Επ αφορμή της επετείου της εορτής του Αγίου Σπυρίδωνα σας παραθέτουμε το ακόλουθο περιστατικό από το βίο του Αγίου...
Κάποτε μια μη Ορθόδοξη μάνα, έφερε το νεκρός μωρό της, στον Άγιο Σπυρίδωνα, να το αναστήσει.
Ο Άγιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί το μωρό ήταν αβάπτιστο και θεώρησε σωστό να ρωτήσει τον βοηθό διάκονό του (δείτε τί ταπείνωση είχε ο Άγιος!), για το τί έπρεπε να κάνει. Εκείνος του είπε:
- Γέροντα να κάνεις, ό,τι κάνεις και στα άλλα ζητήματα, να κάνεις δηλαδή προσευχή.
Πράγματι ο Άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και το μωρό αναστήθηκε!
Η μάνα βλέποντας το μωρό της, να επανέρχεται στη ζωή, τόσο πολύ χάρηκε και συγκινήθηκε, που δεν άντεξε και πέθανε!
Προσεύχεται τότε ο Άγιος και γι' αυτήν και την ανασταίνει! Στη συνέχεια την κατηχεί και βαπτίζεται η μάνα, μαζί με το μωρό της.
Αυτός ήταν ο Άγιος Σπυρίδωνας!
Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας
Απόψε η Διαδρομή θα σας παρουσιάσει το έργο του Κένεθ Σώγιερ Γκούντμαν, ΄Η σκόνη του δρόμου". Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο έργο, καθώς ανασταίνει τον γνωστό Ιούδα Ισκαριώτη και τον περιφέρει από σπίτι σε σπίτι και από εποχή σε εποχή...
Το έργο δε διαδραματίζεται όπως θα περίμενε κανείς τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά παραμονές Χριστουγέννων.
Η υπόθεσή του, η οποία εξελίσσεται ένα κρύο βράδυ παραμονής Χριστουγέννων των νέων καιρών, έρχεται να σκάψει στο βάθος των διλημμάτων εκείνων που καθορίζουν τον βίο ενός ανθρώπου ή την ιστορία μιας εποχής. Ίσως κιόλας κάθε ανθρώπου, κάθε εποχής.
Η υπόθεση:
Είναι η νύχτα της παραμονής Χριστουγέννων.
Σε ένα πλούσιο αγροτόσπιτο κάνουν την εμφάνιση τους δυο παράξενοι επισκέπτες. Ο ένας χλωμός, πληγωμένος και σιωπηλός έρχεται πρώτος και τον διώχνουν. Ο δεύτερος τρυπώνει μόνος του μέσα και τρομάζει την αγέρωχη και σκληρή Προύντενς. Όταν αργότερα φτάνει στο σπίτι και ο άντρας της, ο Πίτερ, ο επισκέπτης αποκαλύπτει μυστικά, που το αντρόγυνο κρατούσε κρυφά, χρόνια τώρα, και ζητάει να αποτραπεί η αδικία που ετοιμάζονται να κάνουν.
Ο άγνωστος γνωρίζει τα πάντα. Ξεγυμνώνει την ψυχή του Πίτερ Στιλ και τελικά αποκαλύπτει την δική του ταυτότητα. Είναι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, που κάθε νύχτα της Ανάστασης πλανιέται στον κόσμο, προσπαθώντας να ξεπληρώσει το δικό του χρέος σε Εκείνον που πρόδωσε. Γνωρίζοντας πως ο Πίτερ Στιλ σκοπεύει να προδώσει έναν νεκρό φίλο, που χρόνια τώρα του είχε εμπιστευθεί χρήματα να δώσει στο παιδί του, έρχεται να τον αποτρέψει. Ένα μόριο σκόνης, η κάθε προδοσία, που δεν πραγματοποείται θα τον βοηθήσει σιγά-σιγά να ισοσκελίσει στη ζυγαριά το βάρος του δικού του κρίματος.
Ένα μονόπρακτο θεατρικό έργο του αμερικανού Kenneth Sawyer Goodman, διάρκειας 40΄, που
γράφτηκε το 1912.
(Το μονόπρακτο παίζεται σε μία μόνο πράξη ή μία σκηνή)
Ο Γκούντμαν έγραψε ένα μεγάλο αριθμό μονόπρακτων, αλλά επίσης και κάποια
μεγάλα θεατρικά έργα μαζί με τον Μπέν Χέχτ και τον Τόμας Γούντ Στήβενς.Η «Σκόνη
του δρόμου» (Dust of the road) είναι ένα από τα λίγα έργα του, που άντεξε στο χρόνο,
ίσως γιατί τα διλήμματα που θέτει δεν έχουν πάψει να απασχολούν τον άνθρωπο.
O Ντράζεν σεβόταν απεριόριστα τον Ντούντα, τον θεωρούσε δάσκαλο και τον καλύτερο προπονητή που είχε ποτέ. Από την άλλη ο Ίβκοβιτς λάτρευε την εργατικότητα και την προσήλωση του "Mότσαρτ" στον στόχο, έλεγε πως δεν είχε δει άλλον παίχτη να προπονείται πιο σκληρά.
Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά το 1983 στην Πανεπιστημιάδα του Έντμοντον με την KSJ να έχει δώσει τα κλειδιά της νεανικής ομάδας των Πλάβι στον Ίβκοβιτς με παίχτες όπως ο Τσβετιτσιάνιν, ο Γκρμπόβιτς και ηγέτη τους μέσα στο παρκέ τον νεαρό από το Σίμπενικ που κάνει τα πάντα, σκοράρει, πασάρει και καθοδηγεί με ωριμότητα βετεράνου τους συμπαίχτες του.
Στον Καναδά οι Γιουγκοσλάβοι θα εντυπωσιάσουν νικώντας ακόμα και τους Αμερικανούς των Μπάρκλεϊ, Μαλόουν για να υποκύψουν στον τελικό απέναντι στους γηπεδούχους. Με την επιστροφή στο Βελιγράδι και ενώ όλοι περιμένουν πως ο Ίβκοβιτς θα αφήσει τη Ραντνίσκι που είχε υποβιβαστεί την προηγούμενη χρονιά με τίμημα την ανανέωση στην οποία προέβη ο Ντούντα, αυτός θα τους εκπλήξει παραμένοντας στο Σούμιτσε και οδηγώντας την ομάδα ξανά στα σαλόνια της πρώτης κατηγορίας. Την ίδια περίοδο ο Πέτροβιτς υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό με ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία να περιμένει την απόφαση του για τον επόμενο επαγγελματικό του σταθμό, το Σίμπενικ ήταν πια πολύ μικρό για το ταλέντο του.
Οι επικεφαλής των Narančasti εκτός από τη διαφαινόμενη αποχώρηση του Ντράζεν είχαν να αντιμετωπίσουν και αυτή του προπονητή, ο Τζούροβιτς έφυγε για τη Μπούντουτσνοστ. Ο Ίβκοβιτς ήταν η λύση που προκρίθηκε και υπέγραψε αλλά με το που έφτασε στο Μπαλντέκιν, ενημερώθηκε πως ο Πέτροβιτς θα έφευγε για το Ζάγκρεμπ και την Τσιμπόνα. Ακολουθώντας πιστά το δόγμα του Πίβα, ο Ντούντα έπρεπε να φτιάξει μια ομάδα χωρίς το μεγαλύτερο αστέρι της που εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτόν. Και τα κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο όπως δείχνουν τα αποτελέσματα στα τρία χρόνια που έκατσε στον πάγκο της Σιμπένκα, βγάζοντας την δύο φορές στα ευρωπαϊκά κύπελλα.
Η KSJ που είχε τα μάτια της στραμμένα πάνω του τον έχρισε το 86 βοηθό του Τσόσιτς και το 87 αν και εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο Νόβισαντ για τη Βοϊβοντίνα της δεύτερης κατηγορίας, απέπεμψε τον Κρέζο και έδωσε το χρίσμα στον Ντούντα με την εντολή να προετοιμάσει τους Πλάβι για το Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ.
