Μια σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση στο Βυσινόκηπο του Τσέχωφ
Ο Βυσσινόκηπος ήταν το τελευταίο από τα θεατρικά έργα του Τσέχωφ και για ακόμη μία φορά τροφοδότησε τη ρώσικη λογοτεχνία. Μια καλή αρχή, ένα καλό ξεκίνημα για τη λόγια παραγωγή του 20ου αιώνα, που όμως προοιωνίζει μία δύσκολη και καθοριστική κοινωνική περίσταση, την επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917, της οποίας οι εξελίξεις και οι ανακατατάξεις γίνονταν από τότε ορατές.
Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 17 Ιανουαρίου του 1904. Μια πρεμιέρα θρίαμβος του Θεάτρου Τέχνης, ένα δώρο γενεθλίων για τα είκοσι πέντε χρόνια συγγραφής του Τσέχωφ, μια συγκίνηση μεγάλη για την ανταπόκριση του κόσμου, μια ψυχική ολοκλήρωση που τον γέμισε και ξεχείλισε σε ένα απαλό χαμόγελο συνοδευόμενο από έντονο βήχα. Το 1861 καταργείται η δουλοπαροικία, όμως το πνεύμα της καταπίεσης και της δουλείας στην τάξη των αφεντάδων εξακολουθεί να υπάρχει. Σταδιακά ο λαός αρχίζει να ξεσηκώνεται σχηματίζοντας διάφορες οργανώσεις. Διαδίδονται στις λαϊκές μάζες επαναστατικές ιδέες και ο μαρξισμός. Η ανάπτυξη της οικονομίας, της βιομηχανίας, της επιστήμης και οι νέες ιδέες οδήγησαν στη κατάρρευση της φεουδαρχίας. Με τον Βυσσινόκηπο σηματοδοτείται η πτώση του φεουδαρχικού παραδοσιακού συστήματος, η διαδοχή του από έναν καπιταλισμό της αστικής τάξης και μία προσδοκία για ένα σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό καθεστώς. Ξεκινάει μια επαναστατική περίοδος, όπου η αστική τάξη θα σαρώσει κάθε εμπόδιο, κάθε ‘Βυσσινόκηπο’. Γι’ αυτό τον παλιό κόσμο, για την παλιά κοινωνία που σβήνει που ζει μόνο με όνειρα και αναμνήσεις , ο Τσέχωφ αισθάνεται συμπόνια την οποία εκφράζει με μια σατιρική διάθεση. Με λεπταίσθητη σάτιρα προβάλλει τα πάθη και τους καημούς, την αδράνεια και τη μοιρολατρία αυτών των ανθρώπων. Δε λυπάται την κοινωνική τάξη που καταρρέει, αλλά τους αδύναμους, τους αρρώστους, τα θύματα του συστήματος που δεν έχουν την δύναμη να αντιδράσουν και να συνειδητοποιήσουν τις αιτίες.
Το θέμα του έργου είναι η αδυναμία της αριστοκρατικής τάξης να κατανοήσει τις κοινωνικές αλλαγές που συμβαίνουν, τη δημιουργία νέων κοινωνικών στρωμάτων, τις αλλαγές και τη μεταμόρφωση της Ρωσίας και γενικότερα την κατάρρευση του παλιού κόσμου. Οι ήρωες είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν, παραμένοντας στην αδράνεια τους και δεν κάνουν τίποτε ακόμη και όταν ακούνε στο τέλος τον ήχο των τσεκουριών. Ο Βυσσινόκηπος συμβολίζει τον παλιό κόσμο που χάνεται, την αριστοκρατική παράδοση και προεικονίζει τη Ρωσική επανάσταση.
Στο συγκεκριμένο του έργο, όπως και στα υπόλοιπα είναι έντονο το λυρικό στοιχείο που δημιουργείται από τις επαναλήψεις του ποιητικού λόγου και τις παύσεις: «Ο Βυσσινόκηπος πουλήθηκε, αυτό είναι αλήθεια, αυτό είναι αλήθεια, αλλά μην κλαίς, μαμά, σου απομένει όλη η ζωή μπροστά σου, σου απομένει η όμορφη και αγνή ψυχή σου. Έλα μαζί μου, έλα, αγαπημένη μου, πάμε!... Έλα, αγαπημένη μου, έλα!». Οι ήχοι, η μουσική και το τραγούδι πλέκουν ολόκληρο το έργο. Η συγκίνηση που αναδύεται στο τέλος από το παλιό σπίτι κορυφώνεται με το κελάηδημα των πουλιών, την κιθάρα του Επιχόντωφ, τη χορευτική μουσική και από ένα βαθύ και παράδοξο ήχο. Έχει χαρακτηριστεί γι’ αυτό το λόγο το πιο λυρικό από όλα του τα έργα.
Επίσης πρόκειται και για το πιο λιτό από τα υπόλοιπα έργα του, ο θεατής ακούγοντας τους απλούς διαλόγους δημιουργεί την εντύπωση ότι έζησε χρόνια μαζί με αυτούς τους ανθρώπους, ότι τους γνωρίζει και ότι είναι και αυτός κάτοικος του όμορφου αυτού μέρους.
Αυτή η συγκίνηση γεννιέται στην πραγματικότητα από την αντίθεση ανάμεσα στην τραγικότητα του θέματος και την ελαφριά κωμικότητα των προσώπων. Η δραματική ένταση περισσότερο σε αυτό το έργο του Τσέχωφ δημιουργείται από την απουσία δράσης. Το κοινό δεν περιμένει καμία έξαρση, αντίθετα φοβάται μήπως συμβεί κάτι που θα ταράξει την ηρεμία και την ησυχία της μονότονης ζωής, αρκεί να μην πουληθεί ο Βυσσινόκηπος.
Στο τέλος όταν ο γέρος υπηρέτης παραμένει μόνος του και αντηχεί το τσεκούρι των ξυλοκόπων που άρχισαν να κόβουν τα δέντρα το κοινό δεν ξέρει ποιόν να λυπηθεί και ποιόν να κατηγορήσει,, διότι ο Τσέχωφ παρουσιάζει τα ελαττώματα των αναποφάσιστων ηρώων του με πολλή αγάπη. Η φωνή της Άννιας καθώς αναφωνεί «Αντίο σπίτι! Αντίο, παλιά ζωή!» και του Τροφίμωφ «Καλημέρα, καινούργια ζωή!» είναι οι φωνές του μέλλοντος και της ελπίδας που έχει η νέα γενιά.
Πηγή: Φιλία Συμεωνίδου, 2017, Γυναικείες μορφές στη δραματουργία του Άντον Τσέχωφ
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ο Ναζιανζηνός
Ο δεύτερος της τριάδας των Ιεραρχών και της τριάδας των Θεολόγων Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, με τη δυναμική παρουσία του στη Βασιλεύουσα πόλη το 380 μ.Χ., έκανε πραγματικότητα αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Οι αιρετικές παραφυάδες του Αρειανισμού (όμοιοι, ανόμοιοι, ομοιουσιανοί κλπ.), με την υποστήριξη αρειανών αυτοκρατόρων και του Ιουλιανού του Παραβάτη, είχαν επικρατήσει σχεδόν παντού. Στην Κωνσταντινούπολη δεν είχε απομείνει ούτε ένας ναός στα χέρια των Ορθοδόξων.
Σε αυτή τη χαλεπή για την Εκκλησία στιγμή ο φιλομόναχος και εραστής της ησυχίας, αλλά και μέγας ρήτορας και σοφός διδάσκαλος Γρηγόριος, κλήθηκε στην πρωτεύουσα, παρά τη θέλησή του, να αγωνιστεί για την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας.
Η κατάσταση που βρήκε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Μη έχοντας ναό για να αρχίσει τον πνευματικό του αγώνα για την αναστήλωση της Ορθοδοξίας, μετέτρεψε ένα σπίτι σε πρόχειρη εκκλησία και εκεί εκφώνησε τους πέντε θεολογικούς του λόγους, πέντε περίτεχνα έργα ρητορικής και μνημειώδη κείμενα θεολογίας, που ήταν ικανά να μεταστρέψουν τις καρδιές των ανθρώπων στην ορθή πίστη της Εκκλησίας.
Η οικία όπου κήρυττε ονομάστηκε ναός της αγίας Αναστασίας, γιατί εκεί ο υψιπετής αετός Γρηγόριος ανέστησε ξανά την Ορθοδοξία.
Οι αιρετικοί αρειανοί θορυβήθηκαν. Προσπάθησαν να αντιδράσουν με τη βία, τον συνήθη τρόπο του ψεύδους και του σκότους, αλλά εις μάτην. Ο καλός ποιμένας Γρηγόριος με τον ποιμενικό αυλό της θεολογίας του φανέρωσε στις ανθρώπινες ψυχές τα βάθη του Πνεύματος και με τα κάλλη του φθέγματός του, με την καλλιέπεια δηλαδή των λόγων του, τις φώτισε και τις στερέωσε στη σωτήρια πίστη της Εκκλησίας.
Στην αρχή του α’ θεολογικού λόγου του (Λόγος ΚΖ’) ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται στο μέγα ζήτημα περί του τρόπου αναζήτησης του Θεού. Ακολουθώντας τη θεολογία της Εκκλησίας ο μέγας πατήρ, διδάσκει ότι η αναζήτηση του Θεού δεν είναι υπόθεση συζητήσεων του καφενείου, που γίνονται από τους τυχόντες. Από όσους δεν έχουν καθαρότητα καρδιάς, αλλά είναι υπόδουλοι στα πάθη τους.
Για τον Θεό μπορούν να μιλήσουν μόνο όσοι έχουν καθαρθεί ή τουλάχιστον διανύουν το στάδιο της κάθαρσης. Είναι το πρώτο στάδιο στην πνευματική πορεία του χριστιανού. Την κάθαρση από τα πάθη ακολουθούν ο φωτισμός και η θέωση (τελείωση).
Τελικό συμπέρασμα: Κατά τον μέγα Ιεράρχη και σοφό Θεολόγο Γρηγόριο, τον οικουμενικό διδάσκαλο της Εκκλησίας, γνωρίζουμε τον Θεό μόνο όταν μπούμε στη διαδικασία της κάθαρσης από τα πάθη μας.
Ο δρόμος της ταπεινής αναζήτησης του Θεού είναι ο δρόμος των αγίων μας, ο δρόμος που οδηγεί στον θείο φωτισμο
Ζούμε στο βασίλειο του Ρήματος ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ*
«Language is not properly regarded as a system of communication. It is a system for expressing thought, something quite different…»
NOAM CHOMSKY«On Nature and Language».
Ο τρόπος που κατά κανόνα βλέπουμε και διδάσκουμε τη γλώσσα εμείς οι δάσκαλοι είναι ένας έντονα φορμαλιστικός τρόπος ο οποίος αναλώνεται στο τυπικό μέρος της γλώσσας, με αποτέλεσμα να χάνεται για τους μαθητές μας η ουσία της γλώσσας, δηλ. η άμεση αχώριστη σχέση της με τη σκέψη μας, με τον κόσμο των εννοιών και νοημάτων για τα οποία υπάρχει η γλώσσα οι λέξεις, οι προτάσεις, το κείμενο. Χάνουμε τελικά το δάσος βλέποντας τα δέντρα. Και κυρίως στην τυποκρατία θυσιάζονται η ουσία, η δύναμη και η ομορφιά της γλώσσας η «μαγεία της γλώσσας».
Γλωσσολογικά σήμερα πλέον η γλώσσα θεωρείται ένα εσωτερικευμένο καθολικό σύστημα της νόησης του ανθρώπου με το οποίο παράγεται και προσλαμβάνεται ένα άπειρο πλήθος προτάσεων. Αυτός είναι ο τρόπος που επικοινωνούμε γλωσσικά. Υποστηρίζουμε (ήδη στη Γραμματική μας με τον καθηγητή Χρίστο Κλαίρη) ότι βάση και κέντρο της πρότασης είναι το Ρήμα, το οποίο εξειδικεύεται σημασιοσυντακτικά από Ονόματα, τα «ορίσματα»: από το υποκείμενο υποχρεωτικά και δυνητικά από ένα ή και δύο αντικείμενα. Με τη σειρά τους τα ορίσματα εξειδικεύονται σημασιοσυντακτικά κυρίως από Αρθρα, Επίθετα, (επιθετικές) Αντωνυμίες και (επιθετικές) Μετοχές, ενώ το ρήμα εξειδικεύεται από Επιρρήματα, Προθέσεις (προθετικά σύνολα), Συνδέσμους (επιρρηματικές προτάσεις) και (επιρρηματικές) Μετοχές. Πρόκειται για τα στοιχεία τα γνωστά ως «μέρη τού λόγου» που παραλείπουμε, δυστυχώς, οι διδάσκοντες να δείξουμε ότι αντιστοιχούν σε βασικές νοητικές κατηγορίες και ότι είναι ο «καθρέφτης» (speculum) της σκέψης μας. Αυτή η αδρομερής θεώρηση (και διδασκαλία) της γλώσσας σκιαγραφεί με απλό αλλά ουσιαστικό και αποκαλυπτικό τρόπο τι συνιστά και πώς λειτουργεί η γλώσσα στο καθοριστικό επίπεδο της πρότασης (με διαφορές βεβαίως στην τυπολογία των γλωσσών).
