Κακοποίηση παιδιών των αστυνομικών. Τάκης Θεοδωρόπουλος

Διαβάζεις ότι κάποιος θίασος στη Θεσσαλονίκη δεν επέτρεψε να παρακολουθήσουν την παιδική παράσταση τα παιδιά των αστυνομικών. Δεν το πιστεύεις. Ομως το διασταυρώνεις. Τίτλος έργου, αίθουσα, ονόματα ηθοποιών. Απαξιώ να τα αναφέρω. Και αφού πλέον βεβαιωθείς ότι το γεγονός είναι γεγονός, προκύπτουν ορισμένα εύλογα ερωτήματα πρακτικής φύσεως. Πώς έγινε αυτό; Υπήρχε στην είσοδο ταμπέλα που έγραφε ότι απαγορεύεται η είσοδος στα παιδιά των αστυνομικών; Ή μήπως, πριν αρχίσει η παράσταση, κάποιος ηθοποιός κάλεσε τα παιδιά των αστυνομικών να αποχωρήσουν; Εκτός κι αν στο ταμείο ρωτούσαν επάγγελμα πατρός ή μητρός, γονέως Α΄ και γονέως Β΄. Υπογράψτε εδώ, παρακαλώ. Και πώς μπόρεσαν να ελέγξουν αν η δήλωση ήταν ειλικρινής; Εχουν τα παιδιά των αστυνομικών κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τα κάνει να ξεχωρίζουν από όλα τα υπόλοιπα παιδάκια του κόσμου τούτου; Φέρουν στίγμα χαραγμένο στο μέτωπό τους, σε κοιτούν περίεργα, σου κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις; Ή μήπως τους κάνουν περιτομή; Αναρωτιέμαι επίσης πώς αντέδρασαν οι υπόλοιποι γονείς που συνόδευαν τα παιδιά τους. Σηκώθηκε κάποιος να πει ότι αυτό που γίνεται είναι απαράδεκτο; Εγώ δηλώνω υπευθύνως πως αν βρισκόμουν εκεί με τους εγγονούς μου, θα τους έπαιρνα να φύγουμε αφού περνούσα από το ταμείο για να ζητήσω την επιστροφή των χρημάτων ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Ηρθα να δω παιδική παράσταση. Οχι να παρακολουθήσω συνεδρία ψυχασθενών που επιδεικνύουν αλαζονικά τη βλακεία τους. Bête et méchant, και χαζός και μοχθηρός, λένε οι Γάλλοι γι’ αυτές τις περιπτώσεις.




Σε πείσµα με το στερεότυπο της αριστερής άνοιας, που πιστεύει ότι ο ρατσισμός έχει πολιτικές ρίζες, για να απαλλάξει εαυτήν από το άγος, ο ρατσισμός είναι ψυχικό φαινόμενο. Και γίνεται ένα επικίνδυνο ψυχικό φαινόμενο όταν έχει ως θύματα ανήλικα παιδιά. Διότι αυτό που συνέβη είναι ψυχολογικός βιασμός ανήλικων παιδιών, τα οποία κάποιοι τα απέκλεισαν από την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Δεν θα επιχειρηματολογήσω υπέρ των αστυνομικών. Δεν το χρειάζονται. Μπορεί ορισμένες κοινωνικές ομάδες να προσπαθούν να τους απαξιώσουν, όμως η δημοκρατία μας, στον βαθμό που δεν έχει αποβλακωθεί, τους θεωρεί βασικούς λειτουργούς της. Το θέμα είναι ότι μια ομάδα ηθοποιών, που ελπίζω να μη σιτίζονται από το δημόσιο ταμείο, κακοποίησε ανενδοίαστα παιδιά. Για ποιον λόγο; Για να ξεχωρίσουν από τον χυλό στον οποίο βράζουν; Αυτοί οι άνθρωποι φέρουν βαριά ψυχολογικά τραύματα. Ένα χοντροκομμένο παράδειγμα της μετάλλαξης της Αριστεράς από πολιτική στάση σε ψυχολογικό σύνδρομο. Δεν ξέρω αν ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη η κοπέλα που ζητούσε πέρυσι από τα ΜΑΤ να τη δείρουν στο ΑΠΘ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτήν δεν εισακούστηκε. Προφανώς δεν τους το συγχώρησε ποτέ.

Πηγή: Καθημερινή

Χριστουγεννιάτικη νύχτα. Γρηγορίου Ξενόπουλου. Διήγημα

— ΔΕΝ έχει εφέτο κουλούρα, παιδιά μου ! Και νάν το ξέρετε…


— Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.

Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;

— Για το κορέττο του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν ‘άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.

                                 

Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα τής μάνας, τής νόνας, τής γριάς Αγγέλικας ακόμα τής δουλεύτρας, και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα ήταν χαρά. Έριχναν μάλιστα κι ένα σμπάρο, —το θυμόταν από πέρσι,— ο ίδιος ο πατέρας τους το έριξε, από το παραθύρι στην αυλή, εμέ το τουφέκι του κυνηγιού, μπουμ,— την ώρα πού θα την έκοβαν στο καταστόλιστο τραπέζι…

Ναι, είχε γίνει ολάκερη τελετή την παράξενη κι ευτυχισμένη εκείνη νύχτα. Αμυδρά την έβλεπαν στη θύμησή τους τα μικρά αγοράκια. Πρώτα είχαν βρεθεί μαζεμένοι όλοι στην κουζίνα. Η κουλούρα ήταν απάνω στο τζάκι και μια ζωηρή φλόγα περνούσε από την τρύπα της κι ανέβαινε ψηλά. Την έσβησαν.,. Όχι με νερό… παρά με κρασί και με λάδι… Τι όμορφα πού μύρισε ο άσπρος καπνός !… Έπειτα έπιασαν όλοι την κουλούρα και την κουβάλησαν στο τινέλλο και την έβαλαν στο στρωμένο τραπέζι… Την κρατούσαν χαμηλά, έσκυβαν μάλιστα οι μεγάλοι για να μπορούν να την πιάνουν και τα παιδιά. Και γελούσαν, όλοι γελούσαν…

Μα έψελναν κιόλα, έψελναν το «Χριστός γεννάται…» Τότε ο πατέρας έριξε την τουφέκια από το παραθύρι του τινέλλου στην αυλή. Κι’ ευθύς έπειτα άρχισε να κόβει του καθενός το κομμάτι τής κουλούρας πού έτυχε να κράτη. Γιατί κανένας δεν είχε βγάλει ακόμα το χέρι του από πάνω της. «Τούτο, τούτο είναι το κομμάτι μου !» είχε φωνάξει μια στιγμή η σιγαλή Μαρία. Κι’ ο πατέρας, γελώντας, της είπε : «Καλά, το βλέπω. Τράβηξε μόνο το χέρι σου μη σού το κόψω.» Και τής έβγαλε το κομμάτι της, πού η Μαρία ανυπόμονη τάρπαξ’ ευθύς κι” άρχισε να το ψάχνει. “Έτσι έκαμαν όλοι με τη σειρά τους. Κι ο πατέρας τελευ­ταίος, αν και το δεύτερο κομμάτι πού έβγαλε ήταν το δικό του, γιατί το πρώτο, λέει, «ήταν τού φτωχού»… Μα κανέ­νας δε βρήκε μέσα το ασημένιο λεφτό, το «ηύρεμα» ! Ούτε ή γριά Αγγέλικα. Κι’ ο πατέρας είπε : «Θα είναι στο κομ­μάτι τού φτωχού. Έ, δεν πειράζει… Και τού χρόνου !»

Ναι, ναι, είπε «και τού χρόνου». “Όλοι είπαν «και τού χρόνου.» Κι’ όμως δεν έπιασε. Εφέτος δε θάκαναν κουλούρα. Είχαν το κορέττο τού πατέρα, πού πήγε στον ουρανό. Φορούσαν μαύρα. Και κλαίγανε. Τι κακό !

Ο ΚΑΗΜΕΝΟΣ ο πατέρας— ο κυρ-Στάθης ο Σταμούλης με τ όνομα,— είχε πεθάνει τον ίδιο χειμώνα, τον περ­σινό. Ακόμα δεν είχε κλείσει χρόνος. Κι’ ακόμα δεν είχαν ξεκάνει όλες τις πραμάτειες τον μαγαζιού του, πού τις είχαν κουβαλήσει στο σπίτι και τις είχαν αποθηκιάσει στις άδειες κάμαρες. ’Ήταν όλο πανικά : διάνες, Αμερικάνικα, μανταπολάμια, λινά, ντόπια μπαμπακερά, μάλλινα λογής- λογής. H Σταμούλαινα, η χήρα, δεν είχε βρει την τιμή πού ήθελε για να τα δώσει χοντρικώς. Κι έλεγε : «Παρά να τα χαρίσω στους κλέφτες, καλύτερα τα πουλώ η ίδια με το μπράτσο. Καλύτερα τα κρατώ για το προικιό τής Μα­ρίας μου. Καλύτερα τα κόβω και τα ράβω τώρα, όσο χρειάζουνται στο σπίτι. Τόσοι νοματοι είμαστε και θα δίναμε τόσα λεφτά για να μαυροντυθούμε…»

Κι αλήθεια. Μαύρες διάνες και μαύροι Αλπακάδες είχαν χρησιμοποιηθεί κι όλα για το κορέττο του σπιτικού. Είχαν ραφτή και μερικές ντουζίνες ασπρόρουχα για προι­κιό της Μαρίας πού κόντευε να μεγαλώσει. Και μόνο λίγα, μα πολύ λίγα, είχε αγοράσει σε καλή τιμή, ο Πέτρος ο Ραυτόπουλος, ένας μαγαζιάτορας του Αγίου Παύλου, κολλέγας του μακαρίτη.

Αυτά τα απούλητα πανικά τού μαγαζιού ήταν ή αιτία πού λογόφερναν τώρα καθεμέρα οι δυο Σταμούλαινες, η χήρα κι η μάννα του κύρ Στάθη. Να πούμε τη μαύρη Αλήθεια, πεθερά και νύφη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Από ξαρχής τρώγονταν και με δυσκολία ο κύρ Στάθης έφερνε την ειρήνη ανάμεσό τους. Μα ο θάνατός του κι ή κληρονομιά του μεγάλωσαν τη διχόνοια τών γυναικών. Η γριά δεν μπορούσε να χώνεψη τη νέα, πού σαν κλήρο νά­μα, είχε πάρει απάνου της το κουμμάντο του σπιτιού και τής περιουσίας χωρίς να ρωτάη κανένα. Έκανε ό,τι ήθελε. Του κεφαλιού της. Και, κατά την ιδέα τής πεθεράς, πάντα στραβομάρες, πάντα στραβοτιμονιές.

« — Δός τα καϊμένη, την τρωγόταν, δός τα τα πανιά. Τί τα φυλάς ; Να πάρουμε όβολα, νάν τα βάλουμε στην Τράπεζα με ταλλα. Φτηνότερα ναι· μα δε συλλογιέσαι κανε τούς τόκους πού χάνουμε ;

«—”Ας τα κει ! της απαντούσε ή νύφη τη; πεισμα­τικά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Ή μη σου χρειάζουνται οι άδειες κάμαρες;… “Εγνοια σου και ξέρω εγώ.

«— Δός τα !

«— Έ, μά σκάσε !»


Και, — περίεργο πράμμα, — εκείνη ίσα-ίσα τη νύχτα τής παραμονής, την άγια χριστουγεννιάτικη νύχτα που, άν ήταν άλλοιώς, θάκοβαν με χαρά την κουλουρά και θάρριχναν το σμπάρο, οι δυο γυναίκες, θυμισμένες, λυπημένες, κλαμμένες, πόνεμένες, έπιασαν πάλι τον καυγά γιά τα πανικά!

ΗΤΑΝ αργά πιά.

Νωρίς, είχαν δειπνήσει θλιβερά. Τό τραπέζι τους, αστόλιστο, σαρακοστιανό, συνειθισμένο, σηκώθηκε γρήγορα- γρήγορα. Κι’ ή γριά-’Αγγελικά πήρε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να τα βάλη να πλαγιάσουν.

— Κοίταξε νάποκοιμηθούν τα κακομοίρα, είπε η νόνα στη δουλεύτρα, πριν αρχινίσουν να κόβουνε τις κουλού­ρες στη γειτονιά… ‘Ας μην ακούσουνε κάνε τα σμπάρα, τα ψαλσίματα και τα τραγούδια των άλλων…

— Ναι, κυρά μου, θάν τα κοιμίσω, έγνοια σου.

Κι’ ή γριά-Άγγέλικα, αφού χαμήλωσε όλως-διόλου το φως τής λάμπας στην κρεββατοκάμαρα κι’ εσκέπασε το καντήλι τής Παρθένας, τούς είπε στο μισόφωτο παραμύθια και τα νανούρισε.

Του κάκου! Τα παιδιά κρατούσαν τα μάτια τους γα­ρίδα. Και δεν αποφάσισαν να τα κλείσουν, παρ’ αφού τούς υποσχέθηκε η γριά πώς του χρόνου, — ώ, χωρίς άλ­λο ! —του χρόνου θάκοβαν χριστουγεννιάτικη κουλούρα κι’ αυτοί.

— Νά σας χαρώ, πουλάκια μου !… Άμή πώς ; Το κορέττο θαχη περάσει…Κοιμηθητε τώρα να ιδήτε στον ύπνο σας αγγέλους. Κοιμηθητε, γειά σας !…

Κι από μέσα της ψιθύρισε :

« – Θέ μου ! τί δυστυχισμένοι που είμαστε οι άνθρώποι !…»

Τά μικρά, τα δίδυμα άγοράκια σίγουρα κοιμήθηκαν. Ίσως κοιμήθηκε κι ο Θόδωρος, το ζιζάνιο. Η σιγαλή Μαρία όμως όχι. Αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και, θυ­μούμενη τις περασμένες κουλούρες και χαρές, άκουγε από μέσα την κουβέντα τής μάννας της και τής νόνας.

Αυτές, στο τινέλλο πάντα καθισμένες, μ’ ένα μόνο φως αναμμένο στο τετράφωτο καντηλέρι, άμα η Αγγελικά τούς είπε πώς τα παιδιά κοιμήθηκαν, είχαν αρχίσει λίγο-λίγο να υψώνουν τη φωνή… Ήταν κιόλα κι’ αργά. Σε λίγο τα σπίτια τής γειτονιάς, κι’ όλης τής χώρας, θάρχινούσε η τελετή τής κουλούρας.

Και να, το πρώτο σμπάρο πέφτει εκεί κοντά: Μπουμ!

— Στου Γερόλυμου ήτανε ! είπε ή πεθερά.

— Όχι, στου Κατσή ! είπε ή νύφη.

— Θάκουγότανε πίλιο μακρυά.

— Στου Κατσή σου λέω !

— Δεν ειξέρεις τί λες…

— Εσύ δεν ειξέρεις, όπως πάντα !

Δεύτερο σμπάρο σέ λίγο.

— Νά το ! Ετούτο ήτανε του Γερόλυμου ! Τακουσες; φώναξε η νύφη θριαμβευτικά.

Η πεθερά κούνησε το κεφάλι της. Από μέσα της αναγνώριζε το λάθος, μα δεν ήθελε να τομολογήση.

— Άς αφήσουμε, είπε, τους ευτυχισμένους να γιορ­τάζουν κι’ ας κοιτάξουμε μεις τη συφορά μας… Νύφη, θά στο ματαπώ και πες ό,τι θέλης. Δός τα εκείνα τα έρημα, δός τα !

— Ού ! σκοτούρα είσαι!… Σώπα, σώπα… Νά, λένε το «Χριστός γεννάται» στου Σέλινα…

— Ακου, πού σου λέω. Δός τα να συχάσουμε και να γλυτώσουμε. Ο Νικόλας ο Μένιας δίνει το κόστη με διά­φορο…

— Άσε με, να ζήσεις! O Νικόλας ο Μένιας είν’ ένας κλέφτης, πού θέλει νάν τα ψωμοφάη. Άσε με τώρα μην κολαστώ, μέρα πού ξημερώνει!… Μα τί, τί; Τό μάτι σούκλεισε αυτός ο άνθρωπος, πώς θά σου δώση μερτικό και κάνεις έτσι ; Μ’ έφαγες για δαύτονε !

— Ναι, να σέ χαρώ!… Μερτικό θά μου δώσει !… Δεν ντρέπεσαι, καϊμένη, να λες τέτοιο λόγο τσή μάννα σου ;… Μωρέ, μπράβο !.·.

— Ναταν ουλές οι μαννάδες σαν και σένα !…

— Βρίζε τώρα, βρίζε!… Άγκαλά μου, όπως είσαι μαθημένη… Έπειτα λές «μέραπού ξημερώνει…» Μα έχεις εσύ Χριστούγεννα, Λαμπρή, Αγίου, Παναγίας; Ουλές οι μέρες το ίδιο είναι γιά τη γλώσσα σου και για την κα­κία σου!..

Η ΝΕΑ Σταμούλαινα ήταν έτοιμη νάπαντήση σ’αύτά κάτι φοβερό, μά δεν επρόφθασε: Ένα σμπάρο, από κοντά, από αντίκρυ ίσως, εβοΰϊξε τόσο δυνατά πού τίς τρόμαξε.

— Νά χαθή κι’ ο μουρλο-Πέρικλες με την πιστόλα του, μουρμούρισε ή γριά. Σπαβεντάρησα!

Κι εσωπάσανε κι’ οι δυο κάμποση ώρα.

Σ’ αύτό το διάστημα οι πιστολιές, μακρινές και κον­τινές, πεφταν πυκνά σ’ όλη τη χώρα. Παντού κοβόνταν κουλούρες. Σ όλα τα σπίτια τραπέζι και χαρά. Εκτός από τα λιγοστά, πού τα είχε κάψει ο Χάρος. Αυτά μόνον ήταν βουβά και σκοτεινά, σαν του Σταμούλη.

— Έτσι μας έμελλε ! στέναξε μια στιγμή η γριά.

— Αυτό να συλλογιέσαι καλύτερα και να σωπαίνης ! της άποκρίθηκε η νέα.

Κι αν ήταν μονάχα ο θάνατος ! εξακολούθησε με πι­κρό στόμα ή γριά. Μα είναι και ταλλα…

— Για τα πανιά πάλε θά μου πής ; θύμωσεηή νέα. Μάννα, θά με κάμης νάν τσού βάλω φωτία νάν τα κάψω!… Ακούς φωτία θάν τσού βάλω !

’Απτόητη ομως, ακλόνητη, ακούραστη η γριά τής άποκρίθηκε:

— Καλύτερα νάν τάδινες !… Δός τα να ησυχάσουμε ! Δός τα να γλυτώσουμε !

Κι’ο καυγάς ξανάρχισε ατέλειωτος.




Αυτή τη φορά όμως δεν τον έκοψε σμπάρο. Ήταν αργά. Στή γειτονιά είχαν κοπή όλες οι κουλούρες. Μόνο μια παρέα γλεντζέδων, πού γυρνούσε τα φιλικά σπίτια και τραταριζόταν στο πόδι, από μια φέτα κυδώνι κ’ ενα ποτη­ράκι βεντέα —εβίβα ! καλά Χριστούγεννα ! και του χρό­νου !… — στο κέφι λιγάκι, πέρασε απέξω απ’ του Σταμούλη τραγουδώντας δυνατά.

Τό τραγούδι έκοψε τόν καυγά.

Μα σέ λίγο κόπηκε και το τραγούδι…

Στη γλυκεία, την ήσυχη νύχτα, ακούστηκε καθαρή η φωνή κάποιου από την παρέα, πού ρώτησε :

— Γιατί σκοτάδια σε τούτο το σπίτι;

— Είναι του Σταμούλη, αποκρίθηκε ένας άλλος.

— A, ναι ! είπε ο πρώτος. Θεός σχωρέσει τόν καϊμένο τον κύρ-Στάθη… Καλός άνθρωπος ήτανε !

Κάποιος τότε έκαμε να ξαναρχίση το τραγούδι: “Σάφίνω την…”

— Μή! τόν έκοψε εκείνος πού μιλούσε. Εδώ δεν κάνει… Πάμε, παιδιά, παρακάτου με ησυχία…

— Θέ μου ! ψιθύρισε πάλι η γριά Αγγελικά πού τα είχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι !…»

Τακόυσαν οι δυο γυναίκες και κοιτάχτηκαν με μομφή. Σά νάλεγε ή μια στην άλλη: «Ακούς ; Ντράπου και λι­γάκι !…»

Μα δεν είπανε λέξη. Η παρέα, βουβή, απομακρύν­θηκε. Μια στιγμή έγινε άκρα ησυχία, στο σπίτι, στο δρό­μο, στή χώρα, παντού.

Και μέσα σ αυτή την ησυχία, αντήχησαν έξαφνα ακράτητοι λυγμοί.

Έκλαιγε ή σιγαλή Μαρία στο κρεββάτι της.

— Θεέ μου ! ψιθύρισε και τρίτη φορά ή γριά- Αγγέλικα. Τι δυστυχισμένοι πού είμαστε οι αθρώποι…!»

**************


Η μάχη του Μακρυγιάννη.

 Η Μάχη του Μακρυγιάννη Η Μάχη του Μακρυγιάννη ήταν σύγκρουση μεταξύ της Χωροφυλακής και του ΕΛΑΣ που ξεκίνησε στις 6 Δεκεμβρίου 1944 τις πρώτες ημέρες των Δεκεμβριανών. 



Το κτιριακό συγκρότημα που στέγαζε το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών βρίσκονταν στην συνοικία Μακρυγιάννη, κάτω από τον Βράχο της Ακρόπολης, η οποία έφερε το όνομα του αγωνιστή της Επαναστάσεως του 1821 Ιωάννη Μακρυγιάννη, διότι εκεί βρίσκονταν κάποτε το σπίτι του. Το Σύνταγμα της Χωροφυλακής στεγαζόταν για πολλά χρόνια στον χώρο του παλιού Στρατιωτικού Νοσοκομείου του Μακρυγιάννη. Η Χωροφυλακή στρατώνιζε τις δυνάμεις της σε κτήρια των υπηρεσιών της ή σε κτήρια, τα οποία είχαν επιταχθεί για να καλύψουν τις κτηριακές ανάγκες του Σώματος. Η μάχη


Αντικειμενικός σκοπός του ΕΛΑΣ


O αντικειμενικός σκοπός του ΕΛΑΣ ήταν η κατάληψη της περιοχής του Μακρυγιάννη που οδηγούσε απ’ ευθείας στο κέντρο των Αθηνών και στο στρατηγείο των Βρετανών στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία απέναντι από την σημερινή Βουλή.


Αντικειμενικός σκοπός και άμυνα της Χωροφυλακής


Η αποστολή της Χωροφυλακής ήταν να επιβάλει την τάξη και να εμποδίσουν τον ΕΛΑΣ να εισχωρήσει στο Κέντρο των Αθηνών ευρισκόμενες όμως υπό περιορισμό σε στρατόπεδο, όπως το Σύνταγμα Μακρυγιάννη. Για την οργάνωση της άμυνας ιδρύθηκαν 7 εξωτερικά φυλάκια ως πρώτη ζώνη άμυνας σε διάφορες οδούς έναντι του στρατοπέδου. Ως δεύτερη ζώνη άμυνας τέθηκε η περίφραξη (μανδρότοιχος) και τρίτη ζώνη άμυνας τα εσωτερικά κτήρια.


Οπλισμός Χωροφυλακής


Ο οπλισμός του Συντάγματος Μακρυγιάννη αποτελούνταν από 289 τυφέκια διαφόρων τύπων, εκ των οποίων τα 265 τυφέκια ήταν ιταλικής κατασκευής τύπου αραβίδας και τα 24 τυφέκια ήταν τύπου Mannlicher-Schönauer, 245 για τα οποία το συνολικό απόθεμα ήταν 11.200 φυσίγγια διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων. Τα 10.500 φυσίγγια ήταν για τα ιταλικά τυφέκια και τα 700 φυσίγγια ήταν για τα MannlicherSchönauer. Υπήρχαν επίσης τρεις ατομικοί όλμοι με απόθεμα τριάντα βλημάτων των 20΄΄ και πέντε προωθητικά βλήματα των 15΄΄, τρία οπλοπολυβόλα Breda με απόθεμα 600 φυσίγγια και 11 οπλοπολυβόλα Sten με απόθεμα 1.650 φυσίγγια. Επίσης είχε 2 πυροβόλα των 37΄΄ (37 χιλιοστών) ευθυτενούς τροχιάς με 400 βλήματα, εκ των οποίων τα 45 ήταν διατρητικά και τα 270 εκρηκτικά και 1 άρμα μάχης παλαιού τύπου με το προσωπικό του, τα οποία ανήκαν στη Σχολή Ευελπίδων. Ο Αρχηγός της Χωροφυλακής, Συνταγματάρχης Αργύρης Παπαργύρης, προχώρησε στην έκδοση διαταγής με την οποία έθετε όλες τις δυνάμεις της Χωροφυλακής σε κατάσταση επιφυλακής και άμυνας, με καθεστώς πολεμικού συναγερμού. Η Χωροφυλακή και συνολικά οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν να αντιμετωπίσουν μια κρίσιμη, τακτικού χαρακτήρα κατάσταση. Η άμυνα της ελεύθερης περιοχής των Αθηνών στηριζόταν σε δύο οχυρές περιοχές, οι οποίες βρίσκονταν στα δύο άκρα της επικράτειάς της:


– στο συγκρότημα της Σχολής Χωροφυλακής στο Γουδί,

– στο κτηριακό συγκρότημα του Συντάγματος Μακρυγιάννη.


Το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου 1944 και ενώ το κέντρο της Αθήνας δεχόταν επίθεση από τις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., η επικράτεια στην οποία ασκούνταν η κυβερνητική εξουσία της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ήταν αυτή που περικλειόταν από τη νοητή γραμμή που ένωνε τις περιοχές, Λεωφόρο Αλεξάνδρας-Πλατεία Κυριακού-Αχαρνών-Πλατεία Βάθης-Άγιος Κωνσταντίνος-οδός Πειραιώς-Θησείο -περιοχή Μακρυγιάννη-Ζάππειο-Πλατεία Ρηγίλλης-Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας – Μεσογείων-Γουδί-Σχολή Χωροφυλακής-Ερυθρός Σταυρός-Λεωφόρο Κηφισίας- Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα περισσότερα από τα σημεία της νοητής γραμμής ήταν μικρές διάσπαρτες νησίδες, κάποιες από τις οποίες μάλιστα ήταν απομονωμένες, όπως η Σχολή Χωροφυλακής στη Μακρυγιάννη, η Σχολή Ευελπίδων και οι στρατώνες της Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί.


6 – 7 Δεκεμβρίου


Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου εκδηλώνεται μεγάλη επίθεση από το 1ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ. Η πρώτη επίθεση εκδηλώνεται στο 7ο φυλάκιο που ήταν τοποθετημένο σε πολυκατοικία της διασταύρωσης των οδών Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου. Το Αγγλικό πυροβολικό, που βρισκόταν στην Ακρόπολη υποστήριζε την Χωροφυλακή με πυρά πυροβολικού. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ορέστη Μακρή, στέλεχους του ΕΛΑΣ, οι Χωροφύλακες απ’ την πρώτη κιόλας επαφή, διαπιστώσαμε, ότι όχι μόνο δεν αιφνιδιάσαμε τον εχθρό, αλλά αντίθετα τον βρήκαμε να μας περιμένει, καλά οργανωμένος σ’ ολόκληρο σύστημα οχυρών γύρω απ’ τους στρατώνες. Μετά από μάχη που ακολούθησε μεταξύ του 7ου φυλακίου και του ΕΛΑΣ, οι συλληφθέντες αξιωματικοί και χωροφύλακες ανακρίθηκαν και εκτελέστηκαν.


Η 6η Δεκεμβρίου υπήρξε η χειρότερη μέρα για τις κυβερνητικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατέλαβαν το κτήριο της Ειδικής Ασφάλειας, το κτήριο της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, το κτήριο της Διοίκησης Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδας και το κτήριο της Ανωτέρας Διοίκησης Χωροφυλακής, ενώ έθεσαν υπό σφιχτή πολιορκία το κτήριο του Αρχηγείου της Χωροφυλακής, εγκλωβίζοντας σε αυτό και τον Αρχηγό της Χωροφυλακής, Συνταγματάρχη Παπαργύρη και μέχρι το βράδυ είχαν καταλάβει τα 19 από τα 24 αστυνομικά τμήματα της Αθήνας. Το μεσημέρι τα επιτιθέμενα τμήματα του ΕΛΑΣ μετά από μεγάλες απώλειες επιστρέφουν στη γραμμή εξορμήσεως που οριζόταν από τις οδούς Καρυάτιδων – Μισαραλιώτου.


8 – 9 Δεκεμβρίου


Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε τροφοδοσία της φρουράς της Χωροφυλακής σε τρόφιμα και πολεμοφόδια αλλά και μείωση της δύναμής της κατά 100 άνδρες, έπειτα από εντολή των Βρετανών προκειμένου να ενισχυθεί η φρουρά που υπερασπιζόταν το κτήριο του Κοινοβουλίου. Ο ΕΛΑΣ προετοιμάζονταν για την επίθεση της επομένης ημέρας. Προετοίμασε, εκτός από τους 500 άνδρες που μάχονταν εκείνη τη στιγμή στου Μακρυγιάννη, άλλους 200 άνδρες του ΙΙου τάγματος με επικεφαλής το Σαλονικίδη Μήτια, 200 άνδρες από το 3ο τάγμα του Παν. Σαμπλίδη και περίπου 100 Πειραιώτες. Δηλαδή ένα σύνολο περίπου 1000 ανδρών και το ενισχυμένο τάγμα του 6ου συντάγματος της Κορίνθου (Βαζαίος) με άλλους 500 άνδρες, με αρκετά καλό οπλισμό από πολυβόλα, όλμους και 2-3 αντιαρματικά όπλα. Την 9η Δεκεμβρίου το απόγευμα το Σύνταγμα Μακρυγιάννη ενισχύθηκε από δεκαπέντε Βρετανούς αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι ήταν ειδικοί στις ναρκοθετήσεις. Υπό την κάλυψη του Συντάγματος ναρκοθέτησαν τον χώρο του περιβόλου του συγκροτήματος Μακρυγιάννη. Οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής τους, αποχώρησαν. Κατά την έφοδο του ΕΛΑΣ στο προαύλιο του στρατοπέδου, απωθήθηκαν απ’ τα πυρά των πολυβόλων κι απ’ τα ναρκοπέδια που είχαν τοποθετηθεί στο εσωτερικό του τοίχου, γύρω – γύρω απ’ το κεντρικό κτίριο. Το τάγμα των Κορινθίων δεν κατάφερε να εισβάλει στο εσωτερικό του στρατοπέδου των Χωροφυλάκων.


10 – 11 Δεκεμβρίου


Την 10η Δεκεμβρίου οι Ελασίτες εξαπέλυσαν ευρεία επίθεση, η οποία απέτυχε μετά την επέμβαση βρετανικών ενισχύσεων. Οι βρετανικές ενισχύσεις αποτελούνταν από τρία άρματα μάχης και δεκαπέντε στρατιώτες. Το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ μετά την αποτυχία των επιθέσεών του, αποφάσισε να σταματήσει τις επιθέσεις κατά του Μακρυγιάννη και να υιοθετήσει τη στρατηγική της στενής πολιορκίας. Έτσι ανατίναξαν όλες τις πολυκατοικίες που βρίσκονταν περιμετρικά του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, ώστε να μη χρησιμεύουν για τη κάλυψη των δρομολογίων ενίσχυσης του Συντάγματος και προχώρησαν στη διακοπή τροφοδοσίας νερού.


11 – 18 Δεκεμβρίου


Το πρωί της 13 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ δίνει εντολή να διατηρηθούν οι θέσεις γύρω απ’ τους στρατώνες του Μακρυγιάννη, να ενισχύθεί ο λόφος Φιλοπάππου και να διατηρηθεί κλειστή η λεωφόρος Συγγρού για τους Άγγλους κάνοντας επίσης ανακατανομή των δυνάμεων του


– Το 1ο τάγμα (Νέα Σμύρνη), με δύναμη 300 ανδρών, Θα παραμείνει στη δυτική πλευρά των στρατώνων.

– Το 2ο τάγμα (Καλλιθέας), με δύναμη 400 ανδρών, θα παραμείνουν στη μεσημβρινή πλευρά των στρατώνων.

– Το 3ο τάγμα (Νέα Σφαγεία), με το τάγμα της Κορίνθου, συνολικής δύναμης 500 ανδρών, θα παραμείνουν στην ανατολική περιοχή των στρατώνων, από την οδό Μακρυγιάννη μέχρι και τη λεωφόρο Συγγρού.

– Ένας λόχος από το τάγμα της Κορίνθου, δύναμης 100 ανδρών μεταφέρεται στο λόφο Φιλοπάππου.


Στις 15 Δεκέμβρη, οι χωροφύλακες, που ήταν στο παλιό Α’ Σώμα Στρατού, μαζί με τους έγκλειστους στου Μακρυγιάννη, εκτελούν επίθεση εκτός του στρατοπέδου. Τους συνοδεύουν ελαφρές δυνάμεις Άγγλων με προκάλυψη 15 αρμάτων Σέρμαν, υποστήριξη αεροπλάνων, των όλμων και των πολυβόλων της Ακρόπολης. Επιχειρούν ισχυρή αντεπίθεση από την κεντρική πύλη και τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ενάντια στο 3ο τάγμα ΕΛΑΣ και τα τμήματα του τάγματος της Κορίνθου, στην ανατολική πλευρά των στρατώνων.


Παρά τις προσπάθειες των ΕΛΑΣιτών όμως, την 18η Δεκεμβρίου η πολιορκία του συγκροτήματος του Συντάγματος Μακρυγιάννη έληξε. Σημαντικό μέρος της δύναμης του Συντάγματος, σε συνεργασία με βρετανικές δυνάμεις, συμμετείχε στην απώθηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ πέρα από τον Αρδηττό και τη Λεωφόρο Συγγρού, έως και την περιοχή του Φαλήρου. Σε αντίστοιχες επιχειρήσεις συμμετείχε και την 19η Δεκεμβρίου, ανακαταλαμβάνοντας τις συνοικίες του Κουκακίου και του Γαμβέττα και απειλώντας τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην ανατολική πλευρά της Λεωφόρου Συγγρού. Το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη έλαβε μέρος αδιάκοπα σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έως τις αρχές Ιανουαρίου, οπότε και επετεύχθη η πλήρης εκκαθάριση της Αττικής από τον ΕΛΑΣ.


Ευρύτερο Πλαίσιο Αξίζει να σημειωθεί ότι μάχες μεταξύ της Χωροφυλακής και του ΕΛΑΣ δόθηκαν και σε άλλες τοποθεσίες όπως:


– Φυλακές Βουλιαγμένης

– Φυλακές Συγγρού

– Φυλακές Αβέρωφ (Λεωφόρος Αλεξάνδρας)

– Αρχηγείο Χωροφυλακής (Οδός Ιουλιανού 36)

– 4ο Τάγμα Μετεκπαιδεύσεως Χωροφυλακής (Γ Σεπτεμβρίου 105, Πλατεία Βικτωρίας)

– Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής Αθηνών (Οδός Νικόδημου, Πλάκα)

– Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος (Άνδρου 16)

– Διοίκηση Χωροφυλακής Αθηνών (Κοδριγκτωνός 2)

– Σχολή Χωροφυλακής (Μεσογείων – Σημερινή Σχολή αξιωματικών Αστυνομίας)

– Εφορία υλικού και μοίρα αυτοκινήτων (Λεωφόρος Βασ. Σοφίας – Ριζάρειος Σχολή)

– Φρουρά Χωροφυλακής Υπουργείο Εσωτερικών (Φιλελλήνων 15)

– Εγκληματολογική υπηρεσία (Πλατεία Μητροπόλεως) Τιμές


Ο Σύνδεσμος Αποστράτων Αστυνομικών Αθηνών οργανώνει κάθε χρόνο εκδηλώσεις για να τιμήσει τους πεσόντες Χωροφύλακες κατά την διάρκεια των μαχών του Δεκεμβρίου. Πηγή Olimpia gr

Ντα, του Χιου Λέοναρντ, Θεατρική Βραδιά.

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος. 

  Αγαπητοί φίλοι, απόψε, θα σας παρουσιάσω ένα έργο βαθιά ανθρώπινο και πολυβραβευμένο. Πρόκειται για το Ντα (Da) του Ιρλανδού συγγραφέα Χιου Λέοναρντ (Hugh Leonard). Το έργο γράφτηκε το 1975.



  Ο συγγραφέας γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1926 με το όνομα John Joseph Byrne και στη συνέχεια δόθηκε για υιοθεσία. Μεγάλωσε στο Ντάλκι, ένα προάστιο του Δουβλίνου. Για το υπόλοιπο της ζωής του με εξαίρεση το συγγραφικό ψευδώνυμο "Hugh Leonard" με το οποίο έγινε γνωστός. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν «Τζακ». Μορφώθηκε στο Εθνικό Σχολείο Αρρένων Χάρολντς στο Ντάλκι, και στη συνέχεια σε κολέγιο. Εργάστηκε ως υπάλληλος επί 14 χρόνια, γράφοντας παράλληλα και παίζοντας σε θεατρικά έργα για παροικιακές θεατρικές ομάδες.

 

 Η ανάλυση μας για το έργο θα βασιστεί στην αρθρογραφία που αναπτύχθηκε για τις δύο παραστάσεις που ανέβηκαν την περίοδο το 1979 και το 2018 στη χώρα μας, ενώ το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από την παράσταση του 2018.

  

  Ο Παύλος Λεμοντζής θα πει για το έργο: «Πρόκειται για μια ευφρόσυνη παράσταση, λιτή αλλά περιεκτική. Το «da» είναι η πρώτη συλλαβή του «daddy» κι ο Ιρλανδός πολυβραβευμένος συγγραφέας Χιου Λέοναρντ το έκανε τίτλο σ’ ένα έργο που, από το 1975 έως σήμερα, γνωρίζει δόξες, τιμές, επαίνους σ’ όλον τον κόσμο.» 




  Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα το 1979 σε μετάφραση Παύλου Μάτεση και σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη. Το ρόλο του Νικ Τάιαν (Ντα) ερμήνευσε ένας σπουδαίος ηθοποιός, ο Μάνος Κατράκης. Η συγκλονιστική ερμηνεία του Κατράκη έκανε γνωστό το έργο στη χώρα μας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σημάδευσε το έργο με την ερμηνεία του, ενώ ακόμη αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του, καθώς πέθανε το 1984 χτυπημένος από τον καρκίνο. Ήταν δηλαδή το τελευταίο έργο που ανέβασε, για τρεις μάλιστα συνεχόμενες χρονιές δίνοντας ταυτόχρονα ρεσιτάλ σπάνιας υποκριτικής τέχνης.

  Ο Κατράκης δε δίστασε να αναφέρει και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ώστε να ερμηνεύσει το ρόλο: «Πρέπει να ομολογήσω πως βρήκα πολλές δυσκολίες στην αντιμετώπιση του ρόλου, Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου την πείρα, όλα μου τα βιώματα και, κυριότερα, του κοντινού μου περίγυρου. Πολλά στοιχεία που μεταχειρίζομαι στην ερμηνεία του ρόλου ανήκουν στη μάνα μου…»



Πρόσφατα (το 2018) ξανανέβηκε σε σκηνοθεσία, μετάφραση και δραματική επεξεργασία Δημοσθένη Παπαδόπουλου, με μεγάλη επιτυχία και sold out παραστάσεις στο θέατρο της ¨Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών¨. Το κοινό της Θεσσαλονίκης γέμισε με χαμόγελα και συγκίνηση. Πρωταγωνιστής στο ρόλο του Πατέρα ο Κώστας Σάντας.

Η Ελένη Σκάρτου θα γράψει σχετικά με το έργο και την παράσταση του 2018 στη Δημοκρατία: «Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μάς μεταφέρει στην Ιρλανδία και μάς προσκαλεί ως θεατές απέναντι από τη σκηνή του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών για να αφεθούμε χωρίς όρια στη συγκίνηση. Το «Ντα» σκηνοθετεί ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος, ενώ στον ρόλο του Ντα δίνει τον εαυτό του ο Κώστας Σαντάς» 



  Θεωρείται αυτοβιογραφικό και περιγράφει την επιστροφή ενός συγγραφέα, του Τσάρλι, στο πατρικό του σπίτι στη γενέτειρά του στην Ιρλανδία, σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, το 1968, προκειμένου να μεριμνήσει για την κηδεία του πατριού του, Ντα ( Da: υποκοριστικό του μπαμπά, πατερούλη, daddy, da).

  Αναμνήσεις από τη ζωή του με τους θετούς γονείς του, τον μέντορά του, αλλά και τον νεότερο εαυτό του, ξυπνούν για τον Τσάρλι τα φαντάσματα όλων αυτών των προσώπων με τα οποία συνομιλεί και ξαναζεί σημαντικές στιγμές της νιότης του στο πατρικό του. Η επικοινωνία αυτή αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους έφυγε από το σπίτι του και την περίπλοκη σχέση με τους θετούς γονείς του. Οι γονείς του τον λάτρευαν, αλλά ο Τσάρλι, ενώ τους αγαπούσε, ήθελε διακαώς να φύγει μακριά.

  Ο πατριός του ήταν ένας κηπουρός, καλόκαρδος και υπομονετικός, αλλά αμόρφωτος και χωρίς φιλοδοξίες. Ο μέντορας του, υψηλά ιστάμενος δημόσιος υπάλληλος, ήταν αδίστακτος και βαθιά απαισιόδοξος, χαρακτήρας διαμετρικά αντίθετος με τον πατριό του. Ο Τσάρλι ντρεπόταν για τον πατριό του και ένιωθε τύψεις για αυτή την ντροπή του.

  Παρά την παρότρυνση του μέντορά του να εγκαταλείψει την Ιρλανδία ο Τσάρλι εργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα ως υπάλληλός του με χαμηλό μισθό, σχεδόν όπως και ο πατριός του. Αργότερα καταφέρνει να αναγνωριστεί ως συγγραφέας και απομακρύνεται από τον μέντορά του. 




  Οι εργοδότες του πατριού του πουλούν το σπίτι και το κτήμα όπου εκείνος δούλευε, αφήνουν μια πενιχρή σύνταξη στον «Ντα» μαζί με ένα κακόγουστο αναμνηστικό δώρο. Ο Τσάρλι εξοργίζεται με την συμπεριφορά τους, αλλά ακόμα περισσότερο με τον «Ντα» , ο οποίος θεωρεί μεγάλη τιμή το δώρο που του έκαναν.

  Ο Τσάρλι παντρεύεται και ζει πλέον στην Αγγλία. Επιστρέφει συχνά στο πατρικό του, ειδικά μετά το θάνατο της μητέρας του για να βλέπει τον πατριό του και να του δίνει κάποια χρήματα, ελπίζοντας πώς έτσι θα ξεπλήρωνε όλα όσα εκείνος του είχε προσφέρει. Ο μέντορας του τον επισκέπτεται μετά το θάνατο του Ντα για να του δώσει, κατά την επιθυμία του πατριού του, το αναμνηστικό δώρο των εργοδοτών του καθώς και όλα τα χρήματα που του έδινε ο Τσάρλι κατά τις επισκέψεις του.

  Ο Τσάρλι αντιλαμβάνεται ότι δεν θα «ξεπληρώσει» ποτέ τον πατριό του, ο οποίος του έδωσε κυριολεκτικά ό,τι είχε και δεν είχε. Ο Τσάρλι απελπίζεται και θυμώνει με τον πατριό του, του οποίου το φάντασμα υπόσχεται ότι πλέον θα είναι πάντα κοντά του.


                                    
 

  Ο σκηνοθέτης Δημοσθένης Παπαδόπουλος θα σημειώσει για το έργο: « Ο μπαμπάς. Η φιγούρα που πάντα μας ακολουθεί. Κάποιες φορές υποστηρικτικά και άλλες σαν ένα φάντασμα που μας καταδιώκει. Τα λάθη του παρελθόντος. Τα συναισθηματικά κενά. Η έλλειψη αγάπης και τρυφερότητας. Η σκληρότητα που κρύβει μέσα της αγάπη. Θέματα που κυριαρχούν στο έργο του Χιου Λέοναρντ με την όψη ενός παιδικού, γεμάτου αφέλειας, τραγουδιού. Ένα παιδικό τραγούδι που τραυματίζει. Η παιδική ηλικία που καθορίζει όλη μας τη ζωή. Ένα έργο επιφανειακά απλοϊκό, αλλά, στην ουσία του, βαθύ και σπαρακτικό. Κι ένας θίασος που το πίστεψε και του έδωσε σάρκα και οστά με σεβασμό και αγάπη. Ευχαριστώ όλους όσοι δούλεψαν για αυτή την παράσταση. Ηθοποιούς και τεχνικούς. Και όλους όσοι βοήθησαν να φτιάξουμε αυτό το παιδικό τραγούδι. Και κυρίως ευχαριστώ τον Γιάννη Αναστασάκη που πρότεινε αυτό το υπέροχο έργο».

 

Τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά του έργου αιχμαλωτίζουν το θεατή…


  Ο Ντα (υποκοριστικό του Daddy) θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Τσάρλι (γιο). Ο Τσάρλι θα επιστρέψει στην πόλη που γεννήθηκε, μετά το θάνατο του πατέρα του και θα βιώσει όλη την προηγούμενη ζωή του. Ο θεατής θα γίνει μάρτυρας αλλεπάλληλων μεταφορών μέσα στο χρόνο.

 

  Η πατρική φιγούρα, οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς, τα λάθη του παρελθόντος, η απώλεια το τίμημα της ενηλικίωσης, η σκληρότητα που πολλές φορές κρύβει η αγάπη μέσα της, η παιδική ηλικία μέσα από την απόσταση του χρόνου θα αποτελέσουν τα θέματα που θα πραγματευτούν στο έργο. Ο Da θα μεταμορφώνεται μέσα από τα μάτια του γιου πότε σε μια τρυφερή και στοργική φιγούρα και πότε σε έναν αφελή αλλά και αυστηρό πατέρα.

 

  Η Χριστίνα Χαλκιά, θα γράψει στο TFCmagazine «ΝΤΑ, ωδή στη σχέση πατέρα και γιου… Ένα κείμενο φαινομενικά απλό, όμως ικανό να αγγίξει την αλήθεια του κάθε θεατή ή έστω αυτού που με ανοιχτή ψυχή θα ακολουθήσει το ταξίδι στη μνήμη του Τσάρλι.» ενώ η Βίκυ Χαρισοπούλου θα αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ  «Έργο βγαλμένο από τη βαθιά ανθρωπιστική παράδοση του πολύπαθου Ιρλανδικού λαού, το "ΝΤΑ", "μιλά" στα 90' λεπτά της παράστασης στο ΚΘΒΕ για το μικροαστικό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του εικοστού αιώνα στην Ιρλανδία, για τη μισητή στον πατέρα του κατακτήτρια Αγγλία, για τη Ζωή στη γενέθλια πόλη ενός παιδιού που τώρα ως ενήλικας το ζει σχεδόν ψυχαναλυτικά και λυτρωτικά από την αρχή.»

 

  Υπήρξε όμως και αρνητική κριτική ειδικά για την παράσταση του 2018. Τα αρνητικά σχόλια θα επικεντρωθούν στην επιδερμική και περιγραφική προσέγγιση των σχέσεων χωρίς εμβάθυνση και με άνευρο χιούμορ. Το έργο θεωρήθηκε από ορισμένους πληκτικό με στατική και άνευρη σκηνοθεσία.

 



  Παρόλα αυτά το έργο θα γλυκαίνει την ψυχή του θεατή μέσα στη χυδαιότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Το μικροαστικό κοινωνικό περιβάλλον της Ιρλανδίας του εικοστού αιώνα θα παρουσιαστεί με επιτυχία. Εκεί θα μεγαλώσει το παιδί, ο Τσάρλι, που τώρα ως ενήλικας θα το ζει σχεδόν ψυχαναλυτικά και λυτρωτικά από την αρχή. Δικαιολογημένα θα πει η Γιώτα Κωνσταντινίδου σχετικά: «Ένας εξομολογητικός χείμαρρος μέσα από χιούμορ, πόνο της απώλειας και αλληλοκατηγορίες που επιβεβαιώνει μια διαρκή πατρική αγάπη. Η σκηνή χωρίζεται νοητά στον γαλάζιο ουρανό της γιγαντοοθόνης και στους θαλασσινούς ήχους που συνθέτουν ένα ναυτικό τοπίο, αυτό της Ιρλανδίας».

 

  Η ιστορία εν κατακλείδι του Τσάρλι θα μπορούσε να είναι η ιστορία του καθενός μας…


Ο Κώστας Σαντάς


Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε ολόκληρη την παράσταση στο διαδίκτυο, αντί αυτού σας παραθέτουμε τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Μάνος Κατράκης στην ΕΡΤ για το έργο, στην εκπομπή παρασκήνιο την 27 Φεβρουαρίου του 1980, όπου μας παραθέτει πολλές σημαντικές λεπτομέρειες καθώς και πολλά πλάνα από την παράσταση ...



                          Η μεταφορά έγινε από το κανάλι: greekcinenostalgia


Πηγές:

www.katiousa.gr/politismos/theatro/theatro-ti-deftera-nta-tou-chiou-leonarnt/

www.kulturosupa.gr/theatromania/da-vasiliko-26799/

https://www.neakriti.gr/article/politismos/1534836/da-to-poluvraveumeno-ergo-sto-theatro-morfes/

https://www.ert.gr/ert-arxeio/manos-katrakis-2-septemvrioy-1984/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=2&production=45981

https://www.maxmag.gr/theatro/kthve/nta-se-skinothesia-dimostheni-papadopoulou-sto-kthve/

https://artplay.gr/theatro/to-nta-poy-antechei-ta-didaktika-orfana-kai-to-noikokyremeno-kthve

www.kulturosupa.gr/theatromania/eidame-nta-23050/

https://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=64&item=46172

https://kavalawebnews.gr/

http://www.dimokratianews.gr/

http://www.amna.gr/

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B9%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%AD%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%BD%CF%84


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

ΜΟΥΤΖΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑ. Γράφει ο Δίας Κρονίδης

Απόστασε το χέρι μου από το να μουντζώνω

και σάλιο δεν μου έμεινε από το φτύσε φτύσε,

αλλ' έως τώρα τίποτε μ' αυτά δεν κατορθώνω,

και σύ, Ευρώπη, μας γελάς και πάντα ίδια είσαι.
Γεώργιος Σουρής




Ο Βυζαντινός Νόμος δεν προέβλεπε συνήθως ποινή μακρόχρονης φυλάκισης. Οι ποινές ήταν σωματικές. Οι ποινές εφαρμόζονταν δημόσια και αυτό γίνονταν για παραδειγματισμό.

Μελετώντας τη ρίζα της λέξης, φαίνεται πως η “μούντζα” αρχικά σήμαινε “μουντό χρώμα”, όμως στη συνέχεια σήμαινε “παλάμη λερωμένη με στάχτη”. Η κυριότερη θεωρία είναι πως η χρήση της μούντζας ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου. Εφαρμοζόταν ως ποινή σε παραπτωμάτα, όπως οι μικροκλοπές και η μοιχεία. Ο δικαστής έβαζε το χέρι του σε στάχτη και λέρωνε (μουντζούρωνε) το πρόσωπο του τιμωρούμενου,και με αυτόν τον τρόπο τον διαπόμπευαν και τον στιγμάτιζαν. Επισης δένονταν σε ένα γάϊδαρο αναποδα και περιφέρονταν στην πόλη, όπου οι πολίτες μουντζούρωναν με τις παλάμες τους το πρόσωπό του με ακαθαρσίες και στάχτη (μούντζος), συμπληρώνοντας έτσι την τιμωρία του.

Η μούντζα, γνωστή και ως φάσκελο, είναι ίσως η πιο παλιά προσβλητική χειρονομία που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Η χειρονομία αυτη έμεινε ως τις μέρες μας συμβολικά, σαν μίμηση του εξευτελιστικού μουντζουρώματος της παλάμης αυτού που την δέχεται. Δηλαδή, όταν μουντζώνουμε κάποιον, στην ουσία να του λέμε «σε εξευτελίζω, σε απαξιώνω, σου ρίχνω βρωμιές στα μούτρα»

Να μην ξεχναμε ομως, οτι ο κατηγορούμενος που αθωώνονταν “ΕΒΓΑΙΝΕ ΑΣΠΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ” από το δικαστήριο.

“Εκρεμάσθην στας 16 Ιανουαρίου 1923 εν Φιλαδελφεία. Θεολ. Κελέσογλου”

Ο Θεολόγος Κελέσογλου ήταν “προύχοντας” στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας (σημερινό Αλασεχίρ): Μορφωμένος κι ευκατάστατος έμπορος ξυλείας, ιδιοκτήτης του πρώτου εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού στην πόλη, μέλος της δημογεροντίας και της σχολικής εφορίας και ιδρυτής του τοπικού μουσικού συλλόγου. Όταν το 1919 ήρθε ο ελληνικός στρατός στη Φιλαδέλφεια, είχε άμεση συμμετοχή στην οργάνωση του στρατού της άμυνας. Τις ημέρες του χαλασμού, μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, πήρε την οικογένειά του και υπό συνθήκες τρόμου αναζήτησε σωτηρία στη Σμύρνη.




Γράφει ανάμεσα σε πολλά άλλα η εγγονή του Κατερίνα: «Θυμόταν ο πατέρας μου πως ήταν στοιβαγμένοι κατά οικογένειες σε ένα μεγάλο χώρο -ίσως κάποια αποθήκη- όταν μπήκε μια ομάδα από τσέτες με επικεφαλής τον μπέη της Φιλαδέλφειας. Αναγνώρισε τον παππού μου και τον συνέλαβαν. Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε τον πατέρα του.
 
Σ’ αυτό το σημείο της διήγησης συχνά μου έδειχνε συγκινημένος το κύπελλο που είχε ευλαβικά φυλαγμένο, μιας και ήταν το μοναδικό κειμήλιο από τον πατέρα του. Ένα πλακέ αλουμινένιο κύπελλο χαραγμένο με καρφί από τον ίδιο τον παππού. Όταν το στρατοδικείο καταδίκασε τον παππού μου σε θάνατο δι’ απαγχονισμού κι ορίστηκε η ημερομηνία, το έστειλε με ένα συγκρατούμενό του στους δικούς του. Στη μια πλευρά γράφει: “Εκρεμάσθην στας 16 Ιανουαρίου 1923 εν Φιλαδελφεία. Θεολ. Κελέσογλου” Στην άλλη σημειώνει τα ονόματα τριών ασφαλειών ζωής που είχε, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε έστω και με το θάνατό του να βοηθήσει την οικογένειά του! (ο μπαμπάς μου είπε ότι μόνο μια από αυτές τους έδωσε χρήματα)».

Το κύπελλο επανήλθε πρόσφατα στα χέρια της Katerina Kelesoglou (μέλους του Δ.Σ. του Συλλόγου μας, του Χορευτικού, της Χορωδίας) και από εκεί βρήκε τη θέση του στο “Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού” της Καβάλας

ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟ 1942 Γράφει ο Χρίστος Παπαδόπουλος*

 Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ , ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΦΑΡΟΥΚ Α’, ΜΑΖΙ ΣΤΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟ 1942


Πολλοί βλέποντας την παραπάνω εικόνα θεωρούν ότι πρόκειται για παλιό νόμισμα της Αιγύπτου. Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Μια συνήθης πρακτική του 20ου αιώνα ήταν η έκδοση αναμνηστικών μεταλλίων με αφορμή μια μεγάλη επέτειο, επίσημη επίσκεψη, εγκαίνια, αγώνες ή διεθνείς διοργανώσεις, όπως γίνεται στις μέρες μας με την έκδοση ειδικών αναμνηστικών σειρών νομισμάτων.



Ένα τέτοιο αναμνηστικό μετάλλιο εκδόθηκε για τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου Farouk I ,(σημερινό Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας) στις 2 Αυγούστου 1942, σε τρεις εκδόσεις, από μπρούτζο, επαργυρωμένο μπρούτζο, αλλά και ολόχρυσο, το οποίο δόθηκε στον Βασιλιά Φαρουκ και φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο της Αλεξάνδρειας.


Στην πρώτη του όψη, όπως βλέπεται στην εικόνα, βρίσκονται οι βασιλικές κεφαλές, του Μεγάλου Αλέξανδρου , του Έλληνα ιδρυτή της πόλης και του βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ , ενω στο κάτω μέρος ένα φοινικικό πλοίο που πλησιάζει τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, πιθανόν ως σύμβολο ναυτικής δύναμης. Με αυτά τα σύμβολα προσπάθησε ο καλλιτέχνης που το σχεδίασε να δείξει την Αλεξάνδρεια μέσα από τους αιώνες της ιστορίας και να συνδέσει το τότε παρόν της με το ένδοξο παρελθόν της. 


Η συγκεκριμένη απεικόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι εμπνευσμένη από Αργυρά τετράδραχμα των Πτολεμαίων με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου του 3ου π.Χ. αιώνα.


Στο μετάλλιο αναφερονται στα ελληνικά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ και στα Αραβικά Φαρουκ Α’ Βασιλευς της Αιγύπτου Ο παλαιότερος και ο σύγχρονος βασιλιάς, δίπλα δίπλα.


Στην πίσω όψη αναφέρονται περίπλοκοι αραβικοί θρύλοι και ημερομηνίες που είναι αδύνατον να διαβαστούν γιατί λείπουν , όπως λένε οι πηγές, βασικά σημεία στίξης της Αραβικής γλώσσας.


Το Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας είναι ένα δημόσιο ερευνητικό πανεπιστήμιο της Αιγυπτιακής συμπρωτεύουσας, που ιδρύθηκε το 1938 ως δορυφόρος του Πανεπιστημίου Fuad (το όνομα του οποίου αργότερα άλλαξε σε Πανεπιστήμιο του Καΐρου). Έγινε ανεξάρτητο το 1942. Ήταν γνωστό ως Πανεπιστήμιο Farouk μέχρι την Αιγυπτιακή Επανάσταση του 1952, όταν το όνομά του άλλαξε σε Πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας. Ο μεγάλος φιλέλληνας φιλόλογος και συγγραφέας, Taha Hussein ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας. Είναι πλέον το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο και έχει πολλές συνεργασίες με διάφορα πανεπιστήμια σε διάφορα ερευνητικά πεδία.


*Διευθυντής του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Καΐρου

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ ΔΡΑΜΑΣ (30 Ἰουν.1913)

 Το Δοξάτο βρέθηκε στο στόχαστρο το 1913. Το μαρτυρικό χωριό της Δράμας



«Σταματά ο νους . Τραγικωτέρας σκηνάς δεν δύναται να φαντασθή ο νους του ανθρώπου».


Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης στην επιστολή που έστειλε στον αδερφό του, τη σφαγή στο χωριό Δοξάτο της Δράμας....


1.500 γυναικόπαιδα εσφάγησαν∙ όπου επεράσαμεν, δεν εβλέπαμεν τίποτε άλλο παρά κεφαλάς και πόδια παιδιών, γυναικών και ανδρών. Εις την οικίαν του ιερέως όταν εισήλθομεν, ευρέθην προ φρικώδους θεάματος∙ ο ιερεύς κομμένος εις δύο και κρεμασμένος εις τον τοίχον! Επίσης και η σύζυγός του με βγαλμένα τα μάτια και όλα τα παιδιά του κατακρεουργημένα κατά τον πλέον φρικώδη τρόπον. Πλην των άλλων απήγαγον και 150 κορίτσια του χωριού. Αφού εισήλθομεν εις το χωρίον, όσοι ήσαν ζωντανοί, χωσμένοι εις υπόγεια ή άλλα μέρη εξήρχοντο γυμνοί και τρελλοί φωνάζοντες εκδίκησιν κατά των εντοπίων Τούρκων και Βουλγάρων»....


Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Κύπριος εθελοντής, Μιχαλάκης Γεωργιάδης στην επιστολή που έστειλε στον αδερφό του, τη σφαγή στο χωριό Δοξάτο της Δράμας. Ήταν 30 Ιουνίου 1913 όταν τα βουλγαρικά στρατεύματα μπήκαν στο χωριό Δοξάτο και έσφαξαν συνολικά 650 κατοίκους. Μετά τις θηριωδίες σε βάρος του άμαχου πληθυσμού έλουσαν με πετρέλαιο τα σπίτια και πυρπόλησαν το χωριό. Συνολικά έκαψαν 250 σπίτια και 80 καταστήματα και το όμορφο Δοξάτο της Δράμας που φημιζόταν για τα πλούτη του μετατράπηκε σε κολαστήριο....


Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου το 1912 το χωριό Δοξάτο και η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους, οι οποίοι έδιωξαν τους Έλληνες διοικητές του χωριού. Την επόμενη χρονιά διεξήχθη ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος και ο ελληνικός στρατός με αρχιστράτηγο τον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ ανέλαβε να ελευθερώσει τις περιοχές της Μακεδονίας που ήταν υπό βουλγαρική κατοχή. Αφού κατέλαβε αρχικά την Καβάλα και τις Σέρρες συνέχισε με επιτυχία την προέλαση του προς τη Δράμα. Τα ελληνικά στρατεύματα ανάγκασαν τους Βούλγαρους σε υποχώρηση. Πριν εγκαταλείψουν την περιοχή της Δράμας, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ελλήνων ανταρτών και των Βουλγάρων στρατιωτών. Τότε οι δεύτεροι προφασιζόμενοι τους πυροβολισμούς επιτέθηκαν στο χωριό Δοξάτο. 30 Ιουνίου 1913. Εκείνο το πρωί πολλοί κάτοικοι είχαν πάει στην εκκλησία για να προσευχηθούν για την γιορτή των Αγίων Αποστόλων. Οι Βούλγαροι κύκλωσαν έφιπποι το χωριό και όρμησαν στους ανυπεράσπιστους κατοίκους. Ανάμεσα στους αμάχους ήταν γέροι, γυναίκες και παιδιά. Η δολοφονική τους δράση δεν είχε όρια....


Για ώρες έσφαζαν τους κατοίκους και τους αποκεφάλιζαν. Αφού πρώτα βίασαν τις γυναίκες μετά τις κατακρεούργησαν με τα σπαθιά τους. Όσοι κάτοικοι έτρεχαν στον κάμπο να ξεφύγουν τους εκτελούσαν. Το ίδιο συνέβη και σε όσους είχαν κρυφτεί μέσα σε σπίτια. Τις πρώτες απογευματινές ώρες, τελείωσαν τις θηριωδίες σε βάρος των κατοίκων, έβαλαν φωτιά στο χωριό και το εγκατέλειψαν. Ανάμεσα στους Βούλγαρους ήταν και πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι θεωρώντας ότι η Τουρκία είχε συμμαχήσει μαζί τους δεν αρνήθηκαν να επιτεθούν στους Έλληνες συγχωριανούς τους. Λίγες ώρες μετά την αποχώρησή τους προσπάθησαν να επιστρέψουν για να θάψουν μερικά πτώματα για να κρύψουν τη σφαγή, αλλά ο ελληνικός στρατός πλησίαζε στη Δράμα και υποχώρησαν γρήγορα...


Οι Έλληνες στρατιώτες έγιναν δεκτοί ως σωτήρες από τους εναπομείναντες κατοίκους. Μόλις αντίκρισαν τις φρικαλεότητες ένιωσαν αποτροπιασμό. Ανάμεσα στους Έλληνες στρατιώτες ήταν και ένας Πλοίαρχος του Βρετανικού ναυτικού Cardale, ο οποίος περιέγραψε όσα αντίκρισε στο Δοξάτο ως εξής: «Κατά την είσοδον εις την πόλιν, το πρώτο όπερ προσέπεσεν εις τους οφθαλμούς μου, ήσαν αι αγέλαι κυνών καταβροχθιζόντων ανθρωπίνους σάρκας. Η πόλις τελείως κατεστραμμένη εφαίνετο έρημος, ως  εκ τούτου δε ηναγκάσθην να φωνάξω επανειλημμένως δια να εμφανισθώσι γραίαι τινές εκ των ερειπίων. Όλα τα πτώματα ήσαν διάτρητα υπό τον λογχών και έφερον ίχνη απίστευτων ακρωτηριασμών. Οι τοίχοι των οικιών είχον ρυπανθεί από αίματα, εις το ύψος έξι ποδών από τους εδάφους, τουθ’ όπερ εξηγείται, κατά το λέγειν των επιζώντων εκ του ότι τα δυστυχή θύματα δεν είχον σφαγεί αμέσως, αλλά εθανατούντο δια λογχισμών»...


Τα επόμενα χρόνια έγιναν προσπάθειες ανοικοδόμησης του χωριού, αλλά οι Βούλγαροι χτύπησαν ξανά το 1917, αυτή τη φορά ως σύμμαχοι των Γερμανών. Τότε εισέβαλαν το μαρτυρικό Δοξάτο και πήραν ομήρους αρκετούς άντρες και τους έστειλαν στη Βουλγαρία. Τον Σεπτέμβριο του 1941 η ιστορία επαναλήφθηκε. Βουλγαρικά αποσπάσματα εκτέλεσαν ξανά 350 κατοίκους του Δοξάτου έπειτα από επίθεση ανταρτών εναντίον τους....


Πηγή Σαν Σήμερα 



Ο Πατέρας, του Αυγούστου Στρίμπεργκ. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 Αγαπητοί φίλοι, απόψε, πρόκειται να σας παρουσιάσω ένα αριστούργημα της Παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, τον Πατέρα του Αυγούστου Στρίμπεργκ. Το έργο είναι ένα Νατουραλιστικό θεατρικό δράμα σε άμεση συνάρτηση με την Αρχαία Τραγωδία.


                                 


Ο Σουηδός συγγραφέας έγραψε το έργο το 1887 και το παρουσιάζει να εκτυλίσσεται στην εποχή του (στα τέλη του 19ου αιώνα) μέσα σε μια οικογένεια που αποτελείται από τον πατέρα- Λοχαγό Λάσεν, τη μητέρα-Λάουρα, τη μητέρα της Λάουρας-γιαγιά, την παραμάνα του Λοχαγού, ενώ συμμετέχουν ακόμη ο αδελφός της Λάουρα (ο πάστορας) και ο γιατρός που ενοικιάζει κάποιο μέρος του σπιτιού.

Ο Στρίμπεργκ ως γνήσιος εκφραστής του Νατουραλιστικού θεάτρου του 19ου αιώνα βλέπει με απέχθεια το γάμο και τις επιταγές του οικογενειακού βίου.

Τα δράματα του σουηδού δραματουργού ως μοντέρνες κοινωνικές τραγωδίες, οικονομημένης και σφιχτοδεμένης πλοκής, διακρίνονται για τον πλούτο της φαντασίας, τη δύναμη της σύλληψης, την περιπαθή εξομολόγηση του προσωπικού του μαρτυρίου (οικονομική δυσπραγία, ταξική διφυία, αντιφεμινισμός [έντονη έλξη για το αντίθετο φύλο, ταραγμένες σχέσεις με τη σύζυγό του Σίρι φον Έσσεν], «κόλαση» [περίοδος ψυχονευρικής κρίσης και στροφή προς τον μυστικισμό και την αλχημεία])


Δυο λόγια για την υπόθεση:

 Στον «Πατέρα», ο Στρίντμπεργκ παρακολουθεί τον έγγαμο βίο του Λοχαγού Αδόλφου Λάσσεν με τη γυναίκα του Λάουρα. Τους συναντάμε όταν οι δυο τους διαφωνούν για την ανατροφή και μόρφωση της κόρης τους Βέρθας. Πίσω από την επιμονή του λοχαγού να ορίσει το μέλλον της κόρης του κρύβεται η άποψη του πως πρέπει να μεταγγίζει και τη ψυχή του στο παιδί του. Η κατάσταση στο σπίτι εκτραχύνεται όταν η Λάουρα αφήνει να εννοηθεί πως ο λοχαγός δεν είναι ο φυσικός πατέρας της κόρης τους, την ώρα που υπονομεύει με κάθε τρόπο την επιστημονική έρευνα την οποία διεξάγει ο σύζυγός της. (monopoli.gr)

 

Η διαμάχη:

 Το έργο είναι μία αρένα συναισθημάτων και επιχειρημάτων με θέμα την αβυσσαλέα αντιπαράθεση θηλυκού-αρσενικού μέσα από τη διαμάχη δύο συζύγων ιδωμένη όμως από την ανδρική σκοπιά.

 Ο αναγνώστης ή ο θεατής συνήθως υιοθετεί, ασχέτως φύλλου, την οπτική του Στρίμπεργκ επειδή ο πατέρας αντιπροσωπεύει το λογικό, την ευθύνη, την ευθύτητα, την πνευματικότητα και τη γνώση, ενώ το θηλυκό (η μητέρα εν προκειμένω) εκφράζει το παράλογο, τη επιθυμία και την προκατάληψη.

  Σε όλο το έργο, λοιπόν, διαδραματίζεται μία διαμάχη.  Ας τη δούμε προσεκτικά:

 Σε πρώτο πλάνο η  σύγκρουση διαδραματίζεται ανάμεσα στον πατέρα και την μητέρα με αντικείμενο την ανατροφή του παιδιού τους. Ο πατέρας θέλει να στείλει την κόρη τους στην πόλη για να σπουδάσει δασκάλα, η μητέρα από την άλλη θέλει να την κρατήσει κοντά της  ώστε να την κάνει δασκάλα.Η αναπτυξιακή πορεία της  κόρης φέρνει φοβερούς τριγμούς σα θεμέλια της οικογένειας. Ποιος θα έχει τον τελευταίο καθοριστικό λόγο; Σε ποιον ανήκουν τα παιδιά; Στον πατέρα ή στη μητέρα;

 Στη διαμάχη η μητέρα προκειμένου να εμποδίσει τον πατέρα να επιβάλλει τη δική του απόφαση παίζει με τον ισχυρότερο φόβο επικαλούμενη το ίστατο, αλλά ψευδές, επιχείρημα ότι το παιδί δεν είναι δικό του. Ο ήδη κλονισμένος σύζυγος απομονωμένος λόγω των χειρισμών της χάνει την κυριαρχία του στην τύχη του παιδιού, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην τρέλα και την καταστροφή.

 Σε δεύτερο πλάνο εξελίσσεται ένας αδυσώπητος αγώνας ανάμεσα στα δύο φύλλα: άνδρας εναντίον γυναίκας. Επαναλαμβανόμενο θέμα σύγκρουσης μεταξύ τους η ψυχολογική ανωτερότητα.

 Σε ένα τρίτο πλάνο λαμβάνει χώρα η αντίσταση και η πάλη ενάντια στην κοινωνική αλλαγή που προμηνύεται: αλλαγή θέσης της γυναίκας, αμφισβήτηση του θεσμού του γάμου, της οικογένειας, της εκκλησίας, αλλά και η άνοδος της επιστημονικής σκέψης και έρευνας. Πρόκειται για αλλαγές που ο συγγραφέας έχει συλλάβει.

 

Η οικογένεια  

 Η  οικογένεια είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, είναι ένα μικρό σύνολο ατόμων που μπορεί να νοηθεί και ως σύστημα. Λειτουργεί σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια με τη δική του δομή που μετασχηματίζεται και προσαρμόζεται στην αναπτυξιακή πορεία των μελών της και στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις της κοινωνίας. Ο στόχος της είναι η διατήρηση της συνέχειας της και η προαγωγή της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης κάθε μέλους της.




 

Η γυναικεία χειραφέτηση

 Ο λυσσαλέος αγώνας για επικράτηση ανάμεσα στη γυναίκα του και το λοχαγό διαλύει κάθε ψευδαίσθηση για τη σχέση του ζευγαριού και αναδεικνύει την καχυποψία, την υπονόμευση και την ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στα δύο φύλλα, αποτέλεσμα χρόνιας προηγούμενης καταπίεσης και καταναγκασμού. Η χειραφετημένη γυναίκα από θύμα γίνεται θύτης, ενώ ο λοχαγός θα χάσει ότι πολυτιμότερο έχει: την κηδεμονία της κόρης του και οδηγείται στην τρέλα.

 Το νόημα της χειραφέτησης της γυναίκας, λοιπόν, αμφισβητείται έντονα, σύμφωνα με το Αύγουστο Στρίμπεργκ είναι επικίνδυνη επειδή θίγει το κυριότερο διακύβευμα της ανδρικής ταυτότητας και κυριαρχίας, την πατρότητα.

 Οι γυναικείοι χαρακτήρες σ’ ολόκληρο το έργο το Στρίμπεργκ είναι  τυπικές διαβολικές σφετερίστριες το κυρίαρχου ρόλου των ανδρών στην κοινωνία και το επιτυγχάνουν με δόλο, πονηριά και σκληρότητα. Οι γυναίκες έτσι θρυμματίζουν την ανώτερη ψυχοσύνθεση των ανδρών και εξαντλούν τις διανοητικές τους δυνάμεις.


Νατουραλισμός:

 Το έργο όπως προαναφέρθηκε κατατάσσεται  στα Νατουραλιστικά δράματα του συγγραφέα, εντούτοις εμπίπτει και σε άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα (ωμός ρεαλισμός). Ο Νατουραλισμός του Στρίμπεργκ ξεπέρασε τα πρότυπα του γαλλικού Νατουραλισμού και στόχευε στην ανάλυση του ψυχισμού των ηρώων και των αοράτων μεταξύ τους σχέσεων όπως θα αποκαλύπτονται κάθε φορά στις συγκρούσεις.


 Πρόκειται για την προ-Ινφέρνο (περίοδος διατάραξης της ψυχική και πνευματικής του υγείας) περίοδο λογοτεχνικής παραγωγής του Στρίμπεργκ. Η αίσθηση ότι η επίγεια ζωή είναι μια κόλαση στην οποία άνδρες και γυναίκες είναι αναγκασμένοι να αντέξουν είναι κυρίαρχη. Οι ήρωες ζουν έναν εφιάλτη στον οποίον υποφέρουν για αμαρτίες που διαπράχθηκαν στην προηγούμενη φάση της ύπαρξης τους


Το τραγικό στοιχείο

 Στο έργο πραγματώνεται μία συνειδητή αναγωγή σε πρόσωπα και μορφές της Αρχαίας Τραγωδίας. Η αναβίωση παλιών θεοτήτων και η αναγωγή των πρωταγωνιστών σε πρόσωπα και καταστάσεις της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας, όπως Αγαμέμνονας-Κλυταιμνήστρα, ευνουχισμός Ουρανού από τη Γη κλπ, είναι ολοφάνερη. Εδώ όμως στη θέση της αρχαίας μοίρας και των θεόσταλτων χρησμών τοποθετούνται βιολογικές σφραγίδες, και έτσι συγκροτείται μία μοντέρνα τραγωδία με κεντρική ιδέα την πάλη ανάμεσα στη Μητριαρχία και την Πατριαρχία.

 Η αρχέγονη πάλη ανδρών και γυναικών εγγράφεται μέσα στην αστική ζωή και στην ηθική του προτεσταντικού βορρά. Ο άνδρας, πατέρας της αστικής τάξης, οδηγείται στην τρέλα όταν του αμφισβητείται η βεβαιότητα της φυσικής νομοτέλειας. Η γυναίκα δεν είναι αστή κυρία αλλά η φύση και η έκφραση της γονιμότητας. Την ώρα που ο άνδρας χτίζει τον κόσμο μέσα από αξιώματα και επιχειρήματα η γυναίκα πράττει το ίδιο μέσω του σώματός της.

 Ο Στρίμπεργκ απορρίπτει εν τέλει τη γυναίκα εκδικητή και ιεροποιεί τη γυναίκα μητέρα. Στη σύγκρουση ανδρικής λογικής και γυναικείου ενστίκτου προσπαθεί να συμβιβάσει τη γυναίκα ως σκεύος ηδονής και τέμενος οδυνών. Τη γνωστή από τη μυθολογία γυναίκα Ομφιάλη (κόρη του Ιαρδάνου, του βασιλιά της Λυδίας, γνωστή από τις περιπέτειες της με τον Ηρακλή) και τον ομφάλιο λώρο.

 Κλείνοντας θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Στρίμπεργκ στον Πατέρα θα μεταφέρει (όπως  στον Πελεκάνο) μία ακόμη προσωπική του τραυματική εμπειρία, όταν η πρώτη του αριστοκρατικής καταγωγής Φιλανδή σύζυγος του θα υποστηρίξει ότι δεν είναι ο βιολογικός πατέρας των παιδιών του. Ύστερα από αυτήν την τραυματική εμπειρία ο Στρίμπεργκ θα πάρει διαζύγιο και θα γράψει τον Πατέρα. Γραμμένο το 1887, δέκα χρόνια σχεδόν μετά το Κουκλόσπιτο του Ίψεν, όπου πρώτη φορά θα εκφραζόταν τόσο τολμηρά στο σύγχρονο θέατρο η διεκδίκηση της γυναικείας ταυτότητας, πρωτίστως ως καθήκον χειραφέτησης από τα δεσμά του παραδοσιακού της ρόλου, ο Πατέρας (ακόμα και η επιλογή του τίτλου είναι ενδεικτική της θέσης που υιοθετεί ο συγγραφέας) αμφισβητεί ξεκάθαρα το νόημα μιας τέτοιας χειραφέτησης και προκαλεί ανάμεικτες αντιδράσεις.



Θεατρική σκηνοθεσία: Αλέξης Μινωτής. 

Τηλεοπτική σκηνοθεσία: Γιώργος Αγαθονικιάδης.

Συγγραφέας: Αύγουστος Στρίντμπεργκ.

Μετάφραση & διασκευή κειμένου: Νίκος Γκάτσος.

Βοηθός σκηνοθέτης-μουσική επιμέλεια: Γιώργος Μεσσάλας.

Σκηνικά-κοστούμια: Βασίλης Βασιλειάδης.

Διεύθυνση παραγωγής: Στέλιος Αντωνιάδης.


Παίζουν: Αλέξης Μινωτής, Νέλλη Αγγελίδου, Ιάκωβος Ψαρράς, Δημήτρης Ντάρλας, Γιώργος Παρτσαλάκης, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Μαρία Μοσχολιού, Πένυ Παπουτσή.




Η μεταφορά έγινε από το κανάλι GPITRAL7 Radio on ... Έαρ:







Πηγές:

 www.dramatotherapia.gr,

 www.athensvoice.gr,

 www.ελculture.gr,

 www.Monopoli.gr, 

Αραβάνης Σ., Αύγουστος Στρίμπεργκ (1849-1912), 2009.

Μποζίζιο Π., Ιστορία του Θεάτρου, 2010.

Πετράκου Κ.’ Οδηγός μελέτης: Ο Πατέρας του Στρίμπεργκ, εκδ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2020.

Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου αιώνα έως τον 20ο αιώνα, εκδ Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.



-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 


Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...