Η κυρία Αμαλία Ηλιάδη μας πληροφορεί για το γάμο και την οικογένεια στο βυζαντινό κόσμο:
Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για
τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του
γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και
απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος
δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα
της νύφης να συμπληρώσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας,
πριν γεννήσει δηλαδή ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε
το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να
ζητήσουν διαζύγιο. Οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή
διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες
μπορούσαν να ασκήσουν το ίδιο δικαίωμα και σε ενδεχόμενη περίπτωση
ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.
Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι
σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία όφειλαν να επιδεικνύουν
αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη
ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ’ αυτόν ήταν
παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας
οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.
Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα
κορίτσια αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική
υποχρέωση προικοδότησης που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με
χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν
μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά αφού
συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας
έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά
στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί
μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη
από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και
πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.
Η ηλικία γάμου για τους Βυζαντινούς ήταν τα 15 με 25 περίπου χρόνια για
τα αγόρια και τα 13 έως 16 για τα κορίτσια. Στην όλη διαδικασία του
γάμου αποφασιστικό ρόλο έπαιζε η συναίνεση των δύο συζύγων και
απαιτούνταν η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός. Ωστόσο, ο γάμος
δεν αποκτούσε πλήρη υπόσταση και ισχύ πριν αποδειχθεί η δυνατότητα
της νύφης να συμπληρώσει τον αναπαραγωγικό σκοπό της οικογένειας,
πριν γεννήσει δηλαδή ένα παιδί. Την τελευταία αυτή ρύθμιση υπαγόρευε
το παλιό ρωμαϊκό δίκαιο. Και οι δύο σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να
ζητήσουν διαζύγιο. Οι γυναίκες σε περίπτωση μοιχείας ή παρανομίας ή
διάπραξης ενέργειας που στρεφόταν εναντίον της ενώ οι άνδρες
μπορούσαν να ασκήσουν το ίδιο δικαίωμα και σε ενδεχόμενη περίπτωση
ανυπακοής ή ανάρμοστης συμπεριφοράς της συζύγου.
Μέσα στην οικογένεια, το βασικό κύτταρο της βυζαντινής κοινωνίας, οι
σύζυγοι, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία όφειλαν να επιδεικνύουν
αρετή και πίστη. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν ως αποκλειστικό σκοπό στη
ζωή το γάμο και την τεκνοποιία ενώ η θέση τους μέσα σ’ αυτόν ήταν
παραδοσιακά κατώτερη από του άνδρα. Οικονομική βάση της νέας
οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.
Ο βυζαντινός γάμος |
Όσο για τα παιδιά, τα αγόρια ήταν πιο καλοδεχούμενα γενικά από τα
κορίτσια αφού τα τελευταία σήμαιναν για τους γονείς τη μελλοντική
υποχρέωση προικοδότησης που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με
χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία. Ωστόσο, δεν
μπορούμε να πούμε ότι τα κορίτσια αντιμετωπίζονταν αρνητικά αφού
συμμετείχαν στις διάφορες οικογενειακές υποχρεώσεις εξισορροπώντας
έτσι τα αρνητικά επακόλουθα της γέννησής τους. Στα κατώτερα κοινωνικά
στρώματα του πληθυσμού, οι προοπτικές που ανοίγονταν για ένα παιδί
μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού ήταν η πλήρης άρνηση και εγκατάλειψη
από τους γονείς, η εκμετάλλευση (πρακτική εκμετάλλευση ή ακόμη και
πώληση), και ο γάμος σε κάποια ηλικία ή η καταφυγή σε μοναστήρι.