Ο Ίβκοβιτς ξέρει τι να κάνει και είναι αποφασισμένος να το πετύχει ακόμα και αν πρέπει να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Κόβει από το ρόστερ βετεράνους όπως ο Ραντοβάνοβιτς και παίχτες σαν τον Γκρμπόβιτς αλλά κυρίως αφήνει εκτός τον Αλεξάντερ Πέτροβιτς με κίνδυνο να συγκρουστεί με τον Ντράζεν. Όμως τίποτα δεν συμβαίνει, ο Ντούντα εμπιστεύεται τον "Μότσαρτ" δίνοντας του απόλυτη ελευθερία κινήσεων και εκείνος που βλέπει πως έχει τη μεγάλη ευκαιρία να κατακτήσει ένα μεγάλο τρόπαιο με την εθνική ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες του.
Η συνέχεια θα είναι η πιο τρανή δικαίωση και για τους δύο, στη Σεούλ η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν ακόμα έτοιμη αλλά στο Ζάγκρεμπ και την Αργεντινή οι Πλάβι παρέδωσαν μαθήματα ολοκληρωτικού μπάσκετ. Ο Ντούντα είχε κερδίσει την αγάπη του Ντράζεν αλλά και κάτι ακόμα πιο δύσκολο, τον σεβασμό.
Ο Ίβκοβιτς μεγάλωσε και ωρίμασε μπασκετικά αυτά τα παιδιά, την τελευταία χρυσή γενιά της σπουδαιότερης ευρωπαϊκής σχολής, αυτής που είχε την τύχη να διαθέτει την σοφία και το μυαλό του Ντούντα στον πάγκο και το θεόσταλτο ταλέντο του Ντράζεν στο παρκέ. Ευλογημένα χρόνια...
Ο Οδυσσέας ναυαγός, ταλαιπωρημένος, εξαθλιωμένος και θεόγυμνος ξεβράζεται στην παραλία της Σχερίας, του νησιού των Φαιάκων, ύστερα από πάλη με τα κύματα τριών ημερών.
Τον περιθάλπει η Ναυσικά, κόρη του βασιλιά Αλκίνοου (αλκή = δύναμη + νους), που παίζει με τις υπηρέτριές της στην παραλία, δίπλα σ’ ένα ποτάμι.
Οι Φαίακες προσφέρουν εξαιρετική φιλοξενία στον Οδυσσέα, προτού τον ρωτήσουν καν ποιος είναι, και την επομένη διοργανώνουν αθλητικές και χορευτικές εκδηλώσεις για να τον ευχαριστήσουν.
Ο θείος Όμηρος ονοματίζει αρκετούς νέους Φαίακες που συναθροίστηκαν για τα αθλήματα.
Αξίζει να ετυμολογήσουμε τα ονόματα αυτά, για να πάρουμε μια μικρή γεύση από τη σοφία του ποιητή αλλά και του μοναδικού, υψηλού επιπέδου πολιτισμού των προγόνων μας, όπως διαφαίνεται στα έπη, αν τα εξετάσουμε λίγο βαθύτερα.
Προσέξτε. Σε όλα τα ονόματα ένα από τα συνθετικά ή απευθείας το όνομα σχετίζεται είτε με τη θάλασσα είτε με τα πλοία.
Πρέπει να λεχθεί ότι οι Φαίακες ζουν αποκλειστικά με τη θάλασσα και από τη θάλασσα, γι αυτό και είναι άριστοι ναυτικοί. Προσφέρουν αφιλοκερδώς βοήθεια στους ναυαγούς με τα έξυπνα πλοία τους που οδηγούνται αυτόματα, με τη σκέψη…
- Ωκύαλος = ωκύς + αλς = θάλασσα. Ο ταχύς σαν τη θαλάσσα.
- Ναυτεύς = ο ναύτης, εκ της λέξεως «ναυς» = πλοίο.
- Πρυμνεύς = πρημνός = το τελευταίο, έσχατο τμήμα του σκάφους.
- Ερετμεύς = ο κωπηλάτης, εκ του ρήματος ερέσσω. Ερετμόν είναι το κουπί.
- Ποντεύς = πόντος = θάλασσα.
- Πρωρεύς = πρώρα, πλώρη.
- Θόων = ο ταχύς, εκ του ρήματος θέω = τρέχω.
- Αναβισήνεος = ανά + βαίνω + ναυς = πλοίο. Ο ευρισκόμενος επί της νηός = του πλοίου).
- Αμφίαλος = αμφί + αλς = θάλασσα. Κείμενος μεταξύ δυο θαλασσών.
- Πολύνηος = πολύ + ναυς. Ο κάτοχος πολλών πλοίων.
- Τεκτονίδης = τεκταίνομαι = κατασκευάζω, φτιάχνω. Ο υιός του τέκτονος, του ναυπηγού που κατασκευάζει πλοία.
- Ευρύαλος = ευρύς + αλς. Ο ταξιδεύων στην πλατειά θάλασσα.
- Ναυβολίδης = ο υιός του Ναυβόλου: ναυς + βάλλω. Ο επιτυχώς ναυτιλλόμενος. Ο εμβάλλων φορτίο επί του πλοίου.
- Κλυτόνηος = ο κλυτός, ξακουστός λόγω των νεών του (των πλοίων του).
- Άλιος = ο θαλασσινός, εκ της λέξεως αλς = θάλασσα.
Το φαινόμενο είναι ασύγκριτο και ανεπανάληπτο αν σκεφτούμε ότι οι άλλοι λαοί της εποχής εκείνης συνεννοούνταν, όσο συνεννοούνταν, με άναρθρες κραυγές ή το πολύ με μερικές εκατοντάδες κακόηχες λέξεις, γι αυτό και οι πρόγονοί μας τους ονόμασαν βαρβάρους.
William McGregor Paxton, “Ναυσικά”. Wikimedia Commons
Η Χιόνη ήταν θυγατέρα του ποτάμιου θεού Νείλου και της Ωκεανίδας Καλλιρρόης.
Ζούσε στους αγρούς και κάποτε κακοποιήθηκε από κάποιο γεωργό. Για το λόγο αυτό, μεταμορφώθηκε από το θεό Ερμή, μετά από εντολή του θεού Δία, σε νεφέλη χιονιού, το οποίο πέφτοντας καταστρέφει τα σπαρτά.
ΣΠΑΝΙΑ αφίσα της ΟΝΝΕΔ (Οργάνωση Νέων Νέας Δημοκρατίας) περιόδου 1983-1984, η οποία προσκαλεί τον κόσμο για πορεία προς του ‘’ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ’’, για να τιμηθούν οι αγώνες των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στα ‘’Δεκεμβριανά’’ του 1944 κατά της ανταρσίας των κομμουνιστών.
Αγαπητοί φίλοι απόψε πρόκειται να σας μεταφέρω σε μία περίεργη παραθαλάσσια πανσιόν και να σας παρουσιάσω το εφιαλτικό έργο του Χάρολντ Πίντερ: Το πάρτι γενεθλίων.
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1958 και αποτέλεσε το τρίτο στη σειρά έργο του Πίντερ, ενώ ήταν και το πρώτο τρίπρακτο του. Η πρόσληψη του από το κοινό και την κριτική υπήρξε επεισοδιακή. Όταν παίχτηκε το έργο στην αγγλική τηλεόραση έκανε τους θεατές να τα χάσουν και τάραξε την ησυχία για πολλές ημέρες, για πολλές ημέρες ήταν θέμα συζήτησης.
Το Πάρτι γενεθλίων ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία έργων του ¨Θεάτρου του παραλόγου¨. Το Θέατρο του Παραλόγου (γαλλικά: Le Théâtre de l'Absurde) είναι φράση που χρησιμοποιείται σε αναφορά σε συγκεκριμένα έργα γραμμένα από έναν αριθμό βασικά Ευρωπαίων θεατρικών συγγραφέων στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960, καθώς και στο στυλ θεάτρου που εξελίχθηκε από το έργο τους. Ο όρος επινοήθηκε από τον κριτικό Μάρτιν Έσλιν, ο οποίος χρησιμοποίησε τη φράση ως τίτλο σε ένα βιβλίο του 1962 πάνω στο θέμα αυτό. Ο Έσλιν θεώρησε πως το έργο των συγγραφέων αυτών δίνει καλλιτεχνική άρθρωση στην φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ πως η ζωή είναι έμφυτα χωρίς νόημα, όπως επεξηγείται στο έργο του Ο Μύθος του Σισύφου. Το Θέατρο του Παραλόγου θεωρείται πως κατάγεται από τον Ντανταϊσμό, ανόητη ποίηση και αβάν-γκαρντ τέχνη των δεκαετιών του 1920 και 1930. Ωστόσο, το είδος αυτό του θεάτρου κατάφερε να γίνει δημοφιλές αφού ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τόνισε την αβεβαιότητα και επισφαλή θέση της ανθρώπινης ζωής. Η έκφραση Θέατρο του Παραλόγου έχει γίνει στόχος κριτικής από μερικούς συγγραφείς, και έτσι συναντάμε και τους όρους «Αντι-Θέατρο» και «Νέο Θέατρο». (Βίκιπέδια)
Η υπόθεση
H ιστορία διαδραματίζεται σε μία μίζερη παραθαλάσσια πανσιόν και διαρκεί μία ημέρα. Στην πανσιόν αυτή, την οποία διατηρεί η Mεγκ, μια καλοσυνάτη γυναίκα με τον σύζυγό της Πητ, έχει βρει καταφύγιο ο Στάνλεϋ, ένας πρώην πιανίστας. Mοναδικός ένοικος της πανσιόν μέχρι τη στιγμή που καταφθάνουν δύο μυστηριώδεις τύποι για να τον πάρουν μαζί τους. Mετά από μια παράλογη και εξοντωτική ανάκριση του οργανώνουν ένα «πάρτι γενεθλίων», το οποίο σταδιακά μετατρέπεται σε καφκικό εφιάλτη. Όπως ο Σάμιουελ Μπέκετ, έτσι και ο Πίντερ αρνείται να παράσχει λογικές εξηγήσεις για τις ενέργειες των χαρακτήρων του. Το νόημα του έργου δεν εξαρτάται από το να γνωρίζουμε τί έκανε ο Στάνλεϊ. Αυτό που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι σε κάποιο σημείο του παρελθόντος του αυτός, όπως όλοι μας, έκανε κάτι, είναι ένοχος. (culturnow)
Επιπλέον στοιχεία για το έργο
Η υπόθεση του έργου είναι υποτυπώδης, όπως σε όλα τα έργα του συγγραφέα. Μια μικρή ομάδα ζει σε ένα μικροαστικό εγγλέζικο σπίτι και κάποια στιγμή οργανώνεται ένα πάρτι γενεθλίων. Ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει.
Παρά τα πολλά κωμικοτραγικά γεγονότα το έργο παραμένει αινιγματικό και τρομακτικό. Ο θεατής παρατηρεί μια φαινομενικά κοινότυπη κατάσταση να φορτίζεται απότομα και επικίνδυνα με στοιχεία απειλής, τρόμου και μυστηρίου, παράλληλα με τη λεπτομερή αποτύπωση των διακυμάνσεων και την ηθελημένη παράλειψη μιας εξήγησης ή ενός κινήτρου της δράσης. Η παραθαλάσσια πανσιόν της Μεγκ και του Πητ είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο συμβαίνουν όλα αυτά. Πίσω από φαινομενικά απλούς ανθρώπους κρύβονται θύελλες που όταν ξεσπούν τους σαρώνουν.
Οι διάλογοι είναι απλοί (αποδραματοποιημένοι) και συνθέτουν κλιμακωτά μια ιδιότυπη και πολυεπίπεδη δραματουργική δομή που τελικά επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Λιτές περιγραφές με λέξεις ουτοπικές και δίσημες που οδηγούν σε μία ψυχαναγκαστική διαδικασία και δράση. Οι υποτυπώδεις συνεννοήσεις και επικοινωνίες καταλήγουν γρήγορα σε πλήρη αποτυχία.
Η υπόθεση είναι υποτυπώδης όπως σε όλα τα έργα του. Μία ομάδα ζει σε ένα μικροαστικό εγγλέζικο σπίτι και κάποια στιγμή οργανώνεται ένα πάρτι γενεθλίων. Ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει. Η διάλυση του κοινωνικού ιστού έχει προϋπάρξει, ήταν αυτή που συνάρμοζε τα άτομα προγενέστερων εποχών σε ένα σύνολο φαινομενικά ενιαίο, ένα σύνολο που αντιμετώπιζε με αίσθημα συλλογικής ευθύνης κάθε κοινό πρόβλημα. Αυτό το σύνολο έχει δώσει τώρα τη θέση του στον κατακερματισματισμένο άνθρωπο.
Στη βάση του το Πάρτι γενεθλίων, σύμφωνα με τον Κερ, μοιάζει να περιέχει όλα «τα αναγνωρίσιμα συμπαρομαρτούντα ενός παλιομοδίτικου θεατρικού μελοδράματος ή μιας ταινίας αγωνίας». Παρακολουθούμε «ένα θύμα που εγκλωβίζεται από επίδοξους γκάνγκστερ που θέλουν να ‘τον πάνε μια βόλτα’, ενώ ο εγκλωβισμός του συμβαίνει φανερά επί σκηνής». Ο Κερ προσεγγίζει το έργο στα πλαίσια μιας υπαρξιστικής προβληματικής. Ο κάθε άνθρωπος ερχόμενος στον κόσμο βρίσκεται σε ένα «κενό» και προσπαθεί μέσα από τις πράξεις του να ανακαλύψει την ταυτότητά του. Η πορεία ανακάλυψης και δόμησης της ταυτότητας είναι μια διαδικασία που δεν υπακούει σε κάποιο «προϋπάρχον σχέδιο, είναι μια διαδικασία δοκιμής και λάθους». Δεν είναι μια συνειδητή απόφαση, αλλά εγγενής στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. Από την άλλη, όμως, ο κάθε άνθρωπος «δεν είναι ο μοναδικός κάτοικος του κενού». Αυτή η συγκατοίκηση μπορεί ενδεχομένως να προκαλέσει τη συνάντηση μεταξύ των διαφορετικών υπάρξεων, μέσα από την οποία παράγεται
αναπόφευκτα η σύγκρουση. Φαινομενικά είναι μια πάλη για την εξουσία, στην πραγματικότητα όμως είναι μια πάλη για τον καθορισμό της ταυτότητας και τα αποτελέσματά της μπορεί να είναι καταστροφικά για τον έναν ή και για όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται σε αυτήν. Έτσι, το Πάρτι γενεθλίων μπορεί να ειδωθεί ως μια περιγραφή αυτής της αιφνίδιας, τυφλής, μυστηριώδους σύγκρουσης ανάμεσα στις αντίρροπες δυνάμεις που εκπροσωπούνται από τον Στάνλεϊ και από τους
Γκόλντμπεργκ και Μακάν, με το αποτέλεσμά της να παραμένει ακαθόριστο. «Το τελευταίο πράγμα που ακούμε είναι ο ήχος ενός αυτοκινήτου που απομακρύνεται».
Το έντονο χιούμορ είναι εμπλουτισμένο με τραγικά στοιχεία και οδηγεί σε πολιτικά και φιλοσοφικά μηνύματα. Η μελέτη του έργου, επίσης, αποκάλυψε τα «σκοτεινά στοιχεία κι’ έφτασε στα άδυτα της ψυχής» όπου ελλοχεύει ο φόβος, ο πόνος και η αβεβαιότητα του παρόντος και του μέλλοντος. Όπως και ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο συγγραφέας αρνείται να παράσχει λογικές εξηγήσεις. Η παράσταση αρχίζει και τελειώνει με τα ίδια τετριμμένα λόγια ανάμεσα στο ζευγάρι (Μεγκ και Πητ), που του λείπει η ουσιαστική επαφή και σχέση.
Οι πρωταγωνιστές…
Όσον αφορά τον κεντρικό ήρωα (Στάνλεϋ) Ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητά του, εγείρονται και για τον κεντρικό ήρωα του έργου, τον Στάνλεϊ, αποδέκτη της βίας των δύο «μυστηριωδών» κακοποιών, τον οποίο πολλοί μελετητές είδαν ως απόγονο του Γιόζεφ Κ. της Δίκηςτου Κάφκα (Franz Kafka).
Αυτό που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι, ο πρωταγωνιστής μας σε κάποιο σημείο του παρελθόντος έκανε κάτι, είναι όπως όλοι μας ένοχος. Ο Στάνλεϋ στην πορεία καταρρέει σωματικά με συνακόλουθο την απάλειψη της ανθρώπινης συνείδησης και την αχρήστευση του ανθρώπινου μυαλού, θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο του πιντερικού ενδιαφέροντος.
Εχθρικός προς τον έξω κόσμο, τελικά η πραγματικότητα θα εισβάλει, η απειλή θα εισβάλει στην επίπλαστη πραγματικότητα του. Η βραδιά έχει τελικά τρομερό αντίκτυπο σ’ αυτόν, γεγονός που διαπιστώνεται το επόμενο πρωί. Οι δύο κύριοι αποχωρούν πέρνοντας μαζί τους τον σπαραλιασμένο Στάνλεϋ και αφήνοντας τη Λούλου σε μια οδυνηρή εμπειρία.
Σε προγενέστερο χρόνο ο Στάνλεϋ εκμεταλλεύεται την προθυμία των ιδιοκτητών και ιδιαίτερα της Μεγκ που του αφοσιώνεται. Ο σύζυγος της, ο Πητ πηγαινοέρχεται στην ασήμαντη δουλειά του χωρίς να δίνει την πρέπουσα προσοχή στη Μεγκ και στην κακότροπη συμπεριφορά του Στάνλεϋ.
Ο Πίντερ αρνείται να παράσχει λογικές εξηγήσεις για τις ενέργειες των χαρακτήρων του. Οι φορείς απειλής στο έργο του είναι οι δύο άγνωστοι Γκόλτεμπεργκ και Μακάν. Είναι οι δύο άνδρες όντως απεσταλμένοι κάποιας μυστικής οργάνωσης την οποία έχει προδώσει ο Stanley ή μήπως πρόκειται για άντρες νοσοκόμους που στάλθηκαν για να φέρουν τον ήρωα πίσω σε ένα άσυλο από το οποίο έχει δραπετεύσει; Το ερώτημα όμως δεν θα πάρει ποτέ απάντηση. Αντ ΄αυτού, οι δύο άνδρες οργανώνουν ένα πάρτι γενεθλίων για έναν τρομοκρατημένο Στάνλεϋ, ο οποίος επιμένει ότι δεν είναι τα γενέθλιά του.
Τα δύο αυτά πρόσωπα, που κατά βάση λειτουργούν ως θύτες στο έργο, παρουσιάζουν και κάποιες στιγμές αδυναμίας που αυτόματα τους προσδίδουν την ιδιότητα του θύματος, όπως επισημάνθηκε από διάφορους μελετητές. Ας μην παραλείψουμε και τη λιγότερο προφανή προσέγγισή τους, ως του κωμικού ζευγαριού των γκάνγκστερ που «ανάμεσα στις ανακρίσεις προβαίνουν σε διασκεδαστικά σχόλια για την παράδοση, τη νεωτερικότητα, και τις δυσκολίες της εργασιακής καθημερινότητας»
Η σκηνή της τυφλόμυγας
Στη σουρεαλιστική σκηνή [της τυφλόμυγας] όπου ο Στάνλεϊ προσπαθεί να στραγγαλίσει τη Μεγκ και να βιάσει τη Λούλου, η χωρίς προσχήματα επιθετικότητά του και η αδικαιολόγητη –με ρεαλιστικούς όρους– βία κατά των γυναικών υποδηλώνουν ότι οι δύο γυναίκες έχουν μεταμορφωθεί στο διαταραγμένο μυαλό του Στάνλεϊ σε απειλητικά σύμβολα της θηλυκότητας. Ολόκληρη η σκηνή παίρνει τη μορφή αρχαίας φυλετικής τελετουργίας, περιεχόμενο της οποίας είναι ο εξορκισμός του κινδύνου που αντιπροσωπεύει το θηλυκό στοιχείο.
Το έργο εντέλει αποτελεί αντικείμενο ενός μεγάλου αριθμού αναλύσεων και ερμηνειών, θεωρητικών όπως και σκηνοθετικών, ο ίδιος ο Πίντερ, από δηλώσεις του, φαίνεται ότι αυτό που τον ενδιαφέρει να δει στο έργο είναι «η καταδίωξη ως φαινόμενο που επαναλαμβάνεται σε όλη την ανθρώπινη ιστορία».