Η έννοια της Βορείου Ηπείρου γεννήθηκε εξ αντιδιαστολής προς κάποια Νότια Ήπειρο, από τη στιγμή που η τελευταία ενσωματώθηκε στην ελληνική επικράτεια μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι ονομασίες συνεπώς αυτές δεν αντιστοιχούν προς πάγιες γεωφυσικές διαιρέσεις, αλλά προέκυψαν από την πολιτικοστρατιωτική, διπλωματική και στρατηγική συγκυρία.
Δεδομένου του προς νότον ορίου, το οποίο ταυτίζεται ως εκ τούτου με την ελληνοαλβανική μεθόριο, παραμένει προς εντοπισμό εκείνο του βορρά, που επίσης, όπως θα φανεί, αποτελεί αντικείμενο μάλλον της πολιτικής ιστορίας παρά της γεωγραφίας.
Κύριο χαρακτηριστικό των αλβανικών εδαφών νοτίως της γραμμής Αυλώνας - Μπεράτι - Πογράδετς (Vlora - Berat - Pogradeci), είναι η ύπαρξη διαδοχικών κοιλάδων που χωρίζονται μεταξύ τους από παράλληλες οροσειρές εκτεινόμενες από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Το όλο σχήμα ορίζεται στα βορειοανατολικά από το λεκανοπέδιο της Κορυτσάς (Korea), που διατρέχεται από τον ποταμό Δεβολη (Devolli).
Στα νοτιοδυτικά της Κορυτσάς εκτείνονται οι κοιλάδες της Κολόνιας (Kolonja) και του Σκράπαρι (Skrapari), πουδιασχίζονται από τους παραπόταμους του Οσούμι (Osumi), με σημαντικότερο κέντρο την Ερσέκα (Erseka). Δυτικότερα, βρίσκεται η κοιλάδα της Πρεμετής (Permeti), που διατρέχεται από τη Βογιούσα (Vjosa - Αώος). Το σπουδαιότερα κέντρα της κοιλάδας αυτής, πλην της Πρεμετής, είναι το Λεσκοβίκι (Leskoviku) και η Κλεισούρα (Kelcyra).
Η οροσειρά της Νεμέρτσικας (Nemerçka) χωρίζει την κοιλάδα της Πρεμετής από την περιφέρεια της Δρόπολης και των Ζαγορίων. Η κοιλάδα της Δρόπολης (Dropulli) ή Δρυϊνουπόλεως διασχίζεται από τον ποταμό Δρύνο (Drinosi), ο οποίος προς βορρά διοχετεύεται μέσω κλεισούρας προς την κατεύθυνση του Τεπελενίου, όπου ενώνεται με τη Βογιούσα. Το σημαντικότερο κέντρο της Δρόπολης είναι το Αργυρόκαστρο (Gjirokastra).
Στα βορειοανατολικά της κοιλάδας εκτείνεται η ορεινή περιοχή των Ζαγορίων. Η πεδιάδα του Δέλβινου (Delvina) με κέντρο την ομώνυμη πόλη, βρίσκεται στα δυτικά της Δρόπολης, με την οποία επικοινωνεί μέσω του στενού της Μουζίνας (Muzina). Διατρέχεται από τον ποταμό Μπίστριτσα (Bi-strica), ενώ η χαμηλή λοφοσειρά της Τσούκας (Çuka), την αποκόπτει από τον κόλπο και το λιμένα των Αγίων Σαράντα (Saranda). Από τους Αγίους Σαράντα αρχίζει μια παραλιακή ζώνη που φθάνει προς βορρά ως τον κόλπο της Αυλώνας. Η παραλιακή αυτή ζώνη αποκόπτεται από το εσωτερικό, εξαιτίας της απότομης και απρόσιτης οροσειράς των Κεραυνίων, στις πλαγιές και τις κοιλάδες της οποίας βρίσκονται αρκετοί οικισμοί, μεταξύ των οποίων και τα χωρία της περιφέρειας της Χιμάρας (Himara). Η περιγραφή αυτή συμπίπτει χονδρικά με μια μέση πολιτική αντίληψη περί των ορίων της Βορείου Ηπείρου, στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι περιφέρειες που περιέχουν συμπαγείς ομάδες ελληνικού πληθυσμού, χωρίς να σημαίνει αυτό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ότι πρόκειται αποκλειστικά για περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχεί πληθυσμιακά.
Σύμφωνα με τον Γιαννιώτη Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο (1728), ο οποίος αντιγράφει παλαιότερους συγγραφείς, η Ήπειρος περιλαμβάνει το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και τη Χιμάρα, ενώ η Αυλώνα, το Μπεράτι, το Ελμπασάν, η Βοσκόπολη (Μοσχόπολη) και η Γκιόρτζα (Κορυτσά) ανήκουν στην Αλβανία. Την περιγραφή αυτή ενστερνίζονται σε γενικές γραμμές και ο Δανιήλ Φιλιππίδης με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, οι επιλεγόμενοι Δημητριείς (1791): το Αργυρόκαστρο και τα βουνά της Χιμάρας υπάγονται στην Ήπειρο, όχι όμως η Αυλώνα ή το Ελμπασάν, που ανήκουν στην Κάτω Αρβανιτιά ενώ διστάζουν ως προς την υπαγωγή της Βοσκόπολης (Μοσχόπολης).
Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα F.C.H.L. Pouqueville (ca 1806) θεωρεί ότι το Παλαιοπωγώνι, η Δρόπολη (Αργυρόκαστρο), η Πρεμε-τή, το Τεπελένι, και η Αυλώνα ανήκουν στην Ήπειρο, ενώ περιλαμβάνει στη Μέση Αλβανία τη Μουζακιά, τη Μαλακάστρα, το Σκρά-παρι, το Μπεράτι και το Ελμπασάν. Κατά τη διδασκαλία του Γιαννιώτη λόγιου Αθανάσιου Ψαλίδα, (ca 1810) η όλη Αλβανία διαιρείται στο Ιλλυρικό και το Ηπειρωτικό τμήμα· στο τελευταίο περιλαμβάνονται η Πωγωνιανή, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και η Αυλώνα, ενώ στο Ιλλυρικό όλοι οι πέραν της Βιώσης (Βογιούσας/Αώου) τόποι δηλαδή, σε ό,τι μας αφορά, η Τοσκηρία (Τεπελένι), η Δεσνίτζα (Κλεισούρα), το Ταγκλί (Δαγκλί), η Κολόνια, η Γκιόρτζια (Κορυτσά), το Μπεράτι, το Αλμπασάνι κ.τ.λ.
Ο μαθητής του Ψαλίδα Βορειοηπειρώτης ιεροδιάκονος Κοσμάς ο Θεσπρωτός (ca 1833) θεωρεί επίσης την Βογιούσα ως όριο μεταξύ Αλβανίας και Ηπείρου. Στην Αλβανία υπαγάγει και αυτός το Τεπελένι, την Κλεισούρα, το Δαγκλί, την Κολόνια, την Κορυτσά, Μοσχόπολη, Μπεράτι, Αλμαπσάνι κ.τ.λ., και στην Ήπειρο τις περιφέρειες Πωγωνιανής, Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα, Χι-μαρας και Αυλώνας, ενώ εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ως προς την Πρεμετή.
Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να δούμε την πρώτη επίσημηελληνική άποψη επί του ζητήματος. Η επί των Εξωτερικών Γραμματεία (Υπουργείο) του νεοπαγούς Ελληνικού Κράτους διοργανώνει το 1835 το Προξενείο Ηπείρου και Αλβανίας, το οποίο υποδιαιρεί σε τρία υποπροξενεία: το υποπροξενείο της Ηπείρου, με έδρα τα Ιωάννινα, περιλάμβανε υπό τη δικαιοδοσία του τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Ηπείρου και την παραλία της Τσαμουριάς μέχρι Βουθρυντου (Βουθρωτού)· το υποπροξενείο της Κάτω Αλβανίας, με έδρα την Αυλώνα, περιλάμβανε την περιοχή την περικλειόμενη από την παράλια απο Βουθρυντού μέχρι Καβάγιας και από τη γραμμή από Κονί-τζης μέχρι Βερατίου· η δικαιοδοσία τέλος του υποπροξενείου της Άνω Αλβανίας, με έδρα το Δυρράχιο, εκτεινόταν από «το παράλιον της Καβάγιας» μέχρι των Αυστριακών ορίων του παραλίου τούτου και τις περιφέρειες της Σκόνδρας, του Ελβασάν και της Οχρίδος (συμπεριλαμβανομένης).
Ο εκ των πρώτων Ελλήνων ηπειρωτολόγων Παργινός Παναγιώτης Αραβαντινός (1857) επαναφέρει τις ρωμαϊκές διαιρέσεις «Πάλαια» και «Νέα Ήπειρος» ή «Νότιος Αλβανία». Η μεν πρώτη περιλαμβάνει όλες τις περιοχές της σημερινής ελληνικής Ηπείρου και εκείνες της Πωγωνιανής, Δρόπολης και Χιμάρας, ως το Ακροκεραύ-νιο ακρωτήριο· η δε δεύτερη τις περιοχές Πρεμετής, Τεπελενίου, Αυλώνος, Μπερατίου, Ελβασανίου κτλ., ενώ η Γκιόρτζα (Κορυτσά) και η Βοσκόπολη υπάγονται στη Μακεδονία.
Ο επιτελικός ταγματάρχης Ιφικράτης Κοχίδης (1880) παρατηρεί ότι «τα προς βορράν όρια της Ηπείρου με την Ιλλυρία πολλάς έσχον μεταβολάς», σημειώνει εντούτοις τη Βογιούσα από τις εκβολές της και εν συνεχεία το Γράμμο ως το νυν όριο, για να περιλάβει όμως κατόπιν στην τοπογραφική περιγραφή του μέχρι και την Αυλώνα, το Βεράτιο, το Δυρράχιο και την Κορυτσά.
Ο υπολοχαγός του πυροβολικού Παναγιώτης Κουγιτέας (1905) ονομάζει «Κάτω Αλβανία ή Μακεδόνικη Ιλλυρία» τη χώρα την οριζόμενη «προς'Β. υπό του Σκούμπη (Γενούσου), προς Ν. υπό του Αώου (Βοώσας), προς Δ. υπό της Αδριατικής θαλάσσης και προς Α. υπό του διαμερίσματος της Κολωνίας», ενώ ονομάζει «Ήπειρο» μόνο τη χώρα νοτίως του Αώου. Στην επίσημη έκδοση του Ελληνικού Στρατού του 1919, Βόρειος Ήπειρος πλέον ονομάζονται οι περιοχές της Κορυτσάς, του Στα-ρόβου της Κολονίας, του Αργυρόκαστρου, της Χιμάρας, του Δελβί-νου, του Λεσκοβικίου, του Τεπελενίου, της Πρεμετής, του Πωγωνίου και των Φιλιατών. Στη διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, το ζήτημα των ορίων της Βορείου Ηπείρου ενεπλάκη με εκείνο της συζητούμενης οριστικής ελληνοαλβανικής μεθορίου.
Οι προτάσεις των διάφορων πλευρών ήσαν φυσικά ποίκιλες, όπως προκύπτει και από τα ντοκουμέντα που συνόδευσαν τις συζητήσεις. Σε γενικές γραμμές, ο ρους της Βογιούσας θεωρήθηκε πάντως ένα σημαντικό όριο που αντιστοιχούσε σε εθνολογικά δεδομένα. Στη σημερινή τέλος συγκυρία, από ελλαδικής πλευράς παρουσιάζονται τρεις εκδοχές, που αντιστοιχούν σε τρεις πολιτικοϊδεολογι-κες αντιλήψεις. Στην ακραία εκδοχή όριο αποτελεί ο Γενούσιος # ποταμός (Shkumbini), περικλείοντας έτσι την Αυλώνα, το Μπεράτι και φυσικά την Κορυτσά μέσα στη Βόρειο Ήπειρο, μαζί με περισσότερο από ένα εκατομμύριο Αλβανούς, το 40% του συνολικού εδάφους της Αλβανίας, και οκτώ από τις δώδεκα μεγαλύτερες πόλεις της χώρας.
Σύμφωνα με μια μέση εκδοχή, στην έννοια του ορού «Β. Ηπειρος» εμπεριέχονται, χονδρικώς, όλες οι περιοχές νοτίως της γραμμής Αυλώνας-Πόγραδετς (μη συμπεριλαμβανομένων), δηλαδή τα εδάφη στα οποία αναφερόταν η γεωφυσική περιγραφή που προηγήθηκε και τα οποία αντιστοιχούν στις διεκδικήσεις του Βενιζέλου το 1919.
Οι μετριοπαθέστερες τέλος απόψεις, που στηρίζονται εν πολλοίς και στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα (1991-1992), περιορίζουν την κρίσιμη περιοχή νοτίως της Βογιουσας, εκεί δηλαδή όπου, όπως θα δούμε, το ελληνικό στοιχείο παρουσιάζεται ασυζητητί ισχυρό. Οι εκτιμήσεις αυτές εκφράζουν και τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της ελληνικής μειονότητας, και σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την αποπομπή της το Φεβρουάριο του 1992Η. Επισήμως, το αλβανικό κράτος απορρίπτει την ύπαρξη «Βορείου Ηπείρου», θεωρώντας ότι ο όρος αυτός θέτει εμμέσως ζήτημα ένωσης με τη Νότια. Αναγνωρίζει αντιθέτως «ελληνική μειονότητα στην Αλβανία».
Ο «βορειοηπειρωτικός» χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται ευρέως από τα αντίστοιχα σωματεία και επιτροπές που εδρεύουν κυρίως στην Ελλάδα και εκφράζουν κύκλους εκπατρισθέντων Βορειοηπειρωτών. Είναι αξιοσημείωτο τέλος ότι τμήμα της επί τόπου μειονότητας διατυπώνει αντιρρήσεις για το χαρακτηρισμό «Βορειοηπειρώτης» και αντιτείνει πατριωτικότερα, εκείνον του «Έλληνα», βάσει του σκεπτικού ότι ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει γεωγραφική περιοχή οριζόμενη ως Β. Ήπειρος, τότε «Βορειοηπειρώτες» είναι, φυσικώ τω λόγω, όλοι οι κάτοικοι της, Αλβανοί, Βλάχοι ή Έλληνες· η χρήση συνεπώς του όρου συσκοτίζει την ελληνική ιδιαίτερη παρουσία.
Η περιοχή που μας ενδιαφέρει μοιραζόταν στα τέλη της Τουρκοκρατίας μεταξύ των Καζάδων Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Χιμάρας, Πωγωνίου, Λεσκοβικίου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Κολόνιας και Κορυτσάς. Οι επτά πρώτοι υπάγονταν στο Βιλαέτι των Ιωαννίνων (Σαντζά-κια Ιωαννίνων και Αργυροκάστρου), ενώ οι Καζάδες της Κολόνιας και της Κορυτσάς υπάγονταν στο Σαντζάκι της Κορυτσάς, υποκείμενο με τη σειρά του στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου (Βιτωλίων), και όχι σε κείνο των Ιωαννίνων. Σήμερα η περιοχή αυτή διαιρείται σε 8 Επαρχίες ή Νομούς όπως αρέσκονται να μεταφράζουν στα μέρη αυτά προσφάτως τον αλβανικό διοικητικό όρο Rrethi. Πρόκειται για τους Νομούς Αγίων Σαράντα, Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Τεπελενίου, Πρεμετής, Ερσέκας, Κορυτσάς και Αυλώνας — όπου υπάγεται πλέον η περιφέρεια της Χιμάρας.
II απόσπαση του Δελβίνου από τον Νομό των Αγίων Σαράντα έγινε μόλις το 1992, και αποδίδεται από τους ντόπιους σε πολιτικούς λόγους, δηλαδή στη διάσπαση των περιοχών της μειονότητας. Οι Νομοί αυτοί υποδιαιρούνται σε Δήμους και Κοινότητες. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν συχνά μεγάλο αριθμό χωριών, λ.χ. 16 χωριά η Κοινότητα Σωφράτικων του Αργυροκάστρου και 15 η Κοινότητα Αειβαδιάς των Αγίων Σαράντα· αντιστοιχούν δηλαδή περισσότερο στους αγροτικούς Δήμους της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Οι κοινότητες αυτές έχουν αναδιαρθρωθεί προσφάτως και δεν αντιστοιχούν πλήρως με εκείνες της απογραφής του 1989· συνεπώς απαιτείται μια επιπλέον εργασία ταύτισης, ώστε να είναι συγκρίσιμοι οι αριθμοί των απογραφών με εκείνους των εκλογικών αποτελεσμάτων των ετών 1991-1992.
Οι επικεφαλής της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Αλβανία εκλέγονται τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό. Οι νομάρχες δηλαδή είναι σήμερα εκλεγμένοι και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως θα δούμε, το γεγονός ότι οι μειονοτικοί συνδυασμοί κέρδισαν τις Νομαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Αργυροκάστρου, όχι όμως και τις Δημαρχίες των δύο τελευταίων πόλεων, ενώ αντιθέτως κέρδισαν την Κοινότητα της Χιμάρας. Η σχέση πόλης-υπαίθρου πρέπει να αξιολογηθεί ανάλογα και να αναδειχθούν οι εθνοπολιτισμι-κές συμμαχίες που συγκροτήθηκαν.
Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΛΙΒΡΕΤΑΚΗΣ Η ελληνική κοινότητα της Αλβανίας απο τη σκοπιά της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου