Κράτος ψυχόδραμα. Χρήστος Γιανναράς εν έτει 1995

 Βρισκόμαστε στα τέλη Νοέμβρη του 1995, λίγες μέρες μετά τα θλιβερά γεγονότα της ταυτόχρονης εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού και των αναρχικών (στυλοβάτες του καθεστώτος της Μεταπολίτευσης) στο Πολυτεχνείο (είχε γίνει άρση ασύλου και περίπου 1000 συλλήψεις).
  Η καρδιά του Μεσαίωνα της Μεταπολίτευσης...
 Οι δυνάμεις του "προοδευτικού" χώρου έχουν πάρει τα ηνία και κυριαρχούν κάνοντας σιγά σιγα και επίδειξη δύναμης. Ο γνωστός αρθρογράφος κος Γιανναράς (φωνή βοώντος εν τη ερήμω ) προσπαθεί να αφυπνίσει τους Έλληνες (αποχαυνωμένοι από την οικονομική ευμάρεια, την ιδιωτική τηλεόραση κλπ) με την πέννα του...



ΑΠΟΡΙΑ:  Ἡ  ἐντολὴ  τοῦ  ἐκλογικοῦ  σώματος στὸ  κόμμα  ποὺ ἑκάστοτε  πλειοψηφεῖ  εἶναι  γιὰ νὰ  κυβερνήσει  τὴ  χώρα  καὶ  νὰ ἐφαρμόσει  τὸ  πολιτικό  του  πρόγραμμα  ἢ  μόνο  γιὰ  νὰ  κάνει «διάλογο»  μὲ  διαφωνοῦσες  μειοψηφίες;

 Ποιό  εἶναι ἐπιτέλους  τὸ νόημα  τῆς  ἐκτελεστικῆς  ἐξουσίας, τῆς  πολιτικῆς  βούλησης,  τῆς εὐθύνης  γιὰ  τὴ  λειτουργία  τοῦ  κράτους,  τὴν προστασία  τῆς κοινωνίας  τῶν  πολιτῶν;  Ἡ  κύρια  κρατικὴ  λειτουργία  σήμερα  εἶναι ὁ  «διάλογος».

 Στασιάζουν  οἱ  βαρυποινίτες  προξενώντας  ζημιὲς ἑκατομμυρίων  στὰ σωφρονιστήρια —  τὸ  κράτος  ἐκλιπαρεῖ  γιὰ «διάλογο»  καὶ  οἱ  βαρυποινίτες  ἐπιβάλλουν  τοὺς  ὅρους  τους. Ἐξεγείρονται  γιὰ «πλάκα» καὶ  «χαβαλὲ» τὰ  σκολιαρόπαιδα τοῦ «μαθητικοῦ  κινήματος»,  πάλι  μὲ  ζημιὲς  ἑκατομμυρίων  στὰ σχολικὰ  κτίρια  —  ὁ ὑπουργὸς  Παιδείας  ἔντρομος  ζητάει «διάλογο».  

 «Διάλογο» καὶ  μὲ  τὰ  θλιβερὰ πλάσματα  κάποιων ψυχοπαθολογικῶν  ἐπιβιώσεων  τοῦ ἀριστερισμοῦ  στὰ πανεπιστήμια,  ποὺ χειρίζονται τὸ  ἐνδεχόμενο  νὰ  μεταβάλουν  το
κέντρο  τῆς πρωτεύουσας σὲ  πεδίο  μάχης.  «Διάλογο»  καὶ  μὲ  τοὺς ἀγρότες  ποὺ  κλείνουν  τοὺς  ἐθνικοὺς  δρόμους  κόβοντας  τὴν Ἑλλάδα  στὰ δυό.  «Διάλογο» μὲ  κάθε  ἐκβιαστικὴ  μειοψηφία,  μὲ κάθε  γκαγκστερικὰ  ὀργανωμένο  συμφέρον,  μὲ  κάθε  μικρονοϊκὴ συσπείρωση  ποὺ θίγεται  ἀπὸ  τὴν κυβερνητικὴ  πολιτική.  Αὐτὸ  δὲν  εἶναι  κράτος,  εἶναι  ψυχόδραμα.  Ἀντὶ  γιὰ πολιτικὸ  λόγο καὶ πολιτικὴ  πράξη,  ψυχολογικὲς  ἐκτονώσεις  ἀσυνάρτητων μονολόγων ἁπλῶς  γιὰ  νὰ  ἱκανοποιεῖται  τὸ  φαντασιωτικὸ σύμπλεγμα τῶν  «δημοκρατικῶν  διαδικασιῶν».

Ἕνα ὁλόκληρο κράτος  σὲ  κατάσταση ψυχωτικῆς  ἄνοιας,  μὲ  σταθερὴ παραληρηματικὴ  ἐπανάληψη  τῶν  ἴδιων  ἰδεοληπτικῶν  κενολογιῶν: «Διάλογος»,  «δημοκρατικὲς  διαδικασίες»,  «ἐλεύθερη διακίνηση ἰδεῶν»,  «δικαίωμα στὴ διαφωνία»,  «ἐλεύθερη διεκδίκηση δικαιωμάτων».

 Ἡ ἐθνικὴ  οἰκονομία  σὲ  χρόνια  ἑτοιμότητα  κατάρρευσης,  ἡ  ἀγορὰ σὲ  ἀπόγνωση,  οἱ  μισθωτοὶ  καὶ συνταξιοῦχοι  στὰ  πρόθυρα  τῆς πείνας,  ἡ  ἀνεργία  ἀπειλητική,  οἱ  δημόσιοι  ὀργανισμοὶ  καὶ  ἡ κρατικὴ  διοίκηση  μιὰ  τελματωμένη  μηχανὴ  ποὺ  μπλοκάρει  κάθε παραγωγικὴ  διαδικασία.  Ἡ  ἀνεξαρτησία τῆς  δικαιοσύνης ὑπονομευμένη,  ἡ  παιδεία  σὲ  στάθμη  τεταρτοκοσμική,  στὰ κόμματα  κεντρόφυγες τάσεις  διάλυσης  καὶ  ἀσυναρτησίας,  ὁ πολιτικὸς  κόσμος  ἀναξιόπιστος,  ἀνίκανος  νὰ  ἐγγυηθεῖ  ἐλπίδα. Καὶ μέσα  σὲ  αὐτὸ  τὸ  χάος  τῆς  γενικῆς  κατάρρευσης  ἡ  ψυχολογικὴ ἐγκύστωση σὲ  ἔμμονες  ἰδέες  ἔχει  ὑποκαταστήσει  ἀκόμα καὶ  τὴ στοιχειώδη  λογική.  Δὲν  ὑπάρχουν  πιὰ ἐννοιολογικὲς  σταθερὲς  γιὰ νὰ  παραχθεῖ  συν-εννόηση,  οἱ  ἔννοιες  κατανοοῦνται  μόνο  μὲ  τὴν ψυχολογικὴ  φόρτιση  ποὺ  ὁ  καθένας  αὐθαίρετα  τοὺς  ἐπιβάλλει.  Ἂν  δὲν  βροῦμε  τὴν  πρωτογενὴ ἀφετηρία  καὶ  αἰτιώδη ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ  παραληρηματικοῦ  ψυχοδράματος,  κάθε  κοινωνιολογικὴ  καὶ πολιτικὴ  ἀνάλυση θὰ  ἐξαντλεῖται  ἄσκοπα  στὴ φαινομενολογία  τῶν συμπτωμάτων.

 Ἂς  γίνει  ἐπιτέλους  μιὰ  συζήτηση  ἀπροκατάληπτων κατὰ  τεκμήριο  ἀνθρώπων  ποὺ  ἔχουν πρόταση  ἐντοπισμοῦ  τῶν θεμελιακῶν  αἰτίων  τῆς  σημερινῆς  γενικῆς  μας  κατάρρευσης. Ἀπόπειρα  ἔστω  συζήτησης.  Ἂς  ξεκινήσουμε,  γιὰ  παράδειγμα, ψάχνοντας  τὶς  καταβολὲς  τῆς σημερινῆς  αὐτονόητης  ἐκδοχῆς  τοῦ «διαλόγου»:  Μήπως  ξεκίνησε ἀπὸ  τὰ  προεκλογικὰ μπαλκόνια τῆς  δεκαετίας  τοῦ  '70;

 Ὀνομάσαμε  τότε  «χαρισματικὸ»  τὸν ἡγέτη  ποὺ  συνήγειρε  τὰ πλήθη  μὲ  ἕναν  καινούργιο  συναρπαστικὸ  τρόπο ἐπικοινωνίας: Τὸ μπαλκόνι  σχηματοποιοῦσε  τὸν λόγο,  γιὰ  νὰ  τὸν πάρει  τὸ  πλῆθος νὰ  τὸν  κάνει  «σύνθημα».  Τὸ  μπαλκόνι  παρεῖχε,  ὁ  λαὸς μετασκεύαζε  τὴν παροχὴ  σὲ  ἀπαίτηση.

 Ἡ  ψυχολογικὴ  βεβαιότητα ποὺ  μετάγγιζε  αὐτὸς  ὁ διάλογος  ἦταν  πὼς  ὅλα  μποροῦν  νὰ  γίνουν ἀπαιτητά,  ὅλα μποροῦν  νὰ  χαρίζονται  ἀπὸ  ἕνα κράτος  ποὺ  εἶναι μήτηρ-τροφός, μήτρα  ἀέναων  ἀτομικῶν  ἐξασφαλίσεων.  Καὶ αὐτὴ  ἡ  παραίσθηση  προσφερόταν μὲ  τὸ  σαγηνευτικὸ περιτύλιγμα  τοῦ «κοινωνικοῦ κράτους»,  τοῦ «σοσιαλισμοῦ». Τράφηκε  στὴ  δεκαετία  τοῦ  '80  μὲ  ἔμπρακτη  ἐφαρμογὴ  μιᾶς ἀλόγιστης πολιτικῆς παροχῶν  ὄχι  μόνο  οἰκονομικῶν,  ἀλλὰ  καὶ γενικευμένων  «δικαιωμάτων».  Ταυτόχρονα  τὸ  συμβολικὸ ὑπόδειγμα  τοῦ  ἀρχηγοῦ,  ὁ  προκλητικὰ  ἐμφανὴς  ἰδιωτικός  του  βίος καὶ ὁ  ἀπροσχημάτιστος  πολιτικός  του  λόγος,  μεταγγίζανε  τὴν ψυχολογικὴ  καὶ πάλι  βεβαιότητα  στὸν  λαὸ  πὼς  τώρα, μὲ  τὸν καινούργιο  «κοινωνικὸ  μετασχηματισμό»,  ὅλα  ἐπιτρέπονται.  Ὅλα. Δίχως ἀναστολὲς αἰδημοσύνης καὶ  παραδοσιακῆς  ἠθικῆς.

   Ὅμως,  ἀπὸ  τὸ  '85 κιόλας,  ἄρχισε  νὰ  γίνεται  φανερὸ  στὴν  πράξη ὅτι  ὁ παραισθησιογόνος  «μετασχηματισμὸς»  ἦταν  δραματικὰ ἀντικοινωνικός,  στοὺς  ἀντίποδες  τοῦ σοσιαλισμοῦ καὶ  τοῦ κοινωνικοῦ  κράτους.  Γιατὶ  κοινωνικὸ  εἶναι τὸ  κράτος  ποὺ ἀρθρώνει  καὶ  συντονίζει  τὴν  κοινωνικὴ  λειτουργικότητα,  ὄχι τὸ κράτος  ποὺ  ἀποστασιοποιεῖται  ἀπὸ τὴν  κοινωνία  ὡς  φαντασιώδης διαχειριστὴς  παροχῶν.  Καὶ  μιὰ κοινωνία  ἰσοπεδωμένη,  δίχως ἀξιοκρατικὴ  ἄρθρωση  καὶ  ἱεραρχία,  δὲν  μπορεῖ  οὔτε  νὰ  παράγει οὔτε  νὰ  εὐημερεῖ.  Τὰ  ταμεῖα  ἄδειασαν, τὰ  παραγωγικὰ  κίνητρα ἐξαρθρώθηκαν,  ἡ ἀντικοινωνικὴ συμπεριφορὰ ἔγινε καθεστώς. Ἀπόμεινε  τὸ  ψυχόδραμα τοῦ  «διαλόγου»  μόνο  γιὰ νὰ  συντηρεῖ παραισθήσεις.  Εἶναι  αὐτὴ  μιὰ πρόταση ἑρμηνείας.

 22.11.1995

Η Δ Σταυροφορία. Η Κωνσταντινούπολη υποτάσσεται στη Βενετία, η οποία συγκροτεί το κράτος της θάλασσας.

Στα  τέλη  του  12ου  αιώνα  η  Βενετία  αποτελούσε  μια  υπολογίσιμη  δύναμη  στον  ευρωπαϊκό  και  μεσογειακό χώρο,  πρωτίστως  χάρη  στην  εμπορική  της  δραστηριότητα  και  τη  ναυτική  της  ισχύ.  Είχε  εδραιώσει  δεσπόζουσα θέση  στην  Αδριατική,  παρότι  συνέχιζε  να  διεξάγει  πολεμικές  επιχειρήσεις  προκειμένου  να  καθυποτάξει περιοχές  όπως  η  Ζάρα,  που  παρέμενε  έξω  από  τη  βενετική  σφαίρα,  ενώ  αντιμετώπιζε  πειρατικές  επιδρομές που  απειλούσαν  το  εμπόριο.



 Οι  σχέσεις  με  την  ανταγωνίστρια  Πίζα  παρέμεναν  τεταμένες  παρότι  η  Βενετία συνήθως  κατόρθωνε  να  κάμψει  τις  απόπειρες  της  Πίζας  να  παρέμβει  στον  χώρο  της  Αδριατικής.  Η  κύρια διαμάχη  με  την  Πίζα  αφορούσε  στη  σχέση  με  το  Βυζάντιο.  Η  Πίζα  επιδίωκε  να  αντικαταστήσει  τους  Βενετούς ως  προστάτιδα  του  Βυζαντίου,  ωστόσο,  παρά  την  ένταση  και  καχυποψία  που  επισκίαζαν  τη  σχέση  με  τους Βυζαντινούς,  οι  Βενετοί  υπό  την  ηγεσία  του  δόγη  Enrico  Dandolo  διατηρούσαν  τον  συμμαχικό  ρόλο  τους  και τα  οικονομικά  προνόμια  που  επικυρώθηκαν  με  συμφωνίες  το  1187  και  1198.  Επίσης,  στο  ασταθές  πολιτικό περιβάλλον  της  ιταλικής  χερσονήσου  η  Βενετία  κατόρθωνε  να  επιβάλλει  τους  όρους  της  και  να  εξασφαλίζει επωφελείς συμφωνίες με τους γείτονές της.

Σημείο  σταθμό  για  τη  Βενετία,  τη  Βυζαντινή  Αυτοκρατορία  και  τον  ευρύτερο  χώρο  της  Μεσογείου αποτέλεσε  η  Δ΄  Σταυροφορία  η  οποία  ανέτρεψε  τους  μέχρι  τότε  συσχετισμούς  δυνάμεων.  Όταν  ολοκληρώθηκε  η Σταυροφορία, η Βενετία είχε  μετασχηματιστεί από μια εμπορική δύναμη σε θαλάσσια αυτοκρατορία. Το κάλεσμα για  τη  Σταυροφορία  απηύθυνε  ο  πάπας  Ιννοκέντιος  Γ΄  το  1198,  αφού  το  σταυροφορικό  Βασίλειο  της  Ιερουσαλήμ είχε  κυριευτεί  από  τον  Σαλαντίν  μετά  τη  μάχη  του  Χαττίν  το  1187. 

Από  την  αρχή  και  ενόσω  η  Σταυροφορία βρισκόταν  στη  φάση  του  σχεδιασμού,  η  συμμετοχή  της  Βενετίας  κρίθηκε  ιδιαίτερης  σημασίας  ειδικά  από  τον πάπα  Ιννοκέντιο  Γ΄.  Το  κύριο  βάρος  της  Σταυροφορίας  ανέλαβαν  γάλλοι  ευγενείς  από  την  Καμπανία  και  τη Φλάνδρα,  όπως  ο  κόμης  Thibaut,  ο  κόμης  Λουδοβίκος  του  Blois,  ο  Γοδεφρείδος  Βιλλεαρδουίνος  και  ο  κόμης Βαλδουίνος.  Ενώ  στην  Α΄  Σταυροφορία  είχε  προτιμηθεί  ο  χερσαίος  δρόμος,  κατά  την  Δ΄  Σταυροφορία  προκρίθηκε η  λύση  της  δια  θαλάσσης  μεταφοράς  στους  Αγίους  Τόπους,  όπως  είχε  κάνει  ο  Ριχάρδος  ο  Λεοντόκαρδος  στη Γ΄  Σταυροφορία. 

Οι  γάλλοι  ευγενείς,  οργανώνοντας  για  μία  ακόμα  φορά  την  ανακατάληψη  των  Αγίων  Τόπων, ζήτησαν  τη  βοήθεια  των  Βενετών  με  την  παροχή  πλοίων.  Όπως  έχουμε  ήδη  προαναφέρει,  η  Βενετία  διέθετε έναν  από  τους  ισχυρότερους  στόλους  της  περιόδου,  καθώς  επίσης  ένα  από  τα  μεγαλύτερα  ναυπηγεία  της  εποχής. Έτσι,  το  1201  οι  απεσταλμένοι  των  Σταυροφόρων  με  επικεφαλής  τον  Γοδεφρείδο  Βιλλεαρδουίνο  κατέφτασαν στη  Βενετία  για  να  διαπραγματευτούν  τη  συμβολή  τους  στο  σχεδιαζόμενο  εγχείρημα.

 Η  συμφωνία  με  τους Βενετούς  προέβλεπε  την  παροχή  προμηθειών  και  ενός  ισχυρού  στόλου  για  τη  μεταφορά  περίπου  35.000  ανδρών από  τη  Βενετία  το  καλοκαίρι  του  1202  έναντι  του  χρηματικού  ποσού  των  85.000  ασημένιων  μάρκων.  Οι  Βενετοί θα  συμμετείχαν  στη  Σταυροφορία  με  πενήντα  γαλέρες,  και  τα  λάφυρα  θα  μοιράζονταν  μεταξύ  αυτών  και  των γάλλων  Σταυροφόρων. Με  αφετηρία  τις  διαπραγματεύσεις  μεταξύ  Σταυροφόρων  και  Βενετών  και  με  το  βλέμμα  στην  έκβαση  της  Δ΄ Σταυροφορίας  και  την  κατάλυση  της  Κωνσταντινούπολης  έχει  αναπτυχθεί  μια  πολύπλευρη  ιστορική  συζήτηση και  πλούσια  ιστοριογραφική  παραγωγή,  στην  οποία  δεν  θα  εισέλθουμε,  όπου  αναζητούνται  οι  «ευθύνες»  και τα  αίτια  εκτροπής  της  Σταυροφορίας  από  τον  αρχικό  στόχο  της  προς  την  Κωνσταντινούπολη.  Κεντρική  θέση κατέχει  η  μορφή  του  δόγη  Enrico  Dandolo  και  οι  επιδιώξεις  του  προς  όφελος  της  Βενετίας. 

Η  συνθετότητα και  το  μέγεθος  του  εγχειρήματος  για  το  οποίο  εξασφαλίστηκε  η  συμμετοχή  των  Βενετών  απαιτούσαν  να επιστρατευτούν  σχεδόν  όλοι  οι  πόροι  της  Βενετίας.  Οι  ιστορικοί  εξακολουθούν  να  ερευνούν  κατά  πόσο  οι Σταυροφόροι  στη  διάρκεια  των  διαπραγματεύσεων  υπερτίμησαν  τον  όγκο  του  στρατεύματος  που  μπορούσαν να  συγκεντρώσουν  και  τελικά  βρέθηκαν  χρεωμένοι  στους  Βενετούς,  αναγκαζόμενοι  να  ξεπληρώσουν  το  χρέος με  τρόπους  που  εξυπηρετούσαν  τα  συμφέροντα  των  Βενετών,  καθώς  και  το  αν  ο  δόγης  Enrico  Dandolo  εν γνώσει  του  δεν  απέτρεψε  τους  Σταυροφόρους  από  τα  αβάσιμα  σχέδιά  τους  προκειμένου  να  τους  αναγκάσει  στη συνέχεια  να  συναινέσουν  στις  δικές  του  επιδιώξεις·  είναι  ζητήματα  που  αποτελούν  τη  βάση  για  να  εξυφανθούν διαφορετικές αφηγήσεις της Δ΄ Σταυροφορίας.

Το  καλοκαίρι  του  1202  οι  Βενετοί  είχαν  έτοιμο  για  αναχώρηση  στόλο  περίπου  200  πλοίων,  από  τα  οποία  τα 50  ήταν  πολεμικές  γαλέρες  και  τα  υπόλοιπα  πλοία  μεταφοράς.  Ωστόσο,  δεν  είχαν  ακόμη  λάβει  το  χρηματικό ποσό  που  είχαν  συμφωνήσει  με  τους  εκπροσώπους  των  Σταυροφόρων,  και  το  υπέρογκο  κόστος  βάραινε  μόνο τους ίδιους. Τον Ιούνιο του 1202 χιλιάδες Σταυροφόροι κατέφθαναν στη Βενετία, δεκάδες πλοία και χιλιάδες Βενετοί  ναυτικοί  τούς  περίμεναν.  Ωστόσο,  ήταν  εμφανές  ότι  ο  όγκος  των  Σταυροφόρων  υπολειπόταν  από  τον αρχικό  σχεδιασμό  και  δεν  αντιστοιχούσε  στα  έξοδα  και  την  προετοιμασία  των  Βενετών. 

Οι  Βενετοί  βρίσκονταν ενώπιον  μιας  πρωτοφανούς  οικονομικής  καταστροφής.  Επιπρόσθετα,  η  στρατοπέδευση  στην  πόλη  χιλιάδων ανυπόμονων  και  ετοιμοπόλεμων  πολεμιστών  και  προσκυνητών,  εμφορούμενων  από  σταυροφορικό  ζήλο, ακόμα  και  αν  τους  είχε  παραχωρηθεί  ειδικός  χώρος  στο  νησί  του  San  Nicolò  (σημερινό  Λίντο),  έτεινε  να  λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Κατά  τις  επόμενες  εβδομάδες  η  πίεση  προς  τους  Βενετούς  εντάθηκε.  Παρά  τις  απειλές  οι  Σταυροφόροι  δεν μπορούσαν  να  καταβάλουν  περισσότερο  από  τα  δύο  τρίτα  του  χρέους.

 Το  χρονικό  περιθώριο  στένευε  καθώς η  έλευση  του  χειμώνα  θα  καθιστούσε  αδύνατο  το  ταξίδι  στη  θάλασσα  και  θα  γινόταν  αιτία  να  αναβληθεί  η σταυροφορία  για  την  άνοιξη  του  επόμενου  έτους,  όταν  οι  θαλάσσιοι  δρόμοι  θα  ήταν  πάλι  ασφαλείς.  Μπροστά σε  αυτό  το  αδιέξοδο,  οι  Βενετοί  πρότειναν  τη  σύμπραξη  των  Σταυροφόρων  για  την  κατάληψη  της  πόλης Ζάρα  στις  δαλματικές  ακτές,  που  παρέμενε  εκτός  βενετικής  κυριαρχίας  και  έθετε  εμπόδια  στην  απρόσκοπτη διεξαγωγή  του  εμπορίου.  Επρόκειτο  για  μια  μορφή  συμβιβασμού  όχι  μόνο  ανάμεσα  στους  Βενετούς  και τους  Σταυροφόρους,  αλλά  και  ανάμεσα  στον  δόγη  και  τη  βενετική  κοινότητα,  όπως  αυτή  εκπροσωπούνταν στο  Μεγάλο  Συμβούλιο  το  οποίο  είχε  προγενέστερα  εγκρίνει  την  αρχική  συμφωνία  ανάμεσα  στη  βενετική κυβέρνηση  και  τους  Σταυροφόρους  και  μετά  το  αδιέξοδο  ζητούσε  τη  διάλυση  της  Σταυροφορίας. 

Για  το βενετικό  πολιτικό  σύστημα  το  ζήτημα  της  Σταυροφορίας  έθετε  σε  δοκιμασία  τους  εύθραυστους  πολιτικούς και  θεσμικούς  μετασχηματισμούς  που  έλαβαν  χώρα  από  το  1172  και  τη  σταδιακή  αριστοκρατικοποίηση  που περιόριζε  την  εξουσία  του  δόγη  και  την  κοινοτική  ισχύ.  Η  πρόταση  των  Βενετών  για  κατάληψη  της  Ζάρα,  όπου οι  Σταυροφόροι  θα  μπορούσαν  να  ξεχειμωνιάσουν,  ως  ανταπόδοση  για  τη  μη  πληρωμή  του  πλήρους  χρέους, έγινε  δεκτή.  Αυτή  η  εκτροπή  της  Σταυροφορίας  με  την  επικείμενη  επίθεση  εναντίον  μιας  χριστιανικής  πόλης είχε  καταδικαστεί  από  τους  απεσταλμένους  της  Καθολικής  Εκκλησίας  και  ήγειρε  αντιρρήσεις,  όμως  οι  ηγέτες των  Σταυροφόρων  δεν  μπορούσαν  να  κάνουν  αλλιώς.

 Ο  Enrico  Dandolo,  σε  μια  πανηγυρική  θεία  λειτουργία, έδωσε  τον  σταυροφορικό  όρκο  και  ανέλαβε  την  ηγεσία  της  Σταυροφορίας,  τουλάχιστον  ως  την  κατάληψη  της Ζάρα. Ο  βενετικός  στόλος  απέπλευσε  πανηγυρικά  υπό  την  καθοδήγηση  του  ογδοντάχρονου  Dandolo  τον Οκτώβριο  του  1202,  με  απώτερο  στόχο  τους  Αγίους  Τόπους.  Το  ταξίδι  κατά  μήκος  των  δαλματικών  ακτών αποτελούσε  ευκαιρία  για  τους  Βενετούς  να  επιβεβαιώσουν  την  κυριαρχία  τους  σε  πόλεις  της  περιοχής  όπως η  Τεργέστη.  Φτάνοντας  στη  Ζάρα,  προχώρησαν  εύκολα  στην  κατάληψή  της  και  εγκαταστάθηκαν  για  να  ξεχειμωνιάσουν.  Εκεί  εκδηλώθηκαν  οι  υφέρπουσες  διαφωνίες  και  η  δυσαρέσκεια  μεταξύ  των  συμμετεχόντων στη  Σταυροφορία,  οδηγώντας  σε  συγκρούσεις  που  έθεταν  σε  κίνδυνο  το  εγχείρημα.  Κάποιοι  Σταυροφόροι δυσφόρησαν  με  την  κατάληψη  μιας  χριστιανικής  πόλης  και  την  τιμωρία  του  αφορισμού  από  την  Εκκλησία, όπως αυτή είχε προειδοποιήσει,  ενώ  άλλοι  με  την  πλήρη  παραχώρηση της λείας στους Βενετούς και τον ηγετικό ρόλο  τους. 

Τα  διαφορετικά  συμφέροντα  βενετών  και  γάλλων  Σταυροφόρων  και  οι  αποκλίνουσες  σχέσεις  τους με  τους  ευρωπαίους  ηγεμόνες  και  τον  πάπα  Ιννοκέντιο  Γ΄  επιδείνωναν  τις  προοπτικές  της  Σταυροφορίας. Την  κατάσταση  περιέπλεξε  η  άφιξη  απεσταλμένων  του  Φιλίππου  της  Σουηβίας,  που  ήταν  ένας  από  τους διεκδικητές  του  αξιώματος  του  αυτοκράτορα  της  Αγίας  Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας.  Ο  Φίλιππος  ζητούσε  από  τους Σταυροφόρους  να  βοηθήσουν  τον  Αλέξιο  Άγγελο  (μετέπειτα  Αλέξιος  Δ΄),  διεκδικητή  του  βυζαντινού  θρόνου.  Ο πατέρας  του  Αλέξιου,  αυτοκράτορας  Ισαάκιος  Β΄,  είχε  ανατραπεί  από  τον  αδελφό  του  Αλέξιο  Γ΄  το  1195. 

Μετά την  εκθρόνιση  του  πατέρα  του  ο  νεαρός  Άγγελος  είχε  καταφύγει  στην  Αυλή  του  Φιλίππου  της  Σουηβίας  που ήταν  γαμπρός  του  και  σχεδίαζε  την  αποκατάστασή  του  στον  βυζαντινό  θρόνο.  Στη  Ζάρα  οι  απεσταλμένοι  του Φιλίππου  παρουσίασαν  στους  Σταυροφόρους  τις  υποσχέσεις  του  Αλέξιου  να  τους  ανταμείψει  πλουσιοπάροχα αν  τον  βοηθούσαν  να  ανατρέψει  τον  σφετεριστή  θείο  του.  Παρά  τους  αρχικούς  ενδοιασμούς,  οι  γάλλοι  ευγενείς και  οι  Βενετοί  δέχτηκαν  να  αλλάξουν  την  πορεία  της  Σταυροφορίας  προς  την  Κωνσταντινούπολη. 

Τον  Απρίλιο, με  την  έλευση  του  Αλέξιου,  υπό  την  ηγεσία  του  Βονιφάτιου  Μομφερατικού  η  Σταυροφορία  επανεκκίνησε με  νέα  κατεύθυνση.  Ο  νέος  στόχος  της  εκστρατείας  γνωστοποιήθηκε  στη  μάζα  των  Σταυροφόρων  όταν  είχαν στρατοπεδεύσει στην Κέρκυρα, δημιουργώντας ξανά δυσαρέσκεια για τη νέα εκτροπή. Τον  Ιούνιο  του  1203  ο  σταυροφορικός  στόλος  έφτασε  μπροστά  στα  τείχη  της  Κωνσταντινούπολης.  Αρχικά επιχείρησαν  να  πείσουν  τους  κατοίκους  ότι  ο  Αλέξιος  ήταν  ο  νόμιμος  αυτοκράτορας.  Μετά  την  άρνηση  των κατοίκων  να  αποδεχθούν  τον  Αλέξιο,  οι  Σταυροφόροι  ξεκίνησαν  την  πολιορκία  της  πόλης. 

Οι  οχυρώσεις  δεν στάθηκαν  ικανές  να  αποτρέψουν  τις  πολιορκητικές  τακτικές  των  Βενετών,  οι  οποίοι  κατόρθωσαν  να  διεισδύσουν στην  Κωνσταντινούπολη  αναγκάζοντας  σε  φυγή  τον  Αλέξιο  Γ΄  και  επαναφέροντας  στον  θρόνο  τον  Ισαάκιο με  τον  γιο  του  Αλέξιο  Δ΄.  Με  την  αποκατάστασή  του  στον  θρόνο  ο  Αλέξιος  κατέβαλε  μέρος  της  αποζημίωσης που  είχε  υποσχεθεί  στους  Σταυροφόρους.  Ωστόσο,  οι  συνεχείς  αναβολές  στην  αναχώρηση  για  τους  Αγίους Τόπους  προκαλούσαν  δυσαρέσκεια  στη  μάζα  των  Σταυροφόρων,  ενώ  η  συνεχιζόμενη  παρουσία  τους  στην Κωνσταντινούπολη  αναμόχλευε  το  αντικαθολικό  αίσθημα  του  πλήθους  και  έφερνε  σε  δεινή  θέση  τον  Αλέξιο Δ΄.  Σε  αυτή  τη  ρευστή  κατάσταση  με  τις  σποραδικές  ταραχές  εναντίον  των  Σταυροφόρων  και  των  χιλιάδων βενετών  και  άλλων  ξένων  εμπόρων  που  ζούσαν  στην  Κωνσταντινούπολη  ο  Αλέξιος  εκθρονίστηκε  και  στη συνέχεια  θανατώθηκε  και  νέος  αυτοκράτορας  ανακηρύχθηκε  ο  Αλέξιος  Ε΄  Μούρτζουφλος.

 Για  τους  Βενετούς η  ανατροπή  του  Αλέξιου  Δ΄  έθετε  σε  κίνδυνο  όχι  μόνο  την  αποπληρωμή  της  αποζημίωσης  που  θεωρούσαν  ότι δικαιούνταν,  αλλά  και  την  εμπορική  θέση  τους  στην  αυτοκρατορία.  Πλέον  για  τα  εμπλεκόμενα  μέρη  η  διεκδίκηση  της  Κωνσταντινούπολης  αποτελούσε  τον  κύριο  στόχο.  Τον  Απρίλιο  του  1204  ξεκίνησε  η  επίθεση  εναντίον  της  Κωνσταντινούπολης  και  ύστερα  από  μια  σύντομη  πολιορκία  η  πόλη  βρέθηκε  στα  χέρια  των  γάλλων και βενετών Σταυροφόρων.

Η  κατάκτηση  της  Κωνσταντινούπολης  συνοδεύτηκε  από  πρωτοφανείς  βιαιότητες  και  λεηλασίες  που απογύμνωσαν  την  πόλη  προκειμένου  να  συγκεντρωθούν  τα  ποσά  που  είχε  υποσχεθεί  ο  Αλέξιος  στους Σταυροφόρους.  Το  μοίρασμα  της  λείας  είχε  ήδη  καθοριστεί  σε  προγενέστερη  της  άλωσης  συνθήκη  μεταξύ Βενετών και  Γάλλων. Στην ίδια  συνθήκη είχε  συμφωνηθεί μια αρχική διαμοίραση των εδαφών της αυτοκρατορίας και  η  πολιτική  αναδιάταξή  της  κατά  τις  επιταγές  των  κατακτητών,  με  την  ίδρυση  της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας της  Κωνσταντινούπολης  και  την  εκλογή  του  Βαλδουίνου  της  Φλάνδρας  ως  λατίνου  αυτοκράτορα.  Κάτω  από τον  τίτλο  αυτής  της  νέας  πολιτικής  οντότητας  υπέφωσκαν  συγκρουόμενα  συμφέροντα,  αλληλεπικαλυπτόμενες εξουσίες  και  ρευστές  συμμαχίες,  όπως  καταδείκνυαν  οι  διαπραγματεύσεις  και  συγκρούσεις  που  ακολούθησαν.

Η  πτώση  της  Κωνσταντινούπολης  συνιστούσε  μια  μεταβολή  τεραστίων  διαστάσεων  και  από  τη  σκοπιά  των Βενετών  υπονόμευε  το  γνώριμο  πλαίσιο  στο  οποίο  μέχρι  τότε  αυτοί  κινούνταν.  Αν  και  η  νέα  θέση  που  αποκτούσε η  Βενετία σταδιακά θα μεγιστοποιούσε την ισχύ της στον μεσογειακό χώρο, στα πρώτα στάδια μετά τη δημιουργία της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας  της  Κωνσταντινούπολης  τόσο  ο  Enrico  Dandolo  ως  υπεύθυνος  των  βενετών Σταυροφόρων  στην  Κωνσταντινούπολη  όσο  και  οι  ιθύνοντες  στη  Βενετία  επιδίωκαν  τη  σταθερότητα  στις  νέες συνθήκες. 

Κατά  τις  διαπραγματεύσεις  για  τη  διαμοίραση  του  Βυζαντίου  η  Βενετία  λάμβανε  ένα  σημαντικό μερίδιο  στα  εδάφη  της  πρώην  αυτοκρατορίας  στη  Ρωμανία  (σημ.  ελληνικά  εδάφη)  και  στην  Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο,  επρόκειτο  για  εδάφη  τα  οποία  έπρεπε  να  κατακτηθούν.  Συνάμα  οι  χιλιάδες  Βενετοί  που  ζούσαν  στα εδάφη  της  πρώην  αυτοκρατορίας  αποτελούσαν  συστατικό  τμήμα  της  νέας  Λατινικής  Αυτοκρατορίας,  πράγμα που  τους  ενέπλεκε  σε  φεουδαρχικού  τύπου  εξαρτήσεις  προς  τον  λατίνο  αυτοκράτορα  ενώ  παρέμεναν  πολίτες και υπήκοοι της Βενετίας.

 Η  απροθυμία  της  Βενετίας  να  εμπλακεί  αρχικά  στη  ρευστή  κατάσταση  της  Λατινικής  Αυτοκρατορίας αντανακλάται  στο  ενδιαφέρον  που  επέδειξε  μόνο  για  την  κατάκτηση  του  Δυρραχίου  και  της  Κέρκυρας  ως στρατηγικών  σημείων  για  την  προστασία  της  Αδριατικής.  Η  εξασφάλιση  της  κυριαρχίας  στην  Αδριατική καθόριζε  ακόμα  τις  προτεραιότητες  της  βενετικής  ελίτ.  Ενδεικτικά  ο  δόγης  Pietro  Ziani  παραχώρησε  στον ηγέτη  (podestà)  των  βενετών  Σταυροφόρων  στην  Κωνσταντινούπολη  Marino  Zeno,  που  είχε  διαδεχθεί  τον Dandolo  μετά  τον  θάνατό  του  το  1205  και  είχε  λάβει  τον  τίτλο  του  «ηγεμόνα  των  τριών  όγδοων  της  Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (dominator  quarte  partis  et  dimidie  Imperii  Romanie),  τη  δυνατότητα  να  ενεργεί  για  τους  βενετούς  υπηκόους  της  αυτοκρατορίας  αρκεί  να  μην  επιβαρύνει  τη  Βενετία,  ενώ  επέτρεψε  την  ιδιωτική  συμμετοχή Βενετών  στον  διαμελισμό  των  εδαφών  για  δικό  τους  όφελος  και  με  δικά  τους  έξοδα.  Ωστόσο,  η  ρευστότητα  της νέας  κατάστασης  και  οι  ανταγωνισμοί  των  εμπλεκόμενων  μερών  σύντομα  ανάγκασαν  τη  βενετική  κυβέρνηση να  μεταβάλει  τους  στόχους  της  και  να  αναλάβει  ενεργό  ρόλο,  ξεκινώντας  από  τη  διεκδίκηση  της  Κρήτης,  της οποίας η κατάκτηση ολοκληρώθηκε το 1211.

 Η  δημιουργία  κτήσεων  στην  ανατολική  Μεσόγειο,  δηλ.  στη  Δαλματία  και  στα  εδάφη  της  Ρωμανίας, υπήρξε  μια  μακρά  και  σύνθετη  διαδικασία  που  διακρίνεται  από  διαφορετικές  χρονικότητες.  Η  κατάληξη  της Δ΄  Σταυροφορίας  επέφερε  σημαντικές  αναδιατάξεις  στην  ανατολική  Μεσόγειο,  οι  οποίες  όμως  δεν  μπορεί να  θεωρηθούν  αποκλειστικά  ότι  διαμόρφωσαν  την  υπερπόντια  επέκταση  της  Βενετίας.  Άλλωστε,  το  1261  οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη τερματίζοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Δύο επισημάνσεις  είναι  απαραίτητες  πριν  σκιαγραφήσουμε  τη  διαμόρφωση  της  βενετικής  αποικιακής  επέκτασης.  Πρώτον, το  μεγαλύτερο  μέρος  των  βενετικών  κατακτήσεων  λαμβάνει  χώρα  στον  ύστερο  14ο  και  τον  15ο  αιώνα  και  σε εδάφη  που  είχαν  ήδη  περάσει  στην  κυριαρχία  των  Σταυροφόρων  και  των  διαδόχων  τους  (όχι  απαραίτητα  με δυναστική  συνέχεια),  οι  οποίοι  συνέχιζαν  να  δραστηριοποιούνται  ή  να  έχουν  εδραιώσει  την  εξουσία  τους  σε πρώην  βυζαντινές  περιοχές  παρότι  η  Λατινική  Αυτοκρατορία  είχε  προπολλού  πάψει  να  υφίσταται.  Δεύτερον, η  επέκταση  των  Βενετών  δεν  αφορούσε  μόνο  εδάφη  που  κάποτε  ανήκαν  στη  βυζαντινή  σφαίρα.  Εκτεινόταν σε  ένα  γεωγραφικό  εύρος  που  ξεκινούσε  από  την  Ιστρία  και  τις  δαλματικές  ακτές,  περιλάμβανε  περιοχές  που ήταν γνωστές ως Ρωμανία και κατέληγε στην Κρήτη και την Κύπρο.

Τις  πρώτες  δεκαετίες  μετά  την  Δ΄  Σταυροφορία  οι  υπερπόντιες  κτήσεις  της  Βενετίας  περιλάμβαναν  περιοχές στη  βόρεια  Αδριατική,  την  Κρήτη,  τη  Μεθώνη  και  την  Κορώνη  και  για  σύντομο  διάστημα  την  Κέρκυρα. Παράλληλα,  μέλη  της  βενετικής  ελίτ  ενεπλάκησαν  σε  ιδιωτικά  εγχειρήματα  κατάκτησης  εδαφών,  όπως  για παράδειγμα  η  οικογένεια  των  Sanudo,  οι  Dandolo,  οι  Foscolo  και  οι  Venier  που  επέβαλαν  την  κυριαρχία  τους σε  νησιά  των  Κυκλάδων.  Σε  αυτές  τις  περιπτώσεις  οι  νέοι  άρχοντες,  αν  και  προέρχονταν  από  τη  βενετική  ελίτ, το  Scutari  και  το  Alessio  στη  Δαλματία,  το  Άργος  και  την  Εύβοια  (Negroponte)  μετά  από  σύντομη  πολιορκία της  Χαλκίδας.

  Οι  νέες  προσαρτήσεις  της  Βενετίας  περιλάμβαναν  νησιά  στο  Αιγαίο,  όπως  η  Αίγινα  (1451),  η Σκύρος  (1453),  η  Σκόπελος  (1453),  η  Σκιάθος  (1453),  η  Μονεμβασιά  (1462),  η  Ζάκυνθος  (1482),  η  Κεφαλονιά και  η  Ιθάκη  (1500).  Σε  αυτή  τη  φάση  ίσως  η  σημαντικότερη  προσάρτηση  υπήρξε  της  Κύπρου,  που  χάρη  στη στρατηγική  θέση  της  αντιστάθμιζε  την  απώλεια  της  Εύβοιας.  Η  Βενετία  αύξησε  την  πολιτική  επιρροή  της  στη Κύπρο  όταν  ο  τελευταίος  βασιλιάς  του  νησιού  από  τον  οίκο  των  Λουζινιάν  (Lusignan)  Ιάκωβος  Β΄  το  1468 σύναψε  συνθήκη  προστασίας  με  τους  Βενετούς  και  παντρεύτηκε  με  τη  βενετή  πατρικία  Caterina  Cornaro.  Οι Λουζινιάν  κυβερνούσαν  το  νησί  από  τα  τέλη  του  12ου  αιώνα  μετά  την  απόσπασή  του  από  το  Βυζάντιο  κατά  τη Β΄  Σταυροφορία.

  Η  Βενετία  είχε  σημαντική  οικονομική  και  πολιτική  θέση  στην  Κύπρο  χάρη  στην  οικονομική δραστηριότητα  ευγενών  οικογενειών  όπως  οι  Michiel,  οι  Pisani  και  ιδιαίτερα  οι  Cornaro  ή  Corner.  Ο  θάνατος  του Ιακώβου  το  1473  και  πολύ  σύντομα  του  νεογέννητου  διαδόχου  του  κατέστησαν  την  Caterina  Cornaro  βασίλισσα του  νησιού  υπό  τον  έλεγχο  της  Βενετίας.  Με  τη  στρατιωτική  και  οικονομική  εξουσία  σταδιακά  να  περνάει  στα χέρια  των  Βενετών  η  κυριαρχία  τους  ολοκληρώθηκε  και  τυπικά  μέχρι  το  1489,  οπότε  η  Cornaro  αναχώρησε  για τη Βενετία και παραχώρησε την Κύπρο έναντι σημαντικών υλικών και τιμητικών ανταλλαγμάτων.
Πηγή Γεώργιος πλακωτος

Οι Γίγαντες του βουνού, Λουίτζι Πιραντέλο. Ραδιοφωνικό θέατρο.

Το έργο του γνωστού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο "Οι γίγαντες του βουνού" θα σας παρουσιάσει απόψε η Πολιτισμική Διαδρομή. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον ταξίδι  στο χώρο του υπερρεαλισμού από τον πιο σημαντικό θεατρικό συγγραφέα της εποχής μετά τον Ά παγκόσμιο πόλεμο...




Εμπνευσμένος από την Ελληνική μυθολογία ο Πιραντέλο, την οποία και αγαπούσε πολύ, συνέλαβε την ιδέα των Γιγάντων. Πρόκειται για το τελευταίο έργο του συγγραφέα, το οποίο άρχισε να συγγράφει το 1933 και έμεινε ανολοκλήρωτο. Θα το ολοκληρώσει ο γιος του, μεταφέροντας το ταυτόχρονα στη σκηνή όπως του το εκμυστηρεύτηκε ο πατέρας του λίγο πριν από το τέλος του (1936).


Η υπόθεση:

Ένας αποδεκατισμένος από την αποτυχία και τις κακουχίες θίασος, φτάνει μια νύχτα, στη βίλα ενός παράξενου ανθρώπου, που τον αποκαλούν “Κοτρόνε ο Μάγος”, και ζει εκεί με την ιδιόρρυθμη συνοδεία του. Αλλόκοτα πράγματα συμβαίνουν στη βίλα. Η μαγεία του θεάτρου, μπλέκεται με τον απόκοσμο τόπο των ονείρων. Μάσκες, μαριονέτες, φαντάσματα και οπτασίες, εισβάλουν στον κόσμο των ανθρώπων. Η ποίηση γίνεται ψευδαίσθηση και η αλήθεια ένα απατηλό φάντασμα, που ακροβατεί μέχρι τις εσχατιές του παραλογισμού. Και πέρα, ψηλά στο βουνό, οι Γίγαντες.



Λίγα ακόμη στοιχεία για το έργο:

Το κείμενο είναι ένα κράμα εξπρεσιονισμού (με γκροτέσκ παραμόρφωση) και υπερρεαλισμού, μέσα από το οποίο η διάθλαση της πραγματικότητας, φαντασιοκοπεί με μία δύναμη ανυπέρβλητη. Τα πρόσωπα του έργου, κινούνται σε παράλληλους, ονειρικούς κόσμους, σε μια συμφωνία από ήχους, εικόνες και νοήματα. Το έργο, με λίγα λόγια, μας μεταφέρει πέρα από την πραγματικότητα (υπερρεαλισμός) ενώ ταυτόχρονα μεταμορφώνει και την πραγματικότητα (εξπρεσσιονισμός). Έχει ακόμη απαίσια, τρομακτική ή περίεργη εμφάνιση και (ως εκ τούτου) φαίνεται ή είναι αλλόκοτος, γελοίος, κακόγουστος, χονδροειδής, ακαλαίσθητος, αποκρουστικός ή γελοιογραφικός (γκροτσέσκο)

Τέλος ο ίδιος ο συγγραφέας θα πει για το έργο
"Αν ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει τη μικρότητά του, πάει να πει πως συλλαμβάνει το απεριόριστο μεγαλείο του σύμπαντος. Πώς μπορούμε τότε να αποκαλέσουμε μικρό τον άνθρωπο; Παρ’ όλα αυτά είναι αλήθεια πως αν ο άνθρωπος αισθάνεται μεγάλος και ο χιουμοριστής είναι γνώστης του γεγονότος. τότε μπορεί να τον δούμε και σαν τον γίγαντα Γκιούλιβερ στη Lilliput ή σαν ένα παιχνιδάκι στα χέρια των γιγάντων του Brobdingnag"


Η ηχογράφηση έγινε στις 11 Ιανουαρίου 1967 και πήραν μέρος οι ηθοποιοί:

Χρήστος Φράγκος, Λούλα Ιωαννίδου, Γιάννης Καλατζόπουλος, Θόδωρος Σαρρής, Καίτη Τριανταφύλλου,
Δημήτρης Μαλαβέτας, Γιώργος Νέζος, Μιχάλης Μαραγκάκης, Κυριάκος Λαζαρίδης, Μάκης Ρευματάς, Πέτρος Λεωκράτης, Τάσος Παπαδάκης, Βαγγέλης Τραϊφόρος, Σούλυ Σαμπάχ - Νικολαΐδη, Λουκιανός Ροζάν, Θεόδωρος Ζηζίκος, Τάκης Ασημακόπουλος, Ολυμπία Παπαδούκα, Χαρά Κανδρεβιώτου 

Μετάφραση και προσαρμογή για το ραδιόφωνο: Σπύρος Μηλιώνης Μουσική επιμέλεια: Σοφία Μιχαλίτση 

Ραδιοσκηνοθεσία: Μιχάλη Μπούχλη

Πηγές: greekradiotheater,Kulturosoupa,Βικιπαιδεια,Βικιλεξικό,Ε. Βασιλείου

Η μεταφόρτοση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι natalia ded του you tube:





Το Φθινόπωρο του Χατζόπουλου


Το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου γράφτηκε το 1917 και αποτέλεσε ένα εξαιρετικό δείγμα της συμβολιστικής πεζογραφίας.

Το έργο εκ πρώτης δίνει την εικόνα της ανασύστασης μίας πεζής και πληκτικής πραγματικότητας.
Ασήμαντες λέξεις επαναλαμβάνονται διαρκώς ταυτόχρονα αποκτούν αποκτούν όμως νόημα.





Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής:
Ο Στέφανος και η Μαρίκα είναι αρραβωνιασμένοι ενώ γνωρίζονται από μικροί. Τον Στέφανο διεκδικεί επίσης και η εξαδέλφη του Ευανθία. Ο αρραβώνας Στέφανου και Μαρίκας έγινε με πρωτοβουλία της γιαγιάς της Μαρίκας της κυρίας Κατιγκός. Η Κατιγκό τρέφει ταυτόχρονα βαθιά έχθρα για την μητέρα του Στέφανου την κα Αγλαϊα. Ενώ ορισμένα δευτερευούσης σημασίας πρόσωπα πραγματοποιούν περάσματα από το έργο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του συγγραφέα και μεταφραστή Μιχάλη Μαρκόπουλου για το έργο:
Το Φθινόπωρο –οι εικόνες του, οι άνθρωποι του, οι τετριμμένες απλές κουβέντες τους– είναι κλεισμένο όλο στις μετέωρες στιγμές όπου, ανάμεσα στις πράξεις του βίου, η ομορφιά υπάρχει ως κάτι άπιαστο αλλά ιδωμένο με την άκρη του ματιού, τα λόγια κάπου αγγίζουν τη σιωπή, και μια διάχυτη υπαρξιακή αγωνία ποτίζει την ψυχή. Οι πράξεις του Στέφανου, της Μαρίκας, πιο πολύ μοιάζουν με ακινησία. Και οι ίδιοι ποιοι είναι; Τους κοιτούμε στο Φθινόπωρο, όπως αυτοί διαρκώς κοιτούν κάτι –κρυφά ή φανερά ο ένας τον άλλον, ή το βουνό, τη θάλασσα, τα σύννεφα–, μα για τους ίδιους δε γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τίποτε. Είναι, θαρρείς, μια ανάμνηση του εαυτού τους, σχεδόν φαντάσματα σαν τον παππού του Στέφανου, που εμφανίζεται άλαλος σε πόρτες και πίσω από τζάμια, ή σαν την Ευανθία όπως μια νύχτα εμφανίζεται στον Στέφανο· άνθρωποι έξω από τον εαυτό τους –όπως κει που ο Στέφανος πάει στη λέσχη και το νιώθει μόνο όταν μπαίνει μέσα και του νεύει ο κύριος νομάρχης, ή στην εκκλησία όταν νιώθει πως έσκυψε κι αυτός το μέτωπο– και έξω από το χρόνο, που το κύλισμα του στο Φθινόπωρο δεν είναι σαφές. Όπως δεν είναι σαφής ούτε ο χώρος. Οι περιγραφές της φύσης, με τη λεπταίσθητη συγκινητική, σχεδόν σπαραχτική ομορφιά τους, παρ’ όλα αυτά είναι πιο πολύ εσωτερικά τοπία παρά εξωτερικές εικόνες ενός τόπου.

Σε γενικές γραμμές το έργο στρέφεται στον εσωτερικό χώρο του ανθρώπου με έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, οι στόχοι του όμως παραμένουν ρεαλιστικοί ως το τέλος.




 Βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα θα βρείτε στο κάτωθι άρθρο της Διαδρομής:

https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019/01/blog-post_24.html

Το έργο μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ:


Οι έφοροι της Σπάρτης συνετίζουν με τον τρόπο τους απρεπείς Κλαζομένιους αντιπροσώπους.

Πως οι έφοροι της Σπάρτης "τιμώρησαν" τους Κλαζομένιους για την απρέπεια που είχαν διαπράξει κατά τη διάρκεια της επίσκεψης τους στη Σπάρτη...

Όψη της αρχαίας Σπάρτης


Η σύντομη ιστορία που αναφέρει ο Κλαύδιος Αιλιανός έχει ως εξής:

Περὶ τῶν τοὺς τῶν Ἐφόρων θρόνους ἀσβόλῳ χρισαμένων
Κλαζομενίων τινὲς εἰς τὴν Σπάρτην ἀφικόμενοι καὶ ὔβρει καὶ ἀλαζονείᾳ χρώμενοι τοὺς τῶν ἐφόρων θρόνους, ἔνθα εἰώθασι καθήμενοι χρηματίζειν καὶ τῶν πολιτικῶν ἔκαστα διατάττειν, ἀλλὰ τούτους γε τοὺς θρόνους ἀσβόλῳ κατέχρισαν. μαθόντες δὲ οἱ ἔφοροι οὐκ ἠγανάκτησαν, ἀλλὰ τὸν δημόσιον κήρυκα καλέσαντες προσέταξαν αὐτὸν δημοσίᾳ κηρύξαι τοῦτο δὴ τὸ θαυμαζόμενον· «ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν.»

Μετάφραση:

Σχετικά με τους θρόνους των Εφόρων στη Σπάρτη που μαυρίστηκαν
Κάποιοι από τους Κλαζομένιους, όταν έφτασαν στην Σπάρτη, με ύβρη και αλαζονεία αντιμετώπισαν τους θρόνους των εφόρων, όπου αυτοί συνήθιζαν να κάθονται και να αποφασίζουν και για τα θέματα τη πολιτείας να διατάσσουν, αλλά και αυτούς τους θρόνους καταμαύρισαν. Όταν δε το έμαθαν οι έφοροι, δεν αγανάκτησαν, αλλά αφού κάλεσαν τον δημόσιο κήρυκα, τον πρόσταξαν να διακηρύξει δημοσίως αυτό το θαυμαστό «συνηθίζεται στους Κλαζομένιους να διαπράττουν απρέπειες.»

Ευχαριστώ τον κο Μοσχόπουλο Θωμά για την επιμέλεια του άρθρου.

Η μεταχείρηση των Ελλήνων αιχμαλώτων μισθοφόρων που συμμετείχαν στη μάχη του Γρανικού ποταμού από τον Αλέξανδρο.

Ποια ήταν η μοίρα των Ελλήνων Αιχμαλώτων της Μάχης του Γρανικού ποταμού;


Τους περίπου 2.000 συλληφθέντες Έλληνες μισθοφόρους, τους έστειλε
σιδηροδέσμιους στη Μακεδονία για καταναγκαστικά έργα, με το
αιτιολογικό ότι «ενώ ήταν Έλληνες πολέμησαν υπέρ των βαρβάρων και
ενάντια στις αποφάσεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων».

Η μάχη του Γρανικού ποταμού


Όμως στην πραγματικότητα πρέπει να είχε εξοργισθεί, που ένα τόσο ισχυρό
οπλικό σύστημα είχε στραφεί εναντίον του. Η εξόντωση των Ελλήνων
μισθοφόρων των Περσών ήταν αναμφισβήτητα λάθος και στην
προσπάθειά του να τους εξοντώσει φέρεται να υπέστη τις περισσότερες
απώλειες της μάχης.

Επιπλέον σε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες μισθοφόρους των
Περσών, που δεν ήταν λίγοι, έδινε το μήνυμα, ότι δεν θα τους άφηνε
άλλη διέξοδο από το να αγωνιστούν λυσσαλέα για τη ζωή τους. Στη
συνέχεια ο Αλέξανδρος σκέφθηκε πιο ψύχραιμα, ή δέχθηκε τις
συμβουλές των επιτελών του κι ευτυχώς δεν ξανάκανε αυτό το λάθος.

Οι μισθοφόροι δεν πολεμούσαν από ιδεαλισμό και εφόσον οι εργοδότες
τους τρέπονταν σε φυγή, οι ίδιοι δεν είχαν κανένα λόγο να αρνηθούν
συνθηκολόγηση και να προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους σε
νέο εργοδότη, αν τους το ζητούσε. Πράγματι, την επόμενη φορά ο
Αλέξανδρος τους το ζήτησε.

6 πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα. Η είσοδος των ηθοποιών στη σκηνή...

Απόσπασμα από το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο "6 πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα":

Την ώρα που οι πραγματικοί ηθοποιοί βρίσκονται επί σκηνής και κάνουν πρόβες, οι φανταστικοί ηθοποιοί εισβάλλουν στη σκηνή...



Πως είναι αυτά τα πρόσωπα και πως συνδέονται με την πραγματικότητα;

(Ενώ ο Υποβολέας πηγαίνει, παίρνει το σκέπασμα του υποβολείου και το τοποθετεί στη θέση του, μπαίνει ο Θυρωρός του θεάτρου και διασχίζει τον κεντρικό διάδρομο της πλατείας για να αναγγείλει στον Θιασάρχη την άφιξη των έξι Προσώπων, που έχουν και αυτά μπει και ακολουθούν τον Θυρωρό από κάποια απόσταση, κοιτάζοντας γύρω τους με αμηχανία.

Οποιοσδήποτε αναλάβει τη σκηνική ερμηνεία αυτού του έργου, ένα πρέπει να φροντίσει πάνω απ' όλα τ άλλα: τα έξι πρόσωπα να ξεχωρίζουν καθαρά από τους Ηθοποιούς του θιάσου. Όταν τα έξι πρόσωπα ανέβουν στη σκηνή, πρέπει να διαχωριστούν από τους Ηθοποιούς όπως αναφέρουν οι γραπτές οδηγίες. 

Σε αυτό ενδεχομένως θα βοηθήσει και η διαφοροποίηση του φωτισμού στους μεν και στους δε. Πιθανώς το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να χρησιμοποιηθούν μάσκες για τα έξι πρόσωπα, ειδικά φτιαγμένες έτσι ώστε να μην αλλοιώνονται από τον ιδρώτα, να είναι αρκετά ελαφρές για τους ηθοποιούς που θα τις φορέσουν και να αφήνουν ελεύθερα τα μάτια, τα ρουθούνια και το στόμα. Αυτό θα συντελέσει στην ερμηνεία της βαθύτερης έννοιας του έργου.

 Τα έξι Πρόσωπα δεν πρέπει να μοιάζουν με φαντάσματα: είναι όντα μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας, παγιωμένα δημιουργήματα της φαντασίας, επομένως πιο αληθοφανή και στέρεα από την ευμετάβλητη φυσικότητα των Ηθοποιών. 

Οι μάσκες δημιουργούν την εντύπωση μιας όψης που η Τέχνη κατασκεύασε σταθεροποιώντας σε καθένα από τα Πρόσωπα το βασικό του συναίσθημα: τύψη για τον πατέρα, εκδίκηση για την Κόρη, περιφρόνηση για τον Γιο, πόνος για τη Μητέρα. Ειδικά η μάσκα της Μητέρας μπορεί να έχεί κολλημένα κέρινα δάκρυα στα μάγουλα της, όπως έχουν πολλά αγάλματα σε εκκλησίες όταν αναπαριστούν την Τεθλιμμένη Μητέρα, την «Mater Dolorosa»

Τα ρούχα των έξι προσώπων, ειδικά σχεδιασμένα και χωρίς εκζήτηση, πρέπει να είναι φαρδιά, λιτά και με σκληρές πτυχώσεις, όπως των αγαλμάτων: πρέπει να μη δίνουν την εντύπωση πως φτιάχτηκαν σε κάποιο ραφτάδικο από υφάσματα που βρίσκονται εύκολα στα καταστήματα.

 Ο Πατέρας είναι περίπου πενήντα χρόνων. Με αραιά κοκκινόξανθα μαλλιά μπροστά, αλλά όχι φαλακρός. Με πυκνό, στριφτό μουστάκι πάνω από το ακόμα νεανικό στόμα του, συχνά μισάνοιχτο σε ένα μάταιο και αβέβαιο χαμόγελο. Με φαρδύ μέτωπο και ωχρό πρόσωπο, μάτια οβάλ γαλανά, πολύ λαμπερά και διαπεραστικά. Με παντελόνι ανοιχτόχρωμο και σακάκι σκούρο. Το ύφος του άλλοτε μελιστάλαχτο και άλλοτε με εξάρσεις ψυχρότητας και τραχύτητας.

Η Μητέρα δίνει την εντύπωση ατόμου τρομαγμένου και συντριμμένου από ένα αφόρητο βάρος ντροπής και ταπείνωσης. Διακριτικό, κατάμαυρο φόρεμα. Όταν θα σηκώσει το βαρύ βέλο, θα αποκαλύψει ένα πρόσωπο όχι πονεμένο, αλλά σαν κέρινο. Κρατάει συνεχώς τα μάτια της χαμηλωμένα.

Η Κόρη είναι δεκαοχτώ χρόνων και αναιδής στα όρια της θρασύτητας. Εντυπωσιακά όμορφη, και αυτή ντυμένη στα μαύρα, όμως πολύ κομψή. Δείχνει φανερά την περιφρόνηση της για τη δειλή και θλιμμένη έκπληξη του νεαρού αδελφού της, που είναι ένα απεριποίητο Αγόρι δεκατεσσάρων χρόνων, και αυτό ντυμένο στα μαύρα.  Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα τρυφερή με τη μικρή αδελφή της, ένα Κορίτσι γύρω στα τέσσερα, που φοράει άσπρο φόρεμα με μαύρη μεταξωτή ζώνη.

 Ο Γιος είναι ένας ψηλός νέος είκοσι δύο χρόνων. Συνήθως άκαμπτος, με συγκρατημένη απαξίωση
για τον παατέρα και βλοσυρή αδιαφορία για τη Μητέρα. Φοράει μοβ πανωφόρι και έχει ένα μακρύ πράσινο κασκόλ γύρω από το λαιμό του)

Οι δύο νίκες που συνέπεσαν με τη γέννηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Στο Φίλιππο ήρθαν εκείνο τον καιρό της γέννησης του Αλεξάνδρου τρεις αγγελίες:
Η μια ότι οι Ιλλυριοί είχαν νικηθεί σε μεγάλη μάχη από το στρατηγό
Παρμενίωνα,
Η δεύτερη ότι νίκησε στην Ολυμπία με άλογο ιππασίας και η τρίτη ότι γεννήθηκε ο Αλέξανδρος.



 Για όλα αυτά εκείνος χάρηκε και ακόμα περισσότερο οι μάντεις μεγάλωσαν τη χαρά του, όταν αποφάνθηκαν πως το παιδί μια που γεννήθηκε ταυτόχρονα με τις παραπάνω νίκες, θα ήταν ανίκητο.

Ο γάλλος πολιτειολόγος Μοντεσκιέ αναφέρεται στον Μέγιστο των Ελλήνων

 Ο περιώνυμος γάλλος πολιτειολόγος Montesquieu εἰς τὸ ἐκδοθὲν τὸ
1748 περισπούδαστον ἔργον του De l’ Ėsprit des lois ( Περὶ τοῦ πνεύματος
τῶν νόμων)(βιβλίον X, κεφάλαιον XIV «Ἀλέξανδρος») ἀναφωνεῖ :

 «Ποιὸς
εἶναι αὐτὸς ὁ κατακτητής, ποὺ τὸν ἔκλαυσαν ὅλοι οἱ λαοί, τοὺς ὁποίους εἶχε
καθυποτάξει ; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σφετεριστής, διὰ τὸν θάνατον τοῦ ὁποίου
ἡ οἰκογένεια τῆς ἐχούσης ἀνατραπῆ ἀπὸ αὐτὸν δυναστείας χύνει τὰ δάκρυά
της ; Εἶναι τὸ χαρακτήρισμα αὐτῆς τῆς ζωῆς, περὶ τοῦ ὁποίου οἱ ἱστορικοὶ
δὲν μᾶς λέγουν, ὅτι οἱοσδήποτε ἄλλος κατακτητὴς θὰ ἠδύνατο νὰ καυχηθῇ».
Καὶ ἐπιλέγει ὁ γάλλος διανοητὴς διὰ τὸν Μέγαν Ἀλέξανδρον : «Διέπραξε
δύο κακὰς πράξεις, τὸν ἐμπρησμὸν τῆς Περσεπόλεως καὶ τὴν θανάτωσιν
τοῦ Κλείτου. Ἀλλὰ τὰς κατέστησε περιωνύμους μὲ τὴν μετάνοιάν του : εἰς
τρόπον ὥστε ὁ κόσμος ἐλησμόνησε τὰς ἐγκληματικάς του πράξεις, διὰ νὰ
ἐνθυμεῖται τὸν σεβασμόν του πρὸς τὴν ἀρετήν∙ ὥστε ἐθεωρήθησαν μᾶλλον
ὡς δυστυχήματα παρὰ ὡς ἴδιαι αὐτοῦ πράξεις∙ ὥστε ἡ ὑστεροφημία
εὑρίσκει τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς του σχεδὸν παραπλεύρως τῶν
παραφορῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν του∙ ὥστε ἔπρεπε νὰ παραπονεῖται, ἀλλὰ
δὲν ἦτο ποτὲ δυνατὸν νὰ τὸν μισήσῃ».



Το ανωτέρω απόσπασμα προέρχεται από ομιλία του τέως προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κου Σαρτζετάκη Χρήστου.

Η σταδιακή επικράτηση της Βενετίας έναντι του Βυζαντίου και η μετάλλαξη της από μικρή βυζαντινή επαρχιακή πόλη σε Αυτοκρατορία.

Η πόλη της Βενετίας εξελίχθηκε σταδιακά από μία μικρή επαρχιακή, πιστή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε μία πλούσια Αυτοκρατορία. Η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε σταδιακά. Η εκτενής ανάπτυξη του κου Πλακωτού που ακολουθεί παρουσιάζει βήμα βήμα την άνοδο της Βενετίας εις βάρος του Βυζαντίου (εκμεταλλευόμενη φυσικά τα προνόμια που της είχαν παραχωρηθεί από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία).



Αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε τις απαρχές της Βενετίας ως πολιτικής οντότητας και κοινότητας, θα πρέπει να ανατρέξουμε στα ταραγμένα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας και του πρώιμου Μεσαίωνα, στο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται με την καταρρέουσα από τις βαρβαρικές επιδρομές ρωμαϊκή αρχή, τους νέους πόλους εξουσίας στα γερμανικά βασίλεια και την ισχύ της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 Η ζωή των Βενετών πριν από τον 9ο αιώνα παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Έως τότε η Βενετία ήταν μια μικρή ασήμαντη κοινότητα που βάσιζε την επιβίωσή της στην αλιεία στη λιμνοθάλασσα και το εμπόριο ψαριών με τις γειτονικές περιοχές της ιταλικής ενδοχώρας μέσω των πλωτών ποταμών. Η αρχαιολογική έρευνα δείχνει την ισχνή παρουσία και εγκατάσταση βαρκάρηδων, κυνηγών και αλιέων στη βενετική λιμνοθάλασσα κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.

 Η ανθρώπινη παρουσία πληθαίνει με τις λεγόμενες «βαρβαρικές» επιδρομές στα βορειοϊταλικά
εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον 5ο αιώνα. Η τρέχουσα ιστορική έρευνα συγκλίνει στην άποψη ότι οι πρώτες σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών στα νησιά της λιμνοθάλασσας έλαβαν χώρα τον 6ο και τον 7ο αιώνα ως αποτέλεσμα των επιδρομών των Λομβαρδών ή Λογγοβάρδων.

Η παρουσία των Λομβαρδών στη βόρεια Ιταλία, με την ίδρυση του βασιλείου τους το οποίο διατηρήθηκε μέχρι την κατάκτησή του από τον Καρλομάγνο το 774, έστρεψε πληθυσμούς από τα βόρεια παράλια της Αδριατικής, από την πόλη Γκράντο μέχρι την Κιότζα, να αναζητήσουν καταφύγιο και εγκατάσταση στα νησιά της λιμνοθάλασσας. Οι εγκαταστάσεις αυτών των προσφυγικών πληθυσμών που έμελλε να γίνουν μόνιμες προσέφεραν προστασία από την ταραγ-
μένη ζωή της ενδοχώρας, αλλά ήταν εκτεθειμένες στις αντίξοες συνθήκες της λιμνοθάλασσας. Από εκείνα τα πρώιμα χρόνια και για τους επόμενους αιώνες η ζωή της Βενετίας θα παραμείνει συνυφασμένη με το φυσικό περιβάλλον της λιμνοθάλασσας.

Η Βενετία συγκροτήθηκε σε πολιτική κοινότητα στο σημείο όπου διασταυρώνονταν η παλαιά ρωμαϊκή εξουσία με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη και το νέο αυτοκρατορικό ιδεώδες στη Δύση με το βασίλειο των Φράγκων και τον Καρλομάγνο. Η Βενετία βρισκόταν υπό τη διοικητική δικαιοδοσία της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα υπαγόταν στον Έξαρχο της Ραβέννα, τον αξιωματούχο της Κωνσταντινούπολης που επέβλεπε τα ιταλικά εδάφη της αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, με αφετηρία το χρονικό του Giovanni Diacono La cronaca veneziana στη βενετική «μυθολογία» οι δεσμοί με την Κωνσταντινούπολη αποκρύπτονται και τονίζεται η ανεξαρτησία των εγκαταστάσεων στη λιμνοθάλασσα. Η θεσμοθέτηση του αξιώματος του βενετού ηγεμόνα τον 7ο αιώνα που έφερε τον τίτλο του δούκα (dux στα λατινικά) ή δόγη (doge στη βενετική διάλεκτο) δεν σηματοδότησε μεγαλύτερη αυτονομία για τη Βενετία μέχρι τουλάχιστον τον 9ο αιώνα.

Η πολιτική αυτοτέλεια της Βενετίας ενισχύθηκε από τον 751 όταν, με την άλωση της Ραβέννα από τους Λομβαρδούς, η εξουσία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης στα ιταλικά εδάφη άρχισε να φθίνει. Την ίδια περίπου εποχή, οι Βενετοί οριοθέτησαν τη θέση τους απέναντι στον άλλο πόλο εξουσίας, τους Φράγκους, και στις αυτοκρατορικές αξιώσεις τους.

 Με την αυτοκρατορική στέψη του το 800 ο Καρλομάγνος, κυρίαρχος πλέον του βορειοϊταλικού χώρου, επιχείρησε να κατακτήσει τις βενετικές εγκαταστάσεις στη λιμνοθάλασσα, που ήταν πολιτικά υποτελείς στην ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το 810 ο γιος του Καρλομάγνου Πεπίνος, ανακηρυγμένος βασιλιάς της Ιταλίας, επιχείρησε να καταλάβει τις βενετικές θέσεις με μια πολεμική επιχείρηση που διήρκεσε περισσότερους από έξι μήνες. Το άγνωστο για τους Φράγκους περιβάλλον της λιμνοθάλασσας και η εμπειρία των Βενετών σε αυτό καθόρισαν την έκβαση του πολέμου με τη συντριπτική ήττα του φραγκικού στόλου. Οι Φράγκοι αποχώρησαν δεχόμενοι την καταβολή ετήσιου φόρου.

Μια σειρά συνθήκες στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα έφεραν την αναγνώριση μεγαλύτερης αυτονομίας για τη Βενετία τόσο από τη μεριά της Κωνσταντινούπολης όσο και από τη μεριά των Φράγκων. Η Βενετία συγκροτούνταν και αναδυόταν σε πολιτική οντότητα παράλληλα με τις βασιλικού και αυτοκρατορικού τύπου δομές που κυριαρχούσαν στον ευρωπαϊκό και μεσογειακό κόσμο του πρώιμου Μεσαίωνα.

Η σχέση της Βενετίας με την επικυρίαρχή της ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε πολυκύμαντη, διακρινόμενη από αμοιβαιότητα και σύμπτωση συμφερόντων, εντάσεις και επιθετικότητα. Η σχέση τους υπήρξε κομβική για τις αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες που καθόρισαν την πορεία της μεσαιωνικής Βενετίας: οικονομική εδραίωση στο διεθνές περιβάλλον, πολιτική/κρατική συγκρότηση και υπερπόντια επέκταση στον μεσογειακό χώρο.

  Πριν από τον 11ο αιώνα οι Βενετοί δεν είχαν αρχίσει να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο
στη μεταφορά προϊόντων, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου μεταξύ Δύσης και Ανατολής διεξαγόταν ουσιαστικά από τους κατοίκους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

 Η οικονομική δραστηριότητα των Βενετών περιοριζόταν στον χώρο της λιμνοθάλασσας και στη μεταφορά εμπορευμάτων που προέρχονταν από την Ανατολή ή αυτών που παρήγαν οι ίδιοι στη λιμνοθάλασσα προς τη βόρεια Ιταλία, αναπλέοντας στα ποτάμια της. 

Κατά τον 9ο αιώνα, το αλάτι, τα ψάρια και οι σκλάβοι ήταν οι στυλοβάτες του βενετικού εμπορίου.
Από τον 9ο αιώνα η δραστηριότητα των Βενετών επεκτάθηκε πέραν της λιμνοθάλασσας και των ποταμών της βόρειας Ιταλίας προς την Αδριατική και τη Μεσόγειο. Η Βενετία εξακολουθούσε να αποτελεί μέρος του βυζαντινού οικονομικού και εμπορικού συστήματος. Συχνά λειτούργησε προς υπεράσπιση των βυζαντινών συμφερόντων, πολιτικών και εμπορικών.

 Τον 10ο αιώνα ο βενετικός στόλος προασπίστηκε τις βυζαντινές περιοχές στη νότια Ιταλία που δέχονταν επιθέσεις από τους Σαρακηνούς, και για τις υπηρεσίες τους οι Βενετοί ανταμείφθηκαν με το πρώτο τους Χρυσόβουλο το 992, με το οποίο η Κωνσταντινούπολη τους αναγνώριζε
προνομιακή θέση στο εμπόριο της Αυτοκρατορίας με τον ιταλικό χώρο προσφέροντάς τους ευνοϊκότερα τελωνειακά τέλη σε σχέση με όσα κατέβαλλαν έμποροι από άλλες περιοχές του ιταλικού χώρου. 

Στις αρχές του 11ου αιώνα η Βενετία κατάφερε να προβληθεί ως ρυθμιστικός παράγοντας στην Αδριατική θάλασσα, ειδικά αφότου το έτος 1000 ο βενετικός στόλος υπό την ηγεσία του δόγη Pietro Β΄ Orseolo κατατρόπωσε τους πειρατές που, με ορμητήριο τον ποταμό Νερέτβα στις δαλματικές ακτές, απειλούσαν το βενετικό εμπόριο. έλεγχος της Αδριατικής παρέμεινε βασική επιδίωξη των Βενετών κατά τους επόμενους αιώνες, οπότε διεξήγαγαν πλήθος πολέμων για τη διατήρηση ή ανάκτησή του.

