Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Από τη συλλογή διηγημάτων της Σοφίας Γκούσιου Τα μεταμεσονύχτια, (2012)

 Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων η μουσική παίζει τις νύχτες – οι παλιές αγάπες αναβιώνουν – οι στίχοι γράφονται στους τοίχους... για ένα βράδυ, μόνο για ένα βράδυ ο καθένας, στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων.

Πώς έφτασες δεν είναι σίγουρο, μόνο κοιτάς αφηρημένα το κορίτσι που σου προτείνει τα κλειδιά για κάποιο δωμάτιο που δε θυμάσαι να ζήτησες.

- Σας έβαλα στο 201.

Και σου κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Τα χείλη της – συνειδητοποιείς καθώς απομακρύνεσαι από τη ρεσεψιόν – δεν άνοιξαν ποτέ. Διατήρησαν το σχήμα τους – σαν κόκκινη λεπτή γραμμή - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου – από την πρώτη ματιά μέχρι την τελευταία. Κι όμως θυμάσαι τον αριθμό του δωματίου ξεκάθαρα και τη φωνή της ν’ αντηχεί στ αυτιά σου.

Πριν βάλεις το κλειδί στην πόρτα – μπρούτζινα γράμματα που αντανακλούν στο φως του διαδρόμου – νιώθεις το παιδί με τις βαλίτσες πίσω σου. Έφερες βαλίτσες; Από πού; Καθώς του δίνεις ένα μικρό φιλοδώρημα – ό,τι βρήκες στις τσέπες του παντελονιού σου – σε ενημερώνει επί του ορόφου

- Απέναντι σας μένει πάντα ο Τζιμ Μόρισον. Δεν δίνουμε ποτέ το δωμάτιό του σε επισκέπτες. Τους ενοχλεί, ξέρετε, όλη νύχτα απαγγέλλει ποιήματα. Αν δεν μπορέσετε να κοιμηθείτε ειδοποιήστε τη ρεσεψιόν σας παρακαλώ.

Τον ευχαριστείς με ένα νεύμα – αβέβαιος πώς μπορείς να απαντήσεις.

Παρακολουθείς τα πάντα μουδιασμένα, από μια σκοτεινή γωνία – κρυμμένη κάπου στις πτυχές της δειλής σου ύπαρξης. Ακόμα και τον εαυτό σου που κλείνει την πόρτα απαλά. Κρυφοκοιτάς το σκουρόχρωμο κορμί, τον τρόπο που περπατάς κάπως σκυφτός, κάπως όρθιος – ενδιάμεσα. «Η ζωή σου κρίθηκε στα ημίμετρα», σιγοτραγουδάει το χαιρέκακο κομμάτι σου καθώς ανοίγεις τις κουρτίνες και χαζεύεις ένα δάσος σκοτεινό, ριγμένο κάπως άτακτα πέρα από τις μαρμάρινες αυλές και το μισογεμάτο σιντριβάνι. Τα βατράχια στήνουν χορό στα ξεχασμένα νερά.

Στο τραπέζι περιμένει ένας δίσκος με φαγητό – μήπως το παρήγγειλες και δεν το θυμάσαι; Δεν πεινάς, πείθεις τον εαυτό σου, και μπαίνεις στο μπάνιο. Στον καθρέφτη, το κορμί σου φαίνεται θολό μέσα από τους υδρατμούς, κι αυτή την ουλή στο στήθος σου δεν τη θυμάσαι καθόλου. Περνάς τα δάχτυλα σου πάνω από το ροζ σημάδι, από το λαιμό σου, στη θηλή σου, στα πλευρά σου, μία γραμμή λεπτή – πολύ λεπτή – όπως τα χείλη του κοριτσιού στη ρεσεψιόν – το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου.

Στάλες νερό στολίζουν το χαλί καθώς τινάζεις τα μαλλιά σου πίσω. Στον καθρέφτη ρίχνεις μια φευγαλέα ματιά και καθώς έρχεται το αναμενόμενο χτύπημα στην πόρτα, το είδωλο σου σηκώνει το αριστερό του φρύδι στον καθρέφτη. «Στα ημίμετρα!» – ψιθυρίζει το επίμονο κομμάτι σου καθώς βάζεις το χέρι σου στο πόμολο και το γυρνάς αργά.

