Η Θεσσαλονίκη ως γνωστόν δεν αποτέλεσε θέατρο επιχειρήσεων κατά την επανάσταση του 1821. Η λύσσα των Τούρκων όμως και ιδιαίτερα εναντίων αμάχων σε μία ακόμη περίπτωση εκδηλώθηκε εναντίων των δύσμοιρων΄και απροστάτευτων Ελλήνων της πόλης με αφορμή τα γεγονότα της επανάστασης.
Ας δούμε πως περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν την άφιξης στην πόλη της είδησης της έκρηξης του επαναστατικού αγώνα ο θρησκευτικός ηγέτης των Τούρκων Μουλάς Χαϊρουλάχ, (έφτασε μάλιστα στο σημείο να φρίξει και ο ίδιος...)
«Η Θεσσαλονίκη, η ωραία τούτη πόλη, που στολίζει σαν σμαράγδι το τιμημένο στέμμα
Σού, μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο «σφαγείο». Ο μουτεσελίμης Γιουσούφ Βέης, θέλοντας να
εκδικηθεί τους ξεσηκωμένους ρωμιούς, διέταξε τους χαφιέδες τους να γυρνούν στο δρόμο
και να σκοτώσουν αλύπητα κάθε άπιστο που θα συναντούσαν. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα και
κάθε νύχτα δεν ακούς τίποτε άλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παρά φωνές κλάματα
και βογγυσμούς. Ο Γιουσούφ Βέης, ο γενιτσάρ αγάς, ο σουμπασής και οι χοτζάδες και οι
ουλεμάδες έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δεν εκτελούσαν δικές Σου διαταγές, γιατί τότε ασφαλώς
θα σέβονταν τα μικρά παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Και σαν να μην έφταναν αυτά την
πρώτη μέρα του φεγγαριού (18- 19 Μαΐου), ο μουτεσελίμ Γιουσούφ Βέης διέταξε να του
φέρουν τον Μακάρ Εφέντη και τους άλλους αγιάνιδες των ρωμιών. Τους έφεραν δεμένους
και τότε ράγισεν η καρδιά μου βλέποντας τον Μάκαρ εφέντη με τ’ άσπρα μακριά μαλλιά του
ακατάστατα στα χέρια των μπαζή μπουζούκ και να κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του
Καπανίου. Ενός άλλου γέροντα σεβάσμιου, του παπά Γιάννη της εκκλησιάς του Μηνά
εφέντη του κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι έπειτα κρατώντας τα κομμένα χέρια του με τα
δάκτυλα του έβγαλαν τα μάτια του. Έναν τρίτο που τον γνώριζα από το καφενείο και που οι
άπιστοι τον λέγαν Χρίστο εφέντη ( Χρήστος Μενεξές) τον κρέμασαν στο μεγάλο τσινάρ του
Ορτάτς τζαμίση. Μα δεν είναι μονάχα αυτά. Οι άπιστοι φοβισμένοι και τρομαγμένοι
κρύφτηκαν στο μητροπολιτικό ναό, ελπίζοντας να σωθούν. Όμως οι δικοί μας δεν δώσαν
σημασία στην εκκλησία, σπάσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Όσους δεν σφάξαν εκεί, τους
δέσανε και τους μετέφεραν στο Καπάνι, όπου τους σφάξανε και μαζέψαν τα κεφάλια για να
τα δώσουν δώρο στον Γουσούφ Βέη. Λίγοι γλύτωσαν από την σφαγή του μουτεσελίμη κι’
αυτοί όσοι πρόκαμαν και κρύφτηκαν στον τεκέ των δερβίσηδων, γιατί μονάχα οι μπαμπάδες
φέρθηκαν με λύπη και συμπάθεια στους άμοιρους γκιάουρ».
Ο ελληνικός πληθυσμός θα υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή. από τους 100.000 κατοίκους της πόλης οι 30.000 ήταν Ρωμιοί. Από αυτούς το Μάιο του 1821 θα σφαχτούν περίπου 3.000 και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα καταφύγει στους Καζάδες των Σερρών και της Ζίχνης όπου η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη.
91 χρόνια μετά ο ελληνικός στρατός θα εισέλθει θριαμβευτής στην πόλη και θα φέρει την γαλήνη και τον πολιτισμό χωρίς να προβεί σε ούτε μία πράξη εκδίκησης. Για τον λόγο αυτό θα γίνει αποδεκτός από τους Μουσουλμάνους της πόλης με ανακούφιση καθώς επάνω από τις κεφαλές τους πλανιόνταν ο κίνδυνος να προλάβουν και να καταλάβουν οι Βούλγαροι την πόλη οι οποίοι και θα τους κατέσφαζαν επειδή είναι ίδιοι μ' αυτούς.
