Όπως με ποθείς, του Λουίτζι Πιραντέλο. Ραδιοφωνικό θέατρο


Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας μεταφέρει στο Βερολίνο του μεσοπολέμου, με αφορμή το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο "Όπως με θέλεις".  Το έργο γράφτηκε το 1929 και ανήκει στην τελευταία περίοδο της δημιουργίας του Πιραντέλο.



Πρόκειται για ένα γκροτσέσκο δράμα προσωπικότητας, για την τελευταία τραγικοκωμωδία του Σικελού συγγραφέα.


Υπόθεση:
Βερολίνο. H αλκοολική Elma εργάζεται σε ένα μπαρ και φροντίζει για την διασκέδαση των πελατών.
Πολλοί άνδρες την πολιορκούν αλλά εκείνη έχει επιλέξει και ζει με τον μυθιστοριογράφο Carl Salter. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στο κτήμα Salter ένας παράξενος άνθρωπος ο Tony υποστηρίζοντας ότι η Elma είναι στην πραγματικότητα η Lucia, η γυναίκα του στενού φίλου του Bruno Pieri. Ο Tony ισχυρίζεται πως η Elma είχε χάσει τη μνήμη της πριν από δέκα χρόνια κατά τη διάρκεια μιας εισβολής στον Α΄ Παγκοσμίο Πολέμο. Η Elma δεν θυμάται, αλλά αφήνεται στον Tony προς απογοήτευση του Salter. Ο Bruno προσπαθεί να επαναφέρει τη μνήμη της Lucia και την φιλοξενεί στο μεγάλο κτήμα του. Κανείς δεν είναι πραγματικά βέβαιος εάν η Elma είναι η Lucia και όλοι απεγνωσμένα ψάχνουν για την αλήθεια... (Greekradiotheater)


ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

Το έργο κινείται σε εφιαλτικό κλίμα, ο Πιραντέλο συγκεντρώνει στοιχεία τα οποία αφαιρούν από τα πρόσωπα του έργου και το κοινό κάθε συγκεκριμένη μορφή πραγματικότητας, τα γεγονότα μπερδεύονται και αποκτούν ρευστότητα, που καταλήγει σε αμφιβολία σχετικά με το εάν τελικά αυτά  υπήρξαν ποτέ. Η ασάφεια και η πολλαπλότητα της ανθρώπινης προσωπικότητας αποτελούν τα στοιχεία στα οποία βασίζεται το έργο.

Ο γύρω κόσμος για το κάθε άτομο έχει διαφορετική σημασία, και οι όψεις της διασπασμένης ανθρώπινης προσωπικότητας αποτυπώνονται άριστα στο εν προκειμένω έργο. Ως γνήσιο πιραντελικό δημιούργημα δε λυτρώνει το θεατή η αυλαία, καθώς δεν επιβεβαιώνεται ότι η άγνωστη χορεύτρια του βερολινέζικου καμπαρέ είναι όντος η Λουκία Πιέρι. Ο Πιραντέλο αφήνει το θεατή σε αμφιβολία αφού και ο ίδιος αμφιβάλλει διαρκώς αφού πιστεύει ότι "έτσι είναι εάν έτσι νομίζεται".

Ο Πιραντέλο, ο οποίος σημειωτέον ότι διαλαλούσε παντού πως ήταν Έλληνας, εφάρμοσε στο εν λόγω έργο το αριστοτελικό "ομαλό-ανώμαλον". Ο δημιουργός του έργου γνωρίζει καλά ότι η αμφιβολία και ο παραλογισμός στο θέατρο πρέπει να έχουν πειθώ και δικαίωση, ενώ σαν τεχνίτης που είναι εμφανίζει στο τέλος την τρελή Λουκία Πιέρι να έχει χάσει τη μνήμη και τη φωνή της για να ενισχύσει περισσότερο την αμφιβολία του θεατή με τη λογική και την καταφάνεια.

Ο ρόλος τέλος της Πιέρι αποτελεί έναν εξόχως ενδιαφέροντα γυναικείο ρόλο, που ερμηνεύτηκε στη μεγάλη οθόνη από τη Γκρέτα Γκάρμπο.





Παίζουν οι ηθοποιοί:

 Άννα Συνοδινού, Θόδωρος Μορίδης, Μαρία Μοσχολιού, Μιχάλης Μιχόπουλος, Θεοχάρης Νάζος, Δάνης Μουνδρέας, Μάκης Ρευματάς, Λουκιανός Ροζάν, Άννα Ραυτοπούλου, Γιώργος Νέζος, Νίκος Βασταρδής, Άννα Τάρη, Ολυμπία Παπαδούκα, Κυριάκος Λαζαρίδης, Νέλλη Μαρσέλλου, Λευτέρης Σφακιανάκης.
Μετάφραση-Ραδιοφωνική διασκευή: Μιρέλλα Γεωργιάδη
Ραδιοσκηνοθεσία: Σπύρος Μηλιώνης
Μουσική Επιμέλεια: Ιφιγένεια Ευθυμιάτου
Επιμέλεια αφιερώματος : Μάρα Καλούδη.

Η Άννα Συνοδινού υποδύεται τη Λουκία Πιέρι

Η πρώτη ραδιοφωνική του μετάδοση πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1966 από την εκπομπή «Θέατρο Τετάρτης».

Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι "Ραδιοφωνικό Θέατρο".


Μία παράδοση για το Μέγα Αλέξανδρο από την Αργυρούπολη Πόντου

 Από  τον  Πόντο    μια  καταγεγραμμένη  παράδοση  από  την  Αργυρούπολη  αναφέρει  τα  εξής:


 Ο  Μέγας  Αλέξανδρος,  σαν  έφτασε  στα  βάθη  της  Ινδίας,  βρήκε  στο δρόμο  του  μια  μεγάλη  πέτρα  που  έφερε  σκαλιστή  επιγραφή:  

"Στάσου  –μην  προχωρής παραπέρα".  Ρώτησε  τους  γεροντότερους  του  τόπου  να  του  πουν  ποιος  έβαλε  την  πέτρα με  την  επιγραφή,  αλλά  αυτοί  δεν  ήξεραν,  παρά  μόνο  ότι  ήταν  στην  ίδια  θέση  από παλιά.  Ο  Μέγας  Αλέξανδρος  θέλησε  να  σεβαστεί  τον  οιωνό,  αλλά  συνάμα  και  να προχωρήσει.  Γι’  αυτό  διέταξε  να  κουβαλούν  την  πέτρα  σ’  ένα  άρμα  του  που  πήγαινε πάντα  μπροστά  απ  τον  στρατό.  Κι  έτσι  προχώρησε,  δίχως  να  προσπεράσει  την  πέτρα" 

(Σπυριδάκης  1953: 398-399).   




Επαγγέλματα και επεγγελματικές ταυτότητες των Ελλήνων της διασποράς στην Ευρώπη, 1945-1980. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Μετά τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ακολούθησε μία περίοδος μεγάλης ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, προέκυψε μία σημαντική μείωση του ανδρικού  εργατικού δυναμικού στις παραγωγικές ηλικίες. Τα δύο αυτά στοιχεία οδήγησαν στην ανάγκη μετακίνησης μεταναστών προς τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παρουσίασαν τις επόμενες δεκαετίες τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη. Οι χώρες της νοτίου Ευρώπης υπήρξαν οι  πηγές, από τις οποίες αντλήθηκε το ανωτέρω εργατικό δυναμικό. Η Ελλάδα ήταν από τις πρωταγωνίστριες χώρες σ' αυτή τη μεταναστευτική διαδικασία.

   Αρχικά θα επιχειρήσουμε να αναπτύξουμε τις επαγγελματικές ταυτότητες και  συμπεριφορές των Ελλήνων μεταναστών της κεντρικής Ευρώπης και των κομουνιστικών κρατών της ανατολικής.  Αντικείμενο μελέτης εν συνεχεία θα είναι η ίδια θεματολογία με αυτή του πρώτου μέρους, πλην όμως σε διαφορετικό γεωγραφικό πλαίσιο, στη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Στο τέλος, θα επιχειρηθεί η εξαγωγή συμπερασμάτων.

 

 

Παγκόσμιος Χάρτης Ελληνικής  Ομογένειας. .Πηγή: Sportime

                                                                        

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΜΠΛΟΚ.

 

 Αντικείμενο μελέτης εδώ, θα είναι η επαγγελματική δραστηριότητα των ελληνικών κοινοτήτων στην κεντρική Ευρώπη και στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Η υπό εξέταση περίοδος είναι μεταξύ των ετών 1945 και 1980.

 Η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας, ήταν ο πιο δημοφιλής προορισμός των Ελλήνων, που κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό κατά την συγκεκριμένη περίοδο. Βασική και σταθερή στρατηγική των Γερμανών, ήταν η προσέλκυση ανειδίκευτων εργατών στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η μεγάλη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού έγινε μεταξύ των ετών 1960-1973, ενώ προβλήματα παρουσιάστηκαν στη μετανάστευση κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης των ετών 1966-1967 και 1973-1974.