Το χέρι της είναι ακόμα στον αέρα, το στόμα της είναι μισάνοιχτο – επιτέλους ένας κύκλος παρά μια κόκκινη γραμμή – και τα μάτια της κοκκινίζουν σχεδόν αστραπιαία. Αυτόματα θυμάσαι, βγαίνεις σαν μισοπνιγμένος από την ομίχλη και βάζεις το χέρι σου στο στόμα της.

- Χωρίς ονόματα. Αν το πεις χάθηκα.

Και την τραβάς μέσα.

Στα λινά σεντόνια το δέρμα της είναι ακόμα το ίδιο τρυφερό, το ίδιο σκούρο, το ίδιο... με το δικό σου. Κλαίει ονειρικά στην αρχή, κυλάνε αλμυρά δάχτυλα στον τρυφερό λαιμό της. Χωρίς κουβέντα– την κρατάς αγκαλιά από πίσω, σαν παιδί, την ασφαλίζεις ανάμεσα στα πόδια σου και δένεις τα χέρια σου μπροστά στο στήθος της.

Τη γαμάς απλά και γρήγορα. Δεν υπήρχε άλλωστε ποτέ καλύτερο κρεβάτι μεταξύ σας. Και τραβάς νοητή γραμμή κάτω από την πρόταση. Ποτέ καλύτερο κρεβάτι. Γραμμή. Λεπτή και κόκκινη - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου.

Φιλάς τα άγια της δάχτυλα και κλείνεις τα μάτια της με το χέρι σου, καθώς κοιμάται. Τα τσιγάρα είναι στην τσέπη σου – δεν είχες σκεφτεί το κάπνισμα μέχρι τώρα – και ο αναπτήρας αφημένος σε ένα από τα τραπεζάκια του δωματίου. Ανοίγεις την πόρτα αλλά δεν κοιτάς πίσω – ξέρεις, πολύ βαθιά και πολύ σίγουρα, ότι το κορμί δεν είναι πια εκεί αν και η μυρωδιά παραμένει.

Στέκεσαι στο παράθυρο του διαδρόμου, τα φώτα κάπως χαμηλωμένα και, καθώς ο καπνός σου στροβιλίζει στον αέρα, οι μπότες του Τζιμ Μόρισον αντηχούν στο διάδρομο και η φωνή του μελωδικά διώχνει το φως. Από τις σκιές του διαδρόμου σε ρωτάει νυσταγμένα:

- Ακόμα εδώ;

- Ακόμα.

- Ήρθε;

- Κι έφυγε ήδη.

Απλώνει το χέρι του μέσα από το σκοτάδι και σε χτυπάει στον ώμο.

Σηκώνεις το τσιγάρο στα χείλη σου και η μυρωδιά της – που έχει μείνει στα δάχτυλά σου – εισβάλει βίαια και γρήγορα και ανατινάζει το σώμα σου.

- Είναι κρίμα που δεν γράφεις μουσική – ψιθυρίζει ο Τζιμ Μόρισον από τις σκιές – ίσως να περνούσε ο καιρός γρηγορότερα, κι απομακρύνεται απαγγέλλοντας το Shaman’s Blues.

Εσύ, ο Τζιμ Μόρισον και ο Μαρά – γεμάτοι ουλές που έκλεισαν εδώ και χρόνια, μόνιμοι κάτοικοι στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Ο Τζιμ δέχτηκε την επίσκεψή του πολύ πριν φτάσεις και δεν μιλάει ποτέ γι αυτήν. Ο Μαρά σου είπε μια νύχτα μεθυσμένος ότι ο επισκέπτης άφησε καινούριες ουλές στον τρυφερό Καλιφορνέζο ποιητή. Άλλες λεπτομέρειες δεν έμαθες. Ο Μαρά ακόμα περιμένει τη δική του – αιώνες μετά. Υποπτεύεσαι καμιά φορά, τις λευκές νύχτες της ανίας, ότι η επίσκεψή του ήρθε και πέρασε αιώνες πριν ενώ αυτός χασομερούσε κάπου πνιγμένος στο ποτό και τις τύψεις.

Όλοι οι άλλοι περνάνε και φεύγουν. Άλλοι μια νύχτα, άλλοι δύο. Εσύ σταμάτησες να μετράς εδώ και καιρό. Περίμενες χωρίς αιτία, μπεκρόπινες με τους ποιητές της επανάστασης και συζητούσες στίχους και γυναίκες με την ίδια απάθεια.

Τώρα που ήρθε κι έφυγε η επίσκεψή σου – σε μια στιγμή κατάλαβες, σε μια στιγμή απόκτησες, σε μια στιγμή έχασες. Θα περιμένεις. Εσύ... επισκέπτης στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων. Μόνιμος κάτοικος. Στο μεταίχμιο, στο μεταξύ, στο ημίμετρο. Στη λεπτή και κόκκινη γραμμή - το σύνορο μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου.

Στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων η μουσική παίζει τις νύχτες – οι παλιές αγάπες αναβιώνουν – οι στίχοι γράφονται στους τοίχους... για ένα βράδυ, μόνο για ένα βράδυ ο καθένας, στο ξενοδοχείο των φαντασμάτων.

 


Δημοσιεύθηκε στο blog Φιλοξενείο

Ο Εαυτός (η εικόνα του Εαυτού): Ρενέ Μαγκρίτ (1898-1967), The False Mirror, 1928

 Πρόκειται για μια ισχυρή εικόνα ενός ματιού που κοιτάζει τον θεατή, με σύννεφα να διέρχονται από την ίριδα του ματιού. Θεωρούμε τα μάτια ως τα παράθυρα της ψυχής ή ότι μας παρέχουν πληροφορίες για την προσωπικότητα κάποιου. Η σουρεαλιστική εικόνα της εμφάνισης των σύννεφων αντί της ίριδας, μπορεί να σημαίνει ότι κοιτάζουμε τον εαυτό μας ή κοιτάζοντας προς τα έξω διερευνώντας το μάτι και το μυαλό κάποιου άλλου. Εναλλακτικά, αυτός ο πίνακας θα μπορούσε να είναι ένα ωραίο, εναλλακτικό ξεκίνημα σε μια διάλεξη ψυχολογίας σχετικά με την εικόνα του εαυτού. Και στις δύο περιπτώσεις, η εικόνα είναι μια συναρπαστική εικόνα που παίζει με την επιθυμία μας να κατανοήσουμε τους άλλους, αν όχι τους εαυτούς μας, κοιτάζοντας τα μάτια τους.



ΤΟ ΧΡΥΣΕΛΕΦΑΝΤΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ

 Πριν από 3000 χρόνια η Ολυμπία αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό θρησκευτικό κέντρο στη νοτιοδυτική Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν το Δια, τον βασιλιά των θεών, και τον τιμούσαν εδώ σε τακτά χρονικά διαστήματα με πολλές λατρευτικές εκδηλώσεις. Οι τελευταίες περιλάμβαναν και αθλητικούς αγώνες. Οι πρώτοι ολυμπιακοί αγώνες οργανώθηκαν το 776 π.Χ. από τότε και επί 1100 χρόνια, οι αγώνες γινόταν κάθε 4 χρόνια. Στη διάρκειά τους σταματούσαν οι πόλεμοι.

Ο ναός του Δία

Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα οι πολίτες της Ολυμπίας αποφάσισαν να οικοδομήσουν έναν ναό για να τιμήσουν το Δία. Το μεγαλόπρεπο οικοδόμημα χτίστηκε ανάμεσα στα 466 και 456 π.Χ. Κατασκευάστηκε από λίθινους ογκόλιθους και συμπαγείς κίονες. Για λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του δεν υπήρχε άγαλμα του Δία, ώσπου αποφασίστηκε να γίνει κι αυτό. Ανατέθηκε στον περίφημο Αθηναίο γλύπτη Φειδία.



Ο γλύπτης Φειδίας, ήδη είχε φτιάξει άλλα δύο υπέροχα αγάλματα στην Αθήνα, της θεάς Αθηνάς. Στην Ολυμπία ο Φειδίας με τους συνεργάτες του αρχικά έφτιαξε μια ξύλινο κατασκευή προκειμένου να λειτουργήσει ως σκελετός του αγάλματος. Στη συνέχεια το κάλυψαν με πλάκες από ελεφαντόδοντο για να απεικονίσουν τη γυμνή επιδερμίδα του θεού και φύλλα χρυσού για τα ενδύματά του. Οι τεχνίτες κάλυψαν τις συνδέσεις τόσο καλά ώστε τα άγαλμα να δείχνει ενιαίο. Το άγαλμα ήταν τοποθετημένο πάνω σε θρόνο με ένθετες διακοσμήσεις από έβενο και πολύτιμους λίθους. Όταν ολοκληρώθηκε το ύψος του ήταν 13 μέτρα και το κεφάλι του έφτανε σχεδόν στην οροφή του ναού. Έδινε την εντύπωση πως αν σηκωνόταν ο Ζευς όρθιος θα σάρωνε την οροφή! Στους τοίχους του ναού κατασκευάστηκαν εξέδρες προκειμένου οι επισκέπτες να θαυμάζουν από κοντά το πρόσωπο του θεού. Μετά την ολοκλήρωσή του, το 435 π.Χ. το άγαλμα αποτέλεσε τα επόμενα 800 χρόνια ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα του κόσμου.