Αρα το σημείο αναφοράς των πάντων στην πρόταση είναι το ρήμα. Αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο γύρω από αυτό «συν-τάσσονται» όλα τα άλλα συστατικά που το εξειδικεύουν. Ολα τα μη-ρηματικά στοιχεία περιβάλλουν το ρήμα, εξειδικεύοντας την πληροφορία που δίνει. Το σταθερά σε κάθε μορφή επικοινωνίας εξειδικευόμενο στοιχείο είναι το ρήμα, ενώ όλα τα άλλα γύρω του, άμεσα ή έμμεσα, είναι εξειδικευτικά στοιχεία. Γι’ αυτό μιλάμε πάντοτε για «το υποκείμενο του ρήματος» και ποτέ για «το ρήμα του υποκειμένου»! Ομοίως μιλάμε για «το αντικείμενο του ρήματος», ποτέ για «το ρήμα του αντικειμένου»!
Η βάση της πρότασης συνιστά μια «ενεργειακή τριάδα»: υποκείμενο – ρήμα – αντικείμενο. Το ρήμα στην επικοινωνία δηλώνει κάθε μορφή ενέργειας. Η έννοια της ενέργειας είναι καθοριστική, αφού σ’ αυτήν εστιάζεται κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου. Ωστόσο, αν το ρήμα είναι η ενέργεια καθ’ εαυτήν, είναι ανάγκη να υπάρξουν δύο άλλοι όροι άμεσα σχετιζόμενοι με την ενέργεια, η πηγή της ενέργειας και ο αποδέκτης της ενέργειας. Η πηγή της ενέργειας δεν είναι παρά το υποκείμενο που ενεργοποιεί το ρήμα, ο δε αποδέκτης της ενέργειας είναι το αντικείμενο (ένα ή δύο) που συμπληρώνει (εξ ού και συμπλήρωμα) ή, αλλιώς, που ολοκληρώνει την ενέργεια («περαίνει τι», κατά τον Πλάτωνα). Χωρίς την ενέργεια, δηλ. χωρίς το ρήμα, δεν υφίσταται πρόταση («λόγος», κατά τον Πλάτωνα). Χωρίς την πηγή της ενέργειας, δηλ. το υποκείμενο του ρήματος, δεν μπορεί να τεθεί σε ενέργεια το ρήμα πάλι δεν υφίσταται πρόταση. Χωρίς τον αποδέκτη ή το προϊόν της ενέργειας, δηλ. το αντικείμενο / τα αντικείμενα (εφόσον απαιτείται από το ρήμα), δεν ολοκληρώνεται η ενέργεια η πρόταση πάσχει νοηματικά.
Αρα η δημιουργία προτάσεως, δηλ. η απόδοση ενός νοήματος, μιας σύναψης εννοιών της σκέψης μας, προϋποθέτει υποχρεωτικά την ενέργεια και τη διττή εξειδίκευσή της, την πηγή της και τον αποδέκτη της. Χωρίς την εξειδίκευση «τραυματίζεται» το νόημα, στερούμενο πηγής ή αποδέκτη, με αποτέλεσμα να γίνεται «α-νόητο».
Ως προς τη βαρύτητα του ρήματος είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι Κινέζοι γραμματικοί περιγράφουν τη διαφορά ρήματος και ονόματος στη γλώσσα: το ρήμα είναι η «ζωντανή λέξη», ενώ το όνομα είναι η «νεκρή λέξη»! Προφανώς με τη διάκριση αυτή τονίζουν τον δυναμικό σημασιολογικό χαρακτήρα του ρήματος ως «ενέργειας / πράξης / κατάστασης» σε αντίθεση με τον στατικό χαρακτήρα που έχουν γενικότερα από σημασιολογικής πλευράς τα ονόματα (ουσιαστικά). Τη διάκριση αυτή επιδοκιμάζει ο πολύς Οtto Jespersen («The Philosophy of Grammar» 1924, σ. 86) τονίζοντας τη σχέση ρήματος και πρότασης: «The verb is a life-giving element, which makes it particularly valuable in building up sentences […]».
