθηκε χθες στο περιοδικό Nature Ecology and Evolution και χρησιμοποιεί δεδομένα γύρης για να αξιολογήσει τη θνησιμότητα της δεύτερης πανδημίας πανώλης στην Ευρώπη. «Δεν φαίνεται να υπάρχει καθολικότητα στη θνητότητα από την πανώλη. Η νοσηρότητα της ασθένειας δεν αλλάζει, αλλά δεν είχαμε παντού θανάτους και δεν υπήρξε ένα ενιαίο “σενάριο” που να ισχύει για όλες τις χώρες», λέει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της ομάδας, δρ Κατερίνα Κούλη. Αναλύοντας τα δείγματα της γύρης, οι επιστήμονες μπορούν να εντοπίσουν σε ποιο βαθμό μεταβάλλονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες σε μια περιοχή, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία. Αν η δραστηριότητα μειώνεται και η φύση επανακάμπτει, τότε μάλλον κάτι συμβαίνει.

Σύμφωνα με τη μελέτη, επιβεβαιώνεται ότι η Ελλάδα του 14ου αιώνα επλήγη βαρύτατα από την πανώλη καθώς οι ερευνητές παρατήρησαν μείωση της καλλιέργειας των δημητριακών. Ωστόσο, ακόμη και εδώ υπάρχουν διαφοροποιήσεις. «Στη βόρεια Ελλάδα η καλλιέργεια των δημητριακών υποχωρεί και τα εγκαταλειμμένα χωράφια μετατρέπονται σε βοσκοτόπια. Παρατηρείται μια στροφή στην κτηνοτροφία, κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει και σε άλλες παρόμοιες περιόδους στην περιοχή της Μεσογείου, ίσως επειδή η κτηνοτροφία χρειάζεται λιγότερους ανθρώπινους πόρους», σημειώνει η κ. Κούλη. «Στη νότια Ελλάδα υποχωρούν όλοι οι δείκτες χρήσης γης από τον άνθρωπο», κάτι που δείχνει ότι οι επιπτώσεις από τη μετάδοση της νόσου ήταν ισχυρότερες. Ομως οι δείκτες στην ελληνική χερσόνησο, συμπληρώνει η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, δεν ανακάμπτουν ούτε αργότερα και αυτό μάλλον εξηγείται από τη γενικότερη αναταραχή που προκάλεσε η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.





Αγροτική δραστηριότητα

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Σκανδιναβία, η Γαλλία, η νοτιοδυτική Γερμανία και η κεντρική Ιταλία εμφανίζουν απότομες μειώσεις της αγροτικής τους δραστηριότητας, κάτι που επιβεβαιώνει και τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας που καταγράφονται στις μεσαιωνικές πηγές. Αντίθετα, οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία δεν εμφανίζουν μεταβολές σε μεγάλες περιοχές της Ιρλανδίας και της Ιβηρικής Χερσονήσου αλλά και στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, κάτι που υποδηλώνει ότι η πανώλη δεν έγινε τόσο αισθητή όσο στις άλλες χώρες. Ειδικά, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής, σημειώνει η κ. Κούλη, υπέφεραν λιγότερο από τον Μαύρο θάνατο σε σχέση με τους βόρειους γείτονές τους.

Στη μελέτη αναλύθηκαν 1.634 δείγματα γύρης από 261 θέσεις σε 19 ευρωπαϊκές χώρες, για να διαπιστωθούν οι αλλαγές που συντελέστηκαν στο φυσικό και ανθρωπογενές τοπίο και στη γεωργική δραστηριότητα από το 1250 έως το 1450, δηλαδή περίπου 100 χρόνια πριν και μετά την πανδημία. Οι επιστήμονες ανέλυσαν τα δεδομένα της γύρης ανά 50 και ανά 100 χρόνια για να έχουν μια καλύτερη εικόνα των επιπτώσεων της πανώλης. Σε κάθε περιοχή είδαν, επίσης, εάν η μείωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων προκάλεσε την ανάκαμψη της φυσικής βλάστησης. Για τη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δείγματα από τρεις θέσεις της νότιας και από έξι θέσεις της βόρειας Ελλάδας σε συνεργασία με επιστήμονες του ΑΠΘ.


Σε σχέση με άλλες ιστορικές μελέτες της πανώλης, οι οποίες χρησιμοποιούν δεδομένα από αστικές κυρίως περιοχές που κατέγραφαν και διατηρούσαν αρχεία, η μελέτη της γύρης δίνει τη δυνατότητα να ανοιχτούν οι αναλύσεις και τα συμπεράσματα και στις αγροτικές περιοχές της Ευρώπης, όπου άλλωστε η αγροτική δραστηριότητα αποτελούσε την κύρια ασχολία του πληθυσμού. «Δεν υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο “πανδημίας” ή “επιδημίας πανώλης” που να μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε μέρος και οποιαδήποτε στιγμή, ανεξάρτητα από το περιβαλλοντικό και κοινωνικό πλαίσιο», σημειώνει σε δηλώσεις του ο επικεφαλής της ομάδας, δρ Ανταμ Ιζντέμπσκι. «Οι πανδημίες είναι σύνθετα φαινόμενα που έχουν περιφερειακή, τοπική ιστορία. Το βιώσαμε αυτό με την COVID-19, τώρα το αποτυπώνουμε και για τη Μαύρη Πανώλη», συμπληρώνει.


Πηγή Καθημερινή




Η Ιδέα της Συνέχειας του Ελληνικού Έθνους στην Ιστοριογραφική Αφήγηση των Διανοούμενων της Βουλγαρικής Αναγέννησης. Ελεονώρα Ναξίδου


  Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να προσδώσει μια επιπλέον διάσταση στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από τη γωνία θέασης του εθνικού Άλλου διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο είχε προσληφθεί το ελληνικό παρελθόν από τη βουλγαρική διανόηση της Αναγέννησης. 




  Στη βουλγαρική ιστοριογραφία ως Αναγέννηση (Vazrazhdane) ορίζεται αφενός μεν η ‘εθνοποιητική’ διαδικασία μέσω της οποίας διαμορφώθηκε το βουλγαρικό έθνος με τη σύγχρονη έννοια του όρου, αφετέρου δε η περίοδος της βουλγαρικής ιστορίας κατά την οποία έλαβε χώρα η εν λόγω διεργασία, δηλαδή ο τελευταίος περίπου αιώνας της οθωμανικής κυριαρχίας στις βουλγαρικές περιοχές και κυρίως το χρονικό διάστημα από τη συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 μέχρι την ίδρυση της βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878.

                                                                   


  Η βουλγαρική Αναγέννηση εκδηλώθηκε αρχικά ως πολιτιστικός εθνικισμός, προωθώντας δραστηριότητες όπως η ίδρυση σχολείων, η διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας και η χρήση της στο γραπτό λόγο, η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών, και η μελέτη της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού, της εθνογραφίας και της γλωσσολογίας, ενώ κατόπιν ακολούθησε πιο ριζοσπαστική πορεία διεκδικώντας την εκκλησιαστική και πολιτική ανεξαρτησία του βουλγαρικού έθνους. Μια από τις βασικές συνέπειες της ανάδειξης της ξεχωριστής εθνικής υπόστασης των Βουλγάρων ήταν η σταδιακή διαφοροποίησή τους από την ενιαία ορθόδοξη κοινότητα, το Ρουμ μιλλέτ, η συνακόλουθη απομάκρυνσή τους από το ελληνικό γλωσσικό, εκπαιδευτικό και πολιτισμικό περιβάλλον και η ένταξή τους στο αντίστοιχο σλαβικό. Έτσι, ενώ η πρώτη γενιά των πρωτεργατών του βουλγαρικού εθνικού
κινήματος ήταν φορέας της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, η νεότερη εθνική ελίτ. 



 Η αξίωση για την ίδρυση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας προβλήθηκε το 1856 μετά το τέλος του
Κριμαϊκού πολέμου και στηρίχθηκε στην προηγούμενη έντονη δυσαρέσκεια των Βουλγάρων για την εκκλησιαστική τους κατάσταση. Η αρνητική ανταπόκριση της εκκλησιαστικής τους αρχής, δηλαδή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε σε έντονη εκκλησιαστική αντιπαράθεση κατά τη δεκαετία του 1860. Τελικά η βουλγαρική Εξαρχία ιδρύθηκε το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι χωρίς τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου, το οποίο την κήρυξε σχισματική εκκλησία το 1872 με απόφαση Μεγάλης Τοπικής Συνόδου. Στη δεκαετία του 1860 ανάγονται και οι πρώτες πρωτοβουλίες για πολιτική απελευθέρωση μέσω της οργάνωσης επαναστατικού κινήματος. 


  Σύμφωνα με τους παραπάνω προσανατολισμούς αρκετοί Βούλγαροι λόγιοι προέβησαν σε αναπάρασταση με εθνικούς όρους όχι μόνο του βουλγαρικού, αλλά και του ελληνικού παρελθόντος στην προσπάθειά τους να συνθέσουν το εθνικό τους αφήγημα, το οποίο αποτελούσε βασικό ‘εργαλείο’ για τη διαμόρφωση και εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας των βαλκανικών λαών μετά την επικράτηση του εθνικισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας στην περιοχή. Η ενασχόλησή τους με την ελληνική ιστορία απέρρεε καταρχήν από το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι/Ρωμιοί/Γραικοί/Έλληνες εμπλέκονταν αναπόφευκτα στο βουλγαρικό ιστορικό γίγνεσθαι δεδομένου ότι με τους Βουλγάρους έζησαν επί μακρόν υπό κοινή πολιτική κυριαρχία στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, είχαν συνεχείς επαφές και υπόκειντο σε αλληλεπίδραση. Συγχρόνως όμως συνδέονταν και με άλλους παράγοντες, όπως θα δειχθεί στη συνέχεια. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν οι απόψεις σημαντικών εκπροσώπων του βουλγαρικού εθνικού κινήματος σχετικά με το χαρακτήρα και την ‘εθνικότητα’ της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία αποτελούσε συνδετικό κρίκο μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων και στοιχειοθετούσε τη συνέχεια στην ελληνική εθνική αφήγηση.  Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι τελευταίοι ήταν Ελληνομαθείς με την έννοια ότι είτε είχαν απλώς διδαχθεί ελληνικά είτε ότι τα έμαθαν από τους γονείς τους.


                                     

 
  Ο εθνικισμός αναπτύχθηκε το 19ο αιώνα στα Βαλκάνια ως προϊόν επίδρασης ανάλογων ιδεολογικών εξελίξεων στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη. Παρουσίαζε εντούτοις ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα ευρωπαϊκά του πρότυπα λόγω της προσαρμογής του σε διαφορετικά πολιτικο-κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα (Kitromilides 1994, Sugar 1994). Μια από αυτές αφορά στα χαρακτηριστικά της εθνικής κοινότητας, δηλαδή στη διάκριση μεταξύ ενός δυτικού-πολιτικού (civic) και ενός ανατολικού-πολιτισμικού (ethnic) ‘μοντέλου’ του έθνους, για την οποία εξέφρασε επιφυλάξεις ο Anthony Smith (Smith 2000, 29), ενώ αρκετοί νεότεροι μελετητές την αμφισβήτησαν ή και την απέρριψαν τελείως. Βλέπε: (Iordachi 2006, Brubaker 2004). Πάντως ο βουλγαρικός εθνικός χαρακτήρας δομήθηκε αρχικά σε πολιτισμικά κυρίως γνωρίσματα, δηλαδή στην κοινή γενεαλογία, τους δεσμούς καταγωγής, τη λαϊκή κινητοποίηση, την κοινή γλώσσα και τα κοινά έθιμα και παραδόσεις, καθώς η αίσθηση του συνανήκειν σε μια κοινωνία πολιτών δεν υφίστατο πριν από την ίδρυση του έθνους-κράτους. (Για την πολιτισμική διάσταση του έθνους βλέπε: Smith 2000, 27-29). Σ’ αυτό το πλαίσιο μια από τις βασικές στρατηγικές που υιοθέτησαν οι Βούλγαροι, όπως άλλωστε και οι άλλοι Βαλκάνιοι διανοούμενοι, με σκοπό την ανάδειξη και την παγίωση διακριτής βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας ήταν η ‘εθνικοποίηση’ της ιστορικής αφήγησης.

 Κύριο μέλημα της ελληνικής ιστοριογραφίας ήταν να τεκμηριώσει την εθνική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων καθώς η αρχαιότητα και η αδιάλειπτη ιστορική παρουσία του έθνους αποτελούσαν βασικές συνιστώσες της ταυτότητάς του σύμφωνα με την ιδεολογία του εθνικισμού. Με τον τρόπο αυτό επιδίωκε συγχρόνως να καταρρίψει ως αβάσιμους τους αντίθετους ισχυρισμούς ορισμένων Ευρωπαίων λογίων, όπως ο Fallmerayer (Fallmerayer 1830). Στην προσπάθεια λοιπόν να καλύψει το μεγάλο χρονικό κενό που μεσολαβούσε από την οριστική υποταγή των αρχαίων προγόνων στην πολιτική εξουσία των Ρωμαίων μέχρι την ίδρυση του νεότερου κράτους οικειοποιήθηκε τη βυζαντινή αυτοκρατορία και την ‘ελληνοποίησε’ παρόλο που η τελευταία είχε συνδεθεί με αρνητικές προσλαμβάνουσες από τους Ευρωπαίους στοχαστές του Διαφωτισμού. Η διαδικασία ‘συμφιλίωσης’ και οριστικής ένταξης του Βυζαντίου στο ελληνικό εθνικό παρελθόν ολοκληρώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα με το έργο κυρίως δύο ιστορικών του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου. Βλέπε: (Σκοπετέα 1988, 175-189, Σταματόπουλος 2009, 16-18, Κουμπουρλής 2012)
χρησιμοποιούσαν στο γραπτό και προφορικό λόγο, ενώ είχαν ανώτερη μόρφωση για τα δεδομένα της εποχής τους, αλλά δεν ήταν ιστορικοί με την επιστημονική έννοια του όρου. Επιπλέον το ενδιαφέρον τους για την ιστορία είχε ως κίνητρο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πατριωτικών/εθνικών στόχων.

                                    


 

Οι Βούλγαροι Διανοούμενοι και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία

  Η πρώτη ιστοριογραφική συνάντηση των Βουλγάρων με τους Έλληνες συντελέστηκε το 1762 στη Σλαβοβουλγαρική Ιστορία (Istoriia Slavianobolgaskaia) του Παΐσιου Χιλανδαρινού, η οποία αποτελεί το πρώτο ιστορικό κείμενο στη νεότερη βουλγαρική γλώσσα με χαρακτηριστικά μιας πρόδρομης μορφής εθνικής αφήγησης. Το μοναδικό αυτό σύγγραμμα του Αθωνίτη μοναχού συνδυάζει την παραδοσιακή με τη νεωτερική σκέψη, καθώς οι παγιωμένες χριστιανικές αντιλήψεις διαπλέκονται με νεωτερικές ιδέες που αναδύθηκαν από το κίνημα του Διαφωτισμού και κατ’ αυτόν τον τρόπο κινείται όχι μόνο χρονικά, αλλά και ιδεολογικά στο μεταίχμιο μεταξύ παραδοσιακού κόσμου και νεωτερικότητας. 

 Η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία απευθυνόταν στο βουλγαρικό λαό με την πρόθεση να του εμφυσήσει πατριωτικά/πρωτο-εθνικά αισθήματα και είχε διττό σκοπό: αφενός μεν επιδίωκε να παρουσιάσει τους Βουλγάρους ως διακριτή εθνοτική ομάδα, η οποία είχε κοινούς προγόνους και ιστορικό παρελθόν, κοινές παραδόσεις και κοινή γλώσσα και κατοικούσε σε οριοθετημένο γεωγραφικό χώρο, αφετέρου δε επιχειρούσε να δείξει ότι οι Βούλγαροι ήταν ένας αξιόλογος λαός, ο οποίος δεν υπολειπόταν σε αξία ούτε των Σέρβων και κυρίως ούτε των Ελλήνων, καθώς υπερτερούσε από αυτούς σε συγκεκριμένους τομείς και ιδιότητες. 

Υπό αυτό το πρίσμα οι δύο τελευταίοι κατέχουν σημαντική θέση στην εξιστόρηση του Παΐσιου, η
οποία επικεντρώνεται στην περίοδο από το 378 μ.Χ., οπότε, σύμφωνα με την εκδοχή του, οι
Βούλγαροι εποίκισαν τα εδάφη νοτίως του Δούναβη,13 μέχρι την οθωμανική κατάκτηση,
έχοντας ως θεματικούς της άξονες την ίδρυση του μεσαιωνικού κράτους, τον εκχριστιανισμό,
τη δράση και τα κατορθώματα των πιο ένδοξων τσάρων και αγίων.

Κύριο μέλημα του Παΐσιου λοιπόν ήταν να αντικρούσει την αντίληψη της ελληνικής
ανωτερότητας, την οποία είχαν αποδεχθεί πολλοί από τους συμπατριώτες του, αναζητώντας αποδείξεις της βουλγαρικής υπεροχής έναντι των Ελλήνων μεταξύ άλλων και στο ιστορικό παρελθόν. Η σύγκριση γινόταν με βάση την παραδοχή ότι οι βυζαντινοί ταυτίζονταν με τους Έλληνες και ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ελληνική. Έτσι ο Παΐσιος χρησιμοποιεί ελάχιστες φορές εναλλακτικά τα ουσιαστικά Έλληνες και Έλληνες και Ρωμαίοι, καθώς και την έκφραση ρωμαϊκή αυτοκρατορία αφηγούμενος τα γεγονότα μετά την εγκατάσταση των Βουλγάρων στη Βαλκανική, την εποχή του αυτοκράτορα Ουάλη, όπως υποστηρίζει.

Κατόπιν οι όροι Ρωμαίοι και ρωμαϊκή παύουν να συναντώνται και γίνεται πλέον λόγος αποκλειστικά για Έλληνες, ελληνικό στρατό, Έλληνες αυτοκράτορες, ελληνικές πόλεις, ελληνική αυτοκρατορία, ελληνική γη, Έλληνες άρχοντες, Έλληνες στρατηγούς, ελληνική εξουσία και ελληνική σκλαβιά κατά την εξιστόρηση των μακροχρόνιων επαφών των Βουλγάρων με το Βυζάντιο.  Συγχρόνως και οι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης αναφέρονται ως Έλληνες που διορίζουν Έλληνες επισκόπους στις βουλγαρικές περιοχές.

Θεωρώντας λοιπόν ως δεδομένο ότι οι Βυζαντινοί ήταν Έλληνες, ο Παΐσιος περιγράφει τις Ελληνοβουλγαρικές σχέσεις ως μια διαρκή αντιπαράθεση απόρροια έντονου ανταγωνισμού, κατά την οποία οι Βούλγαροι πολλές φορές έχουν το προβάδισμα, ενώ οι Έλληνες επωμίζονται κατά κανόνα το ρόλο του αντιπάλου. Καταλήγει έτσι στη διαπίστωση ότι οι Βούλγαροι μπορούν επάξια να συγκριθούν με τους Ελλήνες, καθώς έχουν να αντιπαραθέσουν στην ελληνική σοφία και τον πολιτισμό την  πολεμική τους αρετή.

Ο Άγιος Παΐσιος ο Χιλανδαρινός



Αρκετές δεκαετίες αργότερα, το 1841, ο Βασίλ Απρίλοφ (1879-1847), ένας από τους σημαντικούς συντελεστές της κύριας φάσης της Αναγέννησης κυρίως στον τομέα της εκπαίδευσης, υποστήριξε ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ελληνική αυτοκρατορία στη μελέτη του Βουλγαρικά Γράμματα ή σε ποια σλαβική φυλή ουσιαστικά ανήκει το κυριλλικό αλφάβητο;’ (Balgarskite Knizhnici ili Na Koe Slovensko Pleme Sobstvenno Prinadlezhi Kirillovskata Azbuka;), στην οποία υπερασπιζόταν τη βουλγαρικότητα των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου, καθώς και των σλαβικών γραμμάτων που αυτοί επινόησαν. Στόχος του ήταν να αποδείξει ότι οι Βούλγαροι εκχριστιανίστηκαν και απέκτησαν σύστημα γραφής προγενέστερα από όλους τους σλαβικούς λαούς και κυρίως από τους Σέρβους και τους Ρώσους και ότι ήταν αυτοί που μύησαν τους υπόλοιπους όχι μόνο στην ορθή πίστη, αλλά και στη λογιοσύνη. 

 Τόσο ο Παΐσιος όσο και οι υπόλοιποι λόγιοι των οποίων οι απόψεις παρουσιάζονται σ’ αυτή τη μελέτη χρησιμοποιούν τον όρο Grak (Γραικός) και gracki (γραικικός) αναφερόμενοι στους Έλληνες.


Τις ίδιες απόψεις εξέθετε ο Απρίλοφ και στη μελέτη του ‘Dennica novo-bolgarskago obrazovaniia’
(Αυγερινός της νέας βουλγαρικής παιδείας), η οποία εκδόθηκε επίσης στην Οδησσό το 1841 και επανεκδόθηκε από τον Μιχαήλ Αρναούντοφ το 1940 (Aprilov 1940, 33 κ.ε.).

Στην προσπάθειά του λοιπόν να απορρίψει την αντίληψη ότι οι Κύριλλος και Μεθόδιος ήταν ελληνικής καταγωγής ο Απρίλοφ ακολουθούσε τον παρακάτω συλλογισμό: η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ρωμαϊκή και όχι ελληνική, όπως από λάθος είχε επικρατήσει να αποκαλείται. Γι’ αυτό όλοι οι λαοί που υποτάχθηκαν στο ρωμαϊκό κράτος, μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες, έφεραν την προσωνυμία Ρωμαίοι, την οποία εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν οι Έλληνες της Τουρκίας. Μετά από την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου όμως ο χαρακτηρισμός Ρωμαίοι εγκαταλήφθηκε από τους κατοίκους του τελευταίου, οι οποίοι πλέον καλούνταν Έλληνες. Επειδή λοιπόν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και οι Βούλγαροι υπήκοοι του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης είχαν τον τίτλο του Ρωμαίου θεωρήθηκε λανθασμένα ότι οι Κύριλλος και Μεθόδιος ήταν Έλληνες. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Απρίλοφ η καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ενδεχομένως ο λόγος για τον οποίο η τελευταία χαρακτηρίζονταν συνήθως ως ελληνική.




Επόμενως ο Απρίλοφ αρνείται την ελληνικότητα της ρωμαϊκής/βυζαντινής αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του για την προέλευση των Κυρίλλου και Μεθοδίου, για να εξυπηρετήσει δηλαδή συγκεκριμένη σκοπιμότητα. Συγχρόνως όμως σημειώνει ότι οι Βούλγαροι και άλλοι λαοί ονόμαζαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ελληνική και ως εκ τούτου προς αποφυγή τυχόν παρεξήγησης όποτε χρησιμοποιεί στο κείμενό του τους όρους Ρωμαίοι και ρωμαϊκός/ή, βυζαντινός/ή γράφει μέσα σε παρένθεση Έλληνας και ελληνικός/ή αντίστοιχα.

Στη δεκαετία του 1860, όταν το βουλγαρικό εθνικό κίνημα είχε πλέον περάσει στη φάση των εκκλησιαστικών και πολιτικών διεκδικήσεων αρκετοί εθνικοί ηγέτες και διανοούμενοι αναφέρθηκαν στο ελληνικό παρελθόν. Μεταξύ αυτών ο Ιβάν Σελιμίνσκι (1799-1867), ο οποίος ανήκει στην ομάδα των ελληνόφωνων λογίων της βουλγαρικής Αναγέννησης. Οι τελευταίοι βίωσαν μια σοβαρή κρίση συνείδησης τουλάχιστον στην αρχή της σταδιοδρομίας τους: καλούμενοι να συμβιβάσουν δύο αντιφατικά πλέον, σύμφωνα με τις νέες ιδεολογικές επιταγές, δεδομένα, δηλαδή τη βουλγαρική τους καταγωγή με την ελληνική τους κουλτούρα, αμφιταλαντεύτηκαν αρχικά μπροστά στο κρίσιμο δίλημμα της επιλογής εθνικής ταυτότητας, πριν τα πατριωτικά τους αισθήματα υπερισχύσουν τελικώς και μετεξελιχθούν σε εθνικά.


Ο Σελιμίνσκι συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των λογίων που αμφισβήτησαν τη σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και προσπάθησαν να την υποβαθμίσουν. Σύμφωνα λοιπόν με τη δική του αναπαράσταση των γεγονότων λίκνο του πολιτισμού υπήρξε η Ασία. Από την Κίνα, την Ινδία, την Περσία, τη Φοινίκη και την Ιουδαία η θρησκεία, η μυθολογία, η ποίηση, το δίκαιο, η πολιτική οργάνωση, οι τέχνες και οι επιστήμες μεταλαμπαδεύτηκαν στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Επομένως, οι Έλληνες δεν ήταν οι διαφωτιστές των Ευρωπαίων, αλλά αποτέλεσαν απλώς τη γέφυρα για τη μετάδοση των φώτων της Ανατολής στη Δύση. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο Σελιμίνσκι κατηγορούσε τους Έλληνες ότι από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες του είχαν την τάση να οικειοποιούνται σημαντικές φυσιογνωμίες και επιτεύγματα άλλων λαών. Έτσι για παράδειγμα είχαν
ελληνοποιήσει τον Όμηρο που καταγόταν από τη Μικρά Ασία, τον Αριστοτέλη που ήταν Μακεδόνας, τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο, το Μάρκο Μπότσαρη και τον Κολοκοτρώνη κοκ.

Ο Σελιμίνσκι υποστήριζε επίσης ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν ελληνική. Περιλάμβανε εντός της επικράτειάς της πολλούς διαφορετικούς λαούς και ήταν η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως προκύπτει από την επίσημη γλώσσα της, τα λατινικά. Πρόσθετε ακόμη ότι παρόλο που ο Ιησούς και 12 οι Απόστολοι ήταν Εβραίοι, τα ελληνικά επικράτησαν στις ανατολικές χριστιανικές εκκλησίες, επειδή ήταν της μόδας, όπως τα γαλλικά στη δική του εποχή, με αποτέλεσμα οι Ευρωπαίοι να αποκαλούν την ορθόδοξη εκκλησία ελληνική λόγω της γλώσσας και όχι λόγω της εθνικότητας.  Ο Σελιμίνσκι εξηγούσε επίσης ότι ο όρος Γραικός/γραικικός και κατ’ επέκταση Έλληνας/ελληνικός, ενώ αρχικά προσδιόριζε το λαό που κατοικούσε στο χώρο της σύγχρονής του Ελλάδας, δόθηκε κατόπιν στην ανατολική εκκλησία, αλλά και στη βυζαντινή αυτοκρατορία λόγω του θρησκεύματος.

Η πιο χαρακτηριστική όμως και ακραία απαξίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού συνδέεται με έναν άλλον σημαντικό λόγιο, δημοσιογράφο και επαναστάτη της βουλγαρικής Αναγέννησης, τον Γκεόργκι Ρακόβσκι (1821-1867) και την προσπάθειά του να αναδείξει την αξία και την αρχαιότητα του βουλγαρικού έθνους. Ο Ρακόβσκι υποστήριξε ότι η περιοχή της Μεσοποταμίας και της Ινδίας ήταν η κοιτίδα της ανθρώπινης σοφίας από την οποία εμπνεύστηκαν στη συνέχεια οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Επινοώντας μάλιστα μια δική του ετυμολογία επιχείρησε να αποδείξει ότι η βουλγαρική γλώσσα ήταν η άμεση συνέχεια της σανσκριτικής και επομένως από αυτήν προήλθαν τόσο η ελληνική όσο και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Με βάση αυτό το σκεπτικό ισχυρίστηκε ότι οι Βούλγαροι ήταν οι απευθείας απόγονοι των λαών της κεντρικής Ασίας και οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ευρώπης.




Όσο αφορά τώρα τους βυζαντινούς και τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Ρακόβσκι διευκρίνιζε ότι η τελευταία αποτελούνταν όχι μόνο από Έλληνες της Πελοποννήσου και των νησιών, αλλά και από πολλούς άλλους λαούς, -Ρωμαίους, Αρμένιους, εκχριστιανισμένους Εβραίους, καθώς και Βουλγάρους της Μακεδονίας και της Θράκης-, οι οποίοι συνενώθηκαν σε ένα κράτος από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο υπό την ονομασία Ρωμαίοι.32 Το ελληνικό στοιχείο όμως, κατά τη διάσπαση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προσπάθησε με κάθε τρόπο και κυρίως μέσω της θρησκείας να δημιουργήσει εχθρικές σχέσεις μεταξύ των δύο τμημάτων της και να επιβάλει τη γλώσσα του, ώστε να προωθήσει τη μεγάλη ιδέα του ‘πανελληνισμού’ από την οποία διαπνεόταν ήδη από την αρχαιότητα χωρίς όμως να έχει κατορθώσει να την πραγματοποιήσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Βυζάντιο, η Νέα Ρώμη όπως ονομάστηκε, οδηγήθηκε εξαιτίας των Ελλήνων σε εκκλησιαστική αντιπαράθεση με την Παλαιά Ρώμη, η οποία κατέληξε σε σχίσμα. Τελικά από το 10ο αιώνα οι Έλληνες κατάφεραν σταδιακά να
επικρατήσουν τα ελληνικά στη βυζαντινή αυτοκρατορία και να διαδώσουν έτσι ευκολότερα τον ‘πανελληνισμό’ με την επωνυμία Ρωμαίοι όμως,  με αποτέλεσμα να ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στη διοίκηση του κράτους.

Ο Ρακόβσκι θεωρούσε λοιπόν ότι το Βυζάντιο είχε εξελληνιστεί και γι’ αυτό στις ιστορικές του μελέτες όταν αναφέρεται στους βυζαντινούς χρησιμοποιεί εναλλακτικά και τους όρους Έλληνες, Έλληνες και Ρωμαίοι, ελληνική βυζαντινή πλευρά, βυζαντινοί Έλληνες κτλ. Έτσι ανήγε τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντίου και μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους σε Ελληνο-βουλγαρική διαμάχη από την οποία συμπέραινε ότι πήγαζε το μίσος και η αντιπάθεια μεταξύ των δύο λαών, αισθήματα τα οποία εξακολουθούσαν να τους διαπνέουν μέχρι την εποχή του, σύμφωνα με την εκτίμησή του.

Την άποψη για την ελληνικότητα του Βυζαντίου ενστερνίστηκε ένας ακόμη εξέχων διανοούμενος και πρωτεργάτης του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, ο Λιούμπεν Καραβέλοφ (1834-1879), συνεπής υποστηρικτής του φεντεραλισμού, της αντικατάστασης δηλαδή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έπειτα από μια από κοινού επιτυχημένη εξέγερση, από μια φιλελεύθερη ομοσπονδία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής, στην οποία κάθε μέλος κράτος -συμπεριλαμβανομένων αρχικά και των Ελλήνων- θα απολάμβανε εσωτερική αυτονομία. Ο Καραβέλοφ, εκτός από ένα αρκετά εκτενές κείμενο για την ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, στο οποίο, σε αντίθεση με τους προηγούμενους δε διακρίνεται διάθεση
 υποτίμησής τους, δεν έγραψε ιστορικές μελέτες. Υπάρχουν όμως διάσπαρτες σύντομες αναφορές στο Βυζάντιο και στο μεσαιωνικό βουλγαρικό κράτος στα άρθρα του στις εφημερίδες Ελευθερία (Svoboda) και Ανεξαρτησία (Nezavisimost) τις οποίες εξέδιδε στο Βουκουρέστι την περίοδο 1869-1874. 




Παρότι λοιπόν ο Καραβέλοφ δεν ασχολήθηκε συγκεκριμένα με το θέμα της ταυτότητας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, από τον τρόπο που αναφέρεται σ’ αυτήν προκύπτει ότι δεν αμφισβητεί τον ελληνικό της χαρακτήρα. Έτσι κάνει λόγο συνήθως για Έλληνες και μερικές φορές για Ρωμαιο-Έλληνες εννοώντας τους βυζαντινούς, ενώ συγχρόνως δίνει την εντύπωση ότι αποδέχεται την αντίληψη της
ελληνικής ιστοριογραφίας, η οποία στο μεταξύ είχε παγιωθεί, ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνική αυτοκρατορία ή τουλάχιστον ότι το ελληνικό στοιχείο ήταν αυτό που κυριαρχούσε. Ταυτόχρονα όμως απέρριπτε ως εντελώς ανυπόστατη και γελοία την ελληνική επιχειρηματολογία ότι τα ιστορικά δίκαια των Ελλήνων όφειλαν να ληφθούν ως βάση για τις σύγχρονες εδαφικές τους διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Εν κατακλείδι Από τη διερεύνηση του θέματος προκύπτουν ορισμένες σημαντικές επισημάνσεις. Καταρχάς δεν παρατηρείται ταύτιση απόψεων ως προς τη θεώρηση του Βυζαντίου μεταξύ των Βουλγάρων διανοούμενων της Αναγέννησης, των οποίων οι ιστορικοί προβληματισμοί
εκτέθηκαν παραπάνω. Πάντως οι περισσότεροι συμφωνούν με τη διαπίστωση ότι επρόκειτο
 για ελληνική ή εξελληνισμένη αυτοκρατορία, ενώ ακόμη και όσοι την αμφισβητούν, θα
 μπορούσε να εκληφθεί ότι την αποδέχονται εν μέρει ή εμμέσως, καθώς δεν αρνούνται την
 επικράτηση της ελληνικής γλώσσας είτε στη διοίκηση (Απρίλοφ) είτε στην εκκλησία
(Σελιμίνσκι).


Το γεγονός ότι η ιδέα περί ελληνικότητας του Βυζαντίου είχε ήδη υιοθετηθεί από τον Παΐσιο Χιλανδαρινό πριν ακόμη αποκρυσταλλωθεί στην ελληνική ιστοριογραφία μας. Τις απόψεις του σχετικά με τη δημιουργία βαλκανικής ομοσπονδίας ο Καραβέλοφ τις διατύπωσε σε πολλά του άρθρα. Ενδεικτικά βλέπε: (Karavelov, Svoboda No 11, 13 Μαρτίου 1871). παραπέμπει στο ουσιαστικό ερώτημα που αφορά στους λόγους που οδήγησαν τους Βούλγαρους λόγιους στη διατύπωση της συγκεκριμένης ιστορικής εκδοχής. 

Ασφαλώς οι σπουδές τους σε ελληνικά σχολεία, έστω και σύντομες, η γενικότερη επαφή τους με την ελληνική παιδεία, καθώς και η επίδραση από την άμεση ή έμμεση γνώση του ελληνικού εθνικού αφηγήματος, ειδικά μετά το 1850, δεν πρέπει να παραγνωριστούν. Η εξήγηση αυτή όμως από μόνη της δεν είναι ικανοποιητική με δεδομένο μάλιστα ότι τα ιστοριογραφικά τους πονήματα υπηρετούσαν έναν εθνικό σκοπό, δηλαδή την ανάδειξη της ιδιαίτερης βουλγαρικής εθνικής φυσιογνωμίας. 

Συνεπώς τα κίνητρα της εν λόγω στάσης πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο εθνικό πεδίο. Καταρχάς οι Βούλγαροι διανοούμενοι, εφόσον διαμορφώνουν τη δική τους εθνική αφήγηση με όρους συνέχειας, είναι λογικό να αντιλαμβάνονται και να αναπαριστούν με τον ίδιο τρόπο και το ιστορικό παρελθόν των άλλων λαών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον ήθελαν να αποδείξουν ότι οι Βούλγαροι αποτελούσαν ξεχωριστή εθνότητα με δική της κρατική υπόσταση στη μεσαιωνική περίοδο, έπρεπε να τους να διαχωρίσουν εθνικά και πολιτικά από τους γείτονές τους και κυρίως από το Βυζάντιο με το
οποίο βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα. Επομένως αν το Βυζάντιο ήταν ο Άλλος δεν μπορούσε παρά να έχει ελληνική ταυτότητα λαμβανομένης υπόψη της γλώσσας και της κουλτούρας του, στοιχεία που θεωρούνταν ως βάση της εθνικής ταυτότητας. 

Έτσι η ανάγνωση αυτή ανήγε τον εθνικό, πολιτικό και εκκλησιαστικό διαχωρισμό των Βουλγάρων από τους Έλληνες στο Μεσαίωνα και ως εκ τούτου τον καθιστούσε μια αυτονόητη ιστορική πραγματικότητα και όχι μια επινόηση του 19ου αιώνα. Επιπλέον τροφοδοτούσε την επιχειρηματολογία του αγώνα για εκκλησιαστική ανεξαρτησία. Συγκεκριμένα οι Βούλγαροι αφενός μεν επικαλούνταν τα εκκλησιαστικά δίκαια του έθνους τους, δηλαδή την αυτοτέλεια των μεσαιωνικών τους εκκλησιών -των Πατριαρχείων Τιρνόβου και Αχρίδας-, οι οποίες κατά την εκτίμησή τους είχαν καταργηθεί αυθαίρετα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αφετέρου δε πρόβαλλαν το ακόλουθο σκεπτικό: το Πατριαρχείο, το οποίο είχε ελληνικό εθνικό χαρακτήρα, διόριζε ανώτερους κληρικούς ελληνικής καταγωγής στις βουλγαρικές περιοχές κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δια μέσου των οποίων εκμεταλλευόταν και καταπίεζε με ποικίλους τρόπους τους Βουλγάρους, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε πιέσεις για να τους εξελληνίσει και να αποτρέψει την εθνική τους ανάπτυξη.

Επομένως οι Βούλγαροι ως ξεχωριστό έθνος δικαιούνταν να απαιτήσουν την αποδέσμευσή τους από μια εκκλησιαστική αρχή, η οποία όχι μόνο ήταν ξένη προς αυτούς, αλλά και δεν ανταποκρινόταν στα χριστιανικά της καθήκοντα, και να ιδρύσουν εκκλησία σε εθνική βάση.



 


Από τα παραπάνω ιδεολογικά συμφραζόμενα απορρέουν και οι λόγοι της ενασχόλησης με το ελληνικό παρελθόν, πέραν του γεγονότος της μακρόχρονης συνύπαρξης Ελλήνων και Βουλγάρων, όπως υπογραμμίστηκε ήδη στην εισαγωγή της μελέτης. Αυτή συνδέεται επιπλέον με τους εξής παράγοντες ξεχωριστά ή και σε συνδυασμό μεταξύ τους: είτε με την επιθυμία σύγκρισης με το βουλγαρικό παρελθόν έτσι ώστε να προβληθεί το τελευταίο και να αναδειχθεί η ανωτερότητά του ή τουλάχιστον να εντοπιστούν οι τομείς και οι εκδηλώσεις στα οποία υπερείχε είτε με την πρόθεση να σκιαγραφηθεί η εικόνα του Έλληνα ως προαιώνιου αντίπαλου/εχθρού.




Βιβλιογραφία

Aprilov, Vasil: ‘Balgarskite Knizhnici ili Na Koe Slovensko Pleme Sobstvenno Prinadlezhi

Kirillovskata Azbuka;’(Βουλγαρικά Γράμματα ή σε ποια σλαβική φυλή ουσιαστικά

ανήκει το κυριλλικό αλφάβητο;). Στο: Mihail Arnaudov (Επιμ.), Sabrani Sachineniia

(Συλλογή Έργων). Sofia: Pridvorna Pecatnica 1940, 15-32.

Aprilov, Vasil: ‘Dennica novo-bolgarskago obrazovaniia’ (Αυγερινός της νέας βουλγαρικής

παιδείας). Στο: Mihail Arnaudov (Επιμ.), Sabrani Sachineniia (Συλλογή Έργων). Sofia:

Pridvorna Pecatnica 1940, 33-144.

Boneva, Vera: Balgarskoto Carkovnonacionalno Dvizhenie 1856-1870 (Η Βουλγαρική Εθνική

Εκκλησιαστική Κίνηση 1856-1870). Sofia: Za Bukvite 2010.

Boneva, Vera: Bazrazhdane: Balgariia i Balgarite v Prehod kam Novoto Vreme (Η

Αναγέννηση: Η Βουλγαρία και οι Βούλγαροι κατά τη Διάρκεια της Μετάβασης στη Νέα

Εποχή). Shumen: Universitetsko Izdatelstvo Episkop Konstantin Preslavski 2005.

Borshukov, Georgi: Istoriia na Balgarskata Zhurnalistika 1844-1877, 1878-1885 (Ιστορία της

βουλγαρικής δημοσιογραφίας 1844-1877, 1878-1885). Sofia: Izdatelstvo Paradoks &

Universitetsko Izdatelstvo “Sv. Kliment Ohridski” 2003.

Braude, Benjamin and Lewis, Bernard (Επιμ.): Christians and Jews in the Ottoman Empire.

Τόμος 1. New York: Holmes and Meier Publishers 1982.

Brubaker, Rogers: ‘The Manichean Myth: Rethinking the Distinction between ‘Civic’ and

‘Ethnic’ Nationalism’. Στο: Hanspeter Kriesi, Klaus Armingeon, Hannes Siegrist and

Andreas Wimmer (Επιμ.), Nation and National Identity. The European Experience in

Perspective. Purdue University Press 2004, 55-71.

Daskalov, Roumen: The Making of a Nation in the Balkans. Historiography of the Bulgarian

Revival. CEU Press 2004.

Fallmerayer, Jakob: Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters. Teil 1:

Untergang der peloponnesischen Hellenen und Wiederbevölkerung des leeren Bodens

durch slavische Volksstämme. Stuttgart 1830

Genchev, Nikolai: Balgarsko Vazrazhdane (Η Βουλγαρική Αναγέννηση). Sofia: Iztok Zapad,

1991.

Hobsbawm, Eric: Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος,

Πραγματικότητα. Αθήνα: Καρδαμίτσας 1994.

Iordachi, Constantin: ‘The Ottoman Empire. Syncretic Nationalism and Citizenship in the

Balkans’. Στο: Timothy Baycroft and Mark Hewitson (Επιμ.), What is a Nation?

Europe 1789-1914. Oxford University Press 2006, 120-151.

Karavelov, Liuben: ‘Za starite Garci’ (Για τους αρχαίους Έλληνες). Στο: Sabrani Sachineniia

(Συλλογή Έργων). Τόμος 12. (Επιμ.) Petko Toshev. Sofia 1992, 281-333.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda No 11, 13 Μαρτίου 1871.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda No 7, 17 Δεκεμβρίου 1869.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda Νο 47, 21 Οκτωβρίου 1870.

Karavelov, Liuben: εφημερίδα Svoboda Νο 8, 20 Φεβρουαρίου 1871.

Kitromilides, Paschalis: ‘The Enlightenment East and West: a Comparative Perspective on

the Ideological Origins of the Balkan Political Traditions’. Στο: Enlightenment,

Nationalism, Orthodoxy. Ashgate Variorum 1994, 51-70.

Konortas, Paraskevas: ‘From Ta’ife to Millet: Ottoman Terms for the Ottoman Greek

Orthodox Community’. Στο: Dimitri Gondicas and Charles Issawi (Επιμ.), Ottoman

Greeks in the Age of Nationalism: Politics, Economy, and Society in the Nineteenth

Century. The Darwin Press 1999, 169-179.

Konstantinova, Yura: ‘Myths and Pragmatism in the Political Ideology of Dr Ivan

Seliminski’. Στο: P. M. Kitromilides and Anna Tabaki (Επιμ.), Greek-Bulgarian

Relations in the Age of National Identity Formation. Athens: Institute for Neohellenic

Research 2010, 163-179.

Κουμπουρλής, Γιάννης: Οι Ιστοριογραφικές Οφειλές του Σπ. Ζαμπέλιου και του Κ.

Παπαρρηγόπουλου. Η Συμβολή Ελλήνων και Ξένων Λογίων στη Διαμόρφωση του

Τρίσημου Σχήματος του Ελληνικού Ιστορισμού. Αθήνα: ΕΙΕ 2012.

Μαραγκός, Βασίλειος: Παΐσιος Χιλανδαρινός και Σωφρόνιος Βράτσης. Από την Ορθόδοξη

ιδεολογία στη διάπλαση της βουλγαρικής ταυτότητας. Αθήνα: ΙΝΕ 2009.

Ματάλας, Παρασκευάς: Έθνος και Ορθοδοξία. Οι Περιπέτειες μιας Σχέσης. Από το

‘Ελλαδικό’ στο Βουλγαρικό Σχίσμα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

2003.

Minkova, Liliana: Balgarski Vazrozhdenci v Rusiia (Βούλγαροι Εθνεγέρτες στη Ρωσία). Sofia:

Izdatelstvo ‘Karina-Mariana Todorova’ 2005.

Ναξίδου, Ελεονώρα: «Μια «βαλκανική» εκδοχή του Φιλελληνισμού: η περίπτωση του Ιβάν

Σελιμίνσκι». Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου «Το ενδιαφέρον για την

Ελλάδα και τους Έλληνες», Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος 2014, 273-294.

Naxidou, Eleonora: ‘The Routes to the Bulgarian National Movement: Simultaneously

Homogenous and Polymorphous’. ADAM Akademi Sosyal Bilimler Dergisi 2 1(2012):

25-42.

Nikolov, Alexandar: ‘Patriotic and ‘Proto-National’ Motives in Late Medieval and Early

Modern Bulgarian Literature: The Contexts of Paisij Hilendarski’. Στο: Balazs

Trencsenyi and Marton Zaszkaliczky (Επιμ.), Whose Love of Which Country?

Composite States, National Histories and Patriotic Discourses in Early Modern East

Central Europe. Brill 2010, 611-628.

Nikov, Petar: Vazrazhdane na Balgarskiia Narod. Carkovno-Nacionalni Borbi i Postizheniia

(Η Αναγέννηση του Βουλγαρικού Έθνους. Εκκλησιαστικοί-Εθνικοί Αγώνες και

Επιτεύγματα) (τρίτη έκδοση). Sofia: Akademichno Izdatelstvo ‘Prof. Marin Drinov’

2008.

Paisii Hilendarski: ‘Istoria Slavianobolgarskaia’. Στο: Hristo Slavov (Επιμ.), Literatura na

Balgarskoto Vazrazhdane XVIII-XIX Vek. Tom Vtori. I Chast. Sofia: Izdatelstvo Misal

& Akademichno Izdatelstvo ‘Prof. Marin Drinov’ 2002, 11-84.

Παΐσιος Χιλανδαρινός: Σλαβοβουλγαρική Ιστορία. Μετάφραση και σχόλια Βαΐτσα Χάνη-

Μωϋσίδου. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης 2003.

Rakovski, Georgi Stoikov: Sachineniia (Έργα). Τόμος III. (Επιμ.) Veselin Traikov. Sofia:

Balgarski Pisatel 1984.

Rakovski, Georgi Stoikov: Sachineniia (Έργα). Τόμος IV. (Eπιμ.) Svetla Giurova. Sofia:

Balgarski Pisatel 1988.

Sampimon, Janette: Becoming Bulgarian. Amsterdam: Pegasus 2006.

Seliminski, Ivan: ‘Balgarskiiat Carkoven Vapros’ (Το βουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα).

Στο: Elisabeta Pazheva (Επιμ.), Biblioteka Dr. Iv. Seliminski (Η Βιβλιοθήκη του

δόκτορα Ιβάν Σελιμίνσκι). Τόμος X. Sofia: Darzhavna Pechatnica 1929.

Seliminski, Ivan: ‘Drevnata Civilizaciia i Garcite’ (Ο Αρχαίος Πολιτισμός και οι Έλληνες).

Στο: Elisabeta Pazheva (Επιμ.), Biblioteka Dr. Iv. Seliminski (Η Βιβλιοθήκη του

δόκτορα Ιβάν Σελιμίνσκι). Τόμος XII. Sofia, Ministerstvo na Narodnoto Prosveshtenie

(χωρίς χρονολ.), 69-81.

Σφέτας, Σπυρίδων: «Η Εικόνα των Ελλήνων στο Έργο του Βούλγαρου Επαναστάτη και

διανοούμενου Georgi Rakovski». Πρακτικά ΚΒʹ′ __________Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου.

Θεσσαλονίκη 2002, 351-372.

Σκοπετέα, Έλλη: Το ‘Πρότυπο Βασίλειο’ και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του Εθνικού Προβλήματος

στην Ελλάδα (1830-1880). Αθήνα: Πολύτυπο 1988.

Smith, Anthony: The Ethnic Origins of Nations. Blackwell 2008.

Smith, Anthony: Εθνική Ταυτότητα. Αθήνα: Οδυσσέας 2000.

Σταματόπουλος, Δημήτρης «Από τα Μιλλέτ στις Μειονότητες στην Οθωμανική

Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα: Ένας Αμφιλεγόμενος Εκσυγχρονισμός». Στο: Steven G.

Ellis, Gudmundur Halfdanarson, Ann Katherine Isaacs (Επιμ.), Πολίτες στην Ευρώπη.

Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο 2010, 441-472.

Σταματόπουλος, Δημήτριος: Το Βυζάντιο μετά το Έθνος. Το Πρόβλημα της Συνέχειας στις

Βαλκανικές Ιστοριογραφίες. Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2009.

Sugar, Peter: ‘External and Domestic Roots of Eastern European Nationalism’. Στο: Peter

Sugar and Ivo John Lederer (Επιμ.), Nationalism in Eastern Europe. University of

Washington Press 1994, 3-54.__

Ελεονώρα Ναξίδου, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Email: enaxidou@he.duth.gr

Πραγματοποίησε τις σπουδές της στα νεοσύστατα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια
βουλγαρικά σχολεία και κατόπιν σε ανώτερο επίπεδο κυρίως στη Ρωσία, αλλά και στη
Δυτική Ευρώπη.

Τι σημαίνει η λέξη δυόσμος

 


Φωτογραφία του θεάτρου Επιδαύρου κατά το 1899.

 Το 1947, ο Ζακ Λακαριέρ, έρχεται να ανεβάσει τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Επίδαυρο. Είναι η πρώτη φορά που αυτό το αρχαίο θέατρο χρησιμοποιείται ως σκηνικός χώρος ύστερα από αιώνες σιωπής αλλά και η πρώτη φορά που παίζεται εκεί ο Αισχύλος στα γαλλικά και οι ξένοι έρχονται στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο.



Στο υπέροχο βιβλίο του «Το ελληνικό καλοκαίρι» γράφει: «Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο του ιερού. Του κάκου ψάχνω το θέατρο με τα μάτια. Για την ώρα δε βλέπω άλλο από πεύκα. Απ' αυτά τα πεύκα έρχονται φωνές, κραυγές, τραγούδια, ανακατεμένα με γκαρίσματα γαϊδάρων και χλιμιντρίσματα μουλαριών.

 Πλησιάζω στο λόφο που μας κρύβει το θέατρο, δεν πιστεύω τα μάτια μου: χιλιάδες χωριάτες κάθονται κάτω απ' τα δέντρα, μέσα στα μάρμαρα του ναού, πάνω στην πλατεία του Ασκληπιού, φερμένοι απ' όλες τις γωνιές της Πελοποννήσου, για να δούνε τους "Πέρσες". Το έργο παίζεται στα γαλλικά και κανείς τους δεν θα πρέπει να καταλαβαίνει τη γλώσσα. Αλλά θα πρέπει να λεχθεί ότι με την εξαίρεση μιας παράστασης που είχε δώσει πριν τον πόλεμο, το 1936, το ίδιο αυτό Αρχαίο Θέατρο της Σορβόννης, είναι η πρώτη φορά που λειτουργεί αυτό το θέατρο μετά από είκοσι πέντε αιώνες. Και για όλους, γι' αυτούς, για μας, για τους λίγους Αθηναίους που έκαναν την προσπάθεια να 'ρθουν, είναι ένα σπουδαίο γεγονός.

 Είναι μεσημέρι. Οι πετσέτες με τα φαγιά είναι λίγο-πολύ παντού απλωμένες. Οι μουσικοί πιάνουν τα όργανα και το πανηγύρι αρχίζεις. Είναι η πρώτη φορά που ακούω σημερινή ελληνική μουσική, τον ήχο του λαούτου, του αυλού, τις φιοριτούρες της λύρας. 

Έχω την εντύπωση ότι ξαναζεί μια αρχαία γιορτή: αυτή η ζωντανή αταξία, αυτά τα παρδαλά πλήθη, αυτή η ταραχή, που θα 'πρεπε να υπήρχε στα μεγάλα ιερά στις γιορτινές μέρες, ένα είδος πανηγυριού, θορυβώδους ευφροσύνης, όπου τα άσματα του κόσμου και οι φωνές των ζώων ανακατεύονταν με τις οσμές των ψητών πάνω στη θράκα, του καμένου λίπους πάνω στους βωμούς, της ζεστής ρετσίνας, του ιδρώτα των ανθρώπων. Ναι, έτσι θα έπρεπε να ήταν η Επίδαυρος όταν οι χιλιάδες ασθενείς έτρεχαν στα θαυματουργά τέμπλα. 

Αυτό το χωριάτικο και τόσο ζωντανό πλήθος μού επέτρεψε εκείνη τη μέρα, με το θαύμα της αναπάντεχης παρουσίας του, να ξαναβρώ τη μεγάλη χαρά των παγανιστικών χρόνων».

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...