Η όμορφη νεαρή γυναίκα που καθόταν σε ένα απο τα παγκάκια των όχθεων του Κρκα, του ποταμού που διασχίζει το Σίμπενικ προτού εκβάλλει στην Αδριατική, απολάμβανε την ηρεμία και τη γαλήνη του κυριακάτικου πρωινού. Της άρεσε να κάνει τις βόλτες της εκεί, συνοδεία του γιου της που έπαιζε αμέριμνος με την μητέρα του να έχει στραμμένη την προσοχή της πάνω του.
Σκεφτόταν πως σε μερικούς μήνες η οικογένεια της θα μεγάλωνε με τον ερχομό του νέου μέλους, γεγονός που μόνο εκείνη γνώριζε προς το παρόν. Θα το ανακοίνωνε στον σύζυγό της το βράδυ, όταν αυτός θα επέστρεφε στο σπίτι απο την βάρδια του. Απορροφημένη στις σκέψεις της, δεν έδωσε σημασία στον άνθρωπο που έκατσε στην άκρη απο το παγκάκι, μέχρι τη στιγμή που της απηύθυνε τον λόγο.
"Τι γλυκό αγοράκι. Πώς τον λένε" τη ρώτησε με τη βαθιά φωνή του που μπορούσε να σε υπνωτίσει και εκείνη τη στιγμή η Μπίσερκα έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος του αντικρίζοντας το πρόσωπο του. Μαύρα μαλλιά πλαισίωναν ένα πρόσωπο όμορφο αλλά ταυτόχρονα και σκληρό που ανήκε σε έναν άντρα όχι μεγαλύτερο από 30 χρονών.
"Aλεξάντερ αλλά τον φωνάζουμε Άτσα. Είναι 5" απάντησε ευγενικά αλλά και λίγο επιφυλακτικά γιατί η αλήθεια είναι πως παρά την ομορφιά του, αυτός ο άντρας της προκαλούσε νευρικότητα χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τον λόγο. Για αυτό και επικεντρώθηκε στο παιχνίδι του μικρού, έτσι ώστε να αποφύγει την επαφή με τον άγνωστο. Αναγκάστηκε όμως να στρέψει το κεφάλι της προς αυτόν, με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της όταν τον άκουσε να της λέει "Αγόρι θα είναι και αυτό".
"Που... Μα πως ξέρετε πως είμαι έγκυος" ρώτησε τον άγνωστο που χαμογελούσε αινιγματικά. "Μα είναι πολύ εύκολο" απάντησε εκείνος, "φαίνεται στα μάτια σας, λάμπουν". Η Μπίσερκα τον κοίταξε καχύποπτα αλλά δεν ήθελε να δώσει συνέχεια. Φώναξε τον Αλεξάντερ για να φύγουν και χωρίς να χαιρετήσει τον άγνωστο, άρχισε με γρήγορα βήματα να πηγαίνει προς την έξοδο. Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ όταν ο αέρας έφερε στα αυτιά της τη φωνή του. " Ο Ντράζεν θα γεννηθεί τον Οκτώβρη, στις 22. Θυμήσου τον Οκτώβρη" και ύστερα η φωνή χάθηκε ή έτσι της φάνηκε αφού με τον γιο της στην αγκαλιά έτρεχε τώρα, για να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τον άνθρωπο που της προκαλούσε τον τρόμο...
******
Ο φύλακας του Μιρογκόϊ χαιρέτησε με σεβασμό τη μαυροφορεμένη γυναίκα που πέρασε την πύλη του νεκροταφείου. Ήξερε πολύ καλά και ποια ήταν και τον προορισμό της. Εδώ και μια βδομάδα, η Μπίσερκα Πέτροβιτς ερχόταν κάθε απόγευμα την ίδια ώρα για να αφήσει μερικά λουλούδια στο μνήμα του Ντράζεν και να κλάψει. Το παιδί της είχε επιστρέψει για πάντα στο Ζάγκρεμπ, κοντά της αλλά και τόσο μα τόσο μακριά της.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει όταν αποφάσισε να πάρει τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι της. Σηκώθηκε αργά, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία ενός άλλου ατόμου. Παραξενεύτηκε γιατί συνήθως τέτοια ώρα ήταν μόνη της στο νεκροταφείο αλλά καλησπέρησε με ευγένεια τον νεαρό που στεκόταν πίσω της και δεν έπαιρνε το βλέμμα του απο την επιτύμβια πλάκα. Δεν της μίλησε, έμοιαζε να βρίσκεται στον δικό του κόσμο, μόνο επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια λόγια. "Με πούλησε... Αυτός λέει κερδίζει στο τέλος. Ήταν 29 χρονών ακούς, 29...".
Τις τελευταίες λέξεις πρέπει να τις φώναξε δυνατά γιατί η Μπίσερκα τον κοίταξε λέγοντας του "Τα 29 θα τα έκλεινε τον Οκτώβριο, στις 22" αλλά δεν είχε προλάβει να αποτελειώσει τη φράση της όταν ο άγνωστος επιτέλους γύρισε και την είδε.
Ένα επιφώνημα έκπληξης βγήκε απο τα χείλη της όταν αναγνώρισε τον άντρα του Κρκα. Αλλά δεν ήταν το μοναδικό που την εξέπληξε την ώρα που τον κοιτούσε. Το πρόσωπο του, αυτό το δακρυσμένο πρόσωπο ήταν το ίδιο νεανικό και όμορφο σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα απο εκείνο το κυριακάτικο πρωινό.
Ο άντρας του Κρκα χαμογέλασε και πλησιάζοντας την, ψιθύρισε στο αυτί της, "Στο είχα πει, θυμήσου τον Οκτώβρη". Η Μπίσερκα Πέτροβιτς έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια και όταν τα άνοιξε αυτός ο γνωστός άγνωστος δεν βρισκόταν πια εκεί. Το μόνο που υπήρχε ήταν μία φωτογραφία πάνω στο μνήμα του Ντράζεν που την αγαπούσε και η ίδια γιατί τον έδειχνε χαρούμενο να πανηγυρίζει ένα απο τα αμέτρητα καλάθια του. Παράξενο, πως βρέθηκε εκεί;
Την πήρε στα χέρια της και παρατήρησε πως κάτι ήταν γραμμένο με κόκκινο μελάνι.
"Ήταν και δικός μου
γιος.Υπογραφή, Vrag"...
Antreas Tsemperlidis