Σχεδόν σύγχρονο με τη γεωμετρική εγκατάσταση, είναι και το νεκροταφείο της εποχής σιδήρου, το οποίο βρέθηκε στην πεδιάδα ανάμεσα σ' αυτήν και στη μεγάλη «τράπεζα Ναρές». Θα πρέπει κατ' αρχήν να επισημανθεί ότι, όπως συνάγεται από τη χωροταξική διάταξη του νεκροταφείου, τουλάχιστον από τον 9ο αι. π.Χ. και εξής, ο ταφικός χώρος είναι απόλυτα διαχωρισμένος από τον σύγχρονό του οικιστικό[104], ο οποίος υποθέτουμε ότι βρίσκεται στην «τράπεζα Ναρές». Δεν αποκλείεται ωστόσο ο ίδιος χώρος να χρησιμοποιούνταν για ταφές και από τους κατοίκους της γύρω αγροτικής περιοχής και ίσως και από αυτούς που κατοικούσαν στη μικρή γεωμετρική εγκατάσταση που ανασκάψαμε.
|
Τα κοσμήματα της νεκρής του τάφου (αριθμός 948) στη θέση που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή (φωτ. της Β. Μ-Δ) |
Με τον όρο «νεκροταφείο εποχής σιδήρου» ορίσαμε ένα αυστηρά οριοθετημένο νεκροταφείο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για ταφές την περίοδο από τον 9ο μέχρι τον 7ο αι. η το πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. και μόνο περιπτωσιακά στους επόμενους αιώνες[105]. Η χρονολόγηση των τάφων της εποχής σιδήρου δεν είναι απόλυτα ακριβής, επειδή στηρίζεται κυρίως στην εγχώρια άβαφη κεραμική, που επικρατεί σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα και που είναι δύσκολο να χρονολογηθεί επακριβώς, καθώς και στα κοσμήματα, που επίσης δεν αποτελούν ακριβή χρονολογικά τεκμήρια.
Από το νεκροταφείο αυτό έχουν ερευνηθεί 2.228 τάφοι σε έκταση 12 στρεμμάτων (Εικ. 9). Τα όρια του, από τα οποία έχουν αποκαλυφθεί τμήματα του βόρειου, του ανατολικού και του δυτικού, φαίνεται ότι ήταν με σαφήνεια καθορισμένα. Στη βορειοανατολική περιοχή διαπιστώθηκε τοποθέτηση των ακριανών τάφων σε σειρά, μια τοποθέτηση που θα μπορούσε να δηλώνει και την ύπαρξη δυο δρόμων, ενός με κατεύθυνση Β-Ν και ενός άλλου Α-Δ. Το δυτικό όριο, από το οποίο έχει αποκαλυφθεί ένα τμήμα, παραβιάζεται ορισμένες φορές με την τοποθέτηση, έξω από το όριο, τάφων, ίσως μεταγενέστερων της οριοθέτησης (Εικ. 10). Εντύπωση προκαλεί το μέγεθος του νεκροταφείου σε συνάρτηση με την πυκνότητα των τάφων. Αν αναλογισθούμε ότι ένα μεγάλο τμήμα του επεκτείνεται και στα διπλανά χωράφια, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η συνολική έκτασή του θα ήταν σχεδόν διπλάσια.
Οι ταφές ανήκουν και σε ενήλικες και σε παιδιά, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό από το μέγεθος των τάφων. Ορισμένοι ιδιαίτερα μικροί τάφοι, σε μερικούς από τους οποίους διατηρούνταν και λίγα σκελετικά κατάλοιπα, δείχνουν ότι στο νεκροταφείο θάβονταν ακόμη νήπια και βρέφη. Μολονότι επικρατεί ο ενταφιασμός, χρησιμοποιείται σε μικρή κλίμακα και η καύση. Αρκετά τεφροδόχα αγγεία βρέθηκαν διάσπαρτα σ' όλη την έκταση του νεκροταφείου.