Είναι αναγκαία μια διασάφηση. Μιλώντας για ρήματα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ «πλήρων ρημάτων» (π.χ. κάνω, δίνω, διαβάζω, ακούω, έρχομαι, εργάζομαι) και «συνδετικών ρημάτων» (π.χ. είναι, αποτελεί, συνιστά, θεωρείται). Γενικότερα θα μπορούσε να λεχθεί ότι το πλήρες ρήμα χρησιμοποιείται ως βάση του λόγου για να δηλώσει το «γίγνεσθαι», τις ποικίλες μορφές ενέργειας του ανθρώπου, τις μεταβολές και καταστάσεις, ενώ το συνδετικό ρήμα δηλώνει το «εἶναι» του υποκειμένου, την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά του. Το πλήρες ρήμα έχει περισσότερο «δυναμικό» χαρακτήρα, ενώ το συνδετικό ρήμα είναι φύσει «στατικό».
Τελικά μπορεί να λεχθεί μεταφορικά ότι νοητικά (ως σκέψη) και λεκτικά (ως γλώσσα) «ζούμε στο βασίλειο του ρήματος». Ολα γίνονται ή υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό για να υπηρετήσουν άμεσα ή έμμεσα τη βασική πληροφορία που δίνει το ρήμα, έστω κι αν επικοινωνιακά η έμφαση μπορεί να αφορά και σε άλλο στοιχείο της πρότασης («λειτουργική προοπτική» της πρότασης). Η ίδια η παρουσία και λειτουργία και αυτού του άλλου στοιχείου (επιθέτου, επιρρήματος, επιρρηματικής πρότασης κ.λπ.) «πρωτοτυπικά», κατ’ αρχήν δηλ. υπηρετεί, έμμεσα τουλάχιστον, την εξειδίκευση του (πλήρους) ρήματος. Το ίδιο –με διαφορετική θεώρηση και δικαιολόγηση– ισχύει και για τη «συνδετική σύνταξη», η οποία όμως απαιτεί άλλη πραγμάτευση.
* Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.
Πηγή: Καθημερινή
Η Μακεδονική Παιονία, λίγα λόγια
Μακεδονική Παιονία. Ήταν η βορειότερη Μακεδονική χώρα. Στη μέση κοιλάδα του Αξιού, όπου σήμερα η Γευγελή, το Τίτο Βέλες και η Στρώμνιτσα.
Στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου παράτασσε χωριστό τμήμα ιππικού.
Πρωτεύουσα πόλις της ήταν οι Στόβοι, ενώ δευτερεύουσες πόλεις της ήταν η Αντιγόνεια, Άβυδος, Αλμάνα, Αμυδών, Βυλάξωρα, η Δόβηρος, η Άστιβος, η Δερρίοπος (Δευρίοπος), το Αστραίον. (Το Αστραίον είναι η σημερινή πόλη Στρώμνιτσα. Αναφέρεται από τον Τίτο Λίβιο ως Astraeum (XL 24) και τον Πτολεμαίο (Γ΄13,27) ως Αίστραιον. Αστραίος είναι ο έναστρος, ο προερχόμενος εκ των άστρων.
Με το ίδιο όνομα υπήρχε ποταμός της Μακεδονίας μεταξύ Βεροίας και Θεσσαλονίκης. ‘’Αιλιανός, Περί ζώων, ΙΕ΄ 1’’).
Ο επιφανής πελάτης, Σέρλοκ Χόλμς. Ραδιοφωνικό Θέατρο
Ο Χρήστος Πάρλας |
Ο Πύργος του Νελ, του Αλέξανδρου Δουμά (πατρός). Ραδιοφωνικό θέατρο
Αγαπητοί φίλοι απόψε θα σας παρουσιάσω το έργο του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) "Ο Πύργος του Νελ", ένα έργο που γράφτηκε το 1832, ...
-
Ο Ευριπίδης όπως είδαμε στην εκτεταμένη ανάλυση της 24-08-2019 του έργου "Ελένη" ( https://politismikidiadromi.blogspot.com/2019...
-
Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος. Αγαπητοί φίλοι του θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω ένα αριστούργημα της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το Θ...
-
Η μαντική και τα μαντεία κατείχαν σπουδαία θέση στην καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων, σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Ο Αισχύλος...