Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Διονυσίου Σολωμού. Ραδιοφωνικό Θέατρο

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

  Αγαπητοί φίλοι του Ραδιοφωνικού θεάτρου, απόψε με αφορμή την Εθνική Εορτή θα σας παρουσιάσω ένα έργο περίεργο και αινιγματικό. Πρόκειται για τη Γυναίκα της Ζάκυθος, του μεγάλου εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ένα συγκλονιστικό έργο, γραμμένο στον αχό της επανάστασης.





 Έχουμε να κάνουμε με ένα από τα κορυφαία έργα του νεοελληνικού λόγου. Έργο αινιγματικό όπως είπαμε, που δε μπορεί να αφήσει αδιάφορους τους σκεπτόμενους αναγνώστες.

 Ο Σολωμός δούλεψε επτά χρόνια το έργο, η πρώτη επεξεργασία του έγινε την περίοδο 1826-1829, η δεύτερη μεταξύ των ετών 1829-1833 και η τρίτη απόπειρα το 1833 με σκοπό την έκδοση του έργου, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε γρήγορα. Το έργο έμεινε στα αζήτητα περίπου 100 χρόνια και τελικά το ανακάλυψε και το εξέδωσε ο Κώστας Καιροφύλας, το 1927. Παρένθεση στην περιπετειώδη εκδοτική ιστορία του αποτελεί η απόρριψη του από τον Πολυλά, στην πρώτη έκδοση του ποιητή το 1859, με το αιτιολογικό ότι τα διασωθέντα μέρη ήταν ακατάλληλα για το αναγνωστικό κοινό. Πιθανολογείται όμως ότι δεν επέτρεψε την έκδοση του ο αδερφός του ποιητή Δημήτριος. Το έργο παρέμεινε ανολοκλήρωτο, καθώς λείπει η τελική επεξεργασία.


Ο Διονύσιος Σολωμός


 Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο μοναδικό, θεμελιακό και ανεπανάληπτο με έντονα διδακτικές, πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις. Παρά την έλλειψη τελικής επεξεργασίας, φέρει πάνω του ακεραία τη σφραγίδα της σπουδαίας ποίησης του Σολωμού. Πρόκειται επιπλέον για μία διδακτική ιστορία που παρουσιάζει το ελληνικό έθνος εν τη γεννέσι του βαθιά διασπασμένο και αντιφατικό. Με αυτό το έργο επιχειρείται ένα μεγάλο ξεκίνημα στη λογοτεχνία.

 Το έργο παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το Λάμπρο. Σύμφωνα με την άποψη του Λίνου Πολίτη, νομίζει κανείς ότι ο Σολωμός έγραψε τα δύο έργα για να απαλλαγεί μία και καλή από το φόβο που έπρεπε να πληρώσει προς την εποχή του. Τα θέματα που πραγματεύεται το έργο είναι δύο: η σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και η δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγίου που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί της Ζακύνθου, που έχουν καταφύγει για να γλιτώσουν από τους Τούρκους.

 

Η υπόθεση του έργου:

 Τόπος της αφήγησης είναι η Ζάκυνθος και χρόνος το 1826 (όταν οι Τούρκοι πολιορκούν το Μεσολόγγι). Ο αφηγητής, η persona του συγγραφικού υποκειμένου, είναι ιερομόναχος, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και βλέπει διδακτικά οράματα. Ο τόνος της φωνής του είναι βιβλικός (θυμίζει τον λόγο της Aποκάλυψης) και η αφήγησή του συχνά αλληγορική.

 Το έργο συντίθεται από δύο διαπλεκόμενα θέματα: τη σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και τη δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγιού που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί που κατέφυγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει με απροκάλυπτη απέχθεια τον χαρακτήρα της Γυναίκας της Ζάκυθος και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις Μεσολογγίτισσες. Μιλά για τη μοχθηρή ψυχή της και για το αβυσσαλέο μίσος της απέναντι στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα οραματίζεται και τη μελλοντική τιμωρία της.

 Στη δεύτερη επεξεργασία ο Σολωμός σχεδίαζε ανάμεσα στα άλλα να αναπτύξει και το θέμα της αναστάτωσης που έφεραν στον λαό της Ζακύνθου τα νέα για την πορεία της Επανάστασης. Στην τρίτη επεξεργασία σχεδίαζε να ανατρέψει τελείως την υπόθεση με την εμφάνιση του Διαβόλου, του οποίου όργανο είναι η μισητή Γυναίκα, και να διευρύνει την προοπτική, έτσι ώστε η αφήγηση να εστιάζει σε μια γενικότερη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Aυτά και άλλα σχεδιάσματα δεν κατέληξαν ποτέ σε μια, έστω πρωτογενή, μορφή μετουσίωσης, αλλά έμειναν αιωρούμενα ανάμεσα στις ιταλικές σημειώσεις και σε λίγους μεμονωμένους ελληνικούς στίχους.

 

 


 


ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ. 

 Η Γυναίκα της Ζάκυθος σίγουρα ξεκίνησε ως σάτιρα εναντίων μιας συγκεκριμένης γυναίκας. Σταδιακά όμως θα λάβει καθοριστικές προεκτάσεις, παράλληλα θα γίνει θρήνος και προφητεία ή εφιαλτικό όνειρο. Είναι ένα οξύτατο πεζό σατιρικό έργο με ρεαλιστικά και βιογραφικά στοιχεία που δίνει το ίδιο το κείμενο. Πιθανόν η πρωταγωνίστρια να ανήκε στην κατηγορία των ευγενών πλουσίων του νησιού. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και ο Σολωμός υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Ζακύνθου.

 Η σάτιρα του Σολωμού διασώζεται λόγω της διαπιστούμενης λογοτεχνικής αξίας της. Η εν λόγω σάτιρα υφίστατο ως κυρίαρχο λογοτεχνικό είδος το 19ο αιώνα στη δυτική και βόρεια Ευρώπη, ενώ επιδίδονταν συχνά σε αυτή και οι Φαναριώτες. Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι λοιπόν ένα δραματικό-επικό ποίημα, αλλά και μια εφιαλτική σάτιρα σε πεζό λόγο. Το λογοτεχνικό είδος, δηλαδή, στο οποίο ανήκει είναι τυπικά πεζό (δεν εντάσσεται εύκολα σε κάποιο λογοτεχνικό είδος), μετεωρίζεται όμως ανάμεσα στο πεζό και στο ποιητικό, στη σάτιρα ή στο λυρικό έργο, στο όραμα ή στη ρεαλιστική αφήγηση. Κείμενο αίνιγμα, ειδολογικά μονήρες και ανολοκλήρωτο σαν γνήσια ποιητική σύλληψη.

 Γραμματολογικά το κείμενο έχει χαρακτηριστεί ως πεζογράφημα, αφήγημα ή ιδιόρρυθμο πεζό με ποιητικά στοιχεία, ποίημα σε πεζό, δραματική σάτιρα, πρωτοποριακή μορφή πεζού αφηγηματικού λόγου αλλά και «εθνικό» κείμενο. Το βέβαιο είναι ότι, έως σήμερα ακόμα κανείς χαρακτηρισμός δεν επικράτησε ευρέως και το κείμενο εξακολουθεί να παραμένει γραμματολογικά αιωρούμενο και υφολογικά αινιγματικό. Άλλωστε,  η ίδια η μορφή του κειμένου είναι ασταθής και η πλοκή του χασματική. Η πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή και ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός.

 Σύμφωνα με το Δημήτρη Δημηρούλη: «H Γυναίκα της Ζάκυνθος αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την άσκηση του Σολωμού σε μια γραφή όχι μεικτή αλλά ιδιωματική . Μεικτή γραφή σημαίνει ανάμειξη των ειδών , ιδιωματική σημαίνει πορεία προς το άγνωστο, προς ένα λόγο που δεν υπάρχει εκ των προτέρων, αλλά δημιουργείται την στιγμή της αποτύπωσης του». Η ρυθμική οργάνωση στηρίζεται στην επανάληψη σχημάτων μορφο-συντακτικών παραλληλισμών και τονικών παραλληλισμών (σχήματα συντακτικών παραλληλισμών με την εμφατική χρήση του βιβλικού «Και» σε συνδυασμό με εκείνα του βιβλικού  τόνου). Σταθερός άξονας αναφοράς η αρχή της φωτοσκίασης παράδειγμα : το κεφάλαιο 5 τοποθετείται  σκοπίμως ανάμεσα στα 4 και 6 , τα οποία αποτελούν εκφάνσεις του Κακού, προκειμένου τα στοιχεία του κεφαλαίου 5 να αναδειχθούν ως φορείς υψηλού ήθους. Ενώ η τεχνική Αποστασιοποίησης επιτυγχάνεται με τον οραματικό- προφητικό χαρακτήρα  του κειμένου  και αποστασιοποιεί τον αφηγητή από όσα εκθέτει.

 Το νόημα του έργου είναι κρυμμένο, αρκετοί προσπάθησαν να δώσουν την εξήγηση Για το έργο υπήρξαν δύο κύριες ερμηνευτικές σχολές: Η αλληγορία με στόχευση την πολιτική (θα αναφερθούμε παρακάτω) και η σάτιρα που μπορεί να ξεκινά από ένα πρόσωπο επεκτείνεται όμως και ακτινοβολεί πιο μακριά και υψώνεται σε μία σφαίρα καθολική. Η σύνδεση με το πραγματικό πρόσωπο της γυναίκας  , δεν ενδιαφέρει καν, είναι εντελώς χαλαρή. Με τη δεύτερη άποψη συμφωνεί και ο Λίνος Πολίτης.

 Ο Σολωμός εκφράζεται μέσα από μία ρέουσα και στιβαρή δημοτική και φιλοδοξεί να μιλήσει για την αρχέτυπη σύγκρουση καλού και κακού. Πλάθει ένα σύμπαν που θυμίζει αποκάλυψη: τρέμει η γη, ο αέρας γεμίζει αστραπές. Ο αφηγητής χάνει στιγμιαία τη φωνή του, ενώ ακούει φωνές που μιλούν για εκδίκηση θεού. Για πρώτη φορά ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή του στον εαυτό του για να καταλάβει τι τον φοβίζει. Υπαρξιακά θέματα προκύπτουν μέσα από το πνεύμα του Ιερομόναχου. Τον ανησυχεί ο ορισμός του καλού και του κακού, η πάλι δικαίου και αδίκου , ελευθερίας και τυραννίας.

  Ας δώσουμε το λόγο στο σκηνοθέτη Δήμο Αβδελιώδη, που σκηνοθέτησε την παράσταση που ερμήνευσε η Όλια Λαζαρίδου, και ανέβασε το καλοκαίρι του 2014 (το ανέβασε δραματοποιημένο σε 30 αρχαία θέατρα ή αρχαιοελληνικά μνημεία της χώρας, καθώς επίσης και σε μία παράσταση στις Βρυξέλες) : «Η Γυναίκα της Ζάκυθος είναι για μένα μια απόπειρα του Σολωμού να αντιμετωπίσει το Κακό –επειδή και ο ίδιος, ένας αγνός άνθρωπος, φοβάται το Κακό, τον κακό άνθρωπο. Φοράει, λοιπόν, τη μάσκα του ιερομόναχου Διονυσίου και πίσω από αυτήν και τη χριστιανική μυθολογία της αγάπης νιώθει δυνατός να την κοιτάξει καταπρόσωπο. Μπαίνει μέσα στο σκοτάδι για να βγάλει το Κακό στο φως και να το εξουδετερώσει.

 Γιατί όταν έρθουμε αντιμέτωποι με το Κακό, π.χ. με τη βία, κάνουμε εντελώς φυσικά ένα βήμα πίσω, μας παγώνει, μας τρομάζει. Μόνο που το Κακό ανήκει στη φύση των πραγμάτων, έχει ρόλο που παίζει, δεν μπορείς να το απομονώσεις και να το αποκλείσεις, πρέπει να το δεις στα μάτια. Και να μην το φοβηθείς. Γιατί αν το φοβηθείς και δεν αντιδράσεις για να το αντιμετωπίσεις, σημαίνει ότι το αποδέχεσαι, ότι παίζεις το παιχνίδι του. Πας με το μέρος του Κακού. Η Γυναίκα της Ζάκυθος γι' αυτό μιλεί, για την πάλη του Καλού και του Κακού».

 Ο Σολωμός συγκινεί βαθιά τον Δήμο Αβδελιώδη. «Είναι από τους λίγους ποιητές που μπόρεσαν να δουν τις διάφανες ψυχές των ανθρώπων. Το ξαναλέω, να δει τις ψυχές, το ενεργειακό φάσμα των ανθρώπων. Όταν γράφει για το παιδάκι που πέθανε (Η Ψυχούλα), όντως "βλέπει" την ψυχή του παιδιού να πηγαίνει στον ουρανό – μου θυμίζει εκείνο τον πίνακα του Γκρέκο, την "Ταφή του κόμητα Οργκάθ" όπου η ψυχή του νεκρού αποδίδεται ως έμβρυο. Δηλαδή, είναι μια γέννηση ο θάνατος.

 Θέλω να πω ότι υπάρχουν άνθρωποι, δημιουργοί όπως ο Γκρέκο κι ο Σολωμός, που διακρίνουν τις βαθιές ποιότητες των πραγμάτων, που οι πολλοί, εμείς, δεν είμαστε σε θέση να δούμε. Βλέπουν την όντως πραγματικότητα, που είναι μαγική και ασύλληπτη. Γι' αυτό και είναι δυσεξήγητος μερικές φορές ο Σολωμός, γιατί εμείς δεν είμαστε σε θέση να διεισδύσουμε στον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλά δες πώς ξεκινάει: μετρώντας πόσοι είναι οι δίκαιοι και πόσοι οι άδικοι στον κόσμο. Και μετρώντας τους δίκαιους, βρίσκει ότι αντιστοιχούν στα τρία δάχτυλα τους ενός χεριού, ενώ οι κακοί είναι αναρίθμητοι. Το Κακό είναι άπειρο. Ωστόσο, όσο λίγοι κι αν οι είναι οι καλοί, η δύναμή τους είναι πολύ μεγάλη. Όπως μια μικρή πηγή φωτός διαλύει αμέσως το σκοτάδι!» λέει ο σκηνοθέτης.


Χειρόγραφο του Δ. Σολωμού από το έργο

 


Η  ¨Γυναίκα¨.

 Η πρωταγωνίστρια ενσαρκώνει το κακό, όχι ως φιλοσοφική έννοια ούτε ως ένα μυθικό ον, αλλά το κακό ως καθημερινή πράξη, ως απτή ανατριχιαστική απόδειξη ότι οι χειρότερες των προθέσεων μπορεί να κατοικούν στα πιο ασήμαντα πράγματα, που κατοικούν και αναπνέουν δίπλα μας.

 Η γυναίκα αυτή ακόμη και σήμερα ιρντριγκάρει, το κείμενο ασκεί μια γοητεία και κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί. Το σώμα της και η ψυχή της είναι συνδεδεμένα με μια δύσμορφη σατανική συζυγία, ο Σολωμός τα προβάλλει αυτά αφηγηματικά και όχι δραματικά. Η σατανική ζακυνθινή γυναίκα έχει μια εσωτερική και εξωτερική ασχήμια, που τη μετατρέπει σε λάγνο όργανο του διαβόλου, οδηγώντας την ταυτόχρονα στην αυτοκαταστροφή.

 Η αποκρουστική της όψη συνδυάζεται με τη μεγάλη ιδέα που έχει για την αφεντιά της, ενώ δεν υπάρχει αρνητική σκέψη που να μην περνάει από το μυαλό της και προσβλητική φράση που να μην εκστομίζεται από το στόμα της. Τα βράδια ονειρεύεται «φούρκες, φυλακές, Τούρκους που νικάνε και Γραικούς που σφάζονται.» Τις μέρες ηδονίζεται να ταπεινώνει και να βρίζει, όσους έχουν την ατυχία να πέσουν στην ανάγκη της. Ακόμη και τις δύσμοιρες Μεσολογγίτισσες  που φτάνουν στη Ζάκυνθο, ζητώντας ελεημοσύνη για τους εγκλωβισμένους άντρες τους. Η γυναίκα αυτή είναι η σκοτεινή φύση του ανθρώπου, η πιο δαιμονική ενσάρκωση του καλού και του κακού, η προσωποποίηση του φθόνου και της κακίας. Η άβυσσος της ψυχής μας που αντανακλά στις περιστάσεις, που μαίνεται, ουρλιάζει, ξεβράζει και σαρώνει. Έτσι μέσα σ’ αυτό το πρίσμα έχουμε μία αντιδιαστολή των δυνάμεων του καλού και του κακού, καθώς ο Ιερομόναχος είναι ο φορέας του θεού και η Γυναίκα του διαβόλου, ο Λαός και οι Μεσολογγίτισσες αντιδιαστέλλονται επίσης με τη γυναίκα.

 Ένα εφιαλτικό γαϊτανάκι στήνεται γύρω από τη Γυναίκα: κόρη, πεθαμένη μάνα, πατέρας της (έρχονται να την καταδιώξουν), φέρετρα που ανοίγουν, σάρκες που σαπίζουν, μιλιούνια μύγες που κάθονται πάνω σε φιδίσια μαλλιά και ματωμένα σεντόνια, λείψανα, μισοσκοτωμένα πουλιά, λυσσασμένοι χήροι και στο τέλος μια αυτοκτονία. «Κι εσηκώθηκα και εκεί οπίσω από τον καθρέφτη, και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε». Ίσως η ζοφερή φύση της να προσφέρεται στην ασύλληπτη εξωτερική ασχήμια της που την οδηγεί στην αντανάκλαση του εαυτού της: νέα γυναίκα με θωριά γεροντική, φαγωμένη από το χτικιό, με στήθη σαν καπνοσακούλες, δόντια μισοσαπισμένα, μάτια ολόμαυρα που «εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε όπου δεν ήταν».

 Αν και η Γυναίκα δεν είναι ηθογραφικό αντικείμενο, εντούτοις χρησιμοποιεί πολλά ηθογραφικά στοιχεία για να διευκολύνει την επικοινωνία μέσω καλύτερης κατανόησης. Επιχειρείται επομένως μια ρεαλιστική ηθογραφία με σαφή, όμως, κοινωνικό προσανατολισμό.



 


Ο ¨Ιερομόναχος¨.

 Ο Ιερομόναχος είναι ο αφηγητής του ποιητικού έργου, αντιμέτωπος με το θηλυκό τέρας. Μέσα από αυτόν μπαίνουμε απευθείας στον κρυπτικό, μεταφυσικό, ρομαντικό, θολό και ερεβώδη κόσμο του Διονυσίου Σολωμού. Προσπαθεί να δει μέσα στην ψυχή της, καθώς είναι εγκατεστημένος στο ξωκλήσι του Αγίου Λυπίου, όπου αναβλύζει η κακία του σατανά, έστω ένα μικρό καλό.

 Η Γυναίκα καταδιώκει τον Ιερομόναχο ώστε την βλέπει στα όνειρα του, για την ακρίβεια στο όραμα του, πίσω από μια εκκλησία που τον τυλίγουν οι αναθυμιάσεις του λιβανιού. Η μεταφυσική αγριότητα του οράματος είναι μοναδική όχι μόνο για την ελληνική αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Μπωντλέρ θα απαντήσει στο κείμενο ότι το κακό γίνεται χωρίς προσπάθεια, με φυσικότητα, είναι «πεπρωμένο».

 

Οι Μεσολογγίτισσες.

 Αντίθετα οι Μεσολογγίτισσες, ψυχές βασανισμένες και αγνές, πατριώτισσες και αγωνίστριες για τη ζωή, όσο το επιτρέπουν βέβαια οι πενιχρές δυνάμεις τους, είναι γεμάτες αξιοπρέπεια και περηφάνια. Δεν βγαίνουν στη ζητιανιά μονάχα όταν εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα να επιζήσουν αυτές και τα παιδιά τους, και μαζί τους οι πολιορκημένοι αγωνιστές της πατρίδας τους. Μόνο όταν η ανάγκη έφτασε στο απροχώρητο και η πείνα τις έστω παραπάνω βγήκαν μέρα μεσημέρι στη ζητιανιά, αφήνοντας στην άκρη κάθε αίσθημα ντροπής.

 Μα και πάλι δεν ζήταγαν τη βοήθεια των άλλων σαν συνηθισμένες ζητιάνες, αλλά σαν άνθρωποι έντιμοι, και αξιοπρεπείς που έδειχναν ότι πάλευαν για ένα σπουδαίο σκοπό, την ελευθερία της πατρίδας τους. Έτσι δε ξεπέφτουν στα μάτια του απλού λαού που σπεύδει να βοηθήσει όσο του είναι δυνατόν. Αλλά δεν φτάνει κι έτσι οδηγούνται και στις πόρτες των αρχόντων.

 Οι Μεσολογγίτισσες, λοιπόν, αποτελούν σύμβολα ανθρωπιάς και πατριωτισμού, που αγωνίζονται για τον λαό τους, που πονούν και πάσχουν για το ρημαγμένο τους τόπο που δεν ξέρουν αν θα ξαναδούν ποτέ, για τις διαλυμένες ζωές των συνανθρώπων τους. Γεμάτες καλοσύνη και χριστιανική εγκαρτέρηση, φαίνεται ότι στο τέλος συγχωρούν το σκληρό και αποτρόπαιο τερατόμορφο πλάσμα. Και αυτό το κάνουν παρά τις βαριές και απάνθρωπες προσβολές που δέχτηκαν από αυτό.

 

Ο Μάνος Κατράκης στην αφήγηση



Απόψεις για το έργο.

Θα επικεντρωθούμε, πριν κλείσουμε την ανάλυση μας για τη Γυναίκα της Ζάκυθος στις απόψεις τεσσάρων μελετητών για το έργο: Του Κώστα Καιροφύλα, του Γιώργου Βαλέτα, του Μαρίνου Σγουρού και του Νικόλαου Τουμαδάκη.

Ο Κώστας Καιροφύλας βλέπει στο πρόσωπο της Γυναίκας προσωποποιημένη την αγγλική προστασία. Προσπαθεί να αποδώσει τα χαρακτηριστικά με αλληγορικό, σατιρικό τρόπο. Αυτό όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σχεδόν ρεαλιστική και συνάμα γελοιογραφική απόδοση των χαρακτηριστικών της ηρωίδας. Η άποψη πρέπει να απορριφθεί. Πουθενά δε διαφαίνεται ταύτιση της Γυναίκας της Ζάκυθος με την αγγλική προστασία. Δε θα δίσταζε ο Σολωμός να αφήσει να διαφανεί κάτι τέτοιο, αν το είχε στο μυαλό του. Το έκανε στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

Ο Βάρναλης είδε στο πρόσωπο της Γυναίκας την ξεπεσμένη αριστοκρατία της Ζακύνθου. Αυτή διέκειτο εχθρικά σε κάθε επαναστατικό κίνημα και την απόσχιση από την αγγλική κυριαρχία. Στο πρόσωπο του Ιερομόναχου Διονύσιου βλέπει ένα νέο επαναστατικό, ηθικό κόσμο.

Ο Μαρίνος Σγουρός τα βλέπει αλλιώς, πρόσωπο της πρωταγωνίστριας είναι η γυναίκα του αδερφού του συγγραφέα Ροβέρτου Σολωμού. Υπαρκτό πρόσωπο, με την υποκίνηση του οποίου άρχισε η δικαστική περιπέτεια που έφθειρε σιγά σιγά το Σολωμό και το έργο του. Τέλος ο Νικόλαος Τουμαδάκης αναφέρεται σε μια καταραμένη μάνα, άλλο υπαρκτό πρόσωπο από τη Ζάκυνθο, την κόρη του Στέφανου Μεσάλα.

 

Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης:



Το βιβλίο μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ:

https://www.openbook.gr/i-gynaika-tis-zakythos/ 


Διαβάζουν ο Μάνος Κατράκης, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Μαρία Σκούντζου και ο Φοίβος Ταξιάρχης

Ραδιοσκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος


Η Ελένη Χατζηαργύρη


 

Πηγές:

Δημήτρης Αγγελάτος, Το έργο του Διονυσίου Σολωμού και ο κόσμος των λογοτεχνικών ειδών, Gutenberg, Αθήνα 2009.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1984.

Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεώτερη Ελληνική Λογοτεχνία, μετάφρ. Ε. Ζούγρου-Α. Σπανάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.

https://reviewtheatre.wordpress.com/category/η-γυναίκα-της-ζάκυθος/

https://www.lifo.gr/various/i-gynaika-tis-zakythos-i-koinotopia-toy-kakoy

https://www.epohi.gr/article/36917/katerina-gkatzogia-i-gunaika-tis-zakuthos

https://zakynthos-museumsolomos.gr/i-ginaika-tis-zakythos.html

https://www.timesnews.gr/kapoies-skepseis-me-aformi-ti-gynaika-tis-zakythos-toy-solomoy/

http://neaanagnosi.blogspot.com/2014/06/blog-post.html

Περιοδικό Διάλογος των Λεχαινών, τεύχος 3-4, Δεκέμβρης 1978.

Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

 

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Η κηδεία του υπουργού, Δημητρίου Κορομηλά. Ραδιοφωνικό Θέατρο

  Αγαπητοί φίλοι του ραδιοφωνικού θεάτρου απόψε θα σας παρουσιάσω το κωμειδύλλιο μονόπρακτο του Δημητρίου Κορομηλά Η κηδεία του Υπουργού.


Το έργο είναι μονόπρακτο, δηλαδή διαδραματίζεται σε μια σκηνή ή μια πράξη συνήθως μικρής διάρκειας.


Η υπόθεση:

Στο σπίτι της κυρίας Κουσκουσάκη έχει συναχτεί πολύς κόσμος για να παρακολουθήσει, όπως όλη η ανάστατη Αθήνα, την κηδεία του πρόσφατα αποβιώσαντος υπουργού. 

Στο σπίτι βρίσκεται τυχαία ο απρόσιτος κος Ζωγραφίδης, Έλληνας εκ Κωνσταντινουπόλεως, όπως επίσης και ο κος Γλυκηπίδης, αρχαίος τραπεζικός υπάλληλος, με την όμορφη σύζυγό του Ασπασία. Ο Γλυκηπίδης είναι ζηλιάρης και έχει εμμονές ότι η γυναίκα του τον απατά. Έχει κάνει τη ζωή της Ασπασίας μαρτύριο. Οι υποψίες του φουντώνουν όταν στο σπίτι εμφανίζεται ο Μαναρέλης, ο οποίος είναι θαυμαστής της γυναίκας του.

Ο ζηλιάρης σύζυγος, που όποιον βλέπει να φέρεται ευγενικά στη γυναίκα του τον υποπτεύεται, την αποσπά από τον Μαναρέλη, όταν βλέπει ότι εκείνος συνομιλεί μαζί της, και την την βάζει δίπλα από το Ζωγραφίδη. Η οικοδέσποινα τον έχει διαβεβαιώσει ότι ο Ζωγραφίδης είναι απόμακρος με τις γυναίκες.

Η καημένη η Ασπασία είναι αθώα, απηυδησμένη όμως αποφασίζει να εκδικηθεί το σύζυγο της...



Λίγα ακόμη στοιχεία:
 Το έργο γράφτηκε το 1887 και αποτελεί διαλογή. Είναι η εποχή που πυκνώνουν αυτού του είδους τα έργα. Οι διαλογές ήταν σύντομοι θεατρόμορφοι διάλογοι με πολύ περιορισμένη δράση σε πολύ συγκεκριμένο χώρο.

 Κοινό στοιχείο που συνδέει τον τρόπο γραφής των «διαλογών» είναι ο συνδυασμός πρόζας και θεατρικού κειμένου. Προηγείται ένα αφηγηματικό μέρος που μοιάζει με απόσπασμα διηγήματος και ακολουθεί το καθαρά θεατρικό κύριο μέρος, όπου, ανάμεσα στους διαλόγους, παρεμβάλλονται και εκτενείς περιγραφές της συμπεριφοράς των προσώπων με τις οποίες ο συγγραφέας διευκρινίζει, επεξηγεί ή και ερμηνεύει τις αντιδράσεις του βασικού ήρωα, δίνοντας ακριβείς λεπτομέρειες που
αγγίζουν τον χώρο της ηθογραφίας αλλά και του ψυχογραφικού διηγήματος. Τα αφηγηματικά μέρη είναι γραμμένα σε λόγια καθαρεύουσα και τα διαλογικά σε απλή δημοτική, κατά τη συνήθη τακτική των πεζογράφων της εποχής.

 Διάλογοι έξυπνοι και κωμικοί προδίδουν μια σουρεαλιστική τάση γραφής. Εκτός από την Κηδεία του Υπουργού ο ο Κορομηλάς έγραψε άλλες τέσσερις διαλογές.

 

Ο Δημήτρης Κορομηλάς 


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβιτης :



 

Το λαϊκό παραμύθι. Κούρτογλου Αργυρώ

Το παραμύθι είναι έργο συλλογικό, μακραίωνο διαχρονικό και επέζησε μέσω του

προφορικού αρχικά λόγου (Αναγνωστόπουλος Βασίλης, 1997: 113-114). Ο κόσμος

του παραμυθιού κινείται στην σφαίρα του φαντασιακού, ονειρικού και τερατώδους,

εκεί όλα είναι πιθανά, και όπως αναφέρει η Marthe Robert στην εισαγωγή του

βιβλίου Τα Παραμύθια των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994: 13), δημιουργεί

εξωπραγματικούς χαρακτήρες με νεράιδες νονές και ομιλούντα ζώα. Η λέξη

παραμύθι προέρχεται εννοιολογικά από την λέξη «παραμυθία» που σημαίνει

παρηγοριά, όρος που μας παραπέμπει σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που έχουν τα

λαϊκά παραμύθια, να μαγεύουν και να κατευνάζουν (Δελώνης Αντώνης, 1990:101).

Τα παραμύθια μπορούν να ειδωθούν ως παρηγορητικές, λαϊκότροπες μικρές ιστορίες

οι οποίες όχι μόνο καθησυχάζουν και τέρπουν το ασυνείδητο των παιδιών αλλά και

διαμορφώνουν και προβάλλουν, μέσω των ηρώων τους, πρότυπα συμπεριφοράς

(Αναγνωστόπουλος, 1997:63).

                           


Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα λαϊκά παραμύθια ακολουθούν μια συγκεκριμένη

αφηγηματική πλαισίωση. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, ο αφηγητής παντογνώστης

και έχει γραμμική ροή. Οι ήρωες είναι ανώνυμοι, πάντα αδικημένοι και συνήθως τους

συνοδεύει ένα αντιθετικό δίπτυχο του καλού και του κακού. Ουσιαστικά οι ήρωες

είναι υπερβολικοί στην σκιαγράφηση τους διογκώνοντας κάποια χαρακτηριστικά του

προκειμένου οι συγγραφείς να δημιουργούν διάφορα δίπολα όπως καλός-κακός ή

όμορφος-άσχημος κ.ά. (Κανατσούλη Μένη, 2014: 125). Ακόμη, «το παραμύθι

συνδυάζει το φυσικό με το υπερφυσικό, το κοντινό με το μακρινό, το κατανοητό με

το ακατανόητο», όπως σωστά αναφέρει η Μαρία Αγγελίδου, στο προλογικό

σημείωμα των Παραμυθιών των Αδερφών Γκριμμ (Αδερφοί Γκριμμ, 1994:8). Τέλος,

τονίζεται η έντονη παρουσία των εξορθολογικών μοτίβων, όπως για παράδειγμα ζώα

ή αντικείμενα που μιλούν. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φυσικά έχουν ένα βαθύτερο

συμβολισμό, όπου τα βαθιά και πυκνά δάση συμβολίζουν το ασυνείδητο, ή ο κυνηγός

αντικαθιστά το πατρικό πρότυπο. Επίσης ο τόπος δεν προσδιορίζεται ονομαστικά,

ενώ η δράση λαμβάνει χώρα συνήθως σε ένα κλειστό χώρο, κάποια οικία ή κάποιο

σκοτεινό δάσος. Ακόμη, ο χρόνος στον οποίο τοποθετείται ένα παραμύθι είναι

«άχρονος», με διακριτές μόνο τις χρονικές ακολουθίες, όπως το πριν ή το μετά.




(Κανατσούλη, 2007:82). Τα λαϊκά παραμύθια αποτέλεσαν φορέα πολιτισμού, αφού

μέσα από αυτά εκφράστηκαν συλλογικές νοοτροπίες, ήθη, έθιμα και συμπεριφορικά

μοντέλα άλλων εποχών (Κανατσούλη, 2014: 120). Επιπλέον, ο ήρωας ταλανίζεται

από εξωγενείς παράγοντες, προσπαθεί να διαφύγει και στο τέλος απελευθερώνεται,

μέσω της κάθαρσης που επέρχεται με όχι εύκολο ή υπάκουο τρόπο. Έτσι, η τελική

κατάστασή του επιτυγχάνει και την δικαίωση του αναγνώστη, ο οποίος στο μεταξύ

έχει ταυτιστεί ψυχικά και συναισθηματικά με τον πρωταγωνιστή.


MALTA YOK!!

 Πριν από 458 χρόνια, το 1565, το πρώτο οχυρό της Μάλτας, ο Άγιος Έλμο, πέφτει στα χέρια των Οθωμανων αφού άντεξε για 28 ημέρες, γεγονός που έδωσε χρόνο έτσι ώστε δύο μήνες αργότερα να πετύχει η δύση μια από τις πιο σημαντικότερες νίκες ενάντιον των Οθωμανών.



Η Μάλτα αποτελούσε στόχο προηγούμενων οθωμανικών εισβολών, ένα παραπάνω τώρα που οι Οσπιτάλιοι Ιππότες, το τελευταίο στρατιωτικό σταυροφορικό τάγμα που επέζησε, έλεγχαν το νησί και αποτελούσαν αγκάθι στην οθωμανική ναυτική ηγεμονία. Στις 18 Μαΐου 1565, οι Οθωμανοί εμφανίστηκαν στο νησί με περίπου 40.000 στρατιώτες, 200 πλοία, 50 κανόνια μεγάλου διαμετρήματος και βεληνεκούς και πάνω από 80.000 βλήματα. Οι υπερασπιστές είχαν στην διάθεση τους περίπου 500 ιππότες,5.500 χιλιάδες στρατιώτες, ενώ υπήρχαν διαθέσιμοι και οι 9.000 κάτοικοι της Μάλτας, που ήταν όμως ανίδεοι από το πεδίο της μάχης και δεν είχαν καμία εκπαίδευση.
Η κύρια εστία της πολιορκίας ήταν γύρω από μια χερσόνησο με πολλές οχυρώσεις και λιμάνια. Ο Άγιος Έλμο ήταν ένα φρούριο που βρισκόταν στην άκρη της χερσονήσου και φρουρούνταν από 1500 άνδρες κατά όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Απέναντι από τον κόλπο υπήρχαν τα φρούρια του Αγίου Μιχαήλ και του Μπίργκου, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν βάρκες για να υποστηρίξουν τον Άγιο Έλμο με προμήθειες και ενισχύσεις.
Στις 22 Ιουνίου, διατάχθηκε μια μεγάλη επίθεση στο οχυρό, αλλά οι Οθωμανοί χτυπήθηκαν από πίσω με μεγάλο κόστος για τη φρουρά. Το φρούριο είχε αντέξει για 27 ημέρες μέχρι στιγμής ωστοσο πολλά από τα τείχη του είχαν καταστραφεί και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς του είχε τραυματιστεί. Αποφασίστηκε ότι δεν θα καταβληθούν άλλες προσπάθειες για να βοηθηθεί το φρούριο που ως εκ θαύματος είχε άντεξει για σχεδόν ένα ολόκληρο μήνα και προκάλεσε χιλιάδες θύματα στους Τούρκους. Όλοι οι άνθρωποι και οι πόροι θα αφιερώνονταν στα εναπομείναντα φρούρια.
Οι αμυνόμενοι γνώριζαν πως έρχεται το τέλος. Εξομολογήθηκαν όλοι, κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν έσκαψαν και έθαψαν την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου του οχυρού για να “μην την μαγαρείσουν” οι Τούρκοι. Κατόπιν ο ιερέας του οχυρού άρχισε να χτυπά πένθιμα την καμπάνα. Συνέχισε μέχρι που έπεσε, αργότερα, νεκρός από το μαχαίρι των ισλαμιστών.
Στις 23 Ιουνίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την τελική επίθεση κατά του οχυρού. Έριξαν στη μάχη σχεδόν 20.000 άνδρες έναντι λιγότερων των 400 υπερασπιστών που μπορούσαν ακόμα να σταθούν στα πόδια τους. Οι Ιππότες ντε Γκουράς και ντε Μιράντα που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι από τα τραύματα, δέθηκαν σε καρέκλες ενώπιον ρήγματος του τείχους μέσω του οποίου εξόρμησαν οι Τούρκοι.
Εκεί πολέμησαν μέχρις εσχάτων και αφού σκότωσαν πολλούς Τούρκους, κομματιάστηκαν κυριολεκτικά από τους αντιπάλους τους. Την ίδια τύχη είχε και ο γενναίος συνταγματάρχης Μας που πέθανε μαχόμενος με το σπαθί του κατά πλήθος εχθρών. Οι τελευταίοι υπερασπιστές, αφού άναψαν την πυρά – σινιάλο ότι το οχυρό έπεσε, πολέμησαν μέχρις ενός μπροστά από το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου, στο οχυρό. Γλίτωσαν μόνο πέντε Μαλτέζοι που την τελευταία στιγμή βούτηξαν στη θάλασσα από τα τείχη και σώθηκαν κολυμπώντας
Μετά από 28 ημέρες μάχης, η φρουρά εξοντώθηκε, αλλά κατάφεραν να προκαλέσουν περίπου 8000 απώλειες, περίπου το 1/5 της συνολικής δύναμης εισβολής. Η θυσία της φρουράς επέτρεψε στις άλλες οχυρώσεις να αντέξουν για άλλους 2 μήνες, μέχρι που έφτασε
ενισχυτικό στράτευμα Σταυροφόρων 8.000 αντρών και έτρεψε τους Οθωμανούς σε φυγή. Η Πολιορκία της Μάλτας έμεινε στην ιστορία ως μια από τις μεγαλύτερες χριστιανικές νίκες ενάντιον των Οθωμανών για τους επόμενους 3 αιώνες.
Extra tip:Ανάμεσα στους αμυνόμενους στην πολιορκία της Μάλτας βρίσκονταν και 200 Έλληνες τακτικοί στρατιώτες, κυρίως αρκεβουζιοφόροι και μουσκετοφόροι ενώ πολύ σημαντική ήταν και η συμμετοχή του Βιτζέντζο Αναστάγκι (παραφθορά του Αναστάση). Γεννημένος στην Περούτζια, το 1531, αλλά καταγόμενος από τη Ραβέννα (με μακρινές ελληνικές ρίζες από την εποχή του "Βυζαντινού"Αυτοκράτορα Αναστασίου, ενώ μέλος της οικογένειας είχε νυμφευθεί την κόρη του στρατηγού Βελισάριου) ο Αναστάγκι είχε ενταχθεί στο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη το 1563, δύο μόλις χρόνια πριν την τουρκική επίθεση, θέλοντας να πολεμήσει κατά των εχθρών του χριστιανισμού.

Ένας μήνας στην εξοχή, του Ιβάν Τουργκιένιεφ. Ραδιοφωνικό Θέατρο.

Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος

  Αγαπητοί φίλοι και φίλες του Ραδιοφωνικού Θεάτρου απόψε πρόκειται να σας παρουσιάσω ένα τρυφερό και ευαίσθητο έργο, το αριστούργημα του Ρώσου συγγραφέα Ιβάν Τουργκιένιεφ Ένας μήνας στην εξοχή. Ένα εξαιρετικό κομμάτι της ρώσικης θεατρολογίας.



  Το έργο γράφτηκε μεταξύ 1848-1850, εκδόθηκε το 1855 και διαβάστηκε στο σανίδι για πρώτη φορά το 1872. Ανήκει στην προϊστορική περίοδο της υποκριτικής τέχνης που ο ηθοποιός τότε δεν αρκούσε να παίζει, αλλά έπρεπε να δείχνει και ότι παίζει. Αρχικός τίτλος του έργου ήταν Ο φοιτητής, το δράμα του Τουργκιένιεφ γενικά λογοκρίθηκε από τις τσαρικές αρχές.

  Ο Τουργκιένιεφ (1818-1883 ήταν γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας με πολλούς δουλοπάροικους στην ιδιοκτησία της. Ο ίδιος αγωνίστηκε σθεναρά για την κατάργηση του θεσμού της δουλοπαροικίας. Σχετικό με τη συγκεκριμένη δράση του είναι και το έργο Μουμού (1854).

 

  Στα κυριότερα έργα του Τουργκένιεφ συγκαταλέγονται: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ-ΣΥΛΛΟΓΕΣ: Αναμνήσεις ενός κυνηγού (1852), Μουμού (1854), Ασια (1858), Η πρώτη αγάπη (1860), Ο βασιλιάς Ληρ στη στέπα (1870). ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ: Ρούντιν (1856), Η φωλιά των ευγενών (1859), Την παραμονή (1860), Πατέρες και παιδιά (1862), Ο καπνός (1867), Απάτητη γη (1876). ΘΕΑΤΡΙΚΑ: Ένας μήνας στην εξοχή (1855).

 

  Στα έργα του κυριαρχούν οι παιδικές του αναμνήσεις, καθώς δέχεται έντονες επιδράσεις από την αυταρχική μητέρα στη ζωή του. Η μητέρα του είναι η πλούσια που παντρεύεται τον φτωχό αλλά μορφωμένο πατέρα του. Ο πατέρας του, απόστρατος αξιωματικός του ιππικού, είναι οικονομικά κατεστραμμένος και παντρεύεται την πολύ μεγαλύτερη μητέρα του ως σωσίβιο. Σ΄ αυτό το σπίτι ο Τουργκιένιεφ θα έχει μια έντονη ψυχολογική αντίδραση.

 

  Αργότερα κατά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, θα συναναστραφεί με το μεγάλο θεωρητικό του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν, ενώ θα γνωρίσει ακόμη και την ¨εγελιανή¨ φιλοσοφία, δε θα αναπτύξει ποτέ όμως επαναστατική δράση. Ο συγγραφέας θα ερωτευτεί μια γαλλίδα τραγουδίστρια και θα ζήσει τελικά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό.

 



 

Η πλοκή του έργου.

  Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο κυλά μέσα στη στατικότητα, την οποία δεν αρκούν για να τη θραύσουν οι πνευματώδεις σπινθηρισμοί. Το δεύτερο μέρος σπεύδει να δώσει την πρέπουσα λύση με μια έντονη δραματική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίζηλες υπάρξεις: την κοπέλα του νεανικού έρωτα και την ώριμη κυρία του ξαφνικού πάθους, αυτή το ζωντανεύει και δικαιώνει τη θεατρικότητα του.

 

  Η υπόθεση είναι απλή, βρισκόμαστε σε ένα εξοχικό μακριά από το χωριό και πιο μακριά ακόμη από την πόλη. Μια οικογένεια, το συζυγικό ζεύγος, η μαμά-πεθερά, ο μικρός γιος, μια μακρινή συγγένισσα, μια μικρή προστατευόμενη. Που και που η επίσκεψη του γιατρού φέρνει στο σπίτι την κοινωνικότητα. Ένας κόσμος τελματωμένος ζει τις καθημερινές ασήμαντες έγνοιες. Η μελαγχολία και το αδιέξοδο είναι εμφανή, όσο κι αν το λεπτό χιούμορ προσπαθεί να δημιουργήσει κάποια διέξοδο. Η Ναταλία Πέτροβνα ζει ανάμεσα στις φροντίδες για τους μικρούς του σπιτιού και το δικό της συναισθηματικό ερωτικό «χάος».

 

 Ο παλιός εραστής και τώρα ανεκτικός φίλος, Ρακίζιν, που ήρθε επίσκεψη από τη Μόσχα για να τους επισκεφθεί εντείνει το κενό της. Η άφιξη όμως του νεαρού διδασκάλου Μελάγεφ, αναστατώνει το σπίτι. Μια διάχυτη ερωτική διάθεση κυκλώνει τις γυναίκες του σπιτιού. Κάτι συμβαίνει πλέον στα ακίνητα νερά της εξοχικής ζωής. Η μικρή προστατευόμενη Βέρα, αισθάνεται τους πρώτους ερωτικούς παλμούς για το νεαρό δάσκαλο, τον οποίον ερωτεύεται όμως παράφορα η προστάτης, η Ναταλία Πέτροβνα. Η ώριμη οικοδέσποινα αισθάνεται ξαφνικά μια ακατανίκητη έλξη για τον ώριμο δάσκαλο του παιδιού της. Η ληθαργική ρουτίνα της ύπαρξής της αναστατώνεται. Φυσικά τίποτα το δραματικό δεν πρόκειται να συμβεί. Σχεδόν αποσύρεται. Ο δάσκαλος τα ΄χει χαμένα. Εδώ ο συγγραφέας ψυχογραφεί τους ήρωες του με διεισδυτική γνώση των ανθρωπίνων. Εκεί που περιμένουμε την καταιγίδα ο δάσκαλος αναχωρεί, η μικρή παντρεύεται τυφλά ένα γείτονα, για να ξεφύγει από τη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού και η Ναταλία Πέτροβνα μένει πάλι μόνη της στο πικρό της κενό.

 

  Περίπλοκα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα μιας ομάδας εύπορων αστών, που παίρνουν τα καλοκαίρια της πληκτικής ζωής τους στα κτήματα τους στην εξοχή. Γρήγορα η ζωή θα ξαναγυρίσει στα χιλιοπερπατημένα μονοπάτια της…

 

 

Περαιτέρω στοιχεία για το έργο.

 

  Έχουμε να κάνουμε με ένα τρυφερό και ευαίσθητο έργο, είναι πολυπρόσωπο, ψυχικών διαθέσεων και μεταπτώσεων, διάχυτο από ποιητική μελαγχολία, με αληθινούς ήρωες που κλυδωνίζονται για λίγο από συναισθηματική αναστάτωση και φλογερά πάθη. Σίγουρα ο Ένας μήνας στην εξοχή φαίνεται εκ πρώτης ξεπερασμένο, μας προβληματίζει όμως, μας διδάσκει και μας διασκεδάζει.

 

  Το έργο καθιέρωσε τον Τουργκιένιεφ ως συγγραφέα, καθώς θεωρείται το καλύτερο του, ενώ εντύπωση προκαλεί ότι το θεώρησε κωμωδία, επειδή το έγραψε στο πρότυπο της γαλλικής κομεντί! Ο καθένας είναι ερωτευμένος με κάποιον άλλον που είναι ερωτευμένος με άλλον κλπ, κανείς δεν αντιλαμβάνεται τα αληθινά κίνητρα του άλλου έως ότου είναι πολύ αργά, όλες σχεδόν οι ενέργειες του έργου μπερδεύονται να σημαίνουν κάτι αντιφατικό από αυτό το οποίο είχε προβλεφθεί. Αν όμως, με πολύ ρίσκο το χαρακτηρίσουμε κωμωδία, τότε έχουμε να κάνουμε με μία «σκοτεινή» κωμωδία, επειδή τα σφάλματα προκαλούν μεγάλα βάσανα στους χαρακτήρες του δράματος. Είναι εύκολες εν τέλει οι διέξοδοι του κειμένου στην υπερβολική κωμικοποίηση.

 

Ο Μάνος Κατράκης

  Με το έργο αυτό ο Τουργκιένιεφ προαναγγέλλει και το θέατρο του Τσέχωφ, με τον κόσμο των αριστοκρατών που ζουν μέσα στην υποκρισία και το ψέμα, βουτηγμένοι σε μια καθημερινότητα που γεμίζει τις μέρες τους με ανία. Τσεχωφκικό κλίμα επομένως, πριν τον Τσέχωφ. Κλίμα ήπιο απαλλαγμένο από βίαιες ταλαντεύσεις της θερμομετρικής στήλης, χωρίς παγετούς, καύσωνες, ανεμοθύελλες και νεροποντές, αν και γράφτηκε μισό αιώνα πριν τα έργα του Τσέχωφ ανήκει αναμφισβήτητα στο κλίμα τους. Το έργο παντρεύει τη σατιρική τέχνη του Οστρόφσκι με το μελαγχολικό πάθος του Τσέχωφ.

 

 Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας, επιτυγχάνεται με τις ανθρώπινες καταστάσεις και όχι με τη δράση, παρά το ότι στο δεύτερο μέρος υπάρχουν πολλά απρόοπτα στην εξέλιξη του μύθου. Μια ατμόσφαιρα ρομαντική, ένα καταθλιπτικό περιβάλλον με περίεργους χαρακτήρες, αισθήματα και ψυχικές συγκρούσεις. Ένα δράμα πάθους, δεν βλέπουμε όμως το πάθος που μπορούμε να βρούμε άφθονα και αβίαστα στα κινηματογραφικά έργα. Πρόκειται για τα πάθη των καρδιών και των ψυχών, τα πάθη των εσωτερικών ψυχικών συγκρούσεων, την αμφισημία, τη λαχτάρα, την ενοχή, το φθόνο και τη ζήλεια. Όλα αυτά, σύμφωνα με την Κάτια Σωτηρίου είναι και η ουσία της ψυχαναλυτικής θεωρίας και θεραπείας.

 

  Ο Τουργκιένιεφ παρατηρεί τα πράγματα μέσα στο έργο ρεαλιστικά, ενώ δε λείπουν οι δυτικές επιρροές της γραφής του. Ο ευγενικός λυρισμός που διαιτητεύει ανάμεσα στη λογική και το πάθος, ανάμεσα στις κοινωνικές αντινομίες και την καθοδήγηση προς την απελευθέρωση από τα δεσμά της προκατάληψης. Είναι διαρκής η εσωτερική κίνηση της ανικανοποίητης συζύγου και μητέρας, της Ναταλία Πετρόβνα, είναι το κεντρικό μοτίβο γύρω από το οποίο κινούνται από παρεμφερείς δυνάμεις όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα. Αυτό είναι και το συνθετικό κέρδος της παράστασης. Σύγχυση, πλήξη, πυρετός της «ανοιξιάτικης μπόρας» και συνεχή μετάπτωση του κεντρικού ρόλου, κάτι που απαιτεί συνεχή καλοζυγισμένα ερμηνευτικά σλάλομ από την ηθοποιό που την υποδύεται.

  Τα πάθη καταπιέζονται και οι ελπίδες αργοπεθαίνουν, η καρτερικότητα οδηγεί στην απελπισία που αν καμιά φορά ξεσπά σε δράμα στο τέλος επιστρέφει στη μονοτονία και στην πλήρη αδράνεια. Έτσι οι δύο ηρωίδες του έργου, από τη μία η καλλιεργημένη Ναταλία Πετρόβνα και από την άλλη η προστατευόμενη της, η δεκαεπτάχρονη Βέρα αισθάνονται για λίγο τον φλογερό και παράφορο έρωτα , θα επιστρέψουν όμως τελικά στον κόσμο τους, η μία στον αγροίκο και άξεστο άνδρα της, η άλλη στον ηλικιωμένο σύζυγο της, που θα της προσφέρει ασφάλεια.

  Όπως έγραψε και ο κριτικός του παρισινού ¨Φιγκαρό¨, με αφορμή το ανέβασμα του έργου στη γαλλική πρωτεύουσα το 1863, δεν έχει το δυναμισμό των σύγχρονων συγγραφέων. Εντούτοις όμως ο Τουργκένιεφ είναι λαμπρός ζωγράφος της επαρχιακής στείρας και πληκτικής φεδουαρχικής ζωής.

  Οι ηθοποιοί που διαβάζουν το έργο έχουν συλλάβει υποδειγματικά την ατμόσφαιρα και την αλήθεια των χαρακτήρων που έπλασε ο Τουργκιένιεφ.


Κλείνοντας θα πούμε ότι είναι, ως έργο, ένα από τα πιο λεπτογραφημένα κομψοτεχνήματα του πρώιμου θεάτρου.

 

Η Άννα Συναδινού


 

Πηγές:

radio-theatre.blogspot.com/2009/09/blog-post_30.html

https://vivliosimeia.blogspot.com/2018/12/blog-post_3.html

https://www.mytheatro.gr/enas-minas-stin-exochi-diachrono-kritiki/

https://tovivlio.net/ένας-μήνας-στην-εξοχή-του-ιβάν-τουργκέ/

https://tovivlio.net/ένας-μήνας-στην-εξοχή-του-ιβάν-τουργκέ/

και άρθρα από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου: http://www.nt-archive.gr/playMaterial.aspx?playID=92

 

Παίζουν οι ηθοποιοί: Λουκιανός Ροζάν, Θεανώ Ιωαννίδου, Κρινιώ Παπά, Άννα Συνοδινού, Μάνος Κατράκης, Γιαννάκης Καλατζόπουλος, Γιώργος Τζώρτζης, Γρηγόρης Μασσαλάς, Γιάννης Αργύρης, Βέρα Ζαβιτσιάνου, Ανδρέας Φιλιππίδης, Ηρώ Κυριακάκη, Κώστας Δημητριάδης.


• Άννα Συνοδινού [Natalya Petrovna, 29]

• Μάνος Κατράκης [Mikhail Aleksandrovich Rakitin, 30]

• Γιώργος Τζώρτζης [Aleksei Nikolayevich Belyaev, 21]

• Ανδρέας Φιλιππίδης [Arkadi Sergeyevich Islayev, 36]

• Βέρα Ζαβιτσιάνου [Vera Aleksandrovna (Verochka), 17]

• Γιαννάκης Καλατζόπουλος [Kolya, 10]

• Κρινιώ Παπά [Anna Semyonovna, 58]

• Θεανώ Ιωαννίδου [Lizaveta Bogdanovna, 37]

• Λουκιανός Ροζάν [Adam Ivanovich Schaaf, 45]

• Κώστας Δημητριάδης [Afanasi Ivanovich Bolshintsov, 48]

• Γιάννης Αργύρης {Ignati Ilyich Shpigelsky, 40]

• Γρηγόρης Μασσαλάς [Matvei, 40]

• Ηρώ Κυριακάκη [Katya, 20]


Η μεταφορά έγινε από το κανάλι Ισοβίτης:



 

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.


Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.

 Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...