Ο καημός, του Αντωνίου Τσέχωφ. Διήγημα

Σε ποιον να πω τον καημό μου; Σούρουπο.

Το πυκνό νερόχιονο νωθρά κάνει κύκλους γύρω από τα φανάρια, που μόλις έχουν ανάψει, σχηματίζοντας ένα λεπτό, απαλό στρώμα στις στέγες, στα καπούλια των αλόγων, στα καπέλα των περαστικών. Ο αμαξάς Ιωνάς Ποτάποφ έχει γίνει κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να καμπουριάσει ένα ζωντανό σώμα, και κάθεται στο κάθισμά του χωρίς να κουνιέται. Κι ολόκληρη χιονοστιβάδα να έπεφτε απάνω του, ούτε και τότε δε θα ‘βρισκε τη δύναμη που χρειάζεται για να τινάξει από πάνω του το χιόνι…Το αλογάκι του είναι κι αυτό κάτασπρο και στέκεται ακίνητο. Έτσι όπως στέκει ακίνητο, με το άχαρο σχήμα του και τα ίσια σαν μπαστούνια πόδια του, μοιάζει με φτηνό ζαχαρένιο αλογάκι. Όπως φαίνεται, είναι βυθισμένο σε σκέψεις. Το απέσπασαν από τ’ αλέτρι, από τις συνηθισμένες γκρίζες εικόνες, και το έριξαν εδώ, σ’ αυτή τη δίνη τη γεμάτη από εκτυφλωτικά φώτα, ακατάπαυστο θόρυβο και ανθρώπους που τρέχουν. Ο Ιωνάς και το αλογάκι του έχουν πολλή ώρα να κουνηθούν από τη θέση τους. Βγήκαν από την αυλή πριν ακόμα ξημερώσει και το πρώτο αγώγι ακόμα δε φαίνεται πουθενά. Αλλά να, στην πόλη πέφτει η βραδινή καταχνιά. Το χλομό φως των φαναριών γίνεται πιο έντονο κι όλο δυναμώνει η φασαρία του δρόμου.



— Αμαξά, για τη συνοικία Βιμπόργκσκαγια! ακούει ο Ιωνάς. Αμαξά!

Ο Ιωνάς τινάζεται και πίσω από τις βλεφαρίδες, τις σκεπασμένες με χιόνι, διακρίνει έναν αξιωματικό με χλαίνη και κουκούλα.

— Στη Βιμπόργκσκαγια! ξαναφωνάζει ο στρατιωτικός. Κοιμάσαι, τι κάνεις λοιπόν; Στη Βιμπόργκσκαγια! Σε απάντηση, ο Ιωνάς τραβάει τα χαλινάρια, έτσι που από τα καπούλια του αλόγου και από τους ώμους του πέφτουν στρώματα από χιόνι… Ο αξιωματικός κάθεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς κροταλίζει με τα χείλη, τεντώνει μπροστά σαν κύκνος το λαιμό, ανασηκώνεται περισσότερο από συνήθεια παρά από ανάγκη και χτυπάει με το καμουτσίκι στον αέρα. Το αλογάκι τεντώνει κι αυτό το λαιμό, στραβώνει τα πόδια του, που μοιάζουν με μπαστούνια, και ξεκινάει διστακτικά…

— Πού πας να χωθείς, διάβολε! ακούγονται διάφορες φωνές από τη σκούρα μάζα των περαστικών, που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. Πού στο διάβολο πας; Κράτα. δεξιά!

— Εσύ ούτε να οδηγήσεις δεν ξέρεις! Κράτα δεξιά! θυμώνει ο αξιωματικός. Ο αμαξάς βρίζει, ένας περαστικός τον κοιτάζει με άγριες διαθέσεις, ενώ τινάζει από το μανίκι το χιόνι που έπεσε επάνω του όταν, διασχίζοντας το δρόμο, ακούμπησε με τον ώμο του τη μούρη του αλόγου. Ο Ιωνάς στριφογυρίζει στο κάθισμα της άμαξας σαν να κάθεται σε καρφιά, χτυπάει τους αγκώνες του στα πλευρά του και κοιτάζει σαν ηλίθιος, σαν να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται και για ποιο λόγο είναι εκεί.

— Τι παλιάνθρωποι που είναι όλοι! κοροϊδεύει ο αξιωματικός. Προσπαθούν να πέσουν επάνω σου ή πάνω στη μούρη του αλόγου. Είναι συνεννοημένοι. Ο Ιωνάς κοιτάζει πίσω τον επιβάτη και κουνάει τα χείλη… Θέλει, όπως φαίνεται, να πει κάτι, αλλά από το λάρυγγα δε βγαίνει τίποτα, εκτός από ένα βραχνό ήχο.

— Τι; ρωτάει ο αξιωματικός. Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα προσπαθώντας να χαμογελάσει, σφίγγεται για ν’ ανοίξει ο λαιμός του και να μιλήσει, αλλά και πάλι μόνο βραχνιασμένα καταφέρνει να πει:

— Ξέρετε, αφέντη, να…πέθανε ο γιος μου αυτή τη βδομάδα.

— Χμ!… Και από τι πέθανε;

Γυρίζει με όλο του το σώμα προς τον επιβάτη και λέει:

— Και ποιος το ξέρει! Φαίνεται από θέρμες… Τρεις μέρες ήταν στο νοσοκομείο, και πέθανε… Θέλημα Θεού.

— Στρίψε, διάβολε! ακούγεται μια φωνή στο σκοτάδι. Έπεσες πάνω μου, τι κάνεις λοιπόν, γέρικο μαντρόσκυλο; Άνοιξε τα στραβά σου!

— Προχώρα, προχώρα…, λέει ο επιβάτης. Έτσι όπως πάμε, ούτε αύριο δε θα φτάσουμε. Βιάσου, λοιπόν! Ο αμαξάς τεντώνει πάλι το λαιμό, ανασηκώνεται και με χαριτωμένη αλλά επιδέξια κίνηση χτυπά με το μαστίγιο το άλογο. Ύστερα κοιτάζει κάμποσες φορές πίσω τον επιβάτη, όμως αυτός έχει κλείσει τα μάτια και, όπως φαίνεται, δεν έχει διάθεση ν’ ακούσει. Αφού τον πήγε στη Βιμπόργκσκαγια, σταματάει κοντά σε μια ταβέρνα, καμπουριάζει στο κάθισμα και μένει έτσι εκεί χωρίς να σαλεύει… Το νερόχιονο πάλι τον χρωματίζει άσπρο, αυτόν και το αλογάκι. Περνάει μια ώρα, άλλη μια… Τρεις νεαροί περπατούν στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας τις γαλότσες τους, και καβγαδίζουν. Οι δύο είναι ψηλοί κι αδύνατοι, ο τρίτος κοντός και καμπούρης.

— Αμαξά, στη γέφυρα της αστυνομίας! φωνάζει με τρεμουλιαστή φωνή ο καμπούρης. Είμαστε τρεις, θα μας πας με είκοσι καπίκια! Ο Ιωνάς τραβάει τα γκέμια και πλαταγίζει τα χείλη του… Είκοσι καπίκια δεν είναι καλή τιμή για το αγώγι, αλλά εκείνον πια δεν τον νοιάζει η τιμή… Τι ένα ρούβλι, τι πέντε καπίκια — τώρα πια του είναι αδιάφορο, φτάνει μόνο να έχει αγώγι… Οι νεαροί, σπρώχνοντας και βρίζοντας, ζυγώνουν στο έλκηθρο και κάθονται και οι τρεις μαζί στο κάθισμα. Αρχίζουν να μαλώνουν: ποιοι θα καθίσουν και ποιος θα στέκεται όρθιος; Μετά από πολύωρο καβγά, καπρίτσια και κατηγόριες, καταλήγουν στο ότι πρέπει να στέκεται όρθιος ο καμπούρης, σαν πιο κοντός.

— Λοιπόν, ξεκίνα! στριγκλίζει ο καμπούρης, όρθιος, ανασαίνοντας στο σβέρκο του Ιωνά. Χτύπα! Φοράς, βλέπω, και καπέλο, αδερφάκι! Χειρότερο σ’ ολόκληρη την Πετρούπολη δε θα βρεις…

— Χι, χι… χι, χι, χαχανίζει ο Ιωνάς. Ό, τι έχει ο καθένας φοράει…

— Λοιπόν, εκείνο που έχεις… Άντε, πιο γρήγορα! Έτσι θα πηγαίνεις σ’ όλο το δρόμο; Ναι; Θέλεις να σου δώσω καμιά;

— Το κεφάλι μου πάει να σπάσει…, λέει ο ένας από τους ψηλούς. Χθες στους Ντουκμάσοφ οι δυο μας με το Βάσκα ήπιαμε τέσσερις μποτίλιες κονιάκ.

— Δεν καταλαβαίνω γιατί λες ψέματα! θυμώνει ο άλλος ψηλός. Όλο ψευτιές λες.

