Η απώλεια της Κύπρου και οι επιδρομές των Οθωμανών στη Νότια Ιταλία με αποκορύφωμα την πολιορκία της Μάλτας καταθορύβησε τις δυτικές δυνάμεις και οδήγησε στη σύσταση του αντιοθωμανικού Ιερού Συνασπισμού ο οποίος συνέτριψε τον οθωμανικό στόλο στη Ναύπακτο το 1571 βάζοντας προσωρινά έτσι φρένο στην οθωμανική επεκτατικότητα. Το τέλος του αιώνα βρίσκει τη Γαληνότατη να καταβάλλει προσπάθειες να προσαρμοστεί στη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Το κλίμα που δημιούργησε η απώλεια της Κύπρου και η απειλή της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο ενίσχυσαν τη στροφή της Βενετίας προς τον πάπα, τους Ισπανούς και το συγκροτούμενο σχέδιο στρατιωτικής συνεργασίας εναντίον των Οθωμανών.
Κατά τη δεκαετία του 1560 η οθωμανική επιθετικότητα έγινε αισθητή στα ισπανικά εδάφη της νότιας Ιταλίας με επιδρομές στη Σικελία, στις ακτές της Απουλίας και της Καλαβρίας.
Η επίθεση το 1565 και η πολιορκία της Μάλτας αποκάλυπτε την οθωμανική ισχύ και τις επιδιώξεις της για την κεντρική Μεσόγειο. Σε αυτό το περιβάλλον η ισπανική ηγεμονία στον ιταλικό χώρο και η αναδυόμενη παπική απολυταρχία, ως αλληλοσυμπληρούμενες δυνάμεις, συνέβαλαν στη συγκρότηση του Ιερού Συνασπισμού το 1571, με τη σημαντική συμμετοχή της Βενετίας που συνεισέφερε αξιόλογη στρατιωτική δύναμη.
Ο Ιερός Συνασπισμός και η νίκη του επί των Οθωμανών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto) το 1571 επενδύθηκαν με τη σταυροφορική ρητορική του χριστιανικού πολέμου εναντίον των «απίστων» και έγιναν δεκτοί με πρωτόγνωρους πανηγυρισμούς στην Ευρώπη.
Η Βενετία πρωτοστάτησε στους πανηγυρισμούς για τη νίκη στη Ναύπακτο, διοργανώνοντας κατά την πάγια τακτική της λαμπρές τελετές στη πόλη, αναμοχλεύοντας και αναπαράγοντας το σταυροφορικό πνεύμα που ενέπνευσε τη νίκη. Μάλιστα, στη βενετική σταυροφορική ρητορική διαπλεκόταν ο αντιοθωμανισμός με τον αντιεβραϊκό λόγο. Οι Βενετοί απέδιδαν σε εβραϊκή π λεκτάνη τόσο την επίθεση των Οθωμανών στην Κύπρο όσο και την καταστροφή του κρατικού ναυπηγείου από πυρκαγιά το 1569.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το βενετικό κράτος αναπαρήγαγε μύθους βαθιά ριζωμένους στη χριστιανική Δύση από τη μεσαιωνική περίοδο, περί εβραϊκής και μουσουλμανικής συνέργειας εναντίον της χριστιανοσύνης.
Η Βενετία δεν περιορίστηκε σε επίπεδο ρητορικής, αλλά κατά τη διάρκεια του πολέμου η Σύγκλητος διέταξε να τεθούν υπό κράτηση «μουσουλμάνοι, εβραίοι λεβαντίνοι και άλλοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» («Turchi, Hebrei levantini et altri sudditi turcheschi»), κυρίως έμποροι που βρίσκονταν στη Βενετία και στη βενετική επικράτεια, και να κατασχεθούν τα εμπορεύματά τους. Μάλιστα, λίγο μετά τη νίκη στη Ναύπακτο, σε μια κορύφωση του χριστιανικού ζήλου, η Σύγκλητος διέταξε την απέλαση όλων των εβραίων από την πόλη, αν και σύντομα η απόφαση ανακλήθηκε. Άλλωστε, η επιθετική πολιτική της Βενετίας απέναντι σε εμπόρους από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία ή εβραίους εμπόρους που ζούσαν στο Γκέτο της πόλης απέβαινε εις βάρος της καθώς το βενετικόεμπόριο βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στη δραστηριότητα εμπόρων που δεν ήταν βενετοί πατρίκιοι.
Ωστόσο, η επιτυχία στη Ναύπακτο και η αναβίωση της σταυροφορικής ρητορικής δεν επαρκούσαν στη Βενετία για να αντισταθμίσει την απώλεια της Κύπρου. Η Κύπρος αποτελούσε κομβικής σημασίας βάση για το εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο και ίσως την πλουσιότερη αποικία με σημαντικά αγροτικά πλεονάσματα για εξαγωγή.
Η Βενετία, κινούμενη από καχυποψία απέναντι στους Ισπανούς, αναγνωρίζοντας το βάρος που
έφερε η οθωμανική κατάληψη της Κύπρου αλλά και την ανάγκη επανεκκίνησης των εμπορικών συναλλαγών, έσπευσε να κλείσει συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1573 καταβάλλοντας σημαντικές αποζημιώσεις.
Η αδυναμία της Βενετίας να αντιπαρατεθεί με τους Οθωμανούς την εξανάγκαζε να αποδεχτεί την απώλεια μιας σημαντικής κτήσης με οικονομικές και γεωστρατηγικές συνέπειες, ειδικά για τη βενετική πρόσβαση στο εμπόριο της Μέσης Ανατολής. Για τους Οθωμανούς, ο αντίκτυπος της ήττας στη Ναύπακτο ήταν περιορισμένος, καθώς είχαν κυριαρχήσει στην ανατολική Μεσόγειο με την κατάκτηση της Κύπρου, ενώ σύντομα στράφηκαν
Οι δύο σοβαρές κρίσεις στις οποίες ενεπλάκη η Βενετία δεν αποκρυστάλλωσαν μόνο την αντι-ισπανική ρητορική. Μέσω αυτής της ρητορικής η Βενετία προσδιόρισε τον εαυτό της κατά τον πόλεμο προπαγάνδας που έλαβε χώρα. Τα κείμενα του Paolo Sarpi, συμβούλου (consultore in iure) της βενετικής κυβέρνησης και κύριου ενορχηστρωτή της βενετικής προπαγάνδας, όχι μόνο υπογράμμιζαν την κρατική κυριαρχία ως απόλυτη αρχή την οποία δεν μπορούσε να υπερκεράσει καμία άλλη εξουσία, όπως η παπική στην περίπτωση της κρίσης του 1606, αλλά προέβαλαν τη Βενετία ως μια ελεύθερη δημοκρατία απέναντι στην τυραννική και απολυταρχική Ισπανία.
Στον αντίποδα, από τη σκοπιά της Ρώμης, η πνευματική εξουσία του πάπα αποτελούσε την υπέρ-
τατη αρχή. Επρόκειτο για μια θέση την οποία συμμεριζόταν και η ισπανική μοναρχία η οποία αξίωνε για τον εαυτό της τον ρόλο της προστάτιδας δύναμης της Εκκλησίας. Η θεωρητική διαμάχη με την οποία επενδύθηκε ο πόλεμος προπαγάνδας στην κρίση της παπικής Απαγόρευσης και της ισπανικής «συνωμοσίας» αποτέλεσε την κορύφωση σε μια σειρά εξελίξεων στην πολιτική θεωρία και τη ρητορική που έλαβαν χώρα κατά τον 16ο αιώνα και έθεσαν τη βάση της συζήτησης που θα ακολουθούσε σχετικά με την κρατική ισχύ.