Η απαγωγή του αγάλματος


Γύρω στο 40 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας, πρόσταξε να μεταφερθεί το άγαλμα στη Ρώμη. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση, όταν έφτασαν οι εργάτες για να το διαλύσουν, το άγαλμα έβγαλε ένα τόσο τρανταχτό γέλιο, ώστε σκόρπησαν από το φόβο τους. Αργότερα, το 391 μ.Χ. με την άνοδο του χριστιανισμού, οι Ρωμαίοι απαγόρευσαν τους Ολυμπιακούς αγώνες κι έκλεισαν τους ελληνικούς ναούς. Στη συνέχεια το άγαλμα του Δία μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 462 μ.Χ. μια πυρκαγιά κατάστρεψε το ανάκτορο, όπου βρισκόταν το άγαλμα, με αποτέλεσμα να χαθεί οριστικά.


Κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα η περιοχή της Ολυμπίας συγκλονίστηκε από σεισμούς. Ο ναός και το στάδιο καταστράφηκαν από κατολισθήσεις και πλημμύρες, ενώ η λάσπη κάλυψε ό,τι απέμεινε. Κάτω από τη λάσπη διατηρήθηκαν τα υπολείμματα , τα οποία ανακάλυψαν στην εποχή μας οι αρχαιολόγοι. Σήμερα, οι επισκέπτες μπορούν να επισκεφτούν τα ερείπια του ναού και τη θέση όπου βρισκόταν το άγαλμα.


πηγή:polioxni.wordpress.com


H ψυχική ασθένεια και ο εγκλεισμός σε ίδρυμα: Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890), Corridor in the Asylum, 1889

 Οι εμπειρίες του Βαν Γκογκ κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του μοιάζουν να προωθούν μια προφανή σύνδεση ανάμεσα στην ψυχολογία και την τέχνη. Οι τελευταίοι πίνακες του Βαν Γκογκ φαίνεται να πληρούν τις προϋποθέσεις για την απεικόνιση των θεμάτων της «παραφροσύνης» και της δημιουργικότητας. Αυτός ο συγκεκριμένος πίνακας, που δείχνει ένα μακρύ διάδρομο που ξεθωριάζει, αιχμαλωτίζει τη μοναξιά και την αποδιοργάνωση της ζωής σε ένα ίδρυμα στα τέλη του 19ου αιώνα.



Πηγή https://www.psychologynow.gr/psyxologia-texni/eikastika/4593-15-spoudaia-erga-texnis-pou-syndeontai-me-tin-psyxologia.html

Λεντς, του Μάικλ Στοττ. Το θέατρο της Δευτέρας

Αγαπητοί φίλοι απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω το έργο του βρετανού θεατρικού συγγραφέα Μάικλ Στοττ, Λεντς. Αφορά ένα επεισόδιο από τη ζωή του ποιητή Γιάκομπ Ράινχολντ Λεντς (1751-1792).

Το έργο αποτελεί θεατρική διασκευή διηγήματος του γερμανού λογοτέχνη Γκέοργκ Μπύχνερ που γράφτηκε το 1836 (ο τίτλος Λεντς δόθηκε από μεταγενέστερους εκδότες). Πρωτογενή πηγή για το έργο αποτέλεσε η μικρής έκτασης έκθεση του πάστορα Όμπερλιν με τίτλο Ο κύριος Λ. Ο πάστορας προσέφερε άσυλο στο Λεντς στη βόρεια Αλσατία, όταν ο άτυχος ποιητής είχε αρχίσει να παρουσιάζει ψυχικές διαταραχές.


Η υπόθεση:

Σ'ένα μέσο αστικό σπίτι, ένας πάστορας και η γυναίκα του έχουν φτιάξει μία φωλιά με ισχυρή ακτίδα φωτός, πράγμα το οποίο έχει γίνει γνωστό σε μακρινούς και κοντινούς φίλους, με αποτέλεσμα να επιζητούν τη συναναστροφή της. Ο Λεντς εισβάλλει και προσπαθεί να βρει την προσωπική του ηρεμία που θα τον «θεραπεύσει» από τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του αλλά ταυτόχρονα θα τον βοηθήσει να ολοκληρώσει τη συγγραφική πορεία του. Πόσο είναι εφικτό; Όταν ένα φως συναντά ένα άλλο, ενώνονται ή κατ'ανάγκη χωρίζουν; 


Λίγα ακόμη στοιχεία για το έργο:

Το έργο περιγράφει είκοσι ημέρες από τη ζωή του ποιητή Γιάκομπ Λεντς, σύγχρονου του Γκαίτε κι ενός εκ των πρωτεργατών του κινήματος Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drag). Το κίνημα «Θύελλα και Ορμή» αντιτάχθηκε στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού και τους κανόνες και έδωσε έμφαση στην εκδήλωση συναισθημάτων και στα ανθρώπινα πάθη. Στην ουσία, ήταν μια επανάσταση κατά του γαλλικού κλασικισμού και των λογοτεχνικών συμβάσεών του και ήταν ένα κίνημα αμφισβήτησης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1770 ο Λεντς μαζί με το Γκαίτε ήταν κεντρικοί δημιουργοί του συγκεκριμένου κινήματος.

Ο Μπύχνερ συγκεντρώνει ενδιαφέρουσες για τον ποιητή Λεντς που έζησε την ίδια περίοδο με εκείνον, και κατέληξε μισότρελος (από το 1778 δείχνει ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ψυχικής διαταραχής). Ο γερμανός λογοτέχνης συμπάσχει με τον κατατρεγμένο Λεντς καθώς επιπλέον είναι νεαρός γιατρός και τον βλέπει ως ψυχιατρική περίπτωση. Ως ανισόρροπος, ο Λεντς ήταν αυτός που προσέγγισε το Μπύχνερ.

Κέντρο της ιστορίας είναι η πάλη του Λεντς με τον εαυτό του, τον διώκει το τέρας της παράνοιας, καθώς έχει φωλιάσει μέσα του και τον κυνηγά, επιπλέον αναστατώνει και το ήρεμο περιβάλλον του πάστορα. Η σχιζοφρένεια χωρίζεται στα δύο, με το ένα μέρος προσπαθεί να σώσει το άλλο και να φωνάζει στον εαυτό του. Μέσα του συγκρούονται η αυτοκαταστροφική διάθεση και το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Έχουμε τελικά να κάνουμε με ένα ιδιαίτερο ψυχογράφημα που εξετάζει την πορεία ενός συγγραφέα προς την τρέλα και κατά πόσο αυτή επηρεάζεται από το περιβάλλον, τις ανθρώπινες σχέσεις και τα κοινωνικά αδιέξοδα.


Ο Γκλεοργκ Μπύχνερ



Ο Lenz στρέφεται προς την ελπίδα που μοιάζει να του προσφέρει η θρησκευτική πίστη, αλλά και η πίστη του, όπως και το ένστικτό του, ταλαντεύονται μεταξύ των οραμάτων της διατήρησης και της καταστροφής, τη σωτηρία και την καταδίκη. Ο ίδιος φαντάζεται τον εαυτό του εκ περιτροπής, ως προφήτη-σωτήρα και ως αμαρτωλό που απορρίφθηκε από τον Θεό. Προσπαθεί να οικειοποιηθεί μια θρησκευτική πίστη όπως ο Oberlin, αλλά αυτή διαστρεβλώνεται και απειλεί το μυαλό του. Ο Lenz συναντά την παραδοσιακή, αναπόσπαστη προτεσταντική πίστη της ηλικίας του πριν από τις μεγάλες επαναστατικές ανακατατάξεις της Ευρώπης, αλλά, όπως έχει ερμηνευθεί από τον πολιτικά ριζοσπαστικό Büchner του μετεπαναστατικού 1830. (mytheatro)

Είναι ένα ατμοσφαιρικό και κλειστοφοβικό έργο. Ο Λεντς του Μπύχνερ ήταν η μήτρα πολλών μεταγενέστερων λογοτεχνικών κειμένων και ψυχιατρικών μελετών με κεντρικό άξονα το βύθισμα στην τρέλα. Ο συγγραφέας συμπάσχει ακόμη, ως πολιτικός εξόριστος, με τον κατατρεγμένο Λεντς.

Το έργο είναι ένα από τα ανδιαμφισβήτητα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας, ο Λεντς, έλαβε πολλές ακραίες θετικές κριτικές από επιφανείς κριτικούς της Germanistik, η σημασία του έργου για τη γερμανική λογοτεχνία είναι μεγάλη. Ο Μπύχνερ τέλος μέσα από αυτό το έργο δείχνει να προσανατολίζεται προς τη λογοτεχνία του "δημιουργού" Λεντς.

Τίτλος θεατρικής παράστασης: Λεντς 

Έτος: 1981 

Είδος: Τηλεοπτική πρεμιέρα: 18 Μαϊου 1981 

Τηλεοπτική περίοδος: 1η Κανάλι: ΕΡΤ 

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ποταμίτης , Κώστας Ζωγόπουλος 

Συγγραφέας: Georg Buchner , Mike Stott 

Σενάριο: Ροζίτα Σώκου (μετάφραση & διασκευή κειμένου) 

Ηθοποιοί: Δημήτρης Ποταμίτης , Σοφία Μυρμηγκίδου , Βασίλης Μητσάκης , Μαρία Κωνσταντάρου , Νίκος Κούρος , Κώστας Αθανασόπουλος


Ο Δημήτρης Ποταμίτης στο ρόλο του Λεντς



                                    Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι GPITRAL7 Radio on ... Έαρ :





Πηγές:

https://www.retrodb.gr/wiki/index.php?title=%CE%9B%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%82&oldid=85781

https://www.mytheatro.gr/lenz-buchner-studio-kipselis/

https://theaterproject365.wordpress.com/2017/01/20/%CE%BB%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BB-%CE%B3%CE%BA%CE%AD%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%BA-%CE%BC%CF%80%CF%8D%CF%87%CE%BD%CE%B5%CF%81/


Ιωάννης Αλταμούρας, κύματα...

 Ο Ιωάννης Αλταμούρας είναι ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη θαλασσογραφία. Απόψεις από τα λιμάνια και τις ακτές της Δανίας, όπου βρέθηκε για τις σπουδές του, είναι οι βασικές πηγές έμπνευσής του. Ενταγμένος στα κινήματα που απηχούσαν τις προεμπρεσιονιστικές τάσεις στη Βόρεια Ευρώπη, απομακρύνεται από κάθε διηγηματική περιγραφή του αντικειμένου και απελευθερωμένος μελετά τη μεταμόρφωση της ατμόσφαιρας ή της θάλασσας τη συγκεκριμένη στιγμή. 



Η απομάκρυνση του Αλταμούρα από την ανεκδοτολογική περιγραφή του αντικειμένου, επισημαίνεται κατά τον καλύτερο τρόπο στα «Κύματα», στα οποία φαίνεται ότι ο ζωγράφος δεν ενδιαφέρεται για την ακριβή απεικόνισή του θέματος παρά για την απομόνωση ενός συγκεκριμένου μοτίβου και την απόδοση της εικόνας του, όπως διαφοροποιείται με τη διαρκή κίνηση κάτω από την επίδραση του φωτός.

Η Καππαδοκία και η Κύπρος

Δύο τουλάχιστον φορές μεταφέρθηκαν χιλιάδες Καππαδόκες από την Καππαδοκία στην Κύπρο. Την πρώτη φορά επί του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά (καταγόταν από την Καππαδοκία), ο οποίος αφού κατανίκησε τον Αραβικό στόλο, έστειλε τον στρατηγό του Χαλκούτση να απαλλάξει (το 965 μ.Χ.) την Κύπρο από την αραβική κατοχή. 





Επειδή ο χριστιανικός πληθυσμός της Κύπρου είχε σημαντικά μειωθεί και οι Μουσουλμάνοι είτε σφάχθηκαν είτε πρόλαβαν να φύγουν για να γλυτώσουν τη σφαγή, ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς έστειλε από την ιδιαίτερη πατρίδα του την Καππαδοκία χιλιάδες Έλληνες χριστιανούς Ρωμιούς για να εποικίσουν την Κύπρο.  


Τη δεύτερη φορά η Κύπρος εποικίστηκε από χιλιάδες Καππαδόκες χριστιανούς-Ρωμιούς και εξισλαμισθέντες Καππαδόκες, επί του Σουλτάνου Σελίμ Β΄, αμέσως μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571 μ.Χ.. Έτσι, το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελληνοκυπρίων και των λεγόμενων Τουρκοκυπρίων έχουν κοινή καταγωγή από την Καππαδοκία. Κατάγονται από Ρωμιούς Καππαδόκες κι από εξισλαμισθέντες πρώην Βυζαντινούς-Ρωμιούς Καππαδόκες. 


Μάλιστα κατά τον δεύτερο εποικισμό των Καππαδοκών (Ρωμιών Χριστιανών και εξισλαμισθέντων Βυζαντινών) επενέβη στον Σουλτάνο ο μεγάλος αρχιτέκτονας και γενίτσαρος Μιμάρ Σινάν [το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ Δογάνογλου (της Γερακίνας γιός)], προκειμένου να εξαιρεθούν από τον υποχρεωτικό εποικισμό της Κύπρου οι Χριστιανοί Ρωμιοί κάτοικοι της ιδιαίτερης πατρίδας του, τους Αγίους Αναργύρους (σήμερα Αγυρνά, Ağırna) της επαρχίας της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Και πράγματι το αίτημά του έγινε αποδεκτό από τον Σουλτάνο Σελίμ Β΄. Κι έτσι γλίτωσαν από την εξορία-υποχρεωτική μετανάστευση στην Κύπρο οι κάτοικοι των Αγίων Αναργύρων της επαρχίας της Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ο λόγος του μεγάλου Καππαδόκη αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν εισακούστηκε, διότι είχε μεγάλο κύρος. Και μη ξεχνάμε άλλωστε ότι ο μεγάλος αρχιτέκτονας Μιμάρ Σινάν είχε κατασκευάσει, προς τιμήν του Σουλτάνου Σελίμ Β΄, το επιβλητικό τέμενος Σελιμιγιέ.


Νικόλαος Γ. Ιντζεσίλογλου

Ομότιμος Καθηγητής του ΑΠΘ


ΥΓ. Όπως ίσως το παρατηρήσατε, στο παραπάνω κείμενο έχω γράψει τη λέξη "γλύτωσαν" και "γλίτωσαν". Δηλαδή και με "ύψιλον" και με "γιώτα". Δεν υπάρχει ορθογραφικό λάθος. Η πιο σωστή γραφή είναι με "ύψιλον", ενώ με "γιώτα" είναι η γραφή στο πλαίσιο της απλοποίησης της γλώσσας.

 

Το ρήμα "γλυτώνω" προέρχεται απ' το μεσαιωνικό ρήμα "εκλυτώνω", που σημαίνει ελευθερώνω, χαλαρώνω, το οποίο προέρχεται με τη σειρά του απ' το κοινό ελληνιστικό επίθετο "ἔκλυτος" που σημαίνει αφημένος ελεύθερος, χαλαρός, που έχει ως αρχική ρίζα το γνωστό μας αρχαίο ελληνικό ρήμα "λύω".

Η ταράτσα του Ιάκωβου Ρίζου. 1897

 «Αξίζει να κοιτάξουμε ένα έργο που έχουμε δει αλλά λίγοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη πίσω από το έργο. Είναι η ταράτσα του Ιάκωβου Ρίζου που σπούδασε στο Παρίσι, εκφράζει το πνεύμα της Μπελ Επόκ, και η ζωγραφική του έχει ως κύριο θέμα όμορφες και κομψές γυναίκες που απεικονίζονται μέσα σε πλούσια ανάκτορα ή σε κήπους. Είναι μια ζωγραφική ευχάριστη και ανώδυνη. Η “Αθηναϊκή βραδιά”, ένα από τα πιο γοητευτικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα, εκφράζει το κλίμα ευφορίας, το ευ ζην των πλούσιων αστών της Αθήνας στο τέλος του αιώνα. Στην ταράτσα ενός νεοκλασικού σπιτιού στην περιοχή της Πλάκας, ένας όμορφος αξιωματικός του ιππικού απαγγέλλει ποίηση σε δύο ωραίες Αθηναίες που τον ακούνε μαγεμένες, μέσα σε ένα διαβρωτικό ποιητικό αίσθημα που κάνει το έργο αξιολάτρευτο». 



Ο Άγιος Ματθίας

 Ο άγιος Ματθίας ήταν ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Χριστού, ο οποίος και συγκαταριθμήθηκε με τους ένδεκα αποστόλους, αντί του Ιούδα του Ισκαριώτη.




Κήρυξε το ευαγγέλιο στην έξω Αιθιοπία κι αφού υπέστη πολλά μαρτύρια από αυτούς, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό᾽.


Ο απόστολος Ματθίας όχι άμεσα, αλλά έμμεσα – μέσω κλήρου – κλήθηκε από τον Κύριο να αναπληρώσει τη θέση του προδότη μαθητή Ιούδα του Ισκαριώτη.


Συνεπώς κατ᾽ουσίαν ανήκει στη χορεία των δώδεκα κι έδρασε, όπως κι εκείνοι, στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων, δίνοντας και τη ζωή του στην υπακοή της πίστεως.


Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κοσμούν τη μνήμη του με λαμπρές εικόνες και εκφράσεις, όπως κάνουν και για τους υπόλοιπους αποστόλους, τονίζοντας και την ένθεη, πνευματική ζωή του, και τους κόπους του για τη διάδοση, όπως είπαμε, του ευαγγελίου.


῾Μέγας ήλιος ώφθης, φωτί τω μεγάλω αξιάγαστε, μεθ᾽ ημών γενομένω, ομιλήσας αμέσως Απόστολε᾽. Απόστολε, φάνηκες ως μέγας ήλιος, αφού συναναστράφηκες με τον μεγάλο ήλιο, που ήρθε κι έζησε μαζί μας, αξιοθαύμαστε.


Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο στον απόστολο Ματθία είναι το γεγονός ότι με θείο φωτισμό και απόφαση της Εκκλησίας παίρνει τη θέση του προδότη μαθητή. Στην πτώση του ενός ανίσταται ο άλλος. Το κενό δεν μένει κενό, αλλά γεμίζει με κάτι άλλο καλύτερο.


Με άλλα λόγια, μία αποτυχία, πέραν της θλίψεως που μπορεί να φέρνει, γίνεται ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα. Κι είναι τούτο μία πραγματικότητα, που πρέπει να την επισημαίνουμε, γιατί δίνει ελπίδα και παρηγοριά, εκεί που πάει να δημιουργηθεί απόγνωση και απελπισία.


Στην ιστορία, και όχι μόνο της Εκκλησίας, πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις  που επιβεβαιώνουν την παραπάνω επισήμανση. Πόσες φορές για παράδειγμα, η ύπαρξη μίας αίρεσης δεν δημιούργησε την ανάγκη να διατυπωθεί με σαφήνεια η πίστη και το βίωμα της Εκκλησίας;


Πόσες φορές η κατοχή μίας καίριας θέσης από έναν κακό θεωρούμενο ηγεμόνα δεν έφερε τον προβληματισμό για την επιλογή στη θέση του ενός καλού ηγεμόνα;


Αν όμως τούτο μπορεί να διαπιστωθεί γενικώς, ιδίως μπορούμε να το δούμε στην πνευματική ζωή του πιστού. Κι είναι αυτό που αποτελεί και το βίωμα της μετανοίας. Γιατί τι άλλο είναι η μετάνοια παρά το νέο ξεκίνημα, πάνω στα ερείπια μίας αμαρτωλής ζωής;


Ο άσωτος της ομώνυμης παραβολής του Κυρίου – το κλασικότερο παράδειγμα μετάνοιας – τι κάνει; Δεν απελπίζεται πάνω στα συντρίμμια της αποτυχημένης του ζωής, αλλά ανίσταται: ῾αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου᾽.


Έτσι στην όποια αποτυχία και αμαρτία μας, στην όποια προδοσία δηλαδή της πίστεώς μας, η λύση είναι γνωστή: αποδοχή της πτώσεως, αλλά με ταυτόχρονο ανασήκωμα και πάλι για νέους αγώνες.


Στη θέση του Ιούδα εαυτού, να βάζουμε τον μαθητή Ματθία. ῾Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση᾽. Ο απόστολος Ματθίας, το νέο φύτευμα στη θέση του παλιού και σαπισμένου, μας δίνει και αυτή την όραση από τη ζωή του.


παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Αξιωματικοί της βασιλικής χωροφυλακής και του στρατού

 Φωτογραφία του 1946 που εμφανίζει αξκους της ‘’Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής’’ και του Στρατού Ξηράς μετά την παρασημοφόρησή τους από τον τότε Ανώτερο Διοικητή Κεντρικής Μακεδονίας Συνταγματάρχη Ευθύμιο Τσαταλό (κέντρο), για τις επιτυχείς επιχειρήσεις στις οποίες έλαβαν μέρος κατά των κομμουνιστών του ''ΔΣΕ'' στην περιοχή του Ν.Πιερίας.


Πηγή Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας

Η κατάντια ενός φτωχού χωρικού. Παραδοσιακό παραμύθι από την Σερβία – Απόδοση: Χρήστος Τσίρκας.

  Σ’ ένα απομονωμένο χωριό μιας μικρής πολιτείας, ζούσε μονάχος του ένας φτωχός χωρικός. Έτρωγε από αυτά που φύτευε στον μικρό του κήπο κι α...