Η ανάδειξη του Φιλίππου στο μακεδονικό θρόνο. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

 

 Την άνοιξη του 359 π.Χ. ο βασιλιάς Περδίκκας, αδελφός του Φιλίππου, θανατώνεται σε μια μάχη με τους Ιλλυριούς στα βορειοδυτικά της Μακεδονίας. Επικεφαλής των Ιλλιριών ήταν ο ικανότατος Βαρδύλλης. Οι Ιλλιριοί έχουν εισβάλει στη δυτική Μακεδονία και ο Περδίκκας έχει μαζέψει ότι βρει για να τους ανασχέσει. Ο μακεδόνας μονάρχης χάνεται τελικά μαζί με 4000 στρατιώτες.

 




  Οι Μακεδόνες μετά το θάνατο του Περδίκκα πανικόβλητοι καταλαμβάνονται από φοβία προς τους Ιλλιριούς και ανησυχούν μήπως το βαρβαρικό φύλλο εκστρατεύσει στα ενδότερα της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος ήταν επίτροπος εκείνη την εποχή του γιου του αδερφού του Περδίκκα, Αμύντα του Τέταρτου. Ο θάνατος του Περδίκκα του Τρίτου θα αλλάξει την ιστορία, τίποτα από τα μετέπειτα δε θα συνέβαινε εάν ενδεχομένως ο λαοφιλής Περδίκκας εξακολουθούσε να ζει. Η Μακεδονία θα παρέμενε κλειστή στον εαυτό της και ο Φίλιππος διοικητής μιας μικρής επαρχίας του βασιλείου.

 

 

Το game of throne ξεκινά

 

  Ο Περδίκκας Γ, που ήταν ο δεύτερος αδελφός του Φιλίππου, χάθηκε, όπως είπαμε, στον αγώνα εναντίων των Ιλιρριών. Είχε προηγηθεί η ανάδειξη του Αλεξάνδρου του Δεύτερου, του μεγαλύτερου αδελφού του Φιλίππου στο θρόνο το 370 π.Χ., μετά το θάνατο του πατέρα τους Αμύντα Γ΄. Τον Αλέξανδρο προωθούσαν ως βασιλιά οι Χαλκιδικιώτεςς, και επιβλήθηκε τελικά στο θρόνο με τη βοήθεια του Αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη. Δύο χρόνια αργότερα όμως (το 368 π.Χ.), ο Αλέξανδρος Β΄ δολοφονήθηκε από τον κουνιάδο του τον Πτολεμαίο του Άλορου (τον συναντήσαμε στο άρθρο της προηγούμενης εβδομάδας, καθώς αυτός ήταν εκείνος που ενήργεισε ώστε να παραδοθεί ο Φίλιππος όμηρος στους Ιλιρριούς.) Λίγο μετά ο μεγαλύτερος γιος (από τους τρεις του Αμύντα), ο Περδίκκας, δολοφόνησε τον Πτολεμαίο παίρνοντας έτσι εκδίκηση για το φόνο του Αλέξανδρου.

 

 

Η ανάδειξη στο θρόνο

 

  Ο Φίλιππος είχε την επιτροπεία του ανήλικου γιού του Περδίκκα, γεγονός το οποίο γέμιζε με συγκίνηση τις ψυχές των Μακεδόνων. Εκμεταλλευόμενος αυτό το γεγονός καθώς και τη νομιμότητα του πρόσωπο του ως προς τη διαδοχή ανακηρύχτηκε βασιλιάς από τη συνέλευση των στρατιωτών. Διάφορες ισχυρές ομάδες διεκδικούσαν το θρόνο της Μακεδονίας. Οι ομάδες αυτές στοιχίζονταν πίσω από τρεις υποψήφιους:

1)      Τον Άργειο, τον οποίο ήθελαν οι Αθηναίοι να υποκαταστήσουν στο θρόνο. Ο αθηναϊκός στόλος κατέπλευσε στη Μεθώνη με 3.000 στρατιώτες και με αξιόλογη ναυτική δύναμη. Μάλιστα ο Άργειος αποβιβάστηκε στην ακτή με ένα μικρό αθηναϊκό απόσπασμα. Οι Αθηναίοι σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να αναλάβει την εξουσία ο Φίλιππος. Είχαν διαβλέψει το τάλαντο του νεαρού τότε Φιλίππου και ήταν διατεθειμένοι ακόμη και να επέμβουν στρατιωτικά ώστε να αποτρέψουν την άνοδό του στο θρόνο

2)      Τον Παυσανία, τον οποίον στήριζαν οι Θράκες.

3)      Τον ετεροθαλή αδελφό του Αρχέλαο.

 


 

Ας δούμε όμως ποια ακριβώς ήταν η κατάσταση που παρέλαβε:

1)      Στα βόρεια σύνορα οι Παίονες περιφρονούσαν τελείως τους Μακεδόνες, καθώς κάθε λίγο συγκεντρώνονταν για λεηλασίες σε μακεδονικούς οικισμούς.

2)      Στα ανατολικά  η Μακεδονία συνόρευε με το Κοινό των πόλεων της Χαλκιδικής που εχθρεύονταν τους Μακεδόνες. Ανατολικά επίσης υφίστατο και η Αμφίπολη, η γνωστή αποικία των Αθηναίων που είχε ιδρυθεί το 437-6 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι αναζητούσαν πηγές μετάλλων και πρώτων υλών. Στην κοιλάδα του Στρυμόνα (πέρα από την ανατολική όχθη), τέλος, κατοικούσαν βαρβαρικά θρακικά φύλα που εποφθαλμιούσαν τα μακεδονικά εδάφη, προωθούσαν μάλιστα τον Παυσανία για βασιλιά.

3)      Νότια καιροφυλακτούσε το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο μπορούσε να επέμβει ανά πάσα στιγμή και να αναδείξει τον Άργειο βασιλιά.

4)      Δυτικά, τέλος, απειλούσαν οι Ιλλυριοί που είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους την Λυγκιστίδα και είχαν εισέλθει στην Πελαγονία, αποτελώντας έτσι τον αμεσότερο και σοβαρότερο κίνδυνο για τους Μακεδόνες. Γενικά οι Μακεδόνες στα δυτικά έδιναν τον υπέρτατο αγώνα εναντίων των Ιλλιριών.

 

 Το μέλλον του Φιλίππου φάνταζε εφιαλτικό. Από βορρά λεηλατούσαν οι Παίονες (λαός που κατοικούσε βόρεια της Μακεδονίας, λίγο πιο πάνω από τα όρια της σημερινής συνοριακής Ελλάδας-Σκοπίων, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας συνέπιπτε σχεδόν με τα σημερινά όρια της ελληνικής Μακεδονίας, καθώς βορειότερα κατοικούσαν μη Μακεδόνες), από δυτικά απειλούσαν οι Ιλυριοί, από νότο οι Αθηναίοι και από ανατολικά οι Θράκες οι Χαλκιδείς και επίσης οι Αθηναίοι. Μπορούσε δηλαδή να γίνει εισβολή και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ενώ το διαθέσιμο στράτευμα ήταν ελάχιστο.

 

 

Η επικράτηση.

 

  Ο Φίλιππος αντιμετώπισε αποφασιστικά την κρίσιμη κατάσταση. Συγκέντρωσε άμεσα στρατό και επικεντρώθηκε αρχικά στο σοβαρότερο κίνδυνο: Τους Ιλιρριούς. Κέρδισε χρόνο καθώς νυμφεύτηκε την Ιλλυρίδα Αυδάτα, κόρη του Βαρδύλλη, προσεταιρίστηκε γρήγορα τους Ιλιρριούς με χρηματικές υποσχέσεις (είχε μάθει από μικρός να κερδίζει πολλά με το χρήμα).  Εκμεταλλεύτηκε και το γεγονός ότι ο Βαρδύλης αποσύρθηκε από τα περισσότερα εδάφη στα οποία είχε εισβάλει και κατάλαβε ότι ο γνώμονας με τον οποίο λειτουργούσαν οι βάρβαροι ήταν η επίτευξη λεηλασιών. Για το λόγο αυτό στράφηκε στην προσπάθεια εξαγοράς τους, αναγνωρίζοντας και κάποιου είδους επικυριαρχίας του Βαρδύλη σε εδάφη στα δυτικά.

 

  Άμεσα ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα και σύναψε συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους διαβεβαιώνοντας τους ότι δε διεκδικεί την Αμφίπολη. Με αυτόν τον τρόπο εξουδετέρωσε τον Άργειο. Έστειλε δώρα στους Παίονες και τους κατεύνασε δωροδοκώντας πολλούς. Εξαγόρασε επίσης και το θράκα βασιλιά Κότυ που υποστήριζε τον Παυσανία και έτσι εμπόδισε την επάνοδο του στο θρόνο. Τέλος δολοφόνησε τον Αρχέλαο.

 

  Ένα χρόνο αργότερα συνέτριψε και σκότωσε το Βαρδύλη, παίρνοντας εκδίκηση για τα όσα είχαν κάνει οι Ιλλιριοί στη δυτική Μακεδονία αλλά και για το θάνατο του Περδίκκα. Δεν άργησε επίσης να επιβάλλει την κυριαρχία του και στην ανατολική Μακεδονία. Το θέρος του επόμενου έτους ο βασιλιάς, αφού είχε κάνει πολλές ενέργειες για τη βελτίωση του στρατού επεδίωξε σύγκρουση με το Βαρδύλη. Τον συνέτριψε στην πεδιάδα της Πελαγονίας. Ο Βαρδύλης σκοτώθηκε στη μάχη, οι Ιλλιριοί έπαθαν πανωλεθρία και έτσι ο Φίλιππος πήρε εκδίκηση για το θάνατο του Περδίκκα του Τρίτου.

 

  Η επικράτηση επί των Ιλιριών σήμανε την απόλυτη κυριαρχία στις απείθαρχες και φυγόκεντρες ηγεμονίες  της Άνω Μακεδονίας, οι ευγενείς των περιοχών αυτών, που αποτελούσαν πηγή άντλησης πόρων, ταυτίστηκαν απόλυτα με το Φίλιππο και αφομοιώθηκαν πλήρως. Λίγο αργότερα νυμφεύθηκε την Ολυμπιάδα και επισφράγισε το καλό κλίμα με τους Μολοσσούς. Ο γάμος σύσφιξε τους δεσμούς μεταξύ Ηπειρωτών και Μακεδόνων εναντίων των Ιλλιριών, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εξαναγκασμό. Εκτός από γενναίος πολεμιστής ο Φίλιππος ήταν και εκπληκτικός διπλωμάτης και δεν ήταν λίγες οι φορές που πέτυχε περισσότερα με τη διπλωματία παρά με τη μάχη. Τότε ήταν που άρχισε να χρησιμοποιεί διπλωματία όπως οι υπόλοιποι Έλληνες την Αττική διάλεκτο στη διπλωματία, αφού προηγουμένως την επέβαλλε στα έγγραφα της διοίκησης».

 

Ο τάφος του Φιλίππου στη Βεργίνα


 

Η αποτίμηση

 

  Ο Φίλιππος εκτίμησε ψύχραιμα την κατάσταση και την αντιμετώπισε αποτελεσματικά αλλά και με απίστευτη ταχύτητα. Ταυτόχρονα καλούσε συνέχεια τους Μακεδόνες σε συνελεύσεις και τους παρότρυνε με τη ρητορική του δύναμη να φανούν γενναίοι και να επιδείξουν θάρρος. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έκλεισε όλα τα μέτωπα, αναπτύσσοντας γρήγορη σκέψη και υψηλή στρατηγική και καλοκάθισε έτσι στο θρόνο. Προχώρησε τέλος και στην αναδιοργάνωση του στρατού.

 

  Ο Φίλιππος εκείνη την εποχή ήταν 22 ή 23 ετών και είχε ξεκινήσει ήδη να συνομιλεί με την ιστορία…


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

Φωτογραφία του 1965.

 Φωτογραφίες του 1965, όπου η μεν ΑΡΙΣΤΕΡΗ φωτογραφία εμφανίζει τον Βασιλέα Κων\νο και την Βασίλισσα Άννα-Μαρία πριν εισέλθουν εντός του Μητροπολιτικού ναού των Ιωαννίνων να ασπάζονται το ευαγγέλιο, το οποίο κρατά ο τότε Μητροπολίτης Ιωαννίνων, στην δε ΔΕΞΙΑ φωτογραφία, διακρίνεται εντός  του Μητροπολιτικού ναού των Ιωαννίνων όρθιος ο Βασιλέας Κων\νος, και πίσω του καθισμένες και φορώντας παραδοσιακές στολές η βασίλισσα Άννα-Μαρία και η πριγκίπισσα Ειρήνη (δωρεά από το προσωπικό αρχείο του Αντγου ε.α. Ιωάννη Σταματόπουλου).



Πηγή Ιστορικός Συλλέκτης Βέροιας 

Η περιπέτεια των τριών αετομάτων, περιπέτειες με το Σέρλοκ Χολμς, Άρθουρ Κόναντ Ντόιλ.

 Η Διαδρομή απόψε θα σας παρουσιάσει μία ακόμη περιπέτεια του διάσημου ντεντέκτιβ: Του Σέρλοκ Χολμς.




Ο Σερ Γουώτσον είναι στρατιωτικός γιατρός (συνταξιούχος) και διάσημος για τη φιλία του με το Χολμς...


Η εξέλιξη:

Οι Γουώτσον και Χολμς δέχονται την επίθεση ενός γιγαντόσωμου αράπη. Ο μυστηριώδης αράπης απειλεί το Χολμς να μην πάει στο Χάροου γιατί η ζωή του κινδυνεύει...

Στο Χάροου συμβαίνουν μια σειρά από παράξενα συμβάντα, στο σπίτι που μένει η κυρία Μάμπελεϊν. Αμφότεροι πηγαίνουν με το τρένο στο Χάροου.

Ο γιος της Μάμπελεϊν έχει πεθάνει από πνευμονία στη Ρώμη όπου ήταν διπλωματικός ακόλουθος. Η Μάμπλελεϊν  πιέζεται αφόρητα από ένα άγνωστο να πουλήσει το σπίτι της ολόκληρο, ενώ αυτή θέλει να πουλήσει μόνο την επίπλωση.

Στο σπίτι υπάρχει κάτι αξίας που δε το ξέρει η Μάμπελεϊν, και αυτό πρέπει να μπήκε τον τελευταίο καιρό. Τα μπαούλα του δύστυχου γιου της του Ντάγκλας, βρίσκονται στο σπίτι...

Ο Χολμς φεύγει για το Λονδίνο και μαθαίνει ότι το σπίτι της Μάμπελεϊν έχει διαρρηχθεί, τα μπαούλα έχουν κλαπεί...


Παίζουν οι ηθοποιοί: Κωστής Λάσκος, Κική Σταυροπούλου, Γιώργος Γραμματικός, Βαγγελιώ Κατσάλη.

Σέρλοκ Χολμς: ο Χρήστος Πάρλας

Δόκτων Τζον Ουώτσον: ο Γρηγόρης Βαφιάς



Ο Γρηγόρης Βαφειάς



Ο Χρήστος Πάρλας




                                   Η μεταφόρτωση έγινε από το κανάλι Ηχητικά Βιβλία για Όλους:







Η δολοφονία του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο: η αρχή του τέλους της ΕΤΑ. του Μιχάλη Τσιαουσίδη,

 Για πάνω από 50 χρόνια, μία περιοχή στα βόρεια της Ισπανίας μαστιζόταν από μία σύγκρουση, η οποία στοίχισε την ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους, ανάμεσα στην ισπανική κυβέρνηση και την αυτονομιστική τρομοκρατική οργάνωση ΕΤΑ, ανήκουσα στην izquierda abertzale, την εθνικιστική ριζοσπαστική βασκική αριστερά, η οποία επιδιώκει την πλήρη ανεξαρτησία της Euskal Herria, της Χώρας των Βάσκων. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της βασκικής ανεξαρτησίας ανάγεται ήδη από τον 19ο αιώνα, χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη της έκτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, προκειμένου οι συγκρούσεις να είναι ένοπλες.


Όταν στις 18 Ιουλίου του 1961, κάποιοι Βάσκοι εθνικιστές θα αποπειρώντο να εκτροχιάσουν τραίνο το οποίο κουβαλούσε υποστηρικτές του δικτάτορα Φράνκο στην διαδρομή προς την πόλη Σαν Σεμπαστιάν της Χώρας των Βάσκων, ελάχιστοι θα φαντάζονταν ότι η υπεύθυνη οργάνωση για το ανεπιτυχές χτύπημα, η ETA (Euskadi Ta Askatasuna, που στην βασκική γλώσσα σημαίνει “Βασκική Γη και Ελευθερία”), επρόκειτο ν’ αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ισπανικού κράτους (είτε με δικτατορικό είτε με δημοκρατικό καθεστώς), και ότι συνολικά 829 άνθρωποι, ένστολοι και πολίτες, θα έπεφταν νεκροί, ως απόρροια των τρομοκρατικών πράξεών της. Η ETA ιδρύθηκε το 1959 από απογοητευμένους αριστερούς νεαρούς, υποστηρικτές μέχρι πρότινος του “Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος”. Το τελευταίο, ιδρυθέν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Sabino Arana, πατέρα του βασκικού εθνικισμού, θεωρήθηκε από τους ιδρυτές του ETA ότι είχε παθητική στάση. Αυτοί οι νεαροί ζητούσαν ισχυρότερα και πιο δραστικά μέτρα, βλέποντας την καταπίεση που υφίσταντο οι φορείς της βασκικής ταυτότητας, τόσο κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο όσο και έπειτα, κατά την διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος του Caudillo Φρανθίσκο Φράνκο, με την βασκική γλώσσα υπό απαγόρευση και τις 2 από τις 3 επαρχίες της Euskal Herria να έχουν απωλέσει την αυτονομία και πολλά προνόμια, τα οποία είχαν δοθεί από την Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία.

Μετά από κάποιες συγκεντρώσεις τα επόμενα χρόνια, και μέσα από αρκετές διασπάσεις, η οργάνωση πήρε μία σαφή στροφή προς τον μαρξισμό-λενινισμό προωθώντας την χρήση βίας και την ένοπλη πάλη προς εξεύρεση πόρων (λ.χ. επιθέσεις σε τράπεζες), απεμπολώντας παράλληλα τις ιδέες του Arana, ο οποίος ήταν στραμμένος υπέρ της παράδοσης, του ρωμαιοκαθολικισμού και κατά του σοσιαλισμού.

Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, συγκριτικά με τα επόμενα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υποτονικά, γεγονός το οποίο άλλαξε όταν το πρωί της 20ής Δεκεμβρίου του 1973, με μία εντυπωσιακά προετοιμασμένη ενέργεια, μέλη της ΕΤΑ πυροδοτούν εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο του Πρωθυπουργού Luis Carrero Blanco (δεξί χέρι του Στρατηγού Φράνκο), δολοφονώντας αυτόν, τον οδηγό και τον σωματοφύλακά του. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, δημιουργώντας έναν τεράστιο κρατήρα στον δρόμο, ενώ το αυτοκίνητο ανυψώθηκε, πέρα από ένα πενταώροφο εκκλησιαστικό κτίριο και προσγειώθηκε στον δεύτερο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας.

Το χτύπημα θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία, καθώς ο αγώνας της ETA θεωρήθηκε αγώνας ενάντια στο καθεστώς του Φράνκο, κερδίζοντας την υποστήριξη και συμπάθεια πολλών αντιτιθέμενων στο καθεστώς, τόσο στην Βασκονία όσο και στην ευρύτερη Ισπανία.

Με την πτώση του φρανκικού καθεστώτος και την ακόλουθη μετάβαση στην δημοκρατία, η ETA διασπάστηκε έτι μία φορά, συνεχίζοντας ωστόσο τον ένοπλο αγώνα, με εκατοντάδες θύματα, όπως την έκρηξη σε σουπερμάρκετ Hipercor στην Βαρκελώνη, η οποία οδήγησε σε 21 θύματα (κυρίως γυναίκες, μία εξ αυτών έγκυος, και μικρά παιδιά), ή την πυροδότηση βόμβας εντός συγκροτήματος κατοικίας αστυνομικών με 11 θύματα (ανάμεσά τους 5 παιδιά).

Μετά το χτύπημα της Hipercor, η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση González , το 1987, θορυβημένη από την εγκληματική δράση της ΕΤΑ σε συνεργασία με τα άλλα κόμματα υπέγραψε το Σύμφωνο της Μαδρίτης για κοινή δράση έναντι της ΕΤΑ. Όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του “Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος”, υπερψήφισαν. Αντίστοιχα, στις αρχές του 1988, το αυτό θέμα ανέκυψε στο κοινοβούλιο της Χώρας των Βάσκων, όπου μόνο ο ανεπίσημος πολιτικός βραχίονας της ΕΤΑ, το ακροαριστερό “Herri Batasuna” (=Λαϊκή Ενότητα) καταψήφισε. To consensus αυτό (γνωστό και με την ονομασία Σύμφωνο του Ajuria-Enea) όριζε την κοινή πολιτική για την αντιμετώπιση της ΕΤΑ, δίνοντας εξουσίες στην Αστυνομία, όπως, παράλληλα, και βοήθεια προς τα μέλη της ΕΤΑ, τα οποία θα αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν την οργάνωση. Ακολούθησαν την επόμενη χρονιά διαπραγματεύσεις μεταξύ της ισπανικής κυβέρνησης και της ΕΤΑ, οι οποίες απέτυχαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, πολλές φορές κατά την δεκαετία του ’70 και του ’80, παρακρατικές ομάδες αντιτιθέμενες στην ETA, με την βοήθεια της Κυβέρνησης και της Αστυνομίας, ανταπαντούσαν με πράξεις βίας εναντίον μελών της ETA (πραγματικά ή υποτιθέμενα), θέμα το οποίο μετά από δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, οδήγησε στην σύλληψη του Υπουργού Εσωτερικών της Κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Jose Barrionuevo, ως κύριου χρηματοδότη τους. Ωστόσο, αυτές οι ομάδες ήταν βραχύβιες, ενώ η ETA συνέχιζε την δράση της.

Το 1992 αποτέλεσε μία χρονιά ορόσημο για την ΕΤΑ, καθώς οι 3 αρχηγοί της (ο αρχηγός του πολιτικού, ο αρχηγός του στρατιωτικού και ο αντίστοιχος του οικονομικού τομέα) συνελήφθησαν από την Αστυνομία. Ως αντίδραση, η ΕΤΑ σκλήρυνε έτι περαιτέρω την στάση της, μην μένοντας πλέον στην δολοφονία ενστόλων, των οποίων οι θάνατοι προκαλούσαν πολλές φορές αμφιθυμία σε πολλούς Βάσκους εθνικιστές, οι οποίοι έβλεπαν τα σώματα ασφαλείας ως εκπροσώπους του ισπανικού κράτους και, ούτως, οι θάνατοί τους κατέληγαν “αόρατοι”, αλλά προχωρώντας και στις εκτελέσεις επιφανών μελών της κοινωνίας, όπως δικαστικούς, επιχειρηματίες, πολιτικούς, κατά βάση από τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας, το κεντροδεξιό Partido Popular (=Λαϊκό Κόμμα) και το κεντροαριστερό PSOE (=Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα). Αυτό οδήγησε στην περαιτέρω ενημέρωση του κοινού για τα θύματα, αλλά και την ευρύτερη κινητοποίηση της κοινωνίας. Ήδη από το 1986, η οργάνωση “Gesto por la Paz” διοργάνωνε σιωπηλή διαμαρτυρία κάθε φορά που ένα άτομο εκτελούνταν (είτε από την ΕΤΑ είτε από κάποια παρακρατική ομάδα). Φτάνοντας στο 1996, η Ισπανία άλλαζε κυβερνών κόμμα μετά από 13 χρόνια παραμονής του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία. Αντ’ αυτού, το Λαϊκό Κόμμα του Χοσέ Μαρία Αθνάρ ανήλθε στην εξουσία. Ο Aznar, μάλιστα, την προηγούμενη χρονιά είχε υπάρξει στόχος βομβιστικής επίθεσης από την ETA, επιβιώνοντας χάρη στην προστασία του αυτοκινήτου του.

Καθώς η ETA συστηματικοποιούσε την πίεση προς την ισπανική κυβέρνηση για την μεταφορά φυλακισμένων μελών της οργάνωσης στην Χώρα των Βάσκων, εφάρμοσε νέα μέθοδο απειλών και βίας.

Με αυτό το σκεπτικό προέβησαν στην μακροβιότερη απαγωγή στα ισπανικά χρονικά, απαγάγοντας στις αρχές Ιανουαρίου του 1996, τον σωφρονιστικό υπάλληλο José Antonio Ortega Lara, ο οποίος κρατείτο αιχμάλωτο εντός πρόχειρου μικροσκοπικού οικήματος, τρεφόμενος μόνο με φρούτα και λαχανικά. Στα αιτήματα της ΕΤΑ αρνούνταν να ενδώσουν τόσο η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση Γκονζάλεθ όσο και η “λαϊκή” Αθνάρ. Η αιχμαλωσία του Ortega Lara δεν τελείωσε παρά την 1η Ιουλίου του 1997, 532 ημέρες μετά, όταν η Ισπανική Πολιτοφυλακή εισέβαλε στο οίκημα, απελευθερώνοντάς τον και συλλαμβάνοντας τους 4 απαγωγείς.

Αυτή η στρατηγική της άσκησης πίεσης προς την Πολιτεία εφαρμόστηκε επίσης όταν η ΕΤΑ προέβη στην απαγωγή ενός δημοτικού συμβούλου του Λαϊκού Κόμματος, από την μικρή πόλη Ερμούα, του Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο. Πιο συγκεκριμένα, το μεσημέρι της 10ης Ιουλίου του 1997, μέλη της ETA απήγαγαν τον 29χρονο Μπλάνκο, καθώς ο τελευταίος πήγαινε στον χώρο εργασίας του. Ο Μπλάνκο (καμία σχέση με τον πρωθυπουργό), γόνος μικρομεσαίας οικογένειας εσωτερικών μεταναστών από την Γαλικία, σπούδασε οικονομικά και εργαζόταν προηγουμένως ως οικοδόμος, βοηθώντας τον πατέρα του. Η απειλή της ETA ότι θα τον εκτελέσει, αν η ισπανική κυβέρνηση δεν υπακούσει εντός δύο ημερών και δεν προβεί στην άμεση μετακίνηση των φυλακισμένων της, από την υπόλοιπη Ισπανία στην Χώρα των Βάσκων, αποτέλεσε την αφετηρία για μεγάλες διαδηλώσεις σε όλη την Ισπανία κατά της ΕΤΑ.

Ο Μιγκέλ Άνχελ Μπλάνκο διατηρήθηκε αιχμάλωτος σε άγνωστη τοποθεσία για δύο ημέρες ακόμα, ενώ όταν η ώρα του τελεσίγραφου παρήλθε, δίχως η Κυβέρνηση να ανταποκριθεί θετικά στο αίτημα, 3 από τους τρομοκράτες της ΕΤΑ τον μετέφεραν εκτός της μικρής πόλης Lasarte-Oria, σχεδόν 1 ώρα μακριά από την Ermua, όπου ένας εκ των εκτελεστών τον πυροβόλησε 2 φορές στο κεφάλι, ενόσω ένας δεύτερος τον ανάγκαζε να γονατίσει με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Ο Μπλάνκο δεν πέθανε ακαριαία, αντίθετα βρέθηκε από δύο περαστικούς. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου και εξέπνευσε τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου.

Η ανακοίνωση της δολοφονίας του Μπλάνκο προκάλεσε ρίγη συγκίνησης σε όλη την Ισπανία, δη στην Χώρα των Βάσκων. Ήδη, είχε ανακοινωθεί για το απόγευμα της 12ης Ιουλίου, λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφο, μία διαδήλωση στην πόλη του Μπιλμπάο, η μεγαλύτερη κατά της ΕΤΑ, κατά την οποία υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 500.000 άτομα, ενώ σε όλη την Ισπανία πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις για την απελευθέρωσή του, κατά τις οποίες εκτιμάται ότι συμμετείχαν 2.500.000 άτομα.

Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του Μιγκέλ, αρκετοί διαδηλωτές πέταξαν αντικείμενα κατά των αρχηγείων του Batasuna στο Σαν Σεμπαστιάν, ενώ η τοπική αστυνομία με το ζόρι συγκράτησε κάποιους διαδηλωτές από το να λιντσάρουν ομάδα ατόμων στην Βιτόρια, οι οποίοι φώναξαν συνθήματα υπέρ του ΕΤΑ. Αντίστοιχα, στην Παμπλόνα, 18 οπαδοί της αποσχιστικής βασκικής αριστεράς νοσηλεύτηκαν, καθώς τραυματίστηκαν μετά από επίθεση όχλου στα τοπικά αρχηγεία του Batasuna.

Την ίδια στιγμή, αστυνομικοί της τοπικής Αστυνομίας έβγαζαν τις μάσκες που φορούσαν έως τότε, υπό την απειλή της αναγνώρισης και στοχοποίησής τους από την ΕΤΑ, και αγκαλιάζονταν με τους διαδηλωτές.

Η δολοφονία του Miguel Angel Blanco αποτέλεσε το μέσο της καθολικής αλλαγής της ισπανικής, ιδίως της βασκικής κοινής γνώμης, έναντι των πράξεων της ΕΤΑ, η οποία έπαψε ν’ αποτελεί στην λαϊκή συνείδηση μία αμφιλεγόμενη οργάνωση, και εντυπώθηκε πλέον στην κοινή γνώμη ως αυτό που ήταν: μία τρομοκρατική οργάνωση. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία δολοφονία, η οποία να συντάραξε την Ισπανία για την αναιτιώδη βαναυσότητά της· λόγου χάρη, την προηγούμενη χρονιά, η δολοφονία του δικαστικού Φρανθίσκο Τομάς υ Βαλιέντε είχε προκαλέσει την διαμαρτυρία εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων στην Μαδρίτη. Ωστόσο, η κούραση από τις συνεχόμενες πράξεις βίας, αλλά κυρίως η στυγνή δολοφονία ενός νεαρού ατόμου, αθώου, άοπλου, από την εργατική τάξη, με τον οποίο ο μέσος Βάσκος θα μπορούσε να ταυτιστεί πολύ εύκολα, ήταν ο απονομιμοποιητικός λίθος.

Η αντίδραση ήταν καθολική παρά τις όποιες λυπηρές μειοψηφίες, όπως το πολιτικό κόμμα Batasuna και η εφημερίδα Egin, οι οποίες είτε τήρησαν σιγήν ιχθύος είτε εναπέθεσαν την ευθύνη στην Κυβέρνηση, αφήνοντας την ΕΤΑ και τις δικές της ευθύνες στο περιθώριο. Αν μας εκπλήσσει αυτή η στάση, δυστυχώς, στην χώρα μας, “ριζοσπαστική” εφημερίδα ακολουθούσε την αυτή τακτική, τοποθετώντας στα ψιλά την δολοφονία Blanco, δίνοντας αντιθέτως έμφαση με ειρωνικό τρόπο στην <<μαζική “αυθόρμητη” αντίδραση των Ισπανών>>.

Οι εφημερίδες, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, πλην των αναφερόμενων θλιβερών μειοψηφιών, άρχισαν να δίνουν περισσότερη έμφαση στα θύματα και στις διαμαρτυρίες κατά της ΕΤΑ, και λιγότερο στις προκληθείσες καταστροφές, π.χ. δημόσιας περιουσίας. Τα ΜΜΕ άρχισαν πολύ πιο ενεργά να δίνουν τον δικό τους αγώνα κατά της τρομοκρατίας, προβάλλοντας περισσότερο τις διαδηλώσεις κατά της ΕΤΑ.

Ο θάνατος του Miguel Angel Blanco επηρέασε και στην λήψη μέτρων ως προς τον περιορισμό της τρομοκρατίας. Η απαγωγή και ο θάνατος του νεαρού δημοτικού συμβούλου οδήγησε σε ένα τεράστιο κλίμα αλληλεγγύης στην ισπανική κοινωνία, η οποία αφυπνίστηκε και είδε κατάματα το αληθινό πρόσωπο της ΕΤΑ. Το πνεύμα σύμπνοιας και αποφασιστικότητας αποτυπώνεται στο espíritu de Ermua , δηλαδή το πνεύμα της Ερμούα, το οποίο υποδήλωνε το γενικό κλίμα αλληλεγγύης το οποίο άνθισε μέσα από την απαγωγή και δολοφονία του νεαρού Μπλάνκο.

Η ΕΤΑ μέχρι την οριστική διάλυσή της το 2018, προέβη στην δολοφονία κι άλλων, δεκάδων, ανθρώπων. Ωστόσο, είχε χάσει άρδην την “νομιμοποίησή” της, χωρίς να μπορέσει ποτέ να υπάρξει επιστροφή. Λίγα χρόνια μετά την δολοφονία του Μιγκέλ Άνχελ, το Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευε την λειτουργία του Batasuna, ως “κομμάτι” της ΕΤΑ.

Ωστόσο, τα ψήγματα της ΕΤΑ παραμένουν. Ενδεικτικό είναι ότι η οικογένεια του Blanco αναγκάστηκε το 2007, δέκα έτη μετά από τον θάνατό του, να μεταφέρει τα οστά του από την Ερμούα στην Ορένσε της Γαλικίας (τόπο καταγωγής τους), πάνω από 600 χιλιόμετρα μακριά, καθώς ο τάφος του Blanco αποτελούσε συχνό αντικείμενο βανδαλισμού, από ομάδες φίλα προσκείμενες στην ΕΤΑ.

Αντίστοιχα, σάλο προκάλεσε πέρσι η ανάρτηση βίντεο στο Twitter, η οποία παρουσιάζει Ισπανό ράπερ, σε συναυλία την οποία οργάνωνε και παρουσίαζε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, γνωστός για την μετέπειτα λαϊκίστικη πολιτική καριέρα του, στο κόμμα Podemos, αλλά ειδικότερα και στην χώρα μας, μεταξύ άλλων, για εμφάνισή του σε προεκλογική ομιλία το 2015, στην οποία δίχως δισταγμό εμπαίζεται ο θάνατος του νεαρού δημοτικού συμβούλου.

Είναι στο χέρι όλων μας η μη επανάληψη και καταδίκη τέτοιων γεγονότων. Στην μνήμη του Μιγκέλ και των άλλων ανώνυμων θυμάτων, όπως του δικού μας Θάνου.

Πηγή: https://cognoscoteam.gr/archives/35806

Μενέλαος και Ωραία Ελένη - Μια συναρπαστική ιστορία αγάπης και πολέμου

Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Είναι από τις ιστορίες αυτές που μαθαίνουμε ήδη από πολύ νωρίς, μαθαίνοντας για τους θεούς και τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας καθώς και τα δυο μεγάλα έπη του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και αν το δεύτερο από αυτά τα έπη επικεντρώνεται στις περιπέτειες του πολυμήχανου Οδυσσέα που αγωνίζεται να επιστρέψει στην Ιθάκη, το πρώτο έχει να κάνει με τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού Πολέμου, εκεί όπου χιλιάδες άντρες οδηγήθηκαν στη μάχη και στον θάνατο για την Ελένη. Την Ελένη που αποφάσισε να κλεφτεί με τον Πάρη, τον πρίγκηπα της Τροίας εγκαταλείποντας τον σύζυγο της και βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο.



Αυτά και μόνο είναι αρκετά για να σκιαγραφήσουμε τους τρεις χαρακτήρες. Σκεφτόμαστε την Ελένη ως άτιμη και άπιστη, τον Πάρη ως σωτήρα μιας καταπιεσμένης συζύγου και τον απατημένο Μενέλαο ως άξεστο και άπληστο άρχοντα όπως τείνουν να τον παρουσιάζουν στις ταινίες των τελευταίων χρόνων καθώς επίσης και σε μερικές αποδόσεις για παιδιά όπου προσπαθούν εν συντομία να πουν την ιστορία σε λίγες γραμμές.

Κι όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο και παρεξηγημένο έρωτα. Όχι της Ελένης και του Πάρη. Της Ελένης και του Μενέλαου.


Ο Μενέλαος ήταν ο μικρός γιος του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Ο Όμηρος τον ονομάζει “ξανθό” και “ωραίο”, πράγμα που σήμαινε ότι παρόλο που είχε εντελώς θνητή καταγωγή, διέθετε κάτι το θεϊκό στην όψη. Ήταν επίσης δίκαιος, τίμιος, ευγενικός και καλός φίλος. Αυτά μπορούμε να τα επιβεβαιώσουμε διαβάζοντας την Ιλιάδα και ειδικά το περιστατικό με την μάχη για το πτώμα του Πάτροκλου που οι Τρώες ήθελαν να βεβηλώσουν. Γενικά υπήρχε κάτι το “ιπποτικό” στο χαρακτήρα του Μενέλαου και το γεγονός και μόνο ότι κίνησε γη και ουρανό για να κερδίσει πίσω την αγαπημένη του και όχι για να την εκδικηθεί, μας λέει επίσης πολλά.


Τα παιδικά του χρόνια.

Μπορεί μεν ο Μενέλαος να ήταν πρίγκιπας των Μυκηνών, είχε όμως την ατυχία να δει τον πατέρα του να δολοφονείται από τον θείο του, τον Θυέστη, τον αδελφό του Ατρέα που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Ο Θυέστης στη συνέχεια κυνήγησε τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα για να τους σκοτώσει και αυτούς ώστε να μην υπάρχουν δικαιωματικοί διάδοχοι του θρόνου. Έτσι οι δυο νεαροί Ατρείδες έφυγαν μακριά από τις Μυκήνες και βρήκαν καταφύγιο στη Σπάρτη, εκεί όπου βασίλευε ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί έζησαν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος προσφέροντας τις υπηρεσίες τους μέχρι να ενηλικιωθούν και να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους.

Εδώ, λοιπόν, μπαίνει στην ιστορία η Ελένη, προικισμένη που ήταν με θεϊκή ομορφιά. Το δώρο αυτό όμως την έβαζε συνεχώς σε μπελάδες. Κοριτσάκι ήταν την είδε ο Θησέας, ο γνωστός ήρωας, και μπήκε στον πειρασμό να την απαγάγει, πράγμα που και έκανε, προκαλώντας έτσι την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα (μύθος που μας θυμίζει την μετέπειτα χρόνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών). Αυτό βέβαια είναι το τίμημα του να είσαι ημίθεος, πόσο μάλλον παιδί του Δία. Διότι η ομορφιά της Ελένης δεν ήταν τυχαία. Στην πραγματικότητα η μητέρα της, η Λύδα δεν την έκανε με τον Τυνδάρεω αλλά με τον Δία ο οποίος είχε πάρει τη μορφή ενός λευκού κύκνου, γεννώντας έτσι δύο αυγά μέσα από τα οποία βγήκαν ο παντοδύναμος Πολυδεύκης και η πανέμορφη Ελένη.

Αφού οι Διόσκουροι κατάφεραν να την βρουν και την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη μεγαλώνοντας μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο. Και κάπου εκεί ένας έρωτας άρχισε να γεννιέται μεταξύ της Ελένης και του Μενέλαου που εκείνον τον καιρό φύλαγε τα κοπάδια του Τυνδάρεου.


Μεγάλωσαν οι Ατρείδες και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν το θάνατο του πατέρα τους. Επέστρεψαν στις Μυκήνες και βοήθεια από τη Σπάρτη και σκότωσαν τον Θυέστη. Έτσι ο Αγαμέμνονας, ως μεγάλος γιος, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Όσο για τον Μενέλαο, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα. Γιατί η Ελένη έφτασε σε ηλικία γάμου και δεκάδες βασιλιάδες και πρίγκιπες ήρθαν να τη ζητήσουν.

Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου με όνειρο να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης και ο Οδυσσέας. Όλοι τους έπρεπε να περάσουν αθλητικές δοκιμασίες και όποιος έβγαινε πρωταθλητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του. Όμως ήταν δύσκολο να στεφθεί ο νικητής ανάμεσα σε τόσους ήρωες, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να τραβηχτούν όπλα και να ξεσπάσει τρομερός καβγάς.

Τη λύση την έδωσε ο Οδυσσέας. Και ποια λύση ήταν αυτή. Να άφηναν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφο της.

Έτσι κι έγινε. Η Ελένη αφέθηκε μέσα στα βασιλόπουλα να επιλέξει. Όμως αυτός που επέλεξε δεν ήταν βασιλιάς. Ήταν ο Μενέλαος. Ο παιδικός της φίλος, ο εκλεκτός της καρδιάς της.

Κι έτσι το ζευγάρι παντρεύτηκε και έζησε ευτυχισμένο. Αργότερα απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Και όταν ο Τυνδάρεως πέθανε από γηρατειά, τη θέση του πήρε ο Μενέλαος και έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.

Την ευτυχία τους όμως ήρθε να ταράξει ο μικρός γιος του Πρίαμου, ο Πάρης. Αυτός ήρθε ως φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι πριν από λίγο καιρό στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης όμως είχε άλλα σχέδια καταφθάνοντας στην Σπάρτη. Είχε έρθει για να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη σε αντάλλαγμα του Μήλου της Έριδος που της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή.

Και το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.


Η Ελένη, από τη μεριά της δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Οι αναμνήσεις από την απαγωγή του Θησέα και την καταστροφή της Αθήνας της είχαν αφήσει σημάδια. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια και χειρότερα για χάρη του νεαρού Τρώα. Όμως αναγκάστηκε να υποκύψει στο όνομα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε στην Κρήτη για να βρεθεί αναγκαστικά στο πλάι του φίλου του, του Ιδομενέα, έφυγε με τον Πάρη.

Κατά μία έννοια υπήρξε απαγωγή. Δεν έφυγαν οι δυο τους αφού ο Πάρης έκλεψε μαζί με την Ελένη και τους θησαυρούς του Μενέλαου, μαζί και κάποιες γυναίκες του παλατιού. Ο φίλος του ο Αινείας προσπάθησε να τον συνετίσει μα ο Πάρης ήταν αρκετά άπληστος για να σταματήσει. Και μόνο που είχε σβήσει από μέσα του την αγαπημένη του Οινώνη, μια νύμφη με την οποία ήταν παντρεμένος, αυτό αρκούσε για να φανερώσει την αλαζονεία του.

Τα νέα έφτασαν στον Μενέλαο ο οποίος πληγωμένος τόσο από την γυναίκα του όσο και από την ασυγχώρητη συμπεριφορά του φιλοξενούμενου του, ταξίδεψε ως την Τροία για να λύσει το θέμα ειρηνικά. Οι Τρώες όμως δεν τον δέχτηκαν κι έτσι ο Μενέλαος γύρισε στην Σπάρτη ταπεινωμένος. Ο αδελφός του, ο Αγαμέμνονας, ο οποίος εδώ και καιρό έκανε βλέψεις να κατακτήσει την Τροία, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Θα καλούσε όλους τους βασιλιάδες της Ελλάδας να πολεμήσουν στο πλευρό των Ατρειδών όπως είχαν ορκιστεί να κάνουν την μέρα που η Ελένη διάλεξε τον Μενέλαο για σύζυγο της.


Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να σαλπάρουν μέχρι την Τροία και να πολεμήσουν για χάρη της Ελένης και του Μενέλαου. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο πόλεμος και χιλιάδες Έλληνες και Τρώες έχασαν την ζωή τους, ανάμεσα τους μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας. Σκοτώθηκε και ο Πάρης από τον Φιλοκτήτη κι έτσι ο Μενέλαος έχασε την ευκαιρία του να τον εκδικηθεί. Ο Διήφοβος, αδελφός του Πάρη, βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Να κάνει δική του την Ελένη με αποτέλεσμα να νιώσει την οργή του Μενέλαου όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία και οι Έλληνες έλυσαν την πολιορκία.

Τώρα, έπειτα από τόσον καιρό αγωνίας, σφαγής, πόνου, αίματος και δακρύων, το ζευγάρι ήταν και πάλι μαζί. Η ώρα τους να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους, είχε φτάσει.

Ή έτσι πίστευαν.


Ο Μενέλαος και η Ελένη, πέρα από τα δέκα χρόνια που έκαναν να ανταμώσουν, χρειάστηκαν άλλα οχτώ για να γυρίσουν στην Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά, σε χώρες που δεν είχαν επισκεφτεί. Πέρασαν από την Συδώνα, την Αιθιοπία, την Κύπρο, την Φοινίκη και την Λιβυή. Στην Αίγυπτο τους φιλοξένησε η βασίλισσα Πολυδάμια η οποία χάρισε στην Ελένη ένα μαγικό βότανο που όποιος το έπινε, ξεχνούσε τα δυσάρεστα του παρελθόντος.

Για να φτάσουν τελικά στην Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του. Μετά από πολλές περιπέτειες ο Μενέλαος κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Πρωτέα για να μάθει σε ποιους θεούς έπρεπε να θυσιάσει και ποιον δρόμο να ακολουθήσει.

Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του είπε για την ταλαιπωρία του Οδυσσέα και για την δολοφονία του αδελφού του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, τον γιο του Θυέστη. Όμως του είπε και κάτι ευχάριστο. Ότι ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά ο ένας τον άλλον και θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα. Και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα πήγαιναν στα Ηλύσια Πεδία όπου θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι για όλη την αιωνιότητα.


Και έτσι έγινε. Ο Μενέλαος και η Ελένη, οι δυο παιδικοί φίλοι που χτυπήθηκαν από την μοίρα να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκαν γαλήνη μετά θάνατον. Και παραμένουν ερωτευμένοι και αγαπημένοι μακριά από τις έχθρες, τις αδικίες και τον πόλεμο, εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες και εραστές μιας αλλοτινής εποχής.


 

Μύθοι και Θρύλοι της Αρχαιας Ελλαδας Ν.Α. Κουν εκδ Λειψία, Ιφιγένεια εκδ Στρατικη, Ο Πόλεμος της Τροίας Λιντσει Κλαρκ εκδ Λιβάνη.

Οί Καλικάντζαροι-Παραμονή Θεοφανίων

 Την εσπέραν τής προ τής παραμονής τών Θεοφανείων ημέρας τά τερατόμορφα καί παιδοκτόνα ταΰτα μορμολύκεια, συναισθανόμενα την εν ’Ιορδάνη παρουσίαν τοΰ Θεανθρώπου, έν ω τάς: κάρας τών άνθριοπων συνέθλασε, λέγουσι προς άλληλα τά εξής εν εΐδει έπφδού: «φεύγετε νά φεύγωμε κ’ έ'φτασ’ ή τερλοπαπάς μέ τή(ν) πατερίτσα του καί μέ τά βριτούρα. του,» διότι παραδίδοται ότι ό ’Ιησούς Χριστός είπε νηπιάζων περί τοΰ δωδεκαημέρου καθ’ δ υπάρχει ή παρουσία τών ενοχλητικών τούτων καλ(ι)καντζάρων «δώδεκα μήνες πώς φυλάγω γώ, διόδεκα μέρες φ(υ)λαχθήτε σείς», δι’ δ λίαν τολμηροί θεωρούνται οΐ κωμασταί τών νυκτών, οί οδοιπόροι κτλ.



Τά δέ οχληρά ταύτα όντα, άμα φωτ(ι)οτοννα τά νερά, φεύγουσι δρομαία μη ανεχόμενα την παρουσίαν τού σταυρού καί μεταβαίνουσι εις τά. όρη, στά β(ου)νά, ή εις τ’ άκαρπα τά δέντρα, όπως τό επόμενον δωδε- καήμερον ακμαία έπιληφθώσι τού καταχθονίου αυτών έργου καί σύρωσι. τούς ανθρώπους εις την αμαρτίαν ή σωματικώς βλάψωσι τούς άφρονας, ατρόμητους.

Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Θησαυρού

Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμιουελ Μπέκετ. Θεατρική Βραδιά.

  Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες, απόψε θα αποτολμήσω να αναμετρηθώ με το έργο-σταθμός, της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας, το αινιγματικό δημιούργημα του Σάμουελ Μπέκετ Περιμένοντας τον Γκοντό.




 

  Το έργο γράφτηκε το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του 1949. Εκδόθηκε το 1952 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό το 1953 , και συγκεκριμένα στο Παρίσι σε σκηνοθεσία Roger Blin με τον τίτλο Ennattendant Godot. Ο Μπέκετ το έγραψε το έργο στα γαλλικά, και όπως είπε ο ίδιος: στα γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράφεις χωρίς ύφος απ’ ότι στη μητρική γλώσσα. Το Περιμένοντας το Γκοντό μεταφράστηκε επίσης σε είκοσι γλώσσες.

 

  Υπήρξε αναμφίβολα ένα έργο που εκτόξευσε τη φήμη του Μπέκετ και μετέβαλλε το χώρο του θεάτρου τη δεκαετία του 50’. Η πρώτη παρουσίαση του έργου άφησε κοινό και κριτικούς σκεπτικούς. Κανείς δεν κατάλαβε την επερχόμενη τομή στο σύγχρονο θέατρο. Αρχικά το κοινό ήταν αδιάφορο απέναντι στην παράσταση, σταδιακά το Περιμένοντας το Γκοντό άρχισε να γίνεται περισσότερο γνωστό, ενώ σήμερα είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα (για κάποιους το σημαντικότερο), της παγκόσμιας θεατρικής λογοτεχνίας. Έργο ορόσημα για το πέρασμα στο μετά-μοντέρνο θέατρο. Μετά τον Μπέκετ το σύγχρονο θέατρο αναμφίβολα δε θα είναι πια το ίδιο...

 

  Το έργο ταξίδεψε σχεδόν παντού, στα πρώτα πέντε χρόνια την παράσταση είδαν εκατομμύρια θεατές. Τον Αύγουστο του 1955 στο Λονδίνο το έργο δεν έτυχε θερμής υποδοχής, μετά ανέβηκε στην Αμερική, στο Μαϊάμι το Γενάρη του 1956 όπου επίσης απογοήτευσε, έφτασε όμως στο Μπρόντγουεϊ όπου απέσπασε πολλούς επαίνους. Το έργο έκανε 400 παραστάσεις στο Τεάτρ Ντε Μπαμπυλόν στο Παρίσι. Ανεβάστηκε τα επόμενα χρόνια στη Σουηδία, στην Ελβετία, στη Φινλανδία, στην Ιταλία, στη Νορβηγία, στη Δανία, στην Ολλανδία , στην Πολωνία, στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στο Ισραήλ, στην Τσεχοσλοβακία, στην Τουρκία, στη Γιουγκοσλαβία,, στην Ισπανία, στο Βέλγιο, στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στο Μεξικό κ.α.


Ο Μπέκετ

  Ο Sammuel Becket ήταν Ιρλανδός στην καταγωγή και Γάλλος στη διαμονή. Μια απ’ τις κορυφαίες μορφές στη μετά-μοντερνικότητα, ο πλέον παγκοσμιοποιημένος συγγραφέας του 20ου αιώνα. Αιώνιος σύγχρονος μας, όπως ειπώθηκε, επιδοκιμάστηκε από φτασμένους θεατρικούς συγγραφείς όπως ο Ζακ Ανουίγ. Το συγγραφικό του έργο προκάλεσε ιλιγγιώδεις πολυάριθμες αναλύσεις και αναπαραστάσεις. Ο ίδιος στράφηκε έντονα εναντίων των κριτικών που προσπάθησαν να του κολλήσουν ταμπέλες.


Ο Σάμουελ Μπέκετ



  Η οπτιμιστική του Μπέκετ ήταν πεσιμιστική, αναφέρεται επίσης ότι τα έργα του είναι ελιτιστικά. Ο ίδιος ο συγγραφέας στέκεται απέναντι σε κάθε εξουσία του δυτικού κόσμου. Ο Μπέκετ εντούτοις αναμένει από τους αναγνώστες του να γνωρίζουν ή να θέλουν να γνωρίσουν πολλά, επιπλέον είναι άριστος γνωστής της προσωκρατικής και της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας.

 

 Η εμπειρία του συγγραφέααπό τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς εκείνη τη ζοφερή εποχή, βρέθηκε στη γαλλική αντίσταση, υπήρξε καθοριστική για το έργο του. Ο Μπέκετ επίσης αντιμετώπισε την ασθένεια της Μητέρας του Μέι, της οποίας ο θάνατος τον βύθισε στην κατάθλιψη, καθώς είχε μια ιδιόρρυθμη σχέση μαζί της.



Τραγικοκωμωδία.

  Το έργο αποτελεί μια παράξενη τραγική φάρσα, την οποία πολλά θέατρα απέρριψαν ως αντιθεατρική, παρά το γεγονός ότι εξελίχθηκε σε μια από τις επιτυχίες του μεταπολεμικού θεάτρου. Η αινιγματική, πολυσημική και ερμητική φύση του Περιμένοντας τον Γκοντό είναι αδιαμφισβήτητη.

  

Πρόκειται καταρχήν για μια τραγικοκωμωδία σε δύο πράξεις. Το μπεκετικό θέατρο αναδιαπραγματεύται τον αρχαιοελληνικό ορισμό του τραγικού, ο άνθρωπος εδώ νοιώθει αδύναμος να αναλάβει την ευθύνη που του ανήκει ολοκληρωτικά. Το έργο στρέφει τα μάτια του θεατή στην άβυσσο, και εν τέλει στην τραγικοκωμωδία του ανθρώπου.


Το Θέατρο του παραλόγου.

 Τον Μπέκετ τον κατατάσσουν στο Θέατρο του παραλόγου, παρά το ότι ο ίδιος δεν το ήθελε. Ο συγγραφέας επιτέθηκε στον ορθολογισμό και τις συμβάσεις, που είχαν εξαπολύσει τα κινήματα Πρωτοπορίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιβιώνει δυναμικά στο μεταπολεμικά θέατρο, κυρίως μέσα από τη δραματική φόρμα του Θεάτρου του παραλόγου.

  Το Θέατρο του παραλόγου δεν υπήρξε ποτέ συγκροτημένο κίνημα, με συγκεκριμένες αρχές και συντεταγμένη δράση. Κάτι τέτοιο φυσικά θα ακύρωνε την προσπάθεια για μάχη κατά της ομοιογένειας και αρμονίας που επιδίωκαν οι δημιουργοί της εποχής και θα αντιστοιχούσε ελάχιστα στον κατακερματισμό και αποπροσανατολισμό που βίωνε η μεταπολεμική κοινωνία. Πρόκειται για ένα μεθοδολογικό εργαστήριο που συγκεντρώνει έργα της περιόδου που δύσκολα ταξινομούνται και, επομένως, λειτουργεί σαν ενοποιητική πλατφόρμα όσων δραματικών κειμένων επιχειρούσαν να συνομιλήσουν με το παρόν ρήξης και ασυνέχειας.

  Ο όρος Θέατρο του παραλόγου καθιερώθηκε από τον Μάρτιν Έσλιν στο διάσημο βιβλίο του Το Θέατρο του Παραλόγου. Αφαίρεση, ανορθολογισμός, επανάληψη, πλέκουν συνήθως ένα ανορθολογικό νήμα γύρω από ήρωες θεατές χωρίς να προσφέρουν κανενός είδους λύτρωση ή φυγή. Πλοκή-ιστορία-διάλογος είναι αποσπασματικά κουραστικά, σκηνικός χώρος λιτός και άδειος, ενώ η φυγή στην πραγματικότητα, τέλος, απούσα.




Η υπόθεση του έργου.

  Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, οι δύο κεντρικοί του χαρακτήρες είναι δύο παρίες, δύο clochards, που περιφέρονται άσκοπα στη διάρκεια της μέρας και λίγο πριν την νύχτα καταλήγουν σε ένα συμπεφωνημένο σημείο όπου περιμένουν την έλευση ενός κάποιου κυρίου Γκοντό, ο οποίος, όμως, ποτέ δεν έρχεται αλλά αντ’ αυτού έρχεται πάντα κάποιο παιδί που τους ενημερώνει ότι ο Γκοντό δεν θα έρθει σήμερα, οπωσδήποτε, όμως, θα έρθει αύριο. Έτσι, η ζωή τους καθώς περιστρέφεται γύρω από την πάντα επικείμενη και πάντα αναστελλόμενη άφιξη του Γκοντό, δεν αποκτά κανένα άλλο λόγο ύπαρξης παρά στην συνάντηση τους και στην αναμονή. Οι ίδιοι το γνωρίζουν αυτό καθώς και την αναπόφευκτη εξάρτηση τους από το πρόσωπο του Γκοντό αλλά δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν. Δεν είναι ικανοί ούτε να συνεχίσουν να ζουν ούτε και να πεθάνουν.

  Επανέρχονται, ενίοτε, στην δυνατότητα της αυτοκτονίας τους αλλά και αυτήν την παρακάμπτουν με διάφορες προφάσεις. Αντιθέτως, προσπαθούν στην διάρκεια αυτού του χρόνου να απασχοληθούν μεταξύ τους με άσκοπες συζητήσεις, νάζια και παιχνίδια, να κινήσουν τον χρόνο μέχρι να έρθει, επιτέλους, ο Γκοντό ή έστω να νυχτώσει ώστε να λυτρωθούν από την αναμονή. Στη διάρκεια αυτή συναντούν τον Πότζο, έναν πλούσιο περιπλανώμενο, και τον Λάκυ, τον αχθοφόρο του. Η αναμονή και η άφιξη τους επίσης κινεί λίγο τον στατικό χρόνο αλλά τίποτε παραπάνω. Ο Πότζο και ο Λάκυ ξαναπερνούν στην δεύτερη πράξη χωρίς να θυμούνται ποιοι είναι ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν.



Περεταίρω στοιχεία για το έργο.

  Ο Μπέκετ καταπιάνεται με ένα ακατανόητο θέμα για την εποχή του. Θέτει το πρόβλημα της απελπισίας όχι μόνο επίκαιρο αλλά και επιτακτικό. Η ελπίδα της λύτρωσης, ίσως υπεκφυγής της οδύνης και της αγωνίας της ανθρώπινης ύπαρξης απαντώνται σε πλήρη ανάπτυξη στο έργο. Τα κατοπινά χρόνια επιχειρήθηκε μια τεράστια προσπάθεια κατανόησης του έργου από θεωρητικούς και πρακτικούς του θεάτρου. Μια καλή σκηνοθεσία του έργου πάντα έλκει την πρωτογενή ενέργεια που έδωσε ο Μπέκετ, με τους πυκνούς συμβολισμούς και τις πολλαπλές διακειμενικές αναφορές.

  Μπορεί κανείς να διαβάσει και με οποιαδήποτε σειρά, τα ατελείωτα και άσκοπα παιχνίδια δύο αλητών που θυμίζουν επίμονα κλόουν. Φράσεις μοιάζουν να απαντουν ταυτόχρονα σε φράσεις που προηγούνται και έπονται. Το έργο δεν αφηγείται μια ιστορία αλλά ερευνά μια στατική κατάσταση. Οι ερμηνείες, θεολογικές και φιλοσοφικές είναι πολλές. Το έργο, εξαιτίας του οτι έλαβε σε μια από τις πρώτες γραφές του τον τίτλο Λεβί άστοχα χαρακτηρίστηκε αντισημιτικό.


Το σκηνικό.

  Το έργο διαδραματίζεται σε μία εξοχή, στη φύση, όχι όμως σε μια φύση θαλερή. Πρόκειται για ένα τοπίο φτωχό, στεγνό, πνιγηρά άδειο. Πάντως βρισκόμαστε μακριά από την πόλη, από τον τόπο των ανθρώπων και από το χρόνο της ιστορίας.



  

 Εστντραγκόν και Βλαδίμηρος περιμένουν τον Γκοντό έξω από τη χώρα της ιστορίας, έχοντας γυρίσει την πλάτη στην ιστορία. Είναι παγιδευμένοι σε μια αιώνια επανάληψη της ιστορίας, σχεδόν δεν έχουν συνείδηση. Καμία αλλαγή δε θα ταράξει την επανάληψη, δεν υπάρχει εξέλιξη ούτε καν στην απελπισία τους, ο κόσμος τους δεν είναι κόσμος πράξεων.

  Ο χώρος τίθεται υπό αμφισβήτηση και δε διαθέτει καμία εξέλιξη στην υπόθεση. Η στατικότητα του αναπαριστώμενου χώρου εξελίσσεται σε ένα εφιαλτικό έρημο δρόμο. Το γυμνό δέντρο που αρχικά δεσπόζει, όταν όμως βγάζει φύλλα, δείχνει την αλλαγή στον αμετάβλητο κορμό του έργου. Μια έρημος απέραντη και αχαρτογράφητη χωρίς αρχή, μέση και τέλος ούτε παρελθόν παρόν και μέλλον πεδίο ανοιχτό αλλά και σκοτεινό, όπου όλα μένουν εκτεθειμένα. Αυτό είναι το τοπίο του Περιμένοντας το Γκοντό.


Οι Ήρωες του έργου.

  Οι ήρωες του έργου δεν είναι ολοκληρωμένοι. Έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινα θραύσματα που αναζητούν διαρκώς τη συνεκτική τους ταυτότητα και αδυνατούν να συγκροτηθούν σε μακροπρόθεσμη μνήμη.

  Μια κοσμοπολίτικη ανοιχτοσιά φαίνεται φαίνεται εξ αρχής από τα ονόματα των χαρακτήρων. Το σλάβικο για τον Vladimir, γάλλο-ισπανικό για τον Estragon, ιταλικό για τον Potzo και αγγλικό για τον Lucky (τυχερούλη) που τον ονόμασε έτσι επειδή δεν είχε καθορίσει προσδοκίες.

  Οι Πότζο και Λάκυ αποτελούν το ζεύγος αφέντη-δούλου, αντιπροσωπεύουν τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Μέσα από αυτούς αντικατοπτρίζονται τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της φύσης και διαχωρίζεται η διάνοια από τη ζωώδη φύση. Ιδιαιτέρα ο Πότζο που είναι ένας άξεστος αφέντης. Αμφότεροι είναι γήινοι (το αντίθετο από τους Βλαδίμηρο και Εστραγκόν) και αλλάζουν καθώς μεταβάλλεται ο χρόνος και ο χώρος που καταλαμβάνουν.

  Η είσοδος τους στη σκηνή δημιουργεί για μια στιγμή την υπόνοια ενός γεγονότος, και οι δύο είναι όμως μέρος μιας επανάληψης. Παρατηρώντας τους με δεύτερη ματιά διαπιστώνουμε ότι δεν είναι αφέντης-δούλος αλλά η εξουσία που γεννά και γεννάται εντός και εκτός σώματος. Τη δεύτερη φορά που βλέπουμε το δίδυμο, αυτό είναι αλλαγμένο. Ο Πότζο εδώ δε βλέπει, καθοδηγεί το Λάκυ που είναι δεμένος με λουρί, η αλαζονεία του Πότζο είναι αποτέλεσμα της σωματικής τύφλωσης, δείγμα ίσως και του γήρατος.

  Αυτοί οι άνθρωποι εξυπηρετούν τη διαιώνιση μιας κοινωνίας, με ακατάσχετη φλυαρία χωρίς τη γενναιότητα των πραγματικών ρήξεων. Στο τέλος ενσωματώνονται και υποτάσσονται πλήρως και στηρίζουν την καθεστηκυία τάξη με την υπογραφή τους. Το χειρότερο είναι ότι κάποιες φορές ούτε καν το συνειδητοποιούν. Μέσω του Λάκυ ο συγγραφέας κάνει κριτική στο σύστημα από το οποίο οι Πότζο και Λάκυ θέλουν να φύγουν αλλά δεν τολμούν. Ειδικότερα ο Λάκυ είναι ο ιδανικός υποτακτικός, δε διαμαρτύρεται για τα βασανιστήρια που περνάει, και όταν δέχεται μια περίεργη διαταγή, όταν τον διατάσσουν δηλαδή να στοχαστεί απαγγέλει ένα ορυμαγδό λέξεων, που θυμίζουν φιλοσοφικές και θεολογικές θεωρίες. Εκφέρει λόγο ανατρεπτικό χωρίς ειρμό και νόημα. Ο δούλος όμως πρέπει να είναι δούλος, να μη σκέπτεται και να επαναλαμβάνει το λόγο του αφέντη.

  Οι Βλαδήμιρος και Εστραγκόν δεν είναι δύο απλοί παλιάτσοι, είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Κατάγονται από Ιρλανδούς πένητες αλήτες (trumps) του Μεσοπολέμου και των αρχών του 20ου αιώνα, έχουν ιρλανδική καταγωγή όπως ο Μπέκετ. Ζουν εκλιπαρώντας, περιμένουν τον Γκοντό που με τον ερχομό του ευελπιστούν ότι θα σταματήσει τη ροή του χρόνου. Ελπίζουν, αμφότεροι να σωθούν από την παροδικότητα της πλάνης του χρόνου, και να μπορέσουν έτσι να βρουν τη γαλήνη, τη σταθερότητα και τη μονιμότητα. Με τον ερχομό του Γκοντό πιστεύουν ότι δε θα είναι πλέον δύο αλήτες χωρίς πατρίδα, θα πάψουν να περιπλανώνται και θα καταλήξουν σε πατρική γη.

  Ο Γκοντό θεοποιείται και ακυρώνεται ως προσδοκία Λαμβάνει διαστάσεις υπερφυσικές (θεός), υπαρξιακές (θάνατος), πολιτικές (φεουδάρχης) και κοινωνικές (ευεργέτης). Ο Becket δε γράφει το έργο για τον Γκοντό που απουσιάζει, αλλά για την αναμονή που είναι παρούσα σε κάθε επίπεδο. Σταδιακά ο Γκοντό συρρικνώνεται στο τίποτα, μένει εκτός σκηνικής πραγμάτωσης, ενώ μοναδική βεβαιότητα είναι η απουσία του και σημείο αναφοράς η προσδοκία. Δε θα μάθουμε ποτέ ποιος είναι ο Γκοντό. Είναι μια ανόητη λέξη που μπορεί να γεμίσει ο καθένας με το νόημα που αντέχει.

  Όταν ρωτήθηκε ο Μπέκετ: τι ήταν ο Γκοντό ή τι ήθελε να πεί; απάντησε: αν το ήξερα θα το έλεγα… Αργότερα παραδέχτηκε ότι η έμπνευσή του ήταν ένας πίνακας γερμανού ζωγράφου. Κάποιο επίσης επιχείρησαν να προσδώσουν γεωγραφικές παραλληλίες του συγγραφέα στο κείμενο.

  Προσωπική αίσθηση του συγγραφέα αποτελεί το μυστήριο, η σύγχυση και η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης και η απόγνωση που προκαλεί στον ίδιο η ανημποριά του να βρει κάποιο νόημα στην ύπαρξη του. μέσα από την ανάγνωση του έργου, δοκιμάζουμε την άμπωτη και την παλίρροια της αβασιμότητας, από την ελπίδα της ανακάλυψης του Γκοντό, μέχρι την κατ’ επανάληψη της για την καθ’ αυτό ουσία του έργου.


Ο εκφυλισμός της γλώσσας.

  Ο διάλογος σε ένα άσκοπο κόσμο, που έχει χάσει τους τελευταίους αντικειμενικούς στόχους, όπως κάθε άλλη μορφή δράσης καταντάει ένα απλό παιχνίδι για να περνάει η ώρα.

  Πιο σημαντικό ακόμη και από οποιοδήποτε μορφικό σημάδι του εκφυλισμού της γλώσσας και του εννοιολογικού περιεχομένου είναι η φύση του διαλόγου. Μία φύση που συνεχώς διασπάται και κατ’ επανάληψη καταρρέει, επειδή καμία πραγματική διαλεκτική ανταλλαγή σκέψης δε συμβαίνει όσο διαρκεί, είτε εξαιτίας της απώλειας της έννοιας των απλών λέξεων (ο αγγελιοφόρος του Γκοντό, όταν τον ρώτησε αν είναι ευτυχισμένος απαντά: δεν ξέρω κύριε), είτε εξαιτίας της ανημπορίας των ηρώων να θυμίσουν ότι μόλις προ ολίγου ειπώθηκε ( Εσντραγκόν: Ή που ξεχνάω αμέσως ή που δεν ξεχνάω ποτέ).

  Οι παύσεις στο έργο δίνουν τη δυνατότητα σε αυτό να παρουσιάσει τη σιωπή της ανεπάρκειας σε σημεία στα οποία οι ήρωες δε μπορούν να βρουν τις λέξεις που χρειάζονται. Τη σιωπή της καταπίεσης, τη σιωπή της ανυπομονησίας όταν περιμένουν την απάντηση του άλλου που θα τους δώσει μια προσωρινή αίσθηση ύπαρξης. Δίνουν στον αναγνώστη και στο θεατή χώρο και χρόνο να εξετάσει κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις και να συμμετάσχει δημιουργικά και αυτός στη διαμόρφωση του νοήματος του έργου.

  Η τακτική της οικοδόμησης του έργου με παύσεις ή κενά, από τον Μπέκετ, θέτει ένα πρόβλημα εκλεκτικής επιλογής. Στην πραγματικότητα μ’ αυτόν τον τρόπο ο Μπέκετ επιμερίζει το κείμενο και το διαμορφώνει μέσα από διακριτούς μονόλογους και επεισόδια αντί να αρκείται στην ανούσια παρουσίαση μιας κυρίαρχης ιδέας 

 

Η αναμονή.

  Ο Μπέκετ υποδείκνυε ότι το ουσιώδες δεν είναι να σκεφτεί κανείς πάνω στο Γκοντό, αλλά στο περιμένοντας του τίτλου. Αναμονή, σημαίνει μεταξύ άλλων, να ζεις την εμπειρία της δράσης του χρόνου. Στο έργο είναι ατέρμονη, πολυεπίπεδη, ανακυκλούμενη, ανεκπλήρωτη και καθολική.

  Στο Περιμένοντας το Γκοντο, αναπτύσσεται μια μεταφυσική αγωνία, επίσης ένας μετεωρισμός ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια της ύπαρξης, τη στειρότητα, το τυχαίο και την αβεβαιότητα. Η μη εμφάνιση του Γκοντό οδηγεί τους θεατές πάντα και συνέχεια ¨εκ νέου¨ στην αναμονή.

  Βασική χαρακτηριστική κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η αναμονή. Πάντα κάτι όλοι περιμένουμε. Ο Γκοντό αντιπροσωπεύει το αντικείμενο της αναμονής μας (ένα γεγονός, ένα πρόσωπο, ένα θάνατο). Μέσω της κατάστασης της αναμονής ζούμε την εμπειρία του χρόνου στην πιο καθαρή και φανερή μορφή. Όταν είμαστε ενεργητικοί έχουμε την τάση να ξεχνάμε το πέρασμα του χρόνου. Περνάμε τον καρό μας όταν απλώς περιμένουμε παθητικά. Τότε αντιμετωπίζουμε την ενέργεια και τη δράση του χρόνου. Ο Μπέκετ υπογραμμίζει στην ανάλυση του Προύστ: «δε γίνεται να απαλλαγούμε από τις ώρες και τις μέρες ούτε από το αύριο και το χθες, επειδή το χθες μας έχει παραμορφώσει και εκείνο εμάς. Το χθες δεν είναι ένα χιλιομετρικό ορόσημο που προσπεράστηκε μα ένα ορόσημο περπατημένης ετών, ανεπανόρθωτα δικό μας, δύσβατο και απειλητικό. Δεν είμαστε απλά κουρασμένοι λόγω του χθες, είμαστε άλλοι πια. Όχι αυτοί που ήμασταν προτού μας βρει η συμφορά του χθες».




  Η ροή του χρόνου μας φέρνει αντιμέτωπους με το πρόβλημα της ύπαρξης, που είναι πρόβλημα της φύσης του εαυτού μας, που υποκείμενος από το χρόνο σε συνεχή αλλαγή βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς ρευστότητας κι επομένως για πάντα ασύλληπτος. Εξαρτόμαστε από την πορεία του χρόνου που ρέει εντός μας και μας μεταβάλλει. Δεν μπορούμε σε καμία στιγμή της ζωής μας να είμαστε ταυτόσημοι και απαράλλακτοι με τον εαυτό μας. Γι αυτό απογοητευόμαστε με την ακυρότητα εκείνου που μας ευχαριστεί να αποκαλούμε επίτευξη. Αντηχεί και στο υπαρξιακό κενό που άφησε πίσω του ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

  Ο χρόνος είναι υπαρκτός στο έργο, αποτελεί την αντικειμενική επιβεβαίωση της φθαρτότητας του ανθρώπου. Μπορεί οι πρωταγωνιστές να μπερδεύουν το σήμερα ή το χθες ή την ώρα, τελικά όμως ο χρόνος κυλάει, αποδεικνύει ότι κάτι συμβαίνει, ότι δε βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε κάποιο ραντεβού που δείχνει να μην υφίσταται με κάποιον (τον Γκοντό) που μπορεί και να μην υπάρχει. Ο χρόνος άλλωστε είναι προσωπικός και πεπερασμένος. Είναι το εδώ και το τώρα, το μηδέν στο κέντρο του μαθηματικού άξονα, ανάμεσα στους αρνητικούς και στους θετικούς αριθμούς, η μέση του πουθενά.

  Η υπερεξουσία της αναμονής θα υπερβαίνει από μόνη της το γεωγραφικό ή εθνικό της στιγμής. Ο Πότζο θα πει στους δύο φίλους: Πάψετε επιτέλους να με βασανίζεται με τον καταραμένο χρόνο σας, είναι απάνθρωπο! Ποτέ! Ποτέ! (στίχ. 99). Χαρακτηρίστηκε από μερίδα θεωρητικών ως ένα έργο του τίποτα . Τίποτα στη ζωή δεν επαναλαμβάνεται, στο θέατρο καμία παράσταση δεν είναι ίδια με άλλη, δεν υπάρχει επαναληψημότητα.

  Μπορεί ο Γκοντό να είναι ο ίδιος ο θεός, η έλευση του θα φέρει τη λύτρωση από την απελπισία της απουσίας νοήματος. Το πρόσωπο του Γκοντό αποκτά και ένα εσχατολογικό νόημα στο έργο. Πρόκειται όμως για στενή ερμηνεία σε ένα τόσο βαθύ έργο, και προκύπτει από την ετυμολογική εγγύτητα του ονόματος Godot με την αγγλική λέξη God. Το όνομα Γκοντό προέκυψε μάλλον από το συνδυασμό των λέξεων godildot (αρβύλα) και godasse (παπούτσι), που υπογράμμιζε τη βαθιά σύνδεση των χαρακτήρων με τη γη και όχι με το επέκεινα.



  Υπήρξαν κάποιες μεγαλοφυείς ερμηνείες που χαρακτήρισαν, όμως το έργο χριστιανικό ή θρησκευτικό. Θεωρήθηκε το ότι το Περιμένοντας το Γκοντό, αφορά την ελπίδα της σωτηρίας μέσω της θείας χάρης και ότι κάτι τέτοιο είναι καθαρά επικυρωμένο από τον ίδιο το Μπέκετ όσο και από το ίδιο το κείμενο. Η αναμονή του Βλαδήμηρου και του Εσντραγκόν εξηγήθηκε και σαν σημαίνουσα τη σταθερή πίστη και ελπίδα τους. Ενώ η καλοσύνη του Βλαδίμηρου  και η αμοιβαία αλληλεξάρτηση σαν σύμβολο χριστιανικής ευσπλαχνίας. Η στήριξη της χριστιανικής ερμηνείας ενισχύεται από την ανωτερότητα της σχέσης Βλαδίμηρου-Εσντραγκον, σε σχέση με τη σχέση Πότζο-Λάκυ, που φαίνονται ανώτεροι περιμένοντας το Γκοντό, ενώ οι άλλοι είναι καθ’ ολοκληρία εγωκεντρικοί, απορροφημένοι στη σαδομαζοχιστική τους σχέση.


  Στον αντίλογο οι χριστιανικές ερμηνείες παραβλέπουν μια σειρά χαρακτηριστικών του έργου, όπως η αβεβαιότητα που περιβάλλει τη συνάντηση με το Γκοντό ή η επανάληψη της δήλωσης του μάταιου κάθε ελπίδας που θα μπορούσε να στηριχθεί στην ύπαρξη του. Η πράξη αναμονής του Γκοντό είναι παράλογη. Η αυτοκτονία, επίσης, είναι η λύση που προτιμούν και οι δύο, απρόσιτη όμως εξαιτίας της ανικανότητας τους και από την έλλειψη μέσων για την εκτέλεση της., σημάδια επίσης αυταρέσκειας του Βλαδίμηρου για την αναμονή του.

  Συμπερασματικά έχουμε να κάνουμε με ένα έργο,πρωτοποριακό, βαρύ, με συμπυκνωμένα νοήματα, του οποίου η παρακολούθηση σίγουρα απαιτεί προηγούμενη μελέτη ορισμένων τουλάχιστον αναλύσεων σχετικών με αυτό…




 

Πηγές:

https://artscape.gr/theatre/articles/623-peri της οπίαςmenontaston-gkonto

https://www.fractalart.gr/waiting-for-godot/

https://a8inea.com/perimenontas-ton-gkonto-less/?cli_action=1647097570.806

https://marotriantafyllou.wordpress.com/2011/12/24/σάμιουελ-μπέκετ-περιμένοντας-τον-γκο/

https://parathyro.politis.com.cy/2021/06/perimenontas-ton-gkonto/

savaspatsalidis.blogspot.com/2011/02/beckett-t-i-samuel-beckett-20.html

steliademetriou.blogspot.com/2013/08/blog-post.html

Σικιτάνο Μαρία, Η (πολλ) απλότητα του Γκοντό

Esslin Martin, Το θέατρο του περαλόγου, μετάφρ. Μ. Λυμπεροπούλου, εκδ. Αρίων, Αθήνα 1970.



Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμιουελ Μπέκετ 

Μετάφραση : Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου 

Θεατρική ομάδα : Θεατροδρόμιο Σκηνοθεσία : Κατερίνα Ζουρίδη Σκηνικά - Κουστούμια : Κατερίνα Ζουρίδη Παίζουν : Εστραγκόν - Χρόνης Σαπουντζάκης Βλαντιμίρ - Πέτρος Φαρσαράκης Πότζο - Ιωάννα Σταμούλη Λάκι - Θεοδώρα Κοκκινίδη 

Κάμερα :Μαρία Παπαδάκη 


Φωτογραφία : Χρήστος Μανιώρος



Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Kαterinα Ζoυridi:



 


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο καβγάς του Σωκράτη με την Ξανθίππη...

 Κάποτε η γυναίκα του Σωκράτη, η Ξανθίππη, του έκανε έναν μεγάλο καβγά στο σπίτι. Ο Σωκράτης χωρίς να πει τίποτα, κατέβηκε κάτω, άνοιξε την πόρτα και έφυγε, σαν να μην έγινε τίποτα!

Αυτή έσκασε από το θυμό της που δεν μίλησε αυτός τίποτα και βγαίνει από πάνω από το παράθυρο και του ρίχνει έναν κουβά νερό στο κεφάλι.

Τότε γυρίζει ο Σωκράτης και λέει:

- Έπειτα από τα μπουμπουνητά, από τους κεραυνούς, την περίμενα την βροχή...

Και προχώρησε το δρόμο του...



Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...