|
---|
|
---|
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Πριν
λίγες ημέρες έφυγα εντυπωσιασμένος από το Θέατρο Φλέμιγκ, αφού προηγουμένως
παρακολούθησα την τελευταία δημιουργία του Άγγελου Κολοκοτρώνη με τίτλο Πολύ
κακό για ένα καπέλο εποχής, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Μήτα και με πρωταγωνίστρια
την αξεπέραστη Νέλλυ Δελή. Μία παράσταση με άρωμα παλιού αγαπημένου ελληνικού
κινηματογράφου.
Το έργο
διαβάστηκε στο κατάμεστο από θεατές Θέατρο Φλέμιγκ. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο για
τους συντελεστές, επειδή το συγκεκριμένο θέατρο ανήκει στην κατηγορία του
Πίκολο Θέατρο, δηλαδή μικρής χωρητικότητας, γεγονός που αναπόφευκτα φέρνει το
θεατή πολύ κοντά στη σκηνή. Κάτι τέτοιο υποχρεώνει το σκηνοθέτη να βρει τρόπο
να δώσει βάθος σε μια σκηνή είναι εκ των πραγμάτων μικρή. Επιπλέον ο σκηνοθέτης
είναι υποχρεωμένος να ελαχιστοποιήσει τα τυχόν λάθη των ηθοποιών, τα οποία όταν
γίνονται είναι ακόμη πιο φανερά, εξαιτίας της εγγύτητας κοινού και ηθοποιών. Όλα αυτά για τον ταλαντούχο δάσκαλο
Γρηγόρη Μήτα, αλλά και για τους ηθοποιούς, αποτέλεσαν ασφαλώς μία πρόκληση.
Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό και απόρροια, όπως φάνηκε, της σκληρής δουλειάς
που προηγήθηκε. Έτσι λοιπόν, οι θεατές έφυγαν από το παλιό διώροφο νεοκλασικό
αναπαλαιωμένο και διαμορφωμένο σε θέατρο κτίριο, απόλυτα ικανοποιημένοι,
έχοντας παρακολουθήσει μια εξαιρετική και αλάνθαστη παράσταση.
Ας πούμε όμως
λίγα λόγια για το συγγραφέα:
Ο
Άγγελος Κολοκοτρώνης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε πολιτικές
επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Διετέλεσε επί σειρά ετών αρχισυντάκτης,
διευθυντής ειδήσεων, γενικός διευθυντής, σε πολλά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα
ενημέρωσης της Βορείου Ελλάδος, διετέλεσε δυο φορές διευθυντής του Δημοτικού
Ραδιοφώνου Θεσσαλονίκης, ενώ δίδαξε δημοσιογραφία, σε τμήματα του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και σχολών Ι.Ε.Κ. Εκπροσώπησε την
Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας- Θράκης - της οποίας είναι
μέλος από το 1986 - στο διοικητικό συμβούλιο του Αθηναϊκού Πρακτορείου
Ειδήσεων, με ομόφωνη απόφαση της διοίκησης των δημοσιογράφων, όπως και δύο
φορές στην επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για το βραβείο «Αλέκος
Λιδωρίκης».
Εξελέγη
τρεις φορές στο Συμβούλιο Τιμής και Δεοντολογίας Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων
Μακεδονίας - Θράκης. Έχει τιμηθεί από το Ίδρυμα της Βουλής για τον
Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τη συνολική δημοσιογραφική προσφορά του
και από πλήθος άλλων συλλόγων και σωματείων, για την προσφορά του στο κοινωνικό
σύνολο. Έχει γράψει τα έργα: «Πλανόδιοι έρωτες», « Του κύκλου τα γυρίσματα»,
«Όσα ξέρει μια γυναίκα», «Κάποιος πρέπει να σκοτώσει τον Σωκράτη» και άλλα
(Θέατρο), «Ανάμεσα στο πλήθος» (Χρονογραφήματα), «Ο Χορτιάτης» (Ιστοριογραφική
αναφορά) καθώς επίσης και πολιτικές αναλύσεις, άρθρα και χρονογραφήματα που
δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών και
άλλων πόλεων.
Λίγα λόγια για
την υπόθεση του έργου μέσα από το σκηνοθετικό σημείωμα:
Βρισκόμαστε
στην Ελλάδα του ‘70. Μια Ελλάδα μεταβατική, που έχει αφήσει πίσω έναν
καταστροφικό Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν Εμφύλιο και τώρα ψάχνει τα βήματα της
επιζητώντας να προκόψει. Οι Έλληνες είμαστε από την φύση μας, αισιόδοξος και
δημιουργικός λαός. Ξέρουμε να ονειρευόμαστε και να βλέπουμε μπροστά. Έχουμε
έμπνευση και δίνουμε όραμα... Η Ελληνική οικογένεια ονειρεύεται την Ευρωπαϊκή
καταξίωση, θέλει να γίνει Ευρωπαία! Να ανέβει επίπεδο! Να αποκτήσει χρήματα,
δύναμη, δόξα! Αυτό ακριβώς επιθυμεί και η οικογένεια του Μανώλη, της γυναίκας
του Σοφίας και της πεθεράς του Τασίας ή διαφορετικά, ΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΑΣ, όπως
της αρέσει να την αποκαλούν.
Η Σία, ως Ευρωπαία πλέον, υποστηρίζει και
υιοθετεί οτιδήποτε ξενόφερτο. Τα Ευρωπαϊκά ξένα πρότυπα και τα συνακόλουθα
συγκροτούν, τον δικό της τρόπο ζωής και ανεβάζουν το επίπεδό της. Τα καπέλα που
φοράει για παράδειγμα, έρχονται κατόπιν παραγγελίας από το Λονδίνο και το
Παρίσι και συμβολίζουν το δικό της κοινωνικό status. Γι ΄αυτό και
συγχρωτίζεται, μόνο με αυτούς που μπορούν να αντιληφθούν, έναν τέτοιο
συμβολισμό! ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟΣΓΑΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΜΕΝΟΣ
ΓΑΜΠΡΟΣ.
