Με λίγα λόγια...


Η κυρά της θάλασσας, Ερρίκου Ίψεν. Ραδιοφωνικό θέατρο

Η Πολιτισμική Διαδρομή θα σας μεταφέρει απόψε στις Νορβηγικές ακτές, στα τέλη του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας σας το ψυχολογικό θρίλερ του Ερρίκου Ίψεν "Η κυρά της θάλασσας".



 Εμπνευσμένος από το μύθο της γοργόνας που θυσιάζει την ουρά της προκειμένου με τον άνθρωπο που αγαπάει (και ειδικότερα από το παραμύθι του 1837 "Η μικρή γοργόνα" του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν), ο Ίψεν θα συγγράψει ένα ζεστό παλλόμενο παραμύθι το οποίο θα μεταμορφωθεί σε αστικό δράμα.

Η υπόθεση:
Από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται στη σκηνή, η Ελίντα δείχνει να έχει κάτι απόκοσμο. Η σχέση της με τη θάλασσα στην οποία μεγάλωσε ως κόρη του φαροφύλακα, καθορίζει την αλλόκοτη μορφή και συμπεριφορά της. Φυλακισμένη σε ένα χωριό στα νορβηγικά φιόρδ, μια γοργόνα παγιδευμένη στη στεριά και σε έναν συμβατικό γάμο με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της χήρο γιατρό, η Ελίντα δείχνει εξαρχής την ψυχική της αστάθεια η οποία κορυφώνεται με την άφιξη του Ξένου, που σηματοδοτεί το παρελθόν και καθορίζει το μέλλον της. Πρόκειται για τον ναυτικό που στο παρελθόν η Ελίντα αρραβωνιάστηκε. Ο άνδρας που την έκανε να νιώσει τον πόθο, που αποτέλεσε τον συνδετικό της κρίκο με τη θάλασσα. Μια φιγούρα-φάντασμα, που ως έναν βαθμό αναρωτιόμαστε αν υπάρχει πραγματικά ή αν είναι αποκύημα της φαντασίας της. Όταν ο αινιγματικός Ξένος εμφανίζεται και πάλι, την καλεί να επιλέξει «με τη θέλησή της» και με πλήρη αίσθηση της ευθύνης για την επιλογή αυτή. Παγιδευμένη ανάμεσα στη σύμβαση και τον πόθο, τη στεριά και τη θάλασσα, η Ελίντα ζητά αποδέσμευση από τα πάντα, ακόμη και τον γάμο της, για να μπορέσει να αποφασίσει ελεύθερα. Και αποφασίζει.


Περαιτέρω στοιχεία για το έργο...

Ζωτική ανάγκη κάθε ανθρώπου  με θεραπευτικές ιδιότητες θα αποτελεί πάντα η αφήγηση παλιών ιστοριών και βιωμάτων. Η Ελίντα θεωρεί ότι το στοιχείο της είναι η θάλασσα.

Πρόκειται για ένα ψυχολογικό δράμα που κορυφώνεται με την επιστροφή του ξένου, είναι υπαρκτό πρόσωπο ή αποκύημα της φαντασίας;
Ο συγγραφέας μέσω της Ελίντα θα επιχειρήσει μία καταβύθιση στη γυναικεία ψυχολογία...

Με το συγκεκριμένο έργο ο Ίψεν πραγματοποιεί μία στροφή στο συμβολισμό.(Ο γαλλικός συμβολισμός γεννήθηκε σε μεγάλο βαθμό ως μια αντίδραση απέναντι στον Νατουραλισμό και τον Ρεαλισμό, ρεύματα που προηγήθηκαν χρονικά και που προσπάθησαν να συλλάβουν την πραγματικότητα με πιστό τρόπο. Ο συμβολισμός από την πλευρά του αντιπαρέβαλε την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο ως αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας) .

Η φωνή της Χλόης Λιάσκου θα κυριαρχήσει. Ενώ ακόμη το έργο έχει εξαιρετική μουσική υπόκρουση...

Η Χλόη Λιάσκου


Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ναταλία Δεδουσοπούλου:





Πηγές:
Το ποντίκι,elculture,lifo,parathiropolitis,Βικιπαίδεια

Ωραίο γκολ από το Χατζηπαναγή.


Ωραίο γκολ για τον Ηρακλή από το Βασίλη Χατζηπαναγή....


Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στη Μεσόγειο και στον Ιταλικό χώρο κατά τον «μακρύ» 16ο αιώνα. Μέρος Ά

Σε συνέχεια των άρθρων που είχαν δημοσιευθεί πριν μερικούς μήνες, και εξιστορούσαν το πως η Βενετία μετατράπηκε από μία επαρχιακή βυζαντινή πόλη σε αυτοκρατορία  (μπορείτε να ανατρέξετε στα σχετικά άρθρα στην κατηγορία Βενετία της προβολής έκδοσης ιστού του ιστότοπου μας) σας παραθέτουμε τη συνέχεια. Η εμπλοκή της Βενετίας στους Ιταλικούς πολέμους και η εμπλοκή της σε ανταγωνισμούς με την οθωμανική αυτοκρατορία και τους Αψβούργους  επηρέασαν άμεσα τον ελλαδικό χώρο και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.



Ο ύστερος 15ος αιώνας αποτελεί σημείο καμπής για την πολιτική γεωγραφία του ιταλικού χώρου. Συχνά η ιστοριογραφία κάνει λόγο για την «κρίση του 1494». Παρόμοιους, δραματικούς όρους χρησιμοποιούν οι ουμανιστές λόγιοι της εποχής στις ιστορικές συνθέσεις και τα χρονικά τους.

 Ο Francesco Guicciardini στο έργο του Storie fiorentine (1509) κάνει λόγο για τη «φωτιά» και τη «μάστιγα» που ενέσκηψαν στην Ιταλία και «ανέτρεψαν τα πάντα» και στο μεταγενέστερο έργο του Storia d’Italia (1561) για την «καταστροφή της Ιταλίας».

Το φθινόπωρο του 1494 ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η΄, επικεφαλής ενός πολυπληθούς στρατεύματος, εισέβαλε από τα εδάφη της Σαβοΐας στον ιταλικό χώρο για να αποκαταστήσει τις αξιώσεις του στο βασίλειο της Νάπολης. Η γαλλική εισβολή και η συνακόλουθη εμπλοκή της Ισπανίας εγκαινίασαν μια περίοδο πρωτόγνωρης διπλωματικής δραστηριότητας και αιματηρών πολεμικών αναμετρήσεων που έθεσαν σε σκληρή δοκιμασία και αναδιέταξαν τις εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες στον ιταλικό χώρο. 

Πέραν των πολεμικών αναμετρήσεων, η ταχύτητα με την οποία συμμαχίες δημιουργούνταν και διαλύονταν, η διάχυτη καχυποψία, οι διαρκείς διαπραγματεύσεις, τα εφήμερα κέρδη που εξανεμίζονταν και το πλήθος επίσημων συνθηκών που επιχειρούσαν να αποκρυσταλλώσουν την πολιτική ρευστότητα πιστοποιούν την ένταση της περιόδου των λεγόμενων Ιταλικών Πολέμων. Καμιά πολιτική δύναμη της ιταλικής χερσονήσου δεν έμεινε αλώβητη κατά η διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων.

 Ίσως η πιο έντονη αποτύπωση των εξελίξεων, σε επίπεδο συμβολισμού, υπήρξε η πολιορκία και λεηλασία της Ρώμης από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα το 1527.

Εξίσου για τη Βενετία, ο ύστερος 15ος αιώνας συνιστά σημείο καμπής. Θα εξετάσουμε τη βενετική
κρατική συγκρότηση από τον ύστερο 15ο αιώνα μέσα από αλληλοσυμπληρούμενες οπτικές: τις αλλαγές στην αυτοθεώρηση της βενετικής ελίτ, την εμπλοκή στους Ιταλικούς Πολέμους και τη διαπλοκή της πολιτικής της στον ιταλικό και μεσογειακό χώρο με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις των Αψβούργων και των Οθωμανών.

 Η Βενετία εισήλθε στους Ιταλικούς Πολέμους με την επιδίωξη να αυξήσει την επικράτειά της στην ενδοχώρα. Τα εδαφικά κέρδη της αποδείχτηκαν εφήμερα και την εξέθεσαν σε μεγαλύτερους κινδύνους στο εύθραυστο περιβάλλον, καθώς η βενετική επέκταση στην ενδοχώρα είχε δημιουργήσει ανησυχία εντός και εκτός του ιταλικού χώρου. Το 1508 η Βενετία βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν ετερόκλητο συνασπισμό, τη Λίγκα του Cambrai, στην οποία συνενώθηκαν δεσπόζουσες και μέχρι τότε εχθρικές μεταξύ τους δυνάμεις της Δύσης, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄ και ο πάπας Ιούλιος Β΄ καθώς και κάποια ιταλικά κράτη. Ο στόχος τους ήταν να αποσπάσουν τις βενετικές κτήσεις της ενδοχώρας και να τις μοιράσουν μεταξύ τους ανάλογα με τις αξιώσεις τους˙ ουσιαστικά να καταλύσουν το Κράτος της Στεριάς. Μάλιστα μία από τις συμμάχους, η Σαβοΐα, είχε υπερπόντιες αξιώσεις, εποφθαλμιώντας την Κύπρο. Οι δυνάμεις της Λίγκας έφτασαν κοντά στον στόχο τους όταν κατάφεραν συντριπτική νίκη επί της Βενετίας στη μάχη του Agnadello, κοντά στο Μιλάνο, τον Μάιο του 1509. 

Τη συντριβή της Βενετίας ακολούθησε η προέλαση των νικητών στην ενδο-
χώρα, η εξέγερση των υποτελών πόλεων της Βενετίας και η κατάληψή τους από τις συμμαχικές δυνάμεις. 

Ως προς τη σημασία της ήττας είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του φλωρεντινού συγγραφέα Νικολό Μακιαβέλι:
«Σε μία και μοναδική μάχη η Βενετία έχασε ό,τι είχε κερδίσει διαμέσου των αιώνων» (Machiavelli, 1998: 52).

 Το δραματικό αντίκτυπο της ήττας αποτυπώνει ο σύγχρονος βενετός χρονικογράφος Marin Sanudo στα ημερολόγιά του, όπου γράφει:
15 Μαΐου 1509. Οι αξιωματούχοι βρίσκονταν στη μέση μιας συνεδρίασης. Ήμουν παρών και μα-
ζί με άλλους πατρικίους μελετούσαμε τον χάρτη της Ιταλίας. Την 22α ώρα [δηλ. μετά τη δύση
του ηλίου] κατέφτασε ο γραμματέας Piero Mazaruol κρατώντας επιστολές από το πεδίο της μάχης,
στις οποίες ήταν σχεδιασμένες αγχόνες. Αμέσως ο δόγης και οι αξιωματούχοι τις ανέγνωσαν και
πληροφορήθηκαν ότι οι δυνάμεις μας είχαν κατατροπωθεί. Και τότε ξεκίνησε μεγάλη οιμωγή και
θρήνος και, για την ακρίβεια, πανικός. Στην ουσία, ο δόγης και οι αξιωματούχοι ήταν σαν νεκροί.
Θέλησαν να κρατήσουν κρυφά τα νέα για όσο διάστημα μπορούσαν, αλλά δεν ήταν δυνατόν, καθώς
είχε ήδη διαδοθεί από την οικία του δόγη ότι ο στρατός μας είχε ηττηθεί και ο signor Bortolo
[Bartolomeo d’Alviano], γενικός διοικητής του στρατού, είχε είτε αιχμαλωτιστεί είτε σκοτωθεί.

Σε άλλες καταχωρίσεις ο Sanudo συνεχίζει με παρόμοιο τρόπο:
17 Μαΐου 1509. Όλη η πόλη βρισκόταν σε απελπισία και τα έβαζαν με την τύχη που επέτρεψε ο εκλεκτός στρατός μας να εξαθλιωθεί […] Όλοι καταλαβαίνουν ότι ο Θεός μάς εγκατέλειψε εξαιτίας των αμαρτιών μας. Ήταν η γιορτή της Αναλήψεως αλλά όλοι θρηνούσαν, κανείς δεν εμφανίστηκε στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου, οι αξιωματούχοι που ηγούνταν στο Collegio ήταν εντελώς χαμένοι καιακόμα περισσότερο ο δόγης μας, που δεν μίλαγε και ήταν σαν νεκρός, τελείως αξιολύπητος. […] 23 Μαΐου 1509. Δεν υπάρχουν νέα από τους αξιωματούχους του Collegio. Όλοι ήταν σαν νεκροί, χωρίς διάθεση. Οι δυνάμεις μας κατατροπώθηκαν και στην Μπρέσα και στο Μπέργκαμο, και πλέον υπάρχει φόβος για τη Βενετία. (Sanudo, 1879-1903: τ. 8, 247-9, 301-2)

Σύντομα η Λίγκα έφτασε ως το Μέστρε στις ακτές τις βενετικής λιμνοθάλασσας. Για πρώτη φορά ο κίνδυνος να αλωθεί η πόλη της Βενετίας ήταν τόσο έκδηλος και διάχυτος. Ωστόσο, η ίδια η φύση του πολέμου, με τις εύθραυστες ισορροπίες και τις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συμμαχίες, που έφερε τη Βενετία αντιμέτωπη με τόσους αντιπάλους, απέτρεψε την πιθανότητα κατάκτησή της. Ο πάπας Ιούλιος Β΄ αποσύρθηκε από τον συμμαχικό συνασπισμό στρεφόμενος εναντίον των Γάλλων.

 Οι συμμαχίες αναδιατάχθηκαν και η Βενετία κατάφερε μέχρι το 1516 να ανακτήσει όλα τα χαμένα εδάφη στην ενδοχώρα. Αν και κατόρθωσε να βγει εδαφικά σχεδόν αλώβητη από τους Ιταλικούς Πολέμους, η Βενετία συνειδητοποίησε ότι ο ανταγωνισμός Γαλλίας και Ισπανίας πλέον αποτελούσε ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης της πολιτικής και των συσχετισμών στον ιταλικό χώρο.

 Αν και η ίδια διατήρησε τον μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη της χερσονήσου, ήταν σαφές ότι τα συμφέροντά της εξαρτιόνταν από την προσαρμογή της στα κελεύσματα της Γαλλίας, της Ισπανίας ή του αυτοκράτορα κατά περίσταση.

Πηγή: Πλακωτός

Ηθογραφία και ρεαλισμός στην πεζογραφία στα τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα

Η Λογοτεχνική Διαδρομή απόψε θα σας παρουσιάσει μία εκτενή ανάλυση σχετικά με τις τάσεις της ηθογραφίας και του ρεαλισμού στη λογοτεχνική γενιά του 1880.

Mε τον όρο ηθογραφία εννοούμε γενικά την αναπαράσταση, περιγραφή και απόδοση
των ηθών, των εθίμων, της ιδεολογίας και της ψυχοσύνθεσης ενός λαού, όπως αυτά
διαμορφώνονται υπό την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος και των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η αναπαράσταση αυτή, που
επιχειρείται ειδικότερα στη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, προϋποθέτει μια
περισσότερο ή λιγότερο ρεαλιστική αντίληψη για την τέχνη, αφού στηρίζεται στην παρατήρηση και στοχεύει στην αντικειμενική απεικόνιση.

                                               

 Ειδικότερα, ως όρος της Ιστορίας της λογοτεχνίας η ηθογραφία δηλώνει την τάση της πεζογραφίας να αντλεί τα θέματά της από κοινωνίες της υπαίθρου κι από την κοινωνία και το περιβάλλον της αστικής γειτονιάς. 

Η τάση αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επομένως εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού και αργότερα του νατουραλισμού, χωρίς να λείπουν -από την ελληνική ιδίως ηθογραφία- τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία.


Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή πεζογραφία της εποχής αυτής η ηθογραφία δεν αποτέλεσε
αυτόνομο λογοτεχνικό είδος, καθώς φαίνεται απ’ την έλλειψη ακριβούς αντίστοιχου όρου στις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες, ή, αντίστροφα, κι από την ύπαρξη και εναλλακτική χρήση πολλών παρεμφερών όρων, όπως: αγροτικό, επαρχιακό μυθιστόρημα, λογοτεχνία της περιφέρειας, πεζογραφία με τοπικό χρώμα, μελέτη των ηθών (etude du moeurs, αλλά όχι μόνονμτων ηθών της επαρχίας) κ.ά.

 Εξαίρεση ίσως αποτελεί η περίπτωση της γερμανικής λογοτεχνίας, στην οποία έχει δημιουργηθεί και ο όρος «χωριάτικη ιστορία» (Dorfgeschichte). H αλήθεια είναι ότι με αφετηρία το κοινό, βέβαια, μα και πολύ εξωτερικό στοιχείο του σκηνικού, που τοποθετείται στον εξωαστικό χώρο, ομαδοποιήθηκαν έργα με πολλές, βαθιές και βασικές διαφορές στην πραγματικότητα μεταξύ τους. Γι’ αυτό και πρέπει να γίνει βασική διάκριση ανάμεσα στα έργα εκείνα του 19ου αιώνα που τοποθετούν τη δράση τους στην ύπαιθρο, αλλά εντάσσονται στην παράδοση του ρομαντισμού, την οποία και συνεχίζουν, και στα έργα που ανήκουν στο ρεαλισμό, ή, έστω, τον προετοιμάζουν.

Στα έργα της πρώτης κατηγορίας επιβιώνει, μπορεί να πει κανείς, κατά κάποιον τρόπο, η
φιλοσοφία του Rousseau και, μέσα σε μια καλόβολη και ειδυλλιακά περιγραφόμενη φύση, εκτυλίσσονται απλές ερωτικές ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου. Στο είδος αυτό ανήκει το
έργο της George Sand, κυρίως από το 1840 κ.ε. Αντίθετα, τα έργα της δεύτερης κατηγορίας
έχουν ως θεωρητική τους αφετηρία τα δύο ρεύματα του ρεαλισμού και του νατουραλισμού με
τις γενικότερες προϋποθέσεις τους (θετικισμό στη φιλοσοφία, επιστημοκρατία, βιομηχανική
ανάπτυξη και αστικοποίηση της ζωής, συνακόλουθη δημιουργία κοινωνικής ανισότητας) και τις συγκεκριμένες αρχές τους (παρατήρηση, αντικειμενικότητα, ανάλυση, τεκμηρίωση και
ερμηνεία). Έτσι, η ζωή και η κοινωνία της υπαίθρου δεν αποτελούν για τους συγγραφείς
αυτούς χώρο που αναπολούν με ρομαντική νοσταλγία, ούτε και το χώρο όπου έχουν διασωθεί
τα αυθεντικά ήθη και ο γνήσιος χαρακτήρας του λαού και του έθνους τους, αλλά απλώς μια
πλευρά της σύγχρονής τους πραγματικότητας, την οποία αξίζει να μελετήσουν, όπως και όσο
την αστική πλευρά, και την οποία πράγματι προσπαθούν να αποδώσουν και να ερμηνεύσουν με πιστότητα και αντικειμενικότητα, χωρίς διάθεση ή προσπάθεια ωραιοποίησης και
εξιδανίκευσης.


Η ρεαλιστική αυτή «ηθογραφία» της Ευρώπης καλύπτει ευρεία κλίμακα πραγματώσεων,
και διακυμαίνεται από την απλή και πιστή καταγραφή του τρόπου ζωής των εξωαστικών
πληθυσμών ως την πιο σκληρή κριτική και διαμαρτυρία για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων,
αλλά και τη βαθιά ψυχογράφηση των χαρακτήρων, όπως αυτοί διαμορφώνονται είτε σε σχέση
με το αντίξοο, σχεδόν εχθρικό φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν, είτε σε σχέση και σύγκρουση με τις καθυστερημένες άκαμπτες και συχνά απάνθρωπες δομές της κλειστής κοινωνίας του χωριού, κι άλλοτε σε σχέση και με τα δύο.


Παραβλέποντας τους λίγους σχετικά συγγραφείς και τα έργα που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο φολκλόρ και το τοπικό χρώμα και που συχνά ξεχνούν «τον άνθρωπο χάριν της τοπικής φορεσιάς και τα ήθη χάρη των εθίμων», αξίζει να σταθούμε περισσότερο στους συγγραφείς και τα έργα που δεν στέκονται στην επιφάνεια, αλλά μελετούν το βάθος της ζωής της επαρχίας. [...]


Στην Ελλάδα, η ηθογραφία εμφανίζεται γύρω στα 1880, εποχή δηλαδή που πραγματοποιείται αισθητή αλλαγή στον προσανατολισμό της λογοτεχνίας μας. Την εγκαινιάζειο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908) με τη νουβέλα του Λουκής Λάρας (1879), διατηρείται ως τομ1920 περίπου -ή και λίγο αργότερα- και πραγματώνεται περισσότερο με το διήγημα. Πρώιμα ] δείγματά της, ωστόσο, έχουμε στο μυθιστόρημα του Παύλου Καλλιγά (1814-1896) Θάνος Βλέκας (1855) και στο αγνώστου συγγραφέα αφήγημα Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870).


Αλλά εισηγητής του διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις, μολονότι είχε προηγηθεί και μια
προκαταρκτική φάση του είδους, είναι ο Θρακιώτης Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), που
άνοιξε σωστά το δρόμο της ηθογραφίας, με το δημοσιευμένο στο περιοδικό Εστία διήγημά του
Το αμάρτημα της μητρός μου τον Απρίλιο του 1883. Ένα μήνα αργότερα, στις 15 Μαΐου 1883,
υπό την πίεση μιας γενικότερα εθνοκεντρικής τάσης, προκηρύχθηκε διαγωνισμός διηγήματος
από το ίδιο περιοδικό, με αποτέλεσμα ν’ ακολουθήσει ομαδική συγγραφή ηθογραφικών
διηγημάτων. 


Η προκήρυξη έγινε με πρωτοβουλία του Ν. Γ. Πολίτη, ο οποίος τρία μόλις χρόνια
πριν είχε επιστρέψει, ύστερα από τετραετείς σπουδές στο Μόναχο. Αξίζει να παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κείμενο της προκήρυξης, που έγραψε ο ίδιος ο Πολίτης:

«Εν τη ιερά ημών φιλολογία, το ήκιστα μέχρι τούδε καλλιεργηθέν είδος εστίν αναντιρρήτως το
διήγημα [...] όπερ πλουσιώτατα αντιπροσωπεύεται εν ταις γραμματολογίαις των επιλοίπων
ευρωπαϊκών εθνών, προσφορώτατον θεωρούμενον εις αναπαράστασιν σκηνών της ιστορίας ή
του κοινωνικού βίου ενός λαού, ή εις ψυχολογικήν περιγραφήν χαρακτήρων. Εν τούτοις
ομολογούμενον είναι ότι το είδος τούτο της φιλολογίας δύναται να ασκήση μεγάλην ηθικήν
επίδρασιν, υποθέσεις εθνικάς πραγματευόμενον, επί του εθνικού χαρακτήρος και της
διαπλάσεως εν γένει των ηθών. Διότι σκηναί είτε της ιστορίας είτε του κοινωνικού βίου,
διαπλασσόμεναι καταλλήλως εν τη αφηγήσει, κινούσι πλειότερον τα αισθήματα του
αναγνώστου και ου μόνον τέρπουσι και λεληθότως διδάσκουσιν, αλλά και εξεγείρουσιν εν αυτώ
το αίσθημα της προς τα πάτρια αγάπης. Ο ελληνικός δε λαός, είπερ και άλλος τις, έχει ευγενή
ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του
ιστορικού αυτού βίου. η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα, γέμει σκηνών
δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων». Πρώτος και βασικός όρος του διαγωνισμού: «Η υπόθεσις του διηγήματος έσται ελληνική, τουτέστι θα συνίσταται εις περιγραφήν σκηνών του βίου του ελληνικού λαού εν οιαδήποτε των περιόδων της ιστορίας αυτού ή εις εξιστόρησιν επεισοδίου τινός της ελληνικής ιστορίας».πρώτος ο Βιζυηνός, μόνον από τη στιγμή που άξιοι λογοτέχνες μας, υπερβαίνοντας τιςπροδιαγραφές της προκήρυξης, θα πάψουν να θεωρούν την ηθογράφηση αυτοσκοπό, θα υποτάξουν τα ηθογραφικά στοιχεία στο γενικότερο αίτημα για αντικειμενική ανάληψη και
ερμηνεία των κοινωνικών και ψυχικών φαινομένων και θα οδηγήσουν τελικά την πεζογραφία

Η ελληνική ηθογραφία, ωστόσο, θα βρει τον πραγματικό της δρόμο, όπως τον έδειξεμας, έστω και με καθυστέρηση, στο κοινωνικό μυθιστόρημα, στον αστικό νατουραλισμό και στην ψυχογραφία.

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω είναι ανάγκη να διακρίνουμε την ηθογραφία -όχι τόσο
χρονολογικά όσο από την άποψη του τρόπου αναπαράστασης- σε δυο κατηγορίες: α) ηθογραφία έτσι όπως την προπαγάνδισε η Εστία και την πραγματοποίησαν οι πρώτοι διηγηματογράφοι, δηλαδή την ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) ρεαλιστική ή νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους.

Χαρακτηριστικό της πρώτης κατηγορίας και ενδεικτικό του έντονου λαογραφισμού της
είναι το γεγονός ότι έχει να επιδείξει, εκτός από τη δημιουργία διηγημάτων, και την παραγωγή
σειράς έργων που βρίσκονται στο μεταίχμιο της λογοτεχνικής και μη λογοτεχνικής δημιουργίας,,τα οποία όμως εξυπηρετούν αμεσότερα τους στόχους του διαγωνισμού. Τέτοια έργα είναι, π.χ. ταξιδιωτικές εντυπώσεις και οδοιπορικά (Δροσίνης, Μωραϊτίδης κ.ά.), διασκευές δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών παραδόσεων (τα διηγήματα Η Χάρκω και Ο Αργύρης του Χρηστοβασίλη, που υποβλήθηκαν ανώνυμα στο διαγωνισμό του 1883), αυτοβιογραφικά κείμενα με τη μορφή αναμνήσεων από τη ζωή στο χωριό (Δροσίνης, Καρκαβίτσας, Κρυστάλλης, Χρηστοβασίλης). Στην κατηγορία, τέλος, αυτή πρέπει να ενταχθούν το ηθογραφικό διήγημα του Παλαμά Θάνατος παλικαριού (1891) και η μεγάλη νουβέλα του Κονδυλάκη Ο Πατούχας (1892). Στο πρώτο παρακολουθούμε πώς διαμορφώνεται μια πλευρά της ελληνικής λαϊκής ψυχοσύνθεσης και συγκεκριμένα η λατρεία της σωματικής ομορφιάς και ακεραιότητας, κάτω από το πιεστικό και πυκνό πλέγμα των επιδράσεων που ασκούν ο περιβάλλων χώρος, οι ισχυρές προκαταλήψεις, καθώς και οι πανάρχαιες αλλά και βαθιά ριζωμένες δοξασίες. Στο δεύτερο, με λιτότητα στην έκφραση, ψυχογραφικές προεκτάσεις, ζωντάνια και χιούμορ, σκιαγραφούνται πειστικά, εκτός από τον πρωτόγονο ήρωα, και χαρακτηριστικοί τύποι της μικρής κρητικής κοινωνίας.

Στη δεύτερη κατηγορία της ηθογραφίας κυριαρχούν τα ονόματα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη (1851-1911) και του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922), ενώ ο Γιάννης
Βλαχογιάννης (1867-1945) κι ο Αντώνης Τραυλαντώνης (1867-1943) διακυμαίνονται ανάμεσα στη μια κατηγορία και στην άλλη. Εδώ ανήκει κι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), που
παράλληλα με τον κοινωνικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα της πεζογραφίας του, τόσο στα
ζακυνθινά όσο και στα αθηναϊκά διηγήματα και μυθιστορήματά του, διατηρεί μερικά από τα
χαρακτηριστικά της ηθογραφίας, μεταφερμένα στην περιοχή του αστικού μυθιστορήματος και
διηγήματος. Αξίζει ακόμα να προσθέσουμε και το μυθιστόρημα του Κ. Χρηστομάνου (1867-1911) Η κερένια κούκλα (1911), ηθογραφικό από την άποψη ότι κινείται στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της αθηναϊκής συνοικίας.

Στο μεταξύ, με την καμπή του αιώνα, το κοινωνικό ζήτημα εισβάλλει αναπόφευκτα στην πεζογραφία. Ο Κ. Χατζόπουλος (1868-1920) και ο Κ. Θεοτόκης (1872-1923), συνειδητοί και μαχητικοί σοσιαλιστές μετά την επιστροφή τους από τη Γερμανία, γίνονται οι κύριοι εκπρόσωποι της κοινωνιστικής πεζογραφίας της εποχής, προωθώντας την ηθογραφία πιο συνειδητά στον κοινωνικό χώρο. Η σοσιαλιστική ιδεολογία, εξάλλου, περισσότερο ή λιγότερο, υπόκειται και στο έργο του Κ. Παρορίτη (1878-1931), του Δημοσθένη Βουτυρά (1871-1958)
και του Πέτρου Πικρού (1900-1957), που μεταφέρουν το σκηνικό από την ελληνική επαρχία
στις περιθωριακές γειτονιές της Αθήνας.

Τέλος, η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, με τις πολλαπλές πολιτικές οικονομικές,
ιδεολογικές και ευρύτερα κοινωνικές επιπτώσεις της, θα σημάνει την αλλαγή προσανατολισμού στη λογοτεχνία και τη βαθμιαία κάμψη της ηθογραφίας, ιδιαίτερα ύστερα απ’ την εμφάνιση της «γενιάς του 1930» 

Χάθηκε σκυλάκι...


Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...