— Να με τιμωρήσει ο Θεός αν λέω ψέματα, αλήθεια λέω…

— Αυτό λοιπόν είναι τόσο αληθινό όσο το ότι η ψείρα βήχει.

— Χι, χι! ψευτογελάει ειρωνικά ο Ιωνάς. Κεφάτοι οι κύριοι!

— Φτου, να σε πάρει ο διάβολος!…, θυμώνει ο καμπούρης. Θα τρέξεις πιο γρήγορα, παλιόγερε, ή όχι; Έτσι θα πάμε; Χτύπα το λίγο με το καμουτσίκι! Εμπρός, πού να πάρει ο διάβολος! Πιο δυνατά χτύπα το!

Ο Ιωνάς νιώθει πίσω απ’ την πλάτη του τον καμπούρη να στριφογυρίζει και τον ακούει να βρίζει με τρεμουλιαστή φωνή, βλέπει τους ανθρώπους στο δρόμο, και το αίσθημα της μοναξιάς αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται πιο ελαφρύ. Ο καμπούρης βρίζει, μέχρι που πνίγεται από το επιτηδευμένο ατελείωτο βρισίδι και τον πιάνει βήχας. Οι δύο ψηλοί αρχίζουν να μιλάνε για κάποια Ναντιέζντα Πετρόβνα. Ο Ιωνάς τους κοιτάζει. Ύστερα από μια μικρή παύση, τους κοιτάζει ακόμα μια φορά και μουρμουρίζει:

— Αυτή τη βδομάδα… να, δηλαδή… πέθανε ο γιος μου!

— Όλοι θα πεθάνουμε…, αναστενάζει ο καμπούρης, σκουπίζοντας τα χείλη ύστερα από το βήχα. Λοιπόν, τρέξε, τρέξε! Κύριοι, εγώ δεν μπορώ άλλο να πηγαίνω έτσι. Πότε, επιτέλους, θα μας πάει τούτος στον προορισμό μας;

— Τσίγκλισέ το λίγο κι εσύ πιο δυνατά, ξέρεις… στο σβέρκο!

— Παλιόγερε, τ’ ακούς; Λοιπόν, θα σε τρυπήσω στο σβέρκο!… Με τον αδερφό σου να κάνεις τσιριμόνιες, έτσι και με τα πόδια πηγαίναμε!… Ακούς, παλιόμουτρο; Ή αψηφάς τα λόγια μας; Και ο Ιωνάς περισσότερο άκουσε, παρά ένιωσε, το χτύπο της καρπαζιάς στο σβέρκο!

— Χι, χι…, γελάει. Τι διασκεδαστικοί κύριοι… Ο Θεός να σας δίνει χρόνια!

— Αμαξά, είσαι παντρεμένος; ρωτάει ο ένας ψηλός. — Εγώ, ναι! Χι, χι… Τι διασκεδαστικοί κύριοι! Τώρα έχω γυναίκα… τη μαύρη γη. Χι, χο, χο… Ένα μνήμα υπάρχει! Πέθανε ο γιος μου κι εγώ είμαι ζωντανός… Παράξενη υπόθεση, ο θάνατος έκανε λάθος στην πόρτα… Αντί να ‘ρθει σε μένα, πήγε στο γιο… Και ο Ιωνάς στρέφεται για να διηγηθεί με ποιον τρόπο πέθανε ο γιος του, αλλά εκείνη τη στιγμή ο καμπούρης αναστενάζει ελαφρά και δηλώνει ότι, δόξα τω Θεώ, επιτέλους έφτασαν. Αφού πήρε τα είκοσι καπίκια, ο Ιωνάς για κάμποση ώρα κοιτάζει τους γλεντζέδες, που χάνονται πίσω από μια σκοτεινή είσοδο. Είναι πάλι μονάχος και ξαναγίνεται ησυχία… Ο καημός, που είχε για λίγο μετριαστεί, ξανάρχεται πάλι και του πιέζει το στήθος με μεγαλύτερη δύναμη.

Τα μάτια του Ιωνά με ανησυχία ψάχνουν βασανιστικά ανάμεσα στο πλήθος που πηγαινοέρχεται στις δυο πλευρές του δρόμου. Δε θα βρεθεί, λοιπόν, μέσα σ’ αυτές τις χιλιάδες τους ανθρώπους έστω και ένας που να θέλει να τον ακούσει με προσοχή; Αλλά οι άνθρωποι τρέχουν, χωρίς να προσέχουν ούτε αυτόν ούτε τον πόνο του… Ο πόνος του είναι πολύ μεγάλος, δεν έχει όρια. Αν έσπαζε το στήθος του Ιωνά και ξεχυνόταν από μέσα του ο πόνος, του φαίνεται ότι θα πλημμύριζε όλο τον κόσμο. Όμως κανένας δεν τον βλέπει. Έχει χωθεί μέσα σ’ ένα τόσο μικροσκοπικό κέλυφος, που δεν μπορείς να το δεις ούτε στο φως της ημέρας. Ο Ιωνάς βλέπει έναν πορτιέρη που κουβαλά ένα σακί και αποφασίζει να πιάσει κουβέντα μαζί του.

— Φίλε, τι ώρα είναι τώρα; ρωτάει.

— Δέκα… Γιατί σταμάτησες εδώ; Πήγαινε παραπέρα! Ο Ιωνάς πηγαίνει μερικά βήματα πιο πέρα, σκύβει όσο γίνεται περισσότερο και παραδίνεται στον καημό του… Το θεωρεί πια ανώφελο να μιλήσει στους ανθρώπους. Αλλά δεν περνούν ούτε πέντε λεπτά και τεντώνεται, τινάζει το κεφάλι, σαν να ‘νιωσε δυνατό πόνο, και τραβάει τα γκέμια…. Δεν αντέχει άλλο. «Πίσω στην αυλή», σκέφτεται. «Στην αυλή!» Κι η φοραδίτσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, άρχισε να τρέχει τροκ …

Μετά από μιάμιση ώρα ο Ιωνάς κάθεται σ’ ένα μεγάλο βρόμικο πατάρι, πάνω από τη σόμπα. Το πάτωμα και οι πάγκοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που ροχαλίζουν. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, τούφες καπνού ανεβαίνουν προς το ταβάνι. Ο Ιωνάς κοιτάζει τους κοιμισμένους, ξύνεται και λυπάται που γύρισε τόσο νωρίς… «Ούτε για βρόμη δεν κάνουν αυτά που κονόμησα», σκέφτεται. «Απ’ αυτό είναι ο καημός. Ο άνθρωπος που ξέρει τη δουλειά του… που είναι και ο ίδιος χορτάτος και το άλογο χορτάτο, είναι πάντα ήσυχος…».

Από μια γωνιά σηκώνεται ένας νεαρός αμαξάς, κάτι μουρμουρίζει νυσταγμένα και κατευθύνεται προς τον κάδο με το νερό.

— Διψάς; ρωτάει ο Ιωνάς.

— Έτσι φαίνεται!

— Έτσι… Στην υγειά σου… Είχα κι εγώ ένα γιο, φίλε, και πέθανε… Το άκουσες πουθενά; Αυτή τη βδομάδα, στο νοσοκομείο… Είναι μεγάλη ιστορία! Ο Ιωνάς κοιτάζει τι εντύπωση έκαναν τα λόγια του, αλλά δε βλέπει τίποτα. Ο νεαρός σκεπάζεται ως το κεφάλι και ξανακοιμάται. Ο γέρος αναστενάζει και ξύνεται… Όπως ο νεαρός διψούσε για νερό, έτσι κι αυτός διψάει για κουβέντα. Σε λίγο θα συμπληρωθεί μια βδομάδα από τότε που πέθανε ο γιος του, κι αυτός δεν μπόρεσε να μιλήσει με κανέναν… Αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει καθαρά, να τα πει όλα όπως έγιναν… Πρέπει να διηγηθεί πώς αρρώστησε ο γιος του, πώς βασανίστηκε, τι έλεγε πριν πεθάνει, πώς πέθανε… Πρέπει να πει πώς έγινε η κηδεία και πώς πήγε στο νοσοκομείο για να πάρει τα ρούχα του συχωρεμένου. Στο χωριό έμεινε η κορούλα του Ανίσια… Και γι’ αυτήν πρέπει να μιλήσει… Είναι, λοιπόν, λίγα αυτά που έχει να πει; Όποιος τον ακούσει πρέπει έπειτα να βογκάει, ν’ αναστενάζει, να κλαίει… Ακόμα και με γυναίκες να μιλούσε, θα ήταν καλύτερα. Αυτές, αν και είναι λιγόμυαλες, όμως κλαίνε γοερά απ’ τις πρώτες λέξεις. «Ας πάω να δω το άλογο», σκέφτεται ο Ιωνάς. «Να κοιμηθείς πάντα προφταίνεις… Σίγουρα θα χορτάσω ύπνο.»

