Αυτές τις ημέρες βρίσκονται σε εξέλιξη εκδηλώσεις για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που διοργάνωσαν τα Ποντιακά Σωματεία της Μελβούρνης.
Το 1994 η Βουλή των Ελλήνων καθόρισε την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της γενοκτονίας. Στις 19 Μαΐου ο Μουσταφά Κεμάλ, αργότερα επονομασθείς σε Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων), αποβιβάσθηκε στη Σαμψούντα, ως αρχηγός του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, για να αρχίσει τη δεύτερη φάση της γενοκτονίας του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου.
Η πρώτη φάση κάλυψε την περίοδο 1914 – 1918, όταν επωφελούμενη η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την αναστάτωση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο πήρε το μέρος της Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας, έθεσε σε εφαρμογή το πρόγραμμα εξόντωσης του ελληνικού, αρμενικού και ασσυριακού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Ο τελικός απολογισμός των διωγμών, εκτοπίσεων και σφαγών του χριστιανικού πληθυσμού ανέρχεται σε δυόμισι εκατομμύρια νεκρούς. Από αυτούς ένα εκατομμύριο ήταν Έλληνες, από τους οποίους 353.000 του Πόντου, και 650.000 από την υπόλοιπη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Οι Τούρκοι εξόντωσαν το ένα τρίτο του Ελληνισμού στην επικράτειά τους
Ο αριθμός του ενός εκατομμυρίου Ελλήνων νεκρών κατά τη διάρκεια του 1914-1922 στην επικράτεια της Τουρκίας βγαίνει από δύο απογραφές πληθυσμού.
Η πρώτη αφορά την απογραφή που έγινε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1914. Σύμφωνα με την απογραφή εκείνη, ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός της Αυτοκρατορίας ανερχόταν σε 2.600.000 άτομα.
Κάνω την διασάφηση «ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός», γιατί οι Έλληνες που είχαν κατά καιρούς εξισλαμισθεί, στις απογραφές πληθυσμού περιλαμβάνονταν με τους Μουσουλμάνους.
Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, και την υπογραφή της Ανακωχής των Μουδανιών τον Οκτώβριο του 1922, οι δύο χώρες επιλήφθηκαν του θέματος της ανταλλαγής πληθυσμών, η οποία επικυρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.
Τα πρώτα επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των Ελλήνων προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα προέρχονται από την απογραφή πληθυσμού του 1928, στην οποία δηλωνόταν ο τόπος καταγωγής τους. Σύμφωνα με την απογραφή αυτή, 1.200.000 άτομα είχαν δηλώσει ως τόπο καταγωγής τους τη Μικρά Ασία (Πόντο, Ιωνία και Καππαδοκία) και Ανατολική Θράκη.
Όταν από τα 2.600.000 Έλληνες χριστιανούς που ζούσαν στις παραπάνω περιοχές της τουρκικής επικράτειας το 1914, όπως φαίνεται από την απογραφή του 1914, αφαιρέσουμε το 1.200.000 που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, μένει ένα υπόλοιπο 1.400.000.
Γνωρίζουμε πως κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ιδιαίτερα όταν στις αρχές του 1918 τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την Τραπεζούντα, την οποία είχαν καταλάβει το 1916, μεγάλος αριθμός Ποντίων κατέφυγε στη Ρωσία, όπου υπήρχαν ποντιακές κοινότητες.
Επίσης και πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, αρκετές χιλιάδες Ελλήνων από τη Μικρά Ασία μετανάστευσαν σε άλλες χώρες, όπως η Αμερική και η Αυστραλία.
Ο συνολικός αριθμός αυτών των προσφύγων υπολογίζεται στις 400.000. Όταν αφαιρέσουμε τις 400.000 από το ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες που δεν είχαν μεταφερθεί στην Ελλάδα ως πρόσφυγες, μένει ένα υπόλοιπο ενός εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας (Πόντου, Καππαδοκίας και Ιωνίας) και της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι προφανώς ήταν τα θύματα των διαφόρων μορφών διώξεων, από το 1914 μέχρι τα τέλη του 1922, από τις αρχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και στη συνέχεια από το Κεμαλικό καθεστώς της Τουρκίας.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, είναι αν η εξόντωση από τους Τούρκους ενός εκατομμυρίου Ελλήνων κατά την περίοδο 1914-1922 αποτελεί πράξη γενοκτονίας.
Αυτό είναι το πρώτο από τα δύο ερωτήματα που θα επιχειρήσω να απαντήσω στη συνέχεια.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν ενδείκνυνται οι επετειακού χαρακτήρα εκδηλώσεις που οργανώνονται από τα ποντιακά σωματεία, εν όψει των δυσχερειών που ενδεχομένως δημιουργούν στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία.
Το ότι τα προγράμματα της Τουρκίας για την εξόντωση του Ποντιακού, αλλά και του υπόλοιπου Ελληνισμού στην επικράτειά της, αποτελούν πράξη γενοκτονίας φαίνεται από τον ορισμό του όρου «γενοκτονία» που δίνουν τα Ηνωμένα Έθνη.
Η σημασία του όρου «Γενοκτονία»
Η γενοκτονία αναγνωρίσθηκε από τον ΟΗΕ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας το Δεκέμβριο του 1948, όταν το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τη Ναζιστική Γερμανία χαρακτηρίσθηκε από τη Δίκη της Νυρεμβέργης ως Γενοκτονία.
Το Άρθρο Ζ΄ της «Σύμβασης για την πρόληψη της γενοκτονίας» του ΟΗΕ αναφέρει τα ακόλουθα για τη γενοκτονία:
«Εις την παρούσα Σύμβαση, ως γενοκτονία νοείται αποιαδήποτε των ακόλουθων πράξεων, ενεργουμένη με την πρόθεση ολικής ή μερικής καταστροφής ομάδας εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή και θρησκευτικής τοιαύτης.
1) Φόνος μελών της ομάδας.
2) Σοβαρή βλάβη σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητας των μελών της ομάδας.
3) Εκ προθέσεως υποβολή της ομάδας σε συνθήκες που μπορούν να επιφέρουν την πλήρη ή τη μερική σωματική καταστροφή της.
4) Μέτρα που αποβλέπουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εις τους κόλπους ορισμένης ομάδας.
5) Αναγκαστική μεταφορά των παιδιών μιας ομάδας σε άλλη ομάδα».
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, και μόνο μια από τις παραπάνω πέντε ενέργειες συνιστά πράξη γενοκτονίας. Οι Τούρκοι είναι υπεύθυνοι τουλάχιστον για τις τρεις πρώτες ενέργειες.
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και των άλλων περιοχών της Τουρκίας υπήρξε πράξη προμελετημένη, προγραμματισμένη και εσκεμμένη, και αποσκοπούσε στα εξής:
*Στον αναγκαστικό εξισλαμισμό των Ελλήνων του Πόντου.
*Στον προσχεδιασμένο εκτοπισμό τους.
*Στον εκτουρκισμό τους, δηλαδή στην αλλοίωση της εθνικής τους ταυτότητας.
*Στο βιολογικό τους αφανισμό, και
*Στον τελικό ξεριζωμό τους από τις πατρογονικές τους εστίες.
Στον Ποντιακό, αλλά και υπόλοιπο Μικρασιατικό και Ανατολικοθρακικό Ελληνισμό αμφισβητήθηκε το δικαίωμα στην ύπαρξη, το δικαίωμα στο σεβασμό της φυλετικής, εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής του ταυτότητας, και το δικαίωμα να διατηρεί την ειρηνική κατοχή της πατρογονικής γης, στην οποία έζησε επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Και αυτό από έναν λαό που έκανε την πρώτη παρουσία του στο Μικρασιατικό χώρο τον 11ο αιώνα.
Επιβάλλεται η τήρηση της Ημέρας Μνήμης
Η σημερινή Τουρκία έχει δύο εθνικές εορτές, που εορτάζονται στις 30 Αυγούστου και στις 29 Οκτωβρίου, και δύο επετείους που είναι αργίες, 23 Απριλίου και 19 Μαΐου.
Οι δύο εθνικές εορτές και οι δύο επέτειοι σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με καταστροφές που η Τουρκία επέφερε στον Ελληνισμό κατά τη διάρκεια του 1914-1922.
Η 30ή Αυγούστου για την Τουρκία είναι η Εορτή της Νίκης. Πρόκειται για τη νίκη του τουρκικού στρατού επί του ελληνικού εκστρατευτικού στρατεύματος, στις 26 Αυγούστου 1922, στο Αφιόν Καραχισάρ, και στις 30 Αυγούστου στο Νοτουμλούπιναρ.
Στις 29 Οκτωβρίου 1923, εθνική εορτή της Τουρκίας, ο Κεμάλ Ατατούρκ ανακήρυξε επισήμως τη Δημοκρατία της Τουρκίας, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, με την οποία, μεταξύ άλλων, επικυρώθηκε ο ξεριζωμός των Ελλήνων από τις προγονικές τους εστίες στην Τουρκία.
Στις 19 Μαΐου εορτάζεται η επέτειος της αποβίβασης του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα το 1919, για να αρχίσει η δεύτερη φάση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Στις 23 Απριλίου εορτάζεται η επέτειος της μεγάλης Εθνοσυνέλευσης που κάλεσε ο Κεμάλ στην Άγκυρα το 1920, όταν η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό κατοχή από τους συμμάχους.
Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί τον ένοπλο αγώνα του Κεμάλ κατά των ελληνικών στρατευμάτων που είχαν καταλάβει τη Σμύρνη με την εντολή των συμμάχων.
Όπως βλέπουμε, οι δύο εθνικές εορτές και οι δύο επέτειοι της Τουρκίας έχουν να κάνουν με γεγονότα που για τον Ελληνισμό αποτελούν εθνικές τραγωδίες.
Δεν είναι μόνο οι δύο εθνικές εορτές και οι δύο επέτειοι που τέσσερις φορές το χρόνο αναζωπυρώνουν το τουρκικό μένος κατά του Ελληνισμού.
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, με επιχορηγήσεις σε Ερευνητικά Κέντρα και Έδρες Τουρκικών Σπουδών στην Αμερική, κατάφερε να δημιουργήσει στρατευμένους υπέρ των τουρκικών θέσεων Αμερικανούς πανεπιστημιακούς τουρκολόγους.
Οι πανεπιστημιακοί αυτοί ασύστολα προβαίνουν στην παραπλάνηση της διεθνούς γνώμης με τη διαστρέβλωση των γεγονότων και την παραχάραξη της ιστορίας.
Εν όψει αυτών των δραστηριοτήτων της Τουρκίας, των συνεχών διεκδικήσεων ελληνικών εδαφών και μεγάλου μέρους της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου, και δεδομένου ότι για χρόνια τώρα οι δυνάμεις του Αττίλα συνεχίζουν τη στρατιωτική κατοχή του 38% της Κύπρου, ο Ελληνισμός δεν πρέπει να σταματήσει τις προσπάθειές του για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, της υπόλοιπης Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, πρώτα από την ίδια την Τουρκία, και στη συνέχεια από τη διεθνή κοινότητα.
Αυτοί που ισχυρίζονται πως πρέπει να αποβάλουμε από τη μνήμη παρόμοια επεισόδια, είναι σαν να μας λένε πως πρέπει να απαλείψουμε από τις σελίδες της ιστορίας τα γεγονότα αυτά.
Με άλλα λόγια, μας παροτρύνουν να παραχαράξουμε την ιστορία, λησμονώντας πως το έργο της ιστορίας δεν είναι να αρνηθεί τη μνήμη, αλλά να την επεξεργαστεί και να την καταγράψει.
17/05/2001
Πηγή: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΑΙ ΕΠΙΜΑΧΑ ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ Δοκίμια για τον Ελληνισμό