Για τη Βενετία η προβολή της δημοκρατικής εικόνας, στη σκιά μιας αυξανόμενα ολιγαρχικής διακυβέρνησης στη διάρκεια του 16ου αιώνα, που συνοδευόταν από τη συγκέντρωση εξουσιών στο πανίσχυρο Συμβούλιο των Δέκα, αναπαρήγαγε τον βενετικό μύθο όπως είχε διαμορφωθεί από τον προηγούμενο αιώνα.
Ωστόσο, τόσο η βενετική ρητορική περί δημοκρατίας όσο και το αντίπαλο δέος της παπικής και ισπανικής απολυταρχίας καταδείκνυαν την υποχώρηση του πολιτικού ουμανισμού και την αναγωγή του κρατικού συμφέροντος σε ύψιστη αρχή, διαδικασία που επρόκειτο να χαρακτηρίσει τις διακρατικές σχέσεις τον 17ο αιώνα.
Οι δύο κρίσεις των αρχών του 17ου αιώνα υπήρξαν γεγονότα πανευρωπαϊκής εμβέλειας, καθώς οι όροι και η φύση της αντιπαράθεσης αφορούσαν όλους τους ηγεμόνες και τις πολιτικές οντότητες της εποχής. Συνάμα οι κρίσεις επιβεβαίωσαν το μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο και τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονταν.
Αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Αγγλία και η Ολλανδία έδειχναν ενδιαφέρον για τις αντιπαραθέσεις της Βενετίας με την Αγία Έδρα και την Ισπανία και επιχειρούσαν να πάρουν θέση σε αυτές. Η Αγγλία και η Ολλανδία, εκτός από τις φιλοδοξίες τους στον Ατλαντικό ωκεανό και στις περιοχές του Νέου Κόσμου όπου κύριος αντίπαλος ήταν η Ισπανία, επιδίωκαν και εξασφάλιζαν την αύξηση της επιρροής τους στη Μεσόγειο.
Το πολιτικό τοπίο στον ιταλικό χώρο γινόταν πιο σύνθετο καθώς, εκτός από τις νέες δυνάμεις που έστρεφαν σε αυτό το ενδιαφέρον τους και με απώτερο στόχο τη διείσδυση στην οικονομία της ανατολικής Μεσογείου, η γαλλική μοναρχία, μετά το τέλος των θρησκευτικών πολέμων το 1598, επανάκαμπτε δυναμικά. Το τέλος της pax hispanica με τον θάνατο του Φιλίππου Β΄ το 1598, η διαδοχή του από τον άπειρο γιο του Φίλιππο Γ΄ και η γαλλική εμπλοκή μετά από δεκαετίες στα ιταλικά τεκταινόμενα, αρχικά στον Πόλεμο του Monferrato, αναδιέταξαν την πολιτική σκηνή
του ιταλικού χώρου, παρότι η Ισπανία παρέμεινε κυρίαρχη μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα.
Το τέλος του βενετικού «μακρύ» 16ου αιώνα που θα τοποθετήσουμε στις δεκαετίες του 1620-1630 σηματοδότησε η κορύφωση της αντι-ισπανικής ρητορικής και η σταδιακή μεταβολή των ισορροπιών που είχαν χαρακτηρίσει την προηγούμενη περίοδο, με τη Βενετία να κινείται μεταξύ των Οθωμανών και της Ισπανίας.
Η είσοδος στη Μεσόγειο νέων δυνάμεων, όπως της Αγγλίας και της Ολλανδίας, και η δυναμική επιστροφή της Γαλλίας στην ιταλική σκηνή έδιναν περισσότερες ευκαιρίες ελιγμών, αλλά την ίδια στιγμή έκαναν τη βενετική ελίτ να συνειδητοποιήσει ότι πλέον αποτελούσε δευτερεύουσα δύναμη τόσο πολιτικο-στρατιωτικά όσο και οικονομικά.
Πηγή : Πλακωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου