Σφήκες Αριστοφάνη. Ραδιοφωνικό Θέατρο.

 Μετά την παρουσίαση των Τραχινιών και της Ανδρομάχης και καθώς ο Ιούλιος έχει μπει για τα καλά, θα συνεχίσω την παρουσίαση έργων του Αρχαίου Ελληνικού δραματικού ρεπερτορίου με την παρουσίαση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Σφήκες και θα ελαφρύνω με αυτόν τον τρόπο λίγο το κλίμα…

   
                                          


 Οι Σφήκες διδάχθηκαν το 422 π.Χ. στα Λήναια, και οι κριτές του έδωσαν το δεύτερο βραβείο σε σύνολο τριών έργων στο διαγωνισμό. 

 Στο έργο αναπτύσσεται με επιτυχία το πρόβλημα πατέρα-γιου (αντεστραμμένο αυτή τη φορά σε σχέση με τις Νεφέλες (το πρόβλημα αναποδογυρίζεται με γλυκό κέφι καθώς εδώ ο προβληματικός είναι ο πατέρας και όχι ο γιος!), ο Φιλοκλέων (πατέρας) αγαπά τις δίκες και ο Βδελυκλέων (γιος) προσπαθεί να τον απομακρύνει από αυτές.

 Αμφότεροι πατέρας και γιος απέχουν αρκετά μεταξύ τους στην πολιτική τους φιλοσοφία. Η μεταξύ απόσταση τους είναι χαοτική, είναι απόσταση Ουρανού-Γης, όπως δείχνει και η διαφορετικότητα στην ετοιμολογία των ονομάτων τους: καθώς ο γέρος αγαπά τον περίφημο λαϊκιστή-δημαγωγό στρατηγό Κλέων  ενώ ο νέος των απεχθάνεται.

 Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι στην αρχαία Ελλάδα συνηθίζονταν να παραδίδει εν ζωή ο γέρο-πατέρας, τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας στο γιο. Έτσι λοιπόν γίνεται κατανοητή η εξουσία που έχει ο γιος πάνω στον πατέρα. Απώτερος στόχος του Βδελυκλέωνα, είναι να αποκτήσει ένα καλύτερο τρόπο ζωής ο πατέρας του. Παρακάτω θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το χαρακτήρα των δύο ανδρών, και ειδικά του Φιλοκλέωνα.



Λίγα λόγια για τα Λήναια:

 Ήταν παλαιότατη νυκτερινή εορτή, γι' αυτό και ήταν υπό την ευθύνη του αρμοδίου για τα θρησκευτικά ζητήματα άρχοντα Βασιλιά ενώ για τα Διονύσια ήταν ο ἄρχων ἐπώνυμος. Το κοινό των Ληναίων ήταν αποκλειστικά αθηναϊκό, ενώ των Διονυσίων ήταν πανελλήνιο, αφού τον Ελαφηβολιώνα ήταν πια ξανά εφικτή η ναυσιπλοΐα.

 Οι χορηγοί των Διονυσίων ήταν υποχρεωτικά Αθηναίοι πολίτες, ενώ στα Λήναια χορηγοί μπορούσαν να ήταν και μέτοικοι. Στα Διονύσια παρουσιάζονταν 10 κύκλιοι χοροί ανδρών, 10 αγοριών, 3 τραγικές τετραλογίες και 5 κωμωδίες —τρεις σε κάποιες περιπτώσεις κατά τα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου.