Το μεγαλύτερο τμήμα του νεκροταφείου αναπτύσσεται οριζόντια, οι τάφοι είναι τοποθετημένοι πυκνά ο ένας κοντά στον άλλον, αλλά δεν έχουν ένα σταθερό προσανατολισμό. Ωστόσο, σε πολύ λίγες περιπτώσεις νεότερες ταφές καταστρέφουν παλιότερες. Οι τάφοι είναι λακκοειδείς η κιβωτιόσχημοι. Στους τελευταίους το υποτυπώδες κιβώτιο είναι κατασκευασμένο με κάθετα τοποθετημένες πλακαρές πέτρες. Τέλος τα τεφροδόχα αγγεία με τα καμένα οστά των νεκρών βρίσκονται ανάμεσα στους τάφους ή πάνω σε καλυπτήριες (Εικ. 11).
Στο νοτιότερο τμήμα του νεκροταφείου οι τάφοι είναι επίσης είτε λακκοειδείς είτε κιβωτιόσχημοι, οι περισσότεροι όμως από τους τελευταίους παρουσιάζουν μια πιο εξελιγμένη μορφή, όπου το κιβώτιο είναι πιο καλοσχηματισμένο. Ακόμη, παρατηρούνται λίγοι κτιστοί με αργούς λίθους τάφοι, ελεύθερες ταφές, ταφές σε πιθάρια και επίσης τεφροδόχα αγγεία. Αξίζει να επισημανθεί ότι στο τμήμα αυτό έχουν εντοπισθεί και μικροί ταφικοί περίβολοι, που ίσως στήριζαν τυμβίσκους, οι οποίοι δεν βρέθηκαν, επειδή, αν υπήρχαν, θα είχαν ισοπεδωθεί από την καλλιέργεια.
Συνήθως κάθε τάφος χρησιμοποιήθηκε για τον ενταφιασμό ενός νεκρού. Σπάνια απαντούν λάκκοι με δυο ή τρεις νεκρούς. Οι νεκροί τοποθετούνται ανάσκελα με τα χέρια ανάμεσα στους μηρούς και συχνά τους αστραγάλους δεμένους.
Οι τάφοι είναι μερικές φορές πλούσια κτερισμένοι, αλλά συχνότερα είναι φτωχοί. Στις περιπτώσεις αυτές μόνο ένα ή δυο κτερίσματα προσφέρονταν στους νεκρούς, ή το ένδυμα του νεκρού έφερε κάποιο διακοσμητικό κόσμημα (π.χ. επιχρυσωμένο ομφάλιο). Συνολικά πάντως το 40% έως 50% αυτών περιέχουν εκτός από τον σκελετό του νεκρού και κάποια αντικείμενα. Πρόκειται για αγγεία, κοσμήματα και εργαλεία. Τα πήλινα αγγεία έχουν περιορισμένο σχηματολόγιο. Επικρατούν οι πρόχοι, τα κανθαρόσχημα και φιαλόσχημα μόνωτα κύπελα, οι αμφορίσκοι. Στους νηπιακούς τάφους βρέθηκαν και θήλαστρα. Τα κοσμήματα είναι κυρίως χάλκινα και σιδερένια. Έχουμε, ως επί το πλείστον, ψέλια πολύσπειρα και απλά, συχνά διακοσμημένα με χαρακτά σχέδια, δακτυλίδια, είτε με οκτώσχημη ή ρομβοειδή σφενδόνη, είτε ταινιωτά, πόρπες, περόνες, περιλαίμια στριφτά, σπειροειδείς σωληνίσκους, ενώτια. Βρέθηκαν επιπλέον και λιγοστά χρυσά κοσμήματα, όπως ένα ζεύγος ενωτίων και μερικά χρυσά επιστόμια. Δεν λείπουν ακόμη και γυάλινες ψήφοι. Τα ρούχα διακοσμούνται επίσης με χάλκινα κομβία και επιχρυσωμένα χάλκινα ομφάλια που θα έδιναν την εντύπωση των χρυσοποίκιλτων ενδυμάτων. Ραμμένα πάνω στο ύφασμα διακοσμούσαν, το στήθος, τη μέση, το κεφάλι των νεκρών.