Πόσο πολύ διαφέρουμε ...
Ας δούμε πως περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν την άφιξης στην πόλη της είδησης της έκρηξης του επαναστατικού αγώνα ο θρησκευτικός ηγέτης των Τούρκων Μουλάς Χαϊρουλάχ, (έφτασε μάλιστα στο σημείο να φρίξει και ο ίδιος...)
«Η Θεσσαλονίκη, η ωραία τούτη πόλη, που στολίζει σαν σμαράγδι το τιμημένο στέμμα
Σού, μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο «σφαγείο». Ο μουτεσελίμης Γιουσούφ Βέης, θέλοντας να
εκδικηθεί τους ξεσηκωμένους ρωμιούς, διέταξε τους χαφιέδες τους να γυρνούν στο δρόμο
και να σκοτώσουν αλύπητα κάθε άπιστο που θα συναντούσαν. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα και
κάθε νύχτα δεν ακούς τίποτε άλλο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, παρά φωνές κλάματα
και βογγυσμούς. Ο Γιουσούφ Βέης, ο γενιτσάρ αγάς, ο σουμπασής και οι χοτζάδες και οι
ουλεμάδες έχουν λυσσάξει θαρρείς. Δεν εκτελούσαν δικές Σου διαταγές, γιατί τότε ασφαλώς
θα σέβονταν τα μικρά παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Και σαν να μην έφταναν αυτά την
πρώτη μέρα του φεγγαριού (18- 19 Μαΐου), ο μουτεσελίμ Γιουσούφ Βέης διέταξε να του
φέρουν τον Μακάρ Εφέντη και τους άλλους αγιάνιδες των ρωμιών. Τους έφεραν δεμένους
και τότε ράγισεν η καρδιά μου βλέποντας τον Μάκαρ εφέντη με τ’ άσπρα μακριά μαλλιά του
ακατάστατα στα χέρια των μπαζή μπουζούκ και να κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του
Καπανίου. Ενός άλλου γέροντα σεβάσμιου, του παπά Γιάννη της εκκλησιάς του Μηνά
εφέντη του κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι έπειτα κρατώντας τα κομμένα χέρια του με τα
δάκτυλα του έβγαλαν τα μάτια του. Έναν τρίτο που τον γνώριζα από το καφενείο και που οι
άπιστοι τον λέγαν Χρίστο εφέντη ( Χρήστος Μενεξές) τον κρέμασαν στο μεγάλο τσινάρ του
Ορτάτς τζαμίση. Μα δεν είναι μονάχα αυτά. Οι άπιστοι φοβισμένοι και τρομαγμένοι
κρύφτηκαν στο μητροπολιτικό ναό, ελπίζοντας να σωθούν. Όμως οι δικοί μας δεν δώσαν
σημασία στην εκκλησία, σπάσαν τις πόρτες και μπήκαν μέσα. Όσους δεν σφάξαν εκεί, τους
δέσανε και τους μετέφεραν στο Καπάνι, όπου τους σφάξανε και μαζέψαν τα κεφάλια για να
τα δώσουν δώρο στον Γουσούφ Βέη. Λίγοι γλύτωσαν από την σφαγή του μουτεσελίμη κι’
αυτοί όσοι πρόκαμαν και κρύφτηκαν στον τεκέ των δερβίσηδων, γιατί μονάχα οι μπαμπάδες
φέρθηκαν με λύπη και συμπάθεια στους άμοιρους γκιάουρ».
Ο ελληνικός πληθυσμός θα υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή. από τους 100.000 κατοίκους της πόλης οι 30.000 ήταν Ρωμιοί. Από αυτούς το Μάιο του 1821 θα σφαχτούν περίπου 3.000 και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα καταφύγει στους Καζάδες των Σερρών και της Ζίχνης όπου η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη.
91 χρόνια μετά ο ελληνικός στρατός θα εισέλθει θριαμβευτής στην πόλη και θα φέρει την γαλήνη και τον πολιτισμό χωρίς να προβεί σε ούτε μία πράξη εκδίκησης. Για τον λόγο αυτό θα γίνει αποδεκτός από τους Μουσουλμάνους της πόλης με ανακούφιση καθώς επάνω από τις κεφαλές τους πλανιόνταν ο κίνδυνος να προλάβουν και να καταλάβουν οι Βούλγαροι την πόλη οι οποίοι και θα τους κατέσφαζαν επειδή είναι ίδιοι μ' αυτούς.
Πόσο πολύ διαφέρουμε ...