 Ως θρησκευτική γιορτή τα Λήναια ήταν πολύ αρχαιότερα των Διονυσίων. Κατά τη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων αρχικά παρουσιάζονταν μόνο κωμωδίες. Απ΄ τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν μαρτυρίες για διαγωνισμό ηθοποιών. Περίπου στα 432 π.Χ. όμως ξεκίνησε και επίσημος αγώνας τραγωδίας, με την παρουσίαση δύο τραγωδιών από κάθε ποιητή. Οι θεατρικοί αγώνες όμως, τουλάχιστον οι αγώνες τραγωδίας, εισάγονται στα Λήναια μόλις τη δεκαετία του 440-430 π.Χ. Στα Λήναια παρουσιάζονταν 2 τραγικές διλογίες (δεν υπήρχε δηλαδή σατυρικό δράμα) και πέντε κωμωδίες.Ο αγώνας τραγικών υποκριτών εισάγεται στα Διονύσια το 447 π.Χ., ενώ στα Λήναια τη δεκαετία 440-430.

 Χώρος των εορτών θεωρείται το ιερό του θεού στις Λίμνες, αλλά από τον Ησύχιο και άλλες πηγές το ιερό του θεού στην Αγορά: "Ήταν ένας χώρος με έναν εκτεταμένο περίβολο και μέσα σ' αυτόν γίνονταν θεατρικοί αγώνες προτού κτιστεί το θέατρο (του Διονύσου). Εξ αυτής της εορτής πήρε το όνομά του και ο μήνας Ληναιών, που διατηρήθηκε έτσι σε άλλες ιωνικές πόλεις.

 Μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ανετέθη στους επιστάτες των Ελευσινίων μυστηρίων να βοηθούν στην διοργάνωση. Αυτό φαίνεται από το ότι στους θεατρικούς διαγωνισμούς, ο Δαδούχος κρατώντας έναν δαυλό, κραυγάζει προς το κοινό : «Κλείτε τον Θεόν»! Το κοινό κραυγάζει με την σειρά του: «Σεμέλι΄ Ίακχε πλουτοδότα». Ο Ίακχος είναι θεότητα των κραυγών που λόγω του συνειρμού του ονόματος, ενσωματώθηκε στο Βάκχο. Από την άλλη , ο ελευσινιακής προέλευσης χαρακτηρισμός πλουτοδότης είναι και επίθετο της Δήμητρας.( Βίκιπαίδεια)

 Ο χορός του έργου αποτελείτε από ένα πλήθος γέρων-δικαστών που είναι μεταμφιεσμένοι σε Σφήκες, και έχουν όλοι το ίδιο πάθος με τον πρωταγωνιστή. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τα μέλη του Χορού συνοδεύονται από μερικά αγόρια που κρατούν λυχνάρια (αυτό αποτελεί ιδιοτυπία) για να τους καθοδηγήσουν αξημέρωτα μέσα στα σκοτάδια.


     



Η εξέλιξη του έργου.

Όπως και σε άλλες κωμωδίες το έργο αρχίζει πρωί…

Η έκθεση του θέματος ξεκινά από το διάλογο δύο δούλων, το διάλογο ακολουθεί η διήγηση του ενός από αυτούς.

Ο γέρο-Φιλοκλέων έχει μία αρρώστια που στο σπίτι του την χαρακτηρίζουν ¨αλλόκοτον νόσον¨, τον τρώει το πάθος του να υπηρετεί ως δικαστής κάθε μέρα-όλη μέρα.  Ο γιος του Βδελυκλέων αποφασίζει να τον κρατήσει φυλακισμένο στο σπίτι, προκειμένου να αποφύγει το πάθος του για τα δικαστήρια,. Βάζοντας 'έτσι δούλους να τον φρουρούν καθώς ο γέρος προσπαθεί συνέχεια να το σκάσει και να πάει στα δικαστήρια!!



Οι προσπάθειες του γέρου είναι ξεκαρδιστικές: 

1) σκαρφαλώνει από την καμινάδα και όταν τον βλέπουν προσποιείται ότι είναι καπνός
2) Σπρώχνει να ανοίξει την πόρτα η οποία παραμένει κλειστή, ενώ ταυτόχρονα οι δούλοι σπρώχνουν από την άλλη.
3) Κρατιέται από την κοιλιά  ενός γαϊδάρου μιμούμενος τον Οδυσσέα (ξέφυγε από τη σπηλιά του Κύκλωπα κρεμασμένος στην κοιλιά ενός κριαριού).

Οι φίλοι του είναι- γέροντες που έχουν το ίδιο ακριβώς πάθος μ’ αυτόν έρχονται να τον πάρουν μεταμφιεσμένοι σε Σφήκες. Η μεταμφίεση είναι συμβολική, δείχνει τον οργίλο και ανελέητο χαρακτήρα των δικαστών. Οι γέροι θυμώνουν και εξαγριώνονται στη θέα στη θέα του κατ’ οίκον φυλακισμένου συναδέλφου τους. Εκείνη τη στιγμή ο Φιλοκλέων προσπαθεί να ξεφύγει με αυτοσχέδιο σχοινί από το παράθυρο, εκμεταλλευόμενος την αναστάτωση. Ακόμη μία φορά ο γιος του τον αποτρέπει τελευταία στιγμή χρησιμοποιώντας κλαδιά και καπνό, σα να είχαν να κάνουν με πραγματικές Σφήκες.

            
     



 Ο Βδελυκλέων πείθει το Φιλοκλέων να κάτσει να ακούσει τα επιχειρήματα του. Ξεκινά έτσι ένας αγώνας μεταξύ τους….

 Ο Φιλοκλέων σ’ αυτό τον αγώνα εκθέτει τις χαρές της υπέρτατης και ανεύθυνης δύναμης, που διαθέτουν και ασκούν με σκληρότητα οι δικαστές για να παίρνουν εκδίκηση από προσωπικούς εχθρούς και να γεμίζουν τις τσέπες τους εκ του ασφαλούς! Ο γέρος δεν πείθεται στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του γιου του. Απηυδισμένος ο Βδελυκλέων με τον πατέρα του, κανονίζει να παίξει το δικαστή μέσα στο σπίτι, στήνοντάς του ένα δικαστήριο εντός του σπιτιού!!

 Στο πρωτότυπο λοιπόν οικιακό δικαστήριο εισάγεται για δίκη πρώτος ένας σκύλος, ο οποίος κατηγορείται ότι έκλεψε ένα κομμάτι τυρί. Οι σκηνές που εξελίσσονται είναι ξεκαρδιστικές καθώς ο κατήγορος είναι ένας άλλος σκύλος.!! Εδώ ο Αριστοφάνης με αυτό το σκυλοκαβγά διακωμωδεί τη δικαστική δίωξη που είχε ασκήσει ο Κλέων εναντίων του Λάχη για μία υποτιθέμενη κατάχρηση που είχε δήθεν διαπράξει όταν ήταν διοικητής σώματος στη Σικελία (όχι κατά τη διάρκεια όμως της Σικελικής εκστρατείας). 

 Στη δίκη ο Φιλοκλέων ξεγελιέται με τέχνασμα και και ρίχνει αθωωτική ψήφο, όταν συνειδητοποιεί το πάθημα του είναι πια αργά. Καθώς πρόδωσε τις αρχές του τώρα λιποθυμά από ντροπή και τρόμο!


Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται η παράβαση του έργου.

 Τα πράγματα πολλές φορές στον Αριστοφάνη και τα έργα του παίρνουν άλλη τροπή από αυτή που ξεκίνησε. Ο Βδελυκλέων τώρα προσπαθεί να βάλει τον πατέρα του σε μία καλύτερη κοινωνία.

 Μετά την παράβαση ο Βδελυκλέων ντύνει και προετοιμάζει τον πατέρα του για μία ξέγνοιαστη και ανέμελη ζωή, αυτή η κίνηση του γιου είναι το τελευταίο όπλο που έχει στα χέρια του προκειμένου να απομακρύνει τον πατέρα του από τα δικαστήρια. Έτσι λοιπόν αποφασίζει να τον πάει σε ένα δείπνο…

 Ο Φιλοκλέωων ρίχνεται στην ρίχνεται στην κοσμοπολίτικη κοινωνική ζωή, με την ίδια ακράτεια που ρίχνονταν και στη δικαστική υπηρεσία. Ο γέρος στο τραπέζι σουρώνει και γίνεται βίαιος, ύστερα γυρνάει σπίτι του με μία αυλητηρίδα., αισθάνεται νέος και μιλά σαν ένας ερωτοχτυπημένος νεαρός (τύπος γνωστός στις νεώτερες κωμωδίες, βλ. Κωνσταντάρας) με αυστηρό πατέρα!!!

 Το φέρσιμο του γέρου στο συμπόσιο είναι απαράδεκτο (καβγάς με συμπότες, ξεδιαντροπιές με όμορφη πόρνη κλπ), με το φέρσιμο του όμως φτάνουμε στο αδιάντροπο ερωτικό στοιχείο που είναι και το τέλος των κωμωδιών του Αριστοφάνη.

 Ο Βδελυκλέων του παίρνει το κορίτσι, βρίσκεται όμως αντιμέτωπος με μία στρίγγλα φουρνάρισσα και έναν άντρα στους, οποίους είχε επιτεθεί ο Φιλοκλέων στο δρόμο. Οι φουρνάρισσες και οι ξενοδόχες που ήταν γενικά αντιπαθητικά πρόσωπα στην αρχαία τραγωδία. Ο Φιλοκλέων χειροτερεύει την κατάσταση με προσβολές εναντίων τους και εκείνοι αποχωρούν απειλώντας τον ότι θα τον κατηγορήσουν για ύβρη.

 Τώρα που τελειώνει το έργο ο Φιλοκλέων κυριεύεται από μανία να επιδείξει την ικανότητα του στο χορό και προκαλεί όποιον θέλει να τον συναγωνιστεί. Στη σκηνή εισέρχονται τρεις χορευτές (πρόκειται για βουβά πρόσωπα) που δέχονται την πρόσκληση. Στον τελικό κώμο που είναι πολυθόρυβος, ο γέρος χορεύει σα μανιακός και χορεύοντας όλοι μαζί αφήνουν τη σκηνή και οδηγούνται στην έξοδο!


     




Περαιτέρω στοιχεία για το έργο.

 Θα ξεκινήσω με τον αριθμό των ηθοποιών (πολυσυζητημένο θέμα), καθώς δεν υπάρχει σημείο του έργου που να βρίσκονται ταυτόχρονα τέσσερις ηθοποιοί, γεγονός που έχει συζητηθεί αρκετά.  Η κωμωδία θα πρέπει να παραστάθηκε με γρήγορες εναλλαγές των ηθοποιών από τον ένα ρόλο στον άλλο. Πάντως είναι απίθανο να βρέθηκαν τέσσερις ηθοποιοί επάνω στη σκηνή και να έσπασε έτσι ο κανόνας των τριών ηθοποιών.



Τι τύπος ανθρώπου ήταν ο Φιλοκλέων;

 Ο Φιλοκλέων ήταν η προσωποποίηση ενός πάθους που είχε καταντήσει τότε επιδημία. Οι Έλληνες ευχαριστιούνταν τότε με τις δίκες την ανταγωνιστική τους φύση, ταυτόχρονα οι δικαστές θεωρούνταν σπουδαία πρόσωπα.


 Ο πρωταγωνιστής μας έχει τα ακόλουθα σοβαρά ελαττώματα:

1)Στη δικαστική εξουσία δεν του αρέσει μόνο να ασκεί αυθαίρετη εξουσία αλλά και η ευκαιρία να βλάπτει. Αυτό το άχτι που έχει το δηλώνει ο ίδιος ευθαρσώς στο Χορό.

2)Όταν ο Χορός του προτείνει να κατέβει με σχοινί από το παράθυρο, αναφέρει μία περίπτωση ποιός στρατιώτης στη Νάξο είχε κλέψει κάποιες σούβλες. Καυχιέται δηλαδή που η γενναία του πράξη ήταν αυτή. 

Τ' άπομεινάρια ειμαστ έμεϊς άπ' τή χρυσή νεολαία,
άπ' τοϋ Βυζάντιου τή φρουρά• μιά νύχτα έκεϊ μαζί σου
τή σκάφη μιάς φουρνάρισσας έκλεψα έγώ, θυμήσου' κανένας
 δέ μάς ένιωσε-τήν κάμαμε όλη σκίζες
 και στή φωτιά της βράσαμε ραδίκια, λίγες ρίζες.
      
3)Μιλώντας για το κατόρθωμα του στη Νάξο λέει Δέμέ φύλαγε κιόλας κανένας' χωρίς φόβο τό 'σκαγα, άν ήθελα. Τώρα, γιά δές, οπλισμένοι έχουν πιάσει παντού τα στενά.

 Δε χάνει ευκαιρία να το σκάσει αναίμακτα από τον κίνδυνο

 Δε συναντάται πουθενά αλλού μεγαλύτερη δειλία σε κωμικό ήρωα..

4) Καυχιέται για τη δύναμη που έχει ως δικαστής και με πλήρη περιφρόνηση στο νόμο ενδίδει κάθε φορά σ’ αυτόν που απαιτεί πιο πειστικά.

5) Διηγείται τέλος με ευχαρίστηση πως όταν γυρνά από το δικαστήριο κουβαλά την αποζημίωση του στο στόμα(!!!) (όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι Έλληνες).

 Ο Φιλοκλέων είναι ο τύπος του στρατιώτη που ληστεύει τους άοπλους πολίτες, τρέπεται όμως σε φυγή όταν βλέπει οπλισμένους εχθρούς και περνά τα γεράματα του κάνοντας τους άλλους να πονούν. Συμπεριφέρεται χωρίς καμία αναστολή και μένει ατιμώρητος. Ο αναγνώστης ή ο θεατής βλέπει ξεκάθαρα ότι ο Αριστοφάνης του έχει φορτώσει ένα κάρο ελαττώματα.

 Ο γέρος γενικά νοσεί και πιεστικά η μανία της δικαστικής εξουσίας στρέφεται στο τέλος αλλού.

     
               




Γιατί όμως ο Φιλοκλέων μας αρέσει;;

 Ο Αριστοφάνης επιτυγχάνει με μία δραματουργική δεξιοτεχνία τελικά αυτός ο απαράδεκτος χαρακτήρας να μας υποχρεώσει να μας αρέσει! Αυτό είναι κάτι που δεν επιδέχεται λογικής εξήγησης. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι στην πραγματική ζωή αυτή η στάση θα προκαλούσε σίγουρα έντονη κοινωνική αποδοκιμασία και σοβαρές νομικές κυρώσεις. Τι συμβαίνει λοιπόν;

 Η απάντηση νομίζω ότι βρίσκεται στο χώρο του υποσυνείδητου, εάν ο μέσος θεατής ταυτιστεί με το Φιλοκλέωνα μπορεί εύκολα να πάρει εκδίκηση για τις καταπιεστικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της ζωής. Ο γέρος είναι δηλαδή ένα κωμικό πρόσωπο, που μπορεί να πει κανείς, ότι κάνει ότι θα επιθυμούσε να κάνει ότι θέλει πραγματικά υποσυνείδητα να κάνει στη ζωή ένας κοινός άνθρωπος  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι νεότεροι σχολιαστές επεσήμαναν ότι προκαλεί ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, συμπόνια και αγάπη στους θεατές και αναγνώστες της κωμωδίας.

 Ο Βδελυκλέων αρχικά διαφωνεί με το πάθος του πατέρα του (έως την παράβαση) και αυτό είναι το βασικό θέμα του έργου. Μετά την παράβαση ο Βδελυκλέωνας θέλει πια να διαπαιδαγωγήσει τον πατέρα του και να τον μπάσει σε μία καλύτερη κοινωνία. 

 Γιατί όμως ο Βδελυκλέων αποστρέφεται το δικαστικό επάγγελμα για τον πατέρα του; Γιατί εκείνος δεν είναι νέος; Όχι φυσικά , τα δικαστήρια τα απάρτιζαν γέροι ως επί το πλείστο, μη στρατεύσιμοι.. 

 Τα δικαστήρια εξέφραζαν τη λαϊκή θέληση και δε τα αμφισβητούσε κανείς, ούτε ζητούσε κανείς από τους δικαστές να λογοδοτήσουν, ούτε καν εφεσιβάλονταν οι αποφάσεις τους! Ήταν κατά κάποιο τρόπο κυρίαρχο σώμα. Είχαν ακόμη τη δυνατότητα να καταστρέφουν τις σταδιοδρομίες των πολιτικών, ενώ ταυτόχρονα η θανατική ποινή επιβάλλονταν εύκολα.. 

 Στο Φιλοκλέωνα άρεσε αυτή η αυθαίρετη άσκηση εξουσίας… Να κλαίνε δηλαδή μπροστά του άνθρωποι διακεκριμένοι, να κολακεύουν και να ζητούν έλεος. Αυτό είναι που σιχαίνεται ο Βδελυκλέονας, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο λειτουργούν οι δικαστές. Κύριο μέλημα του είναι να αποσπάσει τον πατέρα του από αυτόν τον κόσμο. 

 Οι πολιτικοί με πρώτο τον Κλέωνα προσπαθούσαν να κερδίσουν τη συμπάθεια των δικαστών. Η αγόρευση του Βδελυκλέωνα προσπαθεί να αποδείξει ότι η εξουσία που έχουν οι δικαστές είναι απατηλή, στην πραγματικότητα την εξουσία έχουν οι πολιτικοί. Τα χρήματα του  λαού πηγαίνουν όλα στους πολιτικούς που μεταχειρίζονται τους δικαστές όπως θέλουν, γιαυτό καμώνονται ότι τους αγαπούν και τους κολακεύουν.


     



 Το πάθος των δικαστών, η αγριότητα των γέρων και η ευχαρίστηση τους να καταδικάζουν ανθρώπους αποτελεί ψυχολογική τους αντίδραση στο αίσθημα κατωτερότητας που αναπόφευκτα συνοδεύει τη σωματική κατάπτωση που δεν μπορεί να αποτρέψει η εξωτερική εκδήλωση σεβασμού . Αυτό ακριβώς το πάθος εκμεταλλεύονταν οι πολιτικοί. Η δουλειά αυτή δεν ταιριάζει σε εντιμότατους πολίτες αλλά σε φτωχούς και τεμπέληδες κατοίκους της πόλης..

 Στην αρχαία Ελλάδα η συμπόνια και η επιείκεια δε θεωρούνταν μεγάλες αρετές όπως σήμερα, θεωρούνταν όμως αρετές. Σπάνια στα ρητορικά κείμενα ή στο δράμα οι δικαστές κατηγορούνται για αυστηρότητα αντίθετα συγχαίροντα συχνά για την επιείκεια τους από κατηγορούμενους και συνηγόρους.

 Ο τρόπος συμπεριφοράς του Φιλοκλέωνα δεν είναι ούτε ελληνικός ούτε αθηναϊκός. Οι εκκλήσεις για επιείκεια κολακεύουν αλλά δε βρίσκουν κάτι κακό στη συμπεριφορά. Ο Αριστοφάνης στις Σφήκες δεν προτείνει να αλλάξει κάτι στην πολιτική και δικαστική ζωή, αλλά τελικά κατά βάση ηθικολογεί καυτηριάζοντας συγκεκριμένες συμπεριφορές.



Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ισοβιτης:




-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...