Ντύνεται και πηγαίνει στο στάβλο, όπου βρίσκεται το άλογο του. Σκέφτεται τη βρόμη, το σανό, τον καιρό… Για το γιο, όταν είναι μόνος, δεν μπορεί να σκέφτεται… Να μιλήσει με κάποιον γι’ αυτόν μπορεί, αλλά ο ίδιος να τον σκέφτεται και να φέρνει στο μυαλό την εικόνα του, του είναι αβάσταχτο…

— Μασάς; ρωτάει ο Ιωνάς το άλογό του, βλέποντας τα γυαλιστερά του μάτια. Λοιπόν, μάσα, μάσα… Αφού δε βγάλαμε λεφτά ν’ αγοράσουμε βρόμη, θα φάμε σανό… Ναι… Γέρασα πια για να κάνω κούρσες με την άμαξα… Ο γιος μου έπρεπε να τις κάνει, και όχι εγώ… Ήταν πραγματικός αμαξάς… Να ζούσε μόνο…

Ο Ιωνάς σωπαίνει για κάμποσο κι έπειτα συνεχίζει:

— Έτσι, λοιπόν, αδερφούλα, φοραδίτσα… Δεν υπάρχει πια ο Κοσμάς Ιόνιτς… Μας άφησε χρόνους… Πέθανε άδικα… Τώρα, ας πούμε ότι έχεις ένα πουλαράκι, κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα… και ξαφνικά, ας πούμε, αυτό το μοναδικό πουλαράκι μας αφήνει χρόνους… Δε θα ήταν πραγματικά λυπηρό; Η φοραδίτσα μασάει, ακούει και ανασαίνει μέσα στα χέρια του αφεντικού της. Ο Ιωνάς συναρπάζεται και της τα διηγείται όλα…

Σημειώσεις του μεταφραστή

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Πετρούπολης, No 26, 27 Ιανουαρίου 1886, στη στήλη «Ιπτάμενες σημειώσεις», με υπογραφή: Α. Τσεχοντέ. Με μικρές αλλαγές, το διήγημα μπήκε στη συλλογή του Τσέχοφ Ποικίλα Διηγήματα, Συλλογή, 1886. Μετά από κάποιες διορθώσεις συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη έκδοση αυτής της συλλογής (1891) και ξαναδημοσιεύτηκε στις επόμενες δώδεκα επανεκδόσεις (1892-1899). Δημοσιεύτηκε επίσης στη συλλογή Αναλαμπές, Μόσχα 1895. Με νέες διορθώσεις συμπεριλήφθηκε από το συγγραφέα στον τρίτο τόμο των Απάντων του. Ο αδερφός του συγγραφέα Αλ. Π. Τσέχοφ του έγραφε, στις 4 Απριλίου 1892: «…Έρχονται στη μνήμη μου τα λόγια του διηγήματός σου, εκεί που ο Ιωνάς λέει στη φοράδα: “Τώρα, ας πούμε ότι είχες ένα πουλαράκι και ξαφνικά πέθανε, κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα… Δεν είναι πραγματικά λυπηρό;…” Εγώ βέβαια το παραμορφώνω, όμως σ’ αυτό το μέρος του διηγήματός σου είσαι αθάνατος». (Γράμμα στον Α. Π. Τσέχοφ του αδερφού του Αλέξανδρου Τσέχοφ, Μόσχα 1939, σελ. 258).

Ο Λ. Ν. Τολστόι συμπεριέλαβε τον «Καημό» στον κατάλογο των καλύτερων διηγημάτων του Τσέχοφ.

  1. Τροκ, τροχασμός αλόγου, τρέξιμο με γρήγορα μικρά πηδήματα. (Σημ. Μετ.)
  • Να τι έγραφε ο γιος του Τολστόι Ι. Λ. Τολστόι στον Τσέχοφ, στις 25 Μαΐου 1903: «Σπεύδω να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου σχετικά με τα διηγήματα που είχε σημειώσει ο πατέρας μου. Φαίνεται ότι αυτά, εκτός του ότι είναι υποσημειωμένα, είναι και χωρισμένα σε δυο είδη: το πρώτο και το δεύτερο είδος: Πρώτο Είδος: 1) Το παιδομάνι, 2) Η γυναίκα μέλος χορωδίας, 3) Δράμα, 4) Στο σπίτι, 5) Καημός, 6) Ο δραπέτης, 7) Στο δικαστήριο, 8) Η Βάνικα, 9) Οι κυρίες, 10) Ο εγκληματίας, 11) Τα αγοράκια, 12) Το σκοτάδι, 13) Νυστάζω, 14) Η σύζυγος, 15) Η Ψυχούλα. Δεύτερο Είδος: 1) Η παρανομία, 2) Η λύπη, 3) Η μάγισσα, 4) Η Βέροτσκα, 5) Στην ξενιτιά, 6) Η μαγείρισσα παντρεύεται, 7) Ανιαρή ιστορία, 8) Αναστάτωση, 9) Λοιπόν, το ακροατήριο, 10) Η μάσκα, 11) Η γυναικεία ευτυχία, 12) Τα νεύρα, 13) Ο 9 γάμος, 14) Ανυπεράσπιστο πλάσμα, 15) Οι γυναίκες του χωριού. Δεν μπορώ να σας πω αν τα διάλεξε ο πατέρας μου αυτά τα διηγήματα από το σύνολο ή αν είναι μόνον αυτά που απλά θυμήθηκε σαν ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να μάθω τη γνώμη σας για την εκλογή του». (Από τις κρίσεις και τα σχόλια στο διήγημα «Η μάσκα», Β’ τόμος των Απάντων, σελ. 577.) (Σημ. Μετ.)

Πλοκή

Ο Ιωνάς Ποταπόφ, ένας φτωχός και ηλικιωμένος αμαξάς μόλις έχασε το γιο του. Στις κούρσες του συναντά ανθρώπους και προσπαθεί να τους μιλήσει για το θλιβερό γεγονός του θανάτου του γιου του. Όμως, κανένας δεν θέλει να ακούσει την ιστορία του και έτσι στον καημό του προστίθεται και η αδιαφορία του κόσμου. Στο τέλος, βρίσκει παρηγοριά στη φοράδα που σέρνει το άλογό του αφού είναι η μόνη που του δείχνει συμπόνια και ακούει την ιστορία του.

Θέμα

Ο Τσέχωφ μέσα από το διήγημα του προβάλλει ένα από τα προβλήματα της κοινωνίας της εποχής του, την περιφρόνηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο πέλαγος της αδιαφορίας και της σκληρότητας των ανθρώπων. Περιγράφει τον αφόρητο πόνο που νιώθει ο ήρωας αλλά και πως αυτός ο πόνος είναι αθέατος από τους ανθρώπους που συναντά καθημερινά. Αν και κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Ιωνάς, ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στην συμπεριφορά των επιβατών της άμαξας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ευχαριστημένοι με τις δικές τους ζωές και νιώθουν ότι είναι ανώτεροι από αυτόν. Για αυτό το λόγο αδιαφορούν για τα προβλήματα του θεωρώντας τα ασήμαντα, όπως και τον ίδιο. Βλέπουν τη θλίψη του αμαξά και όχι μόνο δεν είναι πρόθυμοι να τον ακούσουν αλλά τον κοροϊδεύουν, θυμώνουν μαζί του και βρίζουν την αδεξιότητα του. Η διαφορά που έχουν λόγω της κοινωνικής τους θέσης τους εμποδίζει να ταυτιστούν μαζί του και να καταλάβουν τον πόνο του. Ο Τσέχωφ καταγόταν από μια φτωχή οικογένεια. Μπήκε στη βιοπάλη από παιδί και αντιμετώπισε την εκμετάλλευση, την αδικία και την ταπείνωση. Έχει ζήσει ο ίδιος την αδιαφορία των ανθρώπων και περιγράφει όλες τις μορφές της, από τη χειρότερη έως την λιγότερο επώδυνη. Η χειρότερη είναι αυτή του καμπούρη, που θεωρεί τον θάνατο του γιου ως ένα ασήμαντο γεγονός αφού όλοι πεθαίνουν κάποια στιγμή και δίνει μια καρπαζιά στον Ιωνά. Η καλύτερη ανταπόκριση που λαμβάνει είναι ένα ψεύτικο ενδιαφέρον που χάνεται μετά από λίγο. Σε όλες τις περιπτώσεις, το συμπέρασμα είναι πως η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων ήταν αδύνατον να υπάρξει στη ρωσική κοινωνία της εποχής του Τσέχωφ λόγω των κοινωνικών διαφορών που υπήρχαν, και δυστυχώς συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα σε όλες τις κοινωνίες.

Α. Π. Τσέχωφ

Πηγή: Cut is Art

Ο Δημοφιλος ο Θεσπιεύς.

 Ο Δημόφιλος ο Θεσπιεύς ήταν Έλληνας στρατιωτικός ηγέτης της Μάχης των Θερμοπυλών ο οποίος σκοτώθηκε μαζί με τον Λεωνίδα.



 Ήταν γιος του Διαδρόμου, και εμεινε γνωστός ως διοικητής των 700 Θεσπιέων που έμειναν στο πλευρό των 300 Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες, το 480 π.Χ., όταν τους κύκλωσαν οι Πέρσες. 


 Ο Ηρόδοτος αναφέρει την απόφαση των Θεσπιέων πολεμιστών να μείνουν εθελοντικά και να πεθάνουν στις Θερμοπύλες μαζί με τη βασιλιά Λεωνίδα και τους άντρες του (Η, 222).


 Ο λόγος που ο βασιλιάς Λεωνίδας κράτησε τους Θηβαίους μαζί του ηταν γιατί είχαν «μηδίσει», είχαν  δηλώσει υποταγή δηλαδή στον Ξέρξη.

Φοβόταν ότι εάν τους αφήσουν να φύγουν μπορεί να τους επιτεθούν μαζί με τους Πέρσες. 


 Αντίθετα τους Θεσπιείς τους κράτησε μαζί του γιατί είχαν διακριθεί τις δύο προηγούμενες μέρες στη μάχη, αλλά και γιατί όπως οι Λακεδαιμόνιοι έτσι και αυτοί κατάγονταν από τον ημίθεο Ηρακλή, σύμφωνα με τις δοξασίες τους.


Ο Δημόφιλος και οι 700 άνδρες Θεσπιεις του πολέμησαν στη μάχη των Θερμοπυλών  μαζί με τους 300 Σπαρτιάτες του Λεωνιδα με αυταπάρνηση θυσιαζόμενοι ολοι για μια ελεύθερη πατρώα γη.

 Για την παραμονή των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες μαζί με τους Σπαρτιάτες έγραψε και ο αρχαίος Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας.


Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, ο περσικός στρατός έκαψε την πόλη των Θεσπιών ενώ οι πολίτες της είχαν ήδη καταφύγει στην Πελοπόννησο.  

Αργότερα, οι Θεσπιείς πολέμησαν εναντίον του περσικού στρατού και στη Μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.).


 Στις Θερμοπύλες υπάρχει μνημείο του Δημόφιλου ,  δίπλα στο μνημείο του Λεωνίδα, στη μνήμη του και των ανδρών του.  

Μνημείο του Δημόφιλου υπάρχει και στις σύγχρονες Θεσπιές.


 Μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών οι Έλληνες τοποθέτησαν επιγράμματα για τους νεκρούς κάθε πόλη.  Για τους Θεσπιείς το επίγραμμα έγραφε: "Άνδρες τοι ποτ' έναιον υπό κροτάφοις Ελικώνος, λήματα των αυχεί Θεσπιάς ευρύχωρος."  Δηλαδή: «Αυτοί οι άνδρες κατοικούσαν στους πρόποδες των Ελικώνα, για το θάρρος του περηφανεύεται ο πλατύς κάμπος των Θεσπιών».

Ο τάφος με τον θρόνο της Ευρυδίκηςπερ. 340 π.Χ., στις Αιγές Βεργίνα.

Λίγο ανατολικότερα από τον "τάφο του Ρωμαίου" βρίσκεται ο ιδιόμορφος μακεδονικός "τάφος της Ευρυδίκης", μητέρας του Φιλίππου της Μακεδονίας. 



 Είναι διθάλαμο καμαροσκέπαστο κτίσμα, του οποίου η πρόσοψη δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί. 

Μοναδικό εύρημα αποτελεί ο μαρμάρινος θρόνος με τον πλούσιο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο όπου ξεχωρίζει στο ερεισίνωτό του η επιβλητική παράσταση τεθρίππου με τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη.

Ο πλούτος του συλημένου στην αρχαιότητα τάφου, προδίδει βασιλική ταφή που βάσει των χρονολογικών δεδομένων αποδίδεται στη μητέρα του Φιλίππου Ευρυδίκη, της οποίας ενεπίγραφα αναθήματα έχουν βρεθεί στο ιερό της Εύκλειας στις Αιγές.


Επίσης ως πρόσθετα (διαμορφώνουν τη στενή πλευρά του θαλάμου, τέσσερις ιωνικοί ημικίονες στηρίζουν ιωνικό τριταινιωτό επιστύλιο και διακοσμημένη ζωφόρο με λευκά ανθέμια.

Η ανάδειξη του Φιλίππου στο μακεδονικό θρόνο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 

 Την άνοιξη του 359 π.Χ. ο βασιλιάς Περδίκκας, αδελφός του Φιλίππου, θανατώνεται σε μια μάχη με τους Ιλλυριούς στα βορειοδυτικά της Μακεδονίας. Επικεφαλής των Ιλλιριών ήταν ο ικανότατος Βαρδύλλης. Οι Ιλλιριοί έχουν εισβάλει στη δυτική Μακεδονία και ο Περδίκκας έχει μαζέψει ότι βρει για να τους ανασχέσει. Ο μακεδόνας μονάρχης χάνεται τελικά μαζί με 4000 στρατιώτες.

 




  Οι Μακεδόνες μετά το θάνατο του Περδίκκα πανικόβλητοι καταλαμβάνονται από φοβία προς τους Ιλλιριούς και ανησυχούν μήπως το βαρβαρικό φύλλο εκστρατεύσει στα ενδότερα της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος ήταν επίτροπος εκείνη την εποχή του γιου του αδερφού του Περδίκκα, Αμύντα του Τέταρτου. Ο θάνατος του Περδίκκα του Τρίτου θα αλλάξει την ιστορία, τίποτα από τα μετέπειτα δε θα συνέβαινε εάν ενδεχομένως ο λαοφιλής Περδίκκας εξακολουθούσε να ζει. Η Μακεδονία θα παρέμενε κλειστή στον εαυτό της και ο Φίλιππος διοικητής μιας μικρής επαρχίας του βασιλείου.

 

 

Το game of throne ξεκινά

 

  Ο Περδίκκας Γ, που ήταν ο δεύτερος αδελφός του Φιλίππου, χάθηκε, όπως είπαμε, στον αγώνα εναντίων των Ιλιρριών. Είχε προηγηθεί η ανάδειξη του Αλεξάνδρου του Δεύτερου, του μεγαλύτερου αδελφού του Φιλίππου στο θρόνο το 370 π.Χ., μετά το θάνατο του πατέρα τους Αμύντα Γ΄. Τον Αλέξανδρο προωθούσαν ως βασιλιά οι Χαλκιδικιώτεςς, και επιβλήθηκε τελικά στο θρόνο με τη βοήθεια του Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη. Δύο χρόνια αργότερα όμως (το 368 π.Χ.), ο Αλέξανδρος Β΄ δολοφονήθηκε από τον κουνιάδο του τον Πτολεμαίο του Άλορου (τον συναντήσαμε στο άρθρο της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς αυτός ήταν εκείνος που ενήργεισε ώστε να παραδοθεί ο Φίλιππος όμηρος στους Ιλιρριούς.) Λίγο μετά ο μεγαλύτερος γιος (από τους τρεις του Αμύντα), ο Περδίκκας, δολοφόνησε τον Πτολεμαίο παίρνοντας έτσι εκδίκηση για το φόνο του Αλέξανδρου.

 

 

Η ανάδειξη στο θρόνο

 

  Ο Φίλιππος είχε την επιτροπεία του ανήλικου γιού του Περδίκκα, γεγονός το οποίο γέμιζε με συγκίνηση τις ψυχές των Μακεδόνων. Εκμεταλλευόμενος αυτό το γεγονός καθώς και τη νομιμότητα του πρόσωπο του ως προς τη διαδοχή ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τη συνέλευση των στρατιωτών. Διάφορες ισχυρές ομάδες διεκδικούσαν το θρόνο της Μακεδονίας. Οι ομάδες αυτές στοιχίζονταν πίσω από τρεις υποψήφιους:

1)      Τον Άργειο, τον οποίο ήθελαν οι Αθηναίοι να υποκαταστήσουν στο θρόνο. Ο αθηναϊκός στόλος κατέπλευσε στη Μεθώνη με 3.000 στρατιώτες και με αξιόλογη ναυτική δύναμη. Μάλιστα ο Άργειος αποβιβάστηκε στην ακτή με ένα μικρό αθηναϊκό απόσπασμα. Οι Αθηναίοι σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να αναλάβει την εξουσία ο Φίλιππος. Είχαν διαβλέψει το τάλαντο του νεαρού τότε Φιλίππου και ήταν διατεθειμένοι ακόμη και να επέμβουν στρατιωτικά ώστε να αποτρέψουν την άνοδό του στο θρόνο

2)      Τον Παυσανία, τον οποίον στήριζαν οι Θράκες.

3)      Τον ετεροθαλή αδελφό του Αρχέλαο.

 


 

Ας δούμε όμως ποια ακριβώς ήταν η κατάσταση που παρέλαβε:

1)      Στα βόρεια σύνορα οι Παίονες περιφρονούσαν τελείως τους Μακεδόνες, καθώς κάθε λίγο συγκεντρώνονταν για λεηλασίες σε μακεδονικούς οικισμούς.

2)      Στα ανατολικά  η Μακεδονία συνόρευε με το Κοινό των πόλεων της Χαλκιδικής που εχθρεύονταν τους Μακεδόνες. Ανατολικά επίσης υφίστατο και η Αμφίπολη, η γνωστή αποικία των Αθηναίων που είχε ιδρυθεί το 437-6 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι αναζητούσαν πηγές μετάλλων και πρώτων υλών. Στην κοιλάδα του Στρυμόνα (πέρα από την ανατολική όχθη), τέλος, κατοικούσαν βαρβαρικά θρακικά φύλα που εποφθαλμιούσαν τα μακεδονικά εδάφη, προωθούσαν μάλιστα τον Παυσανία για βασιλιά.

3)      Νότια καιροφυλακτούσε το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο μπορούσε να επέμβει ανά πάσα στιγμή και να αναδείξει τον Άργειο βασιλιά.

4)      Δυτικά, τέλος, απειλούσαν οι Ιλλυριοί που είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους την Λυγκιστίδα και είχαν εισέλθει στην Πελαγονία, αποτελώντας έτσι τον αμεσότερο και σοβαρότερο κίνδυνο για τους Μακεδόνες. Γενικά οι Μακεδόνες στα δυτικά έδιναν τον υπέρτατο αγώνα εναντίων των Ιλλιριών.

 

 Το μέλλον του Φιλίππου φάνταζε εφιαλτικό. Από βορρά λεηλατούσαν οι Παίονες (λαός που κατοικούσε βόρεια της Μακεδονίας, λίγο πιο πάνω από τα όρια της σημερινής συνοριακής Ελλάδας-Σκοπίων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας συνέπιπτε σχεδόν με τα σημερινά όρια της ελληνικής Μακεδονίας, καθώς βορειότερα κατοικούσαν μη Μακεδόνες), από δυτικά απειλούσαν οι Ιλυριοί, από νότο οι Αθηναίοι και από ανατολικά οι Θράκες οι Χαλκιδείς και επίσης οι Αθηναίοι. Μπορούσε δηλαδή να γίνει εισβολή και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ το διαθέσιμο στράτευμα ήταν ελάχιστο.

 

 

Η επικράτηση.

 

  Ο Φίλιππος αντιμετώπισε αποφασιστικά την κρίσιμη κατάσταση. Συγκέντρωσε άμεσα στρατό και επικεντρώθηκε αρχικά στο σοβαρότερο κίνδυνο: Τους Ιλιρριούς. Κέρδισε χρόνο καθώς νυμφεύτηκε την Ιλλυρίδα Αυδάτα, κόρη του Βαρδύλλη, προσεταιρίστηκε γρήγορα τους Ιλιρριούς με χρηματικές υποσχέσεις (είχε μάθει από μικρός να κερδίζει πολλά με το χρήμα).  Εκμεταλλεύτηκε και το γεγονός ότι ο Βαρδύλης αποσύρθηκε από τα περισσότερα εδάφη στα οποία είχε εισβάλει και κατάλαβε ότι ο γνώμονας με τον οποίο λειτουργούσαν οι βάρβαροι ήταν η επίτευξη λεηλασιών. Για το λόγο αυτό στράφηκε στην προσπάθεια εξαγοράς τους, αναγνωρίζοντας και κάποιου είδους επικυριαρχίας του Βαρδύλη σε εδάφη στα δυτικά.

 

  Άμεσα ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα και σύναψε συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους διαβεβαιώνοντας τους ότι δε διεκδικεί την Αμφίπολη. Με αυτόν τον τρόπο εξουδετέρωσε τον Άργειο. Έστειλε δώρα στους Παίονες και τους κατεύνασε δωροδοκώντας πολλούς. Εξαγόρασε επίσης και το θράκα βασιλιά Κότυ που υποστήριζε τον Παυσανία και έτσι εμπόδισε την επάνοδο του στο θρόνο. Τέλος δολοφόνησε τον Αρχέλαο.

 

  Ένα χρόνο αργότερα συνέτριψε και σκότωσε το Βαρδύλη, παίρνοντας εκδίκηση για τα όσα είχαν κάνει οι Ιλλιριοί στη δυτική Μακεδονία αλλά και για το θάνατο του Περδίκκα. Δεν άργησε επίσης να επιβάλλει την κυριαρχία του και στην ανατολική Μακεδονία. Το θέρος του επόμενου έτους ο βασιλιάς, αφού είχε κάνει πολλές ενέργειες για τη βελτίωση του στρατού επεδίωξε σύγκρουση με το Βαρδύλη. Τον συνέτριψε στην πεδιάδα της Πελαγονίας. Ο Βαρδύλης σκοτώθηκε στη μάχη, οι Ιλλιριοί έπαθαν πανωλεθρία και έτσι ο Φίλιππος πήρε εκδίκηση για το θάνατο του Περδίκκα του Τρίτου.

 

  Η επικράτηση επί των Ιλιριών σήμανε την απόλυτη κυριαρχία στις απείθαρχες και φυγόκεντρες ηγεμονίες  της Άνω Μακεδονίας, οι ευγενείς των περιοχών αυτών, που αποτελούσαν πηγή άντλησης πόρων, ταυτίστηκαν απόλυτα με το Φίλιππο και αφομοιώθηκαν πλήρως. Λίγο αργότερα νυμφεύθηκε την Ολυμπιάδα και επισφράγισε το καλό κλίμα με τους Μολοσσούς. Ο γάμος σύσφιξε τους δεσμούς μεταξύ Ηπειρωτών και Μακεδόνων εναντίων των Ιλλιριών, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εξαναγκασμό. Εκτός από γενναίος πολεμιστής ο Φίλιππος ήταν και εκπληκτικός διπλωμάτης και δεν ήταν λίγες οι φορές που πέτυχε περισσότερα με τη διπλωματία παρά με τη μάχη. Τότε ήταν που άρχισε να χρησιμοποιεί διπλωματία όπως οι υπόλοιποι Έλληνες την Αττική διάλεκτο στη διπλωματία, αφού προηγουμένως την επέβαλλε στα έγγραφα της διοίκησης».

 

Ο τάφος του Φιλίππου στη Βεργίνα


 

Η αποτίμηση

 

  Ο Φίλιππος εκτίμησε ψύχραιμα την κατάσταση και την αντιμετώπισε αποτελεσματικά αλλά και με απίστευτη ταχύτητα. Ταυτόχρονα καλούσε συνέχεια τους Μακεδόνες σε συνελεύσεις και τους παρότρυνε με τη ρητορική του δύναμη να φανούν γενναίοι και να επιδείξουν θάρρος. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έκλεισε όλα τα μέτωπα, αναπτύσσοντας γρήγορη σκέψη και υψηλή στρατηγική και καλοκάθισε έτσι στο θρόνο. Προχώρησε τέλος και στην αναδιοργάνωση του στρατού.

 

  Ο Φίλιππος εκείνη την εποχή ήταν 22 ή 23 ετών και είχε ξεκινήσει ήδη να συνομιλεί με την ιστορία…


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Φωτογραφία του 1965.

 Φωτογραφίες του 1965, όπου η μεν ΑΡΙΣΤΕΡΗ φωτογραφία εμφανίζει τον Βασιλέα Κων\νο και την Βασίλισσα Άννα-Μαρία πριν εισέλθουν εντός του Μητροπολιτικού ναού των Ιωαννίνων να ασπάζονται το ευαγγέλιο, το οποίο κρατά ο τότε Μητροπολίτης Ιωαννίνων, στην δε ΔΕΞΙΑ φωτογραφία, διακρίνεται εντός  του Μητροπολιτικού ναού των Ιωαννίνων όρθιος ο Βασιλέας Κων\νος, και πίσω του καθισμένες και φορώντας παραδοσιακές στολές η βασίλισσα Άννα-Μαρία και η πριγκίπισσα Ειρήνη (δωρεά από το προσωπικό αρχείο του Αντγου ε.α. Ιωάννη Σταματόπουλου).



Πηγή Ιστορικός Συλλέκτης Βέροιας 

Η περιπέτεια των τριών αετομάτων, περιπέτειες με το Σέρλοκ Χολμς, Άρθουρ Κόναντ Ντόιλ.

 Η Διαδρομή απόψε θα σας παρουσιάσει μία ακόμη περιπέτεια του διάσημου ντεντέκτιβ: Του Σέρλοκ Χολμς.




Ο Σερ Γουώτσον είναι στρατιωτικός γιατρός (συνταξιούχος) και διάσημος για τη φιλία του με το Χολμς...


Η εξέλιξη:

Οι Γουώτσον και Χολμς δέχονται την επίθεση ενός γιγαντόσωμου αράπη. Ο μυστηριώδης αράπης απειλεί το Χολμς να μην πάει στο Χάροου γιατί η ζωή του κινδυνεύει...

Στο Χάροου συμβαίνουν μια σειρά από παράξενα συμβάντα, στο σπίτι που μένει η κυρία Μάμπελεϊν. Αμφότεροι πηγαίνουν με το τρένο στο Χάροου.

Ο γιος της Μάμπελεϊν έχει πεθάνει από πνευμονία στη Ρώμη όπου ήταν διπλωματικός ακόλουθος. Η Μάμπλελεϊν  πιέζεται αφόρητα από ένα άγνωστο να πουλήσει το σπίτι της ολόκληρο, ενώ αυτή θέλει να πουλήσει μόνο την επίπλωση.

Στο σπίτι υπάρχει κάτι αξίας που δε το ξέρει η Μάμπελεϊν, και αυτό πρέπει να μπήκε τον τελευταίο καιρό. Τα μπαούλα του δύστυχου γιου της του Ντάγκλας, βρίσκονται στο σπίτι...

Ο Χολμς φεύγει για το Λονδίνο και μαθαίνει ότι το σπίτι της Μάμπελεϊν έχει διαρρηχθεί, τα μπαούλα έχουν κλαπεί...


Παίζουν οι ηθοποιοί: Κωστής Λάσκος, Κική Σταυροπούλου, Γιώργος Γραμματικός, Βαγγελιώ Κατσάλη.

Σέρλοκ Χολμς: ο Χρήστος Πάρλας

Δόκτων Τζον Ουώτσον: ο Γρηγόρης Βαφιάς



Ο Γρηγόρης Βαφειάς



Ο Χρήστος Πάρλας




                                   Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ηχητικά Βιβλία για Όλους:







Η δολοφονία του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο: η αρχή του τέλους της ΕΤΑ. του Μιχάλη Τσιαουσίδη,

 Για πάνω από 50 χρόνια, μία περιοχή στα βόρεια της Ισπανίας μαστιζόταν από μία σύγκρουση, η οποία στοίχισε την ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους, ανάμεσα στην ισπανική κυβέρνηση και την αυτονομιστική τρομοκρατική οργάνωση ΕΤΑ, ανήκουσα στην izquierda abertzale, την εθνικιστική ριζοσπαστική βασκική αριστερά, η οποία επιδιώκει την πλήρη ανεξαρτησία της Euskal Herria, της Χώρας των Βάσκων. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της βασκικής ανεξαρτησίας ανάγεται ήδη από τον 19ο αιώνα, χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη της έκτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, προκειμένου οι συγκρούσεις να είναι ένοπλες.


Όταν στις 18 Ιουλίου του 1961, κάποιοι Βάσκοι εθνικιστές θα αποπειρώντο να εκτροχιάσουν τραίνο το οποίο κουβαλούσε υποστηρικτές του δικτάτορα Φράνκο στην διαδρομή προς την πόλη Σαν Σεμπαστιάν της Χώρας των Βάσκων, ελάχιστοι θα φαντάζονταν ότι η υπεύθυνη οργάνωση για το ανεπιτυχές χτύπημα, η ETA (Euskadi Ta Askatasuna, που στην βασκική γλώσσα σημαίνει “Βασκική Γη και Ελευθερία”), επρόκειτο ν’ αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ισπανικού κράτους (είτε με δικτατορικό είτε με δημοκρατικό καθεστώς), και ότι συνολικά 829 άνθρωποι, ένστολοι και πολίτες, θα έπεφταν νεκροί, ως απόρροια των τρομοκρατικών πράξεών της. Η ETA ιδρύθηκε το 1959 από απογοητευμένους αριστερούς νεαρούς, υποστηρικτές μέχρι πρότινος του “Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος”. Το τελευταίο, ιδρυθέν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Sabino Arana, πατέρα του βασκικού εθνικισμού, θεωρήθηκε από τους ιδρυτές του ETA ότι είχε παθητική στάση. Αυτοί οι νεαροί ζητούσαν ισχυρότερα και πιο δραστικά μέτρα, βλέποντας την καταπίεση που υφίσταντο οι φορείς της βασκικής ταυτότητας, τόσο κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο όσο και έπειτα, κατά την διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος του Caudillo Φρανθίσκο Φράνκο, με την βασκική γλώσσα υπό απαγόρευση και τις 2 από τις 3 επαρχίες της Euskal Herria να έχουν απωλέσει την αυτονομία και πολλά προνόμια, τα οποία είχαν δοθεί από την Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία.

Μετά από κάποιες συγκεντρώσεις τα επόμενα χρόνια, και μέσα από αρκετές διασπάσεις, η οργάνωση πήρε μία σαφή στροφή προς τον μαρξισμό-λενινισμό προωθώντας την χρήση βίας και την ένοπλη πάλη προς εξεύρεση πόρων (λ.χ. επιθέσεις σε τράπεζες), απεμπολώντας παράλληλα τις ιδέες του Arana, ο οποίος ήταν στραμμένος υπέρ της παράδοσης, του ρωμαιοκαθολικισμού και κατά του σοσιαλισμού.

Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, συγκριτικά με τα επόμενα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υποτονικά, γεγονός το οποίο άλλαξε όταν το πρωί της 20ής Δεκεμβρίου του 1973, με μία εντυπωσιακά προετοιμασμένη ενέργεια, μέλη της ΕΤΑ πυροδοτούν εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο του Πρωθυπουργού Luis Carrero Blanco (δεξί χέρι του Στρατηγού Φράνκο), δολοφονώντας αυτόν, τον οδηγό και τον σωματοφύλακά του. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, δημιουργώντας έναν τεράστιο κρατήρα στον δρόμο, ενώ το αυτοκίνητο ανυψώθηκε, πέρα από ένα πενταώροφο εκκλησιαστικό κτίριο και προσγειώθηκε στον δεύτερο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας.

Το χτύπημα θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία, καθώς ο αγώνας της ETA θεωρήθηκε αγώνας ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, κερδίζοντας την υποστήριξη και συμπάθεια πολλών αντιτιθέμενων στο καθεστώς, τόσο στην Βασκονία όσο και στην ευρύτερη Ισπανία.

Με την πτώση του φρανκικού καθεστώτος και την ακόλουθη μετάβαση στην δημοκρατία, η ETA διασπάστηκε έτι μία φορά, συνεχίζοντας ωστόσο τον ένοπλο αγώνα, με εκατοντάδες θύματα, όπως την έκρηξη σε σουπερμάρκετ Hipercor στην Βαρκελώνη, η οποία οδήγησε σε 21 θύματα (κυρίως γυναίκες, μία εξ αυτών έγκυος, και μικρά παιδιά), ή την πυροδότηση βόμβας εντός συγκροτήματος κατοικίας αστυνομικών με 11 θύματα (ανάμεσά τους 5 παιδιά).

Μετά το χτύπημα της Hipercor, η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση González , το 1987, θορυβημένη από την εγκληματική δράση της ΕΤΑ σε συνεργασία με τα άλλα κόμματα υπέγραψε το Σύμφωνο της Μαδρίτης για κοινή δράση έναντι της ΕΤΑ. Όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του “Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος”, υπερψήφισαν. Αντίστοιχα, στις αρχές του 1988, το αυτό θέμα ανέκυψε στο κοινοβούλιο της Χώρας των Βάσκων, όπου μόνο ο ανεπίσημος πολιτικός βραχίονας της ΕΤΑ, το ακροαριστερό “Herri Batasuna” (=Λαϊκή Ενότητα) καταψήφισε. To consensus αυτό (γνωστό και με την ονομασία Σύμφωνο του Ajuria-Enea) όριζε την κοινή πολιτική για την αντιμετώπιση της ΕΤΑ, δίνοντας εξουσίες στην Αστυνομία, όπως, παράλληλα, και βοήθεια προς τα μέλη της ΕΤΑ, τα οποία θα αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την οργάνωση. Ακολούθησαν την επόμενη χρονιά διαπραγματεύσεις μεταξύ της ισπανικής κυβέρνησης και της ΕΤΑ, οι οποίες απέτυχαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, πολλές φορές κατά την δεκαετία του ’70 και του ’80, παρακρατικές ομάδες αντιτιθέμενες στην ETA, με την βοήθεια της Κυβέρνησης και της Αστυνομίας, ανταπαντούσαν με πράξεις βίας εναντίον μελών της ETA (πραγματικά ή υποτιθέμενα), θέμα το οποίο μετά από δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, οδήγησε στην σύλληψη του Υπουργού Εσωτερικών της Κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Jose Barrionuevo, ως κύριου χρηματοδότη τους. Ωστόσο, αυτές οι ομάδες ήταν βραχύβιες, ενώ η ETA συνέχιζε την δράση της.

Το 1992 αποτέλεσε μία χρονιά ορόσημο για την ΕΤΑ, καθώς οι 3 αρχηγοί της (ο αρχηγός του πολιτικού, ο αρχηγός του στρατιωτικού και ο αντίστοιχος του οικονομικού τομέα) συνελήφθησαν από την Αστυνομία. Ως αντίδραση, η ΕΤΑ σκλήρυνε έτι περαιτέρω την στάση της, μην μένοντας πλέον στην δολοφονία ενστόλων, των οποίων οι θάνατοι προκαλούσαν πολλές φορές αμφιθυμία σε πολλούς Βάσκους εθνικιστές, οι οποίοι έβλεπαν τα σώματα ασφαλείας ως εκπροσώπους του ισπανικού κράτους και, ούτως, οι θάνατοί τους κατέληγαν “αόρατοι”, αλλά προχωρώντας και στις εκτελέσεις επιφανών μελών της κοινωνίας, όπως δικαστικούς, επιχειρηματίες, πολιτικούς, κατά βάση από τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας, το κεντροδεξιό Partido Popular (=Λαϊκό Κόμμα) και το κεντροαριστερό PSOE (=Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα). Αυτό οδήγησε στην περαιτέρω ενημέρωση του κοινού για τα θύματα, αλλά και την ευρύτερη κινητοποίηση της κοινωνίας. Ήδη από το 1986, η οργάνωση “Gesto por la Paz” διοργάνωνε σιωπηλή διαμαρτυρία κάθε φορά που ένα άτομο εκτελούνταν (είτε από την ΕΤΑ είτε από κάποια παρακρατική ομάδα). Φτάνοντας στο 1996, η Ισπανία άλλαζε κυβερνών κόμμα μετά από 13 χρόνια παραμονής του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία. Αντ’ αυτού, το Λαϊκό Κόμμα του Χοσέ Μαρία Αθνάρ ανήλθε στην εξουσία. Ο Aznar, μάλιστα, την προηγούμενη χρονιά είχε υπάρξει στόχος βομβιστικής επίθεσης από την ETA, επιβιώνοντας χάρη στην προστασία του αυτοκινήτου του.

Καθώς η ETA συστηματικοποιούσε την πίεση προς την ισπανική κυβέρνηση για την μεταφορά φυλακισμένων μελών της οργάνωσης στην Χώρα των Βάσκων, εφάρμοσε νέα μέθοδο απειλών και βίας.

Με αυτό το σκεπτικό προέβησαν στην μακροβιότερη απαγωγή στα ισπανικά χρονικά, απαγάγοντας στις αρχές Ιανουαρίου του 1996, τον σωφρονιστικό υπάλληλο José Antonio Ortega Lara, ο οποίος κρατείτο αιχμάλωτο εντός πρόχειρου μικροσκοπικού οικήματος, τρεφόμενος μόνο με φρούτα και λαχανικά. Στα αιτήματα της ΕΤΑ αρνούνταν να ενδώσουν τόσο η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση Γκονζάλεθ όσο και η “λαϊκή” Αθνάρ. Η αιχμαλωσία του Ortega Lara δεν τελείωσε παρά την 1η Ιουλίου του 1997, 532 ημέρες μετά, όταν η Ισπανική Πολιτοφυλακή εισέβαλε στο οίκημα, απελευθερώνοντάς τον και συλλαμβάνοντας τους 4 απαγωγείς.

Αυτή η στρατηγική της άσκησης πίεσης προς την Πολιτεία εφαρμόστηκε επίσης όταν η ΕΤΑ προέβη στην απαγωγή ενός δημοτικού συμβούλου του Λαϊκού Κόμματος, από την μικρή πόλη Ερμούα, του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο. Πιο συγκεκριμένα, το μεσημέρι της 10ης Ιουλίου του 1997, μέλη της ETA απήγαγαν τον 29χρονο Μπλάνκο, καθώς ο τελευταίος πήγαινε στον χώρο εργασίας του. Ο Μπλάνκο (καμία σχέση με τον πρωθυπουργό), γόνος μικρομεσαίας οικογένειας εσωτερικών μεταναστών από την Γαλικία, σπούδασε οικονομικά και εργαζόταν προηγουμένως ως οικοδόμος, βοηθώντας τον πατέρα του. Η απειλή της ETA ότι θα τον εκτελέσει, αν η ισπανική κυβέρνηση δεν υπακούσει εντός δύο ημερών και δεν προβεί στην άμεση μετακίνηση των φυλακισμένων της, από την υπόλοιπη Ισπανία στην Χώρα των Βάσκων, αποτέλεσε την αφετηρία για μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη την Ισπανία κατά της ΕΤΑ.

Ο Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο διατηρήθηκε αιχμάλωτος σε άγνωστη τοποθεσία για δύο ημέρες ακόμα, ενώ όταν η ώρα του τελεσίγραφου παρήλθε, δίχως η Κυβέρνηση να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα, 3 από τους τρομοκράτες της ΕΤΑ τον μετέφεραν εκτός της μικρής πόλης Lasarte-Oria, σχεδόν 1 ώρα μακριά από την Ermua, όπου ένας εκ των εκτελεστών τον πυροβόλησε 2 φορές στο κεφάλι, ενόσω ένας δεύτερος τον ανάγκαζε να γονατίσει με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Ο Μπλάνκο δεν πέθανε ακαριαία, αντίθετα βρέθηκε από δύο περαστικούς. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου και εξέπνευσε τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου.

Η ανακοίνωση της δολοφονίας του Μπλάνκο προκάλεσε ρίγη συγκίνησης σε όλη την Ισπανία, δη στην Χώρα των Βάσκων. Ήδη, είχε ανακοινωθεί για το απόγευμα της 12ης Ιουλίου, λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφο, μία διαδήλωση στην πόλη του Μπιλμπάο, η μεγαλύτερη κατά της ΕΤΑ, κατά την οποία υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 500.000 άτομα, ενώ σε όλη την Ισπανία πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις για την απελευθέρωσή του, κατά τις οποίες εκτιμάται ότι συμμετείχαν 2.500.000 άτομα.

Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Μιγκέλ, αρκετοί διαδηλωτές πέταξαν αντικείμενα κατά των αρχηγείων του Batasuna στο Σαν Σεμπαστιάν, ενώ η τοπική αστυνομία με το ζόρι συγκράτησε κάποιους διαδηλωτές από το να λιντσάρουν ομάδα ατόμων στην Βιτόρια, οι οποίοι φώναξαν συνθήματα υπέρ του ΕΤΑ. Αντίστοιχα, στην Παμπλόνα, 18 οπαδοί της αποσχιστικής βασκικής αριστεράς νοσηλεύτηκαν, καθώς τραυματίστηκαν μετά από επίθεση όχλου στα τοπικά αρχηγεία του Batasuna.

Την ίδια στιγμή, αστυνομικοί της τοπικής Αστυνομίας έβγαζαν τις μάσκες που φορούσαν έως τότε, υπό την απειλή της αναγνώρισης και στοχοποίησής τους από την ΕΤΑ, και αγκαλιάζονταν με τους διαδηλωτές.

Η δολοφονία του Miguel Angel Blanco αποτέλεσε το μέσο της καθολικής αλλαγής της ισπανικής, ιδίως της βασκικής κοινής γνώμης, έναντι των πράξεων της ΕΤΑ, η οποία έπαψε ν’ αποτελεί στην λαϊκή συνείδηση μία αμφιλεγόμενη οργάνωση, και εντυπώθηκε πλέον στην κοινή γνώμη ως αυτό που ήταν: μία τρομοκρατική οργάνωση. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία δολοφονία, η οποία να συντάραξε την Ισπανία για την αναιτιώδη βαναυσότητά της· λόγου χάρη, την προηγούμενη χρονιά, η δολοφονία του δικαστικού Φρανθίσκο Τομάς υ Βαλιέντε είχε προκαλέσει την διαμαρτυρία εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων στην Μαδρίτη. Ωστόσο, η κούραση από τις συνεχόμενες πράξεις βίας, αλλά κυρίως η στυγνή δολοφονία ενός νεαρού ατόμου, αθώου, άοπλου, από την εργατική τάξη, με τον οποίο ο μέσος Βάσκος θα μπορούσε να ταυτιστεί πολύ εύκολα, ήταν ο απονομιμοποιητικός λίθος.

Η αντίδραση ήταν καθολική παρά τις όποιες λυπηρές μειοψηφίες, όπως το πολιτικό κόμμα Batasuna και η εφημερίδα Egin, οι οποίες είτε τήρησαν σιγήν ιχθύος είτε εναπέθεσαν την ευθύνη στην Κυβέρνηση, αφήνοντας την ΕΤΑ και τις δικές της ευθύνες στο περιθώριο. Αν μας εκπλήσσει αυτή η στάση, δυστυχώς, στην χώρα μας, “ριζοσπαστική” εφημερίδα ακολουθούσε την αυτή τακτική, τοποθετώντας στα ψιλά την δολοφονία Blanco, δίνοντας αντιθέτως έμφαση με ειρωνικό τρόπο στην <<μαζική “αυθόρμητη” αντίδραση των Ισπανών>>.

Οι εφημερίδες, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, πλην των αναφερόμενων θλιβερών μειοψηφιών, άρχισαν να δίνουν περισσότερη έμφαση στα θύματα και στις διαμαρτυρίες κατά της ΕΤΑ, και λιγότερο στις προκληθείσες καταστροφές, π.χ. δημόσιας περιουσίας. Τα ΜΜΕ άρχισαν πολύ πιο ενεργά να δίνουν τον δικό τους αγώνα κατά της τρομοκρατίας, προβάλλοντας περισσότερο τις διαδηλώσεις κατά της ΕΤΑ.

Ο θάνατος του Miguel Angel Blanco επηρέασε και στην λήψη μέτρων ως προς τον περιορισμό της τρομοκρατίας. Η απαγωγή και ο θάνατος του νεαρού δημοτικού συμβούλου οδήγησε σε ένα τεράστιο κλίμα αλληλεγγύης στην ισπανική κοινωνία, η οποία αφυπνίστηκε και είδε κατάματα το αληθινό πρόσωπο της ΕΤΑ. Το πνεύμα σύμπνοιας και αποφασιστικότητας αποτυπώνεται στο espíritu de Ermua , δηλαδή το πνεύμα της Ερμούα, το οποίο υποδήλωνε το γενικό κλίμα αλληλεγγύης το οποίο άνθισε μέσα από την απαγωγή και δολοφονία του νεαρού Μπλάνκο.

Η ΕΤΑ μέχρι την οριστική διάλυσή της το 2018, προέβη στην δολοφονία κι άλλων, δεκάδων, ανθρώπων. Ωστόσο, είχε χάσει άρδην την “νομιμοποίησή” της, χωρίς να μπορέσει ποτέ να υπάρξει επιστροφή. Λίγα χρόνια μετά την δολοφονία του Μιγκέλ Άνχελ, το Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευε την λειτουργία του Batasuna, ως “κομμάτι” της ΕΤΑ.

Ωστόσο, τα ψήγματα της ΕΤΑ παραμένουν. Ενδεικτικό είναι ότι η οικογένεια του Blanco αναγκάστηκε το 2007, δέκα έτη μετά από τον θάνατό του, να μεταφέρει τα οστά του από την Ερμούα στην Ορένσε της Γαλικίας (τόπο καταγωγής τους), πάνω από 600 χιλιόμετρα μακριά, καθώς ο τάφος του Blanco αποτελούσε συχνό αντικείμενο βανδαλισμού, από ομάδες φίλα προσκείμενες στην ΕΤΑ.

Αντίστοιχα, σάλο προκάλεσε πέρσι η ανάρτηση βίντεο στο Twitter, η οποία παρουσιάζει Ισπανό ράπερ, σε συναυλία την οποία οργάνωνε και παρουσίαζε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, γνωστός για την μετέπειτα λαϊκίστικη πολιτική καριέρα του, στο κόμμα Podemos, αλλά ειδικότερα και στην χώρα μας, μεταξύ άλλων, για εμφάνισή του σε προεκλογική ομιλία το 2015, στην οποία δίχως δισταγμό εμπαίζεται ο θάνατος του νεαρού δημοτικού συμβούλου.

Είναι στο χέρι όλων μας η μη επανάληψη και καταδίκη τέτοιων γεγονότων. Στην μνήμη του Μιγκέλ και των άλλων ανώνυμων θυμάτων, όπως του δικού μας Θάνου.

Πηγή: https://cognoscoteam.gr/archives/35806

Μενέλαος και Ωραία Ελένη - Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και πολέμου

Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Είναι από τις ιστορίες αυτές που μαθαίνουμε ήδη από πολύ νωρίς, μαθαίνοντας για τους θεούς και τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας καθώς και τα δυο μεγάλα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και αν το δεύτερο από αυτά τα έπη επικεντρώνεται στις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα που αγωνίζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη, το πρώτο έχει να κάνει με τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού Πολέμου, εκεί όπου χιλιάδες άντρες οδηγήθηκαν στη μάχη και στον θάνατο για την Ελένη. Την Ελένη που αποφάσισε να κλεφτεί με τον Πάρη, τον πρίγκηπα της Τροίας εγκαταλείποντας τον σύζυγο της και βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο.



Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τους τρεις χαρακτήρες. Σκεφτόμαστε την Ελένη ως άτιμη και άπιστη, τον Πάρη ως σωτήρα μιας καταπιεσμένης συζύγου και τον απατημένο Μενέλαο ως άξεστο και άπληστο άρχοντα όπως τείνουν να τον παρουσιάζουν στις ταινίες των τελευταίων χρόνων καθώς επίσης και σε μερικές αποδόσεις για παιδιά όπου προσπαθούν εν συντομία να πουν την ιστορία σε λίγες γραμμές.

Κι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο και παρεξηγημένο έρωτα. Όχι της Ελένης και του Πάρη. Της Ελένης και του Μενέλαου.


Ο Μενέλαος ήταν ο μικρός γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Ο Όμηρος τον ονομάζει “ξανθό” και “ωραίο”, πράγμα που σήμαινε ότι παρόλο που είχε εντελώς θνητή καταγωγή, διέθετε κάτι το θεϊκό στην όψη. Ήταν επίσης δίκαιος, τίμιος, ευγενικός και καλός φίλος. Αυτά μπορούμε να τα επιβεβαιώσουμε διαβάζοντας την Ιλιάδα και ειδικά το περιστατικό με την μάχη για το πτώμα του Πάτροκλου που οι Τρώες ήθελαν να βεβηλώσουν. Γενικά υπήρχε κάτι το “ιπποτικό” στο χαρακτήρα του Μενέλαου και το γεγονός και μόνο ότι κίνησε γη και ουρανό για να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του και όχι για να την εκδικηθεί, μας λέει επίσης πολλά.


Τα παιδικά του χρόνια.

Μπορεί μεν ο Μενέλαος να ήταν πρίγκιπας των Μυκηνών, είχε όμως την ατυχία να δει τον πατέρα του να δολοφονείται από τον θείο του, τον Θυέστη, τον αδελφό του Ατρέα που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Ο Θυέστης στη συνέχεια κυνήγησε τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για να τους σκοτώσει και αυτούς ώστε να μην υπάρχουν δικαιωματικοί διάδοχοι του θρόνου. Έτσι οι δυο νεαροί Ατρείδες έφυγαν μακριά από τις Μυκήνες και βρήκαν καταφύγιο στη Σπάρτη, εκεί όπου βασίλευε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί έζησαν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος προσφέροντας τις υπηρεσίες τους μέχρι να ενηλικιωθούν και να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους.

Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.

Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.


Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.

Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.

Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.

Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.

Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.

Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.

Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.


Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.

Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε για να φανερώσει την αλαζονεία του.

Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.


Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.

Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.

Ή έτσι πίστευαν.


Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.

Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.

Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.


Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.


 

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαιας Ελλαδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

Οί Καλικάντζαροι-Παραμονή Θεοφανίων

 Την εσπέραν τής προ τής παραμονής τών Θεοφανείων ημέρας τά τερατόμορφα καί παιδοκτόνα ταΰτα μορμολύκεια, συναισθανόμενα την εν ’Ιορδάνη παρουσίαν τοΰ Θεανθρώπου, έν ω τάς: κάρας τών άνθριοπων συνέθλασε, λέγουσι προς άλληλα τά εξής εν εΐδει έπφδού: «φεύγετε νά φεύγωμε κ’ έ'φτασ’ ή τερλοπαπάς μέ τή(ν) πατερίτσα του καί μέ τά βριτούρα. του,» διότι παραδίδοται ότι ό ’Ιησούς Χριστός είπε νηπιάζων περί τοΰ δωδεκαημέρου καθ’ δ υπάρχει ή παρουσία τών ενοχλητικών τούτων καλ(ι)καντζάρων «δώδεκα μήνες πώς φυλάγω γώ, διόδεκα μέρες φ(υ)λαχθήτε σείς», δι’ δ λίαν τολμηροί θεωρούνται οΐ κωμασταί τών νυκτών, οί οδοιπόροι κτλ.



Τά δέ οχληρά ταύτα όντα, άμα φωτ(ι)οτοννα τά νερά, φεύγουσι δρομαία μη ανεχόμενα την παρουσίαν τού σταυρού καί μεταβαίνουσι εις τά. όρη, στά β(ου)νά, ή εις τ’ άκαρπα τά δέντρα, όπως τό επόμενον δωδε- καήμερον ακμαία έπιληφθώσι τού καταχθονίου αυτών έργου καί σύρωσι. τούς ανθρώπους εις την αμαρτίαν ή σωματικώς βλάψωσι τούς άφρονας, ατρόμητους.

Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Θησαυρού

Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...