Η απάντηση είναι η εξής:
Τα δράματα στην αρχή δε γράφονταν για να διαβάζονται,
αλλά μόνο για να διδάσκονται στα δημόσια θέατρα.
Οι γραφείς, επομένως, οι οποίοι αντέγραφαν τα κείμενα,
δεν ενδιαφέρονταν τόσο για την ορθή παράδοση του κειμένου,
όσο για την ευκολία και την εξυπηρέτηση των ηθοποιών.
Γι’ αυτό το λόγο δεν σκοτίζονταν, αν δημιουργούνταν λάθη στο κείμενο.
Τούτο οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι βιβλιοπώλες
ήθελαν να ικανοποιήσουν τους πελάτες τους,
οι οποίοι, επειδή δεν μπορούσαν να έρθουν στην Αθήνα
για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις,
ήθελαν τουλάχιστον να διαβάσουν τα έργα των μεγάλων δραματοποιών.
Έτσι οι βιβλιοπώλες πλήρωναν όσο το δυνατόν
περισσότερους αντιγραφείς για να ανταποκριθούν στη ζήτηση αυτή.
Επίσης, νοθεύσεις και αλλοιώσεις στο κείμενο
έκαναν και οι ίδιοι οι ηθοποιοί που
τροποποιούσαν το κείμενο για δική τους ευκολία.
Εύκολα καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι αφού τα πρώτα αντίγραφα περιείχαν λάθη,
τα λάθη αυτά κληροδοτούνταν και στις μελλοντικές εκδόσεις του κειμένου.
Τα δράματα στην αρχή δε γράφονταν για να διαβάζονται,
αλλά μόνο για να διδάσκονται στα δημόσια θέατρα.
Οι γραφείς, επομένως, οι οποίοι αντέγραφαν τα κείμενα,
δεν ενδιαφέρονταν τόσο για την ορθή παράδοση του κειμένου,
όσο για την ευκολία και την εξυπηρέτηση των ηθοποιών.
Γι’ αυτό το λόγο δεν σκοτίζονταν, αν δημιουργούνταν λάθη στο κείμενο.
Τούτο οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι βιβλιοπώλες
ήθελαν να ικανοποιήσουν τους πελάτες τους,
οι οποίοι, επειδή δεν μπορούσαν να έρθουν στην Αθήνα
για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις,
ήθελαν τουλάχιστον να διαβάσουν τα έργα των μεγάλων δραματοποιών.
Έτσι οι βιβλιοπώλες πλήρωναν όσο το δυνατόν
περισσότερους αντιγραφείς για να ανταποκριθούν στη ζήτηση αυτή.
Επίσης, νοθεύσεις και αλλοιώσεις στο κείμενο
έκαναν και οι ίδιοι οι ηθοποιοί που
τροποποιούσαν το κείμενο για δική τους ευκολία.
Εύκολα καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι αφού τα πρώτα αντίγραφα περιείχαν λάθη,
τα λάθη αυτά κληροδοτούνταν και στις μελλοντικές εκδόσεις του κειμένου.