Τα εργαλεία είναι κυρίως σιδερένια μαχαιρίδια. Ένα από αυτά, που διατηρείται σε άριστη κατάσταση, διασώζει την οστέινη λαβή του που είναι διακοσμημένη με χαρακτούς κύκλους. Χαρακτηριστική είναι και η ανεύρεση σε πολλούς γυναικείους τάφους ενός πήλινου σφονδυλιού. Αποτελούσε εξάρτημα για το αδράχτι, το οποίο δεν έχει διασωθεί λόγω του φθαρτού υλικού του, και έδειχνε την κύρια απασχόληση της νεκρής, όταν βρισκόταν στη ζωή. Κυρίως έγνεθε το μαλλί. Θα πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε ότι βρισκόταν συνήθως σε φτωχικούς τάφους, πολλές φορές ήταν το μοναδικό κτέρισμα, ένδειξη ότι η ειδίκευση αυτή αφορούσε τις φτωχότερες τάξεις. O διαχωρισμός των φύλων από τα κτερίσματα των νεκρών δεν είναι συνήθως εφικτός. Μερικές μόνο ταφές ορίζονται με σχετική βεβαιότητα ως γυναικείες από την ποικιλία και πολυμορφία των κοσμημάτων που εμπεριείχαν ή σε άλλες περιπτώσεις από την παρουσία του σφονδυλιού. Τα μαχαιρίδια, όπως και τα υπόλοιπα κτερίσματα, βρέθηκαν σε τάφους και των δυο φύλων και επομένως δεν βοηθούν στη διάκριση των τάφων σε γυναικείους και ανδρικούς[106]. Αξίζει επίσης να τονισθεί η σχεδόν παντελής απουσία όπλων από τους ανδρικούς τάφους της εποχής σιδήρου, ένα έθιμο που έχει διαπιστωθεί ότι επικρατεί στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο παρακείμενο νεκροταφείο των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, από τον προχωρημένο 6ο π.Χ. και εξής και είναι γνωστό και από άλλες περιοχές της Μακεδονίας στην ίδια εποχή.
Οι πλουσιότεροι τάφοι είναι οι γυναικείοι. Στον τάφο αριθ. 514 το ένδυμα της νεκρής από τον ώμο μέχρι την κοιλιά διακοσμούνταν με 40 επιχρυσωμένα ομφάλια. Στα χέρια φορούσε χάλκινα βραχιόλια και δακτυλίδια, ενώ πάνω στον αριστερό ώμο της βρέθηκαν δυο χάλκινοι διπλοί πελέκεις. Στον τάφο αριθ. 948 (Εικ. 12) βρέθηκαν 32 αντικείμενα. Πρόκειται για έναν απέριττο κιβωτιόσχημο τάφο μιας νεαρής γυναίκας του 7ου αι. π.Χ., στον οποίο τα περισσότερα κτερίσματα της νεκρής βρέθηκαν στοιβαγμένα στη μια γωνία του. Ανάμεσα στα κοσμήματα που της προσφέρθηκαν, ξεχωρίζουν δυο βαριά πολύσπειρα βραχιόλια, τα οποία φορεμένα θα κάλυπταν το κάθε χέρι της γυναίκας από τον καρπό μέχρι τον αγκώνα. Για τη διακόσμηση της κεφαλής της χρησιμοποιήθηκαν οι σπειροειδείς σωληνίσκοι, γνωστοί με τον όρο σύριγγες, οι οποίοι κρέμονταν ανάμεσα στα μαλλιά στερεωμένοι πιθανόν σε μια δερμάτινη στεφάνη[107], ενώ τέσσερα περιλαίμια και ένα περιδέραιο με αμφικωνικές χάντρες προορίζονταν για την κόσμηση του λαιμού και του στήθους της. Τέλος τη στερέωση και διακόσμηση των ενδυμάτων εξυπηρετούσαν μια-δυο λεπτές περόνες, δυο διαφορετικού τύπου πόρπες, καθώς και μερικά ακόμη δισκοειδή κοσμήματα.
Τα κοσμήματα αυτά έχουν ιδιαίτερες ομοιότητες με αυτά που βρέθηκαν π.χ. στη Βεργίνα ή στην Τσαουσίτσα[108] και δείχνουν ότι οι λαοί που κατοικούσαν στη Μακεδονία είχαν όμοιο πολιτιστικό υπόβαθρο.
Στο νότιο τμήμα του νεκροταφείου εμφανίζονται νέα κοσμήματα, ενώ μειώνονται τα παλιά. Εμφανίζονται οι μεγάλες χάλκινες αμφικωνικές χάντρες και τα περίαπτα σε σχήμα πουλιού[109]. Τώρα πλέον στη μεταλλοτεχνία χρησιμοποιείται περισσότερο το χύσιμο σε καλούπι αντί της σφυρηλάτησης του μετάλλου, ενώ η ευαισθησία των τεχνιτών τούς οδηγεί σε κατασκευή πλαστικότερων μορφών. Η τεχνική βρίσκεται σε πιο εξελιγμένο στάδιο. Τα νέα αυτά στοιχεία χρονολογούνται στο τέλος του 8ου και στον 7ο αι. π.Χ. Στον 7ο αι. π.Χ. ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. ανήκουν και τα χρυσά επιστόμια που χρησιμοποιούνται για το κλείσιμο του στόματος του νεκρού. Τα χρυσά επιστόμια είναι πολύ συχνό εύρημα σε τάφους μεταγενέστερους, των μέσων και ύστερων αρχαϊκών χρόνων που έχουν βρεθεί στη Νέα Φιλαδέλφεια αλλά και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας στα ίδια χρόνια, εντούτοις η αρχή τους ανάγεται στην εποχή σιδήρου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σιδερένιο ξίφος του τάφου αριθ. 1543, το οποίο διασώζει και τα χάλκινα δεσίματα της δερμάτινης πιθανόν θήκης του. Το ξίφος αυτό μαζί με ένα ακόμα που βρέθηκε στον γειτονικό τάφο αριθ. 1544 είναι τα μοναδικά τέτοιου είδους αντικείμενα που αποκαλύφθηκαν στο νεκροταφείο της εποχής σιδήρου. Η κεραμική που συνοδεύει τα ευρήματα αυτά είναι η γνωστή άβαφη εγχώρια της εποχής σιδήρου. Η παρουσία των ξιφών εδώ προαναγγέλλει την επικράτηση του εθίμου της ταφής των ανδρών με τον οπλισμό τους, έθιμο που παγιώνεται στη Νέα Φιλαδέλφεια την περίοδο μετά τα μέσα του 6ου αι.
Το νοτιοδυτικό τμήμα του νεκροταφείου της εποχής σιδήρου επαναχρησιμοποιήθηκε σε πολύ περιορισμένη κλίμακα τον προχωρημένο 6ο αι. π.Χ., τον 4ο αι. και τον 3ο αι. π.Χ. Άλλοτε κατασκευάσθηκαν νέοι τάφοι, άλλοτε επαναχρησιμοποιήθηκαν οι παλιότεροι. Χαρακτηριστικό ιδιαίτερα των τάφων του 6ου έως 4ου αι. π.Χ. το οποίο διαπιστώθηκε κυρίως στις ταφές του νεκροταφείου των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων που βρέθηκε σε μεγάλη έκταση ανατολικά αυτού της εποχής σιδήρου, είναι ότι υπάρχει σταθερός προσανατολισμός της κεφαλής του νεκρού ανάλογα με το φύλο, κάτι που επίσης δεν φαίνεται να ακολουθείται με συνέπεια στους προγενέστερους τάφους. Οι άνδρες έχουν το κεφάλι στα βόρεια ή στα δυτικά, οι γυναίκες στα νότια ή στα ανατολικά. Επιπλέον κυρίως στον 6ο αι. και στον 5ο αι. παρατηρείται, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η συνήθεια οι άνδρες να θάβονται με τον οπλισμό τους και οι γυναίκες, όπως και στην εποχή σιδήρου, με τα κοσμήματά τους. Τον οπλισμό των νεκρών ανδρών απαρτίζουν το χάλκινο κράνος, το σιδερένιο ξίφος και τα δυο σιδερένια δόρατα. Οι τάφοι επίσης από τη μέση αρχαϊκή περίοδο και εξής, διακρίνονται για την αφθονία αγγείων εισαγμένων από την Αττική, Κόρινθο, Ιωνία. Οι ταφές του 4ου αι. π.Χ. ξεχωρίζουν από τα γνωστά κτερίσματα της εποχής αυτής (αγγεία, κοσμήματα, χάλκινα νομίσματα).
Η τελευταία φάση της χρήσης του νεκροταφείου της εποχής σιδήρου τοποθετείται στα ρωμαϊκά χρόνια. Λίγοι τάφοι αυτής της εποχής εντοπίσθηκαν στο κεντρικό τμήμα του χώρου που ερευνήθηκε. Διακρίνονται κυρίως από την κατασκευή τους με κεραμίδες στέγης και από τα κτερίσματά τους, ανάμεσα στα οποία επικρατούν τα βολβόσχημα μυροδοχεία και τα χάλκινα νομίσματα των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Οι τελευταίοι φαίνεται ότι σχετίζονται με μια παρακείμενη εγκατάσταση ρωμαϊκών χρόνων, τμήμα της οποίας είχαμε ανασκάψει το 1995[110].
Η περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας ανήκει στην αρχαία Μυγδονία, η οποία είχε τα όρια που καταλαμβάνει περίπου ο σημερινός νομός Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, που συχνά είναι ασαφείς ή ακόμα παρουσιάζουν αντικρουόμενες απόψεις, στη Μυγδονία, πριν από την ενσωμάτωσή της στο Μακεδονικό κράτος, ζούσαν οι Μύγδονες, στους οποίους αποδίδονταν δέκα πόλεις[111]. Κατά τον Θουκυδίδη οι Μακεδόνες κατέλαβαν την περιοχή αυτή διώχνοντας από εκεί τους Ηδωνούς[112]. Όπως είχε διαπιστωθεί με την επιφανειακή αλλά και ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα σε άλλες περιοχές, οι πληθυσμοί αυτοί κατοικούσαν κυρίως σε μεγάλους οικισμούς που τους εγκαθίδρυαν πάνω σε χαμηλά φυσικά υψώματα (τράπεζες). Στον κάτω ρου του Γαλλικού δεσπόζουν σήμερα πέντε τέτοιοι παρόμοιοι με της Νέας Φιλαδέλφειας οικισμοί πάνω σε «τράπεζες».
Η ανασκαφή στη Νέα Φιλαδέλφεια μας έδωσε και νέα στοιχεία για την οργάνωση των οικιστικών εγκαταστάσεων στην περιοχή αυτή.
Η εγκατάσταση πάνω στο τραπεζιόσχημο ύψωμα, που αναφέραμε προηγουμένως, αποτελεί ένα νεοαποκαλυπτόμενο εύρημα στον μακεδονικό χώρο, το οποίο προκαλεί ερωτηματικά σχετικά με τον χαρακτήρα του. Το γεγονός ότι είναι μια ολιγομελής κοινότητα γίνεται αμέσως αντιληπτό από τον μικρό αριθμό των κτηρίων που περιλαμβάνει. Το τετράχωρο κτήριο του άνω πλατώματος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρησιμοποιήθηκε για κατοικία, όπως άλλωστε και το συγκρότημα των δωματίων στο νότιο φρύδι του λόφου. Εντούτοις το εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος του πρώτου για τα μέτρα της εποχής σιδήρου -εμβαδόν σχεδόν 200 τ.μ.- η θέση του σε κεντρικό σημείο του λόφου και το περιβάλλον του, που είναι ανοιχτός χώρος χωρίς άλλες οικοδομές σε αρκετή απόσταση, δείχνουν ότι δεν πρόκειται για κατοικία μιας απλής αγροτικής οικογένειας. Η οικονομική ισχύς και η χρησιμοποίηση άφθονου εργατικού δυναμικού, προϋποθέσεις αναγκαίες για έργα μεγάλου μεγέθους, όπως π.χ. μεταφορά χωμάτων για δημιουργία ταρατσών, η πλήρης αυτάρκεια των αγροτικών προϊόντων και η αρμοδιότητα ανακατανομής της παραγωγής, που φαίνεται από τα πολυάριθμα αποθηκευτικά αγγεία, δείχνουν ότι πρόκειται ίσως για έδρα ή για έργο κάποιου τοπάρχη της περιοχής[113]. Εξάλλου η θέση της εγκατάστασης στον λόφο δίπλα στο ποτάμι υποδηλώνει ότι ίσως σχετίζεται με την εκμετάλλευση των πόρων του ποταμού. Δεν μπορεί όμως να αποκλεισθεί και η περίπτωση να εξυπηρετούνταν και αμυντικοί στόχοι, καθόσον από τη θέση αυτή μπορούσε να ελεγχθεί και η πρόσβαση προς την παραλιακή Μακεδονία και συγχρόνως υπήρχε και άμεση οπτική επαφή προς τον κυρίως οικισμό, που βρισκόταν στην «τράπεζα», η οποία ήταν σε αρκετή απόσταση από το ποτάμι. Τι σημαίνει ο διαχωρισμός της εγκατάστασης αυτής από τον κεντρικό οικισμό της «τράπεζας», στον οποίο εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι βρίσκεται το κέντρο της διοίκησης, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Θα μπορούσε ίσως να σκεφτεί κανείς ότι η εξουσία δεν ήταν απόλυτα συγκεντρωτική σε ένα άτομο (βασιλιά) αλλά διαμοιραζόταν ανάμεσα σε περισσότερα μέλη μιας αγροτικής αριστοκρατίας.
Συνεπώς, η εγκατάσταση στον λόφο δημιουργεί προϋποθέσεις για την κατανόηση της οργάνωσης, των κοινωνικών δομών και των θεσμών των λαών του μακεδονικού χώρου κατά τη γεωμετρική και πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Άλλωστε, ο εντοπισμός των πρόχειρων εγκαταστάσεων στην πεδιάδα δείχνει ότι οι οικιστικές περιοχές δεν περιορίζονταν μόνο στους λόφους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατά την εποχή σιδήρου ήταν διαδεδομένη στην πεδιάδα εποχική κατοίκηση ή μια μονιμότερη εγκατάσταση φτωχών ανθρώπων άμεσα συνδεδεμένων με την αγροτική εργασία.
Τα στοιχεία που προαναφέραμε μπορούν να συσχετισθούν με αυτά που μας δίνει η ανασκαφή του νεκροταφείου, στο οποίο αποτυπώνεται και μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα της κοινωνίας της εποχής εκείνης. Ιδιαίτερα πολυπληθής κοινότητα που παρουσιάζει μεν κοινωνική διαστρωμάτωση, αν ερμηνεύεται σωστά η διαφορά στην ποσότητα των ευρημάτων ανάμεσα στους τάφους, αλλά στηρίζεται στις αρχές της ισότητας τουλάχιστον απέναντι στο θάνατο. Πλούσιοι και φτωχοί καταλαμβάνουν ίδιο χώρο ταφικής γης και κατανέμονται τυχαία σ' όλη την έκταση του νεκροταφείου. Ακόμη, η αυστηρή οριοθέτηση του νεκροταφείου προϋποθέτει μια μορφή πρωτοαστικής οργάνωσης του οικισμού, ο οποίος μεριμνά για την προγραμματισμένη χρήση της διαθέσιμης αγροτικής γης, όπως τουλάχιστον φαίνεται από το μεγαλύτερο τμήμα του νεκροταφείου.
Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι κατά το τέλος του 9ου αι. π.Χ. οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας, εγκατεστημένοι στην «τράπεζα Ναρές», έχουν αποκτήσει μια ακμαία οικονομία που επιτρέπει την κατανομή της εργασίας και απολαμβάνουν τουλάχιστον μέσα στα όρια του κεντρικού οικισμού ένα είδος πρωτοαστικής οργάνωσης. Στον οικισμό αυτό υπάγονται πιθανότατα και άλλες μικρές εγκαταστάσεις, σε λόφους ή στην πεδιάδα, που είναι πολύ πιθανόν να μοιράζονται την ίδια ταφική γη. Η κοινότητα αυτή βρίσκεται σε επικοινωνία με την υπόλοιπη Μακεδονία αλλά και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Αξίζει να επισημάνουμε τη μεγάλη ομοιότητα των χάλκινων κοσμημάτων της Νέας Φιλαδέλφειας με αυτά του νεκροταφείου των τύμβων της Βεργίνας, ένδειξη του κοινού πολιτιστικού υπόβαθρου όλων αυτών των συγγενών κατά μια έννοια φύλων της εποχής σιδήρου.
Οι έρευνες στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές του μυχού του Θερμαϊκού κόλπου, όπως στην Αγχίαλο, στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, στο Καραμπουρνάκι, στη Σταυρούπολη, καθώς και στην υπόλοιπη Μακεδονία έδειξαν ομοιότητες στην κεραμική, άβαφη και γραπτή, όλων αυτών των οικισμών. Οι στενές εμπορικές επαφές με τον νοτιότερο χώρο διαπιστώθηκαν από την ανεύρεση γεωμετρικών αγγείων εισαγμένων κατευθείαν από την Εύβοια. Μάλιστα η γεωμετρική διακόσμηση υπάρχει όχι μόνο στα αγγεία που εισήχθηκαν από τη νότια Ελλάδα, αλλά και σ' αυτά που κατασκευάζονταν στη Μακεδονία. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι Ευβοείς πήραν μέρος στον αποικισμό του βορειοελλαδικού χώρου. Πιθανόν οι αποικίες τους απετέλεσαν και τα κύτταρα για την ανάπτυξη της γνήσιας γεωμετρικής τέχνης στη Μακεδονία.
Χαρακτηριστική είναι η άνθιση και της μεταλλοτεχνίας. Η αφθονία των χάλκινων και σιδερένιων αντικειμένων, οι συχνά επαναλαμβανόμενοι όμοιοι τύποι κοσμημάτων συνηγορούν για την ύπαρξη μεγάλων εργαστηριακών μονάδων που κάλυπταν τις ανάγκες μιας ιδιαίτερα αυξημένης ζήτησης. Τα εργαστήρια αυτά τροφοδοτούσαν και τον βορειότερο βαλκανικό χώρο, αφού η ανεύρεση αντίστοιχων τύπων και εκεί βεβαιώνουν την ύπαρξη αξιόλογων πολιτιστικών επαφών και ανταλλαγών.
Τον 6ο αι. παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή στα ταφικά έθιμα. Επικρατεί η ταφή των ανδρών με τα όπλα τους και επιβάλλεται ο διαφορετικός προσανατολισμός των νεκρών ανάλογα με το φύλο τους. Οι γυναίκες, όπως και στην εποχή σιδήρου, θάβονται με τα κοσμήματά τους. Με την ανασκαφή του αρχαϊκού νεκροταφείου στη Νέα Φιλαδέλφεια διευρύνονται τα όρια των περιοχών, όπου απαντούν τα παραπάνω έθιμα. Η εκπληκτική ομοιότητα τους με αυτά από το νεκροταφείο της Θέρμης, της Αγ. Παρασκευής, του Αγ. Αθανασίου στον νομό Θεσσαλονίκης μέχρι αυτών του νεκροταφείου της Βεργίνας και της Αιανής στην Κοζάνη δείχνει και πάλι την πολιτιστική ομοιογένεια των θρακικών και μακεδονικών φύλων. Το φαινόμενο της επικράτησης αυτών των ταφικών εθίμων μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι όμοιο πολιτειακό καθεστώς, δηλαδή η βασιλεία, υπήρχε σε όλα τα επιμέρους φύλα, ένα συντηρητικό σύστημα διακυβέρνησης που ευνοεί την επίδειξη ισχύος των ατόμων της άρχουσας τάξης και την προβολή πολεμικών προτύπων. Υπαινίσσεται ακόμη την ύπαρξη μιας ισχυρής συντηρητικής αριστοκρατίας που επιβιώνει από την εποχή σιδήρου και που τον 6ο αι. π.Χ. αυτοπροσδιορίζεται υιοθετώντας το πρότυπο του πολεμιστή ως σημείο αναφοράς στην ηρωική εποχή. Η τάξη αυτή καθιερώνει έθιμα που απηχούν ομηρικές ταφικές πρακτικές και τα οποία υιοθετούνται τελικά από ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Ανάλογα έθιμα επικρατούν στη νότια Ελλάδα στη γεωμετρική εποχή, όπου υπάρχουν αντίστοιχες κοινωνικές συνθήκες, ενώ η εξαφάνισή τους στην αρχαϊκή έχει συνδεθεί με την επικράτηση της δημοκρατίας[114].
Ο 4ος αι. π.Χ. είναι περίοδος πολιτικής αστάθειας και μεγαλύτερης φτώχειας. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων αντικατοπτρίζεται στα ταφικά έθιμα της Νέας Φιλαδέλφειας με τη μείωση των κτερισμάτων ή τη χρησιμοποίηση φθηνότερων αντικειμένων. Στα μέσα του αιώνα οι συνθήκες αρχίζουν να αλλάζουν. Ο Φίλιππος ο Β' ενοποιεί τη Μακεδονία και επιβάλλει ολοκληρωτικά την εξουσία των Μακεδόνων. Στη συνέχεια οργανώνεται η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, άφθονο χρήμα εισρέει στη Μακεδονία, δημιουργούνται τα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι περιφερειακοί οικισμοί όπως αυτός της Νέας Φιλαδέλφειας συρρικνώνονται. Ας μην ξεχνάμε ότι το 315 π.Χ. ιδρύεται η Θεσσαλονίκη, η οποία αποκτά πληθυσμό από τις γειτονικές περιοχές.
104 Δ. Γραμμένος - Σ. Τριανταφύλλου, Ανθρωπολογικές Μελέτες από τη Βόρεια Ελλάδα (2004), 265 κ.ε. (Β. Μισαηλίδου-Δεσποτίδου).
105 Βλ. Β. Μισαηλίδου-Δεσποτίδου, Χάλκινα κοσμήματα αρχαϊκών χρόνων από τη Μακεδονία (Αδημ. Διδακτ. Διατρ. 2003), 22, σημ. 20.
106 Μόνο με την έρευνα των σκελετικών καταλοίπων είναι δυνατός ο προσδιορισμός τους. Για τις ανθρωπολογικές μελέτες στη Νέα Φιλαδέλφεια βλ. Γραμμένος - Τριανταφύλλου, ό.π. σημ. 15, σ. 271 κ.ε. (Ε. Μίλκα - Χρ. Παπαγεωργοπούλου).
107 Για τον τρόπο που οι σωληνίσκοι τοποθετούνταν στο κεφάλι βλ. Κ. Phomiopoulou - I. Kilian-Dirlmeier, PZ 64, 1989, 101-107.
108 Μ. Ανδρόνικος, Βεργίνα I. Το νεκροταφείο των τύμβων (1969), S. Casson, BSA, 24, 1919-1921, 1 κ.ε.
109 Για ανάλογα παραδείγματα βλ. π.χ. Bouzek, ό.π. Εικ. 33 και 49.
110 ΑΔ 50, 1995, Χρ. 470-471, ΑΕΜΘ 1995, 313-314
111 Στράβ. VII απόσπ. 36, Πτολ. ΙΙΙ.13.36. Βλ. ακόμη N. Hammond, A History of Macedonia, vol. I, Oxford 1972, 182 κ.ε.
112 Θουκ. ΙΙ.99.4.
113 Για τέτοιου είδους εγκαταστάσεις βλ. A. Mazarakis-Ainian, From rulers dwellings to temples (1997).
114 I. Morris, Death-ritual and Social Structure in Classical Antiquity (1992), 26 κ.ε