 Οι Έλληνες, εργαζόμενοι στη Γερμανία, με τη συνδρομή των Γερμανών, ανέπτυξαν έναν ικανοποιητικό βαθμό οργάνωσης του εργασιακού τους χώρου. Ιδρύθηκε ο γερμανοελληνικός σύνδεσμος, που προώθησε τα συμφέροντα των Ελλήνων εργαζομένων. Με μέριμνα του ελληνικού κράτους, συστάθηκε επίσης το γραφείο εργατικού συμβούλου, μέσω του οποίου κλιμάκια του υπουργείου εργασίας συνέδραμαν τους Έλληνες εργαζομένους. Τέλος, από πλευράς Γερμανών βοήθησε και η Ευαγγελική εκκλησία με το Διακονικό ίδρυμα. Οι ανωτέρω οργανώσεις συνέτειναν στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των Ελλήνων στη Γερμανία.

 Ο μεταποιητικός παράγοντας της οικονομίας απορρόφησε τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων εργαζομένων (82%). Η βιομηχανία συγκεκριμένα, ήταν το κύριο κομμάτι της μεταποίησης στο οποίο εντάχθηκαν οι Έλληνες (53%). Η κυριαρχία όμως του δευτερογενή τομέα παραγωγής στην απασχόληση των Ελλήνων μεταναστών δεν ήταν σταθερή. Η πορεία[1] ήταν φθίνουσα καθώς σταδιακά και άλλοι τομείς επαγγελματικοί άρχισαν να απορροφούν το ελληνικό εργατικό δυναμικό. Αυτό το ποσοστό ακολουθεί φθίνουσα πορεία, αν παρατηρήσουμε ότι στην εικοσαετία (1960-1980) κυμαίνεται γύρω στο 80%.

 Στον πρωτόγεννη τομέα παραγωγής απέφυγαν οι ομογενείς να συμμετέχουν, επειδή είχαν κακή εμπειρία από το συγκεκριμένο παραγωγικό χώρο στην Ελλάδα. Υπογραμμίζεται ότι οι Έλληνες που μετακινήθηκαν στη Γερμανία, προέρχονταν σχεδόν όλοι από τον αγροτικό τομέα παραγωγής. Οι μετανάστες της πρώτης γενιάς μετατοπίστηκαν απευθείας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής.

 Το επίπεδο της επαγγελματικής εξειδίκευσης των Ελλήνων παρέμεινε χαμηλό και ελάχιστα εξελίχθηκε, παρά τη μακροχρόνια παραμονή τους στην Γερμανία. Διαπιστώθηκε μόνο μία χαμηλή ανάπτυξη από ανειδίκευτους σε εξειδικευμένους εργάτες. Το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, που έλαβαν οι μετανάστες στη Γερμανία και οι διακρίσεις που υπέστησαν, ήταν οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην ανωτέρω κατάσταση που επισημάνθηκε. Παρόλα αυτά, οι οικονομικές τους απολαβές έφτασαν στο 80% του μέσου Γερμανού.

 Η παρατηρούμενη[2] ενδοκλαδική κινητικότητα έχει φορά από το δευτερογενή προς το τριτογενή τομέα παραγωγής, η δε επαγγελματική κινητικότητα επιδεικνύει μάλλον οριζόντια φορά: από την μισθωτή εργασία προς την αυτοαπασχόληση. Τα επαγγέλματα που κυριάρχησαν ήταν οδηγοί ταξί, εστιατόρια (η ελληνική κουζίνα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής), λιανεμπόριο, μεταποίηση ενδυμάτων, ραφεία, παντοπωλεία κλπ. Η αυτοαπασχόληση είχε τα πλεονεκτήματα της γρήγορης εξεύρεσης εργασίας και των αυξημένων κερδών. Στον τριτογενή τομέα εντάσσονται και οι τέσσερις τράπεζες, που λειτούργησαν και στελεχώθηκαν από Έλληνες υπαλλήλους.

 Εξαίρεση αποτέλεσαν οι εκατό περίπου γουνοποιοί επιχειρηματίες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται επαγγελματικά μέχρι σήμερα στην περιοχή του Μάιντς και της Φρανκφούρτης. Ελάχιστοι ακόμη απασχολήθηκαν στον αγροτικό τομέα, εξαιτίας της προηγούμενης κακής εμπειρίας που είχαν στην Ελλάδα. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε., εξομοιώθηκαν εργασιακά σε όλα τα επίπεδα νομοθεσίας με τους Γερμανούς.

 Στην Ελβετία η επαγγελματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε και καθορίστηκε από τη γεωγραφική κατανομή. Στη Γερμανόφωνη βόρεια Ελβετία κυριάρχησε ο δευτερογενής τομέας παραγωγής. Όπως και στη Γερμανία, οι Έλληνες απορροφήθηκαν στη βιοτεχνία και στη βιομηχανία. Ωστόσο, απασχολήθηκαν αρκετοί και στον τριτογενή τομέα παραγωγής (ξενοδοχειακές επιχειρήσεις). Στη Γαλλόφωνη Ελβετία, οι Έλληνες που διέμεναν εκεί, ανήκαν στην οικονομική ελίτ της περιοχής, καθώς ο κύριος όγκος των εγκατεστημένων εκεί ήταν εφοπλιστές τραπεζίτες κλπ. Λίγοι ήταν αυτοί, που ασχολήθηκαν με τον δευτερογενή τομέα παραγωγής.


Έλληνες μετανάστες αναχωρούν για τη Γερμανία. Πηγή: tovima.gr



 Οι λίγοι Έλληνες που διαβίωναν στην ιταλόφωνη Ελβετία, ήταν απόφοιτοι των ιταλικών πανεπιστημίων και αναζήτησαν την τύχη τους εκεί, σε σχετικά με τις σπουδές τους επαγγέλματα, εξαιτίας των εξαιρετικά υψηλών αμοιβών. Επίσης στην Ιταλία, οι Έλληνες εργάσθηκαν κατά βάση στον τριτογενή τομέα παραγωγής ( εμπόριο, ελεύθερα επαγγέλματα κλπ). Αρκετοί πήγαν εκεί επίσης, αναζητώντας επαγγελματική διέξοδο εξαιτίας της δικτατορίας. Τέλος, στην Ιταλία και πριν ακόμη την είσοδο μας στην Ε.Ε., υπήρχαν Έλληνες στη δημόσια διοίκηση.

  Στις κάτω χώρες και κατά βάση στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, οι Έλληνες απασχολήθηκαν στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Ιδιαίτερα στο Βέλγιο, από το 1960 και μετά, οπότε και ξεκίνησε η εισροή Ελλήνων ανειδίκευτων εργατών, αρχικά απασχολήθηκαν στον πρωτογενή τομέα παραγωγής (ορυχεία). Σταδιακά όμως μεταπήδησαν στο δευτερογενή τομέα παραγωγής (σε πιο ειδικευμένη βιομηχανική εργασία). Έτσι και στην Ολλανδία - αρκετοί ήρθαν από το Βέλγιο, μην αντέχοντας τα ορυχεία - την ίδια περίοδο, η βιομηχανία απορρόφησε εργασιακά τους περισσότερους Έλληνες.

  Ολοένα και περισσότεροι Έλληνες, στις δύο χώρες ( Βέλγιο και Ολλανδία), στρέφονται προς τον τριτογενή τομέα παραγωγής (εμπόριο και παροχή υπηρεσιών). Στο Βέλγιο μέχρι το 1955 ζούσαν επιπρόσθετα περίπου 1000 επιτυχημένοι εγγράμματοι επιχειρηματίες. Στην Ολλανδία σε σχέση με τους Τούρκους[3] και Μαροκινούς μετανάστες, όλο και περισσότεροι Έλληνες απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτείται ειδίκευση ή είναι μικρομεσαίοι επαγγελματίες. Το ίδιο συμβαίνει και στο Λουξεμβούργο (όπου οι Έλληνες απασχολούνται αμιγώς σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

  Στην Αυστρία, οι Έλληνες συγκροτούν μία πετυχημένη ομογένεια, η οποία δραστηριοποιείται στον τριτογενή τομέα παραγωγής (επιστήμες, εμπόριο, επιχειρήσεις), με ισχυρό μεσαίο και μικροαστικό στρώμα. Στη χώρα αυτή, όπως και σε άλλες, θα καταφύγουν και πολλοί κρατούμενοι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου.

 Στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, κατέφυγε μεγάλος αριθμός Ελλήνων, ο οποίος προέρχονταν από δύο κατηγορίες: πολιτικούς φυγάδες (αντάρτες του ΕΑΜ, αριστερούς κλπ) και ανήλικους του παιδομαζώματος, που ακολούθησε μετά την ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Σ' αυτούς  προστέθηκε και ένας αριθμός (όχι ιδιαίτερα μεγάλος) ανθρώπων, που ζούσαν στις προαναφερόμενες χώρες πριν τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο.


