Η συνθήκη (Νεϊγύ) η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στη μεταπολεμική (πρώτος παγκόσμιος πόλεμος) Βουλγαρία ήταν σαφής σε θέματα παράνομου πλουτισμού από τον πόλεμο...
Το άρθρο 3 της συνθήκης του Νεϊγί όριζε τα εξής:
«όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες ή στρατιωτικοί οι οποίοι επωφελούμενοι από τη θέση τους συντέλεσαν στην προπαρασκευή και συνέχιση του πολέμου και χρησιμοποίησαν τις περιστάσεις για να πετύχουν πλεονεκτήματα γι’ αυτούς και για άλλους αλλά και οι βουλευτές ή άλλα πρόσωπα που ενήργησαν με σκοπό την κερδοσκοπία θα δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 431 του ποινικού νόμου, εκτός κι αν οι πράξεις τους υπάγονταν σε διατάξεις αυστηρότερες από του νόμου αυτού» (άρθρο 3).
Το αμέσως επόμενο άρθρο συμπλήρωνε το προηγούμενο:
Ιδιοκτησία και μόχθος έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, ειδάλλως η πρώτη έπρεπε να κατασχεθεί (άρθρο 4).
Επί της ουσίας όμως οι
ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ τύχαιναν ευμενούς αντιμετώπισης έναντι των
ΝΙΚΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η περίπτωση των αδερφών Καλαμάνου που κατηγορήθηκαν για παράβαση των ανωτέρω είναι αντιπροσωπευτική της προηγούμενης διαπίστωσης...
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΦΩΝ ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΥ :
Ουσιαστικά το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων στο συγκεκριμένο σημείο της συνθήκης περιορίστηκε στην καταδίωξη των Ελλήνων, γιατί οι ελάχιστοι συλληφθέντες υπήκοοι των άλλων κρατών της Entente αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από προφορικά διαβήματα των διπλωματικών και στρατιωτικών τους αντιπροσώπων.
Σε επιστολή τους, τα αδέρφια Ζήσης και Δημήτριος Καλαμάνος από τη Στενήμαχο προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, με την οποία διαμαρτύρονταν για τη φυλάκιση του ενός εκ των δύο αλλά και για την κατάσχεση του καπνεργοστασίου, των καπναποθηκών και όλης τους της περιουσίας, υποστήριζαν την αθωότητα τους, μια και ως έλληνες υπήκοοι κατά τη διάρκεια του Πολέμου δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να μετακινηθούν ούτε να ταξιδέψουν ούτε ακόμη και να αλληλογραφούν διατελώντας πάντα σε περιορισμό
Ο αρχηγός της στρατιωτικής δικαιοσύνης Γεωργίεφ ψευδώς υποσχέθηκε στον Πανουριά ότι ο συλληφθείς θα απολυόταν τις επόμενες μέρες και ότι θα ήταν ελεύθερος να εργαστεί.
Οι επίμονες διαμαρτυρίες του Έλληνα διαπιστευμένου έπεφταν στο κενό,
ενώ όταν απευθύνθηκε στον Άγγλο ομόλογό του στη Σόφια ζητώντας τη βοήθεια του προκειμένου να απελευθερωθούν δέκα περίπου Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι κρατούνταν βάσει του εν λόγω νόμου, ο Dering αρνήθηκε να αναμιχθεί μια και δεν υπήρχε Άγγλος υπήκοος με παρόμοιο πρόβλημα. Επέλεξε να μείνει έξω από μια ακόμη «ελληνοβουλγαρική διαφωνία», όπως τη χαρακτήρισε...
Ένα ακόμη κλασικό παράδειγμα του ψυχρού κυνικού διπλωματικού ρεαλισμού με τον οποίο μας αντιμετώπισαν οι Σύμμαχοι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο...