Όταν η κουβέντα έρχεται στα ονόματα των Αμερικανών με τεράστια καριέρα στο ΝΒΑ που έκαναν το υπερατλαντικό ταξίδι και πάτησαν το πόδι τους στα ελληνικά παρκέ, το δικό του σπανίως ακούγεται. Και ίσως είναι λίγο άδικο για έναν παίχτη με το παλμαρέ του Ρέτζι Θίους, του παίχτη του ενός αγώνα με τη φανέλα του Άρη.
Προτού όμως καταλήξουμε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος το 1993, ας πιάσουμε το νήμα απο την αρχή ξετυλίγοντας τη διαδρομή του Αμερικανού στα γήπεδα της πατρίδας του. Γεννημένος σαν σήμερα στην Καλιφόρνια το 1957, ο Ρέτζι αγωνίστηκε για τρία χρόνια υπό τις οδηγίες του Τζέρι Ταρκάνιαν στο UNLV και ως μέλος της περίφημης "Hardway Eight" έφτασε στο Φάιναλ Φορ του 1977 γνωρίζοντας την ήττα στον ημιτελικό απο το Νόρθ Καρολάινα. Την επόμενη χρονιά ο Θίους επιλέχθηκε στο νούμερο 9 του ντραφτ απο το Σικάγο που έψαχνε έναν αξιόπιστο σκόρερ για να πλαισιώσει τον Άρτις Γκίλμορ και πέτυχε διάνα με την περίπτωση του Ρέτζι. Ήδη απο την ρούκι σεζόν του ο Θίους έδειξε τα στοιχεία που θα τον καθιέρωναν τα επόμενα χρόνια στην ελίτ του ΝΒΑ, δηλαδή την τρομερή επαφή του με το αντίπαλο καλάθι και την ευχέρεια στη δημιουργία. Ο Θίους ήταν για τους Μπουλς ο Τζόρνταν πρίν από τον Μάικλ, ο πρώτος τους σκόρερ και ο καλύτερος παίχτης τους.
Σε μία κακή περίοδο για το Σικάγο που πάλευε για την είσοδο στα πλέι οφ, ο Θίους ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα και αμοίφθηκε για τις εμφανίσεις του με δύο συμμετοχές σε All Star Game το 81 και το 83. Η άφιξη όμως του νέου προπονητή Κέβιν Λάγκχερι έθεσε στο περιθώριο τον μέχρι τότε βασικό Θίους και στις 15 Φεβρουαρίου του 1984, ο "Riverboat" βρέθηκε στο Κάνσας Σίτι για τους Κίνγκς και κατόπιν στο Σακραμέντο όπου μετακόμισαν το 1985 οι "Βασιλιάδες". Στην πρωτεύουσα της γενέτειρας του, ο Ρέτζι βρήκε τον παλιό καλό του εαυτό, οι μέσοι όροι του σε πόντους και ασίστ ξεπέρασαν τα νούμερα του Σικάγο (9.6 ασίστ το 85-86 και 21.6 πόντους το 87-88) αλλά το είχε η μοίρα του να παίζει σε κακές ομάδες που αγκομαχούσαν για την είσοδο στην post season.
Έχοντας κλείσει τα 30 και θέλοντας να παίξει σε οργανισμό με μεγαλύτερους στόχους, ζήτησε ξανά ανταλλαγή και το καλοκαίρι του 88 τον βρήκε στην Ατλάντα συμπαίχτη του Ντομινίκ και του Μόουζες Μαλόουν. Δεν μακροημέρευσε όμως ως Γεράκι, ο Σταν Κάστεν τον άφησε απροστάτευτο στο expansion draft του 1989 και η νεοεισαχθείσα ομάδα του Ορλάντο άδραξε την ευκαιρία να ενισχύσει το ρόστερ με μπόλικη εμπειρία και την ποιότητα που διέθετε αποδεδειγμένα ο Ρέτζι Θίους. Δεύτερος σκόρερ και πρώτος στις ασίστ για το Ορλάντο, το καλοκαίρι του 90 ο Αμερικανός υπέγραψε το τελευταίο του συμβόλαιο στο ΝΒΑ με την 5η ομάδα της καριέρας του και έτσι το αγαπημένο του νούμερο 24 βρέθηκε στις γαλάζιες φανέλες των Νετς.
Στο Νιου Τζέρσεϊ ο Θίους ανέλαβε ξανά ηγετικό ρόλο, η μπογιά του ακόμα και στα 34 του περνούσε και η ανάδειξη του σε πρώτο σκόρερ της ομάδας δεν προκάλεσε καμία έκπληξη. Λογική λοιπόν η απαίτηση του το καλοκαίρι του 91 να υπογράψει ένα τελευταίο πλουσιοπάροχο συμβόλαιο, λογική όμως και η επιφυλακτικότητα των Νετς να δεσμεύσουν το salary cap για έναν βετεράνο που βρισκόταν πια στη δύση της καριέρας του. Κάπου εκεί εμφανίστηκε η Βαρέζε για να δώσει τη λύση, ρίχνοντας στο τραπέζι την πρόταση για τριετές συμβόλαιο που θα απέφερε στον Ρέτζι 4.000.000 δολλάρια. Ο Αμερικανός που στη 13χρονη διαδρομή στο ΝΒΑ είχε κερδίσει 5.800.000 συνολικά, όπως ήταν φυσικό ζαλίστηκε από τη δελεαστική προσφορά των Ιταλών και έτσι ο μπασκετμπολίστας των 19.105 πόντων και των 1.022 αγώνων στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, πέρασε για πρώτη φορά στην καριέρα του τον Ατλαντικό. Σε 30 αγώνες που έπαιξε με τη φανέλα της θρυλικής Βαρέζε, ο Θίους διέπρεψε με 29 πόντους και 6 ασίστ σε κάθε παιχνίδι αλλά οι αριθμοί αυτοί δεν στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν τον υποβιβασμό για τους Λομβαρδούς και ακόμα χειρότερα, ο Ρέτζι τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και αναγκάστηκε να βάλει τέλος στην καριέρα του ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Τον Μάϊο του 93 ο Άρης, εστεμμένος Κυπελλούχος Ευρώπης στο Τορίνο, προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ που προκάλεσε η φυγή του Ρόι Τάρπλεϊ όταν ο Αμερικανός την κοπάνησε για την πατρίδα του, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού την ομάδα που προετοιμαζόταν για τον τελικό Κυπέλλου με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό του Νίκου Γκάλη. Ο Σβι Σερφ χρειαζόταν επειγόντως έναν ψηλό για να καλύψει όσο αυτό ήταν δυνατόν το τεράστιο κενό του Ρόι στην ρακέτα του "Αυτοκράτορα"και ενώ όλοι περίμεναν έναν σέντερ, για ανεξήγητο λόγο στη Θεσσαλονίκη αφίχθη στις 7 Μαΐου ο ύψους 1.98 γκαρντ/φόργουορντ και παλαίμαχος Ρέτζι Θίους. Μέσα σε οχτώ μέρες ο Ρέτζι έπρεπε να γνωρίσει τους συμπαίχτες του, να μάθει τα συστήματα και τους κανονισμούς του ευρωπαϊκού μπάσκετ και ταυτόχρονα να βρει αγωνιστικό ρυθμό προερχόμενος από απραξία ενός χρόνου. Όσο φιλότιμο και να είχε και καθόλου βεντετισμό -όλοι στον Άρη είχαν να λένε για το πόσο προσιτός ήταν- με δύο τρεις προπονήσεις ήταν πρακτικά αδύνατο να μπορέσει να κάνει τη διαφορά στον τελικό. Σύν τοίς άλλοις στον αγώνα της 15ης Μαΐου, άλλαξαν και τα αγωνιστικά πλάνα του Σερφ αφού για να χωρέσει ο Θίους στην πεντάδα σε θέση σμολ φόργουορντ, ο Άντερσον πήγε αναγκαστικά στο 4. Στο ρεσιτάλ του "Γκάνγκστερ" που εκτέλεσε με 36 πόντους τη μεγάλη του αγάπη, ο Ρέτζι έμοιαζε χαμένος και εκτός κλίματος. Το νούμερο 12 του Άρη σκόραρε μόλις 9 πόντους αλλά ο "Αυτοκράτορας" με τρομερή εμφάνιση από Γιαννάκη και Άντερσον διεκδίκησε μέχρι τη νίκη και το τρόπαιο για να υποκύψει στο τέλος, έχοντας τρομερά παράπονα από τη διαιτησία των Ράλλη και Τσανίδη.
Παράπονα σίγουρα δεν είχαν οι άνθρωποι του Άρη απο τον Ρέτζι έστω και αν ο Μητρούδης ουσιαστικά πέταξε 150.000 δολλάρια που ήταν η αμοιβή του Θίους για τον έναν και μοναδικό αγώνα που έπαιξε με τα κιτρινόμαυρα. Ο Αμερικανός που ήρθε στην Ελλάδα χωρίς το μουστάκι του, σήμα κατατεθέν την εποχή που σκόραρε κατά ριπάς στο ΝΒΑ, έμεινε στην ιστορία ως ο παίχτης της μίας βραδιάς και είναι πραγματικά κρίμα που ήρθε στη χώρα μας έχοντας στην πλάτη του τραυματισμό και αγωνιστική "σκουριά", γιατί σίγουρα θα βλέπαμε πολλά περισσότερα από έναν μπασκετμπολίστα της εμβέλειας του Ρέτζι Θίους...
Antreas Tsemperlidis