Διάολος και διαολάκι. Ικαριώτικο παραμύθι
Και τώρα βουβές όλο αυτιά...
Ο πατέρας ο διάολος καθότανε στο καφενείο με το παιδί του το διαολάκι. Απέναντι ήτανε η θάλασσα, το πέλαγος. Εκεί πνιγόντανε ένα καράβι. Και λέει το διαολάκι στον πατέρα διάολο:
–Πατέρα, ό,τι κακό γίνεται στον κόσμο μού τα φορτώνουν εμένα. Για κοίτα αυτό το καράβι που πνίγεται στο πέλαγος, είμαι εγώ εκεί;
Και λέει ο πατέρας ο διάολος:
–Δεν είσαι, παιδί μου, εκεί, αλλά είναι τα έργα σου εκειπέρα.
Κι αυτό είναι γι' αυτούς που δεν φαίνονται ότι κινούν τα νήματα.
Κωνσταντίνος Κόχυλας, Ράχες
Μεροληπτική στάση εις βάρος Ελλήνων στη Στενήμαχο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η περίπτωση των Αδελφών Καλαμάνου
Η συνθήκη (Νεϊγύ) η οποία ρύθμιζε τις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στη μεταπολεμική (πρώτος παγκόσμιος πόλεμος) Βουλγαρία ήταν σαφής σε θέματα παράνομου πλουτισμού από τον πόλεμο...
Το άρθρο 3 της συνθήκης του Νεϊγί όριζε τα εξής:
«όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες ή στρατιωτικοί οι οποίοι επωφελούμενοι από τη θέση τους συντέλεσαν στην προπαρασκευή και συνέχιση του πολέμου και χρησιμοποίησαν τις περιστάσεις για να πετύχουν πλεονεκτήματα γι’ αυτούς και για άλλους αλλά και οι βουλευτές ή άλλα πρόσωπα που ενήργησαν με σκοπό την κερδοσκοπία θα δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 431 του ποινικού νόμου, εκτός κι αν οι πράξεις τους υπάγονταν σε διατάξεις αυστηρότερες από του νόμου αυτού» (άρθρο 3).
Το αμέσως επόμενο άρθρο συμπλήρωνε το προηγούμενο:
Ιδιοκτησία και μόχθος έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, ειδάλλως η πρώτη έπρεπε να κατασχεθεί (άρθρο 4).
Επί της ουσίας όμως οι ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ τύχαιναν ευμενούς αντιμετώπισης έναντι των ΝΙΚΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η περίπτωση των αδερφών Καλαμάνου που κατηγορήθηκαν για παράβαση των ανωτέρω είναι αντιπροσωπευτική της προηγούμενης διαπίστωσης...
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΦΩΝ ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΥ :
Ουσιαστικά το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων στο συγκεκριμένο σημείο της συνθήκης περιορίστηκε στην καταδίωξη των Ελλήνων, γιατί οι ελάχιστοι συλληφθέντες υπήκοοι των άλλων κρατών της Entente αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από προφορικά διαβήματα των διπλωματικών και στρατιωτικών τους αντιπροσώπων.
Σε επιστολή τους, τα αδέρφια Ζήσης και Δημήτριος Καλαμάνος από τη Στενήμαχο προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, με την οποία διαμαρτύρονταν για τη φυλάκιση του ενός εκ των δύο αλλά και για την κατάσχεση του καπνεργοστασίου, των καπναποθηκών και όλης τους της περιουσίας, υποστήριζαν την αθωότητα τους, μια και ως έλληνες υπήκοοι κατά τη διάρκεια του Πολέμου δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να μετακινηθούν ούτε να ταξιδέψουν ούτε ακόμη και να αλληλογραφούν διατελώντας πάντα σε περιορισμό
Ο αρχηγός της στρατιωτικής δικαιοσύνης Γεωργίεφ ψευδώς υποσχέθηκε στον Πανουριά ότι ο συλληφθείς θα απολυόταν τις επόμενες μέρες και ότι θα ήταν ελεύθερος να εργαστεί.
Οι επίμονες διαμαρτυρίες του Έλληνα διαπιστευμένου έπεφταν στο κενό,
ενώ όταν απευθύνθηκε στον Άγγλο ομόλογό του στη Σόφια ζητώντας τη βοήθεια του προκειμένου να απελευθερωθούν δέκα περίπου Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι κρατούνταν βάσει του εν λόγω νόμου, ο Dering αρνήθηκε να αναμιχθεί μια και δεν υπήρχε Άγγλος υπήκοος με παρόμοιο πρόβλημα. Επέλεξε να μείνει έξω από μια ακόμη «ελληνοβουλγαρική διαφωνία», όπως τη χαρακτήρισε...
Ένα ακόμη κλασικό παράδειγμα του ψυχρού κυνικού διπλωματικού ρεαλισμού με τον οποίο μας αντιμετώπισαν οι Σύμμαχοι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο...
Το άρθρο 3 της συνθήκης του Νεϊγί όριζε τα εξής:
«όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ή ιδιώτες ή στρατιωτικοί οι οποίοι επωφελούμενοι από τη θέση τους συντέλεσαν στην προπαρασκευή και συνέχιση του πολέμου και χρησιμοποίησαν τις περιστάσεις για να πετύχουν πλεονεκτήματα γι’ αυτούς και για άλλους αλλά και οι βουλευτές ή άλλα πρόσωπα που ενήργησαν με σκοπό την κερδοσκοπία θα δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 431 του ποινικού νόμου, εκτός κι αν οι πράξεις τους υπάγονταν σε διατάξεις αυστηρότερες από του νόμου αυτού» (άρθρο 3).
Το αμέσως επόμενο άρθρο συμπλήρωνε το προηγούμενο:
Ιδιοκτησία και μόχθος έπρεπε να είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, ειδάλλως η πρώτη έπρεπε να κατασχεθεί (άρθρο 4).
Επί της ουσίας όμως οι ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ τύχαιναν ευμενούς αντιμετώπισης έναντι των ΝΙΚΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η περίπτωση των αδερφών Καλαμάνου που κατηγορήθηκαν για παράβαση των ανωτέρω είναι αντιπροσωπευτική της προηγούμενης διαπίστωσης...
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΦΩΝ ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΥ :
Ουσιαστικά το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων στο συγκεκριμένο σημείο της συνθήκης περιορίστηκε στην καταδίωξη των Ελλήνων, γιατί οι ελάχιστοι συλληφθέντες υπήκοοι των άλλων κρατών της Entente αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από προφορικά διαβήματα των διπλωματικών και στρατιωτικών τους αντιπροσώπων.
Σε επιστολή τους, τα αδέρφια Ζήσης και Δημήτριος Καλαμάνος από τη Στενήμαχο προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, με την οποία διαμαρτύρονταν για τη φυλάκιση του ενός εκ των δύο αλλά και για την κατάσχεση του καπνεργοστασίου, των καπναποθηκών και όλης τους της περιουσίας, υποστήριζαν την αθωότητα τους, μια και ως έλληνες υπήκοοι κατά τη διάρκεια του Πολέμου δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να μετακινηθούν ούτε να ταξιδέψουν ούτε ακόμη και να αλληλογραφούν διατελώντας πάντα σε περιορισμό
Ο αρχηγός της στρατιωτικής δικαιοσύνης Γεωργίεφ ψευδώς υποσχέθηκε στον Πανουριά ότι ο συλληφθείς θα απολυόταν τις επόμενες μέρες και ότι θα ήταν ελεύθερος να εργαστεί.
Οι επίμονες διαμαρτυρίες του Έλληνα διαπιστευμένου έπεφταν στο κενό,
ενώ όταν απευθύνθηκε στον Άγγλο ομόλογό του στη Σόφια ζητώντας τη βοήθεια του προκειμένου να απελευθερωθούν δέκα περίπου Έλληνες υπήκοοι οι οποίοι κρατούνταν βάσει του εν λόγω νόμου, ο Dering αρνήθηκε να αναμιχθεί μια και δεν υπήρχε Άγγλος υπήκοος με παρόμοιο πρόβλημα. Επέλεξε να μείνει έξω από μια ακόμη «ελληνοβουλγαρική διαφωνία», όπως τη χαρακτήρισε...
Ένα ακόμη κλασικό παράδειγμα του ψυχρού κυνικού διπλωματικού ρεαλισμού με τον οποίο μας αντιμετώπισαν οι Σύμμαχοι μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο...
Ο από μηχανής θεός...
Τον «από μηχανής θεό» χρησιμοποιούν σαν τέχνασμα: ο Αισχύλος καμία φορά, ο Σοφοκλής μία φορά ενώ ο Ευριπίδης επτά φορές!!!
Εξομολογήθηκε για τη νύφη της!
Κάποια γυναίκα πήγε να εξομολογηθεί και άρχισε να κατηγορεί τη νύφη της. Ο Γέροντας τη σταματούσε και με αυστηρό ύφος της έλεγε:
- Άφησε τη νύφη σου! Τα δικά σου αμαρτήματα πες μου!
Εκείνη λες και δεν ακουγε, συνέχιζε ακάθεκτη το κατηγορητήριο. Κάποτε τελείωσε. Σήκωνεται τότε ο Γέροντας και της λέει :
- Να πεις στη νύφη σου να έλθει να της διαβάσω την ευχή!
Όποτε εκείνη με απόρια ρωτά:
-Κι εμένα;
- Σε σένα θα διαβάσω, όταν εξομολογηθείς τα δικά σου αμαρτήματα!
(Από τη ζωή και τη διδασκαλία του πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου)
- Άφησε τη νύφη σου! Τα δικά σου αμαρτήματα πες μου!
Εκείνη λες και δεν ακουγε, συνέχιζε ακάθεκτη το κατηγορητήριο. Κάποτε τελείωσε. Σήκωνεται τότε ο Γέροντας και της λέει :
- Να πεις στη νύφη σου να έλθει να της διαβάσω την ευχή!
Όποτε εκείνη με απόρια ρωτά:
-Κι εμένα;
- Σε σένα θα διαβάσω, όταν εξομολογηθείς τα δικά σου αμαρτήματα!
(Από τη ζωή και τη διδασκαλία του πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου)
Μία άγνωστη εκτόπιση βλάχικων πληθυσμών από την περιοχή της Κάτω Τζουμαγιάς (Ηράκλειας Σερρών) στο βουλγαροκρατούμενο Ποζάρεβιτς της Σερβίας από τους Βούλγαρος το 1916. Μ'ερος Ά
Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έλαβε χώρα μία απάνθρωπη και σκληρή βουλγάρικη κατοχή στο νομό Σερρών.
Ήταν η δεύτερη κατοχή (είχε προηγηθεί εκείνη του 1912-130 από τις συνολικά τρεις (θα ακολουθούσε εκείνη του 1941-44) που θα υφίστατο ο νομός Σερρών από τους Βούλγαρούς.
Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισήλθαν στο νομό Σερρών και την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (06-08-1916) κατέλαβαν την Κάτω Τζουμαγιά (Ηράκλεια Σερρών).
Μετέτρεψαν άμεσα τα σχολεία σε στρατώνες και διέκοψαν την τελούμενη θεία λειτουργία.
Πρώτο τους μέλημα ήταν φυσικά να κακοποιήσουν όσους συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα.
Κατόπιν έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους, έχοντας λοιπόν ως στρατηγική τους την μεταφορά των Βλάχων της ευρύτερης περιοχής στη νότια Σερβία και συγκεκριμένα στο Ποζάρεβιτς και μέσω της βουλγαροπίησης τους τον έλεγχο αυτής της περιοχής.
Με κομμένη την ανάσα μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της έρευνας της κας Πανοπούλου που ακολουθεί...
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, οι
Βούλγαροι ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να εκκενώσουν την Τζουμα-
γιά. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις 7-8 χιλιάδες ψυχές, περπατούσαν για
πολλές ώρες στο δρόμο, που οδηγούσε προς τη Βουλγαρία δια μέσου των
στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους
της Ράμνας, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, και των άλλων περιοχών.
Οι υπερήλικες βλαχόφωνοι διηγούνται:
«Κτυπούσαν οι καμπάνες κι ένας βούργαρος με μια ντουντούκα, μας
είπε να πάρουμε ψωμί και λίγα ρούχα για λίγες μέρες και να ξεκινήσουμε.
Όλοι μπροστά. Και γέροι και νέοι και παιδιά. Τους ηλικιωμένους τους
βάλαμε πάνω στους αραμπάδες. Και τα κοπάδια μας μαζί. Με τα πόδια.
Σχηματίστηκε μια ουρά απ’ εδώ μέχρι το Σιδηρόκαστρο. Δεν ξέραμε που
πηγαίναμε. Δεν πήρανε όμως μόνο απ’ το δικό μας το χωριό. Άδειασαν όλα
τα γύρω χωριά. 8-9 χιλιάδες ήταν μόνο από τη Τζουμαγιά. Εκεί κοντά στο
Στρυμονοχώρι μας πήρε η νύκτα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η κατά-
σταση ήταν δύσκολη. Τα μωρά κλαίγανε, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι και
ηλικιωμένοι. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τη Βουργαρία
μεριά. Ανεβαίναμε τα στενά της Ρούπελης και της Κρέσνας και νωρίς το
απόγευμα φτάσαμε στο Λιβούνοβο».
Η Ελένη Ζιαντάρη αναφέρει: «Ο πατέρας μου δούλευε στο καπνο-
μάγαζο στην Καβάλα, κι οι Βούργαροι, μαζί με το θείο μου, τους πήραν
από κει όμηρους στην παλιά Βουργαρία. Η μάναμ’ όταν την πήραν οι
Βούργαροι, είχε εμένα μωρό και με κρέμασε μπροστά της, στην πλάτη είχε
μια βελέντζα να μας σκεπάζει και στο άλλο χέρι κρατούσε τον αδερφό μου
το Μήτο, που ήταν έξι χρονών. Απ’ όλα τα χωριά, μόνο τους Έλληνοι πή-
ραν. Τους άλλους δεν τους πείραζαν καθόλου. Εμάς τους Βλάχους, επειδή
είμασταν Έλληνοι, μας μάζεψαν όλους. Μια βδομάδα περπατούσαν για να
φθάσουν στην Κρέσνα. Εκεί δεν είχαν ούτε φαΐ ούτε ψωμί. Τα παιδιά της
θείας μου πέθαναν και τα τρία από την πείνα. Μόνη της άνοιγε λάκκο και
τα έθαβε…».
Αρκετοί εγκαταλείφθηκαν στην Άνω Τζουμαγιά, Πέτροβο, Πετρίτσι,
Ντούπνιτσα κ.α. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν στο Μελέ-
νικο σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι ως όμηροι και αιχμάλωτοι των
Βουλγάρων. Στο Μελένικο παρέμειναν για 4 μήνες. Η παραμονή τους εκεί
ήταν μαρτυρική. «Εκεί νόμισα ότι θα πεθάνω. Δεν είχαμε ούτε ψωμί ούτε
φαγητό». Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά για την ίδια περίπτωση: «Λόγω
της παντελούς ελλείψεως τροφίμων εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν εξ ασι-
τίας. Απηγορεύετο εξ άλλου αυστηρώς η αγοροπωλησία σιτηρών, αλεύ-
ρου και εν γένει τροφίμων. Μας εχορηγούσαν οι Βούλγαροι κατά μήνα
άλευρον εξ αραβοσίτου ανά 100 δράμια το άτομον, και αυτό δε πικρόν
και ακατάλληλον προς βρώσιν. Ετρώγαμεν κούσπον (πίτυρα, υποπροϊόν
σησαμελαίου το πλείστον).
Το Δεκέμβριο του 1916 ο χειμώνας ήταν δριμύτατος. Όσοι από τους
ομήρους άντεξαν στις κακουχίες, οι Βούλγαροι τους μετέφεραν στην βουλ-
γαροκρατούμενη παλαιά Σερβία, στο Ποζάρεβατς. Εκεί παρέμεινε ο κύριος
όγκος των Βλάχων. «Απ’ το Μελένικο ποδαρόδρομο περίπου 6-7 ώρες και
μέσα στις βροχές πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας πέταξαν
μέσα σε βαγόνια. Όλους μαζί τον έναν πάνω στον άλλο. Ξεκίνησε το τραίνο
σιγά- σιγά και μετά έφτασε στη Σόφια κι απ’ εκεί στη Νύσσα της Σερβίας.
Είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Όλοι λέγαμε όσο αντέξουμε. Εκεί δε, θυμά-
μαι, πως μέσα στο τραίνο μερικοί Γερμανοί στρατιώτες μας έδιναν κανένα
κομμάτι ψωμί……»
«….Υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν με τα πόδια γιατί είχαν πάρει μαζί
τους και τα κοπάδια. Άλλοι, πάλι, πήγαιναν με αραμπάδες…..
Στη βουλγαροκρατούμενη Νύσσα τους κράτησαν μέσα στα βαγόνια
τρεις μέρες. Εκεί τους έδωσαν τροφή και ψωμί. Από τη Νύσσα τους μετέ-
φεραν στην παραδουνάβια κωμόπολη Σιμέντρια. Τους έβαλαν μέσα στα
αμπάρια ποταμόπλιων του Δούναβη και τους μετέφεραν στο Ποζάρεβατς.
Το Ποζάρεβατς ήταν και αυτό την εποχή εκείνη βουλγαροκρατούμενο.
Ήταν όμως μια περιοχή όμορφη, εύφορη και πλούσια, τόσο ως προς την
γεωργική παραγωγή όσο και ως προς την κτηνοτροφική αλλά και το εμπό-
ριο. « Όταν φτάσαμε στο Ποζάρεβατς είδαμε το Θεό να περπατάει στη γη.
Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας. Παρόλο που οι Βούλγαροι πάλι δεν μας
άφηναν σε ησυχία, εν τούτοις, εμάς μας άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε απ’ όλα
τα καλά. Εκεί σ’ αυτή την πόλη μείναμε οι περισσότεροι. Μερικοί πήγαν
και στο Πέτροβιτς και σε άλλα χωριά εκεί τριγύρω. Εμείς και κει είμασταν
κτηνοτρόφοι. Οι Σέρβοι ήταν καλός λαός. Μόλις σουρούπωνε όμως αυτοί
εξαφανίζονταν. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους».
Ο Γ. Βελιγρατλής αναφέρει σχετικά: «συχνά ο πατέρας μου μας μιλούσε
για τα χρόνια της ομηρίας. Αυτό το οποίο μας τόνιζε, ήταν, πως είχαν πάει
στον πολιτισμό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που ήξερε γράμματα.
Πήγε με κάποιους άλλους, όταν έφτασαν στο Ποζάρεβατς, να ζητήσουν
δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Είπαν στον ξενοδόχο ότι ήταν εκπρόσωποι της
ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός τους αρνήθηκε. Φεύγοντας είπαν στα βλά-
χικα:»κι εδώ δε μας θέλουν». Ο ξενοδόχος ο οποίος ήταν κι αυτός Βλάχος
αμέσως τους τακτοποίησε σε δωμάτιο».
Οι Βούλγαροι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συνελάμβαναν ένα
άτομο από κάθε οικογένεια και τα έστελναν σε αναγκαστικά έργα, άγνω-
στο πού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν. Ο Γ. Τζεμαΐλας
γράφει: «Εις Ποζάρεβατς παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. Τα κα-
ταστήματα της πόλης ήσαν κλειστά, και τα είχον καταλάβει και τα εξεμε-
ταλλεύοντο, ως λείαν, Βούλγαροι ιδιώται. Άρρενες Σέρβοι δεν είχον μείνη,
εκτός των κάτω των 18 ετών και άνω των 60, διότι η Σερβία είχε κηρύξει
πανστρατιάν και μετά την κατάρευσίν της, ο Σερβικός στρατός απεσύρθη
και εφιλοξενήθη εις την Ελλάδα, το πλείστον εις την Κέρκυραν, ενωθείς με
τα συμμαχικά στρατεύματα (Αγγλο-Γαλλικά)».
Η Ελένη Ζιαντάρη διηγείται: « Η Ποζιάροβα ήταν πολύ ωραία πόλη.
Οι Σέρβοι μας πήραν να δουλέψουμε στ’ αμπέλια τους. Πολλοί πάλι, δού-
λευαν στα σπίτια των Εβραίων σαν υπηρέτες. Είχε πολλούς Εβραίους. Αυ-
τοί ήταν πανπλούσιοι. Είχαν πολύ ωραία σπίτια και ασχολούνταν με το
εμπόριο. Ήταν έμποροι αυτοί. Εμείς ζούσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα
σε μεγάλα καφενεία.
Ερώτηση: Γάμοι, γλέντια γίνονταν εκεί που πήγατε;
Απάντηση: Τι γάμοι. Τόσο μεγάλη πόλη μόνο δυό εκκλησίες είχε. Αφού
σπίτια δεν είχαμε, τι γάμους να κάναμε. Βέβαια, μερικοί παντρεύτηκαν εκεί.
Έχουμε κι εκεί νταμάρι. Εμείς δεν είχαμε που να μείνουμε. Μ’ ένα ρούχο
στην πλάτη είμασταν κορίτσι μ’, γάμους και πανηγύρια θα κάναμε. Αυτοί
που ήταν υπηρέτες, τους έδιναν και μια γωνιά στην αποθήκη για να κοιμη-
θούν. Οι άλλοι τίποτα. Αυτοί είχαν πολύ ωραία σπίτια. Μα μόνο ένα ή δύο
πατώματα. Είχαν όμως μεγάλα υπόγεια... Οι Εβραίοι δεν πείραζαν τους
Έλληνοι... Οι δικοί μας οι Βλάχοι είχαν φέρει και τα κοπάδια τους μαζί.
Ερώτηση: Τα προϊόντα τι τα κάνανε; Τα πουλούσαν;
Απάντηση: Μπα, τί να πουλήσουν. Τα μοίραζαν στους δικούς μας. Οι
Σέρβοι μας έλεγαν πως για δέκα χρόνια θα μπορούσαν να μας ταΐζουν.
Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1918 οπότε άρχισε
και η επιστροφή τους.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1918 το βουλγάρικο μέτωπο θα καταρρεύσει και η Βούλγαροι θα ζητήσουν από τους συμμάχους μας ανακωχή με τον όρο να μην εισβάλλει ο ελληνικός στρατός στη Βουλγαρία. Οι σύμμαχοι μας φυσικά έκαναν αποδεκτό το αίτημα τους! Παρά το γεγονός ότι τους πολέμησαν με κάθε μέσο!! Οι Βούλγαροι (συνεπείς όπως πάντα στις ιστορικές υποχρεώσεις τους), την προστασία που θα τους παρείχαν οι σύμμαχοι θα τους την ξεπλήρωναν, 23 χρόνια μετά, το 1941 προσχωρώντας στις δυνάμεις του Άξονα.
Λίγο αργότερα θα ζητήσει ανακωχή και η Τουρκία, ενώ στις 11 Νοεμβρίου θα παραδοθεί η Γερμανία και έτσι θα τελειώσει ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος.
¨Αμεσα ξεκίνησε και η επιστροφή των εκτοπισθέντων Βλάχων στην περιοχή. Επρόκειτο για πραγματική Οδύσσεια (θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου). Συνολικά οργανώθηκαν τέσσερις αποστολές προκειμένου να επιστρέψουν.
Πίσω στην πατρίδα βρήκαν συντρίμμια, ενώ χωριά ολόκληρα (όπως η Ράμνα) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αρκετοί όμως παρέμειναν στο Ποζάρεβιτς, όπου συμβίωσαν αρμονικά με τους Σέρβους και ευημέρησαν.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι εξ αυτών παρέμειναν και στη Βουλγαρία όπου και βουλγαροποιήθηκαν. Η πλειονότητα όμως των εκτοπισθέντων επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.
Τα γεγονότα που περιγράφηκαν δυστυχώς είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Οι έρευνες που έχουν διενεργηθεί είναι λιγοστές. Η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Βλάχων είναι παραγκωνισμένη και σίγουρα θα πρέπει να ενταθεί.
Τέλος Πρώτου Μέρους.
Ήταν η δεύτερη κατοχή (είχε προηγηθεί εκείνη του 1912-130 από τις συνολικά τρεις (θα ακολουθούσε εκείνη του 1941-44) που θα υφίστατο ο νομός Σερρών από τους Βούλγαρούς.
Το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι εισήλθαν στο νομό Σερρών και την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (06-08-1916) κατέλαβαν την Κάτω Τζουμαγιά (Ηράκλεια Σερρών).
Μετέτρεψαν άμεσα τα σχολεία σε στρατώνες και διέκοψαν την τελούμενη θεία λειτουργία.
Πρώτο τους μέλημα ήταν φυσικά να κακοποιήσουν όσους συμμετείχαν στο Μακεδονικό Αγώνα.
Κατόπιν έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο τους, έχοντας λοιπόν ως στρατηγική τους την μεταφορά των Βλάχων της ευρύτερης περιοχής στη νότια Σερβία και συγκεκριμένα στο Ποζάρεβιτς και μέσω της βουλγαροπίησης τους τον έλεγχο αυτής της περιοχής.
Με κομμένη την ανάσα μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της έρευνας της κας Πανοπούλου που ακολουθεί...
Στις 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, οι
Βούλγαροι ανάγκασαν όλους τους κατοίκους να εκκενώσουν την Τζουμα-
γιά. Έτσι, όλοι οι κάτοικοι, γύρω στις 7-8 χιλιάδες ψυχές, περπατούσαν για
πολλές ώρες στο δρόμο, που οδηγούσε προς τη Βουλγαρία δια μέσου των
στενών του Ρούπελ και της Κρέσνας. Το ίδιο συνέβη και με τους κατοίκους
της Ράμνας, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, και των άλλων περιοχών.
Οι υπερήλικες βλαχόφωνοι διηγούνται:
«Κτυπούσαν οι καμπάνες κι ένας βούργαρος με μια ντουντούκα, μας
είπε να πάρουμε ψωμί και λίγα ρούχα για λίγες μέρες και να ξεκινήσουμε.
Όλοι μπροστά. Και γέροι και νέοι και παιδιά. Τους ηλικιωμένους τους
βάλαμε πάνω στους αραμπάδες. Και τα κοπάδια μας μαζί. Με τα πόδια.
Σχηματίστηκε μια ουρά απ’ εδώ μέχρι το Σιδηρόκαστρο. Δεν ξέραμε που
πηγαίναμε. Δεν πήρανε όμως μόνο απ’ το δικό μας το χωριό. Άδειασαν όλα
τα γύρω χωριά. 8-9 χιλιάδες ήταν μόνο από τη Τζουμαγιά. Εκεί κοντά στο
Στρυμονοχώρι μας πήρε η νύκτα και καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η κατά-
σταση ήταν δύσκολη. Τα μωρά κλαίγανε, έγκυες γυναίκες, άρρωστοι και
ηλικιωμένοι. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε πάλι προς τη Βουργαρία
μεριά. Ανεβαίναμε τα στενά της Ρούπελης και της Κρέσνας και νωρίς το
απόγευμα φτάσαμε στο Λιβούνοβο».
Η Ελένη Ζιαντάρη αναφέρει: «Ο πατέρας μου δούλευε στο καπνο-
μάγαζο στην Καβάλα, κι οι Βούργαροι, μαζί με το θείο μου, τους πήραν
από κει όμηρους στην παλιά Βουργαρία. Η μάναμ’ όταν την πήραν οι
Βούργαροι, είχε εμένα μωρό και με κρέμασε μπροστά της, στην πλάτη είχε
μια βελέντζα να μας σκεπάζει και στο άλλο χέρι κρατούσε τον αδερφό μου
το Μήτο, που ήταν έξι χρονών. Απ’ όλα τα χωριά, μόνο τους Έλληνοι πή-
ραν. Τους άλλους δεν τους πείραζαν καθόλου. Εμάς τους Βλάχους, επειδή
είμασταν Έλληνοι, μας μάζεψαν όλους. Μια βδομάδα περπατούσαν για να
φθάσουν στην Κρέσνα. Εκεί δεν είχαν ούτε φαΐ ούτε ψωμί. Τα παιδιά της
θείας μου πέθαναν και τα τρία από την πείνα. Μόνη της άνοιγε λάκκο και
τα έθαβε…».
Αρκετοί εγκαταλείφθηκαν στην Άνω Τζουμαγιά, Πέτροβο, Πετρίτσι,
Ντούπνιτσα κ.α. Αλλά οι περισσότερες οικογένειες οδηγήθηκαν στο Μελέ-
νικο σωματικά και ψυχικά εξαντλημένοι ως όμηροι και αιχμάλωτοι των
Βουλγάρων. Στο Μελένικο παρέμειναν για 4 μήνες. Η παραμονή τους εκεί
ήταν μαρτυρική. «Εκεί νόμισα ότι θα πεθάνω. Δεν είχαμε ούτε ψωμί ούτε
φαγητό». Ο Γ. Τζεμαΐλας γράφει σχετικά για την ίδια περίπτωση: «Λόγω
της παντελούς ελλείψεως τροφίμων εκινδυνεύσαμεν να αποθάνωμεν εξ ασι-
τίας. Απηγορεύετο εξ άλλου αυστηρώς η αγοροπωλησία σιτηρών, αλεύ-
ρου και εν γένει τροφίμων. Μας εχορηγούσαν οι Βούλγαροι κατά μήνα
άλευρον εξ αραβοσίτου ανά 100 δράμια το άτομον, και αυτό δε πικρόν
και ακατάλληλον προς βρώσιν. Ετρώγαμεν κούσπον (πίτυρα, υποπροϊόν
σησαμελαίου το πλείστον).
Το Δεκέμβριο του 1916 ο χειμώνας ήταν δριμύτατος. Όσοι από τους
ομήρους άντεξαν στις κακουχίες, οι Βούλγαροι τους μετέφεραν στην βουλ-
γαροκρατούμενη παλαιά Σερβία, στο Ποζάρεβατς. Εκεί παρέμεινε ο κύριος
όγκος των Βλάχων. «Απ’ το Μελένικο ποδαρόδρομο περίπου 6-7 ώρες και
μέσα στις βροχές πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί μας πέταξαν
μέσα σε βαγόνια. Όλους μαζί τον έναν πάνω στον άλλο. Ξεκίνησε το τραίνο
σιγά- σιγά και μετά έφτασε στη Σόφια κι απ’ εκεί στη Νύσσα της Σερβίας.
Είχα σταματήσει να σκέφτομαι. Όλοι λέγαμε όσο αντέξουμε. Εκεί δε, θυμά-
μαι, πως μέσα στο τραίνο μερικοί Γερμανοί στρατιώτες μας έδιναν κανένα
κομμάτι ψωμί……»
«….Υπήρχαν αρκετοί που πήγαιναν με τα πόδια γιατί είχαν πάρει μαζί
τους και τα κοπάδια. Άλλοι, πάλι, πήγαιναν με αραμπάδες…..
Στη βουλγαροκρατούμενη Νύσσα τους κράτησαν μέσα στα βαγόνια
τρεις μέρες. Εκεί τους έδωσαν τροφή και ψωμί. Από τη Νύσσα τους μετέ-
φεραν στην παραδουνάβια κωμόπολη Σιμέντρια. Τους έβαλαν μέσα στα
αμπάρια ποταμόπλιων του Δούναβη και τους μετέφεραν στο Ποζάρεβατς.
Το Ποζάρεβατς ήταν και αυτό την εποχή εκείνη βουλγαροκρατούμενο.
Ήταν όμως μια περιοχή όμορφη, εύφορη και πλούσια, τόσο ως προς την
γεωργική παραγωγή όσο και ως προς την κτηνοτροφική αλλά και το εμπό-
ριο. « Όταν φτάσαμε στο Ποζάρεβατς είδαμε το Θεό να περπατάει στη γη.
Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας. Παρόλο που οι Βούλγαροι πάλι δεν μας
άφηναν σε ησυχία, εν τούτοις, εμάς μας άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε απ’ όλα
τα καλά. Εκεί σ’ αυτή την πόλη μείναμε οι περισσότεροι. Μερικοί πήγαν
και στο Πέτροβιτς και σε άλλα χωριά εκεί τριγύρω. Εμείς και κει είμασταν
κτηνοτρόφοι. Οι Σέρβοι ήταν καλός λαός. Μόλις σουρούπωνε όμως αυτοί
εξαφανίζονταν. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους».
Ο Γ. Βελιγρατλής αναφέρει σχετικά: «συχνά ο πατέρας μου μας μιλούσε
για τα χρόνια της ομηρίας. Αυτό το οποίο μας τόνιζε, ήταν, πως είχαν πάει
στον πολιτισμό. Ο πατέρας μου ήταν από τους λίγους που ήξερε γράμματα.
Πήγε με κάποιους άλλους, όταν έφτασαν στο Ποζάρεβατς, να ζητήσουν
δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Είπαν στον ξενοδόχο ότι ήταν εκπρόσωποι της
ελληνικής κυβέρνησης. Αυτός τους αρνήθηκε. Φεύγοντας είπαν στα βλά-
χικα:»κι εδώ δε μας θέλουν». Ο ξενοδόχος ο οποίος ήταν κι αυτός Βλάχος
αμέσως τους τακτοποίησε σε δωμάτιο».
Ο Βελιγρατλής |
Οι Βούλγαροι, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, συνελάμβαναν ένα
άτομο από κάθε οικογένεια και τα έστελναν σε αναγκαστικά έργα, άγνω-
στο πού. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επέστρεψαν. Ο Γ. Τζεμαΐλας
γράφει: «Εις Ποζάρεβατς παρέμεινε ο κύριος όγκος των Βλάχων. Τα κα-
ταστήματα της πόλης ήσαν κλειστά, και τα είχον καταλάβει και τα εξεμε-
ταλλεύοντο, ως λείαν, Βούλγαροι ιδιώται. Άρρενες Σέρβοι δεν είχον μείνη,
εκτός των κάτω των 18 ετών και άνω των 60, διότι η Σερβία είχε κηρύξει
πανστρατιάν και μετά την κατάρευσίν της, ο Σερβικός στρατός απεσύρθη
και εφιλοξενήθη εις την Ελλάδα, το πλείστον εις την Κέρκυραν, ενωθείς με
τα συμμαχικά στρατεύματα (Αγγλο-Γαλλικά)».
Η Ελένη Ζιαντάρη διηγείται: « Η Ποζιάροβα ήταν πολύ ωραία πόλη.
Οι Σέρβοι μας πήραν να δουλέψουμε στ’ αμπέλια τους. Πολλοί πάλι, δού-
λευαν στα σπίτια των Εβραίων σαν υπηρέτες. Είχε πολλούς Εβραίους. Αυ-
τοί ήταν πανπλούσιοι. Είχαν πολύ ωραία σπίτια και ασχολούνταν με το
εμπόριο. Ήταν έμποροι αυτοί. Εμείς ζούσαμε πολλές οικογένειες μαζί, μέσα
σε μεγάλα καφενεία.
Ερώτηση: Γάμοι, γλέντια γίνονταν εκεί που πήγατε;
Απάντηση: Τι γάμοι. Τόσο μεγάλη πόλη μόνο δυό εκκλησίες είχε. Αφού
σπίτια δεν είχαμε, τι γάμους να κάναμε. Βέβαια, μερικοί παντρεύτηκαν εκεί.
Έχουμε κι εκεί νταμάρι. Εμείς δεν είχαμε που να μείνουμε. Μ’ ένα ρούχο
στην πλάτη είμασταν κορίτσι μ’, γάμους και πανηγύρια θα κάναμε. Αυτοί
που ήταν υπηρέτες, τους έδιναν και μια γωνιά στην αποθήκη για να κοιμη-
θούν. Οι άλλοι τίποτα. Αυτοί είχαν πολύ ωραία σπίτια. Μα μόνο ένα ή δύο
πατώματα. Είχαν όμως μεγάλα υπόγεια... Οι Εβραίοι δεν πείραζαν τους
Έλληνοι... Οι δικοί μας οι Βλάχοι είχαν φέρει και τα κοπάδια τους μαζί.
Ερώτηση: Τα προϊόντα τι τα κάνανε; Τα πουλούσαν;
Απάντηση: Μπα, τί να πουλήσουν. Τα μοίραζαν στους δικούς μας. Οι
Σέρβοι μας έλεγαν πως για δέκα χρόνια θα μπορούσαν να μας ταΐζουν.
Οι Έλληνες παρέμειναν στην περιοχή αυτή μέχρι το 1918 οπότε άρχισε
και η επιστροφή τους.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1918 το βουλγάρικο μέτωπο θα καταρρεύσει και η Βούλγαροι θα ζητήσουν από τους συμμάχους μας ανακωχή με τον όρο να μην εισβάλλει ο ελληνικός στρατός στη Βουλγαρία. Οι σύμμαχοι μας φυσικά έκαναν αποδεκτό το αίτημα τους! Παρά το γεγονός ότι τους πολέμησαν με κάθε μέσο!! Οι Βούλγαροι (συνεπείς όπως πάντα στις ιστορικές υποχρεώσεις τους), την προστασία που θα τους παρείχαν οι σύμμαχοι θα τους την ξεπλήρωναν, 23 χρόνια μετά, το 1941 προσχωρώντας στις δυνάμεις του Άξονα.
Λίγο αργότερα θα ζητήσει ανακωχή και η Τουρκία, ενώ στις 11 Νοεμβρίου θα παραδοθεί η Γερμανία και έτσι θα τελειώσει ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος.
¨Αμεσα ξεκίνησε και η επιστροφή των εκτοπισθέντων Βλάχων στην περιοχή. Επρόκειτο για πραγματική Οδύσσεια (θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου). Συνολικά οργανώθηκαν τέσσερις αποστολές προκειμένου να επιστρέψουν.
Πίσω στην πατρίδα βρήκαν συντρίμμια, ενώ χωριά ολόκληρα (όπως η Ράμνα) καταστράφηκαν ολοσχερώς. Αρκετοί όμως παρέμειναν στο Ποζάρεβιτς, όπου συμβίωσαν αρμονικά με τους Σέρβους και ευημέρησαν.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κάποιοι εξ αυτών παρέμειναν και στη Βουλγαρία όπου και βουλγαροποιήθηκαν. Η πλειονότητα όμως των εκτοπισθέντων επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.
Τα γεγονότα που περιγράφηκαν δυστυχώς είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό. Οι έρευνες που έχουν διενεργηθεί είναι λιγοστές. Η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού των Βλάχων είναι παραγκωνισμένη και σίγουρα θα πρέπει να ενταθεί.
Τέλος Πρώτου Μέρους.
Το χάρισμα της Αδέλας, των Μπαριγιέ και Πιέρ. Ραδιοφωνικό θέατρο.
Η Διαδρομή απόψε θα σας προτείνει ένα έργο για κάθε διάθεση. Πρόκειται για το "Χάρισμα της Αδέλας" των Μπαριγιέ και Πιέρ.
Μία χαρισματική γυναίκα, η Αδέλα προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι ευκατάστατων πλην όμως μπερδεμένων ανθρώπων. Μια σειρά από παρεξηγήσεις και ευτράπελα θα συνθέσουν μία ευχάριστη κωμωδία...
Μετάφραση : Καικιλία Χρυσούλη
Μουσική επιμέλεια : Λούλα Ωρολογά
Σκηνοθεσία : Κωστής Μιχαηλίδης
Πρώτη μετάδοση: 20.7.1977
Παίζουν : Βίλμα Κύρου, Γιώργος Τζώρτζης, Θάλεια Παπάζογλου, Πέπυ Οικονομοπούλου, Λευτέρης Ελυθεριάδης.
Η Βίλμα Κύρου υποδύεται την Αδέλα
Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι glob tv του youtube
Μία χαρισματική γυναίκα, η Αδέλα προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι ευκατάστατων πλην όμως μπερδεμένων ανθρώπων. Μια σειρά από παρεξηγήσεις και ευτράπελα θα συνθέσουν μία ευχάριστη κωμωδία...
Μετάφραση : Καικιλία Χρυσούλη
Μουσική επιμέλεια : Λούλα Ωρολογά
Σκηνοθεσία : Κωστής Μιχαηλίδης
Πρώτη μετάδοση: 20.7.1977
Παίζουν : Βίλμα Κύρου, Γιώργος Τζώρτζης, Θάλεια Παπάζογλου, Πέπυ Οικονομοπούλου, Λευτέρης Ελυθεριάδης.
Η Βίλμα Κύρου υποδύεται την Αδέλα
Η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε από το κανάλι glob tv του youtube
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ο Βύρων Πάλλης. Μια σπουδαία μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου.
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Για τα οικονομικά της Μακεδονίας δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές παρά μόνο κάποιες φορολογικές. Κυριότερη πηγή αποτελούν τα αρκετά νομ...
-
Ο Βύρων Πάλλης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της παλιάς γενιάς. Πόσοι δεν τον θυμούνται ως Θανασάκη στο Θανασάκη τον Πολιτε...
-
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας της εποχής του. Κατάφερε να ζήσει απ’ το γράψιμο σε μια εποχή που λογοτέχνες και κ...