Ο Μ. Καραγάτσης είναι ο μοναδικός ίσως αμφιλεγόμενος συγγραφέας του Μεσοπολέμου, ο οποίος συνεχίζει να δεσπόζει στη νεοελληνική πεζογραφία, παρά το γεγονός ότι προκάλεσε κυρίως παλαιότερα την αμηχανία της κριτικής λόγω των αντιφατικών στοιχείων που συνυπάρχουν στο έργο του.
Πέραν όμως από το συγγραφικό του έργο, στο οποίο κατάφερε να συγκεράσει το λαϊκό με το μοντέρνο και το υψηλό στοιχείο, παρομοίως και στη δημοσιογραφική του ιδιότητα, έγραφε σε λαϊκές εφημερίδες όπως στη Βραδυνή, αλλά και σε πιο εκλεκτές όπως στην Πρωία.
Στην παρούσα εισήγηση διερευνώνται ζητήματα που προκύπτουν από τη μελέτη των κριτικών άρθρων του Μ. Καραγάτση δημοσιευμένα σε εφημερίδες της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσα από τα οποία αναδεικνύονται οι κεντρικές πτυχές της κοσμοθεωρίας του εν λόγω πεζογράφου. Αν και υπάρχει εγγενής δυσκολία να εντοπιστεί ένας βασικός άξονας -καθώς ενυπάρχουν ετερόκλητα στοιχεία, τα οποία αντανακλώνται και στο συγγραφικό του έργο- η κύρια συνισταμένη του κριτικού του έργου άπτεται της ιστορικής και επιστημονικής μεθοδολογίας σε συνάρτηση με τη λογοτεχνία και την κριτική.
Σχετικά με τη σειρά άρθρων περί του γλωσσικού ζητήματος στην εφημερίδα Πρωία το 1943, αποδοκιμάζει έντονα τα δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα των υποστηρικτών της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Το νεοελληνικό γλωσσικό ζήτημα κατά τον ίδιο, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο, αφού αποτελεί «πρόσχημα πολιτικής διαμάχης δύο διαφορετικών νοοτροπιών μέσα στην ελληνική κοινωνία»: «δεν υπάρχει ούτε καθαρεύουσα, ούτε δημοτική. Υπάρχει μονάχα η νεοελληνική γλώσσα που δημιουργήθηκε και που κυμαίνεται -όπως όλες οι ζωντανές γλώσσες- μέσα σε μιαν απειρία αποχρώσεων». Επομένως, ο γλωσσικός διαφορισμός δεν υφίσταται, ούτε και η διγλωσσία, αλλά επρόκειτο «περί μιας κλίμακος λεκτικών κι εκφραστικών αποχρώσεων που φτάνει στο άπειρο».
Ασπάζεται την άποψη περί της εξελικτικά αέναης φύσης της γλώσσας με κύριο διαμορφωτή το λαϊκό παράγοντα: «Μια ομιλούμενη γλώσσα δεν είναι αυθαίρετο στατικό κατασκεύασμα, αλλά ζωντανή εξελισσόμενη πραγματικότητα. Η εξέλιξη προχωρεί με ρυθμό γοργότατο. Άπειροι παράγοντες [...] επιδρούν στην καθημερινή κι εξελικτική διαμόρφωση της γλώσσας, που είναι κάτι το συνεχώς ρευστό,το μοιραία τελικώς αδιαμόρφωτο».
Η λογοτεχνία είναι αυτή που «κωδικοποιεί γραπτώς μια προφορική γλωσσική κατάσταση», καθώς καθρεφτίζει το γλωσσικό λαϊκό ιδίωμα και χρέος των λογοτεχνών είναι να αποτυπώσουν «την εκάστοτε γλωσσική πραγματικότητα» στο έργο τους. Ο λαϊκός παράγοντας με τη σειρά του επιδρά στην διαμόρφωση της γλώσσας, καθώς διαβάζοντας τα λογοτεχνικά έργα προσαρμόζει αναλόγως τη γλώσσα του. Συνεπώς, μέσα από αυτόν τον αέναο κύκλο διαμορφώνεται η γλώσσα ενός έθνους.
Με αφορμή τον κύκλο των τελευταίων του μυθιστορημάτων με τίτλο Ο κόσμος
που πεθαίνει, αναφέρεται εκτενέστερα σε ιστορικά ζητήματα και αναπτύσσει τις
απόψεις του για τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων. Βασική μεθοδολογική
προϋπόθεση θεωρεί τη χρονική απόσταση του δημιουργού από τα ιστορικά γεγονότα,
προκειμένου να επιτευχθεί η δυνατότητα της αντικειμενικής και αποστασιοποιημένης
παρατηρητικότητας.
την καθαυτό iστορία: δεν την γράφουν ποτέ οι μεγάλοι ιστορικοί που την έζησαν, αλλά
οι μεταγενέστεροι συνάδερφοι τους». Δευτερευόντως, τα ιστορούμενα γεγονότα
πρέπει να διακρίνονται για τη σημαντικότητα τους στην ιστορία της ανθρωπότητας,
καθώς «δεν αρκεί η αισθητική ανάπλαση μιας παρωχημένης εποχής», αλλά είναι
απαραίτητος και ο «φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην πολυσύνθετη μορφή μιας
εποχής», δηλαδή η ιστορική κριτική εκ μέρους του συγγραφέα.
Ως βασικότερο ιστορικό μυθιστόρημα όλων των εποχών θεωρεί το έργο του
Τολστόι Πόλεμος και Ειρήνη και έπειτα τα έργα του Μερεκόφσκυ, τα οποία
χαρακτηρίζονται για την «πλαστική μετουσίωση της iστορίας σε λογοτεχνικό κείμενο,
για τον υποβλητικό φιλοσοφικό στοχασμό τους, και ιδίως για τη δημιουργία
ατμόσφαιρας γοητευτικής και πειστικά συνεπούς με την εποχή που περιγράφουν». Σε
όλη την παγκόσμια λογοτεχνία, ο Τολστόι είναι εκείνος που κατάφερε όχι μόνο να
συγκεράσει τις παραπάνω προϋποθέσεις στα ιστορικά του έργα, αλλά και έδωσε
έμφαση στο κυριότερο συστατικό επιτυχίας ενός μυθιστορήματος: δημιούργησε
«ζωντανούς ανθρώπους που δονούνται από τα αιώνια πάθη, τα άσχετα με τον τόπο, τον
χρόνο, και τα γενικώτερης υφής γεγονότα που τα πλαισιώνουν».
Στο άρθρο του με τίτλο «Περί κριτικής» κατά το ίδιο έτος, πραγματεύεται το
ζήτημα της κριτικής παράδοσης όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και εν γένει ως
«θεσμό πνευματικό έξω από τόπο και χρόνο». Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως ο
κρινόμενος δεν έχει το δικαίωμα να δημοσιεύσει τις κρίσεις του, όπως και ο ίδιος ως
συγγραφέας δεν αποκρίθηκε ποτέ στους κριτικούς του. Ο «υπεύθυνος» συγγραφέας δεν
πρέπει να αφουγκράζεται τις συμβουλές του κάθε «ανεύθυνου κριτικού», αλλά να
στοχάζεται με ψυχραιμία και αποστασιοποίηση κάθε κριτική με απώτερο σκοπό την
πνευματική του ανάταση.
Αναμφίβολα υποστηρίζει πως το λειτούργημα του κριτικού στην Ελλάδα το
κατέχουν κατεξοχήν «άνθρωποι ξένοι προς τη λογοτεχνική δημιουργία ή το χειρότερο,
αναμφισβήτητα αποτυχημένοι λογοτέχνες». Μόνον οι ομότεχνοι δύνανται να κρίνουν
και αυτό είναι εξακριβωμένο από το γεγονός, ότι οι σπουδαιότεροι δημιουργοί
συγγραφείς είναι συνάμα και οι καλύτεροι κριτικοί. Συνεπώς, καταλήγει στο
συμπέρασμα πως η τέχνη της κριτικής συνδέεται με την ευρύτερη δημιουργική και
καλλιτεχνική ιδιοφυία, καθώς εν γένει «η μεγαλοφυία συνοδεύεται από πνεύμα κριτικό,
οξύ, ξεκάθαρο κι οργανωμένο».
Αναφορικά με την κριτική που ο ίδιος δέχτηκε, είτε τον «ανέβασαν στα ύψη της
μεγάλης δημιουργίας», είτε τον «κατέβασαν στα τάρταρα της πορνογραφικής
επιφυλλιδογραφίας» ή σιώπησαν ακόμη και στα καλύτερα του έργα. Κυρίως όμως,
κατηγορήθηκε για τον κυρίαρχο ρόλο που δίνει στην εφαρμογή ενός βιολογικού
μοντέλου, «στους αδένες του σώματος σχετικά με τη δημιουργία της ανθρώπινης
ψυχολογίας και ενεργητικότητας» δίχως να είναι εκείνος προφανώς «ο εφευρέτης αυτής
της επιστημονικής αλήθειας» και από κριτικούς που «είναι συνήθως στενοκέφαλοι και
μονόχνωτοι δάσκαλοι, που η επιστημονική και εγκυκλοπαιδική τους μόρφωση δεν
ξεπερνάει τα παμπάλαια κλασσικά κείμενα που διδάχτηκαν στα εδώλια της
Φιλοσοφικής σχολής». Ωστόσο, το γεγονός ότι επικρίθηκε «ως πορνογράφος» αποτελεί
«υπέρτατη τιμή» για εκείνον, τη στιγμή που ήταν «ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που
μελέτησε και εφάρμοσε στη δημιουργία του τα διδάγματα της άγνωστης ακόμα στους
φιλολογικούς κύκλους βιολογικής φιλοσοφίας». Αποδεικνύεται λοιπόν, πως ο κάθε «σχολαστικός δασκαλάκος» που αυτοανακηρύχθηκε κριτικός δεν είχε προφανώς την
προσλαμβάνονται πάντοτε ετεροχρονισμένα από την ελληνική λογοτεχνική και
επιστημονική εντοπιότητα.
το ίδιο έτος στην εφημερίδα Πρωΐα, τάσσεται καταφανώς υπέρ της ρεαλιστικής
σχολής, κατακρίνοντας τις νέες μεθοδολογικές κατευθύνσεις των μικρών λογοτεχνικών
σχολών λόγω των μονοδιάστατων προσεγγίσεων τους καθώς «τα αισθητικά ζητήματα
δεν κλείνονται σε συνταγές δογμάτων και αποδοκιμάζει τις νεωτερικές αφηγηματικές
επιλογές, οι οποίες αποκλίνουν από την απεικόνιση της ολιστικής θέασης της
πραγματικότητας. Οι «περιορισμένου ενδιαφέροντος κατευθύνσεις (φυγή από την
πραγματικότητα, έξαρση ονειρική, εσωτερικός μονόλογος, αποκλειστικά ψυχολογικό
μυθιστόρημα, μυθιστόρημα περιπετειών, μυθιστόρημα ποιητικό κλπ.) […] έχουν το
σπέρμα της φθοράς μέσα τους για τον απλούστατο λόγο ότι αντιστρατεύονται το
βασικό κανόνα του είδους που είναι «σύνθεση του παντός, καθρέφτης και εικόνα
αντικειμενική μιας εποχής και ενός κόσμου δοσμένη ανάμεσα από μιαν υποκειμενική
«Δεν είνε τόσο η κοινωνιολογία που λύνει αυτά τα ζητήματα, όσο η βιολογία. Κι η μητέρα αυτή επιστήμη μας διδάσκει πως η ιδιοσυγκρασία της γυναίκας είνε μακρυά από την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία. Πως οι ελάχιστες γυναίκες που εδημιούργησαν εν αναλογία σε πολύ κατώτερη ποιότητα από τους άνδρες, ήσαν ελάχιστες, οφειλόμενες σε αδενικά αντιθηλυκές ιδιοσυγκρασίες. Με άλλα λόγια, αντρογυναίκες, στερούμενες από θηλυκότητα», Μ. Καραγάτσης, «Γυναίκα και τέχνη», Η
Συνεπώς, κατά τον Καραγάτση, στόχευση του μυθιστοριογράφου «εφόσον δεν είναι οπαδός των αναρχικών λογοτεχνικών θεωριών» δεν είναι μόνο η αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά και η αναδιαμόρφωσή της από το υποκειμενικό στοιχείο του δημιουργού.
Ίδιον λοιπόν της λογοτεχνικής δημιουργίας και γενικότερα κάθε έργου τέχνης
θεωρεί την ζωική μετουσίωση του: «ανάμεσα στο λογοτεχνικό πεζογράφημα και στο
επιστημονικό σύγγραμμα υπάρχει Καιάδας τρομακτικός. Και αυτός ο Καιάδας λέγεται
Ζωή». Ακριβώς εδώ έγκειται η δυσκολία, στη «λογοτεχνική μετουσίωση της αγνής
πνευματικότητας, πώς ο καλλιτέχνης δηλαδή «θα μεταμορφώσει το πνευματικό του
εφόδιο σε καλλιτεχνική μορφή» και θα του δώσει πνοή. Στο ίδιο άρθρο με τίτλο «Η
επιστήμη και η τέχνη», διευκρινίζει πως «η επιστήμη δεν έχει απολύτως καμία
οργανική σχέση με τη λογοτεχνική πεζογραφία» και πως «η τέχνη δεν στέκεται
παράλληλα στην επιστήμη», αλλά αντιθέτως την επισκιάζει καθώς είναι μια
«υπερπνευματική εκδήλωση που σκεπάζει κάθε άλλο διανοητικό είδος, κάτω από την
υπέρτατη αρμοδιότητα της».
Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’40, τα πορίσματα της πειραματικής επιστήμης
αρχίζουν να τον απασχολούν έντονα, περνώντας μια «κρίση στοχασμού», δηλώνοντας
«100% ρασιοναλιστής και ματεριαλιστής, δίχως να έχουν περάσει απάνω του τα χάη
των μεταφυσικών και μυστικιστών εξάρσεων». Όπως ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης είχε
επισημάνει σε πολλά άρθρα του, ο ρεαλισμός του είναι κατά βάση βιολογικός. Ακόμα
και στα ιστορικά μυθιστορήματα του κύκλου Ο Κόσμος που πεθαίνει, αλλά και σε αυτά
κοινωνικού περιεχομένου -όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει την τριλογία Εγκλιματισμός κάτω
από το Φοίβο- ο βιολογικός παράγοντας σε ατομικό επίπεδο είναι παρών σε όλα τα του
τα έργα. Χαρακτηριστικά δηλώνει πως «για να καταλάβουμε το σύνολο πρέπει να
γνωρίσουμε πρώτα τη μονάδα» 18 σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της βιολογικής έρευνας.
οποία ασπαζόταν ο Καραγάτσης και ο οποίος πειραματίζεται ως επιστήμονας και ως
αντικειμενικός παρατηρητής, προκειμένου να αναδείξει τις αιτιοκρατικές πτυχές
συγκρότησης του λογοτεχνικού χαρακτήρα. Αν και στα μεταγενέστερα άρθρα
χαρακτηρίζει το έργο του ως «αντικειμενική μελέτη των κοινωνικών ζητημάτων»,
«βασιζόμενος πάντα πάνω στην πραγματικότητα και τις θετικές κατακτήσεις της
επιστήμης», πάντοτε διεισδύει μία έντονη μυστικιστική δύναμη στην ψυχογραφία των
ηρώων του. Οι αντι-ήρωες του διακρίνονται από ασυνείδητους διχασμούς υπό το
πρίσμα πάντα της αντίθεσης του Θανάτου και του Έρωτα. Ο βιολογισμός του
ενστικτώδη φύση του ανθρώπου και την εμμονή στα πάθη, με μία μοιρολατρική θέαση
της πραγματικότητας. Η σαρκική ηδονή νοείται ως το μοναδικό αντιστάθμισμα της
οδύνης και του πόνου στη ζωή των χαρακτήρων και τη μόνη διέξοδο απέναντι στο
ριζικό. Παρά τις επίπονες προσπάθειες αυτοσυνειδησίας και μη μπορώντας να
αποδεχτούν την αλήθεια από «το ξύπνημα του κοιμισμένου ανθρωπισμού»
αναπόφευκτα οδηγούνται στην αυτοκαταστροφή.
Ενώ λοιπόν, ο ίδιος δηλώνει ορθολογιστής και θιασώτης του βιολογικού
ντετερμινισμού στα κριτικά του άρθρα, εντούτοις αξιοποιεί στο έργο του το
υπερφυσικό στοιχείο, το οποίο διαπλέκεται με τη νομοτελειακή καταστροφική
κατάληξη του λογοτεχνικού χαρακτήρα. Εν ολίγοις, ενυπάρχει μια δύναμη μεταφυσική,
η οποία συμπλέκεται με το βιολογικό παράγοντα, αναδεικνύοντας περαιτέρω τη ζώσα
διάσταση της λογοτεχνίας μέσα από την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού. Όπως έχει
επισημάνει η κριτική, η αξιοποίηση του φανταστικού στοιχείου ήταν αυτή που τον
εξύψωσε περαιτέρω ως συγγραφέα, ξεχωρίζοντας από τους ομότεχνους του, χάρη στη
μυθοπλαστική του δεινότητα.
Άννα Αλεξοπούλου, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών