Πέθανε σε κυνηγετικό ατύχημα, όταν η ζώνη του μπλέχτηκε στα κέρατα ενός ελαφιού που τον έσυρε για 16 μίλια. Άλλες πληροφορίες λένε ότι είναι πιθανό να δολοφονήθηκε από τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' το Σοφό, σε συνωμοσία του με τον στενό σύμβουλο του Βασιλείου Στυλιανό Ζαούτζη, τον πατέρα της ερωμένης του Λέοντα, Ζωής.
Προς το τέλος της ζωής του είχε κακές σχέσεις με το γιο του Λέοντα τον οποίο υποπτευόταν ότι μάλλον ήταν γιος του Μιχαήλ Γ'. Τον φυλάκισε για 3 χρόνια και ήθελε να τον τυφλώσει.
Ο Βασίλειος ήταν ταπεινής καταγωγής ο οποίος έφτασε να γίνει ακόλουθος του Μιχαήλ Γ' και Καίσαρ, αλλά και ηθικός αυτουργός του φόνου του Μιχαήλ. Κατά τα άλλα όμως ήταν εξαιρετικός ηγέτης.
Ήταν μεγαλόσωμος, δυνατός και ρωμαλέος, εξαιρετικά φιλόδοξος, αλλά εντελώς αγράμματος. Συνωμότησε στη δολοφονία του θείου και σύμβουλου του Μιχαήλ Βάρδα, αλλά και του ίδιου του αυτοκράτορα, τον οποίο δυστύχησε η μητέρα του Θεοδώρα να δει να πεθαίνει με αυτόν τον τρόπο, έχοντας επαληθευθεί η πρόβλεψή της ότι ο Βασίλειος θα ήταν το τέλος της δυναστείας της οικογένειάς της. Υπό την απαίτηση δε του ίδιου του Μιχαήλ, παντρεύτηκε την ερωμένη του αυτοκράτορα Ευδοκία Ιγγερίνα, από την οποία απέκτησε τρεις γιους (είχε ήδη άλλον ένα, τον Κωνσταντίνο, από τον πρώτο του γάμο με την συντοπίτισσα του Μαρία). Αγαπούσε υπερβολικά τον πρωτότοκο γιο του Κωνσταντίνο ο οποίος όμως πέθανε νωρίς, βυθίζοντας τον Αυτοκράτορα στη θλίψη. Χωρίς προφανή λόγο, δε συμπαθούσε διόλου τον δεύτερο γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' το Σοφό, τον οποίο μάλιστα είχε συστηματικά διώξει, μέχρι του σημείου της φυλακίσεώς του.
Έδειξε εξαιρετική ικανότητα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων, και οδήγησε στην αναγέννηση της δύναμης του Βυζαντίου Οι Βυζαντινοί τον θεωρούσαν έναν από τους μεγάλους αυτοκράτορες. Η δυναστεία που ίδρυσε οδήγησε το Βυζάντιο σε μια περίοδο δόξας και ευημερίας.
Ο Βασίλειος ήταν ακραιφνής ορθόδοξος. Το Σχίσμα έγινε επί των ημερών του (867), με επακόλουθο τον αφορισμό του Πάπα σε Σύνοδο και απόρριψη των πρωτείων του. Προσπάθησε όμως να έχει καλές σχέσεις με τη Ρώμη και εξόρισε τον Πατριάρχη Φώτιο και εγκατέστησε τον Ιγνάτιο, αλλά με το θάνατο του τελευταίου, επανέφερε το Φώτιο στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Βασίλειος ξεκίνησε ένα μεγάλο νομοθετικό έργο, “τα Βασιλικά”, θέτοντας έτσι τη βάση για να συγκροτηθεί στα χρόνια του γιου του Λέοντα ΣΤ΄, ενώ ο ίδιος εξέδωσε τις σημαντικές συλλογές νόμων: Πρόχειρος Νόμος (870-879) και ανάμεσα στα έτη 879-886 εξέδωσε την «Επαναγωγή», μια αναθεωρημένη συλλογή νόμων.
Υπήρξε ικανός αυτοκράτορας. Με τα μέτρα που έλαβε για τη δικαιοσύνη και τα δικαστήρια έθεσε τις βάσεις για την ισχυροποίηση του κράτους, ενώ φρόντισε για την προστασία των μικροκαλλιεργητών από την απληστία των «δυνατών» και από τη διαφθορά των δημόσιων υπαλλήλων. Το νομοθετικό του έργο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Έκανε λαμπρές στρατιωτικές εκστρατείες, αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία στη Δαλματία και την Αδριατική, και έθεσε τις βάσεις για την επάνοδο του Βυζαντίου στη Ν. Ιταλία. Στην Ανατολή πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Σαρακηνών, και εξουδετέρωσε τους παυλικιανούς αιρετικούς που με την υποστήριξη των Αράβων είχαν γίνει ιδιαίτερα ισχυροί, καταλαμβάνοντας τη βάση τους στην Τεφρική. Έτσι το κράτος τους στον άνω Ευφράτη καταλύθηκε. Επίσης σε συμμαχία με τους Φράγκους, έστειλε 139 πλοία στην Αδριατική. Το Μπάρι, ο Τάραντας και η Καλαβρία ανακτήθηκαν, αλλά η Μάλτα και το μεγαλύτερο μέρος της Σικελίας χάθηκαν και η Βενετία σταδιακά ανεξαρτητοποιήθηκε.
Τέλος ακολούθησε σημαντικότατο πρόγραμμα επισκευών, αποκαταστάσεων και ανεγέρσεων μνημείων, με αποκορύφωμα τη Νέα Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη.
Η Εκκλησία μας το ανακήρυξε άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 29 Αυγούστου εκάστου έτους ως Άγιος Βασίλειος ο Μακεδών ο αυτοκράτορας.
Η μνήμη του Αγίου Βασιλείου δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές παρά μόνο στο Βυζαντινό Εορτολόγιο του Γεδεών (σελ. 161).
Σαν κτήτορας και ανακαινιστής πολλών ναών και μονών, ο Βασίλειος βρήκε θέση σε κάποια Μηνολόγια μεταξύ των Αγίων για την ευσέβεια του και για τον εμπλουτισμό της πρωτεύουσας με ιερά κτίσματα, προς δόξαν Θεού.
Στη φωτογραφία:
Επάνω: Η στέψη του Βασιλείου Α’ ως συν-αυτοκράτορας, από χειρόγραφο στο Χρονικό του Σκυλίτζη.
Κάτω: Ο Βασίλειος και ο δεύτερος γιος του Λέων ΣΤ' επίσης από το Χρονικό του Σκυλίτζη
Ένθετα: Σόλιδος του Βασιλείου Α’. Αριστερά η μορφή του και δεξιά ο πρώτος του γιος Κωνσταντίνος και η δεύτερη γυναίκα του αυτοκράτειρα Ευδοκία Ιγγερίνα.
Αγαπητοί φίλοι του Ραδιοφωνικού Θεάτρου απόψε θα
σας παρουσιάσω σε ραδιοφωνική διασκευή το σπουδαίο μυθιστόρημα της Πηνελόπης
Δέλτα: Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου.
Πρόκειται αναμφίβολα για το γνωστότερο μυθιστόρημα
της Δέλτα, το συνέγραψε το 1910 ενώ το πρώτοδημοσιεύσε στο Λονδίνο το 1911.
Ήταν η εποχή που ο Βενιζέλος είχε τα ηνία της χώρας μετά τον ατυχή πόλεμο του
1897 και την επανάσταση στο Γουδί, καθώς εκείνη την εποχή μεγάλες μεταβολές
ετοιμάζονταν στους χάρτες.
Το έργο, που απέσπασε πλούσια εγκωμιαστικά σχόλια
από πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, εξιστορεί τις
περιπέτειες δύο παιδιών από την ημέρα που αιχμαλωτίστηκαν από τους Βούλγαρους
το 1004 στην Ανδριανούπολη έως το τέλος του πολέμου. Καλύπτει λοιπόν την
περίοδο από το 1004 έως το 1018, βασική περίοδος δράσης του Βουλγαροκτόνου
εναντίον των Βουλγάρων. Το γεωγραφικό πλαίσιο του έργου ήταν ορισμένες νευραλγικές
περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που σήμερα ανήκουν στην Ελλάδα, στη
Βουλγαρία και στα Σκόπια.
Αντικειμενικός στόχος της Πηνελόπης Δέλτα ήταν, όπως προκύπτει και από την αλληλογραφία της με τον Παλαμά, να διδάξει μέσα από
το μυθιστόρημα στα μικρά παιδιά ιστορία, ώστε να τα διαποτίσει με το ιδανικό
της αγάπης για την πατρίδα και το έθνος, ενόψει και των επικείμενων βαλκανικών
πολέμων. Τεράστια είναι και η ηθογραφική αξία του έργου, καθώς μέσα από τα
μάτια των τριών παιδιών-πρωταγωνιστών αναπλάθεται με μυθιστορηματικό τρόπο η
ζωή στα χρόνια του Βυζαντίου.Κατασκοπεία, προδοσία, ίντριγκες και συνωμοσίες, περιπέτειες, ανατροπές, μοιραίοι και παράφοροι έρωτες, πίστη σε ιδανικά και αίσθηση
του καθήκοντος, (δοσμένα με την ευαισθησία και
τον λυρισμό
της Δέλτα), δημιουργούν ένα κλασικό
ιστορικό μυθιστόρημα που ανασυνθέτει με τρόπο γλαφυρό μια χρυσή εποχή του Βυζαντίου.
Η κατάληψη της Πρεσλάβας από τον Τζιμισκή και της Πλίσκας από τον Βασίλειο Β΄, σε μεταγενέστερο σλαβικό χειρόγραφο
Η εξέλιξη του έργου.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο ταραγμένο Βυζάντιο,
στην αυγή της 2ης χιλιετίας μ.Χ., κατά τη διάρκεια των πολέμων ενάντια στους
Βούλγαρους. Βασιλιάς των Βουλγάρων είναι ο Σαμουήλ, ενώ στο Βυζαντινό
στρατόπεδο βρίσκεται ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος. Στον καιρό λοιπόν του
Βουλγαροκτόνου, δύο αχώριστοι φίλοι απ’ το Βυζάντιο για χάρη της πατρίδας θα
εισχωρήσουν στο Βουλγαρικό στρατόπεδο, για να κατασκοπεύσουν και να συλλέξουν
πληροφορίες για τους αντιπάλους. Μέσα από διάφορες καταστάσεις η φιλία τους και
η αγάπη τους για την πατρίδα θα δοκιμαστεί πολλές φορές.
Ο γερο Παγράτης μαζί με ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, την Αλεξία Αργυρή φτάνουν
στην Αδριανούπολη τη βραδιά της κατάληψής της από τους Βουλγάρους τον
Δεκαπενταύγουστο του 1004. Εκεί συναντούν τον Νικήτα, έναν Έλληνα κατάσκοπο και
αδελφικό φίλο του γιού του Παγράτη, και δυο μικρά αγόρια τον Κωνσταντίνο
Κρηνίτη (γιό του Στρατηγού της Αδριανούπολης) και τον Μιχαήλ Ιγερινό. Ο Νικήτας
στην προσπάθειά του να σώσει τα δύο παιδιά από την αιχμαλωσία κινδυνεύει να
αποκαλυφθεί, όμως τον προστατεύει ο Παγράτης, ο οποίος πιάνεται αιχμάλωτος από
τον τσάρο Σαμουήλ. Τα δυο αγόρια, επίσης αιχμάλωτοι του τσάρου μεγαλώνουν
ανάμεσα στους Βούλγαρους χωρίς όμως η ελληνική καρδιά τους να τους προδώσει
ποτέ!
Έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι από γεγονότα που
ακολουθεί την πορεία σχεδόν 15 χρόνων με έντονο το ελληνικό στοιχείο και την
αγάπη για την Πατρίδα…
Περεταίρω
στοιχεία για το έργο.
Το θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται το έργο
είναι η σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία. Η Δέλτα αυτό το
επαναλαμβάνει σε άλλα τρία έργα: Για την
πατρίδα, Μάγκας και Στα μυστικά του βάλτου. Το εν λόγω έργο μαζί με το Για την πατρίδα, έχουν χαρακτηριστεί ως
βυζαντινά μυθιστορήματα, ενώ τα άλλα δύο ως μακεδονικά.
Το Βυζάντιο περιγράφεται ως μία αυτοκρατορία που
το ελληνικό στοιχείο και ο ελληνικός πολιτισμός κυριαρχούν και το ελληνικό
έθνος γνωρίζει μια μεγάλη, ίσως την πιο μεγάλη εξάπλωση. Οι όροι βυζαντινός,
Έλληνας, πατριώτης και χριστιανός ορθόδοξος δηλώνουν το ίδιο πράγμα, δηλαδή τον
Έλληνα. Ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία εξισώνεται με την ελληνική πατρίδα.
Σημαντικότατη εξομοίωση για μια περίοδο αμφισβήτησης της αποκλειστικότητας των
Ελλήνων ως ορθόδοξων (τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ου, όπου οι
επίσης ορθόδοξοι Βούλγαροι προσπαθούν να χειραφετηθούν πρώτα εκκλησιαστικά και
έπειτα εθνικά από την επιρροή του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Οι δύο
φυλές είναι εχθρικές, η μία πρέπει να χαθεί.
Η Πηνελόπη Δέλτα
Η Δέλτα συνέδεσε με τα μυθιστορήματα της το
Μακεδονικό Aγώνα με τους επικείμενους βαλκανικούς πολέμους. Από τα βυζαντινά
μυθιστορήματα που εκτυλίσσονται σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση πέρασε στα
μακεδονικά οπού τα γεωγραφικά όρια στενεύουν σημαντικά, έτσι έχουμε μια
μετάβαση από το ιδεατό στο πραγματικό. Η συγγραφέας συμμερίζεται ξεκάθαρα το
ενδιαφέρον για την ενίσχυση του φρονήματος στο συνεχιζόμενο μακεδονικό αγώνα.
Οι ελληνικές απελευθερωτικές βλέψεις στρέφονται ξεκάθαρα βόρεια, περιοχές της
σημερινής Μακεδονίας, των Σκοπίων, της Αλβανίας και της Βουλγαρίας βρίσκονται
στο στόχαστρο των Ελλήνων. Η Μεγάλη Ιδέα έχει τεράστια απήχηση στο λαό και η
υλοποίηση της βρίσκεται μπροστά. Η Πηνελόπη Δέλτα με τα έργα της εκφράζει αυτό
ακριβώς το λαϊκό συναίσθημα.
Το
ιστορικό πλαίσιο του έργου.
Αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.
εξελίσσονται σφοδρές μάχες μεταξύ του βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου και του
Τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ. Στο έργο αναφέρονται πολλά ιστορικά στοιχεία:
μάχες και ιστορικά πρόσωπα.
Πρόκειται για αγώνες του Βυζαντίου σε περιόδους
μεγάλης δόξας, ανασταίνεται με τον τρόπο αυτό η περίοδος των θριάμβων του
Βασιλείου ΄Β Βουλγαροκτόνου (957-1025 μ.Χ.). Η Δέλτα ξετυλίγει την
προσωπικότητα του Βασιλείου ΄Β (που έζησε περίπου 1000 χρόνια πριν) και την
φέρνει ολοζώντανη στο σήμερα. Ήταν ένας από τους μακροβιότερους αυτοκράτορες,
που κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ονομάζονταν βουλγαροκτόνος επειδή
καθυπόταξε τους Βούλγαρους μετά από μάχες που διήρκησαν τέσσερις δεκαετίες,
ενσωματώνοντας τους έτσι στο αυτοκρατορικό κράτος για τα επόμενα 167 χρόνια.
Το βουλγάρικο κράτος με πρωτεύουσα την Πρεσλάβα
γνώρισε, στο πρώτο τέταρτο του δεκάτου αιώνα, με τσάρο το Συμεών φτάνοντας από
το Δούναβη στις παρυφέςς της Ανδριανούπολης και της Θεσσαλονίκης απειλώντας
ακόμη και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν διπλωματικών ενεργειών των
βυζαντινών (πριγκηπικοί γάμοι κλπ), καθώς και μια εισβολή των «Ρως» (Ρώσσων)
στη Βουλγαρία περιόρισε κάπως τη δυναμική των Βουλγάρων. Ακολούθησαν οι
ενέργειες του Τσιμισκή προκειμένου με διάφορους τρόπους να τους υποτάξει,
ενέργειες τις οποίες διέκοψε απότομα η δολοφονία του.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής
Η άνοδος στο θρόνο του Βασιλείου, ως νόμιμος
διάδοχος, προκάλεσε την εξέγερση του Σκληρού, την οποία ο Βασίλειος κατέστειλε,
πλην όμως είχε ήδη εδραιωθεί η βουλγάρικη εξέγερση που βρήκε τον απαιτούμενο
χρόνο. Η κυριαρχία του Σαμουήλ στη Βουλγαρία και το κατόρθωμα του να
συσπειρώσει την εκεί ελίτ σε συνδυασμό με τις εμφύλιες διαμάχες στο Βυζάντιο
του έδωσε τη δυνατότητα να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Συμεών
εις βάρος της Αυτοκρατορίας. Από κει και πέρα ξεκινά ο μακροχρόνιος αγώνας του
Βασιλείου να καθυποτάξει τους Βούλγαρους, αφού προηγουμένως έδωσε τέλος στις
εμφύλιες διαμάχες.
Το
διασημότερο επεισόδιο αυτού του πολέμου έλαβε χώρα το 1014, όταν ο Βασίλειος
κατάφερε να περικυκλώσει τον βουλγαρικό στρατό που φύλαγε το οχυρωμένο ορεινό
πέρασμα Κλειδίον και να τον αιχμαλωτίσει στο σύνολό του. Σύμφωνα με τον
ιστοριογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη, 15.000 Βούλγαροι στρατιώτες τυφλώθηκαν κατά
διαταγή του αυτοκράτορα, με έναν ανά εκατό να διατηρεί το ένα του μάτι για να
μπορεί να καθοδηγεί τους υπόλοιπους. Οι τυφλωμένοι αιχμάλωτοι αφέθηκαν να
επιστρέψουν στη Βουλγαρία, με στόχο την επίδειξη της ισχύος του αυτοκράτορα,
αλλά και της αποφασιστικότητάς του να δώσει τέλος στη βουλγάρικη επιβολή.
Το αποκρουστικό θέαμα των
τυφλωμένων αιχμαλώτων φέρεται να προκάλεσε τον θάνατο του Σαμουήλ από καρδιακή
προσβολή. Πάντως το γεγονός της τύφλωσης τόσων (15.000) αιχμαλώτων έχει
αμφισβητηθεί εξαιτίας των δυσκολιών μιας τέτοιας πρακτικής και του υπερβολικού
αριθμού της χρήσης τους ως φρουράς, με βάση λογικές εκτιμήσεις για τη συνολική
στρατιωτική δύναμη του βουλγάρικου βασιλείου.
Η υποταγή των Βουλγάρων
Οι
πρωταγωνιστές
Τρία ελληνόπουλα, ο
Κωνσταντίνος. ο Μιχαήλ και η Αλεξία, που θυμίζουν ήρωες του Βίκτωρα Ουγκώ,
εισχωρούν στο στρατόπεδο των Βουλγάρων ως κατάσκοποι, για να προειδοποιήσουν
εγκαίρως τους Βυζαντινούς για τις κινήσεις του εχθρού με κίνδυνο της ζωής τους.
Καλούνται να θυσιάσουν την προσωπική ευτυχία τους με κίνδυνο της ζωής τους,
μπροστά στο χρέος έναντι στην πατρίδα.
Τα δύο αγόρια που μεγαλώνουν
σαν αδέρφια ενδιαφέρονται για το ίδιο κορίτσι (την Αλεξία), χωρίς όμως να
θέλουν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για την καρδιά της. Οι δύο φίλοι είναι
κεντρικοί ήρωες, αχώριστοι έξυπνοί, αγαπημένοι, γενναίοι, παραμένουν ενωμένοι
ως το τέλος και αγωνίζονται για την πατρίδα προσφέροντας υπηρεσίες στον
αυτοκράτορα.
Από το χρονικό του Μάνασση
Ο Κωνσταντίνος θεωρεί σπουδαία υπηρεσία την
κατασκοπεία σε αντίθεση με τον Μιχαήλ που τη θεωρεί περισσότερο ανάγκη παρά
επιλογή. Δύο είναι τα μεγάλα ιδανικά στα οποία οι δυο φίλοι παραμένουν πιστοί:
η Πατρίδα, για την οποία αξίζει κάθε θυσία, και η φιλία, για την οποία αξίζει
κάποιος να πνίξει τις προσωπικές του ανάγκες. Για την αγάπη στην πατρίδα ο
Κωνσταντίνος θυσιάζει τη ζωή του.
Για τη φιλία τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Μιχαήλ
απαρνιούνται τον έρωτά τους για την Αλεξία, κεντρική ηρωίδα του έργου.
Ελεύθερη, αντισυμβατική, ριψοκίνδυνη, δυναμική διεκπεραιώνει με επιτυχία και
μυστικότητα την αποστολή της. Αρχικά παρουσιάζεται ως το πεντάχρονο ορφανό
κορίτσι, στο οποίο τα γεγονότα της Αδριανούπολης και οι σφαγές των Ελλήνων από
τους Βούλγαρους αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια στον ψυχισμό της και της προκαλούν
βουβαμάρα. Στη συνέχεια, τη βρίσκουμε στα βουνά δεκαπεντάχρονη κατάσκοπο, που
από επιλογή παρουσιάζεται ως βουβή για να περνάει απαρατήρητη και να μεταφέρει
ακίνδυνα πληροφορίες στους Έλληνες. Σε αυτές τις αποστολές ερωτεύεται τον
Κωνσταντίνο, στον οποίο τελικά μιλάει προκειμένου να εκφράσει τα συναισθήματά της.
Ο Βασίλειος στο πεδίο της μάχης
Οι
Βούλγαροι.
Οι
θηριώδεις επίορκοι Βούλγαροι, Δραξάν, Ιβάντζης, Νικουλιτσάς, Σαμουήλ, Βλατισλάβ
πρωταγωνιστούν σε έναν πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως με τον αυτοκράτορα Βασίλειο
Βουλγαροκτόνο. Ένα στρατηγό και πολιτικό που πέρασε τη ζωή του πάνω στο άλογο
στις μάχες, από μικρός ως τα 60 του χρόνια θριαμβευτής στις μάχες, ευέλικτος
και εύστροφος στο μυαλό και γρήγορος στις αποφάσεις του.
Συχνά,
σαν μάστερ των αιφνιδιασμών, αλλού τον περίμεναν και αλλού εμφανιζόταν. Υπήρξε
γενναιόδωρος στρατιώτης που όμως, όταν πρόδιδαν τη συμφωνία τους οι Βούλγαροι,
η εκδίκησή του έπεφτε σαν κεραυνός. Μετά τη μάχη στο Κλειδί, τύφλωσε 10.000
Βούλγαρους και τους άφησε ελεύθερους, να γυρίσουν στα χωριά τους για να
θυμούνται οι υπόλοιποι να μην τα βάζουν με τον Αυτοκράτορα.
Τεχνικά και άλλα στοιχεία για το έργο.
Το έργο είναι καλογραμμένο, κρατά αμείωτο το
ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα. Είναι γενικά
ευκολοδιάβαστο βιβλίο, βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα, χαρακτηρίζεται ως
ιστορικό βιβλίο αλλά διαβάζεται και από ενήλικες πολύ ευχάριστα. Όσο
μεγαλύτερος είναι κανείς τόσο περισσότερο μπορεί να εκτιμήσει τα ιστορικά
γεγονότα, τους συμβολισμούς και τις αξίες που κρύβονται πίσω από την ιστορία.Η Πηνελόπη Δέλτα είναι story teller, αφηγήτρια. Σε
κάνει να βλέπεις μπροστά σου εικόνες από στρατούς που απελαύνουν, από
ερωτευμένες καρδιές, μάχες, κατασκοπείες, θριάμβους, ανθρώπινες απώλειες,
θυσίες, αλληλεγγύη, στρατηγικούς ελιγμούς.
Κεντρική ιδέα και
επιμέρους ιδεολογικός άξονας είναι η ιδέα της φιλοπατρίας και της διαφύλαξης
των εθνικών ιδανικών. Ο υπέρτατος αγώνας προκειμένου να διαφυλαχτούν η
αναγκαιότητα και η συνέχεια της πατρίδας, η υποταγή κάθε ατομικού δικαιώματος
στη ιστορική αναγκαιότητα της προστασίας της πατρίδας από τους εξωτερικούς
κινδύνους, επιπλέον κάθε μέσο ή επιδίωξη
που υπηρετεί αυτό το μεγάλο σκοπό καθαγιάζει ακόμη και την κατασκοπεία, ενώ η έννοια
της φιλίας, που αναγνωρίζεται ως αξία και ιδανικό έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Η ίδια το 1910, κατά τη συγγραφή του βιβλίου,
γράφει στον Αλέξανδρο Δελμούζο: «Η
Πατρίδα είναι ζωντανή και παντοδύναμη αγάπη. Το ίδιο και για τα αισθήματα, που
είναι όλα σημερινά και καθόλου βυζαντινά. Έτσι, ετοιμάζοντας τώρα βυζαντινό
διήγημα της ίδιας εποχής, βάζω συνείδηση σημερινή, με σημερινές ιδέες τιμής και
ψυχικές πάλες στην καρδιά του Δαφνομήλη, πράγματα που δε σκέφτηκε βέβαια ποτέ ο
Δαφνομήλης του Ι´ αιώνα! Σκοπός μου δεν είναι να κάνω μια πιστή εικόνα μιας
πεθαμένης εποχής, αλλά να κάμω σημερινά ελληνόπαιδα να σκεφθούν, και αν είναι
δυνατόν, να ξυπνήσω μέσα τους όμορφα και μεγάλα ιδανικά».
Και
ως προς αυτό, της απαντά ο Δελμούζος : « Είμαι
συμφωνότατος, και γι’ αυτό ακριβώς συγκινεί το έργο σας τη σημερινή ελληνική
ψυχή. Κι έτσι πρέπει να μείνει».
Πρότυπο-ήρωας
που αναζητήθηκε στην πολιτική πραγματικότητα ήταν ο Βενιζέλος; Ωραίο ερώτημα. Ο
πατέρας της Δέλτα, ο μεγιστάνας της εποχής Μπενάκης, είχε μεταστραφεί στο
Βενιζελισμό, αυτή όμως παρέμενε σταθερά βασιλική. Προς το πρόσωπο του Βενιζέλου
όμως τρέφει ένα συγκρατημένο θαυμασμό. Υπάρχει βέβαια και ο διάδοχος
Κωνσταντίνος, ποιος κατά τη Δέλτα, θα ενώσει επομένως τους Έλληνες; Ο ανερχόμενος
Κωνσταντίνος ή ο Βενιζέλος; Ο προβληματισμός αυτός δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ.
Το
μυθιστόρημα θα μπορούσε να γυριστεί σαν σήριαλ, θα γνώριζε μεγάλη επιτυχία και
θα μας κρατούσε καθηλωμένους στην οθόνη. Είναι μια κινηματογραφική περιπέτεια
τυπωμένη σε χαρτί. Σίγουρα θα συγκινούσε το Πανελλήνιο.
Αξίζει
στο σημείο αυτό να πούμε σχετικά με τη ραδιοφωνική παραγωγή της ελληνικής
κρατικής ραδιοφωνίας που μεταφέρθηκε στο ραδιόφωνο στις 22-06-1968, σε θεατρική
διασκευή και προσαρμογή της Ιουλίας Ιατρίδη, ότι πρόκειται για μια εξαιρετική
δουλειά. Η παραγωγή είναι σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό, εντούτοις μεταφέρει
τον ακροατή στην εποχή του Βουλγαροκτόνου με απόλυτη ακρίβεια. Η έλλειψη
εικόνας μετατρέπεται σε πλεονέκτημα καθώς αφήνει τη φαντασία του ακροατή να
οργιάσει και να μεταφερθεί στο Βυζάντιο. Εξαιρετική ήταν επίσης και η επιμέλεια
της μουσικής της Ιφιγένειας Εφημιάτου-Σπύρου. Μία πλειάδα σπουδαίων Ελλήνων ηθοποιών,
όπως ο Νίκος Τζόγιας, Ο Σταύρος Ξενίδης και η Ματίνα Καρά σε ραδιοσκηνοθεσία
Γιώργου Θεοδοσιάδη συνθέτουν μια εξαιρετική παραγωγή, η οποία και μεταδόθηκε σε
συνέχειες από το κρατικό ραδιόφωνο. Είναι πολύ κρίμα που αυτή η δουλεία είναι
σήμερα παντελώς άγνωστη, υπάρχει όμως ελεύθερη στο διαδίκτυο.
Η Ματίνα Καρρά στο ρόλο της Αλεξίας
Το
σπουδαίο αυτό έργο της Πηνελόπης Δέλτα τέλος, αγγίζει όλους τους Έλληνες για
ένα σημαντικό λόγο, καθώς αναφέρεται και σε χαμένες πατρίδες που τώρα
βρίσκονται σε βουλγάρικο και σκοπιανό έδαφος. Πέρα από τη σύνδεση του με το
Μακεδονικό Αγώνα και την προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας, η τελική
απώλεια τόσων εδαφών βορειότερα για το ελληνικό έθνος, δημιουργεί μια
μελαγχολία στον αναγνώστη και ένα συναίσθημα αδικίας.
Το μυθιστόρημα έχει και τεράστια ηθογραφική αξία,
μέσα από τα μάτια των τριών παιδιών αναπλάθεται με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή
στα χρόνια του Βυζαντίου.
Η Δέλτα τέλος δήλωσε ότι δε θα έγραφε το
συγκεκριμένο έργο αν υπήρχαν αξιόλογα μυθιστορήματα…
Ο Νίκος Τζόγιας στο ρόλο του Νικήτα
Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ηχητικά Βιβλία για Όλους:
Θεατρική διασκευή και προσαρμογή για το ραδιόφωνο Ιουλίας Ιατρίδη
Σε άλλους ρόλους οι ηθοποιοί: Γιώργος Χρηστόπουλος, Γιώργος Τζαβέλας, Λουκιανός Ροζάν, Γρηγόρης Τσουμάκης, Αλίκη Αλεξανδράκη, Πιπίτσα Σμολένσκη, Νίκος Γαροφάλου, Γιώργος Ζαχαριάδης, Θανάσης Παναγιωτόπουλος.
Ο Λουκιανός Ροζάν
Επιλογή Μουσικής: Ιφιγένεια Εφημιάτου – Σπύρου
Επιμέλεια Ηχών: Δανάη Ευαγγελίου
Ρύθμιση Ηχου: Στέφανου Ευαγγελίου
Σκηνοθεσία: Γιώργος Θεοδοσιάδης
Η Ιουλία Ιατρίδη
Ο Σταύρος Ξενίδης στο ρόλο του Παγράτη
Ο Μάλης Ρευματάς στο ρόλο του αφηγητή
Στο ρόλο του Βασιλείου ο Δημήτρης Καλυβωκάς
Πηγές:
Πηνελόπη Δέλτα, Αλληλογραφία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1990
P. Schreiner, «Die vermeintliche Blendung. Zu den Ereignissen von Kleidion im Jahr 1014», σεЕвропейскиятЮгоизтокпрезвторатаполовинанаX - началотонаXI век. История и култура (Σόφια 2015, εκδ. Военноиздателство), σ.170-190. Η νεότερη θεωρία για το ζήτημα της τύφλωσης των αιχμαλώτων.
Yannis Stouraitis, «Civil war in the Christian Empire», σε Y. Stouraitis (ed.), A Companion to the Byzantine Culture of War,c. 300-1204 (Λάιντεν 2018, εκδ. Brill), σ.92-123. Η νεότερη μελέτη για τον εμφύλιο πόλεμο στο Βυζάντιο, με αναφορά στην περίπτωση της εξέγερσης των Κομητόπουλων.
Μαριάννα Σπανάκη, Βυζάντιο και Μακεδονία στο έργο της Π. Σ. Δέλτα: Η σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας, (Αθήνα2004, εκδ. Ερμής). Διακειμενική ανάλυση των ιστορικών μυθιστορημάτων της Πηνελόπης Δέλτα.
Paul Stephenson, The Legend οf Basil the Bulgar-Slayer (Κέμπριτζ 2003, εκδ. Cambridge University Press). Το βασικό επιστημονικό έργο για τη δημιουργία και εξέλιξη του μύθου
-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.
Το 1025 μ.χ φεύγει από την ζωή σε ηλικία 69 ετών η μεγαλύτερη και ενδοξότερη φυσιογνωμία της Ρωμανίας,ο «Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος»!!!
Κατατρόπωσε τους Βουλγάρους, πολέμησε και νίκησε τους Άραβες στη Συρία, τους Λογγοβάρδους στην Ιταλία, τους Αρμένιους στην Κιλικία και τους Νορμανδούς στη Σικελία. Εκχριστιάνισε τους Ρώσους και εφάρμοσε το περίφημο Αλληλέγγυον με το οποίο υποχρεώνονταν οι δυνατοί να καταβάλλουν τους φόρους των πτωχών καλλιεργητών, οι οποίοι είχαν καταστραφεί οικονομικά κυρίως λόγω των μακροχρόνιων πολέμων. Επίσης παρά τους συνεχείς πολέμους, άφησε πίσω του το δεύτερο μεγαλύτερο πλεόνασμα στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο από καταβολής της Αυτοκρατορίας (το μεγαλύτερο ήταν αυτό που άφησε ο Αυτοκράτορας Aναστάσιος Α' τον 5ο αιώνα με 23.000.000 σόλιδους).
Ο Βασίλειος Β΄, υπήρξε ο μακροβιότερος αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Ανατολικής Αυτοκρατορίας, βασίλεψε σχεδόν μισό αιώνα (976 – 1025) και προσωποποιεί το σημείο της ύψιστης πολιτικής και στρατιωτικής ακμής της αυτοκρατορίας.