Τα άτομα του αναρχικού χώρου υπήρξαν στυλοβάτες του καθεστώτος του Μεσαίωνα της Μεταπολίτευσης, της περιόδου δηλαδή μεταξύ των ετών 1974-2019. Ο σκοταδισμός που επέβαλλαν τα υποκείμενα του εν λόγω χώρου στους διάφορους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής ήταν άκρως αποτελεσματικός. Οι καταλήψεις των διαφόρων κτιρίων και τα πανεπιστήμια αποτέλεσαν τις βάσεις εξόρμησης τους...
Τελευταία επιχειρείται με μεθοδικό τρόπο από την αστυνομία με βούληση της πολιτικής εξουσίας μία μεθοδική (για πρώτη φορά) προσπάθεια εξουδετέρωσης των διαφόρων καταλήψεων. Ο γνωστός αρθρογράφος της Καθημερινής με αφορμή τα όσα διαδραματίστηκαν στην επιχείρηση ανακατάληψης στο Κουκάκι σχολιάζει με επιτυχημένο τρόπο την επιεική ποινική αντιμετώπιση των αναρχικών μετά τη σύλληψη τους από τους αστυνομικούς.
Είδαμε όλοι τις φρικτές εικόνες των «παιδιών» να πετούν βαρείς τσιμεντόλιθους στο κεφάλι των αστυνομικών, οι οποίοι προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του κατειλημμένου κτιρίου στο Κουκάκι. Δεν υπήρχε «δολοφονικό μένος», όπως γράφουν κάποιοι, διότι η ρίψη γινόταν εν ψυχρώ, μεθοδικώς· εξάλλου υπήρχε και τοιχοκολλημένο εγχειρίδιο στην κατάληψη. Δεν διεφάνη ούτε προς στιγμήν κάποιος δισταγμός, ή η παραμικρή ενσυναίσθηση ότι αυτά τα βαριά αντικείμενα μπορεί να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν βαριά κάποιον άνθρωπο. Εντυπωσιαστήκαμε όλοι από την εικόνα αυτής της δολοφονικής απόπειρας, αλλά κακώς, διότι τις άλλες απόπειρες με τις βόμβες μολότοφ προφανώς τις συνηθίσαμε.
Τελευταία επιχειρείται με μεθοδικό τρόπο από την αστυνομία με βούληση της πολιτικής εξουσίας μία μεθοδική (για πρώτη φορά) προσπάθεια εξουδετέρωσης των διαφόρων καταλήψεων. Ο γνωστός αρθρογράφος της Καθημερινής με αφορμή τα όσα διαδραματίστηκαν στην επιχείρηση ανακατάληψης στο Κουκάκι σχολιάζει με επιτυχημένο τρόπο την επιεική ποινική αντιμετώπιση των αναρχικών μετά τη σύλληψη τους από τους αστυνομικούς.
Είδαμε όλοι τις φρικτές εικόνες των «παιδιών» να πετούν βαρείς τσιμεντόλιθους στο κεφάλι των αστυνομικών, οι οποίοι προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του κατειλημμένου κτιρίου στο Κουκάκι. Δεν υπήρχε «δολοφονικό μένος», όπως γράφουν κάποιοι, διότι η ρίψη γινόταν εν ψυχρώ, μεθοδικώς· εξάλλου υπήρχε και τοιχοκολλημένο εγχειρίδιο στην κατάληψη. Δεν διεφάνη ούτε προς στιγμήν κάποιος δισταγμός, ή η παραμικρή ενσυναίσθηση ότι αυτά τα βαριά αντικείμενα μπορεί να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν βαριά κάποιον άνθρωπο. Εντυπωσιαστήκαμε όλοι από την εικόνα αυτής της δολοφονικής απόπειρας, αλλά κακώς, διότι τις άλλες απόπειρες με τις βόμβες μολότοφ προφανώς τις συνηθίσαμε.
Υπήρξαν πολλοί που αγανάκτησαν με την απόφαση του εισαγγελέα για τον πλημμεληματικό χαρακτήρα της δίωξης των είκοσι συλληφθέντων στις δύο καταλήψεις. Πρώτοι βεβαίως και δικαιολογημένως οι αστυνομικοί. «Ως Ελληνες πολίτες αγανακτούμε και διαμαρτυρόμαστε όταν οι δολοφονικές επιθέσεις που επί μία περίπου ώρα δέχονταν οι συνάδελφοί μας και τις οποίες έχει παρακολουθήσει το πανελλήνιο, χαρακτηρίζονται πλημμέλημα!!!» (Ενωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθήνας 13.1.2020). Η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθήνας ανακοίνωσε ότι «η ποινική δίωξη ασκήθηκε κατόπιν αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού που υπεβλήθη ενώπιόν μας και συγκεντρώθηκε στο πλαίσιο αστυνομικής προανάκρισης. Μόνο αρμόδιο δε, για την εκτίμηση της απαγγελθείσας κατηγορίας είναι το ποινικό δικαστήριο όπου εισήχθη προς εκδίκαση η υπόθεση».
Δεν έχουμε τα στοιχεία της προανάκρισης, ούτε το αποδεικτικό υλικό που είχε ο εισαγγελέας στα χέρια του, αλλά υπάρχει η κοινή λογική για να εκτιμήσουμε την απόφαση. Μπορεί να οργιστήκαμε όλοι από την εικόνα του κουκουλοφόρου που πετούσε τσιμεντόλιθους στους αστυνομικούς, αλλά δεν εκτιμήσαμε το στοιχείο ότι ήταν κουκουλοφόρος, όπως και την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν σβηστεί από όλα τα κινητά αντικείμενα εντός κι εκτός της κατάληψης, δηλαδή όσων ερρίφθησαν κατά των αστυνομικών. Το μόνο που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι κάποιος ή κάποιοι από τις καταλήψεις τέλεσαν το έγκλημα. Ηταν όλοι, όπως στο «Οριάν Εξπρές» της Αγκάθα Κρίστι; Ηταν ένας; Τρεις, Πέντε; Αν δεν υπάρχουν σαφή αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή κάποιου δεν πρέπει οι δικαστικοί λειτουργοί να μπαίνουν στην –αλήστου μνήμης– λογική «άσκησε δίωξη σε όλους κι άφησέ τους να αθωωθούν στα δικαστήρια».
Εν κατακλείδι, μπορεί μια «αστοιχείωτη» δίωξη να ικανοποιεί το θυμικό κάποιων ή τη δίκαιη οργή των αστυνομικών υπαλλήλων για όσα υπέστησαν, αλλά ένα κράτος δικαίου δεν μπορεί να λειτουργεί με το άλλο –αλήστου μνήμης– δόγμα ότι «το καθήκον των δικαστών είναι να πιάσουμε τον σφυγμό της κοινωνίας» (Νίκος Σακελλαρίου, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ, 6.10.2016).