Το αναπόφευκτο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης.

Η ανάπτυξη της κας Φοίβας Σοφίας που ακολουθεί καταδεικνύει το γεγονός ότι η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους ήταν αναπόφευκτη. Τα διαδοχικά γεγονότα που παρατίθενται οδηγούν στο ανωτέρω συμπέρασμα...





Η άλωση  της  Κωνσταντινούπολης  είναι  ένα  από  τα  σημαντικότερα  γεγονότα της  παγκόσμιας  ιστορίας,  καθώς  σήμανε  το  τέλος  της  αντίστασης  που  ανέπτυξαν  οι χριστιανικοί  λαοί  της  ανατολής  απέναντι  στον  επεκτατισμό  του  Ισλάμ  και  επέφερε σημαντικές  πολιτικές,  πολιτιστικές,  οικονομικές  και  κοινωνικές  αλλαγές  κυρίως  στον ελλαδικό  χώρο. 

Το  ακλόνητο  προπύργιο  κατά  της  αραβικής  και  αργότερα  της οθωμανικής  επέκτασης  είχε  χαθεί  οριστικά.  Για  τους  Έλληνες  η  άλωση  της  πάλαι ποτέ  βασιλίδος  των  πόλεων  είναι  ακόμη  και  σήμερα  ένα  γεγονός  που  προκαλεί θλίψη  και  πόνο.  Παρά  ταύτα  όμως,  η  καταστροφή  της  ήταν  αναμενόμενη  και αναπόφευκτη.  Η  Βυζαντινή  αυτοκρατορία  είχε  φτάσει  σε  τέτοιο  σημείο  παρακμής, καθώς  είχε  απολέσει  σχεδόν  όλα  τα  εδάφη  της  εκτός  από  την  πρωτεύουσα  και  τα περίχωρά της και τις κτήσεις στο Μοριά. 

Η πορεία  προς  την  πτώση  είχε  ξεκινήσει  πολύ  νωρίτερα.  Η  πρώτη  άλωση από  τους  σταυροφόρους  το  1204  και  η  λατινική  κατοχή,  διέσπασε  την αυτοκρατορία  σε  μικρότερα  ή  μεγαλύτερα  λατινικά  κράτη  και  οδήγησε  στη δημιουργία  των  ελληνικών  αυτοκρατοριών,  της  Τραπεζούντας,  της  Νίκαιας  και  της Ηπείρου.  Η  επανάκτηση  της  Κωνσταντινούπολης  από  τον  Μιχαήλ  Η’  Παλαιολόγο  το 1261  υπήρξε  αναμφίβολα  σημαντικό  γεγονός.  Η  αυτοκρατορία  όμως  έπρεπε  να κερδίσει  τα  χαμένα  εδάφη  της  κάνοντας  συνεχώς  πολέμους  με  τα  λατινικά  κράτη και  τα  ελληνικά  κράτη. 

 Ο  συνεχής  και  μακροχρόνιος  αγώνας  με  αυτά  τα  κράτη, τους  Σέρβους  και  τους  Βούλγαρους,  οι  οποίοι  εμφανίστηκαν  στο  προσκήνιο διεκδικώντας  τμήματα  της  αυτοκρατορίας,  αλλά  και  οι  εμφύλιοι  πόλεμοι  και  οι δυναστικές  έριδες που ταλάνιζαν το  Βυζάντιο,  δεν  του  επέτρεψαν  να  αποκτήσει και πάλι τον  ηγετικό  ρόλο,  που  κατείχε  τους  προηγούμενους  αιώνες,  ως  πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο στην περιοχή  των Βαλκανίων. 

Εκείνο  το  διάστημα    του  13ου  αιώνα  εμφανίζονται  στη  Μικρά  Ασία  και εδραιώνουν  την  κυριαρχία  τους  νομαδικές  φυλές  Τουρκομάνων,  οι  οποίες απωθήθηκαν  προς  τα  δυτικά  εξαιτίας  της  εισβολής  των  Μογγόλων  από  την ενδότερη  Ασία.  Αρχικά  δεν  φαινόνταν  απειλητικές  προς  το  Βυζάντιο,  το  οποίο  είχε συνηθίσει  στο  παρελθόν  να  επιβιώνει  ευρισκόμενο  ανάμεσα  σε  δύο  πυρά  από Ανατολή  και  Δύση.  

Η  κατακερματισμένη  Βυζαντινή  αυτοκρατορία  θεώρησε  την απειλή  από  τη  Δύση  πιο  σημαντική  και  διέθεσε  το  μεγαλύτερο  μέρος  του  στρατού της  για  την  αντιμετώπιση  της  εισβολής  από  τα  λατινικά  κράτη.  Οι  προσπάθειες  του Μιχαήλ  Η’  Παλαιολόγου,  αλλά  και  των  επόμενων  αυτοκρατόρων  για  ένωση  με  τη Δύση και συσπείρωση του χριστιανικού κόσμου  απέβησαν άκαρπες. Η οικονομική  κατάσταση  της  αυτοκρατορίας  δεν  επέτρεπε  τη  συντήρηση  του μισθοφορικού  στρατού,  όπως  συνέβαινε  τον  προηγούμενο  αιώνα.  

Οι αλλαγές στην  κοινωνική  δομή,  η  μείωση  της  ισχύς  του  αυτοκρατορικού  αξιώματος,  η  άνοδος της  ισχύς  της  κληρονομικής  αριστοκρατίας  και  τα  προνόμια  που  απέσπασε  και  η συρρίκνωση  της  τάξης  των  ελεύθερων  μικροκαλλιεργητών  οδήγησε  σταδιακά  στην εξασθένηση  του  Βυζαντίου  και  έδωσε  την  ευκαιρία  στη  Γένουα  και  τη  Βενετία  να αποκτήσουν  μεγάλη  οικονομική  δύναμη,  ελέγχοντας  σχεδόν  εξ  ολοκλήρου  το βυζαντινό  εμπόριο.  Οι  Γενουάτες  είχαν  αποκτήσει  μία  δική  τους  εμπορική  συνοικία στην  καρδιά  της  πρωτεύουσας,  στο  Γαλατά  και  οι  έριδες  λόγω  του  ανταγωνισμού μεταξύ  Βενετίας  και  Γένουας  προκάλεσαν  προβλήματα  στην  ίδια  την  αυτοκρατορία, η οποία τελικά βγήκε ζημιωμένη και  εξασθενημένη από  τη  αυτή τη  σύγκρουση.   

Μετ ά τ ο 1302 προοδευτικά  οι  επαρχίες  του  Βυζαντίου  στη  Μικρά  Ασία  είχαν απολεσθεί  και  καθώς  οι  Τούρκοι  εδραίωσαν  την  κυριαρχία  τους,  δεν  υπήρχε  καμία ελπίδα  ανάκαμψης.  Στις  αρχές  του  14ου  αιώνα,  μεταξύ  των  ετών  1321‐1328  η εμφύλια  διαμάχη  που  ξέσπασε  στην  αυτοκρατορία  παρέλυσε  τη  διοίκηση, αδυνάτισε την οικονομία και την αντίσταση της αυτοκρατορίας απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς της και έδωσε την ευκαιρία στους τελευταίους να επωφεληθούν από αυτή τη σύγχυση. 

  Το 1326 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Προύσα, η οποία και έγινε πρωτεύουσα του κράτους τους. Το 1331 κατέλαβαν τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια. Το 1352 κατέλαβαν το φρούριο Τζύμπη, κοντά στην Καλλίπολη, γεγονός σημαντικό, καθώς είναι η πρώτη εγκατάσταση των Τούρκων σε ευρωπαϊκό έδαφος. Οι επιδρομές στα θρακικά εδάφη συνεχίστηκαν με την άλωση της Καλλίπολης το 1354, της Αδριανούπολης το 1361 και του Διδυμοτείχου το 1361. Η πιο σημαντική επιτυχία τους όμως υπήρξε η μάχη του Έβρου το 1371, οπότε και εξολόθρευσαν τους Σέρβους και άνοιξαν τις πύλες προς τη Σερβία, τη Βόρεια Ελλάδα και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, τα οποία υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας και να αποστέλλουν επικουρικά εκστρατευτικά σώματα στους επικυριάρχους τους. 

Το Βυζάντιο έφτασε στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, όταν το 1390 ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συμμετάσχει στην πολιορκία και κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, της τελευταίας ελεύθερης ελληνικής πόλης στη δυτική Μικρά Ασία!  

Τα πράγματα δεν εξελίσσονταν ομαλά για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, σε αντίθεση με την Οθωμανική που συνεχώς αυξανόταν και αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη. Κάθε νίκη των Οθωμανών ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη θέση τους, ενώ αποδυνάμωνε τη θέση του Βυζαντίου και των άλλων Βαλκανικών λαών.   

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες αναζήτησαν συμμάχους αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο της διαρκούς και ταχύτατης ανόδου των Οθωμανών και το γεγονός, ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνοι την τουρκική εξάπλωση, καθώς διέθεταν μηδαμινές στρατιωτικές δυνάμεις. Στράφηκαν λοιπόν στους ηγεμόνες της Δύσης ζητώντας οικονομική και στρατιωτική ενισχυση, χρησιμοποιώντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών. Ιδιαίτερα οι αυτοκράτορες Ιωάννης Ε΄, Μανουήλ Β΄ και  Ιωάννης  Η’  έκαναν  ταξίδια  σε  αρκετές  ευρωπαϊκές  πρωτεύουσες  για  την εξεύρεση  βοήθειας. 

 Τα  δυτικά  κράτη  δεν  αντιλαμβάνονταν  το  μέγεθος  της  απειλής και  ο  λόγος  του  πάπα  δεν  είχε  την  ίδια  ισχύ,  όπως  στο  παρελθόν.  Μονάχα  ο βασιλιάς  της  Ουγγαρίας  ανέπτυξε  έντονη  δράση  με  εκκλήσεις  στους  ηγεμόνες  της Ευρώπης  και  τον  πάπα  για  την  οργάνωση  σταυροφορίας  κατά  των  Τούρκων.  Η σταυροφορία  οργανώθηκε  τελικά,  αλλά  κατέληξε  σε  ήττα  των  σταυροφόρων  στη μάχη  της  Νικόπολης  (25  Σεπτεμβρίου  1396).  Ο σουλτάνος  Βαγιαζήτ  μετά  από  αυτή  θριαμβευτική  νίκη  κατέφυγε  και  πάλι στην  πολιορκία  της  Κωνσταντινούπολης.  Η  πολιορκία  κράτησε  7  χρόνια  (13941402) και  έληξε  στις  28  Ιουλίου  1402  με  τη  μάχη  της  Άγκυρας,  οπότε  και  οι Τούρκοι  ηττήθηκαν  κατά  κράτος  από  τους  Μογγόλους  του  Τιμούρ  ή  Ταμερλάνου. Η νίκη αυτή προκάλεσε αποσταθεροποίηση στο  εσωτερικό  του  οθωμανικού κράτους  και  παρέτεινε  τη  ζωή  του  Βυζαντίου  για  άλλα  50  χρόνια.  

Ο  φοβερός σουλτάνος  Βαγιαζήτ  είχε  συλληφθεί  και  πέθανε  στην  αιχμαλωσία.  Μετά  από  τους αδελφοκτόνους  αγώνες  μεταξύ  των  γιων  του  Βαγιαζήτ  επικράτησε  τελικά  ο Μωάμεθ ο Α’,  ο  οποίος  στην  προσπάθειά  του  να  σταθεροποιήσει  την  εξουσία  του, αναγκάστηκε  να  ακολουθήσει  φιλειρηνική  πολιτική.  Το  διάστημα  της  βασιλείας του  υπήρξε  και  το  τελευταίο  που  θα  κυλούσε  ειρηνικά  για  το  Βυζάντιο.  Δυστυχώς όμως,  οι  χριστιανικοί  λαοί  δεν  κατόρθωσαν  να  το  εκμεταλλευθούν  και  να  περάσουν στην  αντεπίθεση.  Από  τη  στιγμή  που  αποκαταστάθηκε  η  σταθερότητα  στο εσωτερικό  του  Οθωμανικού  κράτους  και  μετά  το  θάνατο  του  Μωάμεθ  Α’,  ο  γιος  του Μουράτ Β΄πολιόρκησε ξανά την Πόλη,  τον  Ιούνιο του  1422. 

Ο Ιωάννης  Η΄κατέφυγε  στη  Δύση,  κάνοντας  και  πάλι  ταξίδια  στις  ευρωπαϊκές πρωτεύουσες  με  απώτατο  στόχο  την  αναζήτηση  βοήθειας.  Δεν  κατόρθωσε  να πετύχει  τίποτε  ουσιαστικό  και  αναγκάστηκε  να  καταφύγει  στη  λύση  της  ένωσης  των Εκκλησιών.  

Στη  σύνοδο  της  Φερράρας‐Φλωρεντίας,  μετά  από  μακρόχρονες  και εξαντλητικές  συζητήσεις  μηνών,  σχετικές  με  δογματικά  ζητήματα  υπογράφηκε τελικά  στις  6  Ιουλίου  1439  η  περίφημη  πράξη  της  συνόδου  και  γιορτάστηκε  η  ένωση της  Ορθόδοξης με  την Καθολική εκκλησία.  Η ένωση  όμως  κάθε  άλλο  από  βοήθεια  προσέφερε  στο  Βυζάντιο.  Προκάλεσε διχασμό  στο  λαό  αλλά  και  στον  υπόλοιπο  ορθόδοξο  κλήρο  και  αποκηρύχΘηκε  από τους  άλλους  ορθόδοξους  πατριάρχες.  

Εξόργισε  το  σουλτάνο,  ο  οποίος  έβλεπε  με καχυποψία τις κινήσεις αυτές  του Βυζαντίου.  Η  οργάνωση  μίας ακόμη σταυροφορίας  από  μέρους  του  χριστιανικού  κόσμου  εναντίον  των  Τούρκων κατέληξε  σε  αποτυχία.  Στη  μάχη  της  Βάρνας  το  1444  νικητές  ανεδείχθησαν  για ακόμη  μία  φορά  οι  Τούρκοι,  ενώ  οι  δεσπότης  της  Σερβίας  Γεώργιος  Μπράνκοβιτς και  ο  βοεβόδας  της  Τρανσυλβανίας  Ιωάννης  Ουνυάδης  αναγκάστηκαν  να συνθηκολογήσουν με το σουλτάνο. 

Παρακολουθώντας  κανείς  τα  όσα  συνέβησαν  από  το  1204  μέχρι  και  την τελική  άλωση  της  Κωνσταντινούπολης  το  1453  αντιλαμβάνεται,  ότι  η  πτώση  της ήταν  προδιαγεγραμμένη,  καθώς  η  ίδια  η  Βυζαντινή  αυτοκρατορία  δεν  ήταν  παρά  η σκιά  του  παλιού  εαυτού  της  και  τα  δυτικά  κράτη,  έχοντας  να  αντιμετωπίσουν  δικά τους  εσωτερικά  προβλήματα  και  εξωτερικούς  εχθρούς,  δεν  ήταν  σε  θέση  – ακόμη και  αν  το  ήθελαν  –  να  βοηθήσουν  το  Βυζάντιο.  Η  Βυζαντινή  αυτοκρατορία επομένως  είχε  ολοκληρώσει  τον  κύκλο  της  ζωής  της  και  όπως  συμβαίνει  σε  κάθε φυσικό  ή  ανθρώπινο  δημιούργημα  μετά  την  αρχή  και  την  ολοκλήρωση  της  πορείας του  ακολουθεί πάντα  το  αναπόφευκτο τέλος.

Πηγή: Φοίβα Σοφία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δύναμη του Παραμυθιού. Ηρώ Ντιούδη

  Τα παραμύθια δεν είναι μόνο ψυχαγωγία για τα παιδιά, αλλά και ο πιο άμεσος τρόπος για να οδηγηθούν με ασφάλεια στην ωριμότητα, υποστηρίζει...