Η Σία που είναι πεθερά, θέλει να χωρίσει την
κόρη της, επειδή ο γαμπρός της δεν έχει λεφτά, δεν είναι μορφωμένος και
δουλεύει ως μεταφορέας με ένα πενιχρό μισθό. Αλίμονο! Δεν έχει τις προδιαγραφές
για να εξασφαλίσει στην κόρη της ένα πλούσιο αριστοκρατικό σπίτι, όπως αυτή το
ονειρεύεται, αλλά αντίθετα η οικογένεια ζει στο δικό της σπίτι, και η όμορφη
«Καρυάτιδα» κόρη της, μαγειρεύει καθαρίζει και πλένει για τον αγράμματο
τεμπέλη. Αυτός ο «άθλιος» μεταφορέας έρχεται με τις βρώμικες φόρμες του, τις
πετάει στα άπλυτα, ξαπλώνει στην πολυθρόνα της και τα βρίσκει όλα έτοιμα.
Η Νέλλυ Δελλή |
Τις δουλειές του σπιτιού, το καθάρισμα, το
πλύσιμο, το μαγείρεμα και όλα τα υπόλοιπα, τα κάνει η κόρη της, η Σοφία, ενώ θα
έπρεπε να τα κάνει μια υπηρέτρια. Εξάλλου η Σία ύστερα από επισταμένη
παρακολούθηση του ζευγαριού, είναι σχεδόν βέβαιη ότι ο γαμπρός της Μανώλης
είναι «άσφαιρος», στείρος, δεν κάνει παιδιά και αυτό είναι ένα αποτελεσματικό
επιχείρημα στη «φαρέτρα» της. Η πεθερά Σία, προσπαθεί με κάθε τρόπο να χωρίσει
το ζευγάρι. Τα πράγματα φυσικά δεν αλλάζουν όταν η αγαπημένη της κόρη με κάποιο
τρόπο, μένει έγκυος, και έρχεται στη ζωή της οικογένειας ένα παιδί! Με τον
ερχομό του παιδιού, η Σία, προσλαμβάνει σαν συνεργό στα σχέδιά της και μια
υπηρέτρια. Την Πελαγία!
Τότε αρχίζει το Β΄ μέρος του έργου και η Σία
αναφωνεί: «Καρυάτιδα μου, εγώ, φροντίζω για το όμορφο λαμπρό σου μέλλον!» Όμως,
έρχονται ανατροπές, αναπάντεχες κι απρόβλεπτες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη
ζωή! Νομίζουμε πως δεν πρέπει να χάσετε αυτό το έργο! Επειδή, κάτι μας θυμίζει
μακρινό αλλά και κάτι πολύ κοντινό!
Που τοποθετείται χρονικά και τοπικά το έργο:
Τοπικά, το έργο τοποθετείται σε μια
απροσδιόριστη επαρχιακή πόλη κάπου στην ελληνική επικράτεια.
Χρονολογικά τώρα, βρισκόμαστε αναμφίβολα στη
δεκαετία του ΄70, σε ποιο όμως χρονικό κομμάτι της δεκαετίας; Η αναφορά σε
δημοτικές εκλογές οπωσδήποτε τοποθετεί το χρόνο κατά τον οποίον διαδραματίζεται
το έργο, μετά το τέλος της επταετίας και την πτώση της δικτατορίας. (Θυμίζουμε
ότι κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας η ανάδειξη τοπικών αρχόντων
γινόταν με απευθείας διορισμό και όχι με εκλογές).
Στο μυαλό του, ο συγγραφέας, έχει κατά τη
γνώμη μου το τελευταίο τέταρτο της δεκαετίας. Η Δεξιά κυριαρχεί, η κυριαρχία
της όμως αμφισβητείται στη χώρα από την ολοένα και αυξανόμενη άνοδο του
αριστερού πνεύματος, το οποίο και τελικά θα επικρατήσει στις επόμενες
δεκαετίες. Η παρακμή της μετεμφυλιακής Δεξιάς υπονοείται, και γίνεται αντιληπτή
μόνο με την προσεκτική θέαση της παράστασης.
Η Νέλλυ Δελή στο ρόλο της Σίας... |
Η δεξιά
είναι η καθεστηκυία τάξη. Αυτό μας το τονίζει επανειλημμένα, με όλο το ταλέντο
της, η πεθερά-Δελή, με αφορμή την κάθοδο του, κατά τ’ άλλα άχρηστου για την
ίδια γαμπρού της (Γιάννη Βενιζέλο). Η επιλογή ενός άσημου και αφελή μεταφορέα,
από τους δεξιούς κύκλους της πόλης, προκειμένου να είναι υποψήφιος για δήμαρχος
οδηγεί σε συμπεράσματα για τον τρόπο σκέψης των ελίτ εκείνης της εποχής.
Αγράμματος και απονήρευτος δήμαρχος εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε υποχείριο
του συστήματος.
Η
Αριστερά όμως κάμπτει τη Δεξιά, με πεζοδρομιακό αγώνα. Ο Μήτας το αποτυπώνει αυτό εύστοχα, όταν στα χέρια της πεθεράς πέφτουν
φυλλάδια από διανομή έντυπου υλικού του αριστερού υποψηφίου. Η Δελή και εδώ
μεγαλουργεί, απόλυτα ταυτισμένη με τις επιδιώξεις συγγραφέα και σκηνοθέτη,
εκφράζοντας όλη τη φρίκη και την κακία της για τον πολιτικό αντίπαλο του
γαμπρού. Η σκηνή συμπυκνώνει με μια περίληψη όλη την ταραχή και την απέχθεια
της παρακμάζουσας δεξιάς καθεστηκυίας τάξης…
Οι ερμηνείες των
ηθοποιών:
Η Νέλλυ
Δελή, κυρίαρχη επί σκηνής μας έδειξε
για άλλη μια φορά το αστείρευτο ταλέντο
της. Είχε διαρκώς τα βλέμματα του κοινού πάνω της. Όπως ορθά επισήμανε η
Βικτωρία Ιωσηφίδου, με τα μονίμως ξινισμένα μούτρα της απέναντι στο γαμπρό και
τις αδιάκοπες γκριμάτσες της, επέδειξε μεγάλη αρετή στο παιχνίδι των μορφασμών.
Επιπλέον η πρωταγωνίστρια επικοινώνησε με το κοινό δίνοντας μια άλλη διάσταση
στην παράσταση, καθιστώντας μέτοχο σ’ αυτή τον απλό θεατή. Η Νέλλυ μας επανέφερε στη μνήμη τις παλιές μεγάλες κυρίες του
κινηματογράφου. Ανέδειξε το κείμενο του συγγραφέα μέσα, φυσικά από την
άποψη του σκηνοθέτη. Περιμένουμε με
ανυπομονησία τη νέα της σκηνοθετική αυτή τη φορά δουλειά με τη θεατρική ομάδα
δικηγόρων της Θεσσαλονίκης, με τίτλο: Κόσμος
και κοσμάκης των Τσιφόρου και Βασιλειάδη.
Η ηθοποιός Νέλλυ Δελή |
Στο
ρόλο της υπηρέτριας η Ζηνοβία Παπά ανταποκρίθηκε πλήρως. Η επιλογή της ήταν
επιτυχημένη. Ενσάρκωσε ένα ερωτικό
πρότυπο της εποχής, μια επαρχιώτισσα με λίγα ¨πιασίματα¨, η οποία ως συνήθως
έμπαινε στα σπίτια των νεόπλουτων και έμπλεκε σε πικάντικες ιστορίες με τα
αφεντικά. Οι αρκετές βουβές διελεύσεις της από τη σκηνή, στο πρώτο μέρος
της παράστασης, συγκέντρωναν ενστικτωδώς την προσοχή των θεατών. Ενστερνίστηκε
το ρόλο και οπωσδήποτε είναι μια φέρελπις ηθοποιός.
Εντυπωσιάστηκα
επίσης από τη Χριστίνα Μαγκάκη. Πραγματική καλλονή, παρά το ύψος της και το
δωρικό της ύφος, έδειξε μεγάλη ευλυγισία επί σκηνής. Σίγουρα διδάχθηκε καλά από το Μήτα την ορθοφωνική εκφορά του λόγου και
την κίνηση επιδεικνύοντας κατά βάση λιτό παίξιμο, πλην όμως με αρκετές εξάρσεις
πάθους.
Τέλος ο
Γιάννης Βενιζέλος ήταν ο ιδανικός αφελής, αλλά και τίμια εργατικός γαμπρός. Η αφέλεια του τσάκισε κόκαλα, όπως
επέτασσαν οι ανάγκες του έργου. Επιπλέον μας έδειξε πως ήταν οι έντιμοι,
λατρεμένοι από το σύνολο της κοινωνίας, μεροκαματιάρηδες της εποχής, των οποίων
όμως το πρεστίζ άρχισε να φθίνει τη δεκαετία του ΄70. Σίγουρα έχουμε να περιμένουμε αρκετά από αυτόν.
Τα σκηνικά και η μουσική:
Ο
ταλαντούχος σκηνοθέτης μας βάζει με επιτυχία στο κλίμα της εποχής μέσα από τα
κοστούμια και τα διάφορα αξεσουάρ αλλά και χρηστικά αντικείμενα. Πικ απ,
τηλέφωνα με μύλο, καναπέδες, και άλλα πολλά. Και φυσικά παντού καπέλα.
Τα πολλά καπέλα, τα οποία αλλάζει κάθε τρεις και λίγο η Δελή, σίγουρα
είναι μια υπερβολή, μια υπερβολή όμως που καταδεικνύει και την τάση μιας
μεγάλης μερίδας της αστικής και μικροαστικής τάξης για άμετρο μιμητισμό και
ξενομανία. Τα καπέλα (ψηλά, ημίψηλα, παναμάδες, ψάθινα κλπ) σατιρίζουν πολλά
κακά της εποχής: «Μιμητισμός, αλαζονεία, διαφθορά, την εξουσία που χτίζουν και γκρεμίζουν
τις ανθρώπινες σχέσεις και χθες και πάντα.» Η κακιά πεθερά είναι το
χρήμα και το ατομικό συμφέρον μέσα από την οπτική του συγγραφέα. Αυτά οι νοσηροί συμβολισμοί αναγνώστηκαν εξαιρετικά
από μια ηθοποιό (Νέλλυ Δελή) που δίνει την ψυχή της όταν δημιουργεί, κάτω από
τις οδηγίες ενός φωτισμένου δάσκαλου (του Γρηγόρη Μήτα).
Κυριαρχεί
επίσης η μουσική της δεκαετίας του ΄70. Από ελαφρολαϊκά και παλιά τραγούδια του
κλασικού ελληνικού κινηματογράφου μέχρι ποπ και ντίσκο μουσική. Και πάνω από
τους ηθοποιούς ίσταται μια διακριτική ντισκομπάλα η οποία υπενθυμίζει που
βρισκόμαστε χρονικά. Η στενή κυκλική προς τα πάνω σκάλα, η οποία δεν ξέρουμε
που οδηγεί σίγουρα επιλέχθηκε από το Μήτα για να δώσει κάποιο βάθος στη σκηνή,
καθώς τα καπέλα όπως φαίνονται είναι κρεμασμένα σε τοίχο, κάτι το οποίο δε
δίνει σκηνικό βάθος.
Το έργο
έχει και πολλά στοιχεία μιούζικαλ. Ηθοποιοί που τραγουδούν και χορεύουν
συνέχεια, παροτρύνοντας με μοναδική ανταπόκριση και το κοινό να κάνει το ίδια,
αλλά και ατελείωτες μουσικές παρεμβάσεις. Στοιχεία μιούζικαλ λοιπόν, σε ένα
έργο όμως που δεν είναι μιούζικαλ, καθώς με αγωνία ο θεατής περιμένει να δει
μέσα από τους ευφυείς διαλόγους την εξέλιξη του!
Ας μπούμε όμως σε πιο βαθιά νερά:
Το έργο, κατά τη γνώμη μου, έχει καταρχήν δύο σαιξπηρικά στοιχεία.