Έλληνες στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Πηγή: iellada.gr



  Οι Έλληνες σ' αυτές τις χώρες εντάχθηκαν στην κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία. Εργάστηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Στην Ανατολική Γερμανία και την Ουγγαρία κυριάρχησε ο δευτερογενής τομέας παραγωγής. Σε χώρες, όπως η Πολωνία και επίσης η Ουγγαρία, κατευθύνθηκαν προς τον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Στα χωριά[4] Κροτσένκο και Λέσκοβατ δημιουργήθηκε ένας κρατικός αγροτικός συνεταιρισμός (Κολχόζ), στον οποίο έζησαν και εργάστηκαν περισσότεροι από 1000 Έλληνες. Όσων προϋπήρχαν του κομουνισμού σ' αυτές τις χώρες, κρατικοποιήθηκε η περιουσία τους.

 Εν κατακλείδι, στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, οι Έλληνες μετανάστες εργάστηκαν στον δευτερογενή τομέα παραγωγής, με τάση μετακίνησης προς τον τριτογενή τομέα παράγωγης. Στις πρώην χώρες του υπαρκτού Σοσιαλισμού, οι Έλληνες είτε εγκλωβισμένοι σ' αυτές, είτε εγκατεστημένοι με τη θέληση τους, προσαρμόστηκαν στο κομουνιστικό μοντέλο.

                                                         

                                                            

EΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΔΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗ

 

 Ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού της διασποράς ζει και ακμάζει στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Από το σημείο αυτό και ύστερα αυτό θα μας απασχολήσει η επαγγελματική ταυτότητα και δραστηριότητα των Ελλήνων στις χώρες αυτής της γεωγραφικής περιοχής.

 Στις χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου, δηλαδή στην Ισπανία και την Πορτογαλία, δεν διαβιώσε μεγάλος αριθμητικά ελληνικός πληθυσμός.  Η επαγγελματική δραστηριότητα των εκεί Ελλήνων, επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα παραγωγής.

 Πιο συγκεκριμένα στην Ισπανία, οι Έλληνες ασχολήθηκαν με το εμπόριο, καθώς μετανάστευσαν στη χώρα αυτή μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, αρκετοί μικρασιατικής καταγωγής, έμποροι.  Ακόμη, αρκετοί Έλληνες φοιτητές τη δεκαετία 1960-1970, αφού σπούδασαν στην Ισπανία, τελικά παρέμειναν εκεί και ακολούθησαν επαγγέλματα παρεμφερή με τις σπουδές τους. Στην Πορτογαλία τέλος, η ισχνή ελληνική παρουσία ασχολείται αποκλειστικά με τον τριτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

 Βορειότερα, στη Γαλλία επικράτησε επίσης, όπως και στην Ιβηρική χερσόνησο, ο τριτογενής τομέας παραγωγής, όσον αφορά στην επαγγελματική δραστηριότητα των Ελλήνων. Στην υπό εξέταση χρονική περίοδο, αρκετοί Έλληνες σπούδασαν και μετεκπαιδεύτηκαν εκεί (εκμεταλλευόμενοι ευνοϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα), ενώ μετά ακολούθησαν πολλές φορές επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα. Οι Έλληνες[5] που ζουν  στη Γαλλία, κυρίως αυτοί που ζουν στη γαλλική πρωτεύουσα έχουν στην πλειονότητα τους υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και μεγάλο βαθμό ένταξης στη γαλλική κοινωνία. Ο τριτογενής τομέας παραγωγής απασχόλησε κατά βάση και στη Γαλλία τους Έλληνες.

 Στη Γαλλία κατέφυγαν επίσης και αρκετοί πολιτικοί πρόσφυγες, πιεζόμενοι από την επταετή δικτατορία. Αρκετοί από αυτούς ήταν διανοούμενοι, καλλιτέχνες κλπ. Διακρίθηκαν στον καλλιτεχνικό χώρο, πραγματοποιώντας ή ακολουθώντας την ήδη επιτυχημένη καριέρα τους. Οι Έλληνες[6] που ζουν σήμερα στη Γαλλία δεν είναι εργάτες στη βιομηχανία. Είναι κυρίως επαγγελματίες βιοτέχνες, επιχειρηματίες, εστιάτορες, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και ασκούν επιστημονικά επαγγέλματα.


Διαδήλωση Ελλήνων Ομογενών στο ΠαρίσιΠροσθήκη. Πηγή: Real.gr



  Στις τρεις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου ( Σουηδία, Σκανδιναβία και Φιλανδία), καθώς και στη Δανία, υφίσταται ελληνική ομογένεια, η οποία απασχολείται σε διάφορους τομείς της επαγγελματικής δραστηριότητας. Στη Σουηδία, όπου ζουν οι περισσότεροι Έλληνες και στη Δανία, οι  Έλληνες απασχολήθηκαν σε μεγάλα ποσοστά, στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Παρέμειναν στην πλειονότητα τους ανειδίκευτοι εργάτες. Πιο αναλυτικά, στη Σουηδία, σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το 1982, το 34% απασχολήθηκε στον δευτερογενή τομέα παραγωγής. Στη Δανία, οι Έλληνες, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, στη συντριπτική τους σχεδόν πλειοψηφία, ήταν ανειδίκευτοι εργάτες στη βιομηχανία.

 Στη Σουηδία παρατηρήθηκε οργανωμένη μετακίνηση ανθρώπινου δυναμικού, μέσω γραφείων στρατολόγησης. Έτσι[7] πολλοί Έλληνες έφτασαν στη χώρα στο πλαίσιο οργανωμένης στρατολόγησης εργατικής δύναμης από τις βιομηχανίες για να εργαστούν ως ανειδίκευτοι εργάτες, αρκετοί άλλοι μετακινήθηκαν αυτόνομα ή στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης. Υπενθυμίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο απασχολήθηκε στο δευτερογενή τομέα.

 Αρκετοί από τους Έλληνες αιχμαλώτους του Β' Παγκοσμίου πολέμου μετέβησαν στη Σουηδία. Μετά[8] το τέλος του  Β' Παγκοσμίου πολέμου μεταναστεύει περιορισμένος αριθμός Ελλήνων που απελευθερώθηκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο οποίος δεν ξεπερνάει τα 250 άτομα. Προς όφελος της οργάνωσης των ομογενών εργαζομένων, ιδρύθηκε στη Σουηδία το Διευθυντήριο των ελληνικών επιχειρήσεων.

 Αρκετά μεγάλη συμμετοχή των Ελλήνων στις βόρειες χώρες, παρατηρήθηκε και στον τριτογενή τομέα παραγωγής. Στη Σουηδία, τα δύο τρίτα των Ελλήνων απασχολήθηκαν στο δευτερογενή τομέα παραγωγής. Στην προαναφερόμενη δημοσκόπηση του 1982, διαπιστώθηκε ότι 63% απασχολήθηκε σε ανειδίκευτες υπηρεσίες. Ενώ επίσης στη Σουηδία παρατηρείται και μία ροπή προς την αυτοαπασχόληση (καθαριότητα, εμπόριο, εστιατόρια). Στη Δανία παρατηρήθηκε  μία ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, φύσης τριτογενούς τομέα (κυρίως γουναράδες και εστιάτορες). Τέλος, στη Φιλανδία, η όχι μεγάλη στον αριθμό, πλην όμως επιτυχημένη οικονομικά, ομογένεια, ανέπτυξε την εν προκειμένω περίοδο, σχετικά καλή επιχειρηματική δραστηριότητα.

 Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Έλληνες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1945-1980, μετείχαν σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Αρκετοί εργάστηκαν και ως ωρομίσθιοι δάσκαλοι, συνδράμοντας τη μεγάλη φοιτητική ελληνική παροικία. Η ομογένεια στη Μεγάλη Βρετανία παρουσιάζει έναν εξαιρετικά μεγάλο πλουραλισμό, όσον αφορά στις κατηγορίες της οικονομικής δραστηριότητας, στις οποίες συμμετέχει.

  Μεγάλες οικονομικές αντιφάσεις συνυπήρξαν στο εσωτερικό της κοινότητας. Ευρισκόμενοι σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες οι Έλληνες, συγκρότησαν επίσης μία ισχυρή εφοπλιστική κοινότητα. Στη διάρκεια[9] των δεκαετιών 1940-1970 εγκαταστάθηκαν στο Σίτι κάπου 200 εφοπλιστικά γραφεία, ενώ μεγάλος αριθμός υψηλόβαθμων Ελλήνων  υπαλλήλων εργάζονταν σε αγγλικές τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, ναυλομεσιτικά γραφεία, ναυπηγεία και εταιρίες προμηθειών της ναυτιλίας.

 Συμπερασματικά, οι ελληνικές ομογένειες στη βόρεια και δυτική Ευρώπη, απασχολήθηκαν κυρίως στο δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα παραγωγής. Η ροπή, η οποία παρατηρήθηκε όσον αφορά την επαγγελματική κινητικότητα, ήταν  η μετατόπιση από το δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα παραγωγής.            


Έλληνες στη Στοκχόλμη. Πηγή: Ελληνική κοινότητα της Στοκχόλμης

               

   

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ                                                                   

 Οι Έλληνες που εργάστηκαν στην ευρωπαϊκή Ήπειρο, μετακινούμενοι προς τις ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των ετών 1945-1980, προέρχονται τις περισσότερες φορές από φτωχές αγροτικές ελληνικές περιοχές (Γερμανία), σε λίγες περιπτώσεις από άλλες γεωγραφικές περιοχές και εργασιακούς κλάδους (Ισπανία). Προέρχονται ακόμη από την αιχμαλωσία κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία (Αυστρία, Σουηδία), καθώς επίσης και ύστερα από διώξεις για πολιτικούς λόγους, κατά την περίοδο της δικτατορίας ( Σουηδία, Γαλλία).

 Από την ανωτέρω ανάπτυξη, έγινε επίσης φανερό ότι σταδιακά παρατηρήθηκε, με την πάροδο του χρόνου, μία ροπή από τον δευτερογενή στον τριτογενή τομέα παραγωγής (Γερμανία, Κάτω χώρες και Σουηδία). Αμιγώς στον τριτογενή τομέα παραγωγής συναντούμε τους Έλληνες στην Ισπανία, την Αυστρία, την Ιταλία (όπου συναντούμε συμμετοχή μέχρι και στη δημόσια διοίκηση). Ενώ ιδιαίτερα επιτυχημένη θα θεωρηθεί, κατά την εν λόγω περίοδο, η ελληνική ομογένεια  σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γαλλόφωνη Ελβετία, η Αυστρία κλπ. Στις χώρες του πρώην υπαρκτού Σοσιαλισμού, υπήρξε υπαγωγή των Ελλήνων που έζησαν εκεί, μεταξύ των ετών 1945-1980, στη  κεντρικά κατευθυνόμενη κρατική οικονομία, με ταυτόχρονη απαλλοτρίωση των περιουσιών τους.

 Από το 1980 η μετανάστευση των Ελλήνων προς το εξωτερικό θα μειωθεί σημαντικά. Ενώ ακόμη, με ιδιαίτερη έμφαση τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, θα μεταβληθεί και η ποιότητα του έμψυχου δυναμικού που μεταναστεύει, καθώς ολοένα και περισσότεροι επιστήμονες αποδημούν.


 

Παύλος Παπαδόπουλος. Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών.

                                              

                                                                 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1)      Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων, Ο Ελληνισμός της Διασποράς 15ος-21ος αιώνας, εκδ Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2006

2)       ΚΛ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α.  Ελληνισμός της Διασποράς τ. Β', εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003



[1]    ) ΚΛ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α.  Ελληνισμός της Διασποράς τ. Β', εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2003, σελ 64.

[2]    ) στον ίδιο σελ. 64

[3]    )Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων, Ο Ελληνισμός της Διασποράς 15ος-21ος αιώνας, εκδ Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2006, σελ. 133

[4]    ) στον ίδιο σέλ. 164

[5]    )Λ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α. , Ο.Π. σελ 141.

[6]    ) στον ίδιο σελ. 141

[7]    )  Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων Ο.Π. σελ. 123

[8]    )Λ. ΚΑΝΔΗΛΑΝΑΠΤΗ κ.α. , Ο.Π . 115

[9]    ) Ίδρυμα Βουλής Των Ελλήνων Ο.Π. σελ. 96


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο αντίχειρας του μηχανικού. Ιστορίες με τον Σέρλοκ Χολμς. Του Σερ Άρθουρ Κόναλ

Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσει μία ακόμη αγωνιώδη περιπέτεια του περίφημου Ντεντέκτιβ,  πρόκειται τον ¨Αντίχειρα του Μηχανικού¨ του Σερ Άρθουρ Κόναλ.

 



Ένας νεαρός μηχανικός υδραυλικών, ορφανός και εργένης, τραυματίζεται σοβαρά, καθώς κόβει το δάκτυλο του (ακρωτηριάζεται)

 

Ο μηχανικός πηγαίνει πρώτα στο γιατρό Γουώτσον (επιστήθιο φίλο του Σέρλοκ Χολμς) για να του παράξει τις πρώτες βοήθειες και μετά απευθύνεται στο Ντεντέκτιβ καθώς ο τραυματισμός του σχετίζεται με μία υπόθεση που δεν είναι καθόλου απλή..

 

Ένας άγνωστος άνδρας που συστήθηκε στο νεαρό ως ¨ταγματάρχης¨ τον κάλεσε στην απομακρυσμένη κατοικία του ώστε να εκτιμήσει τη λειτουργία μίας πιεστικής μηχανής ενός υδραυλικού πιεστηρίου…

 

 

 

Ο Χρήστος Πάρλας υποδύεται το Σέρλοκ Χόλμς

 


 

Στο έργο ακούγεται και ο Μάκης Ρευματάς

 

 

 

Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το Κανάλι ¨Ραδιοφωνικό Θέατρο" 

 

 

Καλή σας ακρόαση…

 


Ο Ανδρέας Παπανδρέου ομιλεί εκ του τάφου του...

 



Η επαρχία Φιλιππουπόλεως Βουλγαρίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

 Το 1344 η Φιλιππούπολη καί τά γύρω κάστρα περνούν ύπο την εξουσία τού Βούλγαρου τσάρου Ιωάννη Αλέξανδρο (1331 – 1371). Αυτά τα κάστρα δεν κατακτήθηκαν με στρατιωτική δύναμη, αλλά παραχωρήθηκαν στό βουλγαρικό κράτος από την βυζαντινή κυβέρνηση βάση της συμφωνίας ανάμεσα στον τσάρο Ιωάννη Αλέξανδρο από την βουλγαρική πλευρά καί τούς αντιβασιλείς τού ανήλικου αυτοκράτορος Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοϊας, ο μεγάλος δούκας Αλέξιος Απόκαυκος καί ο Πατριάρχης από την βυζαντινή πλευρά. 





Σε αυτή την ιστορική στιγμή στην Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό καί τούς αντιβασιλείς τού νόμιμου αυτοκράτορος Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός είχε αναγορευθεί από το στρατό τού αυτοκράτορας μέ το όνομα Ιωάννη ΣΤ’. Είχε συμμαχήσει με τον Γιουμέρ πασά της Σμύρνης καί είχε μεταφέρει τουρκικά στρατεύματα στην Βαλκανική χερσόνησο. Ο Ιωάννης Αλέξανδρoς έπρεπε να βοηθήσει στούς αντιβασιλείς τού νόμιμου αυτοκράτορος Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου στον αγώνα τούς κατά τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Ο Ιωάννης Αλέξανδρος είχε καί προσωπικούς λόγους να βοηθήσει στον νόμιμο αυτοκράτορα. 

Τα τουρκικά στρατεύματα σύμμαχοι τού Καντακουζηνού είχαν αρχίσει τις επιθέσεις καί τις καταστροφές καί στην Βουλγαρία. Έτσι βάση τού σύμφωνου ειρήνης η Φιλιππούπολη καί τα κάστρα Στενήμαχος, Τσέπενα, Περίσιτσα, Αγία Ιουστίνα, Κρίτσιμ, Αετός, Βέαδνος, Κοστνικός περνούσαν στην βουλγαρική επικράτεια. Στην Ιερά Μονή Μπατσκόβου εμφανίζεται ένα μεγάλο πορτραίτο τού τσάρου Ιωάννη Αλέξανδρο, πού απεικονίζεται με αυτοκρατορική ενδυμασία, κρατώντας τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας. Έχει καί ελληνική επιγραφή πού λέει: «Ο Ιωάννης εν Χριστό πιστός βασιλεύς καί μονοκράτωρ Βουλγάρων καί Ρωμαίων ο Αλέξανδρός». Η προσάρτηση της Βόρειας Θράκης από την Βουλγαρία το 1344 ήταν η τελευταία εδαφική προσάρτηση στην ιστορία τού Δεύτερου Βουλγαρικού κράτους.

 Οί Βαλκανικοί ηγεμόνες δεν είδαν τον κίνδυνο πού ερχόταν από την Ανατολή. Αυτός ο κίνδυνος ήταν οί Οθωμανοί Τούρκοι. Τα τρία βαλκανικά κράτη ήταν πλέον αδύνατα καί χωρισμένα σε μικρά κρατίδια. Η Φιλιππούπολη ήταν στά χέρια των Βουλγάρων από το 1344. Στην πόλη υπήρχε βουλγαρική φρουρά. Ο μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως υπαγόταν στο Πατριαρχείο τού Τυρνόβου. Αυτό φαίνεται από την παρουσία τού μητροπολίτη Μανουήλ στην Σύνοδο τού Τυρνόβου το 1359. Δέν είναι γνωστές λεπτομέρειες γιά την πολιτική καί την εκκλησιαστική ζωή στην πόλη μέχρι την κατάκτηση της από τούς Τούρκους. 

Αλλωστέ δέν είναι γνωστό καί ποίο έτος κατακτήθηκε. Γιά την Αδριανούπολη καί γιά την Φιλιππούπολη οί ιστορικές πηγές δεν μας ξεκαθαρίζουν πότε κατακτήθηκαν. Γιά τηνκατάκτηση της Αδριανουπόλεως έχουν ειπωθεί πολλές γνώμες πού καλύπτουν τα χρονολογικά πλαίσια 1359 – 1361 μέχρι 1376 – 1377. Αυτές οί γνώμες βασίζονται σε βυζαντινές, βενετσίανικες καί σερβικές πηγές. Τα χρονολογικά πλαίσια πού προτείνουν οί τουρκικές πηγές είναι 1359 – 1361. Δεν έχει αμφιβολία ότι η Αδριανούπολη κατακτήθηκε πολύ αργότερα από την χρονολογία πού προτείνουν οί τουρκικές πηγές.

Τελευταία επιβλήθηκε η γνώμη ότι η Αδριανούπολη κατακτήθηκε το 1369 λίγο πρίν την μάχη στό Τσερνομιανό. Γιά την Φιλιππούπολη πάλι υπάρχουν διάφορες γνώμες γιά το έτος κατακτήσεως της. Πρώτα θα μελετήσουμε τις οθωμανικές πηγές. Μία από τις πρώτες οθωμανικές πηγές είναι τού Ασίκ πασά – ζααδέ γιά την πτώση της Φιλιππουπόλεως αναφέρεται το έτος 1359 – 1360. Σύμφωνα με το χρονικό τού Σαδδεδίν πασά καί τού Μουσταφά μπέν Αμπδουλά Χατζή Κάλφα η πτώση της Αδριανουπόλεως είναι 1360 – 1361 καί η πτώση της Φιλιππουπόλεως δύο χρόνια αργότερα 1363 – 1364.85

Στό χρονικό τού Urug (χειρόγραφο από το Κεϊμπρίτζ) η πόλη κατακτήθηκε το 763 έτος Εγίρας, δηλαδή 31 Οκτωμβρίου 1361 – 20 Οκτωμβρίου 1362. Υπάρχει άποψη ότι οί πόλεις Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη, Βερόη, Κυψέλη, κ. α. κατακτήθηκαν πρώτα από Τούρκους πού δεν είναι Οθωμανοί. Αυτοί οί Τούρκοι κατάγονταν από τα μη οθωμανικά εμιράτα. Από αυτούς πολλές πόλεις καί κάστρα στην Βαλκανική χερσόνησο υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Πιθανό είναι καί η Φιλιππούπολη να κατακτήθηκε πρώτα από αυτούς καί μετά να πέρασε ύπο την εξουσία των Οθωμανών Τούρκων. 

Οί σύγχρονοι ιστορικοί δέχονται ότι η πόλη κατακτήθηκε μετά την μάχη στό Τσερνομιανό, δηλαδή μετά το 1371. Οί ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης δεν δίνουν πληροφορίες γιά την Φιλιππούπολη στην περίοδο 1344 – 1371. Σε κάποια οθωμανικά χρονικά ανακαλύπτονται σύντομες πληροφορίες γιά την πόλη, αλλά αυτές είναι μετά το 1371. Γνωστό είναι το όνομα τού κατακτητή της Φιλιππουπόλεως – ο Λαλά Σαχίν πασάς. Η κατάκτηση πάντος έγινε επί σουλτάνου Μουράδ Α’. Αυτός είναι ο σουλτάνος πού έδωσε διαταγή στον Λαλά Σαχίν να κατακτήσει την πόλη. Την παραμονή της κατακτήσεως η Φιλιππούπολη ήταν πάλι μία σπουδαία πόλη – κάστρο, έδρα μητροπολίτη. Σε αυτή την πόλη ζούσαν διάφορες εθνότητες. 

Υπήρχε το ελληνικό, το βουλγαρικό καί το αρμενικό στοιχείο. Οί πιό πολυάριθμές κοινότητες ήταν των Ελλήνων, των Βουλγάρων καί των Αρμενίων. Υπήρχαν βέβαια καί μικρότερες κοινότητες όπως των Εβραίων, των Καθολικών (των Βενετών καί των Ραγουζαίων εμπόρων), των Παυλικιανών κ. α. Στά χρόνια τού Δεύτερου Βουλγαρικού κράτους, η παρουσία Βουλγάρων στην Φιλιππούπολη γινόταν όλο καί πιό αισθητή. Τό 1344 όταν η πόλη παραδόθηκε στούς Βουλγάρους, οί Έλληνες δεν εγκατέλειψαν την πόλη καί δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιά πλήρη εκβουλγαρισμό. Η πολιτική εξουσία κατά την διάρκεια τού Μεσαίωνα δέν ήταν άμεσα εξαρτημένη από την εθνική καταγωγή των κατοίκων. Παρόλο πού υπήρχε πολυάριθμη βουλγαρική φρουρά, η πόλη κατάφερε να διατηρήσει το ελληνικό της χαρακτήρα. 





Στην ιστορία δέν λείπουν περιπτώσεις στίς οποίες το ένα εθνικό στοιχείο να εκδιώκεται από μία περίοχη καί η ίδια περιοχή να αποικείται αργότερα από άλλο εθνικό στοιχείο. Στην ιστορία της Φιλιππούπολης αυτή είναι η περίπτωση της φυγής των Φιλιππουπολιτών από την πόλη καί  η εγκατάσταση τούς στό Μελένικο μετά από τις καταστροφές τού τσάρου Καλογιάννη (Ιωαννίτσης).

 Οί Έλληνες καί οί Βούλγαροι της Φιλιππούπολης ζούσαν ειρηνικά σχεδόν σέ όλη  την διάρκεια τού Μεσαίωνα. Ήταν μόνο λίγες οί περιπτώσεις πού γιά ένα ή γιά άλλο λόγο  δημιουργήθηκε ένταση ανάμεσα σε αυτές τις δύο κοινότητες. Στις πηγές λείπουν πληροφορίες  γιά μεγάλες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες μέσα στην Φιλιππούπολη. 

Δεν εκδηλώθηκαν εντάσεις ανάμεσα στούς Ορθοδόξους καί τούς Εβραίους, ούτε ανάμεσα στούς Ορθοδόξους καί τούς Αρμενίους. Ακόμη καί στά χρόνια της Βυζαντινο – βουλγαρικής  μονομαχίας στην Φιλιππούπολη δέν εκδηλώθηκαν αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στούς  Έλληνες καί στούς Βουλγάρους. Παρόλο πού σε σχετικά κοντινή απόσταση από την πόλη  διεξάγονταν μάχες ανάμεσα στον βυζαντινό καί το βουλγάρικο στρατό, οί δύο κοινότητες  εξακολουθούσαν να ζούν ειρηνικά. 

Τά πράγματα με τούς Παυλικιανούς ήταν διαφορετικά. Οί  Παυλικιανοί ήταν οί πιό επιθετικοί από όλους τούς αιρετικούς. Αυτοί ήταν πάντα έτοιμοι να  υπερασπίσουν την αίρεση τούς με την δύναμη των όπλων. Πάντα ήταν έτοιμοι γιά μεγάλη  εξέγερση. Οί επιθέσεις τούς κατά των Ορθοδόξων στην θρακική ύπαιθρο ήταν συχνές. Στην Βόρεια Θράκη καί στην Φιλιππούπολη οί Παυλικιανοί ήταν πολυάριθμοι. Πιθανό είναι ακόμη  καί στην ίδια την Φιλιππούπολη οί συγκρούσεις ανάμεσα στούς Ορθοδόξους καί τούς Παυλικιανούς να ήταν συχνές. Γιά αυτό η παρουσία των Παυλικιανών στην πόλη καί στά  περίχωρα της ήταν ανεπιθύμητη. Όταν οί Παυλικιανοί σκότωναν Ορθόδοξο Χριστιανό, δέν  λάμβαναν υπόψη την εθνική τού καταγωγή. 

Γιά τούς Παυλικιανούς οί Ορθόδοξοι ήταν  «Ρωμαίοι». Με τούς όρους Ρωμαίος καί Ρωμαίοι οί Παυλικιανοί ονόμαζαν όχι μόνο τούς  Ορθόδοξους Έλληνες, αλλά καί τούς Ορθόδοξους Βούλγαρους, τούς Ορθόδοξους Σέρβους,  ακόμη καί τούς λίγους Ορθόδοξους Αρμενίους πού ζούσαν στην Φιλιππούπολη. Γιά τούς  Παυλικιανούς όλοι οί Ορθόδοξοι ήταν το ίδιο. Οί Ορθόδοξοι πολλές φορές δεν μπορούσαν καν  να αμυνθούν από τίς επιθέσεις των Παυλικιανών. Στά χρόνια της βυζαντινο – βουλγαρικής  μονομαχίας οί Βυζαντινοί αυτοκράτορες μετέφεραν στην Βόρεια Θράκη στρατεύματα πού  αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από Παυλικιανούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις οί  Παυλικιανοί είχαν αριθμιτική υπεροχή απέναντι των Ορθοδόξων κατοίκων της επαρχίας. Σε  αυτές τις περιπτώσεις οί Παυλικιανοί με την παραμικρή αφορμή πού τούς δινόταν, άρχιζαν  επιθέσεις κατά των Ορθοδόξων. Πιθανό είναι λόγω τέτοιων επεισοδίων να ήρθε το 1115 ο  αυτοκράτορας Αλέξιος στην Φιλιππούπολη γιά να καταδικάσει τους Παυλικιανούς. 

Δέν  υπάρχει αμφιβολία ότι λόγω τού προσηλυτισμού πού εξασκούσαν οί Παυλικιανοί, η αίρεση  τούς καταδικάστηκε σε αρκετές συνόδους, καί σε Οικουμενικές Συνόδους, αλλά καί σε τοπικές.  

Την παραμονή της κατακτήσεως από τούς Τούρκους ο πληθυσμός της Θράκης είχε αραιώσει πολύ. Αυτό το γεγονός οφειλόταν στούς εμφύλιους πολέμους στό Βυζάντιο από την μία καί  στις συγκρούσεις ανάμεσα στούς βαλκανικούς ηγεμόνες. Σε αρκετές περιοχές της Θράκης  είχαν εγκατασταθεί μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Τα τούρκικα (μουσουλμανικά) στρατεύματα  έκαναν συνέχεια επιθέσεις καί προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές στούς χριστιανικούς  πληθυσμούς. Όταν κατακτήθηκε η Φιλιππούπολη από τούς Τούρκους υπέστει μεγάλες καταστροφές καί πολλά δεινά. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές της εποχής, αρκετοί κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν καί οδηγήθηκαν στά σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. 

Όσοι από τούς Φιλιππουπολίτες κατάφεραν να σωθούν από τον θάνατο καί από την αιχμαλωσία εγκατέλειψαν τη πόλη. Πού πήγαν; Υπάρχουν αποδείξεις ότι οί Έλληνες Φιλιππουπολίτες κατέφυγαν στην παραθαλάσσια περιοχή της Μαύρης Θάλασσας καί στίς πόλεις Αγχίαλο, Σωζώπολη, Μεσημβρία κ. α. Οί Βούλγαροι Φιλιππουπολίτες κατέφυγαν μάλλον στην Σερβία ή στην Βλαχία. Ποιά είναι η ιστορική τούς τύχη μετά δεν μας είναι γνωστό.

 Στην Φιλιππούπολη εγκαταστάθηκαν Μουσουλμάνοι άποικοι. Μετά την κατάκτηση όμως η πόλη οχυρώθηκε ξανά από τούς Τούρκους. Όπως σε όλη την διάρκεια τού Μεσαίωνα έτσι καί τώρα η πόλη θα χρησίμευε ως διοικητικό κέντρο της επαρχίας, ως μόνιμο στρατόπεδο των οθωμανικών στρατευμάτων καί ως μητροπολιτική έδρα. Μετά από την κατάργηση τού Πατριαρχείου τού Τυρνόβου η επαρχία Φιλιππουπόλεως περνάει πάλι στην δικαιοδοσία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.



Οί μητροπολίτες Φιλιππουπόλεως πάλι χειροτονούνται από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη. Οί πρώτες δεκαετίες μετά την κατάκτηση ήταν πολύ δύσκολες γιά την μητρόπολη
Φιλιππουπόλεως. Παρόλο πού δέν έχουμε φιλολογία γιά την θρησκευτική ζωή στην πόλη,
μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα πού έγιναν στην πόλη συμπεράνουμε ότι η μητρόπολη καί ο
έκαστος μητροπολήτης πού αναλάμβανε την διαποίμανση τού ποιμνίου μετά από την
οθωμανική κατάκτηση, περνούσε μεγάλες καί σκληρές δοκιμασίες. Ένα μεγάλο μέρος τού
ποιμνίου ή είχε σκοτωθεί ή είχε αιχμαλωτιστεί. 

Οί χριστιανικοί πληθυσμοί της Θράκης είχαν αραιωθεί σημαντικά. Στην θέση των Χριστιανών μεταφέρθηκαν Μουσουλμάνοι. Στην ίδια την Φιλιππούπολη είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι. Στις πρώτες δεκαετίες θα ήταν πολύ δύσκολο το ολιγάριθμο χριστιανικό ποίμνιο να συνυπάρχει με μεγάλες μουσουλμανικές μάζες.

Η Ορθοδοξία σε μια μουσουλμανική αυτοκρατορία ήταν βέβαια σε μειονεκτική θέση. Τό ίδιο
ίσχυε καί γιά τον μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως. Αμέσως μετά την κατάκτηση η πόλη έγινε
διοικητικό κέντρο, έδρα πολιτικού καί στρατιωτικού διοικητή. Όπως οί Βυζαντινοί έτσι καί οί Τούρκοι χρησιμοποίησαν την πόλη γιά ορμητήριο πρός την Βουλγαρία, αλλά καί πρός την
Σερβία. Από εδώ άρχισε η μεγάλη επίθεση πρός την Σαρδική πού σε αυτή την περίοδο ήταν
μεγάλη πόλη – κάστρο. Η Σαρδική κατακτήθηκε το 1382. Γιά αυτό ήταν απαραίτητο να χτιστούν εδώ πολλά καινούρια διοικητικά κτίρια, αλλά καί πολλά τζαμιά. 

Αρκετές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Αυτά τα τζαμιά χτίστηκαν στά τμήματα της πόλης πού βρίσκονταν στό ίσιο χώρο. Στό Τρίλοφο υπάρχει μόνο ένα μουσολμανικό κτίριο – το Μαβλεβή χανέ. Εκεί στούς λόφους καί μέσα στην ακρόπολη εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οί ορθόδοξες
εκκλησίες. Στην πόλη χτίστηκαν κτίρια πού είναι χαρακτηριστικά γιά τίς ανατολικές πόλεις
όπως τζαμιά, μπεζιστένια, μουσουλμανικά λουτρά, χάνια, τόπους διαμονής κερβανιών (Κερβάν Σαράϊ), μενδρεσέδες, μουσουλμανικά (δερβισικά) μοναστήρια κ. α. 

Γιά ένα διάστημα οι χριστιανικοί πληθυσμοί στην Φιλιππούπολη ήταν μειονότητα. Οί Τούρκοι είχαν
εγκαταστήσει στην Φιλιππούπολη μόνιμο στρατό. Αυτή η πόλη ήταν ο τόπος συγκέντρωσης
των τουρκικών στρατευμάτων. Από εδώ τα στρατεύματα τού Λαλά Σαχίν πασά ξεκίνησαν πρός την Σαρδική γιά να την κατακτήσουν. Πάλι από εδώ ξεκίνησαν τα μουσουλμανικά στρατεύματα τού σουλτάνου Μουράντ Α’ πρός το Κοσυφοπέδιο. 

Σύμφωνα με τις πληροφορίες τού Τούρκου ιστοριογράφου Σαδεδδίν (Sadeddin) η εκστρατεία πρός το Κοσυφοπέδιο προετοιμαζόταν εδώ περίπου ένα χρόνο. Ο Σαδεδδίν γράφει ότι αιτία γιά την εκστρατεία είναι ο Σέρβος ηγεμόνας (κνιάζ) Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς (1371 – 1389) πού έστειλε πρεσβεία στον σουλτάνο Μουράντ Α’ πού βρισκόταν τότε στην Φιλιππούπολη. Οί πρεσβευτές είπαν στον σουλτάνο ότι ο Σέρβος ηγεμόνας θέλει να «εξαφανίσει τα θεμέλια της πίστεως στον
Μωάμεθ». 

Ο σουλτάνος Μουράντ συγκέντρωσε όλα τα στρατευματά τού στην Φιλιππούπολη καί πήρε το δρόμο Φιλιππούπολη – Ιχτυμάν – Κωνσταντίνα (Κιουστεντίλ) –Κράτοβο καί στό τέλος έφθασε στό Κοσυφοπέδιο. Η μάχη τού Κοσυφοπεδίου έγινε την 28-η Ιουνίου τού 1389 καί τελείωσε με την δολοφονία τού σουλτάνου Μουράντ καί την πλήρη πανωλεθρία τού Σέρβου ηγεμόνος Λαζάρου από τον γιό τού σουλτάνου Μουράντ – Μπαγιαζίτ  Α’ (1389 – 1402). Το 1396 η Φιλιππούπολη είναι καί πάλι βασικό στρατηγικό κέντρο γιά την προετοιμασία των τουρκικών στρατευμάτων. Πάλι στην Φιλιππούπολη ο σουλτάνος Μπαγιαζίτ συγκέντρωσε τα ανατολικά τού στρατεύματα γιά να τα προετοιμάσει γιά την μεγάλη τούεκστρατεία κατά των Δυτικοευρωπαίων ιπποτών τού βασιλέως Σιγισμούνδου. 




Από την Φιλιππούπολη ο σουλτάνος οδήγησε το στρατό τού στό Τύρνοβο όπου τον ενισχύσανε οί
Σέρβοι υποτελείς τού. Μετά την 26-η Σεπτεμβρίου τού 1396 κοντά στην Νικόπολη έγινε η
μεγάλη μάχη ανάμεσα στούς ιππότες καί στούς οθωμανούς. Η μάχη τελείωσε με την
καταστροφή των ιπποτών καί την κατάκτηση τού βασιλείου τού Βιδινίου τού Βούλγαρου τσάρου Ιωάννου (Ιβάν) Σρατσιμίρου.


Στίς αρχές τού 15-ου αιώνος οί Μογγόλοι τού Ταμερλάνου (Timur Leng) εισβάλλουν στην
Μικρά Ασία καί στην μεγάλη μάχη κοντά στην Άγκυρα οί Τούρκοι νικήθηκαν κατά κράτος. Οί
Μογγόλοι κατάφεραν να αιχμαλωτήσουν τον σουλτάνο Μπαγιαζίτ, ο οποίος πέθανε στην
αιχμαλωσία. Αμέσως μετά οί γιοί τού Σουλεϊμάν, Μεχμέτ καί Μούσα τσακώθηκαν γιά την
εξουσία. Ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Ο Σουλεϊμας ήταν διοικητής της Ρουμελίας, δηλαδή των
ευρωπαϊκών εδαφών τού Βυζαντίου, πού τώρα είχαν περάσει στά χαίρια των Τούρκων. Ο
Μεχμέτ ήταν διοικητής της Ανατολής ή πιό σωστά των οθωμανικών κτήσεων στην Μικρά Ασία
πού είχαν απομείνει μετά την μογγολική κατάκτηση. Ο Μούσα ήταν σύμμαχος τού Μεχμέτ καί πολεμούσε κατά τού Σουλεϊμάν. Αργότερα ο Μούσα έγινε ξεχωριστή πολιτική προσωπικότητα. 


Κατά το έτος 1409 ο Μούσα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη
τού ηγεμόνα της Βλαχίας Μιρτσέα τού Πρεσβύτερου καί τού Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου
Λαζάρεβιτς. Με την υποστήριξη τού Στεφάνου Λαζάρεβιτς καί του Μιρτσέα τού Πρεσβυτέρου
την 13-η Φεβρουαρίου τού 1410 ο Μούσα κατάφερε να συντρίψει τίς δυνάμεις τού Σουλεϊμαν
καί να κατακτήσει την Ρουμηλία. Αυτός ο εμφύλιος πόλεμος είχε συντριπτικές συνέπειες γιά την Φιλιππούπολη, γιά την περιοχή της καί γενικά γιά την Βόρεια Θράκη.

 Στόν βίο τού  Στεφάνου Λαζάρεβιτς ο Κωνσταντίνος Κωστενέτσκη δίνει πολύτιμες πληροφορίες γιά την  Φιλιππούπολη. Από το κείμενο καταλαβαίνουμε ότι η Φιλιππούπολη δέχτηκε επιθέσεις καί από τον Σουλεϊμαν καί από τον Μούσα. Η κάθε επίθεση συνοδευόταν από δολοφωνίες πολλών Φιλιππουπολιτών. Κάποια στιγμή οί οπαδοί τού Σουλεϊμάν κλείστηκαν στην
ακρόπολη. Ο Μούσα πήγε στον μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Δαμιανό καί τον παρακάλεσε
να τού παραδώσει την πόλη. Ο μητροπολίτης απάντησε ότι αυτοί πού κλείστηκαν στην
ακρόπολη κρατούν την πόλη στά χαίρια τούς. Τότε ο Μούσα διέταξε να αποκεφαλιστεί ο
μητροπολίτης Δαμιανός στην εκκλησία καί το πτώμα τού να πεταχτεί έξω από τα τείχη της
πόλεως. Ο Μούσα κατάφερε να εκπορθήσει την ακρόπολη καί κατέσφαξε όλους τούς οπαδούς
τού Σουλεϊμάν. Όταν ο Σουλεϊμαν έμαθε γιά το περιστατικό, ήρθε στην πόλη με στρατό. Τότε ο
Μούσα εγκατέλειψε την πόλη καί πήγε στην Στενήμαχο. Λόγω της αγριότητας τού ο Μούσα
ονομάστηκε Κεσετζή πού σημαίνει ο άγριος. 

Τό 1411 ο Μούσα επιτέθηκε στις δυνάμεις τού αδελφού τού, καί αυτή η επίθεση τελείωσε με την δολοφωνία τού Σουλεϊμαν. Αυτά τα  γεγονότα καί την δολοφωνία τού μητροπολίτου Δαμιανού δείχνουν την μειονεκτική θέση των Χριστιανών κατοίκων της Φιλιππουπόλεως. Μπορούμε να πούμε ότι ο μητροπολίτης  μαρτύρησε γιά την πίστη τού. Στην Φιλιππούπολη όπως ήδη είπαμε σε προηγούμενο  κεφάλαιο κατά την διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου καταστράφηκε καί η Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής – Ζωοδόχος Πηγή. Αυτή η ιερά μονή βρισκόταν στην θέση της σημερινής
Τζουμαγιά τζαμία. Εκτός από το μοναστήρι καταστράφηκαν πολλά άλλα δημόσια καί ιδιωτικά
κτίρια. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την κατάκτηση καί κυρίως μετά τον αποκεφαλισμό τού
μητροπολίτου Δαμιανού, η μητρόπολη Φιλιππουπόλεως έπαθε τα πάνδεινα. Μεγάλο μέρος τού ποιμνίου είχε δολοφονηθεί ή αιχμαλωτιστεί, πολλές εκκλησίες στην επαρχία ήταν κατεστραμένες. Ίδια ήταν καί η τύχη πολλών μοναστηριών. Ο μητροπολίτης ήταν
δολοφονημένος. Από τις παραπάνω σειρές φαίνεται ότι η μόνη παρηγοριά της επαρχίας
Φιλιππουπόλεως είναι η ύπαρξη ακόμα ελεύθερου βυζαντινού κράτους, πού παρόλο πού είχε
περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη καί στά περίχωρα της, παρέμεινε πρότυπο της
Ορθοδοξίας.



Ελλειπείς είναι οί πληροφορίες γιά την καθημερινή ζωή στην Φιλιππούπολη μετά την κατάκτηση. Ο Γάλλος περιηγητής Μπροκιέρος (Bertrandon de La Brokier) ταξιδεύει το 1432 – 1433 με πολιτικό καί κατασκοπικό σκοπό στην Ανατολή. Αυτός περιγράφει την Φιλιππούπολη, τα κάστρα της, τον Ευρο ποταμό, τις εύφορες πεδιάδες, τις φυτοπαραγωγές κ. α. Κατά τον Μπροκιέρο ο πληθυσμός είναι στην πλειοψηφία Βούλγαροι πού ομολογούν την «ελληνική πίστη», δηλαδή την Ορθοδοξία. Αυτή η πληροφορία έρχεται να στηρίξει την άποψη ότι πρίν κατακτηθεί η πόλη από τούς Τούρκος ήταν σε βουλγαρικά χαίρια.



Άλλη εικόνα μας παρουσιάζει το 1578 ο Στέφανος Γκέρλαχος (Stephen Gerlah). Αυτός μας
μιλάει γιά τούρκικα καί ελληνικά σπίτια. Δεν μιλάει γιά βουλγαρικά σπίτια, τά οποία υπήρχαν.

Ο Στέφανος Γκέρλαχος όταν μιλάει γιά τούρκικα καί ελληνικά σπίτια είναι πολύ πιθανό να
εννοεί μουσουλμανικά καί χριστιανικά σπίτια. Οί Έλληνες καί οί Βούλγαροι ήταν ορθόδοξοι καί
ο Γκέρλαχος μην καταλαβαίνοντας την γλωσσική διαφορά, έγραψε ότι οί ΟρθόδοξοιΧριστιανοί της πόλεως ήταν μόνο Έλληνες. Αργότερα ο Εβλιά Τσελεμπί κατά τον 17-ο αιώνα μιλάει γιά βουλγαρικό συνοικισμό («βουλγαρικός μαχαλάς» - όπως εκφράζεται ο ίδιος) μέσα στην πόλη.  Ο Εβλιά Τσελεμπί μνημονεύει 23 μουσουλμανικούς οικισμούς (μαχαλάδες), 7 καθολικούς καί μόνο ένας βουλγαρικός οικισμός. Ο αριθμός των μουσουλμανικών οικισμών είναι υπερβολικός, αλλά δείχνει την αύξιση των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Φιλιππούπολη καί η μείωση των βουλγαρικών πληθυσμών. Ακόμη το τουρκικό κράτος δέν είχε εφαρμόσει την πολιτική των μαζικών εξισλαμισμών. Το οθωμανικό κράτος χρεαζόταν σπαχίδες – χριστιανούς καί γιά αυτό δέν είχαν γίνει μαζικοί εξισλαμισμοί. Το 15-ο αιώνα η Φιλιππούπολη μνημονεύεται καί σε σχέση με την εκστρατία των Δυτικοευρωπαίων ιπποτών
με επικεφαλή τον βασιλιά της Πολωνίας καί της Ουγγαρίας Βλαδισλάβος Ιαγκιέλλο (Vladislav
Yagelo) το 1443. 

Στις συγκρούσεις κοντά στην Ναϊσο (Νίς) καί στην Σόφια νίκησαν οί ιππότες. Αργότερα όμως στην Βάρνα, οί ιππότες συνετρίβησαν. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως την 29 Μαϊου τού 1453, ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ Β’ ο Πορθητής
διέταξε εκστρατεία κατά την Σερβία. Γιά την μετακίνηση των στρατευμάτων τού ο σουλτάνος
επέλεξε τον διαγώνιο δρόμο από την Αδριανούπολη – Φιλιππούπολη – Ιχτυμάν – Σόφια –Ναϊσο γιά να φθάσει στην Σερβία. Γιά άλλη μιά φορά οί Φιλιππουπολίτες έγιναν αυτόπτες
μάρτυρες της επόμενης τουρκικής εκστρατίας γιά την κατάκτηση των υπόλοιπων εδαφών της
Βαλκανικής.



Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Φιλιπουπόλεως  Ιστορική εξέλιξη Σημερινή κατάσταση. Θωμάς Καραλίας

Φονισσα μανα. Παράδοση της Μυτιλήνης.

 Ητανε  μια  γυναίκα  και  ήταν  πολύ ανάποδη.  Είχε  ένα  μοναχοπαίδι  και ήταν  στον  πόλεμο.  Αλλά  ήτανε τόσο  ανάποδη  αυτή  η  γυναίκα,  που δεν  ήθελε  να  βοηθήσει  κανέναν  στη  ζωή  της. 




Κάθε  βδομάδα  γύριζε  όλο  το  χωριό  ένας κύριος  επαίτης,  τότε  περνάγανε  οι  άνθρωποι, και  δίνανε  λάδια,  φαγητά,  ό,τι  είχε  ο  καθένας. Στεκότανε  στην  πόρτα  της  πάντα  και περίμενε  να  ανοίξει  να  του  δώσει  κάτι.  Και της  έλεγε:  Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό κάνεις,  κακό  βρίσκεις.  Αυτή  ούτε  άνοιγε,  ούτε  απαντούσε,  τίποτα. Μια  μέρα  εκνευρίστηκε  μαζί  του,  τον κερατά,  λέει,  άμα  θα  ρθει  την  άλλη  φορά  θα σ’  τον  φτιάξω  εγώ.  Πράγματι,  πήρε  αλεύρι και  έπλασε  μια  πίτα,  την  έψησε,  και  περίμενε να  ρθει  ο  γέροντας.  


Αυτός  ήρθε  πράγματι, έκατσε  στα  σκαλιά  και  λέει:  –Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό  κάνεις, κακό  βρίσκεις.  Ανοίγει  την  πόρτα  αυτή,  νά,  λέει,  σού  ’κανα μια  πίτα  σήμερα,  πάρε  να  φας.  


–Ευχαριστώ,  λέει.  Ο  Θεός  να  σ’  το ανταποδώσει  αυτό  το  καλό  που  μ’  έκανες τώρα.

  –Εντάξει,  λέει.  Πήρε  αυτός  το  δρόμο,  βγήκε  έξω  απ’  το χωριό,  είχε  μια  βρυσούλα,  έκατσε  να ξεκουραστεί.  Ήπιε  το  νεράκι  του  κι  έκατσε. Πάνω  που  έκανε  να  βγάλει  την  πίτα,  να  τη φάει,  βλέπει  κι  έρχεται  ένας  σίφουνας  από μακριά.  Ποδοβολητό  αλόγου.  Γύριζε  ο  γιος της  γυναίκας. 

 Στάθκε  στη  βρύση,  ωχ,  λέει, γέροντα,  να  πιω  λίγο  νερό  να  σταθώ.  Γύριζε από  τον  πόλεμο  αυτό.  

–Πιες,  λέει,  πιες.  

–Είμαι,  λέει,  και  ψόφιος  από  πείνα  και κουρασμένος  και  νηστικός.

  –Α,  λέει,  κάτσε,  μια  καλή  κυριούλα  μού έδωσε  αυτή  την  πιτούλα,  φά’  την.

  Του  δίνει  την  πίτα  τώρα  ο  γέροντας  χωρίς  να ξέρει,  έφαγε  το  μωρό  την  πίτα,  ήπιε  και  το νερό,  κάνει  καβάλα  στ’  άλογο,  λέει, ευχαριστώ,  γέροντα,  ώσπου  να  πάει  αυτός άρχισε  να  ζαλίζεται.  Χτυπά  την  πόρτα, βγαίνει  η  μάνα,  πέφτει  αυτός  μες  στην αγκαλιά  της  μάνας,  τι  έπαθες,  λέει,γιε  μ’;  τι είναι  αυτό;  Πήγες  στον  πόλεμο,  γύρισες καλά,  τι  έπαθες;  

–Τι  να  σε  πω  λέει,  μάνα,  έξω  απ’  το  χωριό ήταν  ένας  γέροντας  και  μ’  έδωσε  κι  έφαγα μια  πίτα  και  ήπια  και  νερέλι.

  –Άχ,  λέει,  γιε  μ’,  εγώ  γίνομαι  η  φόνισσα.  Και  θυμήθηκε  τα  λόγια  του  γέροντα,  που έλεγε:  Καλό  κάνεις,  καλό  βρίσκεις,  κακό κάνεις,  κακό  βρίσκεις.   

Ντε προυφάντις, (Τα παιδιά της Πιάτσας), Νίκου Τσιφόρου. Ραδιοφωνικό Θέατρο.

 Η Πολιτισμική Διαδρομή απόψε θα σας φέρει σε μία πρώτη επαφή με το έργο του Νίκου Τσιφόρου, παρουσιάζοντας σας μια μικρή ιστορία από τη συλλογή αυτοτελών ιστοριών: Τα παιδιά της πιάτσας. Διαβάζει ο Νίκος Μποσταντζόγλου.


Η υπόθεση:

Στη φυλακή η Κυριακή είναι βαριά μέρα και δεν περνάει εύκολα...

Ο Ζαφείρης ο Λέμπουρας που ήξερε να παίζει μπαγλαμαδάκι έλεγε στους συγκρατούμενους του συνέχεια τις Κυριακές τρεις ιστορίες...


Η πρώτη ήταν του Γιάννη του Τσάρδα, που ερωτεύτηκε μια Κερκυραία, τη Φωφό. Ο Τσάρδας τη σπίτωσε και αυτή τον έπεισε να φύγουν για τον Καναδά. Για να βγάλουν όμως τα ναύλα για το ταξίδι τον έψησε να κλέψει το χρήμα από την κάσα (χρηματοκιβώτιο) της φάμπρικας που δούλευε!  Ο κακόμοιρος Τσάρδας έκλεψε τις 132.000 δραχμές, τις έδωσε στη Φωφό αλλά αυτή έφυγε με τον Πίπη που τον είχε παρουσιάσει σαν ξάδερφο της αλλά ήτα αγαπητικός της... Πέντε χρόνια φυλακή, 286 Κυριακές δηλαδή ο λογαριασμός για τον Τσάρδα... 


Η δεύτερη ιστορία που έλεγε τις Κυριακές ο Τσάρδας ήταν αυτή του βαρκάρη του Παναγιώτη του Μπούρα. Αυτός γούσταρε μια ζωντοχήρα που είχε μία ταβέρνα. Πατώντας στο συναίσθημα του η ζωντοχήρα τον έπεισε να βγάλει από τη θάλασσα ένα μυστηριώδες πακέτο (βαρκάρης γαρ ο Μπούρας), που θα το πετούσε μέσα κάποιος από ένα μεγάλο παπόρι. 8 χρόνια φυλακή και 3 χρόνια εκτόπιση...


Τρίτη ιστορία ήταν αυτή του ίδιου του Λέμπουρα... Από μικρός ο Λέμπουρας είχε μπλεξίματα, τον έπιανε συνέχεια η αστυνομία καθότι ήταν μικροκλέφτης. Οι αστυνομικοί όμως τον συμπαθούσαν. Αφού τελείωσε το φανταριλίκι αποφάσισε να γίνει τίμιος και έπιασε δουλειά σε ένα συνεργείο. Τελικά κατέληξε στη φυλακή για 7 γρόνια εξαιτίας του φιλότιμου του...

Βαριά που είναι η φυλακή όταν ξημερώνει Κυριακή...



Η συλλογή Τα παιδιά της πιάτσας έχει τεράστια ηθογραφική αξία.



Νίκου Τσιφόρου Τα παιδιά της πιάτσας 

Από την ραδιοφωνική μετάδοση της έρα 2

Διαβάζει ο Γιάννης Μποσταντζόγλου

Μουσικές Στίξεις Δημήτρης Αρσενόπουλός

Τεχνικός ήχου Τάσος Μπακασιέτας



Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι  Stavros M:







Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...