Στο φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1921, η αντιβενιζελική «Σκριπ» χαρακτήριζε το έτος της εκατονταετηρίδας από την εθνική παλιγγενεσία ως έτος απελευθέρωσης από τη «βενιζελική τυραννία», αλλά και χρονιά που η Ελλάδα θα έδρεπε νίκες στη Μικρά Ασία, «ο οιωνός είναι άριστος», κατέληγε. Τα γεγονότα όμως στο μικρασιατικό μέτωπο, αλλά και οι διπλωματικές εξελίξεις, θα διαψεύσουν τις αισιόδοξες προβλέψεις της εφημερίδας.
|
Αιχμάλωτοι πολέμου στο Αφιόν Καραχισάρ-Τούρκοι |
Σε στρατιωτικό επίπεδο οι ελληνικές δυνάμεις δεν αντιμετώπιζαν πλέον ανοργάνωτες ομάδες Τούρκων εθνικιστών, αλλά τακτικό στρατό, καλύτερα εξοπλισμένο και με ενισχυμένο ηθικό. Η αποτυχία των επιχειρήσεων του Μαρτίου και η ήττα του ελληνικού στρατού στο Ινονού, η οπισθοχώρηση μετά τη μάχη στον Σαγγάριο και ο μεγάλος αριθμός απωλειών επιβεβαίωσαν τη νέα πραγματικότητα.
Σε διπλωματικό επίπεδο, ως αντίδραση στην επάνοδο του Κωνσταντίνου, οι σύμμαχοι της Αντάντ «πάγωσαν» τις συμμαχικές πιστώσεις στην Ελλάδα, η Διάσκεψη του Λονδίνου απέτυχε να καταλήξει σε μια συμφωνία ειρήνευσης, Γαλλία και Ιταλία υπέγραψαν ξεχωριστές συνθήκες ειρήνης με την κεμαλική Τουρκία, ενώ η Αγκυρα συνήψε και σύμφωνο φιλίας με τη Σοβιετική Ενωση, συμφωνίες που, εκτός από διεθνή αναγνώριση, παρείχαν στον Κεμάλ στρατιωτικό υλικό και οικονομική βοήθεια.
Το 1921 η Μικρασιατική Εκστρατεία λαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού πολέμου, αφού η επέκταση του μετώπου απαιτούσε ολοένα και περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις, μεγαλύτερο βαθμό κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας, περισσότερους οικονομικούς πόρους για τον εφοδιασμό και τη συντήρηση του στρατεύματος, που τις παραμονές της επίθεσης προς την Αγκυρα ξεπερνούσε τις 200.000. Την ίδια στιγμή που οι ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές που άφησε ο Μεγάλος Πόλεμος, η ελληνική κοινωνία βίωνε τις συνέπειες μιας πρωτόγνωρης και άγριας πολεμικής σύγκρουσης προσπαθώντας να επιβάλει με τη δύναμη των όπλων την εφαρμογή μιας συνθήκης που τερμάτιζε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκτός από τον πρωτοφανή, συγκριτικά με τα δύο πρώτα έτη της εκστρατείας, αριθμό των απωλειών (38.708 νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι), η ελληνική κοινωνία ήρθε για πρώτη φορά το 1921 αντιμέτωπη με το ζήτημα των στρατιωτών που η τύχη τους αγνοούνταν ή ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του 1921, από τη δύναμη της Ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας αγνοούνταν η τύχη 1.389 οπλιτών και 10 αξιωματικών. Πόσοι από αυτούς ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι των κεμαλικών ήταν, αρχικά, άγνωστο για τις ελληνικές αρχές. Σαφείς πληροφορίες για τον αριθμό των αιχμαλώτων και τις συνθήκες κράτησής τους η Αθήνα άρχισε να έχει από τον Οκτώβριο του 1921, όταν έφθαναν λαθραία επιστολές αιχμαλώτων μέσω Αγγλων και Γάλλων στρατιωτικών που κρατούνταν στο ίδιο στρατόπεδο με τους Ελληνες και ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο συμφωνιών της Αγκυρας με Λονδίνο και Παρίσι (συμφωνία Φρανκλίν Μπουγιόν).
Ανάλογες πληροφορίες έρχονταν από πρόσφυγες ομογενείς που εγκατέλειπαν την Κιλικία μετά τη γαλλοκεμαλική συμφωνία. Τον Νοέμβριο, η ελληνική Υπατη Αρμοστεία στην Κωνσταντινούπολη έλαβε μέσω της Τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου ονομαστικούς καταλόγους 324 Ελλήνων αιχμαλώτων, που οι περισσότεροι κρατούνταν σε στρατόπεδο στο Ταλάς της Καισάρειας. Ανάμεσά τους ήταν ένας ταγματάρχης και οκτώ αεροπόροι. Ας σημειωθεί ότι ένας από τους αιχμάλωτους αεροπόρους ήταν ο Βασίλειος Κοτρότσος, το ημερολόγιο του οποίου διασκεύασε λογοτεχνικά ο Μάρκος Αυγέρης και εξέδωσε ανώνυμα το 1923 με τίτλο «Από την αιχμαλωσία. Κατά το ημερολόγιο του αιχμαλώτου αεροπόρου Β.Κ.».
Οι διαθέσιμες πληροφορίες των ελληνικών αρχών έκαναν λόγο για άθλιες συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων και βάναυση κακομεταχείρισή τους από τους κεμαλικούς. Οι αιχμαλωτισθέντες απογυμνώνονταν από ρούχα και υποδήματα, οδηγούνταν γυμνοί σε μακρές πορείες, σιτίζονταν ανεπαρκώς και κακοποιούνταν, με αποτέλεσμα αρκετοί να αποβιώνουν. Σε επιστολή αιχμαλώτου λοχία της 11ης Μεραρχίας σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Την οικτράν θέσιν μας αδυνατεί και ο ισχυρότερος χειριστής του καλάμου να περιγράψη… Απογυμνωθέντες τελείως των χρημάτων και ενδυμάτων τυραννούμενοι βαναυσότατα και ενδιαιτώμενοι εστερημένως, αποθνήσκομεν κατά καιρούς. Ασθενούντες δεν περιθαλπώμεθα, δερόμεθα ανηλεώς και εις τα επικλήσεις μας και οιμωγάς η απάντησις των τυράννων μας είναι σους Γκιαούρ».
Ο αεροπόρος Γερανόπουλος ανέφερε στην επιστολή του ότι οι στρατιώτες αιχμάλωτοι που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία καταδικάζονταν σε θάνατο από τα κεμαλικά δικαστήρια ανεξαρτησίας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ενώ θεωρούσε αδύνατη την επιβίωση μέσα στον χειμώνα των εξασθενημένων από τις κακουχίες και τα μαρτύρια αιχμαλώτων. Οι συνθήκες αιχμαλωσίας που περιγράφονται στις επιστολές δεν έχουν καμία σχέση με τα όσα όριζε το ισχύον την εποχή εκείνη διεθνές δίκαιο (IV Σύμβαση της Χάγης περί αιχμαλώτων πολέμου του 1907 και Σύμβαση της Γενεύης του 1906).
Στα τέλη του 1921 και στις αρχές του 1922, πληροφορίες για τις συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων άρχισαν να εμφανίζονται στις ελληνικές εφημερίδες, που συχνά ζητούσαν να ληφθούν αντίποινα εις βάρος των Τούρκων αιχμαλώτων που κρατούσε η Ελλάδα. Παράλληλα, δημοσιεύονταν ονομαστικοί κατάλογοι αιχμαλώτων, κυρίως για να ειδοποιηθούν οι συγγενείς τους, αφού για πολλούς δεν υπήρχαν στοιχεία κατοικίας, τακτική που ακολουθούσαν οι Μικρασιάτες στρατεύσιμοι γνωρίζοντας ότι αποκάλυψη της καταγωγής τους ισοδυναμούσε με θάνατο. Θέλοντας να διασφαλίσει την επιβίωση των αιχμαλώτων, η Αθήνα υπέβαλε αίτημα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για επιθεώρηση των στρατοπέδων αιχμαλώτων στην Τουρκία. Αποτέλεσμα του ελληνικού αιτήματος ήταν η επιθεώρηση του στρατοπέδου του Ταλάς από τον Ελβετό γιατρό Rοerich στις αρχές του 1922. Το στρατόπεδο είχε προετοιμαστεί κατάλληλα από τους κεμαλικούς και ο απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού σημείωσε στην έκθεσή του ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων ήταν σχετικά καλές. Τον Φεβρουάριο του 1922 απελευθερώθηκαν και τρεις αιχμάλωτοι Ελληνες υπίατροι, που επιστρέφοντας στην Ελλάδα έγιναν δεκτοί από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και κατέγραψαν την εμπειρία της αιχμαλωσίας τους σε συνεχή άρθρα στον Τύπο, κάνοντας γνωστά στην ελληνική κοινή γνώμη τα όσα τραγικά βίωσαν.
|
Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου στην Ελλάδα |
Την ίδια στιγμή, οι κάτοικοι της Αθήνας έβλεπαν χιλιάδες Τούρκους αιχμαλώτους «να περνούν σαν μπέηδες απολαύοντες των αγαθών της Αττικής φύσεως και της Ελληνικής ελευθερίας», σύμφωνα με διατύπωση αθηναϊκής εφημερίδας. Το θέαμα βέβαια δεν ήταν πρωτόγνωρο, αφού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο οι ελληνικές δυνάμεις είχαν αιχμαλωτίσει χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες διασκορπίζοντάς τους σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, όπως αυτό της Μακρονήσου.
Το 1921 ο αριθμός των Τούρκων στρατιωτικών αιχμαλώτων και των πολιτών που εκτοπίζονταν για λόγους ασφάλειας της Στρατιάς της Μικράς Ασίας ξεπερνούσε τις 10.000. Τον Νοέμβριο του 1922 οι ελληνικές αρχές είχαν καταγράψει 10.461 στρατιωτικούς αιχμαλώτους και 4.170 αιχμαλώτους Τούρκους πολίτες. Οι αιχμάλωτοι κρατούνταν σε στρατόπεδα σε Λιόσια, Γουδί, Λάρισα, Λευκάδα, Κρήτη, Κέρκυρα και Μήλο. Οι εφημερίδες δημοσίευαν συχνά ειδήσεις για άφιξη ατμόπλοιων με Τούρκους αιχμαλώτους. Τον Ιούλιο μάλιστα του 1921, ιαπωνικό ατμόπλοιο έφθασε στον Πειραιά γεμάτο με Τούρκους αιχμαλώτους που αποβιβάστηκαν στην Ψυττάλεια. Με τους άνδρες να λείπουν στο μέτωπο, οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ήταν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό που οι ελληνικές αρχές δεν άφησαν ανεκμετάλλευτο. Ο υπουργός Γεωργίας, για παράδειγμα, ζητούσε επειγόντως αιχμαλώτους για τον θερισμό των σιτηρών στη Θεσσαλία. Η διάθεση των αιχμαλώτων γινόταν με απόφαση του υπουργείου Στρατιωτικών, που τον Αύγουστο του 1921 μοίρασε 1.500 Τούρκους αιχμαλώτους για τις ανάγκες εργασιών οδοποιίας στην Κέρκυρα, μεταλλευτικών εργασιών στην Αττική, κατασκευής των οδών Βουλιαγμένης και Πάρνηθας, αλλά και σε αγροτικές εργασίες κτηματιών.
Την Ελλάδα ενδιέφερε να προβάλει στη διεθνή κοινότητα μια εικόνα ιδεατής αντιμετώπισης των Τούρκων αιχμαλώτων, αντιδιαστέλλοντάς τη με τη βάρβαρη συμπεριφορά της Αγκυρας απέναντι στους Ελληνες αιχμαλώτους. Η εικόνα αυτή εντασσόταν στην ευρύτερη επιχειρηματολογία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κατά την οποία η Ελλάδα, μια χώρα με ανώτερο πολιτισμό και μακραίωνη παράδοση στις αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισοπολιτείας, θα μπορούσε να διοικήσει με επιτυχία περιοχές με πολυπληθείς μουσουλμανικούς και άλλους μειονοτικούς πληθυσμούς, όπως η Μικρά Ασία. Οι εφημερίδες δημοσίευαν τακτικά επιστολές Τούρκων αιχμαλώτων που ευγνωμονούσαν τις ελληνικές αρχές ή ημερήσιες διαταγές στρατιωτικών αρχών που αποδείκνυαν άμεμπτη συμπεριφορά στους αιχμαλώτους. Στην πραγματικότητα οι συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων δεν ήταν ιδανικές και ποίκιλλαν ανάλογα το στρατόπεδο, η Ελλάδα καθυστέρησε να παραδώσει στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ονομαστικούς καταλόγους και δεν έκανε διάκριση των αιχμαλώτων ανάμεσα σε πολίτες και στρατιώτες, όπως σημειώνει στην έκθεσή του απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που επιθεώρησε τα στρατόπεδα αιχμαλώτων στην Ελλάδα. Οι συνθήκες διαβίωσης θα επιδεινωθούν με την κατάρρευση του μετώπου, ειδικότερα στο στρατόπεδο στη Μήλο.
Μπορεί η συμπεριφορά της Ελλάδας απέναντι στους Τούρκους αιχμαλώτους να μην ακολουθούσε κατά γράμμα τα όσα όριζε το σχετικό διεθνές δίκαιο, αλλά απείχε παρασάγγας από τις τακτικές εξόντωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων που ακολουθούσε η Αγκυρα. Τακτικές που διαμορφώθηκαν το 1921 και απέκτησαν χαρακτηριστικά μοτίβου, όπως η απογύμνωση, οι εξαντλητικές πορείες, η βαριά εργασία, η εκτέλεση των μικρασιατικής καταγωγής αιχμαλώτων, η προετοιμασία των στρατοπέδων ενόψει επιθεωρήσεων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, θα επαναληφθούν από τους κεμαλικούς και μετά τον Αύγουστο του 1922 και θα εμπλουτιστούν με νέες μορφές μαζικής εξόντωσης των αιχμαλώτων και του ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού. Και αν το 1921 την Ελλάδα άρχισε απλώς να απασχολεί το ζήτημα των αγνοουμένων και των αιχμαλώτων, τον Αύγουστο του 1922 θα λάμβανε εκρηκτικές διαστάσεις. Δεκάδες χιλιάδες οι αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι Ελληνες στρατιώτες, που όσοι ήταν τυχεροί και επέζησαν, επέστρεφαν στην Ελλάδα μέχρι και το 1924, ενώ η ψυχική οδύνη των συγγενών των αγνοουμένων που δεν γνώριζαν την τύχη των δικών τους ανθρώπων και δεν ήθελαν να αποδεχθούν το προφανές κράτησε για πολλά χρόνια ακόμα, αποτελώντας άλλη μια χαίνουσα πληγή της Μικρασιατικής Καταστροφής.
* Ο κ. Γιάννης Γκλαβίνας είναι διδάκτωρ Ιστορίας – αρχειονόμος στην Κεντρική Υπηρεσία των ΓΑΚ. Το παρόν κείμενο είναι τμήμα ενός ευρύτερου άρθρου που θα ενταχθεί στον συλλογικό τόμο με τίτλο «Ελληνες Στρατιώτες, Μικρασιατική Εκστρατεία και Μεσοπόλεμος: Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας», που θα εκδοθεί το 2022 από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας σε επιμέλεια του Δημήτρη Καμούζη, διδάκτορος Ιστορίας και ερευνητή στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
Πηγή: Καθημερινή