Η πεθερά, και αυτό το πετυχαίνει με άνεση η Δελή, θυμίζοντας λίγο Άμλετ, παραλλάσσεται ανάμεσα στην ελληνίδα μάνα και την παριζιάνα, παραμένοντας τελικά κατά βάθος μια ακραιφνώς υλιστικών πεποιθήσεων ελληνίδα μάνα. Επιπλέον, η Δελή προκειμένου να κάνει όργανο της την υπηρέτρια (Χριστίνα Μαγκάκη), πέφτει έντεχνα και εσκεμμένα, στο επίπεδο της βλακείας της δούλας, προκειμένου να την πείσει, ώστε να αποπλανήσει εκείνη το γαμπρό. Μισεί το γαμπρό της όπως ο Ίαγος στο Μάκβεθ, και θέλει με μανία να τον καταστρέψει. Έχει στοιχεία του Ίαγου δεν είναι όμως Ίαγος, επειδή η Σία έχει απώτερο σκοπό: Να χωρίσει την κόρη της από το γαμπρό…
Στην παράσταση όμως μπορεί κανείς να διακρίνει και στοιχεία αρχαία κωμωδίας. Η παράβαση υπήρξε κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του έργου. Η πλοκή διακόπηκε στη μέση του έργου, η ατμόσφαιρα σοβάρεψε και η Δελή με το Βενιζέλο αποκαθήλωσαν το κοινό. Στην κυριολεξία ακούστηκε ανάσα. Χορός δεν υπήρχε φυσικά, όμως οι δύο υποκριτές με αναπαιστικούς στίχους τον αντικατέστησαν επάξια. Με ιδιαίτερη επίσης ευστοχία, όπως στην αρχαία κωμωδία, εκτέθηκε και η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας.
Ο Κολοκοτρώνης όμως έκανε ένα βήμα παραπάνω. Μέσα από τις διαλογικές σκηνές, σε πέντε λεπτά, μας έδειξε ξεκάθαρα ποια είναι η Τασία (Δελή). Η Δελή, με όλη της την εμπειρία, ανταποκρίθηκε σ’ αυτό που επεδίωξε ο συγγραφέας. Η Τασία κατά βάθος, πίσω από τον υλισμό που τη διέπει και τις γκριμάτσες είναι ένα βαθιά δυστυχισμένο πλάσμα. Δεν έχει γνωρίσει αγάπη. Ιδιαίτερα από τον γαμπρό της. Δέχεται τις κατηγορίες που τις απευθύνει, όμως λυγίζει την ψυχολογία του κοινού όταν εξομολογείται πονεμένα στον γαμπρό της, ότι παρόλαυτα δεν είδε ίχνος αγάπης από εκείνον. Ύστερα βέβαια, στο άλλο μισό του έργου, επιστρέφει στον υλισμό της και ξαναγίνεται κυνική και ιδιοτελής, θέλοντας να παρουσιάσει κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι.
Η υπηρέτρια, επίσης, θυμίζει κάπου-κάπου τους δαιμόνιους υπηρέτες της Νέας Κωμωδίας. Προσπαθεί, από ένα σημείο και μετά, όταν και αναβαθμίζεται κοινωνικά, να κινήσει τα νήματα, με όχι όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
Υπάρχει όμως και το τραγικό στοιχείο στο έργο, ειδικότερα η άγνοια του Μανώλη για την πλεκτάνη που του στήνει η πεθερά του. Ο γαμπρός, ο οποίος σημειωτέων είναι αξιόλογος και συμπαθέστατος, κινδυνεύει να υποστεί μια σοβαρή ταλαιπωρία, από την πλεκτάνη που του στήνει η πεθερά με τη συνδρομή της υπηρέτριας. Η παράβαση του έργου μας δημιουργεί υποψίες ότι θα εξελιχθεί σε τραγικοκωμωδία. Σίγουρα αν η πεθερά δεν επέστρεφε στον υλισμό της θα βλέπαμε μια άλλη διαφορετική και σίγουρα όχι κωμική εξέλιξη.
Ο Μήτας πάντως κατάφερε να αναδείξει όλα τα ανωτέρω. Σίγουρα η προσαρμογή όλων αυτών των στοιχείων σε μια σύγχρονη παράσταση απαιτεί μεθοδική δουλειά από ένα σκηνοθέτη αλλά και ανταπόκριση από ηθοποιούς, οι οποίοι, στη συγκεκριμένη παράσταση, τα κατανόησαν και τα ενστερνίστηκαν.
Γιατί όμως η Τασία (Νέλλυ Δελή) μας είναι συμπαθητική;
Φεύγοντας από το έργο ο θεατής είναι γεμάτος
συναισθήματα συμπάθειας για την Τασία. Παρά τις πλεκτάνες, τον υλισμό και τις
απέχθειες της, ο χαρακτήρας της εδράζεται τελικά στις καρδιές των θεατών. Αυτό
οφείλεται πρωτίστως στην ερμηνεία της σπουδαίας ηθοποιού. Μέσα από την ερμηνεία
όμως ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει και πολλά στοιχεία από τον εαυτό του, γεγονός
που καθιστά το έργο διαχρονικό. Παρά το ότι έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες
από την εποχή στην οποία αναφέρεται, ο υλισμός, η ιδιοτέλεια και η πτώση των
αξιών (που τόσο όμορφα μας τόνισε η Δελή μέσα από την ερμηνεία της, πόσο
ευτελίζουν τον άνθρωπο) όχι μόνο υφίστανται αλλά αυξάνεται και η ένταση τους με
το πέρασμα του χρόνου. Εν κατακλείδι όλοι κρύβουμε μια Τασία μέσα μας…
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία - Σκηνικά- Κοστούμια : Γρηγόρης Μήτας
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστίνα Μαγκάκη
Μουσική επιμέλεια: Χριστίνα Μαγκάκη
Ενορχήστρωση/Ενοργάνωση, Πλήκτρα: Κρατσιώτης Ευκλείδης
Μουσική απόδοση , Κιθάρα, Φωνή: Τάσος Κάκος
Φωτογραφίες παράστασης - Video art: Βασίλης Κομματάς
Ηχογράφηση: Χρήστος Καλιαμπάκας, I AM HIP HOP Studio
Αφίσα εξωφύλλου: Γιώργος Σιδηρόπουλος
ΔΙΑΝΟΜΗ (Με σειρά εμφάνισης)
Νέλλυ Δελή (Τασία)
Χριστίνα Μαγκάκη (Σοφία)
Ζηνοβία Παππά (Πελαγία)
Γιάννης Βενιζέλος (Μανώλης)
Όλοι
οι ηθοποιοί τραγουδούν κατά τη διάρκεια της παράστασης
Η συνέντευξη τύπου των πρωταγωνιστών:
Πηγές:
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το
1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι
απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων
της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ.,
και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του
Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Στην φωτογραφία εικονίζεται η Ουρανία (Παναγιωτοπούλου) Ηλιοπούλου η οποία γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1901 και έλαβε το πτυχίο της δασκάλας από το Διδασκαλείο Σμύρνης.
Υπηρέτησε ως δασκάλα στην εκεί περιοχή, ενώ ήταν και εθελόντρια νοσοκόμα στο αναρρωτήριο του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη το 1919-1922.
Στη Μικρασιατική καταστροφή έχασε πατέρα κι αδελφό και κατέφυγε με τη μητέρα της ως πρόσφυγας στην Ελλάδα. Το 1930 διορίστηκε δασκάλα στο Δημοτικό Σχολείο Κροκυλείου Δωρίδας, ενώ το 1934 έμεινε χήρα με δύο παιδιά.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην τοπική οργάνωση του ‘’5/42 ΣΕ’’ και συμμετείχε ενεργά στην εξάπλωσή του. Το σπίτι της μάλιστα έγινε κέντρο λήψεως αποφάσεων και το όνομά της σημείο αναφοράς για την τοπική οργάνωση στην περιοχή, ενώ η επιβίωση της ίδιας και της οικογένειάς της γίνονταν με δυσκολία και με συνεχείς απειλές από τους κομμουνιστές, ιδίως μετά την εξόντωση του ‘’5/42 ΣΕ’’ από τον ‘’ΕΛΑΣ’’ τον Απρίλιο του 1944 όπου ήταν μέλος.
Το 1947 το όνομά της ήταν ήδη στον κατάλογο των ‘’αντιδραστικών’’ κατοίκων της περιοχής που είχε συνταχθεί από τον "ΔΣΕ" και τους κομμουνιστές για την προηγούμενη δράση της στην κατοχή μέσα από τις τάξεις του ‘’5/42 ΣΕ’’.
Έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου συνελήφθη μαζί με την 20χρονη κόρη της Όλγα από τα τμήματα του Καπετάν Γιώτη (Χαρίλαος Φλωράκης) και Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου) που καταδυνάστευαν την περιοχή.
Το "έγκλημά" της ,πέρα απ το παρελθόν της στο ‘’5/42 ΣΕ’’, ήταν ότι τολμούσε να διδάσκει δημόσια τις ιερές και πατρογονικές αρχές των Ελλήνων ‘’Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια’’, και ότι εναντιώθηκε στο παιδομάζωμα των παιδιών του χωριού της που διενεργούνταν από τους συμμορίτες του ‘’ΔΣΕ’’.
Έτσι μεταφέρθηκαν και οι δύο δέσμιες (μάνα και κόρη) στο παρακείμενο εξωκλήσι του χωριού της ‘’Θεοτόκου’’, όπου κατεσφάγησαν μετά από ατιμωτικά βασανιστήρια.
Για το όλο γεγονός έχει εκδοθεί σχετικό βιβλίο γραμμένο από τον γιο της Γιάννη Ηλιόπουλο (ο μόνος επιζών από την οικογένεια), που είναι πέρα από προσωπική μαρτυρία, και μια τολμηρή προσπάθεια να σπάσει η επιχειρούμενη αποσιώπηση ή και πλαστογράφηση των γεγονότων εκείνης της εποχής.
Πηγή: Ιστορικός συλλέκτης Βέροιας
Την άνοιξη του 548 μ.Χ. η κατάσταση για τους Βυζαντινούς στη Βόρεια Αφρική δεν ήταν ευχάριστη. Οι μικρές βυζαντινές δυνάμεις είχαν ηττηθεί από από τους εξεγερμένους Νουμίδες. Ο στρατηγός Ιωάννης Τρωγλίτης όμως που στάλθηκε από τον Ιουστινιανό δεν ήταν από αυτούς που παραιτούνταν εύκολα. Ο Ιωάννης κινήθηκε προς την πεδιάδα του Αρσούρις.
Αρχαία Αθήνα, 4ος π.χ. αιώνα
Η Αγνοδίκη είχε παρατηρήσει ένα μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας στις γυναίκες που ήταν έτοιμες να γεννήσουν διότι ντρεπόντουσαν να εξεταστούν από άνδρες. τότε ήταν που αποφάσισε να αναλάβει δράσει και να σπουδάσει ιατρική, ακόμα και αν γνώριζε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τη φέρει αντιμέτωπη με τη θανατική ποινή
Η Αγνοδίκη, μεταμφιεσμένη ως άνδρας, μαθήτευσε δίπλα στον διάσημο τότε γιατρό Ηρόφιλο, στην Αλεξάνδρεια. ο Ηρόφιλος, στη διάσημη σχολή που είχε ιδρύσει, δίδαξε στην Αγνοδίκη τα πάντα γύρω από την γυναικολογία και την μαιευτική ενώ η ίδια παρακολούθησε κάθε πρακτική που εφάρμοζε ο διάσημος γιατρός. όταν αποφοίτησε από τη σχολή του Ηρόφιλου ήταν πια μια ολοκληρωμένη γιατρός – γυναικολόγος – μαιευτήρας η οποία επέστρεψε στην Αθήνα και ξεκίνησε να ασκεί το επάγγελμα τη
Η Αγνοδίκη, πάντα μεταμφιεσμένη ως άντρας, κέρδισε γρήγορα τις εντυπώσεις και όλοι μιλούσαν για τον νεαρό με τα λεπτά δάχτυλα και την περίεργη γλυκύτητα του προσώπου του. θέλοντας να καθησυχάσει τις γυναίκες που εξέταζε τις αποκάλυπτε την πραγματική της ταυτότητα ζητώντας παράλληλα να μην το αποκαλύψουν πουθενά. το μυστικό της όχι μόνο δε διέρρευσε αλλά η ίδια είχε τόσο πολλή δουλειά που πλέον είχε γίνει αισθητή η προτίμηση στο πρόσωπό τη
Οι άνδρες γιατροί, μη γνωρίζοντας την πραγματική ταυτότητα της, έψαχναν να βρουν κάποιον τρόπο ώστε να εξαφανίσουν τον νεαρό γιατρό που τους έκλεψε την πελατεία. και άρχισαν να τον συκοφαντούν ότι σύναπτε ‘εξωσυζυγικές’ σχέσεις με τις κυρίες που εξετάζε.
Οι κατηγορίες μάλιστα ήταν τόσο μαζικές -αν και ψεύτικες- όπου στο τέλος συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. τότε η Αγνοδίκη βρέθηκε σε αδιέξοδο και έτσι αποφάσισε να αποκαλύψει την πραγματική της ταυτότητα. οι θεατές του δικαστηρίου ακούγοντας την αποκάλυψή της ξέσπασαν και απαίτησαν άμεσα την θανατική της καταδίκη
Πλέον η Αγνοδίκη ήρθε αντιμέτωπη με την κατηγορία για παράβαση του νόμου περί ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, αφού ήταν γυναίκα. κάπως έτσι ακολούθησε δεύτερη δίκη περισσότερο πολύκροτη από την πρώτη αλλά αυτήν τη φορά δεν ήταν μόνη τη
Στο πλευρό της είχε άριστους δικηγόρους υπεράσπισης, συζύγους αρχόντων καθώς και όλες τις γυναίκες που είχε γιατρέψει. οι δικαστές χωρίς να έχουν να της προσάψουν ουσιαστικά κάποια άλλη βαριά κατηγορία, αναγκάστηκαν να την αθωώσουν γιατί το πλήθος είχε εξαγριωθεί με την άδικη αυτή κατηγορία
Εκτός από την αθώωση της, η Αγνοδίκη πέτυχε και κάτι που μέχρι τότε φάνταζε εξωπραγματικό. την αλλαγή δηλαδή της κείμενης νομοθεσίας, επιτρέποντας έτσι, από τότε, στις γυναίκες της αρχαίας Αθήνας να σπουδάζουν την ιατρική και να εξασκούν το ιατρικό λειτούργημα.
Έχουμε ακούσει για καταχραστές του Δημοσίου, για μιζαδόρους και για μεγαλοαπατεώνες. Για εκατομμύρια που εξαφανίστηκαν με αριστοτεχνικό τρόπο, για μυθιστορηματικές κομπίνες και εξωφρενικές υπεξαιρέσεις. Ωστόσο, ό,τι και αν έχει αναφερθεί και γραφτεί ωχριά μπροστά σε έναν πρόγονό μας, τον Άρπαλο, γιο του Μαχάτα.
Η αρχή για την υλοποίηση ενός από τα μεγαλύτερα οικονομικά εγκλήματα στους αιώνες των αιώνων εντοπίζεται χρονικά στη δολοφονία του Φιλίππου από έναν εραστή του και ακολούθως στην ανάρρηση στον μακεδονικό θρόνο του 20χρονου τότε Αλέξανδρου, ο οποίος επενδύει στους συνομήλικους παιδικούς του φίλους για την εδραίωσή του στην εξουσία.
Παιδικός φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτός, ο Άρπαλος δεν δυσκολεύτηκε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μακεδόνα στρατηλάτη. Τον ακολούθησε στην εκστρατεία του στην Ασία, αλλά, επειδή είχε μια αναπηρία η οποία δεν του επέτρεπε να συμμετέχει στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο βασιλιάς τον όρισε υπουργό επί των Οικονομικών.
Το 333 π.Χ., πριν από τη μάχη της Ισσού, έχοντας την πεποίθηση πως οι Πέρσες θα νικούσαν, λιποτάκτησε, όμως ο Αλέξανδρος, δείχνοντας έλεος, του έδωσε χάρη και τον ξαναέκανε διαχειριστή. Το 330 π.Χ. στα Εκβάτανα αναλαμβάνει την οικονομική διαχείριση του θησαυρού της πόλης, καθώς και εκείνου που μεταφέρεται από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη, ενώ λίγο αργότερα προβιβάζεται σε βασιλικό θησαυροφύλακα - αμύθητα πλούτη είναι υπό την εποπτεία του. Και όλα αυτά ενώ είχε εγγράψει ήδη μια υπεξαίρεση στο ενεργητικό του, όταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο, αφού παρασύρθηκε από κάποιον ονόματι Ταυρίσκο, εξαφανίστηκε έχοντας πάρει ένα μεγάλο ποσό από το βασιλικό ταμείο. Όμως, ο Αλέξανδρος έδειχνε πάντα ανοχή στον παιδικό του φίλο.
Κάποια στιγμή, ο Αλέξανδρος φεύγει για την Ινδία, αφήνοντας τον Άρπαλο να διαχειρίζεται όλο το χρήμα κατά βούληση. Τότε, πιστεύοντας ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν θα επέστρεφε από το παράτολμο εγχείρημα της εκστρατείας στη χώρα του Γάγγη, επιδίδεται με τρόπο εξωφρενικό σε ένα όργιο κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος. Φαίνεται δε πως βασιλικός θησαυροφύλακας, αν και αναξιοπαθών, ήταν αχόρταγος ερωτικά, με αποτέλεσμα να προκαλέσει με τις ακολασίες του την κατακραυγή των συμπατριωτών του. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος και ενημερώθηκε και επέστρεψε.
Ο Άρπαλος αντιλήφθηκε ότι αυτήν τη φορά δεν θα τη γλίτωνε, και αφού φρόντισε να πάρει ένα μέρος του θησαυρού που διαχειριζόταν, γύρω στα 7.000 τάλαντα, αλλά και μια διάσημη εταίρα της εποχής, με ένα μισθοφορικό σώμα 6.000 στρατιωτών αφίχθη στην Αθήνα, όπου ζήτησε την προστασία των Αθηναίων και τους προέτρεψε να πολεμήσουν εναντίον του παιδικού του φίλου και ευεργέτη του. Μάλιστα, προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες («λάδωσε» ακόμα και τον Δημοσθένη, ο οποίος ήταν διαβόητος για τη φιλαργυρία του) για να υποστηρίξουν το αίτημά του.
Για να καταλάβουμε το ποσό που υπεξαίρεσε ο μεγαλοαπατεώνας Άρπαλος, πρέπει να ανατρέξουμε στον Πλούταρχο. Ο αρχιερέας των Δελφών, μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του καιρού του, αλλά και διαχρονικά, αναφέρει πως πήρε μαζί του 1.200 μουλάρια φορτωμένα ως επάνω με χρυσό και ασήμι. Στην Αθήνα, βέβαια, έφτασε έχοντας στην κατοχή του μόλις 700 τάλαντα – τα υπόλοιπα χρήματα παραμένει άγνωστο πού τα κατασπατάλησε.
Τελικά, οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διενέργεια έρευνας για τους πολιτικούς που έλαβαν από αυτόν χρήματα. Η αθηναϊκή δημοκρατία έδειξε αντανακλαστικά – είτε επειδή φοβήθηκαν την οργή του Αλέξανδρου είτε επειδή δεν θέλησαν να δεχθούν στους κόλπους τους έναν καταχραστή.
Ο Άρπαλος πρόλαβε να δραπετεύσει. Πήρε τους μισθοφόρους του και πήγε στην Κρήτη, όπου όμως τον δολοφόνησε ο Θίβρων, ένας από τους φίλους του…
Πηγή: Έθνος
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.
Φίλες
και φίλοι, με αφορμή τη μεγάλη χριστιανική εορτή, πρόκειται να σας αναλύσω τον Ιούδα, του Σπύρου Μελά. Ο Ιούδας, ως θέμα, είναι επίκαιρος στη διαδρομή της Μεγάλης Πέμπτης.
Ο Ιούδας έκανε πρεμιέρα στις 3 Οκτωβρίου
του 1934, ως το εναρκτήριο έργο της
χειμερινής περιόδου του Εθνικού Θεάτρου. Η σκηνοθεσία ήταν του Φώτου Πολίτη, η
σκηνογραφία του Κ. Κλώνη, ενώ ενδυματολόγος ήταν ο Α. Φωκάς. Η διανομή του
έργου περιελάμβανε εξήντα επτά πρόσωπα. Επρόκειτο για έργο πολυπρόσωπο και
θεαματικό, το οποίο έδινε τη δυνατότητα για χρήση μεγάλου αριθμού ηθοποιών.
Το έργο
ήταν αρχικά να ανέβει από το Ελεύθερον
Θέατρον, και ειδικότερα από το νεοσύστατο θίασο συνεργασίας της Κοτοπούλη
με την Κυβέλη, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μελά. Η παράσταση είχε εξαγγελθεί
την Άνοιξη του 1934 ως εναρκτήρια του θιάσου. Το Σεπτέμβριο, όμως, του 1934,
εμφανίστηκαν τα πρώτα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία ο Ιούδας θα ήταν το εναρκτήριο έργο του Εθνικού Θεάτρου. Δύο χρόνια
νωρίτερα, ο Μελάς είχε διαμαρτυρηθεί τόσο στο Ελεύθερο όσο και στο Εθνικό
Θέατρο ότι απόκλειαν έργα Ελλήνων συγγραφέων. Το ανέβασμα τελικά της παράστασης
αποτέλεσε ένα είδος δικαίωσης για το Μελά.
Δέκα
χρόνια μετά ανέβηκε πάλι από το Εθνικό. Το έργο ανέβασε ένας πολέμιος του Μελά,
ο Πολίτης. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια έμπρακτη αναγνώριση του συγγραφέα από
τον πιο σφοδρό επικριτή του. Στο ρόλο του Ιούδα έχει παίξει και ο Μινωτής.
Ο δραματικός
μύθος:
Ο
Ιούδας, ένας από τους πιο πλούσιους νέους της Ιερουσαλήμ, μισεί τους Ρωμαίους
ιδιαίτερα, καθώς στρατιώτες των κατακτητών έχουν βιάσει και σκοτώσει την αδελφή
του. Ζει απομονωμένος στο σπίτι του στην εξοχή μαζί με την παλιά σταθερή
ερωμένη του Ζελφά και το νέο έρωτα του, τη Μαγδαληνή.
Ύστερα από απόφαση της Μαγδαληνής να τον
εγκαταλείψει και να ακολουθήσει τον Ιησού, μετά από την αποτυχία του Ιούδα να
ηγηθεί επανάστασης κατά των Ρωμαίων, ο νεαρός πατριώτης πείθεται ότι μόνο ο
Ιησούς θα μπορούσε να ξεσηκώσει τα πλήθη σε μια επανάσταση εναντίων της
ρωμαϊκής κατοχής. Σπεύδει λοιπόν να ενταχθεί στον κύκλο των μαθητών του.
Κάποια στιγμή, ο Ιούδας διαπιστώνει ότι η
διδασκαλία του δεν αποβλέπει στη δημιουργία ενός κοσμικού κράτους αλλά στην
εξασφάλιση της βασιλείας των ουρανών, απογοητεύεται και μάλιστα τον προδίδει
θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα άνοιγε ο δρόμος για την έλευση ενός
πραγματικού Μεσσία. Όταν η προδοσία του τον γεμίζει τύψεις, ιδιαίτερα από τη
στιγμή που μαθαίνει από τη Μαγδαληνή και τον Πέτρο ότι Εκείνος τον έχει
συγχωρήσει, γιατί δεν είχε κατανοήσει το αληθινό νόημα της διδασκαλίας Του,
αυτοκτονεί.
Επιπλέον στοιχεία
για το έργο:
Τα πρόσωπα, η κίνηση τους, το καντράρισμα,
μοιραία φέρνουν στο νου την εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Επιλέχθηκε ένα
θρησκευτικό θέμα, γεγονός που αποτέλεσε έκπληξη.
Ο Μελάς
είχε ομολογούμενο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά θέματα. Ο συγγραφέας θεωρούσε
τη Βίβλο, βιβλίο της ανθρωπότητας, έλεγε ότι μαζί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Ομήρου και των τραγικών ποιητών, άξιζε
να περισωθούν σε περίπτωση καταστροφής. Η αινιγματική μορφή του Ιούδα
απασχολούσε επί χρόνια το Μελά. Τον ανέφερε σε εορταστικά-με αφορμή το Πάσχα-
άρθρα του, ήδη από το 1918.
Το έργο
μπορεί να φανεί κουραστικό, με τη σωστή μελέτη του όμως είναι βαθυστόχαστο.
Στον Ιούδα ο Μελάς εξέτασε τα αίτια
της προδοσίας. Υιοθέτησε τη θεωρία που πρωτοδιατύπωσαν οι Σαμπατιε και Ρενάν
στα θεολογικά έργα τους: Ότι η προδοσία του Ιούδα οφείλεται στην πλάνη του, ως
προς το ιδεολογικό μήνυμα του κηρύγματος του Ιησού. Απεικόνισε την ιδεολογική
αντίθεση ανάμεσα στην ¨υλιστική¨ ηθική του Ιούδα και την ιδεαλιστική ηθική του
Χριστού. Ο Ιούδας συντρίφτηκε στη σύγκρουση με το θείο. Στο έργο ο Σπύρος Μελάς
αναγιγνώσκει τους ρόλους του δικού του Ιούδα.
Ο
συγγραφέας φιλοδοξούσε να γράψει μια μοντέρνα τραγωδία, σε πεζό λόγο, μια
σύγχρονη τραγωδία. Είχε υψηλές φιλοδοξίες, καθώς συνέκρινε τον Ιούδα με το
μέγεθος ενός Προμηθέα, ενός Κρέοντα και ενός Οιδίποδα. Οι σκηνές πλήθους
παραπέμπουν σε πολυπληθείς σαιξπηρικές δραματικές τοιχογραφίες, όπως επίσης και
στα σύνθετα πολυπρόσωπα του Τολστόι, που τόσο θαύμαζε ο Μελάς.
Ο
Ιούδας κατατάσσεται στο Ιδεολογικό
Θέατρο του Μελά και διαχωρίζεται από τα άλλα ιστορικά έργα του (Παπαφλέσσας και Ρήγας), Ο Καραγάτσης το χαρακτηρίζει ως «δράμα ιδεών», ενώ οι
άλλοι μελετητές ως ιστορικό δράμα.
Λιγα λόγια για το
συγγραφέα:
Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο, αλλά
μεγάλωσε στον Πειραιά όπου μεταφέρθηκε με την οικογένειά του μετά το θάνατο του
πατέρα του. Σπούδασε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν άσκησε όμως το
επάγγελμα καθώς στράφηκε στη δημοσιογραφία και τη θεατρική τέχνη.
Στο ενδιαφέρον του για το θέατρο, σημαντικό
ρόλο έπαιξαν τα συχνά ταξίδια του στο Παρίσι (πρώτη φορά πηγαίνει το 1917 και
έκτοτε επιστρέφει πολλές φορές). Μάλιστα, στη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού,
το 1928, παρακολούθησε μαθήματα σε σκηνοθετικά εργαστήρια.
Εργάστηκε ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και
καθηγητής δραματολογίας ενώ σημαντική είναι η συμβολή του ως δημοσιογράφου και
κριτικού. Ο Μελάς δημοσιεύει σε μια σειρά από εφημερίδες (Ακρόπολη, Άστυ, Εμπρός,
Καθημερινή, Έθνος, Αθηναϊκά Νέα, Ημερολόγιον Σκώκου) άρθρα,
κριτικές, διηγήματα και χρονογραφήματα. Επιπλέον αρθρογραφεί και στην
εφημερίδα Ελεύθερον
Βήμα όπου υπογράφει ως Φορτούνιο. Επίσης, εκδίδει δύο
περιοδικά: το περιοδικό Ιδέα (1933-1934)
και την Ελληνική
Δημιουργία (1948-1954).
Γράφει τρεις τόμους με
τίτλο: Από τα
ταξίδια μου, Πολεμικές Σελίδες, Αμερική, προκειμένου να περιγράψει
τις εμπειρίες του από την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας
στο μέτωπο, αλλά και από τα διάφορα ταξίδια του. Σταθμός στη δράση του υπήρξε
το έτος 1925, οπότε και ιδρύει το Θέατρο Τέχνης. Λίγο αργότερα ιδρύει την
Ελεύθερη Σκηνή μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ, ενώ το 1935
αναλαμβάνει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Καινούργιο Θέατρο της
Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη. Στόχος του ήταν η ανανέωση της εγχώριας σκηνής
και η συμπόρευσή της με την ευρωπαϊκή σκηνή.
Σε άρθρα που γράφονται για
το Σπύρο Μελά, ο τελευταίος παρουσιάζεται από τους σύγχρονούς του ως μία αρκετά
δραστήρια και παράλληλα αρκετά αντιφατική προσωπικότητα, ιδίως όσον αφορά τις
πολιτικές του πεποιθήσεις. Παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία, ο
Μελάς εκδηλώνει μεγάλο ενδιαφέρον για την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης και
γράφει ιστορικές μελέτες (Το
Εικοσιένα και η Κρήτη, Φιλικοί:
Οι πρόδρομοι του ’21. Οι άντρες που άνοιξαν στο γένος το δρόμο της λευτεριάς)
αλλά και βιογραφίες (Ο
γέρος του Μωριά, Ο Ναύαρχος Μιαούλης). Γράφει επίσης, εκτός από
δοκίμια, και πολλά θεατρικά έργα με κοινωνικές προεκτάσεις.
Για τη συμβολή του στα
Γράμματα τιμήθηκε με το αριστείο των Γραμμάτων, ενώ για τη συμμετοχή του στους
Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία τιμήθηκε με τον πολεμικό
σταυρό. Ο Μελάς πέθανε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 1966.
Ο Σπύρος Μελάς. |
Πηγές:
1)
ΧΑΤΖΗΠΑΝΤΑΖΗΣ,
Το ελληνικό ιστορικό δράμα από το 19ο
στον 20ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2006.
2)
ΚΑΡΡΑ
Κ., Ο Σπύρος Μελάς και το θέατρο της
εποχής του. Συμβολή στη μελέτη της δραματουργίας του, Διδακτορική
Διατριβή, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2010.
3)
ΔΕΒΑΡΗΣ
Δ. Σ., Ο Ιούδας του Σπύρου Μελά εις τας
πλατείας και τους εξώστας, Καθημερινή, 5-10-1934.
4)
Η αποψινή πρώτη στο θέατρο
Αλίκης,
Αθηναϊκά Νέα, 25-07-1936.
5)
Το σημειωματάριο μου. Ταβέρνα, Καθημερινή 28-04-1941
6)
ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γ., Η κριτική για τον Ιούδα θαυμασμός,
Νέα Εστία τχ. 16, 1-11-1934.
7)
ΧΑΡΗΣ
Π., Το θέατρο, περιοδικό Αθήναι τχ. 2,
Νοέμβριος 1934.
8)
https://www.kathimerini.gr/opinion/687938/gia-ton-ioyda-toy-sp-mela/
9)
http://theatrokaiparadosi.thea.auth.gr/%CE%9C%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%82.html
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα,
μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996
εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της
Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της
Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και
της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του
Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...