Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, όμως, απελευθερώθηκαν όσοι Τούρκοι πολιτικοί, στοχαστές και εκπαιδευτικοί πρεσβεύουν τη δημιουργία μιας νέας «σκληρής» τουρκικής συνείδησης με όραμα και πίστη στην τουρκική ανωτερότητα έναντι άλλων λαών και πολιτισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κίνητρο είναι πολιτικό και μεσσιανικό ταυτόχρονα. Ο Ερντογάν δεν θέλει απλώς να επιβληθεί σήμερα, αλλά να αλλάξει την ιστορική πορεία της χώρας του. Μέσα από την αλλαγή του τρόπου αυτοπροσδιορισμού των Τούρκων ενισχύεται ο διπλός στόχος της αναβίωσης μιας νεοοθωμανικής εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης με στοιχεία αυτοκρατορικής αυτοπεποίθησης και παράλληλα της μετατροπής των πρώτων εκατό ετών μιας κοσμικής δημοκρατίας με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά σε ιστορική παρένθεση.
Ολα αυτά αποτυπώνονται σε μια ανάλυση 28 τουρκικών σχολικών βιβλίων που ανανεώθηκαν σε βάθος μετά το 2016 και κυκλοφόρησαν τα τελευταία δύο χρόνια. Η ανάλυση έχει τίτλο «Η επανάσταση του Ερντογάν στα τουρκικά σχολικά βιβλία» (The Erdogan Revolution in the Turkish Curriculum Textbooks). Η έρευνα αυτή διενεργήθηκε πρόσφατα από ένα βρετανικό και ένα ισραηλινό ινστιτούτο και αποκαλύπτει ότι η Τουρκία πλέον υπερβαίνει τη Σαουδική Αραβία ως το επίκεντρο της δυτικής κριτικής σε ό,τι αφορά τη διάδοση μηνυμάτων εθνικισμού με ιστορική και πατριωτική επίφαση που νομιμοποιεί και ενδυναμώνει ιδέες ρατσισμού και μισαλλοδοξίας. Το Ισραηλινό Ινστιτούτο Ειρήνης και Πολιτισμικής Ανεκτικότητας στη Σχολική Εκπαίδευση (Impact-Se) και το βρετανικό ερευνητικό κέντρο Henry Jackson Society καταλήγουν στην εκτίμηση ότι το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα, που ήταν έως πρόσφατα υπόδειγμα στον μουσουλμανικό κόσμο για την κοσμική προσέγγισή του καθώς συνδύαζε την ανεκτικότητα απέναντι στις μειονότητες με την αναγνώριση των κουρδικών ως μειονοτικής γλώσσας, έχει πλέον διολισθήσει σε μια συστηματικά θετική παρουσίαση αρχών και συλλήψεων όπως ο ιερός πόλεμος (τζιχάντ), η μετατροπή του στρατιώτη σε μάρτυρα όταν πεθαίνει στη μάχη καθώς και στην ανάδειξη του νεοοθωμανισμού και του παντουρκισμού ως καθοδηγητικών εθνοθρησκευτικών κοσμοθεωριών.
Αναφέρεται επίσης ότι η σχολική εκπαίδευση στρέφεται αποκλειστικά στις διδαχές του σουνιτισμού και καλλιεργεί κλίμα συμπάθειας για τα κίνητρα του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και της Αλ Κάιντα. Παρά τις μεταβολές που ήδη είχαν συμβεί στην εκπαίδευση από το 2002 και μετά, οι αλλαγές της τελευταίας τριετίας αντιπροσωπεύουν την πρώτη πραγματική παρέμβαση που έγινε στα σχολικά βιβλία κατά την περίοδο Ερντογάν. «Οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι η πιο σοβαρή πλευρά της εποχής Ερντογάν στην Τουρκία σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική», λέει στην «Κ» ο συγγραφέας και αναλυτής Σονέρ Τσαγαπτάι, επικεφαλής του «Προγράμματος για την Τουρκία» στο Washington Institute. «Κατά την άποψή μου, η αιτία που η Τουρκία λειτουργούσε με επιτυχία ως κοσμική κοινωνία και δεν χαρακτηριζόταν από θρησκευτικό ριζοσπαστισμό ήταν η ύπαρξη ενός κοσμικού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Τα τελευταία χρόνια το σύστημα αυτό έχει αποδυναμωθεί».
Οι μετριοπαθείς αναλυτές διατηρούν επιφυλάξεις για το εύρος των φιλοδοξιών του Ερντογάν και συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να τηρήσει μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις δυτικές απαιτήσεις για την αποκατάσταση των δημοκρατικών αρχών και ελευθεριών και στις σκληρές στάσεις και θέσεις που οφείλει να υποστηρίζει εάν θέλει να εξασφαλίσει μια ηγετική θέση για την Τουρκία στο παγκόσμιο Ισλάμ, που περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράν και την Ινδονησία. Σημειώνεται ότι ο Ερντογάν συνεχίζει να υποστηρίζει τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους», οι οποίοι μετακινήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από τον διωγμό τους από την Αίγυπτο το 2013, έστω κι αν οι τουρκικές αρχές ζήτησαν πρόσφατα από τρία τηλεοπτικά κανάλια φίλα προσκείμενα στους «Αδελφούς» που εδρεύουν στην Κωνσταντινούπολη να μετριάσουν τους τόνους της κριτικής τους κατά της κυβέρνησης της Αιγύπτου.
Οι «ευσεβείς Τούρκοι»
Η αλλαγή των σχολικών εγχειριδίων από τον Τούρκο πρόεδρο αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του στόχου του για την ανατροφή μιας νέας γενιάς «ευσεβών Τούρκων», όσο και στην εδραίωση της θέσης του στις συνειδήσεις των όπου γης σουνιτών μουσουλμάνων. Ωστόσο, όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Τζέιμς Ντόρσι, ανώτατος συνεργάτης του ισραηλινού Begin Sadat Center for Strategic Studies (BESA), «οι αναφορές σε Χριστιανούς και Εβραίους σε τουρκικά σχολικά εγχειρίδια ως “απίστων” αντί της κλασικής αναφοράς ως “Ανθρώπων της Βίβλου”, μπορεί να συναντά την επιδοκιμασία σε μερίδα του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά υπονομεύει ταυτόχρονα τον ισχυρισμό του Ερντογάν ότι επιθυμεί μια πολιτική συνεργασίας και συμφιλίωσης με τη Δύση».
Και παρά το γεγονός ότι στα νέα βιβλία υπάρχουν θετικές αναφορές στον εβραϊκό και τον ιουδαϊκό πολιτισμό και για πρώτη φορά αναφέρεται το Ολοκαύτωμα, τα βιβλία αυτά έρχονται σε αντίθεση με ένα κλίμα θετικών μεταρρυθμίσεων που χαρακτηρίζει εσχάτως την εκπαίδευση στη Σαουδική Αραβία, στην Ινδονησία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ο Μάρκους Σεφ, διευθύνων σύμβουλος της Impact-Se, τονίζει ότι «η ιδέα πως η τζιχάντ είναι σήμερα κομμάτι του τουρκικού εκπαιδευτικού προγράμματος και ότι εξιδανικεύεται η ιδέα του μαρτυρίου στη μάχη μπορεί να συμβαδίζει με όσα ήδη γνωρίζουμε για τον Ερντογάν, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί σοκ».
Παντουρκισμός και νεοοθωμανισμός στα σχολεία
Η σύνθεση του παντουρκισμού με τον νεοοθωμανισμό αποκαλύπτει ότι σημαντικό τμήμα της σημερινής ηγετικής τάξης της Τουρκίας θεωρεί ότι ηγείται ή ότι πρέπει να ηγηθεί των μουσουλμάνων ολόκληρου του κόσμου. Η τάση αυτή εκδηλώθηκε αμυδρά το 1991 μετά την πτώση της Σοβιετικής Eνωσης, όταν χάρτες με το ευρύτερο τουρκικό – ασιατικό τόξο εμφανίστηκαν για πρώτη φορά και αφορούσαν εθνότητες υπό τους Σοβιετικούς που εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Ουσιαστικά όμως εμφανίστηκε το 2015, όταν άρχισε η συνεργασία του Ερντογάν με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος του Ντεβλέτ Μπαχτσελί και επιταχύνθηκε μετά το 2016.
Ο παντουρκισμός είναι μια πολιτική και εθνικιστική ουτοπία. Μέσα από αναφορές στην πολιτική και διοικητική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατυπώνεται το όραμα ενός κόσμου που θα είναι καλύτερος όταν θα ηγείται σε αυτόν το τουρκικό έθνος. Στη φιλοδοξία αυτή προστίθεται ο νεοοθωμανισμός. Τα δύο πρότυπα αλληλοσυμπληρώνονται αφού ο νεοοθωμανισμός προσφέρει πολιτιστικό περιεχόμενο στο πολιτικό όραμα του παντουρκισμού. Αναφέρεται ότι ο οθωμανικός πολιτισμός διευρύνθηκε μετά την υιοθέτηση του Ισλάμ από τους Τούρκους και εκτείνεται από τη Δυτική Κίνα και τη Σιβηρία ώς τη Βοσνία. Το Ισλάμ αναβαθμίζεται σε αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Πρόκειται για μια επιχείρηση αναστήλωσης και ανακαίνισης μιας παλαιότερης εκδοχής εθνικής ταυτότητας που εγκαταλείφθηκε από τον Κεμαλισμό. Η τάση ενός τουρκικού εξαιρετισμού που αντιστέκεται στην «αφομοίωση» στο δυτικό πλαίσιο είναι ισχυρή και σαφώς εκφράζεται από τον πρόεδρο Ερντογάν, αν και ο «ευρωπαϊκός αντίλογος» είναι εξίσου ισχυρός στην τουρκική κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό είναι έντονη πλέον η παρουσία της έννοιας της τζιχάντ (ιερός πόλεμος) στα σχολικά βιβλία, ενώ εισάγονται όλο και περισσότερα στοιχεία της σαρίας, του νομικού κώδικα του Ισλάμ. Δεν θα πρέπει αυτό να παρερμηνευτεί καθώς ούτε εισάγεται συνολικά η σαρία, ούτε η πλειονότητα των Τούρκων την αποδέχεται εξ ολοκλήρου. Και ούτε η σαρία σημαίνει μόνον «σωματική ποινή», όπως πιστεύεται στη Δύση. Eίναι ένα ευέλικτο σύστημα κανόνων που κάποιοι τηρούνται και άλλοι αγνοούνται. Λίγοι μουσουλμάνοι, οι απόλυτα ευσεβείς, εφαρμόζουν τη σαρία στο σύνολό της, όπως σε άλλες θρησκείες αντίστοιχες μειοψηφίες μπορεί να ακολουθούν αυστηρά τυπικά. Ωστόσο, η αναβάθμιση της σημασίας της σαρίας στο μέχρι πρότινος κοσμικό κράτος της Τουρκίας συγκεντρώνει την προσοχή, όπως θα συγκέντρωνε στην Ελλάδα μια πιθανή αναβάθμιση της Παλαιάς Διαθήκης.
Την ώρα που κεφάλαια για τη δαρβινική θεωρία αφαιρέθηκαν από τη μέση εκπαίδευση, οι μαθητές διδάσκονται ότι ένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να είναι αληθινός πιστός αν δεν μάχεται στο όνομα του Αλλάχ. Ασφαλώς, και πάλι, όσο κι αν αυτό προκαλεί σοκ στη Δύση, αξίζει να θυμηθούμε ότι ανάλογη σύνδεση θεοτήτων και αγίων με τον πόλεμο και τις μάχες έχουν παρατηρηθεί διαχρονικά σε κάθε χώρα και πολιτισμό (και όχι μόνο στις «Σταυροφορίες»). Η Τουρκία βεβαίως περνάει σήμερα μία περίοδο όπου αποδίδεται μια ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση σε αυτές τις συνδέσεις, την ίδια ώρα που μια ανάλογη σημειολογία έχει υποχωρήσει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, χωρίς όμως να έχει εγκαταλειφθεί.
Κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής της Aγκυρας είναι η ταύτιση θρησκείας και εθνικισμού με στόχο την εμφύσηση στη νέα γενιά μιας εθνικής συνείδησης με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ακριβώς γι’ αυτό η έννοια της τζιχάντ δεν περιορίζεται στο θρησκευτικό πεδίο, αλλά αποκτά και μια εθνικιστική διάσταση εφόσον αναφέρεται ως στόχος της «η προστασία της πατρίδας». Η «τουρκική λεκάνη» προσδιορίζεται ως μια περιοχή από την Κεντρική Ασία ώς την Αδριατική. Η τουρκική κυριότητα διατυπώνεται έμμεσα και προσεκτικά καθώς συνδέεται με το οθωμανικό πολιτισμικό αποτύπωμα των τελευταίων έξι αιώνων.
Στην Ελλάδα, όπου συχνά διαπιστώνουμε το ελληνικό αποτύπωμα χιλιετιών σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ίσως δεν θα πρέπει να θεωρείται αδιανόητο που οι Τούρκοι επιχειρούν να ιχνηλατήσουν κι αυτοί την παρουσία τους σε μια αναγκαστικά μικρότερη χρονική και γεωγραφική έκταση αφού η εμβέλεια, η ακτινοβολία και η ιστορία του οθωμανικού (όπως και σχεδόν κάθε άλλου) πολιτισμού ασφαλώς δεν είναι ανάλογη του ελληνικού. Ο ελληνικός και ελληνοχριστιανικός πολιτισμός άλλωστε έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στην Ιωνία και στον Εύξεινο Πόντο (από την Παναγία Σουμελά στον Πόντο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Πόλη ώς τη Βιβλιοθήκη της Εφέσου), αν και τα συγκεκριμένα αποτυπώματα από τον διάλογο των πολιτισμών μέσα στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Τουρκίας δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται στην «αιχμή» της σημερινής τουρκικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Οπως επίσης δεν αναδεικνύεται η ισχυρή ελληνική παρουσία στη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της άνθησης. Αρνητική μεταβολή αποτελεί πάντως το γεγονός ότι η κουρδική γλώσσα δεν προσφέρεται πλέον ως επιλογή στα περισσότερα τουρκικά σχολεία, ενώ το εκπαιδευτικό σύστημα κατατάσσει τους πολίτες σε τρεις κατηγορίες: στους πιστούς (μουσουλμάνοι), στους υποκριτές (μουσουλμάνοι που πολιορκούν τους πιστούς με πειρασμούς) και στους απίστους (όλοι οι μη μουσουλμάνοι).
Τέλος, η πρώτη εβδομάδα κάθε ακαδημαϊκού έτους αφιερώνεται στην καταδίκη της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016 και η αποτυχία του εορτάζεται με επιλεγμένες αναφορές στη λογοτεχνία, στην ιστορία και στις κοινωνικές και θρησκευτικές σπουδές.
Οι ‘Ελληνες
«Τούρκοι στην Ελλάδα» είναι η μάλλον αναμενόμενη ονομασία και περιγραφή που αποδίδεται στους Eλληνες μουσουλμάνους της Θράκης στις σελίδες 179-180 του βιβλίου «Σύγχρονη Τουρκική και Διεθνής Ιστορία». Αρχικώς παρουσιάζεται η τουρκική προσέγγιση για τη ζωή των Ελλήνων μουσουλμάνων κατά την περίοδο 1960-1980. Αναφέρεται ότι το ελληνικό κράτος είχε προχωρήσει σε αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από όσους είχαν τουρκική καταγωγή. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν εκείνη την εποχή προβάλλονται μέσα από ένα πρίσμα μεγέθυνσης των εντάσεων. Η Αθήνα παρουσιάζεται ως μια αυταρχική κεντρική αρχή, η οποία κατηγορείται ότι επέβαλε απαγορεύσεις στην αγορά και ενοικίαση ακινήτων από τους Eλληνες μουσουλμάνους, επέδειξε εχθρότητα απέναντι στην τουρκική γλώσσα, προχώρησε στην περιχαράκωση των αποκαλούμενων ως «τουρκικών χωριών» και αποφάσισε τη δήμευση περιουσιών και την επιβολή υψηλών φόρων. Το τουρκικό πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 δεν αναφέρεται καθόλου. Σύμφωνα με την έκθεση του βρετανικού και του ισραηλινού ινστιτούτου, οι σταθερές αναφορές στη διαρκή αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με επίκεντρο την Κύπρο δεν έχουν μεταβληθεί και ασφαλώς διατηρούνται στις νέες εκδόσεις του βιβλίου. Ιδιαίτερη εντύπωση έχει προκαλέσει η συμπερίληψη στο βιβλίο «Σύγχρονη Ιστορία» του χαρακτηρισμού των ΗΠΑ ως «κράτους-υποστηρικτή της τρομοκρατίας». Η Ουάσιγκτον κέρδισε αυτό το «παράσημο» λόγω της υποστήριξης που παρείχε στους Κούρδους στη Συρία. Είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ αναφέρονται με αρνητικό τρόπο σε τουρκικό σχολικό εγχειρίδιο.
Πηγή: Καθημερινή