Αυτή η σχέση προάσπισης των βυζαντινών συμφερόντων και επακόλουθης απονομής εμπορικών προνομίων συνεχίστηκε και τον 11ο αιώνα, όταν οι Νορμανδοί, αφού εκδίωξαν τους Βυζαντινούς από τη νότια Ιταλία και τη Σικελία με την κατάκτηση του Μπάρι το 1071, επιτέθηκαν και πολιόρκησαν τη στρατηγικής σημασίας βυζαντινή πόλη του Δυρραχίου στις ακτές της Αδριατικής.

Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός απευθύνθηκε για βοήθεια στους Βενετούς, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του δόγη Domenico Selvo και με τη χρήση πρωτόγνωρων πολεμικών τεχνικών, ναυμάχησαν εναντίον των Νορμανδών. 

Για τις υπηρεσίες τους έλαβαν το 1082 ένα ακόμη Χρυσόβουλο, το οποίο διεύρυνε τα εμπορικά προνόμιά τους εξαιρώντας τους από τέλη και φόρους στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ενώ απέκτησαν το δικαίωμα να διατηρούν εμπορικές εγκαταστάσεις στην Κωνσταντινούπολη.

Οι Βενετοί μπορούσαν να εμπορεύονται ελεύθερα σε στρατηγικά λιμάνια στην Αδριατική και τη Μεσόγειο αποκτώντας προβάδισμα έναντι ανταγωνιστών εμπόρων από την Προβηγκία, τη Γένοβα, την Πίζα και την Αμάλφη. Στα τέλη του 11ου αιώνα η σχέση ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Βενετίας δεν ήταν πλέον αυτή του επικυρίαρχου και υποτελούς, αλλά έβαινε περισσότερο προς σχέση σύμμαχων δυνάμεων.
Στα χρόνια του πρώιμου Μεσαίωνα οι πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στη λιμνοθάλασσα απέκτησαν πολιτική και διοικητική συγκρότηση. Όπως είδαμε, τον 7ο αιώνα θεσμοθετήθηκε το αξίωμα του δόγη, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος στρατιωτικού αξιωματούχου της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Βενετία.

Άλλωστε, τα στρατιωτικά καθήκοντα των πρώτων δόγηδων πιστοποιούνται στις επιχειρήσεις του βενετικού στόλου εναντίον των πειρατών της Δαλματίας και των Νορμανδών τον 11ο αιώνα, που έλαβαν χώρα υπό την καθοδήγηση των Pietro Β΄ Orseolo και Domenico Selvo αντίστοιχα. Μέχρι τον 11ο αιώνα η εκλογή στο αξίωμα του δόγη είχε προσλάβει εν μέρει κληρονομικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι το αξίωμα μονοπωλήθηκε από τρεις ισχυρές οικογένειες: τους Partecipazio, τους Candiano οι οποίοι κυριάρχησαν με τέσσερις δόγηδες τον 10ο αιώνα και τους Orseolo με τρεις τον 10ο και τον 11ο αιώνα.

Η ηγεμόνευση του αξιώματος προκάλεσε δυσαρέσκεια που εκφράστηκε με ταραχές και βία. Στα τέλη του 10ου αιώνα το οργισμένο πλήθος επιτέθηκε στον δόγη Pietro Δ΄ Candiano και διαμέλισε τον ίδιο και τον ανήλικο γιο του, ενώ τον 11ο αιώνα ο Otto Orseolo εξορίστηκε όταν επιχείρησε να διορίσει συγγενείς του σε σημαντικά αξιώματα. Μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα οι εξουσία του δόγη είχε περιοριστεί με τη δημιουργία συμβουλευτικών σωμάτων και αξιωμάτων που συνέδραμαν
το έργο του. Το αξίωμα του δόγη είχε αρχίσει να μετασχηματίζεται από ηγεμονικό σε συμβολικό, έκφραση του βενετικού κράτους και της εξουσίας του.

Οι συγκρούσεις γύρω από το αξίωμα και την εξουσία του δόγη αποκαλύπτουν διαδικασίες ως προς τη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής ελίτ της Βενετίας γύρω από ισχυρές οικογένειες-φατρίες και τη διαπάλη τους. Αυτή η πρώιμη συγκρότηση της βενετικής ελίτ αποτυπώνεται στην τοπογραφία και την πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης στο εσωτερικό της λιμνοθάλασσας έως τον 11ο αιώνα.

Ο αστικός ιστός της πόλης διαμορφώθηκε χάρη σε συστηματικά εγγειοβελτιωτικά έργα σε υπάρχουσες νησίδες στεριάς που σταθεροποιούνταν και επεκτείνονταν ή σε νησίδες που κατασκευάζονταν εκ νέου. Σε αυτή την τοπογραφική διαμόρφωση κάθε νησί αντιστοιχούσε σε μια ενορία. Τον 10ο αιώνα υπήρχαν 17 ενορίες, ενώ ως τα τέλη του 11ου αιώνα είχαν δημιουργηθεί περίπου 70 ενορίες-νησιά. Στις ενορίες κυριαρχούσαν εξέχουσες οικογένειες-φατρίες, όπως οι Patrecipazi στο Ριάλτο ή οι Orio και οι Gradenigo στο San Giovanni Elemosinario.

Ουσιαστικά, τα νησιά-ενορίες αποτελούσαν οικογενειακές ιδιοκτησίες, στον πυρήνα των οποίων κατοικούσαν μέλη της οικογένειας και συχνά, κοντά σε αυτά, οι ακόλουθοι και το προσωπικό τους.
Από τα τέλη του 11ου αιώνα η Βενετία ενεπλάκη στα σταυροφορικά κινήματα που οργάνωσε η Καθολική Εκκλησία με τη συμμετοχή φεουδαρχικών ηγεμόνων.

 Αρχικά, οι Βενετοί είδαν με καχυποψία το κάλεσμα για σταυροφορία που απηύθυνε ο πάπας Ουρβανός Β΄ το 1095, καθώς οι πολεμικές αναμετρήσεις καθιστούσαν το
εμπόριο ριψοκίνδυνη δραστηριότητα και υπονόμευαν τις σχέσεις που καλλιεργούσαν οι Βενετοί με μουσουλμάνους ηγεμόνες στις ακτές της Μεσογείου. Ωστόσο, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στον μεσογειακό χώρο με εμπορικές δυνάμεις όπως η Πίζα και η Γένοβα και η ανάγκη να προστατευτούν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα προνόμια που απολάμβαναν σε αυτήν οι Βενετοί έκαμψαν τις επιφυλάξεις τους.

 Στα πρώτα στάδια της Σταυροφορίας οι Βενετοί δεν έδειξαν ενδιαφέρον να εμπλακούν σε συγκρούσεις με μουσουλμανικές δυνάμεις, αλλά περιορίζονταν στην προστασία του Βυζαντίου και κυρίως στην αποτροπή των ανταγωνιστών τους από την απόκτηση εμπορικών πλεονεκτημάτων. 

Ωστόσο, σταδιακά η δράση τους άλλαξε. Στην πρώτη δεκαετία του 12ου αιώνα οι Βενετοί είχαν συμβάλει στην κατάκτηση της Σιδώνας από τους Σταυροφόρους και, σε ανταμοιβή, ο σταυροφόρος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος τούς παραχώρησε εμπορικά προνόμια στο νεοσύστατο σταυροφορικό Βασίλειο της
Ιερουσαλήμ.

Κατά την Α΄ Σταυροφορία η Βενετία κατέστη σημείο αναχώρησης για τους προσκυνητές και τους
πολεμιστές προς τους Αγίους Τόπους. Η συμμετοχή στη Σταυροφορία απέφερε στους Βενετούς ισχυρές εμπορικές βάσεις στην Ανατολή (στη Γιάφα, τη Χάιφα, την Τύρο και αλλού) και σημαντικά κέρδη είτε από εμπορικέςανταλλαγές είτε από ληστρικές επιδρομές στις ισλαμικές επικράτειες της ανατολικής Μεσογείου.

 Κυρίως, όμως, εγκαινίασε τη σημαίνουσα θέση της Βενετίας στην ανατολική Μεσόγειο και την αλλαγή στις σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Χάρη στην ισχύ που απέκτησαν σε εδάφη της ανατολικής Μεσογείου, οι Βενετοί υπονόμευσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η στροφή αυτή της βενετικής πολιτικής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απροθυμία των Βυζαντινών να διατηρήσουν την προνομιακή εμπορική μεταχείριση προς τους Βενετούς, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Αλέξιος Α΄.

Συνάμα οι Βυζαντινοί κατηγορούσαν τους Βενετούς για ληστρικές πρακτικές εναντίον τους. Άλλωστε, το όριο μεταξύ πολεμικών επιχειρήσεων και λεηλασίας ήταν ρευστό. Οι Βενετοί, όπως στο παρελθόν, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν όσους απειλούσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για να διατηρηθεί η ακεραιότητά της εφόσον λάμβαναν εμπορικά προνόμια. Ταυτόχρονα όμως ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν τους ίδιους τους Βυζαντινούς είτε για λάφυρα είτε για να τους αναγκάσουν να ανανεώσουν τα προνόμια της Βενετίας.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η ανάκληση των βενετικών προνομίων από τον
αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό το 1124 και η εύνοια προς την Πίζα. Σε απάντηση, οι Βενετοί κατέλαβαν βυζαντινά εδάφη και ανάγκασαν τους Βυζαντινούς να ανανεώσουν το Χρυσόβουλο. Το 1171 η ένταση κορυφώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός διέταξε τη σύλληψη των Βενετών που βρίσκονταν στα εδάφη του Βυζαντίου, κατέσχεσε την περιουσία τους και κράτησε χιλιάδες Βενετούς ομήρους στην Κωνσταντινούπολη. 

Η αντίδραση των Βενετών υπό τον δόγη Vitale Β΄ Michiel υπήρξε αποτυχημένη. Ο βενετικός στόλος επέστρεψε στην πόλη και ο δόγης, αντιμέτωπος με την οργή οικογενειών που τα μέλη τους βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, δολοφονήθηκε κοντά στο Παλάτι των Δόγηδων. Παρόμοια, το 1182 στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν αντικαθολικές ταραχές που οδήγησαν στη φυλάκιση και στον θάνατο Βενετών οι οποίοι διέμεναν στην πόλη. 

Η εχθρότητα μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου στα τέλη του 12ου αιώνα είχε δημιουργήσει το υπόβαθρο για τη δραματική εξέλιξη της Δ΄ Σταυροφορίας.

ΦΥΣΙΚΆ ΟΙ ΒΕΝΕΤΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤ ΕΠΈΚΤΑΣΗ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΈΧΟΥΝ ΕΞΑΦΑΝΊΣΕΙ ΚΆΘΕ ΊΧΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΉΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΊΑ. ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΉΣΕΙ ΆΡΘΡΟ ΣΧΕΤΙΚΌ ΜΕ ΤΗΝ ΆΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗΣ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΦΌΡΟΥΣ (ΜΕΤΑΞΎ ΑΥΤΏΝ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΏΝ)

Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...