Το συνέδριο του Βερολίνου έλαβε χώρα το 1878 και αποτέλεσε την διόρθωση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που υποκίνησε ένα χρόνο πριν (1877) η Ρωσία προκειμένου να δημιουργήσει τη μεγάλη Βουλγαρία.
Η Αγγλία και η Γαλλία κατά κύριο λόγο με πνεύμα ρεαλισμού επανέφεραν τη Βουλγαρία σε περιορισμένα σύνορα ενώ χορηγήθηκε και καθεστώς ημιαυτονομίας στην Ανατολική Θράκη.
Στο συνέδριο του Βερολίνου κυριάρχησαν τα εξής θέματα:
1) Η τύχη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας.
2) Η άρση του βουλγάρικου σχίσματος.
3) Η οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στο χώρο της Μακεδονίας.
Όσον αφορά την τύχη της Ανατολικής Ρωμυλίας (60.000 Έλληνες επίσημα καταγεγραμμένοι) η Ελλάς ήξερε ότι με την ημιαυτονομία ήταν χαμένη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική συνειδητοποιώντας την αδύναμη ισχή της χώρας θα χρησιμοποιούσε εφεξής τους βορειο-θρακικούς ελληνικούς πληθυσμούς ως αντίβαρο για τις διεκδικήσεις της στη Μακεδονία.
Σχετικά με το θέμα της Εξαρχίας το οικουμενικό πατριαρχείο ήταν έτοιμο να προβεί στην άρση του σχίσματος με την προϋπόθεση όμως ο Βούλγαρος έξαρχος θα έφευγε από τη Θεσσαλονίκη και θα εγκαθίστατο στη Σόφια περιορισμένος στις περιοχές της βουλγάρικης ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο πατριάρχης θα έδινε άδεια στον έξαρχο να στείλει ιερείς να πραγματοποιούσαν τη θεία λειτουργία στη σλαβονική σε περιοχές όπου κυριαρχούσαν σλάβικοι πληθυσμοί πλην όμως η Μακεδονία θα περέμενε στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου.
Ο βούλγαρος έξαρχος διαφώνησε καθώς η Μακεδονία ήταν στις βουλγάρικες επιδιώξεις.
Το Πατριαρχείο κινούνταν στο πλαίσιο της οικουμενικής του πολιτικής, ενώ η Εξαρχία ήταν πολιτικός θεσμός με ένα σαφή βουλγαρικό εθνοκεντρικό χαρακτήρα, σε πλήρη αρμονία με τις απώτερες βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία.
Η επίσημη Βουλγαρία την περίοδο της διακυβέρνησης του ηγεμόνα Aleksander Battenberg (1879-1886) άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι δεν απέρριπτε προκαταβολικά την ιδέα της κατανομής της Μακεδονίας σε σφαίρες ελληνικής και βουλγαρικής επιρροής, αλλά επικαλούνταν πάντα την
«εθνολογική γραμμή», χωρίς όμως να τη συγκεκριμενοποιεί. Εκτός των παραλίων, η Βουλγαρία φαινόταν γενικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ελληνικές διεκδικήσεις στη μακεδονική ενδοχώρα.
Η συνέχεια σε όλα τα μέτωπα ήταν δραματική...
Οι Βούλγαροι το Σεπτέμβριο του 1885 θα προσαρτήσουν την Ανατολική Ρωμυλία πραξικοπηματικά και θα εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με την Πύλη μέσω των ενεργειών του πρωθυπουργού τους Σταμπούλωφ, ταυτόχρονα θα αποπέμψουν τον φιλορώσο βασιλιά Μπάντεμπεργκ καταλήγοντας στη λύση του Φερδινάρδου.
Η Αγγλία και η Γαλλία κατά κύριο λόγο με πνεύμα ρεαλισμού επανέφεραν τη Βουλγαρία σε περιορισμένα σύνορα ενώ χορηγήθηκε και καθεστώς ημιαυτονομίας στην Ανατολική Θράκη.
Στο συνέδριο του Βερολίνου κυριάρχησαν τα εξής θέματα:
1) Η τύχη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας.
2) Η άρση του βουλγάρικου σχίσματος.
3) Η οριοθέτηση των σφαιρών επιρροής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στο χώρο της Μακεδονίας.
Όσον αφορά την τύχη της Ανατολικής Ρωμυλίας (60.000 Έλληνες επίσημα καταγεγραμμένοι) η Ελλάς ήξερε ότι με την ημιαυτονομία ήταν χαμένη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική συνειδητοποιώντας την αδύναμη ισχή της χώρας θα χρησιμοποιούσε εφεξής τους βορειο-θρακικούς ελληνικούς πληθυσμούς ως αντίβαρο για τις διεκδικήσεις της στη Μακεδονία.
Σχετικά με το θέμα της Εξαρχίας το οικουμενικό πατριαρχείο ήταν έτοιμο να προβεί στην άρση του σχίσματος με την προϋπόθεση όμως ο Βούλγαρος έξαρχος θα έφευγε από τη Θεσσαλονίκη και θα εγκαθίστατο στη Σόφια περιορισμένος στις περιοχές της βουλγάρικης ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο πατριάρχης θα έδινε άδεια στον έξαρχο να στείλει ιερείς να πραγματοποιούσαν τη θεία λειτουργία στη σλαβονική σε περιοχές όπου κυριαρχούσαν σλάβικοι πληθυσμοί πλην όμως η Μακεδονία θα περέμενε στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου.
Ο βούλγαρος έξαρχος διαφώνησε καθώς η Μακεδονία ήταν στις βουλγάρικες επιδιώξεις.
Το Πατριαρχείο κινούνταν στο πλαίσιο της οικουμενικής του πολιτικής, ενώ η Εξαρχία ήταν πολιτικός θεσμός με ένα σαφή βουλγαρικό εθνοκεντρικό χαρακτήρα, σε πλήρη αρμονία με τις απώτερες βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία.
Η επίσημη Βουλγαρία την περίοδο της διακυβέρνησης του ηγεμόνα Aleksander Battenberg (1879-1886) άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι δεν απέρριπτε προκαταβολικά την ιδέα της κατανομής της Μακεδονίας σε σφαίρες ελληνικής και βουλγαρικής επιρροής, αλλά επικαλούνταν πάντα την
«εθνολογική γραμμή», χωρίς όμως να τη συγκεκριμενοποιεί. Εκτός των παραλίων, η Βουλγαρία φαινόταν γενικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ελληνικές διεκδικήσεις στη μακεδονική ενδοχώρα.
Η συνέχεια σε όλα τα μέτωπα ήταν δραματική...
Οι Βούλγαροι το Σεπτέμβριο του 1885 θα προσαρτήσουν την Ανατολική Ρωμυλία πραξικοπηματικά και θα εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με την Πύλη μέσω των ενεργειών του πρωθυπουργού τους Σταμπούλωφ, ταυτόχρονα θα αποπέμψουν τον φιλορώσο βασιλιά Μπάντεμπεργκ καταλήγοντας στη λύση του Φερδινάρδου.