Η Διεθνής Οροθετική Επιτροπή χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων
ξεκίνησε τις εργασίες της στις 4-10-1913 στο Μοναστήρι.
Οι όροι κάτω από τους οποίους θα εργάζονταν η επιτροπή ήταν οι εξής:
η Επιτροπή δεν θα δεχόταν καμία άλλη ελληνική ή αλβανική
επιρροή, ενώ κατά τη διάρκεια της έρευνας στα χωριά της περιοχής
δεν θα συνόδευε την Επιτροπή κανένα άτομο ελληνικής ή αλβανικής
καταγωγής. Οι συζητήσεις των μελών της Επιτροπής θα παρέμεναν
μυστικές, η δε απόφαση για το επόμενο χωριό θα λαμβανόταν μετά
την αναχώρηση από το προηγούμενο.
Τα μέλη της Επιτροπής αποτελούσαν οι εξής:
ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Doughty Wylie
και ο βοηθός του, λοχαγός King, ο Αυστριακός M.Billinsky, γενικός
πρόξενος στα Ιωάννινα, γνωστός για την ανθελληνική του δράση, ο
Ρώσος συνταγματάρχης P. Goudime Levkovitch, στρατιωτικός
ακόλουθος στη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα, ο Γάλλος
ξεκίνησε τις εργασίες της στις 4-10-1913 στο Μοναστήρι.
Οι όροι κάτω από τους οποίους θα εργάζονταν η επιτροπή ήταν οι εξής:
η Επιτροπή δεν θα δεχόταν καμία άλλη ελληνική ή αλβανική
επιρροή, ενώ κατά τη διάρκεια της έρευνας στα χωριά της περιοχής
δεν θα συνόδευε την Επιτροπή κανένα άτομο ελληνικής ή αλβανικής
καταγωγής. Οι συζητήσεις των μελών της Επιτροπής θα παρέμεναν
μυστικές, η δε απόφαση για το επόμενο χωριό θα λαμβανόταν μετά
την αναχώρηση από το προηγούμενο.
Τα μέλη της Επιτροπής αποτελούσαν οι εξής:
ο Βρετανός αντισυνταγματάρχης Doughty Wylie
και ο βοηθός του, λοχαγός King, ο Αυστριακός M.Billinsky, γενικός
πρόξενος στα Ιωάννινα, γνωστός για την ανθελληνική του δράση, ο
Ρώσος συνταγματάρχης P. Goudime Levkovitch, στρατιωτικός
ακόλουθος στη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα, ο Γάλλος
αντισυνταγματάρχης πυροβολικού A.Lallemand και ο βοηθός του
M.Krayer, υποπρόξενος στο Βόλο, ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης G.
G. Tierry και τέλος ο Ιταλός N. Labia, πρόξενος στα Ιωάννινα και ο
βοηθός του, λοχαγός Fartunato M. Castoldi, αμφότεροι αρνητικά
διακείμενοι έναντι των ελληνικών θέσεων στο ζήτημα του καθορισμού
των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Στο διάστημα των εργασιών της Επιτροπής ανέκυψαν
σημαντικές διαφορές μεταξύ των μελών της. Οι αντιπρόσωποι των
κρατών της Τριπλής Συμμαχίας ήθελαν μόνο το κριτήριο της γλώσσας
να καθορίσει την απόφαση της Επιτροπής, ενώ ο Βρετανός και ο
Γάλλος αντιπρόσωπος επιθυμούσαν να ληφθεί υπόψη η θρησκεία, η
εκπαίδευση και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων.
Το κυριότερο πρόβλημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωπα τα μέλη της Επιτροπής
ήταν το γεγονός ότι συναντούσαν πολλές οικογένειες δίγλωσσες, όπου
οι γηραιότεροι ομιλούσαν την αλβανική, ενώ οι νεότεροι την
ελληνική,ενώ σε ορισμένα χωριά χρησιμοποιούνταν και άλλες
γλώσσες όπως η ιταλική, η τουρκική, η βουλγαρική και η γαλλική.
Ο Αυστριακός και ο Ιταλός αντιπρόσωπος ζήτησαν να εξεταστούν μόνο οι
γηραιότεροι κάτοικοι για προφανείς λόγους, πρόταση που
απορρίφθηκε από τους υπόλοιπους αντιπροσώπους της Επιτροπής.
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1913 ο πρόεδρος της Επιτροπής, Doughty
Wylie, ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, για τις
αντικειμενικές δυσχέρειες να ληφθεί απόφαση μόνο μέσω του
κριτηρίου της γλώσσας, προτείνοντας να ληφθούν επιπροσθέτως
υπόψη οι οικονομικές και οι γεωγραφικές παράμετροι. Η Διεθνής
Οροθετική Επιτροπή, η οποία εργάστηκε επιφανειακά και
σπασμωδικά,χωριά, συνεδριάζοντας μόνο 12 φορές και εξετάζοντας μόλις 14 άτομα.
Παρέμεινε στην Βόρεια Ήπειρο 58 ημέρες συνολικά, 22
στην Ερσέκα, 32 στο Λεσκοβίκι και 4 στο Αργυρόκαστρο,
επισκέφθηκε 6 χωριά, συνεδριάζοντας μόνο 12 φορές και εξετάζοντας μόλις 14
Άτομα.
Με την εξέταση ενός τόσο μικρού πληθυσμιακού δείγματος
η περιοχή αποδόθηκε τελικά στην Αλβανία.
Είναι πασιφανές ότι η διεργασίες της επιτροπής είχαν τυπικό χαρακτήρα
καθώς η απόσπαση της βορείου Ηπείρου από τον ελληνικό ζωτικό χώρο
είχε προαποφασιστεί παρασκηνιακά στο βωμό
της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μεγάλων Δυνάμεων.
Κατά την περιοδεία τους τέλος όμως γενικότερα στα χωριά
της Βόρειας Ηπείρου τα μέλη της Επιτροπής έγιναν μάρτυρες
της βούλησης του πλειοψηφούντος ελληνικού στοιχείου να ενωθεί με την Ελλάδα.